ΣτΕ 338/2011 Τμ. Γ΄ επταμ.
Πρόεδρος: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Ε. Τζιράκη, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Α. Χούγιας – Παλαιολόγος, Ι. Στράγγας
Κατοχύρωση εκ του Συντάγματος της ελεύθερης ανάπτυξης της επιστήμης. Η ανώτατη εκπαίδευση σκοπός της οποίας είναι η προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, παρέχεται από αυτοτελή ιδρύματα, που αποτελούν ΝΠΔΔ, σύμφωνα αφενός με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου με την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων αυτών. Η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία και αποτελεί ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου ασκούμενο ως οργανωμένη δραστηριότητα στο πλαίσιο λειτουργίας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η κατάρτιση των προγραμμάτων πανεπιστημιακής διδασκαλίας πρέπει να παρέχει συγκεκριμένες δυνατότητες ασκήσεως του παραπάνω ατομικού δικαιώματος προς έρευνα και διδασκαλία. Η ίδρυση σε ορισμένη Σχολή ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος Γενικού Τμήματος, που γίνεται όταν υπάρχει «μεγάλος αριθμός κοινών μαθημάτων» στα προγράμματα των σπουδών των Τμημάτων της Σχολής, σκοπεύει στην ανάθεση της διδασκαλίας των κοινών μαθημάτων στο Γενικό Τμήμα για τον «καλύτερο συντονισμό» της διδασκαλίας των μαθημάτων αυτών, καθώς και την καλύτερη αξιοποίηση των διδασκόντων και της υλικοτεχνικής υποδομής των ΑΕΙ. Το Γενικό Τμήμα ΑΕΙ δεν μπορεί να καταρτίζει ιδιαίτερο πρόγραμμα σπουδών. Προκειμένου να καταστεί δυνατή για το μέλος ΔΕΠ του Γενικού Τμήματος η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προς έρευνα και διδασκαλία επιβάλλεται όπως το Τμήμα ή Τμήματα εκ των μη Γενικών περιλάβουν στο πρόγραμμα σπουδών τους επαρκή αριθμό ωρών διδασκαλίας μαθήματος ή μαθημάτων που εμπίπτουν στο γνωστικό αντικείμενο του μέλους ΔΕΠ του Γενικού
Τμήματος. Στα Γενικά Τμήματα, τα οποία δεν καταρτίζουν ιδιαίτερο πρόγραμμα σπουδών και δεν χορηγούν πτυχίο μετά το πέρας των προπτυχιακών σπουδών, δεν παρέχεται η δυνατότητα οργάνωσης μεταπτυχιακών σπουδών εκ του νόμου. Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. γ’ του Ν 3685/2008 επιφέρεται αναδρομική τροποποίηση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του Ν 2083/1992 που δεν παρείχαν στα Γενικά Τμήματα ΑΕΙ τη δυνατότητα να οργανώνουν αυτοδύναμα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών και καθίστανται, από της εκδόσεώς τους, νόμιμες όσες κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις είχαν εκδοθεί και ίσχυαν κατά τον χρόνο ενάρξεως του Ν 3685/2008 , με τις οποίες είχε εγκριθεί η σύσταση σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ αυτοδύναμων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών. Η επίμαχη ρύθμιση καταλαμβάνει θεμιτά την παρούσα δίκη (μειοψ.). Παραπομπή στην Ολομέλεια.
Διατάξεις: άρθρα 4 [παρ. 1], 20 [παρ. 1], 16, 26 Συντ ., 6 Ν 1268/1982 , 10 Ν 2083/1992 , 1 Ν 3685/2008
[…] 7. Επειδή, με το άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα. 2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3. … 4. … 5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει … 6. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει το όριο ηλικίας των καθηγητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων· εωσότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους».
8. Επειδή, με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της επιστήμης, ως θεμελιώδης σκοπός του κράτους, και καθορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις και οι αρχές που πρέπει να διέπουν την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης, για την οποία θεσπίζονται συγκεκριμένα οργανωτικά και λειτουργικά πλαίσια που οριοθετούν τη δράση όχι μόνο της διοίκησης αλλά και του κοινού νομοθέτη, κατά τη ρύθμιση από αυτόν των σχετικών θεμάτων. Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων, η ανώτατη εκπαίδευση, σκοπός της οποίας είναι η προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, παρέχεται από αυτοτελή ιδρύματα, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα αφενός με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων αυτών (ΣτΕ Ολ 2786/1984 ). Ειδικότερα, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, αποτελεί δε ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, ασκούμενο ως οργανωμένη δραστηριότητα, στο πλαίσιο της λειτουργίας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για την πραγματοποίηση της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας μέσα στο πλαίσιο των αρχών της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε την ύπαρξη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, τα μέλη του οποίου αναγνωρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί, τελούντες υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς εγγυώμενο την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία (ΣτΕ Ολ 2786/1984 , 246/2006). Εκ τούτου έπεται ότι, κατά την οργάνωση των καθηκόντων των ανωτάτων εκπαιδευτικών λειτουργών, πρέπει να εξασφαλίζεται η άσκηση του ερευνητικού και διδακτικού τους έργου. Συνεπώς, η κατάρτιση των προγραμμάτων της πανεπιστημιακής διδασκαλίας πρέπει να παρέχει συγκεκριμένες δυνατότητες ασκήσεως του ατομικού αυτού δικαιώματος προς έρευνα και διδασκαλία (ΣτΕ 3478 – 3479/2001, 2460 – 2461/2002, 1234/2003, 56/2005, 246/2006).
