ΜΕ ΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΔΔΑ κριθηκε οτι ναι μεν δεν αντικειται κατ΄αρχην το τεκμηριο πληρους γνώσεως στο δικαιωμα δικαστικης προστασιας, πλην το καθε εγχωριο διοικητικο δικαστηριο θα πρεπει να αναγραφει στην αποφαση επακριβως ποτε ξεκινησε (ποια ημερα) να μετραει το τεκμηριο ωστε να μην υπαρχει καμια αμφιβολια για το χρονο εναρξης του. Συνεπως ΕΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ,ε φοσον δεν μπορει ο εναρκτηριος χρονος να προσδιοριστει, ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ του ενδικου βοηθηματος.Η αποφαση παρατιθεται σε pdf.
Α. Το τεκμήριο πλήρους γνώσης της προσβαλλόμενης ατομικής πράξης στην πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ
Προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο μίας ατομικής πράξης, ακολουθούνται συνήθως από το ΣτΕ συγκεκριμένα βήματα. Πρώτα, ερευνάται αν προκύπτει η διενέργεια κοινοποίησης από τα στοιχεία του φακέλου [13] . Αν η κοινοποίηση έλαβε χώρα μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, τότε εξετάζεται μήπως τυχόν ο αιτών έλαβε πλήρη γνώση της πράξης πριν την κοινοποίηση.
Η χρονική τοποθέτηση της πλήρους γνώσης πριν από τη διενεργηθείσα κοινοποίηση πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα από συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου, όπως η γνώση από τους αιτούντες άλλων πράξεων, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης. Στην απόφαση ΣτΕ 271/2008 [14] έγινε δεκτό ότι οι αιτούντες έλαβαν πλήρη γνώση της υπουργικής απόφασης περί ακύρωσης της οικοδομικής τους άδειας, το αργότερο, όταν τους κοινοποιήθηκε η διαταγή διακοπής των οικοδομικών εργασιών λόγω της προηγούμενης ακύρωσης της οικοδομικής άδειας. Για τον λόγο αυτόν, η κοινοποίηση της υπουργικής απόφασης περί ακύρωσης της οικοδομικής άδειας που έλαβε χώρα ένα έτος μετά τη διαταγή διακοπής των εργασιών, δεν επέδρασε στην έναρξη της εξηκονθήμερης προθεσμίας, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει με την πλήρη γνώση των αιτούντων. Κατά συνέπεια, από το στοιχείο της γνώσης της πράξης διακοπής των οικοδομικών εργασιών σε συνδυασμό με το «εύλογο και έντονο ενδιαφέρον των αιτούντων» καθώς και την πάροδο δύο ετών μέχρι την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης τεκμαίρεται η πλήρης γνώση της ακύρωσης της οικοδομικής άδειας σε χρόνο που καθιστά την αίτηση ακυρώσεως εκπρόθεσμη.
Στην περίπτωση, κατά την οποίαν η ατομική πράξη δεν κοινοποιήθηκε, τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας εξετάζει πρώτα αν η πράξη δημοσιεύτηκε ή δημοσιοποιήθηκε και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης αν από τη δημοσίευση ή τη δημοσιοποίηση και σε συνδυασμό με άλλα πραγματικά περιστατικά μπορεί να συναχθεί η πλήρης γνώση του αιτούντος [15] . Με την απόφαση ΣτΕ 426/2009 [16] κρίθηκε ότι αιτών είχε λάβει κατά τεκμήριο πλήρη γνώση του τελικού πίνακα δικαιούχων άδειας πωλητή λαϊκής αγοράς σε χρόνο προγενέστερο των εξήντα ημερών από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Το τεκμήριο στηρίχθηκε στην πάροδο εννέα μηνών από την έκδοση της προσβαλόμενης απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία θα εκδιδόταν εντός μηνιαίας προθεσμίας από την υποβολή της ένστασης κατά του πρώτου πίνακα δικαιούχων από τον αιτούντα, σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος για την τύχη της ενστάσεώς του και την ευρεία δημοσιότητα που έλαβαν με την ανάρτησή τους στα γραφεία του Ταμείου Λαϊκών Αγορών οι επικυρωθέντες με την απόφαση αυτή τελικοί πίνακες δικαιούχων. Κατά συνέπεια, η γνώση του αιτούντος συνάγεται από την πάροδο μεγάλου διαστήματος από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης σε συνδυασμό με την ευρεία δημοσιότητα που έτυχε η τελευταία και το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος να παρακολουθήσει την έκβαση της ενστάσεώς του, για την απόφανση επί της οποίας υπήρχε μηνιαία προθεσμία. Στις ατομικές πράξεις, λοιπόν, ακριβώς επειδή η δημοσίευση ή δημοσιοποίηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μη διενεργηθείσα κοινοποίηση, η γνώση του αιτούντος, αν δεν συντρέχουν και άλλα στοιχεία, δεν μπορεί να συναχθεί από μόνη την ευρεία δημοσιότητα που έλαβε η πράξη [17] .
