Αριθμός 1082/2009, 7μ.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Μαρινάκης, Ε. Αντωνόπουλος, Σ. Μαρκάτης, Β. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
Για να δικάσει την από 8 Ιουλίου 2004 αίτηση:
του Οργανισμoύ Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Πατησίων 30), ο οποίος παρέστη με τον Θ. Ράπτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Κυπαρισσίας Ρότσου, κατοίκου Αμαρύνθου Ευβοίας, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Α. Μαυραγάνη (Α.Μ. 4291), που τον διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Οργανισμός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 391/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Β. Ανδρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Οργανισμού, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998 – Α΄ 31), ζητείται η αναίρεση της 391/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Οργανισμού κατά της 310/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδος. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης, ακυρώθηκε η 71866/2000 απόφαση του οργάνου του Ο.Γ.Α. που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των ενστάσεων (με την οποία είχε, τελικώς, απορριφθεί αίτηση της αναιρεσίβλητης για χορήγηση συντάξεως γήρατος) και κρίθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται, από 20-5-1997, σύνταξη γήρατος που είχε ζητήσει.
2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του τμήματος ύστερα από την 2915/2008 παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος που τίθεται.
3. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 4169/1961 «περί Γεωργικών Ασφαλίσεων» (Α΄ 81) ορίζεται ότι: «1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται αυτοδικαίως πάντα τα πρόσωπα, άτινα ασχολούνται εν Ελλάδι κατά κύριον επάγγελμα, εξ ου και αντλούν τον βιοπορισμόν αυτών, εις την αγροτικήν οικονομίαν. 2. Ειδικώτερον εις την ασφάλισιν, κατά την έννοιαν της προηγουμένης παρ. 1, υπάγονται: α) Οι ιδιοκτήται γεωργικών εκμεταλλεύσεων ιδία αγρών, λειβαδιών, φυτειών, δασικών εκτάσεων, εφ’ όσον εκμεταλλεύονται ταύτας προς παραγωγικούς σκοπούς, ιδίω αυτών ονόματι και δια προσωπικής αυτών εργασίας (χειρωνακτικής, ή συστηματικής αυτεπιστασίας). β) …». Εξ άλλου, η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, όπως η περίπτωση α΄ της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε τελικώς από την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 1287/1982, Α΄ 123), ορίζει ότι: «Ίνα ο ασφαλισμένος τύχη συντάξεως λόγω γήρατος δέον να πληροί τας ακολούθους προϋποθέσεις: α) να έχει το λιγότερο 25 χρόνια ασφάλισης, μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του. Προσωρινές δικαιολογημένες απομακρύνσεις, που δεν έχουν το χαρακτήρα της εγκατάλειψης της άσκησης του επαγγέλματος δεν λαμβάνονται υπόψη σε βάρος του ασφαλισμένου . . . , β) να έχη ηλικίαν συμπεπληρωμένην εξήκοντα πέντε (65) ετών, γ) . . . ». Περαιτέρω, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 1287/1982 ορίζει ότι: «Οι παντρεμένες γυναίκες, που είναι ασφαλισμένες στον Ο.Γ.Α. και έχουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Νόμου 4169/1961, δικαιούνται αυτοτελή σύνταξη από τον Ο.Γ.Α.».
