ΣτΕ Ολομ.999/2007, ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ, ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑ, ΤΕΛΗ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, Η οδήγηση αναπηρικού οχήματος απο τρίτο χωρίς να επιβαίνει ο ανάπηρος δεν είναι λαθρεμπορία αλλά απλη τελωνειακή παράβαση.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

ΣτΕ Ολομ.999/2007

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η οδήγηση του αυτοκινήτου χωρίς να επιβαίνει σ΄ αυτό ο δικαιούχος ανάπηρος συνιστά, καταρχήν, απλή τελωνειακή παράβαση, ανεξάρτητα αν ο οδηγός του αυτοκινήτου έχει λάβει την προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου έγκριση από την τελωνειακή αρχή.
 
 

 
 
 

Αριθμός 999/2007
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Νοεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Σγουρόγλου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ι.Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Φ. Γιαννακού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 1999 αίτηση:
του Στέφανου Γεωργίου Γαστεράτου του Αλεξάνδρου, κατοίκου Κερκύρας (Ναυσικάς 3), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ν. Μοσχοβάκο (Α.Μ. 5040), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Χ. Αυγερινού, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 476/2006 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθμ. 248/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από την Εισηγητή, Σύμβουλο, Αικ. Συγγούνα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (διπλότυπα είσπραξης ΔΟΥ ενσήμων και δικαστικών εισπράξεων Αθηνών 464918 και 464919/1999 και ειδικά έντυπα παραβόλου Α. 1077949, 1077950 και 1225256/1999) ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως 248/1998 του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η 49/1998 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κέρκυρας και απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 30/1994 πράξης επιβολής σε αυτόν πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας ύψους 21.304.305 δραχμών του Διευθυντή του Τελωνείου Κέρκυρας.
2. Επειδή, με την απόφαση 476/2006 του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), το ζήτημα της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 6 του ν. 490/1976 (Α΄ 330) και 9 του ν. 1906/1990 (Α΄ 157), σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α΄ 73, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν.ν. 2081/1939, Α΄ 495), λόγω της μείζονος σπουδαιότητάς του και της αντίθετης προς την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση, ως προς την έννοια της διατάξεως αυτής, νομολογίας του Αρείου Πάγου.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς και είναι, περαιτέρω, ερευνητέα.
4. Επειδή, το άρθρο 100 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚ 73), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν.ν. 2081/1939 (ΦΕΚ 495) ορίζει ότι λαθρεμπορία είναι “α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων, είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ’ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ’ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον”. Εξ άλλου, το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 490/1976 (ΦΕΚ 330) ορίζει ότι απαλλάσσονται από τους δασμούς, φόρους, εισφορές, δικαιώματα και τέλη, καθώς και από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως που εισπράττονται κατά την εισαγωγή επιβατικά αυτοκίνητα που προορίζονται για αναπήρους πολέμου, αξιωματικούς και οπλίτες. Η παρ. 6 του ίδιου άρθρου 1 του Ν. 490/1976 ορίζει ότι : «Η διάθεσις των εν παρόντι άρθρω αναφερομένων ειδών εις ετέρας χρήσεις, πλην των προς εξυπηρέτησιν των προσωπικών αναγκών του αναπήρου και η καθ’ οιονδήποτε τρόπον προ της καταβολής των δασμών και λοιπών φόρων μεταβίβασις της κυριότητος αυτών συνεπάγεται, εκτός των υπό της τελωνειακής νομοθεσίας προβλεπομένων κυρώσεων και την εις το διηνεκές στέρησιν του δικαιώματος της ατελούς εισαγωγής των ειδών τούτων.». Περαιτέρω, το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 1798/1988 (ΦΕΚ 166) ορίζει ότι οι απαλλαγές που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 490/1976, όπως αυτές ισχύουν, παρέχονται και σε άλλες κατηγορίες αναπήρων, η δε παρ. 6 του ίδιου άρθρου 16 του Ν. 1798/1988 ορίζει ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 490/1976 εφαρμόζεται και για τους αναπήρους αυτούς. Τέλος, το άρθρο 9 του ν. 1906/1990 (ΦΕΚ 157) ορίζει ότι : «Το άρθρο 2 της Δ. 697/35/20.3.1990 υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 190Β), που κυρώθηκε με το ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α’), αντικαθίσταται ως ακολούθως : “Άρθρο 2 : 1. Τα επιβατικά αυτοκίνητα που εισάγονται ή έχουν εισαχθεί ατελώς, με βάση τις διατάξεις ατελείας που ισχύουν για τους αναπήρους, επιτρέπεται εκτός από τον ίδιο τον ανάπηρο να οδηγούν και ένα ή δύο άλλα πρόσωπα, ύστερα από έγκριση της αρμόδιας τελωνειακής αρχής υπό τον όρο ότι θα επιβαίνει στο αυτοκίνητο ο δικαιούχος της ατέλειας ανάπηρος. 