ΠΡΑΚΤΙΚΑ
ΤΗΣ 1ης ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ 12ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011
ΜΕΛΗ: Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι.
Οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Νικόλαος Αγγελάρας και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα, ενώ η Σύμβουλος Χριστίνα Ρασσιά αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Α΄. …………………………………………………………………………
Β΄. Ακολούθως η Αντιπρόεδρος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, η οποία ορίστηκε από τον Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη εισηγήτρια, φέρει προς συζήτηση το 20991/6656/22.10.2010 (αριθμ. πρωτ. Ελ. Συν. 59440/11.11.2010) έγγραφο της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως εξής:
«Θέμα: Ερώτημα σχετικά με την εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που αφορά απασχολούμενους με το πρόγραμμα Stage.
Σχετ: Η υπ’ αριθμ. 6920/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Σύμφωνα με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούται να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες των δύο αιτουσών, οι οποίες απασχολούνταν σε αυτό με το πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας stage και να καταβάλλει τις αντίστοιχες αποδοχές τους, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθεισόμενης κύριας αγωγής τους, καθώς δέχθηκε ότι η εργασία τους παρεχόταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας. Προκειμένου να εκτελεστεί η ανωτέρω απόφαση παρακαλούμε να μας γνωρίσετε τα εξής:
Α) Θα πρέπει να καταβάλλονται στους απασχολούμενους οι αποδοχές που καταβάλλονταν κατά τη διάρκεια του προγράμματος, βάσει της ιδιωτικών συμφωνητικών συνεργασίας που είχαν υπογραφεί μεταξύ του ΟΑΕΔ (ως ο Υπεύθυνος Φορέας για την υλοποίηση, διαχείριση έλεγχο και γενική επίβλεψη της εκτέλεσης του προγράμματος), του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και των απασχολουμένων ή θα πρέπει να υπαχθούν στο μισθολογικό καθεστώς των αμειβομένων με σύμβαση αορίστου χρόνου (Ν.3025/2003);
Β) Θα πρέπει να τους καταβάλλονται επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας;
Γ) Με ποιο καθεστώς θα πραγματοποιηθεί η ασφάλιση τους; Θα ενταχθούν στο ασφαλιστικό καθεστώς των αμεινομένων με σύμβαση αορίστου χρόνου (ΙΚΑ) ή θα συνεχίσουν να ασφαλίζονται μόνο στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας, όπως κατά τη διάρκεια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας;
Δ) Σε περίπτωση καταβολής των αποδοχών τους από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, η μισθοδοσία τους θα βαρύνει Κωδικούς Εξόδων της Ομάδας 0200 (Αμοιβές πολιτικών υπαλλήλων), (Τακτικοί Ι.Δ.Α.Χ.) ή την ομάδα 0300 (Αμοιβές υπαλλήλων με σχέση εργασίας Ι.Δ. ορισμένου χρόνου και ειδικών κατηγοριών.)
Τέλος, επισημαίνουμε ότι τα ανωτέρω ερωτήματα θα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι πέραν των δύο συγκεκριμένων περιπτώσεων εκκρεμούν στη δικαιοσύνη πληθώρα ομοειδών περιπτώσεων.
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΛΟΥΚΑ Τ. ΚΑΤΣΕΛΗ»
Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, Διονύσιος Λασκαράτος, διατύπωσε επί του θέματος αυτού την ακόλουθη έγγραφη γνώμη :
«1. Εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 79 παρ. 1 περ. γ΄ του π.δ/τος 774/1980 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189), το ως άνω έγγραφο, με το οποίο ερωτάται, ύστερα από την 6920/2010 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών Μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των δύο αιτουσών, τέως απασχολούμενων στον ΟΑΕΔ στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (Stage), καταβάλλοντας τις αντίστοιχες αποδοχές τους και μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθεισόμενης αγωγής τους αν: α) πρέπει να τους καταβάλλονται οι αποδοχές που τους καταβάλλονταν βάσει των ιδιωτικών συμφωνητικών που είχαν υπογράψει στο πλαίσιο του ως άνω προγράμματος ή πρέπει να υπαχθούν στο μισθολογικό καθεστώς των αμειβόμενων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, β) πρέπει να τους καταβάλλονται ή όχι τα επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας, γ) πρέπει να συνεχίσουν να ασφαλίζονται μόνο στον κλάδο ασφάλισης ασθένειας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή πρέπει υπαχθούν στο ασφαλιστικό καθεστώς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως εργαζόμενες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου και δ) σε περίπτωση καταβολής των αποδοχών τους από τον τακτικό προϋπολογισμό, η μισθοδοσία τους πρέπει να βαρύνει τον ΚΑΕ 0300 «Αμοιβές υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και ειδικών κατηγοριών» ή τον ΚΑΕ 0200 «Αμοιβές πολιτικών υπαλλήλων (τακτικοί-ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου)».