4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να λάβουν σύνταξη γήρατος οι ασφαλισμένοι του Ο.Γ.Α., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι έγγαμες γυναίκες οι οποίες απασχολούνται αυτοτελώς σε αγροτικές εργασίες, πρέπει: α) να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, β) να έχουν απασχοληθεί κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα στην αγροτική οικονομία επί 25 τουλάχιστον έτη μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους και γ) να είναι κατ’ αρχήν μονίμως εγκατεστημένοι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησεώς τους σε αγροτικές εργασίες, στον τόπο των αγροτικών ασχολιών τους, από τον οποίο συγχωρούνται μόνο προσωρινές και δικαιολογημένες απομακρύνσεις. Ως απομάκρυνση δε από τον τόπο αυτό, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται η μόνιμη εγκατάσταση του ασφαλισμένου είτε σε αστική περιοχή, είτε και σε άλλη αγροτική περιοχή, η οποία, όμως, απέχει τέτοια απόσταση από τον τόπο των αγροτικών ασχολιών του, ώστε κατά κοινή πείρα να μην είναι πλέον δυνατόν, εν όψει των κατά περίπτωση συνθηκών (όπως π.χ. καιρικών και συγκοινωνιακών συνθηκών, είδους καλλιέργειας), να θεωρηθεί ότι αυτός απασχολείται ενεργώς και μάλιστα κατά κύριο επάγγελμα στην αγροτική οικονομία. Εξ άλλου, η κρίση ότι η απομάκρυνση του ενδιαφερομένου από τον τόπο των αγροτικών ασχολιών του είναι προσωρινή και δικαιολογημένη, καθώς και η κρίση ότι ο ενδιαφερόμενος αντλεί τα μέσα του βιοπορισμού του από την απασχόλησή του στην αγροτική οικονομία πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς από τα αρμόδια όργανα του Ο.Γ.Α. και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (Σ.τ.Ε. 3260, 2903/2007, 1937/2007 επταμ.). Ειδικότερα, για να είναι αιτιολογημένη η απόφαση σχετικά με το βιοπορισμό του ασφαλισμένου από την απασχόλησή του, κατά κύριο επάγγελμα, στην αγροτική οικονομία, πρέπει να προκύπτει – κατά το μεγαλύτερο διάστημα της επίμαχης περιόδου – το ύψος του εισοδήματος του ασφαλισμένου από την παραπάνω απασχόληση και να υπάρχει κρίση ότι το εισόδημα τούτο, εν όψει του τόπου κατοικίας του και των ειδικότερων συνθηκών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, επαρκεί για το βιοπορισμό του.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, που γεννήθηκε το 1932 στην Αμάρυνθο Ευβοίας, με την 3117/9-10-1997 αίτησή της ζήτησε να συνταξιοδοτηθεί από τον Ο.Γ.Α. αναφέροντας ότι από το 1953 έως το 1997 άσκησε το επάγγελμα της αγρότισσας στην Αμάρυνθο, όπου κατοικούσε, με εξαίρεση το διάστημα από το 1966 έως το 1990, οπότε διέμενε στην Αθήνα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, μετέβαινε δε στην Αμάρυνθο προς καλλιέργεια των κτημάτων της. Η αγροτική περιουσία της, αποτελούνταν από ελαιώνα 25 στρεμμάτων με 100 ρίζες ελιές και 25 ρίζες αμυγδαλιές και απέδιδε κατά τα τελευταία έτη 150.000 δρχ. ετησίως. Τα ανωτέρω βεβαίωσε ως αληθή ο τοπικός ανταποκριτής του Ο.Γ.Α. και ο αγροτικός σύλλογος Αμαρύνθου με την από 9-10-1997 βεβαίωση. Η αναιρεσίβλητη προς ενίσχυση των ισχυρισμών της προσκόμισε την από 9-10-1997 βεβαίωση εγγραφής της στον κλάδο πρόσθετης ασφάλισης αγροτών του έτους 1988 και την 9192/1969 οικοδομική άδεια ανεγέρσεως ισόγειας οικείας στην Αμάρυνθο. Τα αρμόδια όργανα του Ο.Γ.