Στις ατομικές πράξεις που δεν έχουν κοινοποιηθεί ή δημοσιευθεί, τεκμήριο για την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται κανένα άλλο στοιχείο του φακέλου, συνιστά η υποβολή ένστασης [18] , η άσκηση διοικητικής προσφυγής [19] ή η άσκηση άλλης αίτησης ακυρώσεως, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο αιτών, κατά της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης [20] . Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει όταν η ένσταση ή η διοικητική προσφυγή ή η αίτηση ακύρωσης στρέφεται κατά προγενέστερης πράξης στα πλαίσια σύνθετης διοικητικής ενέργειας [21] . Τότε, στοιχειοθετείται το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος να παρακολουθεί την έκβαση της υπόθεσης, από το οποίο σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, όπως είναι συνήθως η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος, μπορεί να συναχθεί γνώση της προσβαλλόμενης πράξης [22] .
Ο παράγων χρόνος σε ελάχιστες περιπτώσεις στηρίζει μόνος του χωρίς τη συνδρομή άλλων πραγματικών περιστατικών την πλήρη γνώση του αιτούντος. Μόνο όταν έχουν μεσολαβήσει πολλά έτη από την έκδοση της πράξης και εφόσον ο αιτών δεν εισφέρει στοιχεία που να δικαιολογούν την άγνοια της προσβαλλόμενης πράξης παρά την πάροδο του χρόνου, συνάγεται τεκμήριο γνώσης. Με τη ΣτΕ 17/2009 [23] το δικαστήριο στήριξε το τεκμήριο γνώσης του αιτούντος στην πάροδο 17 ετών από την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης κήρυξης αρχαιολογικού χώρου και στο εύλογο ενδιαφέρον των αιτούντων εν γένει. Με τη ΣτΕ 3012/2009 [24] κρίθηκε ότι, επειδή είχαν παρέλθει 13 έτη από την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης κήρυξης της απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος και επειδή η ιθαγένεια του αιτούντος, συνάπτεται με σοβαρές έννομες σχέσεις και καταστάσεις αυτού, όπως είναι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, η έκδοση διαβατηρίου κ.λπ., συνάγεται κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας τεκμήριο πλήρους γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτούντα σε χρόνο που καθιστά την αίτηση εκπρόθεσμη. Παρατηρείται στο σημείο αυτό ότι, όταν το διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση της πράξης έως την άσκηση της αίτησης ακύρωσης είναι πολλών ετών, τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν προσδιορίζει κατά προσέγγιση πότε περίπου ή με ποια αφορμή ο αιτών θα πρέπει να έλαβε γνώση της πράξης, αλλά η πλήρης γνώση της πράξης τοποθετείται σε χρόνο απώτερο των εξήντα ημερών από την άσκηση της αίτησης λόγω της παρόδου των πολλών ετών και το δεδομένο εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος για τις νομικές του υποθέσεις.
Στις περιπτώσεις που το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης έως την άσκηση της αίτησης ακύρωσης κινείται στα πλαίσια του έτους και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που να οδηγούν με βεβαιότητα στη συναγωγή του τεκμηρίου γνώσης, όπως είναι η κοινοποίηση της πράξης, η υποβολή ένστασης ή η άσκηση διοικητικής προσφυγής κατά της ίδιας της πράξης ή ενδεχομένως η κοινοποίηση πράξης που εκδόθηκε σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης και παραπέμπει σ’ αυτή, τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει το τεκμήριο της εμπρόθεσμης άσκησης [25] . Αυτό σημαίνει ότι όταν από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίηση της προσβαλλομένης πράξεως ούτε τεκμαίρεται γνώση αυτής σε χρόνο απώτερο των 60 ημερών από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, τεκμαίρεται ότι η αίτηση ασκείται εμπρόθεσμα.