2. Το άρθρο 682 του ΚπολΔ. ορίζει ότι κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 τα δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης. Τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν τελολογικό παρακολούθημα της κύριας δίκης και ο δικαιολογητικός λόγος της θέσπισής τους είναι η ενυπάρχουσα σε κάθε σχεδόν διαδικασία βραδύτητα ως προς τη διάγνωση και επιδίκαση του δικαιώματος. Η βραδύτητα αυτή δημιουργεί τον κίνδυνο να καταστεί αδύνατη ή να δυσχερανθεί σημαντικώς η ικανοποίηση του δικαιώματος, όταν θα περατωθεί η δίκη, ενώ συγχρόνως στερεί τον δικαιούχο επί μακρόν χρόνο της απολαύσεως του δικαιώματός του, μολονότι σε ωρισμένες περιπτώσεις η άμεση απόλαυση αυτού επιβάλλεται για λόγους ουσιαστικής δικαιοσύνης. Προς αποφυγή αυτών των μειονεκτημάτων ο νόμος παρέχει στον ενδιαφερόμενο, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 682 Κ.Πολ.Δ., το δικαίωμα να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Αυτά συνίστανται στη δημιουργία έννομης κατάστασης που διασφαλίζει τη στο μέλλον ικανοποίηση ή επιτρέπει την από τώρα απόλαυση του δικαιώματος. Με τα ασφαλιστικά μέτρα δηλαδή μεταβάλλεται η υπάρχουσα νομική κατάσταση και δημιουργείται νέα αντίστοιχη, η οποία πληροί το σκοπό διασφαλίσεως ή προσωρινής απολαύσεως του δικαιώματος. Έτσι η διατάσσουσα ασφαλιστικά μέτρα απόφαση είναι διαπλαστικής φύσεως, αφού προσθέτει μία νέα έννομη σχέση, δικονομικού κατά κανόνα περιεχομένου, στο πεδίο των ήδη υφιστάμενων εννόμων σχέσεων, συνέπεια δε αυτού του χαρακτήρος της είναι ότι ισχύει έναντι πάντων, εκτός αν προκύπτει άλλως από την ερμηνεία της διατάξεως, η οποία προβλέπει το συγκεκριμένο ασφαλιστικό μέτρο ή από τη φύση και το σκοπό αυτού. Η διαπλαστική ενέργεια της αποφάσεως εξακολουθεί να υπάρχει εφ’ όσον υπάρχει και η απόφαση. Τόσον η δεχομένη όσον και η απορρίπτουσα την αίτηση απόφαση περιέχει διάγνωση της υπάρξεως ή ανυπαρξίας του ως άνω διαπλαστικού δικαιώματος, ως κυρίου ζητήματος. Αυτή η διάγνωση της υπάρξεως ή ανυπαρξίας του λόγου διαπλάσεως είναι, ως και επί των διαπλαστικών αποφάσεων της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, δεσμευτική, συνιστά δε προσωρινό δεδικασμένο. Ο χαρακτηρισμός του ως προσωρινού δικαιολογείται από την ευχέρεια της καταργήσεώς του, αν ο ενδιαφερόμενος επικαλεσθεί και πιθανολογήσει μεταβολή πραγμάτων. Η δημιουργία του προσωρινού δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση περί ασφαλιστικών μέτρων στηρίζεται όχι τόσο στη διάταξη του άρθρου 695 Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι η απόφαση έχει προσωρινή ισχύ και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, όσον στην ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 322 επόμ. Κ.Πολ.Δ. που ρυθμίζουν το δεδικασμένο που απορρέει από τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση. Εξάλλου, με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν.1756/1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών” του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 207) καταργήθηκε η παράγραφος 6 του άρθρου 692 του Κ.Πολ.Δ., η οποία όριζε ότι δεν επιτρέπεται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα μεταξύ άλλων για την αποδοχή από τον εργοδότη των υπηρεσιών του εργαζόμενου, δεν θίχθηκε όμως η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου, η οποία εξακολουθεί να ισχύει. Συνεπώς, υπό το ισχύον καθεστώς επιτρέπεται να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η αποδοχή από τον εργοδότη των υπηρεσιών του εργαζόμενου, μέτρο που αποσκοπεί να εξασφαλίσει τη συνέχιση της λειτουργίας της εριζόμενης εργασιακής σχέσης, μέχρι την οριστική κρίση του Δικαστηρίου, χωρίς τον κίνδυνο της δημιουργίας δυσμενών αμετακλήτων για τον εργαζόμενο καταστάσεων.
