ΣτΕ 555/11, Γ΄τμ. παρ.7μ, ΥΠΑΛΛΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ, ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ, ΔΙΟΚΟΝΟΜΙΑ, Η προθεσμία για την έναρξη της υπαλληλικής προσφυγής τρέχει και απο την πλήρη γνώση (ΕΞΕΔΌΘΗ 1538/12 7Μ. ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ Η ΠΑΓΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΟΝΟ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ).

ΣΤΕ

ΣτΕ 555/2011 Τμ. Γ΄
Πρόεδρος: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Π. Τσούκας, Πάρεδρος ΣτΕ

Δικηγόροι: Μ. Σκιαδιώτη, Κ. Δεμερτζής,
Φ. Δεδούση, Πάρεδρος ΝΣΚ

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 , στον υπάλληλο που τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή κρίθηκε μη μονιμοποιητέος, απαιτείται η κοινοποίηση αντιγράφου της πειθαρχικής ή της περί μη μονιμοποιήσεώς του αποφάσεως, προκειμένου να αρχίσει η
 
εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής. Λόγω δε της ανάγκης, ο πειθαρχικώς τιμωρηθείς ή μη μονιμοποιηθείς υπάλληλος να γνωρίζει με ασφάλεια το ακριβές περιεχόμενο της οικείας απόφασης, προκειμένου να στραφεί επιτυχώς κατ’ αυτής με προσφυγή, η διάταξη αυτή επιβάλλει την κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου και όχι μόνον μέρους (δηλ. του διατακτικού ή τμήματος του σκεπτικού) της απόφασης. Η εν λόγω διάταξη όμως δεν αποκλείει, να θεωρηθεί ότι η προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής αρχίζει όχι μόνο από την κοινοποίηση αλλά και από την εκ μέρους του υπαλλήλου πλήρη γνώση της αποφάσεως, όταν η γνώση αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από τις κατά περίπτωση περιστάσεις, όπως, μεταξύ άλλων, από τυχόν ενέργειες του υπαλλήλου που μαρτυρούν πλήρη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως, από την κατόπιν αιτήσεώς τούτου παραλαβή αυτής καθώς επίσης από την παραδοχή του είτε ότι έλαβε γνώση της ή ότι αυτή του επιδόθηκε. Η ερμηνεία αυτή της ως άνω διατάξεως συνάδει προς τον σκοπό της θέσπισής της, αφού δεν επιτρέπει την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως της κατ΄ άρθρον 41 παρ. 1 ΠΔ 18/1989  προσφυγής πριν ο υπάλληλος λάβει πλήρη γνώση της απόφασης, ώστε να στραφεί επιτυχώς κατ΄ αυτής με προσφυγή. Εξ άλλου, η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη ταχείας περαίωσης των πειθαρχικών υποθέσεων, οι οποίες, εκ του αντικειμένου τους, αφορούν είτε αυτή τούτη την παραμονή του υπαλλήλου στην Υπηρεσία είτε τη συνδρομή στο πρόσωπό του εκείνων των θεμελιωδών ποιοτικών γνωρισμάτων που αυτός οφείλει να διαθέτει, την έλλειψη των οποίων ο νομοθέτης ανάγει σε πειθαρχικά παραπτώματα και προβλέπει τον πειθαρχικό κολασμό τους. Περαιτέρω, η ανωτέρω ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989  υπαγορεύεται και από την, επίσης επιτακτική, ανάγκη ομαλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης, η οποία, προκειμένου να ανταποκριθεί λυσιτελώς στη συνταγματική της αποστολή (άρθρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος ), επιβάλλεται να μην επιβαρύνεται με ένδικα βοηθήματα που ασκούνται με προφανώς παρελκυστικό σκοπό.
 