9. Επειδή, στις παραγράφους 1 έως 4 του άρθρου 6 του Ν 1268/1982 (ΦΕΚ Α΄ 87) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Τα ΑΕΙ αποτελούνται από Σχολές. Οι Σχολές καλύπτουν ένα σύνολο συγγενών επιστημών έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία για την επιστημονική εξέλιξη αλληλεπίδραση τους και ο αναγκαίος για την έρευνα και τη διδασκαλία τους συντονισμός. 2. Οι Σχολές διαιρούνται σε Τμήματα. Το Τμήμα αποτελεί τη βασική λειτουργική ακαδημαϊκή μονάδα και καλύπτει το γνωστικό αντικείμενο μιας επιστήμης. Το πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος οδηγεί σε ένα ενιαίο πτυχίο. … 3. α) Είναι δυνατή η ίδρυση ξεχωριστών Γενικών Τμημάτων σε Σχολές που τα προγράμματα σπουδών των Τμημάτων τους έχουν μεγάλο αριθμό κοινών μαθημάτων, προκειμένου να επιτευχθεί ο καλύτερος συντονισμός τους. Τα Τμήματα αυτά δεν χορηγούν ιδιαίτερο πτυχίο. β) Τα Γενικά Τμήματα έχουν δικό τους ΔΕΠ. 4. α) Τα Τμήματα διαιρούνται σε Τομείς. β) Ο Τομέας συντονίζει τη διδασκαλία μέρους του γνωστικού αντικειμένου του Τμήματος που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο πεδίο της επιστήμης. γ) … δ) … ε) Η σύσταση, συγχώνευση, κατάτμηση, κατάργηση των Τομέων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από γνώμη της ΓΣ του αντίστοιχου τμήματος …». Εξάλλου, στις παραγράφους 1, 8 και 10 του άρθρου 24 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Το πρόγραμμα σπουδών περιέχει τους τίτλους των υποχρεωτικών, των κατ’ επιλογή υποχρεωτικών και των προαιρετικών μαθημάτων, τα περιεχόμενά τους, τις εβδομαδιαίες ώρες διδασκαλίας τους, στις οποίες περιλαμβάνεται το κάθε μορφής επιτελούμενο διδακτικό έργο και τη χρονική αλληλουχία ή αλληλεξάρτηση των μαθημάτων» (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 2188/1994 , ΦΕΚ Α΄ 18), «8. Στα προγράμματα σπουδών ενός Τμήματος μπορούν να περιλαμβάνονται και μαθήματα που ανήκουν στο γνωστικό πεδίο τομέα άλλων Τμημάτων της ίδιας ή άλλης Σχολής. Στην περίπτωση αυτή η ανάθεση διδακτικού έργου σε μέλη του ΔΕΠ του Τομέα αυτού γίνεται με απόφαση της κοσμητείας ή του Πρυτανικού Συμβουλίου αντίστοιχα μετά από πρόταση των αντίστοιχων Τμημάτων ή Σχολών» και «10. Για όλα τα μαθήματα του Προγράμματος Σπουδών καθορίζεται ο τομέας που έχει αρμοδιότητα για τη διδασκαλία του. Τα μαθήματα αυτά μπορούν να διδάσκονται από όλα τα μέλη του ΔΕΠ του Τμήματος».
10. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν 1268/1982 , η ίδρυση σε ορισμένη Σχολή ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος Γενικού Τμήματος, η οποία γίνεται όταν υπάρχει «μεγάλος αριθμός κοινών μαθημάτων» στα προγράμματα των σπουδών των Τμημάτων της Σχολής, έχει ως σκοπό την ανάθεση της διδασκαλίας των κοινών μαθημάτων στο Γενικό Τμήμα για τον «καλύτερο συντονισμό» της διδασκαλίας των μαθημάτων αυτών, καθώς και την καλύτερη αξιοποίηση των διδασκόντων και της υλικοτεχνικής υποδομής των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΣτΕ Ολ 2211/1993 , 411/2008). Επομένως, από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι Γενικό Τμήμα ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος δεν μπορεί, κατά νόμο, να καταρτίζει ιδιαίτερο πρόγραμμα σπουδών. Τα μέλη ΔΕΠ του Τμήματος τούτου, ως προς το διδακτικό τους έργο, εξαρτώνται από τα προγράμματα σπουδών των (μη Γενικών) Τμημάτων ΑΕΙ. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι, ενόσω εξακολουθεί υφιστάμενο συσταθέν Γενικό Τμήμα ΑΕΙ, μέλος ΔΕΠ του Τμήματος τούτου δεν επιτρέπεται να στερηθεί της δυνατότητας να ασκεί το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά του προς έρευνα και διδασκαλία ακόμη και κατά την περίπτωση που στα προγράμματα σπουδών των λοιπών μη Γενικών Τμημάτων δεν υφίστανται καθόλου μαθήματα ή δεν υφίστανται αρκετά «κοινά μαθήματα» εμπίπτοντα στο γνωστικό αντικείμενο του εν λόγω μέλους ΔΕΠ. Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να καταστεί δυνατή, για το μέλος ΔΕΠ του Γενικού Τμήματος, η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προς έρευνα και διδασκαλία, επιβάλλεται όπως Τμήμα ή Τμήματα, εκ των μη Γενικών, περιλάβουν στο πρόγραμμα σπουδών τους επαρκή αριθμό ωρών διδασκαλίας μαθήματος ή μαθημάτων που εμπίπτουν στο γνωστικό αντικείμενο του μέλους ΔΕΠ του Γενικού Τμήματος (ΣτΕ 246/2006 , 411/2008).
11. Επειδή, στο άρθρο 10 του Ν 2083/1992 (ΦΕΚ Α΄ 159) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα έχουν την κύρια ευθύνη της οργάνωσης και λειτουργίας προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών (ΠΜΣ), τα οποία έχουν επιστημονική ενότητα και πληρούν προϋποθέσεις, που εγγυώνται υψηλό επίπεδο σπουδών. 2. Τα ΠΜΣ βρίσκονται μέσα στο πλαίσιο των σκοπών και των στόχων των ΑΕΙ, αναφέρονται σε συγγενείς ειδικότητες και αποσκοπούν στην προαγωγή της επιστημονικής γνώσης και στην ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και αναπτυξιακών αναγκών της χώρας. … 3. …». Στο άρθρο 11 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζονται τα εξής: «1.α) Τα ΠΜΣ αποσκοπούν στην προαγωγή της γνώσης και στην ανάπτυξη της έρευνας και οδηγούν στην απονομή διδακτορικού διπλώματος. Η χρονική διάρκεια για την απονομή του διπλώματος αυτού ορίζεται στο πρόγραμμα και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα πλήρες ημερολογιακό έτος. Μέρος του χρόνου αυτού που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τρεις μήνες διατίθεται για τη συγγραφή από τον μεταπτυχιακό φοιτητή μεταπτυχιακής ερευνητικής ή συνθετικής διατριβής (όπως τα εδάφια 2 και 3 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν 2327/1995 , ΦΕΚ Α’ 156). Ο κανονισμός μεταπτυχιακών σπουδών μπορεί να προβλέπει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής την προηγούμενη λήψη του αντίστοιχου μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης. β) Την ευθύνη για την οργάνωση και την εν γένει λειτουργία ΠΜΣ την έχει το τμήμα εκείνο του ΑΕΙ, το οποίο καλύπτει το αντίστοιχο επιστημονικό θέμα του μεταπτυχιακού προγράμματος, και το οποίο ορίζει και τον αντίστοιχο αρμόδιο ή τους συναρμόδιους τομείς. Το τμήμα έχει τη δυνατότητα να συνεργάζεται με άλλα τμήματα κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου. … 2. Προτάσεις για λειτουργία προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μόνο οι Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του Ν 2454/1997 , ΦΕΚ Α΄ 7). Τα ΠΜΣ καταρτίζονται από τη γενική συνέλευση ειδικής σύνθεσης (ΓΣΕΣ) του οικείου τμήματος και εγκρίνονται από τη Σύγκλητο του οικείου ΑΕΙ … Σε κάθε εισήγηση για δημιουργία ΠΜΣ περιλαμβάνονται απαραιτήτως τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία εξετάζονται επισταμένως και με αυστηρά κριτήρια από τη Σύγκλητο: α) το αντικείμενο και ο σκοπός του προγράμματος. β) Το είδος των μεταπτυχιακών τίτλων που απονέμονται. γ) Οι κατηγορίες των πτυχιούχων που γίνονται δεκτές. δ) Η χρονική διάρκεια του προγράμματος. ε) Τα μαθήματα, η