3. Στην προκείμενη περίπτωση, με την 6920/2010 απόφαση Ασφαλιστικών Μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πιθανολογήθηκε ότι, μολονότι οι αιτούσες προσλήφθηκαν στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (Stage), στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του, κατόπιν δε αυτού, υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο να αποδέχεται προσωρινά και μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθεισόμενης αγωγής τους τις προσηκόντως προσφερόμενες από αυτές υπηρεσίες, καταβάλλοντας «τις αντίστοιχες αποδοχές τους». Από τα εκτεθέντα προκύπτει ότι το Δημόσιο με την ως άνω απόφαση υποχρεώθηκε στην αποδοχή των υπηρεσιών των αιτουσών με σκοπό τη διασφάλιση και προσωρινή απόλαυση του δικαιώματος αυτών, που περιορίζεται στη διατήρηση της υφιστάμενης έννομης (εργασιακής) σχέσης, χωρίς να εξικνείται το εξασφαλιζόμενο δικαίωμα μέχρι την πλήρη ικανοποίησή του, που θα επέλθει με την οριστική κρίση του δικαστηρίου επί της αγωγής στην κύρια δίκη. Από τη φύση, επομένως, της παραπάνω απόφασης, που έχει προσωρινή ισχύ και αποσκοπεί στη διατήρηση εκείνης της εργασιακής σχέσεως που καταρτίστηκε με την αρχική σύμβαση για ορισμένο χρονικό διάστημα (θεωρούμενη πλέον ως αορίστου χρόνου) και ενόψει του προσωρινού χαρακτήρα και της περιορισμένης δεσμευτικότητας της απόφασης αυτής, η οποία μπορεί να ανατραπεί (βλ. αντίθ. αποφ. Α.Π. 770/2010 και 19-20/2007, σε συνδυασμό με άρθρ. 103 παρ. 7 Σ, 14, 20-21 ν. 2190/1994 και 2 παρ. 1 ν. 3812/2009, που προβλέπουν τη διαδικασία πρόσληψης υπαλλήλων από ανεξάρτητη αρχή – ΑΣΕΠ –) δεν επιτρέπεται να αναγνωριστούν δικαιώματα πλέον εκείνων που απολάμβαναν και η οποία αναγνώριση θα οδηγούσε στην πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος. Συνεπώς, μέχρι την επίλυση της διαφοράς τελεσιδίκως, οι εργαζόμενοι θα παραμείνουν και θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με τους όρους που απασχολούντο κατά το χρόνο που ο εργοδότης προέβη στη λύση της εργασιακής σχέσης (ως προς τις αποδοχές – επιδόματα εορτών και αδείας – ασφάλιση) και οι αποδοχές τους θα βαρύνουν τον κωδικό του προϋπολογισμού που αντιστοιχεί στις αμοιβές υπαλλήλων Ειδικών Κατηγοριών.
4. Κατόπιν αυτών, έχουμε τη γνώμη ότι μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθεισόμενης αγωγής των αιτουσών κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και επί παρόμοιων υποθέσεων α) πρέπει να καταβάλλονται στους απασχολούμενους οι αποδοχές που καταβάλλονταν κατά το χρόνο λύσης της εργασιακής σχέσης (βασικός μισθός – επιδόματα εορτών και αδείας) β) πρέπει να συνεχίσουν να ασφαλίζονται στον κλάδο ασφάλισης ασθένειας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και γ) σε περίπτωση καταβολής των αποδοχών τους από τον τακτικό προϋπολογισμό, η μισθοδοσία τους πρέπει να βαρύνει τον ΚΑΕ 0300 «Αμοιβές υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και ειδικών κατηγοριών».