2. Τα παραπάνω πρόσωπα, που πρέπει να έχουν ερασιτεχνική τουλάχιστον άδεια οδήγησης, θα ορίζονται από τον ενδιαφερόμενο ανάπηρο και δεν μπορεί να διαμένουν μακρυά από τον τόπο κατοικίας του αναπήρου. Η εκδιδόμενη από την τελωνειακή αρχή έγκριση για την οδήγηση του αυτοκινήτου θα χορηγείται στον ανάπηρο και θα κοινοποιείται στην ειδική υπηρεσία τελωνειακών ερευνών (Ε.Υ.Τ.Ε.) και στην υποδιεύθυνση ή τμήμα τροχαίας της περιοχής όπου κατοικεί ο ανάπηρος. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 490/1976 (ΦΕΚ 331 Α’), η οδήγηση του αυτοκινήτου χωρίς να επιβαίνει σ’ αυτό ο δικαιούχος ανάπηρος συνιστά απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία συνεπάγεται την επιβολή προστίμου 100.000 δραχμών. Το παραπάνω πρόστιμο δεν επιβάλλεται, εφ’ όσον αποδεικνύεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η μετακίνηση του αυτοκινήτου οφείλεται σε εξαιρετικές ή επείγουσες περιστάσεις ή εγένετο αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναπήρου. Το βάρος της απόδειξης φέρουν ο οδηγός του αυτοκινήτου και ο δικαιούχος της ατέλειας ανάπηρος. 4. Αρμόδια για την επιβολή του παραπάνω προστίμου είναι η τελωνειακή αρχή, στην περιφέρεια της οποίας διαπιστώθηκε η παράβαση, η οποία προβαίνει στην έκδοση καταλογιστικής πράξης με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 99 του Τελωνειακού Κώδικα.».
5. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 2 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1906/1990, η οδήγηση του αυτοκινήτου χωρίς να επιβαίνει σ΄ αυτό ο δικαιούχος ανάπηρος συνιστά, καταρχήν, απλή τελωνειακή παράβαση, ανεξάρτητα αν ο οδηγός του αυτοκινήτου έχει λάβει την προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου έγκριση από την τελωνειακή αρχή. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου και των Συμβούλων Σ. Καραλή, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Χ. Ράμμου, Μ. Γκορτζολίδου, Ιωαν. Ζόμπολα και Δ. Γρατσία, προς την οποία συνετάχθη και η Πάρεδρος Β. Πλαπούτα, η διάταξη αυτή αναφέρεται μόνον στα πρόσωπα που οδηγούν το αυτοκίνητο έχοντας λάβει έγκριση από την τελωνειακή αρχή, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου.
6. Επειδή, περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 4 συνάγεται ότι διαπράττεται λαθρεμπορία, όχι δε απλή τελωνειακή παράβαση, στην περίπτωση κατά την οποία αυτοκίνητο που έχει εισαχθεί στην Ελλάδα ατελώς για την εξυπηρέτηση των προσωπικών αναγκών αναπήρου οδηγείται, έστω και ύστερα από έγκριση της τελωνειακής αρχής, από άλλο πρόσωπο, χωρίς να επιβαίνει σ΄ αυτό ο ανάπηρος, εάν το πρόσωπο αυτό οδηγεί το αυτοκίνητο κατά τρόπο διαρκή και σταθερό και όχι περιστασιακό, λόγω εξαιρετικής και επείγουσας περίστασης ή προς αποκλειστική εξυπηρέτηση των αναγκών του αναπήρου, αφού, στην περίπτωση αυτή, μη δικαιούχο ατέλειας πρόσωπο χρησιμοποιεί ελεύθερα αυτοκίνητο που έχει εισαχθεί ατελώς και με το τέχνασμα αυτό αποστερεί το Δημόσιο από δασμούς, φόρους και άλλα δικαιώματα. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Σ. Καραλή, Ν. Σακελλαρίου, Αικ. Συγγούνα, Σ. Χαραλάμπους και Γ. Παπαγεωργίου από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η κατά παράβαση αυτών οδήγηση του αυτοκινήτου, χωρίς να επιβαίνει σ’ αυτό ο δικαιούχος ανάπηρος, δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, λαθρεμπορία, αφού το άρθρο 9 του ν. 1906/1990 ρητά ορίζει ότι η εν λόγω χωρίς την παρουσία του αναπήρου οδήγηση συνιστά απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία συνεπάγεται την επιβολή προστίμου 100.000 δραχμών, προβλέπει δε στη συνέχεια ότι το πρόστιμο αυτό δεν επιβάλλεται, εφόσον αποδεικνύεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η μετακίνηση του αυτοκινήτου οφείλεται σε εξαιρετικές ή επείγουσες περιστάσεις ή ότι εγένετο αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναπήρου, πράγμα που σημαίνει ότι, αν δεν αποδεικνύονται τα ανωτέρω (αν δηλ. η μετακίνηση του αυτοκινήτου χωρίς την παρουσία του αναπήρου δεν έγινε ούτε λόγω εξαιρετικών ή επειγουσών περιστάσεων, ούτε για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των αναγκών του αναπήρου), η οδήγηση του αυτοκινήτου χωρίς την παρουσία του αναπήρου συνιστά απλή τελωνειακή παράβαση, με συνέπεια την επιβολή γι’ αυτήν προστίμου 100.000 δραχμών. Και ναι μεν τα ανωτέρω προβλέπονται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 490/1976, από την διάταξη όμως αυτή δεν προκύπτει αντίθετο συμπέρασμα, γιατί με αυτήν ορίζεται απλώς ότι σε περίπτωση διάθεσης του αυτοκινήτου σε άλλες χρήσεις, που δεν μπορεί, πάντως, να συνίστανται μόνο στο ότι οδηγήθηκε από άλλον χωρίς να επιβαίνει σ’ αυτό ο ανάπηρος, πέραν των τελωνειακών κυρώσεων επιβάλλεται και στέρηση του δικαιώματος ατελούς εισαγωγής αυτοκινήτου.
7. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος, το οποίο παραπέμφθηκε, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας προς περαιτέρω εκδίκαση, κατ΄ άρθρο 14 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.
Διά ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Μαρτίου 2007.
Ο Πρόεδρος  Ο Γραμματέας
 
 
Γ. Παναγιωτόπουλος  Β. Μανωλόπουλος