διδακτική και ερευνητική απασχόληση των μεταπτυχιακών φοιτητών, οι πρακτικές ασκήσεις, και κάθε άλλου είδους δραστηριότητα. στ) … ζ) … 3. Η τελική έγκριση του ΠΜΣ δίδεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος εκδίδει απόφαση, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως. …». Στο άρθρο 12 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Για την οργάνωση και την εν γένει λειτουργία των ΠΜΣ αρμόδια όργανα είναι τα εξής: α) … β) … 2. α) Στα ΠΜΣ γίνονται δεκτοί πτυχιούχοι ΑΕΙ της ημεδαπής ή ομοταγών αναγνωρισμένων ιδρυμάτων της αλλοδαπής. … 3. α) Τη διδασκαλία των μαθημάτων και τις ασκήσεις μπορούν να αναλαμβάνουν: -Μέλη του ΔΕΠ του οικείου τμήματος ή άλλων τμημάτων του ίδιου ή άλλου ΑΕΙ, ομότιμοι καθηγητές ή ειδικοί επιστήμονες. … β) Δεν επιτρέπεται στα μέλη ΔΕΠ να απασχολούνται αποκλειστικά σε ΠΜΣ. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής ορίζονται στον κανονισμό μεταπτυχιακών σπουδών». Επί τη βάσει των ανωτέρω διατάξεων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 47218/Β7/10.6.2004 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β΄ 926), με την οποία εγκρίθηκε από το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 η λειτουργία Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) στο Γενικό Τμήμα Δικαίου του καθ’ ου η αίτηση Πανεπιστημίου (άρθρο 1). Στο άρθρο 2 της ίδιας υπουργικής απόφασης ορίζεται ότι: «1. Το αντικείμενο του ΠΜΣ προσδιορίζεται από το περιεχόμενο των κατευθύνσεών του και καλύπτεται υπό τη γενική θεματική: «Δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση». 2. Σκοπός του ΠΜΣ είναι να προσφέρει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για την εξοικείωσή τους με τις σύγχρονες μεθόδους έρευνας και εφαρμογής των δικαιικών ρυθμίσεων στα πλαίσια της ενοποιούμενης Ευρώπης. …», στο δε άρθρο 3 ορίζεται ότι το ΠΜΣ απονέμει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης (ΜΔΕ) στο «Δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση» σε μία από τις κάτωθι κατευθύνσεις: α. Κατεύθυνση Ιδιωτικού Δικαίου, β. Κατεύθυνση Δημοσίου Δικαίου και γ. Κατεύθυνση Ποινικού Δικαίου και Θεωρίας του Δικαίου». Στο άρθρο 4 της ως άνω υπουργικής απόφασης προβλέπεται: «Στο ΠΜΣ γίνονται δεκτοί πτυχιούχοι των Τμημάτων Νομικής … Δημόσιας Διοίκησης, Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της ημεδαπής ή ισότιμων προς αυτά Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της αλλοδαπής …» και στο άρθρο 5 ότι: «Η χρονική διάρκεια για την απονομή των κατά το άρθρο 3 τίτλων ορίζεται για το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης σε τέσσερα (4) διδακτικά εξάμηνα. Μέρος του χρόνου αυτού διατίθεται για την εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας».
12. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε την ευθύνη για την οργάνωση και λειτουργία Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών να αναλάβουν τα Τμήματα εκείνα των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που καλύπτουν, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν 1268/1982 , το γνωστικό αντικείμενο μιας επιστήμης και χορηγούν πτυχίο μετά την επιτυχή περάτωση προπτυχιακών σπουδών στο αντικείμενο που θεραπεύουν. Τα Τμήματα αυτά έχουν τη δυνατότητα να οργανώνουν Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών στο γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης τους, με σκοπό την προαγωγή της γνώσης και την ανάπτυξη της έρευνας στα ειδικότερα πεδία της επιστήμης που θεραπεύουν, η επιτυχής δε περάτωση των μεταπτυχιακών σπουδών οδηγεί στην απονομή μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης και διδακτορικού διπλώματος. Αντιθέτως, τα Γενικά Τμήματα των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων συνιστώνται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μόνο στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλος αριθμός κοινών μαθημάτων στα προγράμματα σπουδών των τμημάτων ενός ΑΕΙ, με σκοπό την ανάθεση της διδασκαλίας των κοινών μαθημάτων στα μέλη τους για τον καλύτερο συντονισμό της διδασκαλίας των μαθημάτων αυτών, καθώς και την καλύτερη αξιοποίηση των διδασκόντων και της υλικοτεχνικής υποδομής των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Επομένως, στα Γενικά Τμήματα, τα οποία δεν καταρτίζουν ιδιαίτερο πρόγραμμα σπουδών και δεν χορηγούν πτυχίο μετά το πέρας προπτυχιακών σπουδών, δεν παρέχεται εκ του νόμου η δυνατότητα να οργανώνουν και να λειτουργούν Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΣτΕ 411/2008 ).
13. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν 3685/2008 «Θεσμικό πλαίσιο για τις μεταπτυχιακές σπουδές» (ΦΕΚ Α΄ 148) ορίσθηκε ότι τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) έχουν την ευθύνη για το σχεδιασμό και την οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα (παρ. 1) και ότι τα τμήματα των ΑΕΙ μπορούν να οργανώνουν Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών-ΠΜΣ (παρ. 2). Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου: «α) … β) ΠΜΣ οργανώνονται μόνο σε Τμήματα, στα οποία παρέχονται προπτυχιακές σπουδές, και αναφέρονται στις ίδιες ή σε συναφείς ειδικότητες με τα γνωστικά αντικείμενα του οικείου Τμήματος. γ) Κατ’ εξαίρεση Γενικά Τμήματα ΑΕΙ μπορούν να οργανώνουν αυτοδύναμα ΠΜΣ σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα προγράμματα αυτά που ήδη οργανώθηκαν και λειτουργούν κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου θεωρούνται ότι λειτουργούν νομίμως από τις συστάσεώς τους σε Γενικά Τμήματα Πανεπιστημίων ή ΤΕΙ».
14. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 Συντ ., με τα οποία καθιερώνονται, αντίστοιχα, η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από δικαστήρια και η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται μεν, κατ’ αρχήν, να μεταβάλει, ακόμη και αναδρομικά, τις κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, αρκεί η επέμβασή του αυτή να μην αποτελεί ευθεία κύρωση της διοικητικής πράξης της οποίας η νομιμότητα είναι εκκρεμής ενώπιον των δικαστηρίων, να μην προσβάλει το δεδικασμένο ή την αρχή της μη αναδρομικότητας των διατάξεων που επιβάλλουν κυρώσεις, να αιτιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και να μην προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ Ολ 542/1999 , ΣτΕ 1839/1999 , 6/2010, πρβλ. ΣτΕ Ολ 604/2002 , Ολ 1847/2008).
15. Επειδή, περαιτέρω, έχει κριθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 2 και 44 παρ. 1 Συντ ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26, 73 επ. και 95 παρ. 1 αυτού, συνάγεται ότι κανόνας δικαίου τιθέμενος από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας κατά παράβαση των διατάξεων αυτών είναι ανίσχυρος και δεν μπορεί, υπό τη μορφή του αυτή, να ισχυροποιηθεί ούτε με την αναδρομική κύρωσή του με νόμο. Συνεπώς, νόμος που κυρώνει αναδρομικώς υπουργική απόφαση, η οποία εκδόθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση ή καθ’ υπέρβαση αυτής, καθώς επίσης και όταν η απόφαση αυτή αφορά θέματα που εξαιρούνται της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, είναι ανίσχυρος κατά το μέρος που ισχυροποιεί αναδρομικώς τον κατά παράβαση του Συντάγματος τεθέντα με αυτήν κανόνα δικαίου, χωρίς να θίγεται πάντως η ισχύς του για το μέλλον, η υπουργική δε αυτή απόφαση δεν αποκτά, με την κατά τα ανωτέρω αντισυνταγματική κύρωσή τους, ισχύ τυπικού νόμου (βλ. ΣτΕ Ολ 3596-3597/1991, 4666, Ολ 4670-4673/1998, Ολ 543/1999, 3630-3631, Ολ 3633/2004, Ολ 1985/2005, 479-480/2009 κ.ά.). Περαιτέρω, στην περίπτωση που η αναδρομική νομοθετική κύρωση αφορά υπουργική απόφαση που έχει μεν εκδοθεί με βάση νομοθετική εξουσιοδότηση και εντός των ορίων της, αλλά κατά παράβαση αυτής, ο κυρωτικός νόμος είναι κατ’ αρχήν ισχυρός και ως προς την αναδρομική του ισχύ, που ανατρέχει στον χρόνο δημοσιεύσεως της κυρούμενης αποφάσεως. Τέλος, σε περίπτωση αναδρομικής τροποποίησης νομοθετικής διατάξεως που περιλαμβάνει τη νομοθετική εξουσιοδότηση, κατά παράβαση της οποίας έχει εκδοθεί υπουργική απόφαση, η απόφαση αυτή καθίσταται από της εκδόσεώς της νόμιμη (πρβλ. ΣτΕ Ολ 3633/2004 ).
16. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) και έχει υπέρτερη των κοινών νόμων ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ ., ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως …». Με τη διάταξη αυτή, με την οποία κατοχυρώνονται η αρχή της νομιμότητας και η έννοια της δίκαιης δίκης, δεν απαγορεύεται γενικώς η θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, όμως, είναι αντίθετες προς αυτήν νομοθετικές ρυθμίσεις μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου [βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 9.12.1994 στην υπόθεση ΣΤΡΑΝ και Στ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος (σκ. 41 επ.), απόφαση της 22.10.1997 στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος (σκ. 33 επ.), απόφαση της 28.10.1999 στην υπόθεση Zielinski κ.λπ. κατά Γαλλίας (σκ. 50 επ.), απόφαση της 28.6.2001 στην υπόθεση Aγούδιμος κ.λπ. κατά Ελλάδος (σκ. 27 επ.), απόφαση της 11.4.2002 στην υπόθεση Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά Ελλάδος (σκ. 20), απόφαση της 18.1.2007 στην υπόθεση Bulgakova κατά Ρωσσίας (σκ. 35 επ.), βλ. για περιπτώσεις συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος ΕΔΔΑ απόφαση της 23.10.1997 στην υπόθεση National and Provincial Building Society κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκ. 94 επ.) και απόφαση της 27.8.2004 στην υπόθεση Οgis-Institut Stanislas κατά Γαλλίας (σκ. 56 επ.), πρβλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 4.9.2003 στην υπόθεση Βέλη-Μακρή κατά Ελλάδος, απόφαση της 2.8.2006 στην υπόθεση Saint-Adam et Millot κατά Γαλλίας (σκ. 24), απόφαση της 13.9.2006 στην υπόθεση Vezon κατά Γαλλίας (σκ. 33 επ.), βλ. και ΣτΕ 2993/2007 , 646, 2010/2008, 414, 921, 1757/2009, 6/2010).
17. Επειδή, σύμφωνα με την άποψη του Προέδρου του Τμήματος Γ. Σταυρόπουλου και των Συμβούλων Γ. Ποταμιά και Φ. Ντζίμα που επικράτησε στο Τμήμα, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. γ΄ του Ν 3685/2008 , -με την οποία αφενός επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, στα Γενικά Τμήματα ΑΕΙ να οργανώνουν αυτοδύναμα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών και αφετέρου νομιμοποιούνται από της συστάσεώς τους τα Προγράμματα που είχαν οργανωθεί και λειτουργούσαν σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ κατά τον χρόνο ενάρξεως του Ν 3685/2008 -, κατά την αληθή της έννοια, τροποποιούνται αναδρομικά οι προεκτεθείσες στην σκέψη 11 εξουσιοδοτικές διατάξεις του Ν 2083/1992 , οι οποίες δεν παρείχαν στα Γενικά Τμήματα ΑΕΙ τη δυνατότητα να οργανώνουν αυτοδύναμα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών και καθίστανται, από της εκδόσεώς τους, νόμιμες όσες κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις είχαν εκδοθεί και ίσχυαν κατά τον χρόνο ενάρξεως του Ν 3685/2008 , με τις οποίες είχε εγκριθεί η σύσταση σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ αυτοδύναμων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (πρβλ. ΣτΕ Ολ 3633/2004 σκέψη 10). Κατά την ειδικότερη δε γνώμη της Παρέδρου Ε. Τζιράκη, με την ως άνω διάταξη, αφενός τίθεται πάγια για το μέλλον, και χωρίς αναδρομική ισχύ, γενική ρύθμιση αναφορικά με τη δυνατότητα των Γενικών Τμημάτων ΑΕΙ να οργανώνουν αυτοδύναμα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών και αφετέρου κυρώνονται αναδρομικά, έστω και αν δεν αναφέρονται κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους [αριθμός, ΦΕΚ (αντίθετα ΣτΕ 2458/2004 , 1476/2008, 3445/2009 κ.ά.)], εφόσον είναι σαφώς προσδιορίσιμες και εξατομικεύσιμες, όσες κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις είχαν εκδοθεί, κατά την έναρξη ισχύος του Ν 3685/2008 , βάσει και εντός των ορίων των προεκτεθεισών στην σκέψη 11 εξουσιοδοτικών διατάξεων του Ν 2093/1992 , αλλά κατά παράβαση αυτών, με τις οποίες (αποφάσεις) είχε εγκριθεί η σύσταση σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ αυτοδύναμων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, η επίμαχη διάταξη του Ν 3685/2008 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δικαστικές διαφορές, στις οποίες ελέγχεται ευθέως ή παρεμπιπτόντως το κύρος των ως άνω κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων, επ’ ευκαιρία προσβολής ατομικής διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως στηριζόμενης σε αυτές και, εν τέλει, η νομιμότητα των σχετικών Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ, χωρίς να συντρέχει ανεπίτρεπτη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 Συντ . και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, επέμβαση του νομοθέτη στα έργα της δικαστικής εξουσίας (ΣτΕ Ολ 3633/2004 , σκέψη 10, αποκλίνουσα άποψη πλειοψηφίας και μειοψηφούσα άποψη). Ειδικότερα, κατ’ εκτίμηση των συντρεχουσών εν προκειμένω συνθηκών, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. γ΄ του Ν 3685/2008 α) αποτελεί γενική, αντικειμενική και πάγιας εφαρμογής νομοθετική ρύθμιση, με αναδρομική ισχύ, η οποία, χωρίς να υπάγεται στις περιπτώσεις όπου το Σύνταγμα ρητώς απαγορεύει την αναδρομή, διέπει