Αθήνα, 19 Νοεμβρίου 2010
Ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας
του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ»
Η εισηγήτρια Αντιπρόεδρος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου εισηγείται τα ακόλουθα :
1. Στο από 22 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο της Υπουργού Εργασίας και
Κοινωνικής Ασφάλισης διατυπώνεται ερώτημα σχετικά με την εκτέλεση της 6920/2010 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το ως άνω Υπουργείο υποχρεώθηκε να αποδέχεται προσωρινά, με την καταβολή των αντίστοιχων αποδοχών τους, τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των δύο αιτουσών που προσλήφθηκαν από τον Ο.Α.Ε.Δ. στο πλαίσιο του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων και απασχολήθηκαν σε υπηρεσίες του οικείου Υπουργείου μέχρι τη λήξη της (ορισμένου χρόνου) σύμβασής τους. Ειδικότερα, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του οικείου εγγράφου, το ερώτημα αφορά στην έκταση της δέσμευσης που προκύπτει από την ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ως προς το εργασιακό καθεστώς που πρέπει να διέπει τις, σε εκτέλεση αυτής, απασχολούμενες μέχρι την οριστική επίλυση της σχετικής διαφοράς με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας δίκης. Το θέμα που τίθεται με το ανωτέρω έγγραφο της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, λόγω της γενικότητας και σοβαρότητάς του, εισάγεται στην Ολομέλεια του Σώματος από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 131 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981, και ως εκ τούτου καθιδρύεται νόμιμος λόγος γνωμοδότησης αυτής. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3204/2004, που ορίζει ότι: «Για θέματα μισθών και συντάξεων γενικά το Ελεγκτικό Συνέδριο γνωμοδοτεί μόνο σε ερωτήματα του Υπουργού Οικονομικών. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει το θέμα αυτό διαφορετικά καταργείται», δεν αναιρεί τη γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί ζητημάτων που εισάγονται από τον Πρόεδρο κατ’ εφαρμογή του ως άνω άρθρου 131 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981, έστω και αν αυτά συνέχονται με καταβολή μισθού ή σύνταξης (ad hoc Πρακτικά της 10ης Γενικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 26ης Μαΐου 2010). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, το προς κρίση ζήτημα δεν ανάγεται κατ’ ουσίαν σε θέμα μισθού, αλλ’ αφορά στην έκταση της δέσμευσης του εργοδότη από την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία υποχρεώθηκε να δέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες εργαζομένων και μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου απασχόλησής τους και συγκεκριμένα αν η δέσμευση αυτή, εκτός από την αποδοχή των υπηρεσιών, καταλαμβάνει και το ρυθμιστικό πλαίσιο αμοιβής και ασφάλισης, ή αυτό διατηρείται όπως ίσχυε και προηγουμένως. Η κατά τα ανωτέρω δε αιτούμενη γνώμη της Ολομέλειας επί του ζητήματος που τίθεται με το ως άνω ερώτημα δεν αποτελεί πρόκριμα πράξεων ή δικαστικών αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λόγω της ευρύτητας και της γενικότητας της διατύπωσης του εξεταζόμενου θέματος.
Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Γεώργιος Βοΐλης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη : Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3234/2004 «Αναπροσαρμογή συντάξεων του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» (φ. 52 Α΄) ορίζεται ότι : «Για θέματα μισθών και συντάξεων γενικά το Ελεγκτικό Συνέδριο γνωμοδοτεί μόνο σε ερωτήματα του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει το θέμα αυτό διαφορετικά καταργείται.». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για θέματα που αφορούν μισθούς και συντάξεις γενικώς, καθιδρύεται μόνον με πρωτοβουλία του Υπουργού Οικονομικών, ενώ συγχρόνως κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα αυτό καταργείται. Η ως άνω επιφυλασσόμενη στον Υπουργό Οικονομικών πρωτοβουλία προκλήσεως γνωμοδοτικής αρμοδιότητας της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προδήλως έχει σκοπό να μη διαταράσσεται αιφνιδιαστικώς η εκτέλεση του προϋπολογισμού, δικαιολογητικός λόγος, που καθίσταται επιτακτικότατος ιδίως υπό τις οικονομικές συνθήκες που διέρχεται η Χώρα. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι για θέματα μισθών και συντάξεων γενικώς η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα ούτε και όταν τέτοια θέματα εισάγονται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη διαδικασία του άρθρου 131 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981. Τούτο επιρωννύεται από το γεγονός ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3234/2004 καταργεί ρητώς κάθε άλλη αντίθετη διάταξη, που ρυθμίζει το επίμαχο θέμα, της πρωτοβουλίας δηλαδή κινήσεως της εν λόγω γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οίκοθεν νοείται ότι ο Πρόεδρος διατηρεί την ευχέρεια και πρωτοβουλία προκλήσεως της γνώμης της Ολομελείας επί των ως άνω θεμάτων, μόνον όταν αυτά ανακύπτουν επ’ αφορμή σχετικών ζητημάτων, που ανέκυψαν εντός του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την εκτέλεση του ελεγκτικού του έργου. Ενόψει τούτων απαραδέκτως εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας το παρόν ζήτημα. Η γνώμη όμως αυτή δεν εκράτησε.