Β. Η αυστηρή εφαρμογή του τεκμηρίου πλήρους γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης στη ΣτΕ 1880/2007
Στην απόφαση ΣτΕ 1880/2007 [26] το δικαστήριο εφάρμοσε το τεκμήριο πλήρους γνώσης στηριζόμενο κυρίως στο εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος για την έκβαση της υπόθεσής του, καθώς ο ενδιαφερόμενος είχε ενημερωθεί από τη διοίκηση ότι αναμενόταν η έκδοση δυσμενούς για τον ίδιο πράξης. Πριν αναλυθεί ο δικανικός συλλογισμός του δικαστηρίου θα γίνει μία σύντομη αναφορά στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
Ο αιτών εξελέγη σε θέση επίκουρου καθηγητή την 1η Νοεμβρίου 2001. Επειδή δεν κατατέθηκε εμπρόθεσμα πιστοποιητικό περί εκπλήρωσης των στρατιωτικών του υποχρεώσεων [27] , ο Πρύτανης με πράξη του που απεστάλη στον αιτούντα στις 30 Απριλίου 2002 του ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τον διορισμό του [28] . Σημειώνεται ότι η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων ερευνάται κατά τον χρόνο διορισμού, ο οποίος όμως δεν μπορεί να απέχει πέραν ενός ευλόγου χρόνου από το χρόνο της εκλογής, ενόψει και της ανάγκης ταχείας περατώσεως της διαδικασίας εκλογής και του διορισμού των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ [29] . Ο αιτών, λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, έλαβε γνώση της πράξης στις 14 Μαΐου 2002 και την 21η Ιουνίου 2002 κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτής. Στις 17 Ιουλίου 2002, νομικός σύμβουλος του Πανεπιστημίου γνωμοδότησε ότι το Τμήμα δεν ήταν υποχρεωμένο να αναμένει την προσκόμιση του πιστοποιητικού στρατολογίας από τον προσφεύγοντα και θα μπορούσε, εφόσον συνέτρεχε πιεστική εκπαιδευτική ανάγκη να επαναλάβει τη διαδικασία επιλογής με τους εναπομείναντες υποψηφίους. Στις 26 Ιουλίου 2002, ο Πρύτανης διαβίβασε τη γνωμοδότηση στο Τμήμα, ώστε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω γνωμοδότηση. Το πρυτανικό αυτό έγγραφο κοινοποιήθηκε στον αιτούντα, ο οποίος το παρέλαβε στις 3 Σεπτεμβρίου 2002, όπως προκύπτει από την επιστολή που έστειλε την ίδια ημέρα προς την Πρυτανεία και ζήτησε να του αποσταλεί αντίγραφό της. Ο Πρύτανης του γνωστοποίησε στις 13 Σεπτεμβρίου 2002 ότι μπορούσε να λάβει αντίγραφο της γνωμοδότησης από το Τμήμα. Η γνωμοδότηση εν τέλει περιήλθε στον αιτούντα, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι στο εξωτερικό, στις 8 Οκτωβρίου 2002. Εν τω μεταξύ, στις 26.9.2002 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος και της Γενικής Συνέλευσης της Σχολής, με την οποία ανακλήθηκε η εκλογή του αιτούντος. Κατά της ανακλητικής αυτής πράξης ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως στις 10 Φεβρουαρίου 2003.
Το ΣτΕ (Τμήμα Γ) έκρινε ότι η αίτηση αυτή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, καθώς από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προέκυψε τεκμήριο πλήρους γνώσης της προσβαλλόμενης απόφασης σε χρόνο προγενέστερο των εξήντα ημερών από την άσκηση της αιτήσεως. Η κρίση του αυτή στηρίχθηκε στο ότι ήδη από τις 14 Μαΐου 2002 ο αιτών γνώριζε την πρόθεση του Πανεπιστημίου να ανακαλέσει την εκλογή του και επιπλέον στις 3 Σεπτεμβρίου του γνωστοποιήθηκε ότι το ζήτημα της ανάκλησης του διορισμού του είχε διαβιβαστεί στο οικείο Τμήμα για να ενεργήσει σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου του Πανεπιστημίου, γνώση της οποίας έλαβε στις 8 Οκτωβρίου 2002. Από τα εν λόγω στοιχεία του φακέλου σε συνδυασμό με το έντονο και εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος για την έκβαση της υπόθεσής του, το οποίο κατά το ΣτΕ προκύπτει τόσο από την αλληλογραφία του αιτούντος με το Πανεπιστήμιο όσο και από την άσκηση από τον ίδιο αιτήσεως ακυρώσεως κατά του εγγράφου του Πρύτανη της 30ης Απριλίου 2002, τεκμαίρεται σύμφωνα με την απόφαση ότι ο αιτών έλαβε γνώση της πράξης ανάκλησης της εκλογής της 26ης Σεπτεμβρίου σε χρόνο προγενέστερο των 60 ημερών από την άσκηση της αίτησης ακύρωσης στις 10 Φεβρουαρίου 2003.