όχι μόνο το επίμαχο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, -του οποίου η νομιμότητα ελέγχεται παρεμπιπτόντως επ’ ευκαιρία προσβολής με τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις ακυρώσεως της παραλείψεως του Παντείου Πανεπιστημίου να αναθέσει στον αιτούντα διδακτικό έργο εμπίπτον στο γνωστικό του αντικείμενο, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2006-2007-, αλλά και όσα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών είχαν συσταθεί και λειτουργούσαν σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ κατά την έναρξη ισχύος του Ν 3685/2008 , καθώς και όσα τέτοια Προγράμματα έχουν συσταθεί ή θα συσταθούν σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, β) υπαγορεύθηκε, προφανώς, από επιτακτικούς λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, συναπτόμενους με την ανάγκη νομικής κατοχύρωσης όσων μεταπτυχιακών διπλωμάτων ειδίκευσης είχαν απονεμηθεί ή επρόκειτο να απονεμηθούν από Γενικά Τμήματα ΑΕΙ, στα οποία είχαν οργανωθεί και λειτουργούσαν κατά την έναρξη ισχύος του Ν 3685/2008 αυτοδύναμα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών, των οποίων, όμως, η σύσταση τέθηκε υπό αμφισβήτηση μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 411/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, γ) δεν αποσκοπεί στην άμεση ή έμμεση νομοθετική επίλυση ούτε συγκεκριμένων δικαστικών διαφορών ούτε της συγκεκριμένης ένδικης, εκκρεμούς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαφοράς, δ) δικαιολογεί την παρέμβαση σε εκκρεμείς δίκες, προκειμένου να θεραπευθεί η «τεχνικής φύσεως» ουσιαστική πλημμέλεια του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος όσον αφορά τη δυνατότητα σύστασης αυτοδύναμων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ, ε) δεν αποβλέπει στην άμεση ή έμμεση νομοθετική επίλυση της συγκεκριμένης ένδικης διαφοράς προς όφελος του Παντείου Πανεπιστημίου. Εξάλλου, κατά τη δημοσίευση του Ν 3685/2008 (16.7.2008), είχε μεν χωρήσει η πρώτη συζήτηση των υπό κρίση αιτήσεων (25.1.2007), μετά την οποίαν εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 995-997/2007 προδικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες ζητήθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο η αποστολή του φακέλου της παρούσας υπόθεσης, αλλά κανένα ερμηνευτικό στοιχείο δε συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι ο νομοθέτης απέβλεψε με την επίμαχη ρύθμιση στην άμεση ή έμμεση επίλυση της συγκεκριμένης ένδικης διαφοράς (βλ. σχετικά ΣτΕ 2061/1984 , 2929/1985, 173/2003 μειοψηφούσα άποψη, Ολ 3633/2004, σκέψη 10, αποκλίνουσα άποψη πλειοψηφίας και μειοψηφούσα άποψη, βλ. επίσης ΣτΕ 2993/2007 , 646, 2010, 3818/2008, 414, 921, 1757/2009, πρβλ. ΣτΕ 2827/1980 , 4647/1984, 2911/1989, 1486/1994, Ολ 2000/1992, Ολ 1026/1993, 1614/1993). Επομένως, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, η επίμαχη ρύθμιση καταλαμβάνει θεμιτώς την παρούσα δίκη. Μειοψήφισαν οι Σύμβουλοι Α. Γκότσης, Π. Καρλή και ο Πάρεδρος Κ. Πισπιρίγκος, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι, κατά σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 Συντ . ερμηνεία, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. γ΄ του Ν 3685/2008 , δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς δικαστικές διαφορές, δεδομένου ότι με τη ρύθμιση αυτή, κατά μεν τη γνώμη του Συμβούλου Α. Γκότση, επιχειρείται αφενός η θέσπιση νέου δικαίου για το μέλλον, με αντικείμενο την κατ’ εξαίρεση δυνατότητα των Γενικών Τμημάτων ΑΕΙ να οργανώνουν αυτοδύναμα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών, και αφετέρου η αναδρομική νομοθετική κύρωση όσων κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων είχαν εκδοθεί κατά την έναρξη ισχύος του Ν 3658/2008 , κατ’ αρχήν, βάσει και εντός των ορίων των προεκτεθεισών στην σκέψη 11 εξουσιοδοτικών διατάξεων του Ν 2093/1992 , αλλά κατά παράβαση αυτών, με τις οποίες (αποφάσεις) είχε εγκριθεί η σύσταση σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ αυτοδύναμων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών, έστω και αν οι αποφάσεις αυτές δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στο νομοθετικό κείμενο, εφόσον, πάντως, είναι σαφώς προσδιορίσιμες και εξατομικεύσιμες, κατά δε τη γνώμη της Συμβούλου Π. Καρλή και του Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου, τροποποιούνται αναδρομικά οι προεκτεθείσες στην σκέψη 11 εξουσιοδοτικές διατάξεις του Ν 2083/1992 , οι οποίες δεν παρείχαν στα Γενικά Τμήματα ΑΕΙ τη δυνατότητα να οργανώνουν αυτοδύναμα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών και όσες κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις είχαν εκδοθεί κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του Ν 3685/2008 , με τις οποίες είχε εγκριθεί η σύσταση σε Γενικά Τμήματα ΑΕΙ αυτοδύναμων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών, καθίστανται από της εκδόσεώς τους νόμιμες. Επομένως, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, η επίμαχη ρύθμιση δεν καταλαμβάνει και την παρούσα δίκη.
18. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, κανένα δε Τμήμα του Παντείου Πανεπιστημίου δεν περιέλαβε στο πρόγραμμα σπουδών του, για το ακαδημαϊκό έτος 2006 – 2007, μαθήματα εμπίπτοντα στο γνωστικό του αντικείμενο. Το Πάντειο Πανεπιστήμιο αναφέρει στα υπ’ αριθμ. …/4.6.2007 και …/6.6.2007 έγγραφά του ότι ο αιτών διδάσκει ήδη στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, το οποίο έχει οργανωθεί και λειτουργεί στο πλαίσιο του Γενικού Τμήματος του Παντείου Πανεπιστημίου, έχουν δε ανατεθεί σε αυτόν από τη Γενική Συνέλευση του Γενικού Τμήματος, ατομικώς ή με συνδιδασκαλία, συγκεκριμένα μαθήματα, που εμπίπτουν στο γνωστικό του αντικείμενο, πλην, όμως, σύμφωνα με εκτεθέντα στην σκέψη 12, βάσει του προϊσχύοντος του Ν 3685/2008 νομοθετικού καθεστώτος, τα Γενικά Τμήματα δεν είχαν εκ του νόμου τη δυνατότητα να οργανώνουν και να λειτουργούν Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών και επομένως μη νομίμως είχε συσταθεί με την ανωτέρω κανονιστική απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στο πλαίσιο του Γενικού Τμήματος. Περαιτέρω, το Πάντειο Πανεπιστήμιο προβάλλει με τα από 1.12.2008 και 29.1.2010 υπομνήματά του ότι, εν πάση περιπτώσει, μετά τη δημοσίευση του
Ν 3685/2008 , το ως άνω Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών θεωρείται, πλέον κατά νόμο, ότι λειτουργεί νομίμως από της συστάσεώς του και, επομένως, νομίμως έχει ανατεθεί στον αιτούντα στο πλαίσιο του ως άνω Προγράμματος διδακτικό έργο εμπίπτον στο γνωστικό του αντικείμενο, που συνίσταται στη διδασκαλία έξι μαθημάτων τρίωρης διάρκειας.
Λόγω, όμως, της αντίθετης νομολογίας του Δικαστηρίου αναφορικά με την συνταγματικότητα της εφαρμογής σε εκκρεμείς δικαστικές διαφορές -στις οποίες ελέγχεται ευθέως ή παρεμπιπτόντως η νομιμότητα κανονιστικής διοικητικής πράξεως, επ’ ευκαιρία προσβολής ατομικής πράξεως ή παραλείψεως στηριζόμενης σε αυτήν- νομοθετικών διατάξεων, με τις οποίες τροποποιείται αναδρομικώς η διάταξη που περιλαμβάνει τη νομοθετική εξουσιοδότηση, ώστε η σχετική κανονιστική διοικητική πράξη να καθίσταται πλέον νόμιμη (ΣτΕ Ολ 3633/2004 , σκέψη 10, άποψη πλειοψηφίας), το Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα της εφαρμογής, στην παρούσα δίκη, του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. γ’ του Ν 3685/2008 , από την επίλυση του οποίου εξαρτάται η αντιμετώπιση του ανωτέρω ισχυρισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ΠΔ 18/1989 , να ορισθεί δε εισηγητής ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς.
[Παραπέμπει τις υποθέσεις στην Ολομέλεια προς επίλυση του ζητήματος που εκτίθεται στο σκεπτικό και ορίζει ως εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας το Σύμβουλο Γ. Ποταμιά.]