Διατάξεις: 103 Συντ ., 41 [παρ.1] ΠΔ 18/1989 , 103 [παρ.1, 2, 4, 6] Ν 1188/1981 

1. Επειδή, με την από 27.2.2007 (…/2007) έφεση του …, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το κατά νόμον παράβολο (βλ. υπ’ αριθμ. … και … ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 1510/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, α) απορρίφθηκε η από 12.7.2005 «αίτηση ακυρώσεως» του ήδη εκκαλούντος, καθ’ ό μέρος εστρέφετο κατά της υπ’ αριθμ. …/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία είχε αποφασισθεί η μη μονιμοποίησή του σε θέση κατηγορίας /κλάδου ΔΕ 12 – Δασοφυλάκων με βαθμό Δ΄ του Δήμου Ζωγράφου, όπου ο εκκαλών υπηρετούσε ως δόκιμος υπάλληλος, και β) έγινε εν μέρει μόνο δεκτή, καθ’ ο μέρος εστρέφετο κατά της υπ’ αριθμ. …/31.5.2005 πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου, με την οποία ο εκκαλών είχε απολυθεί από την Υπηρεσία, από τις 8.5.1998, λόγω μη μονιμοποιήσεώς του.

2. Επειδή, με την από 11.11.2006 (…/2006) έφεση του Δήμου Ζωγράφου, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της προμνησθείσας, υπ’ αριθμ. 1510/2006, αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος κρίθηκε με αυτή ότι η λόγω μη μονιμοποιήσεως απόλυση του ήδη (εκκαλούντος) εφεσιβλήτου από την Υπηρεσία πρέπει να ανατρέξει στις 8.5.1998.

3. Επειδή, οι ανωτέρω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της συναφείας τους.

4. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. …/4.4.1992 πράξη του Νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ Γ΄ 77/28.2.1992) ο εκκαλών – εφεσίβλητος διορίσθηκε ως δόκιμος υπάλληλος σε θέση κατηγορίας /κλάδου ΔΕ 12 Δασοφυλάκων, του Δήμου Ζωγράφου. Με την υπ’ αριθμ. …/4.4.1996 απόφασή του το Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Νομαρχίας Αθηνών (Ν.Α.) αποφάσισε τη μη μονιμοποίηση του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, ο οποίος, ακολούθως, συνεπεία της δυσμενούς αυτής κρίσεως, απολύθηκε από την Υπηρεσία με την υπ’ αριθμ. …/1996 πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου. Η πράξη αυτή ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2304/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, διότι εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθεί στον εκκαλούντα – εφεσίβλητο η προμνησθείσα απόφαση περί μη μονιμοποιήσεώς του. Σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, η εν λόγω απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του επιδόθηκε εκ νέου από τον δικαστικό επιμελητή …, ο οποίος επί της από …/15.5.1998 έκθεσης επιδόσεως ανέγραψε ότι επέδωσε «πιστό αντίγραφο του από 4.6.1996, Νο 2 πρακτικού του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών». Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/31.5.2005 πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου περί απολύσεως του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου από την Υπηρεσία λόγω μη μονιμοποιήσεώς του. Κατά της τελευταίας αυτής πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου όπως και κατά της προμνησθείσας υπ’ αριθμ. …/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών ο ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, την από 12.7.2005 αίτηση ακυρώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Με αυτή, το δικάσαν Δικαστήριο το μεν έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως και ακύρωσε την προμνησθείσα, υπ’ αριθμ. …/21.5.2005, πράξη του Δημάρχου Ζωγράφου, καθ’ ο μέρος με αυτή η απόλυση του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου ανέτρεξε στις 8.5.1998, και όχι, όπως δέχθηκε το δικάσαν Δικαστήριο, στις 6.6.2005, οπότε η υπαλληλική σχέση αυτού με τον Δήμο Ζωγράφου λύθηκε δια της προς αυτόν (τον εκκαλούντα – εφεσίβλητο) επιδόσεως της περί απολύσεώς του πράξεως του Δημάρχου Ζωγράφου, το δε απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως «κατά τα λοιπά», με την αιτιολογία ότι ο ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος δεν είχε ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της ως άνω αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών.

5. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 1, 2, 4 και 6 του Ν 1188/1981  (ΦΕΚ Α΄ 204) ορίζεται ότι: […] Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι περί της μονιμοποιήσεως ή μη δοκίμου δημοτικού υπαλλήλου αποφαίνεται το κατά νόμον αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, του οποίου η τυχόν αρνητική, περί μη μονιμοποιήσεως, απόφαση είναι προσβλητή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής του άρθρου 103 του Συντάγματος  [βλ. και άρθρα 41 και 42 του ΠΔ 18/1989  (ΣτΕ Ολ 2143/1993  κ.α.)].

6. Επειδή, εν προκειμένω, η υπ’ αριθμ. …/4.4.1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η μη μονιμοποίηση του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, ήταν προσβλητή με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και όχι με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Συνεπώς, το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστήριο ώφειλε να χαρακτηρίσει ως προσφυγή το ενώπιόν του ασκηθέν ως «αίτηση ακυρώσεως» ένδικο βοήθημα, καθ΄ ο μέρος αυτό εστρέφετο κατά της ανωτέρω πράξεως, και ακολούθως να παραπέμψει την υπόθεση, κατ΄ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2717/1999 ), ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και όχι να την εκδικάσει, δοθέντος ότι εστερείτο δικαιοδοσίας προς τούτο. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση έφεση του …, η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί, καθ’ ο μέρος με αυτή απορρίφθηκε η από 12.7.2005 «αίτηση ακυρώσεως» αυτού κατά της ανωτέρω, υπ’ αριθμ. …/4.4.1996, αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών.

7. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά το ανωτέρω προσδιορισθέν μέρος της, το Δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της ως άνω από 12.7.2005 «αιτήσεως ακυρώσεως» του ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου κατά της υπ’ αριθμ. …/4.4.1996 αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, η οποία, όπως εξετέθη ανωτέρω, συνιστά, κατά τον αληθή χαρακτήρα της, προσφυγή.

8. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 41 του ΠΔ 18/1989  (ΦΕΚ Α΄ 8) ορίζεται ότι: «Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος  προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στον υπάλληλο που τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή κρίθηκε μη μονιμοποιητέος, απαιτείται η κοινοποίηση αντιγράφου της πειθαρχικής ή της περί μη μονιμοποιήσεώς αποφάσεως, προκειμένου να αρχίσει η εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής. Λόγω δε της ανάγκης, ο πειθαρχικώς τιμωρηθείς ή μη μονιμοποιηθείς υπάλληλος να γνωρίζει με ασφάλεια το ακριβές περιεχόμενο της οικείας αποφάσεως, προκειμένου να στραφεί επιτυχώς κατ΄ αυτής με προσφυγή, η διάταξη αυτή επιβάλλει την κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου και όχι μόνον μέρους (δηλ. του διατακτικού ή τμήματος του σκεπτικού) της αποφάσεως [βλ. ΣτΕ 1026/1998  καθώς και 4847/1997, Ολ 4024/1998, 3668/1995 (7μ.), 1624/2000, 1340/2002]. Η εν λόγω διάταξη όμως δεν αποκλείει, να θεωρηθεί ότι η προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής αρχίζει όχι μόνο από την κοινοποίηση αλλά και από την εκ μέρους του υπαλλήλου πλήρη γνώση της αποφάσεως, όταν η γνώση αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από τις κατά περίπτωση περιστάσεις, όπως, μεταξύ άλλων, από τυχόν ενέργειες του υπαλλήλου που μαρτυρούν πλήρη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως, από την κατόπιν αιτήσεώς τούτου παραλαβή αυτής καθώς επίσης από την παραδοχή του είτε ότι έλαβε γνώση της ή ότι αυτή του επιδόθηκε. Η ερμηνεία αυτή της διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989  συνάδει προς τον προεκτεθέντα σκοπό της θεσπίσεώς της, αφού δεν επιτρέπει την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως της κατ΄ άρθρον 41 παρ. 1 ΠΔ 18/1989  προσφυγής πριν ο υπάλληλος λάβει πλήρη γνώση της αποφάσεως, ώστε να στραφεί επιτυχώς κατ΄ αυτής με προσφυγή. Εξ άλλου, η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη ταχείας περαιώσεως των πειθαρχικών υποθέσεων, οι οποίες, εκ του αντικειμένου τους, αφορούν είτε αυτή τούτη την παραμονή του υπαλλήλου στην Υπηρεσία είτε τη συνδρομή στο πρόσωπό του εκείνων των θεμελιωδών ποιοτικών γνωρισμάτων που αυτός οφείλει να διαθέτει, την έλλειψη των οποίων ο νομοθέτης ανάγει σε πειθαρχικά παραπτώματα και προβλέπει τον πειθαρχικό κολασμό τους. Περαιτέρω, η ανωτέρω ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989  υπαγορεύεται και από την, επίσης επιτακτική, ανάγκη ομαλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης, η οποία, προκειμένου να ανταποκριθεί λυσιτελώς στη συνταγματική της αποστολή (αρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος ), επιβάλλεται να μην επιβαρύνεται με ένδικα βοηθήματα που ασκούνται με προφανώς παρελκυστικό σκοπό.