Αποτιμώντας την απόφαση αυτή, παρατηρείται αρχικά ότι η δυσμενής ατομική πράξη ανάκλησης της εκλογής δεν κοινοποιήθηκε στον άμεσα θιγόμενο. Κατά συνέπεια, η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης ξεκινά από τότε που ο αιτών έλαβε πλήρη γνώση της πράξης. Από το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι ο αιτών γνώριζε ότι τα αρμόδια πανεπιστημιακά όργανα επρόκειτο να ανακαλέσουν την εκλογή του. Δεν προκύπτει, όμως, από κανένα στοιχείο του φακέλου ότι ο αιτών έλαβε εν τέλει γνώση της ανακλητικής πράξης. Οι τεσσερισήμισι μήνες που παρήλθαν από την έκδοση της πράξης έως την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, βάσει της νομολογίας του ΣτΕ [30] δεν αποτελούν μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να δημιουργήσουν άνευ ετέρου τεκμήριο γνώσης, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι ο αιτών κατά τους μήνες εκείνους διέμενε στο εξωτερικό. Βέβαια, ο αιτών στην αίτηση ακύρωσης δήλωσε ότι η μόνιμη κατοικία του είναι στην Αττική και άρα η προθεσμία για την υποβολή της αίτησης δεν μπορεί να παραταθεί για άλλες 30 ημέρες σύμφωνα με το άρθρο 46 §3 του ΠΔ 18/89 . Σε κάθε περίπτωση, όμως, κατά τη συναγωγή του τεκμηρίου το πραγματικό γεγονός της απουσίας του αιτούντος από την Ελλάδα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Με βάση τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο δεν προσδιόρισε στην ουσία πότε ο αιτών έλαβε πράγματι γνώση της πράξης, αλλά πότε θα λάμβανε γνώση ένας συνετός πολίτης ο οποίος οφείλει να ενημερώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για την έκβαση των υποθέσεών του, ειδικά όταν επίκειται η έκδοση δυσμενούς για αυτόν πράξης. Η ερμηνεία αυτή συμβαδίζει με την ανάγκη ταχείας περατώσεως των διοικητικών διαδικασιών [31] , δεν συμβιβάζεται, όμως, εύκολα με τις αρχές του κράτους δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, οι αρχές της βεβαιότητας του δικαίου και της χρηστής διοίκησης που απορρέουν από την έννοια του κράτους δικαίου επιβάλλουν την πραγματική και όχι την πλασματική γνωστοποίηση των διοικητικών πράξεων στους αποδέκτες και κυρίως στους θιγομένους [32] . Για το λόγο αυτό, στις ατομικές πράξεις προβλέπεται η ατομική γνωστοποίησή τους, δηλαδή η κοινοποίησή τους, στους αποδέκτες. Όταν η κοινοποίηση αυτή δεν λαμβάνει χώρα, δεν ξεκινά η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων, παρά μόνο αν ο αιτών έλαβε πλήρη γνώση της πράξης [33] , διότι στην περίπτωση αυτή ο σκοπός της κοινοποίησης έχει ήδη επιτευχθεί και άρα η έναρξη της προθεσμίας δεν είναι ανεπιεικής, καθώς ο διοικούμενος δεν τίθεται σε δυσμενέστερη θέση από κάποιον στον οποίο γνωστοποιήθηκε η πράξη. Όταν, όμως, η γνώση της πράξης δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα, ορθά το ΣτΕ εφαρμόζει συνήθως το τεκμήριο της εμπρόθεσμης άσκησης της αίτησης ακύρωσης, διότι ο διοικούμενος δεν πρέπει να φέρει το βάρος της μη διενέργειας της κοινοποίησης, στην οποία όφειλε να προβεί η διοίκηση.
Με τη συγκεκριμένη απόφαση το ΣτΕ επιρρίπτει το βάρος αυτό στο διοικούμενο, καθώς από το εύλογο και έντονο ενδιαφέρον του αιτούντος να ενημερωθεί για την έκδοση της πράξης ανάκλησης της εκλογής του τεκμαίρεται η γνώση από μέρους του της προσβαλλόμενης πράξης μέσα σε δύο στην ουσία μήνες από την έκδοση της πράξης.