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695 Κ.Πολ.Δ. η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Το προσωρινό αυτό δεδικασμένο παύει να ισχύει με την έκδοση αντίθετης ή μη απόφασης επί της κύριας δίκης. Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα διαμορφώνει με δικονομικό θεμέλιο μια νέα κατάσταση που επιτρέπει την εξασφάλιση ή την προσωρινή απόλαυση του ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος και τη ρύθμιση γενικότερα των εριζόμενων σχέσεων των διαδίκων. Συνεπώς, η απόφαση έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, την οποία ο αντίδικος και κάθε τρίτος είναι υποχρεωμένοι να σεβαστούν (Κονδύλης, Το δεδικασμένον, 1983, σελ. 391, Ε.Σ. Ολ. 33/1997 Δ. 1998.435). Η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 321-334 για τον προσδιορισμό τόσο των αντικειμενικών και υποκειμενικών του ορίων όσο και της λειτουργίας του, η οποία παρουσιάζεται ως αρνητική και θετική. Το ως άνω δεδικασμένο αφορά στη διάγνωση της ύπαρξης του διαπλαστικού δικαιώματος του αιτούντος για τη λήψη του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου και ισχύει μέχρι να ικανοποιηθεί το ασφαλιζόμενο δικαίωμα ή να ανακληθεί η απόφαση που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο, η οποία είναι διαπλαστική και όταν υποχρεώνει τον οφειλέτη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Εξάλλου η ανάκληση της απόφασης, κατά τα άρθρα 696-698 του Κ.Πολ.Δ. δεν ενεργεί αναδρομικά και συνεπώς η από το προσωρινό δεδικασμένο δεσμευτικότητα της εν λόγω απόφασης ισχύει για όσο διάστημα ίσχυε η απόφαση αυτή και λαμβάνεται υπόψη και μετά την ανάκληση, καλύπτοντας έτσι μόνιμα με το μανδύα της νομιμότητας τη διάπλαση που πραγματοποιήθηκε, δηλαδή τη νομιμότητα του διαταχθέντος μέτρου και γενικότερα του δικαιώματος του αιτούντος να τύχει προσωρινής δικαστικής προστασίας κατά το ανωτέρω διάστημα Κατά το άρθρο 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. “τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση”. Με τη διάταξη αυτή, η ρύθμιση της οποίας υπαγορεύεται από τη φύση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, τίθεται απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το δικαστήριο, κατά τον οποίο τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η με τα ασφαλιστικά μέτρα δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, έτσι που να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης δίνεται η εντύπωση ότι αυτή δεν καλύπτει όλους τους στόχους των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή την εξασφάλιση ή τη διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, αλλά μόνο τους δύο πρώτους. Όμως ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο δεν διαφέρει, κατά το σκοπό του, από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού κι αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας, έως την περάτωση της κύριας, διαγνωστικής δίκης, αμετάκλητων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πραγματικό σκοπό της δίκης αυτής. Η διακριτική ευχέρεια που δίνει το άρθρο 732 στο δικαστήριο, δεν αποτελεί εξαίρεση από τον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4, αλλά ο κανόνας αυτός αποτελεί οριοθέτηση της παρεχόμενης στο δικαστήριο, με το άρθρο 732, διακριτικής ευχέρειας. Ο κανόνας του άρθρου 692 παρ. 4 υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικώς (άρθ. 20 παρ. 1 του Συντ.) και όχι απλώς περιουσιακών ζημιών (βλ. Κ. Μπέη Ασφ. Μέτρα σελ. 122 επ., του ίδιου. Τα όρια της προσωρινής δικαστικής προστασίας σελ. 15 επ., Π. Τζίφρα Ασφαλ. Μέτρα σελ. 50-51). Περαιτέρω, η υποχρέωση του εργοδότη με ασφαλιστικό μέτρο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του απολυθέντος εργαζομένου για το λόγο ότι απολύθηκε