Α. απέρριψαν το αίτημα συνταξιοδοτήσεως γιατί δέχθηκαν ότι η αναιρεσίβλητη είχε παύσει να ασκεί συστηματικά ήδη από το έτος 1966, οπότε παντρεύτηκε, το αγροτικό επάγγελμα, αφού κατοικούσε στην Αθήνα, όπου και ο τόπος κατοικίας του συζύγου της (δημόσιος υπάλληλος). Στο δελτίο της ταυτότητάς της αναγραφόταν διεύθυνσή της στην Αθήνα και στην Δ.Ο.Υ. Ζωγράφου υπέβαλλε τη φορολογική δήλωση, μαζί με τον σύζυγό της. Πρωτοδίκως η αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι και κατά τα έτη 1966 – 1990, οπότε κατοικούσε στην Αθήνα, μετέβαινε τακτικά στην Αμάρυνθο απασχολούμενη στην καλλιέργεια των κτημάτων της. Η προσφυγή της αναιρεσίβλητης έγινε δεκτή, έφεση δε του Ο.Γ.Α. απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη ότι η αναιρεσίβλητη δεν άσκησε άλλο επάγγελμα, λόγω του τόπου της μόνιμης κατοικίας του συζύγου της ήταν υποχρεωμένη κατά τα έτη 1966 – 1990 να κατοικεί στην Αθήνα, κατά τα έτη 1953 – 1966 και 1990 – 1997 κατοικούσε στην Αμάρυνθο Ευβοίας, η μικρή απόσταση Αθηνών – Αμαρύνθου της επέτρεπε να μεταβαίνει εύκολα σε τακτά χρονικά διαστήματα κατ’ έτος από τον τόπο της κατοικίας της στον τόπο της αγροτικής περιουσίας της και να απασχολείται αποδοτικά στην καλλιέργεια και συγκομιδή του καρπού των ελαιών και αμυγδαλεών που είχε στην ιδιοκτησία της, όπως βεβαίωνε ο τοπικός ανταποκριτής του Ο.Γ.Α. και τα αρμόδια όργανα του τοπικού αγροτικού συλλόγου, πραγματοποιώντας εισόδημα εν πάση περιπτώσει ικανό προς ατομικό βιοπορισμό της. Με τα δεδομένα αυτά το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις του νόμου για να λάβει σύνταξη γήρατος από τον Ο.Γ.Α. ως αγρότισσα επί εικοσιπενταετία μετά την συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας της και απέρριψε την έφεση.
6. Επειδή, ο αναιρεσείων Οργανισμός προβάλλει ότι έσφαλε το δικάσαν Εφετείο διότι το εισόδημα των 150.000 δρχ., που όπως έγινε δεκτό αποκόμιζε ετησίως η αναιρεσίβλητη, δεν ήταν ικανό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, να συντελέσει στον βιοπορισμό της. Ο λόγος αυτός, έτσι όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι μ’ αυτόν αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου σχετικά με τον βιοπορισμό της αναιρεσίβλητης από τα εισοδήματά της.
7. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η διαμονή της αναιρεσίβλητης στην Αθήνα συνιστά απομάκρυνσή της από τον τόπο της απασχολήσεώς της και εγκατάλειψη της κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα απασχολήσεώς της σε αγροτικές εργασίες. Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα, έσφαλε το Εφετείο δεχόμενο τα αντίθετα. Δεδομένου όμως ότι, όπως δέχεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικαλούμενο την βεβαίωση του τοπικού ανταποκριτή του αναιρεσείοντος Οργανισμού, ενόψει της μικρής αποστάσεως Αθηνών – Αμαρύνθου η αναιρεσίβλητη μετέβαινε σε τακτά χρονικά διαστήματα για να απασχοληθεί στην καλλιέργεια των κτημάτων της από την οποία αντλούσε τον βιοπορισμό της, ορθώς, το Εφετείο έκρινε ότι η απομάκρυνση της αναιρεσίβλητης από τον τόπο της απασχολήσεώς της δεν είχε μόνιμο χαρακτήρα. Συνεπώς, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.
Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσίβλητου Οργανισμού την δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2009
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Γ. Ανεμογιάννης Μ. Βλασερού
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Μαρτίου 2009.
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Γ. Ανεμογιάννης Μ. Παπασαράντη