ΙΙ. Η υπόθεση «Καμβύσης κατά Ελλάδας» υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ
Στη συνέχεια θα εξεταστεί η νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς τους περιορισμούς του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (Α), η οποία θα συσχετιστεί με την κρίση του ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης Καμβύσης κατά Ελλάδας (Β).
Α. Η νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς τους περιορισμούς του δικαιώματος δικαστικής προστασίας
Στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού στην υπόθεση Καμβύσης κατά Ελλάδας, το ΕΔΔΑ προέβη σε μία σύντομη ανακεφαλαίωση της πάγιας νομολογίας του σχετικά με τους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Πιο συγκεκριμένα, υπενθυμίστηκε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που επιβάλλονται από τα εθνικά κράτη, τα οποία διαθέτουν διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τους [34] . Η ρυθμιστική αυτή παρέμβαση του κράτους είναι αναμφισβήτητα αναγκαία, ώστε να οργανωθεί το δικαιοδοτικό σύστημα και να ρυθμιστούν οι όροι άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι περιορισμοί αυτοί δεν πρέπει να εκτείνονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματος, όπως λόγου χάρη με τη θέσπιση υπερβολικά σύντομων προθεσμιών. Επιπλέον, κάθε περιορισμός είναι αναγκαίο να υπηρετεί ένα νόμιμο σκοπό, όπως είναι η ασφάλεια δικαίου ή η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης [35] , και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας [36] . Τέλος, κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ η ερμηνεία των δικονομικών περιορισμών από τα δικαστήρια δεν θα πρέπει να διακρίνεται από φορμαλισμό, ώστε να μην παρεμποδίζεται αδικαιολόγητα η εξέταση της ουσίας της υπόθεσης [37] .
Οι βασικές αυτές αρχές που πρέπει να διέπουν τη ρύθμιση αλλά και την άσκηση των δικονομικών περιορισμών έχουν έναν κοινό στόχο, τη χορήγηση ουσιαστικής έννομης προστασίας και την ανεμπόδιστη πρόσβαση των διαδίκων στα δικαστήρια. Το ΕΔΔΑ δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το ίδιο το εσωτερικό δίκαιο των κρατών [38] , αλλά οφείλει να εξακριβώσει τη συμβατότητα της ερμηνείας μίας εθνικής διάταξης με την ΕΣΔΑ [39] . Στην περίπτωση των δικονομικών κανόνων, το ΕΔΔΑ εξετάζει αν η εφαρμογή τους από τα εθνικά δικαστήρια παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, το οποίο απορρέει από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ) [40] .
Β. Η κρίση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καμβύσης κατά Ελλάδας
Επί της υπόθεσης «Καμβύσης κατά Ελλάδας» το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι το ΣτΕ εφάρμοσε το τεκμήριο πλήρους γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης σε χρόνο προγενέστερο των 60 ημερών από την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, χωρίς όμως ταυτόχρονα να προσδιορίζει ρητά την ημέρα έναρξης της προθεσμίας (dies a quo). Η ασφάλεια δικαίου, όμως, κατά το ΕΔΔΑ, επιτάσσει, πριν να εξετασθεί αν ο αιτών τήρησε την προθεσμία, να διασφαλισθεί ότι κατέστη δυνατό γι’ αυτόν να λάβει πλήρη γνώση της επίδικης πράξης, ώστε να μπορέσει την προσβάλει αποτελεσματικά [41] . Για το λόγο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το ΣτΕ απέρριψε κατ’ αυθαίρετο τρόπο την αίτηση ακύρωσης ως εκπρόθεσμη και κατ’ επέκταση ως απαράδεκτη, καθώς απλά υπέθεσε το χρονικό σημείο πλήρους γνώσης της πράξης χωρίς να το προσδιορίσει με ακρίβεια. Επειδή η ημέρα έναρξης της προθεσμίας δεν προσδιορίστηκε από το ΣτΕ πέρα από κάθε αμφιβολία, παρεμποδίστηκε αδικαιολόγητα η εκδίκαση της αίτησης επί της ουσίας της. Υπό το φως των σκέψεων αυτών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που έθεσε το ΣτΕ, δεν τελούσε σε σχέση αναλογικότητας προς τον σκοπό προστασίας της ασφάλειας δικαίου και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και επομένως παραβιάστηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ) [42] .