ακύρως, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρ. 692 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., διότι με την τυχόν παραδοχή αυτής δεν επέρχεται πλήρης ικανοποίηση του δικαιώματος, καθόσον το ασφαλιστικό μέτρο διατάσσεται για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης που ανέκυψε από την επικαλούμενη παράνομη απόλυση του εργαζομένου, η οποία επιφέρει επαχθείς συνέπειες γι’ αυτόν και δεν δημιουργεί αμετάκλητη κατάσταση. Με την προσωρινή ρύθμιση αποσκοπείται προσωρινά η εξακολούθηση ισχύος της επίδικης έννομης σχέσης. (Βλ. Παρμ. Τζίφρα, Ασφ. μέτρα, σελ. 367, Κ. Μπέη, Δ 12.140, Ν. Καβαλάς, ΝοΒ 32.215). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η προστεθείσα με το άρθρ. 23 του ν. 1941/1991 διάταξη της παρ. 6 στο άρθρ. 692 Κ.Πολ.Δ., με την οποία δεν επιτρεπόταν να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα για αποδοχή από τον εργοδότη των υπηρεσιών του εργαζομένου ή τον καθορισμό του τόπου παροχής των υπηρεσιών αυτού, καταργήθηκε ήδη με το άρθρ. 31 του ν. 2178/1993 και κατά συνέπεια εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου να διατάξει και το ασφαλιστικό μέτρο, χωρίς βέβαια να υποχρεούται προς τούτο, δεδομένου ότι έχει τη δυνατότητα, εκτιμώντας τις εκάστοτε περιστάσεις, να διατάξει άλλο πλέον πρόσφορο κατά την κρίση του ασφαλιστικό μέτρο (άρθρ. 692 Κ.Πολ.Δ.). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι αν ο εργοδότης υποχρεώθηκε με ασφαλιστικό μέτρο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του απολυθέντος μισθωτού για το λόγο ότι απολύθηκε ακύρως, το προσωρινό δεδικασμένο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων αφορά μόνον την υποχρέωση αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου, το δε δικαστήριο της κύριας δίκης οφείλει να εξετάσει αυτοτελώς το ζήτημα της ύπαρξης έγκυρης σχέσης εργασίας και σε περίπτωση αρνητικής κρίσης να απορρίψει την αγωγή, χωρίς να κωλύεται από το προσωρινό δεδικασμένο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Ενόψει αυτών, εφόσον η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στην αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, ο εργοδότης που συμμορφώνεται προς την απόφαση που διέταξε το οικείο ασφαλιστικό μέτρο οφείλει, κατά τα λοιπά, να απασχολεί το μισθωτό υπό συνθήκες απασχόλησης όπως και προηγουμένως, δηλαδή να διατηρήσει το ίδιο πλαίσιο μισθολογικού και ασφαλιστικού καθεστώτος, στη διατήρηση του οποίου άλλωστε αποσκοπεί και η προσωρινή ρύθμιση, υπό την έννοια της εξακολούθησης της ισχύος της επίδικης έννομης σχέσης. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων στο ανωτέρω ερώτημα που τίθεται προσήκει η απάντηση ότι: η δέσμευση από την 6920/2010 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεώθηκε να αποδέχεται προσωρινά, με την καταβολή των αντίστοιχων αποδοχών τους, τις υπηρεσίες των δύο αιτουσών που προσλήφθηκαν από τον Ο.Α.Ε.Δ. με διαδοχικές συμβάσεις κατάρτισης-απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας (stage) ορισμένου χρόνου και απασχολήθηκαν από το οικείο Υπουργείο, καθόσον πιθανολογήθηκε ότι οι συμβάσεις εργασίας τους ήταν αορίστου χρόνου διότι κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, δεν επεκτείνεται στο μισθολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς αυτών, τα οποία πρέπει να διατηρηθούν όπως ίσχυαν και προηγουμένως. Συνεπώς, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας δίκης, οι ως άνω απασχολούμενες υπάλληλοι εμπίπτουν στο κανονιστικό εργασιακό πλαίσιο της προηγούμενης απασχόλησής τους. Διαφορετική ερμηνεία θα προσέκρουε στη φύση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, αφού θα οδηγούσε σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος.
Η Ολομέλεια, μετά από μακρά διαλογική συζήτηση αποδέχθηκε ομόφωνα την ανωτέρω εισήγηση.