9. Επειδή, εν προκειμένω, ως εξετέθη ανωτέρω, στην προμνησθείσα από 5.5.1998 έκθεση του δικαστικού επιμελητή … αναγράφεται ότι στον ήδη προσφεύγοντα επιδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/4.6.1996, και όχι η υπ’ αριθμ. …/4.4.1996 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών, από την κοινοποίηση της οποίας και μόνον θα μπορούσε, κατ΄ αρχήν, να αρχίσει η κατ΄ άρθρο 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989  εξηκονθήμερη προθεσμία προσβολής της με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όμως, στην από 28.2.2000 (αριθμ. καταθ. … (29.2.2000) αγωγή του που άσκησε κατά του Δήμου Ζωγράφου ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως, ο προσφεύγων ανέφερε τα εξής: «…η αντίδικος πλευρά [ο Δήμος Ζωγράφου]… έσπευσε ασθμαίνουσα μόλις την 5.5.1998 να μου επιδώσει το υπ’ αριθμ. … της 4.4.1996 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, όπερ είχε παραλείψει να πραγματοποιήσει εμπροθέσμως και συννόμως… (ίδετε πρακτικό Νο …/4.4.1996 μετά της παρά πόδας πράξεως επιδόσεως της 5.5.1998 του δικ. επιμελητή …)». Με την παραδοχή του αυτή, ο προσφεύγων συνομολογεί ότι είχε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμ. …/4.4.1996, αποφάσεως Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας Αθηνών ήδη από τις 5.5.1998. Εν όψει τούτου, η υπό κρίση προσφυγή, το δικόγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία τού δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου στις 12.7.2005 (υπ’ αριθμ. καταθ. …/12.7.2005), ασκείται καθ΄ υπέρβαση της κατ΄ άρθρο 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989  προθεσμίας και ως εκ τούτου απαραδέκτως.

10. Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος περί του τρόπου ενάρξεως της κατ΄ άρθρο 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989  εξηκονθήμερης προθεσμίας και δοθέντος ότι επ΄ αυτού υφίσταται νομολογία αντίθετη προς τα ανωτέρω κριθέντα, (βλ. μεταξύ άλλων, ΣτΕ 1340/2002 , 1642/2000, 1026/1998), το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεσή του, κρίνει ότι η από 27.2.2007 έφεση του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου … (…/2007) πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή του σύνθεση. Περαιτέρω, λόγω της επιρροής που η κρίση επί του ανωτέρω ζητήματος ασκεί στην αντίθετη έφεση του Δήμου Ζωγράφου (…/2006), το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή του σύνθεση και η έφεση αυτή, ορίζει δε ως εισηγητή, και για τις δύο εφέσεις, τον Πάρεδρο Παναγιώτη Τσούκα και δικάσιμο την 5 Μαΐου 2011.

[Παραπέμπει αμφότερες τις προμνησθείσες εφέσεις στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.]