Το ΕΔΔΑ οδηγήθηκε στην κρίση του αυτή με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Από τον συλλογισμό του κατέστη σαφές ότι, όταν συγκρούεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στο πρώτο. Η προτεραιότητα αυτή δικαιολογείται από το ΕΔΔΑ με το σκεπτικό ότι το κόστος της στέρησης από τον αιτούντα της εκδίκασης της υπόθεσής του στην ουσία της είναι μεγαλύτερο από την προσήλωση στους διαδικαστικούς τύπους που εγγυώνται την ασφάλεια δικαίου και την εύρυθμη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος [43] .
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προέκυπτε με ασφάλεια αν ο αιτών πράγματι έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης πράξης και το ΣτΕ αρκέστηκε να διαπιστώσει ότι λόγω του ευλόγου ενδιαφέροντος του αιτούντος για την πορεία της υπόθεσης, δεδομένου ότι ο ίδιος γνώριζε ότι επρόκειτο να εκδοθεί δυσμενής γι’ αυτόν πράξη, θα πρέπει να είχε λάβει πλήρη γνώση της πράξης σε χρόνο προγενέστερο των εξήντα ημερών από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Κατά το ΕΔΔΑ, η εικασία αυτή δεν αρκεί ως αιτιολόγηση για την απόρριψη ενός ενδίκου βοηθήματος ως εκπρόθεσμου, αλλά απαιτείται πέραν πάσης αμφιβολίας ακριβής προσδιορισμός της ημέρας έναρξης της προθεσμίας.
Συμπερασματικές κρίσεις: Η συσχέτιση της απόφασης του ΕΔΔΑ με το τεκμήριο εμπρόθεσμης άσκησης της αίτησης ακύρωσης στη νομολογία του ΣτΕ
Η απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ επικυρώνει στην ουσία την ορθότητα της νομολογίας του ΣτΕ περί του τεκμηρίου της εμπρόθεσμης άσκησης της αίτησης ακύρωσης, το οποίο και στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής. Όπως προαναφέρθηκε, κατά τη νομολογία αυτή, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα από τα στοιχεία του φακέλου η πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, τότε η αίτηση θα πρέπει να κρίνεται εμπρόθεσμη. Η ανάλυση των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέδειξε ότι το δικαστήριο συνήθως απορρίπτει μία αίτηση ακύρωσης ως εκπρόθεσμη, όταν η γνώση του αιτούντος τοποθετείται με ασφάλεια σε χρόνο προγενέστερο των 60 ημερών από την άσκηση της αίτησης ακύρωσης. Πράγματι, η άσκηση διοικητικής προσφυγής κατά της ίδιας πράξης, η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης κατόπιν ένστασης του αιτούντος για την απόφανση επί της οποίας είχε οριστεί συγκεκριμένη προθεσμία, η κοινοποίηση πράξης που εκδόθηκε σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συναγωγή του τεκμηρίου γνώσης.
Αντίθετα, μόνη η πληροφόρηση του αιτούντος ότι πρόκειται αόριστα να εκδοθεί δυσμενής γι’ αυτόν πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για την πλήρη γνώση του αιτούντος μέσα σε 2 περίπου μήνες από την έκδοση της πράξης, όσο ήταν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την επομένη της ημέρας έκδοσης έως το αργότερο χρονικό σημείο που τοποθέτησε το ΣτΕ την πλήρη γνώση, δηλαδή την 61η ημέρα πριν την άσκηση της αίτησης ακύρωσης. Κατά συνέπεια, ενόψει των ελλιπών στοιχείων του φακέλου προς επίρρωση της πλήρους γνώσης του αιτούντος, το δικαστήριο στην απόφαση ΣτΕ 1880/2007 θα έπρεπε να εφαρμόσει το τεκμήριο της εμπρόθεσμης άσκησης, όπως έχει διαμορφωθεί από την προηγούμενη νομολογία του.
Συμπερασματικά, η απόφαση του ΕΔΔΑ δεν έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη νομολογία του ΣτΕ, αλλά υπενθυμίζει στην ουσία στα εθνικά δικαστήρια την αρχή «εν αμφιβολία υπέρ του εμπροθέσμου», ώστε να μη στερείται ο αιτών την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσής του χωρίς ασφαλή συμπεράσματα επί του παραδεκτού. Για άλλη μία φορά, το ΕΔΔΑ διακηρύττει ότι οι διαδικαστικοί τύποι είναι σκόπιμο να δρουν εγγυητικά και όχι δικαιοκωλυτικά προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας [44] .