ΣτΕ, Γ΄τμ. 7μ. 3762/2010, ΕΣΔΑ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΑΡΧΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΚΙΑ, Σχολή δικαστών δεν παραβιάζεται η αρχη της εμπιστούνης και μπορεί ο νομθέτης να αλλάζει τα προσόντα, διετής δικηγορία

ΣΤΕ

 3762/2010 ΣΤΕ  
  Δικαστές και προσόντα των εισαγομένων σπουδαστών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Ο νομοθέτης μπορεί να μεταβάλλει τα προσόντα των υποψηφίων, σε σχέση με όσα ίσχυσαν σε προηγούμενους διαγωνισμούς. Η επιβολή εύλογου ανώτατου ορίου ηλικίας για τη συμμετοχή στις εξετάσεις απόκειται στην ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη και υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Η καθιέρωση του 40ου έτους ως ανώτατου ορίου ηλικίας των υποψηφίων δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στην Οδηγία 2000/78/ΕΚ. Η απαίτηση του προσόντος της συμπληρώσεως διετούς ασκήσεως δικηγορίας από το ν. 3689/2008 και την ένδικη προκήρυξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

  Αριθμός 3762/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ` Τμήματος, Α. Γκότσης, Γ. Ποταμιάς, Φ. Ντζίμας, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Μ. Πικραμένος, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ` Τμήματος.

Για να δικάσει την από 16 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση:

του .. … .. , κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός …. αρ. .. , ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

κατά των Υπουργών : 1) Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και 2) Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με τον Βασιλ. Καραγεώργο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ` αριθμ. 3107/28.1.2010 (ΦΕΚ Γ` 55/29.1.2010) κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Γ. Ζιάμου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα 2462631 και 2462632, σειράς Α΄, έτους 2010).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία εισήχθη στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση της υπ` αριθμ. 3107/28.1.2010 (ΦΕΚ Γ΄ 55/29.1.2010) κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, με την οποία προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την εισαγωγή σπουδαστών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, αφενός μεν, κατά το μέρος που με αυτή θεσπίζεται ως ανώτατο όριο ηλικίας για τη συμμετοχή στις εξετάσεις το 40ο έτος της ηλικίας, αφετέρου δε, κατά το μέρος που με αυτή ορίζεται ως περαιτέρω προϋπόθεση συμμετοχής στις εξετάσεις η συμπλήρωση διετούς ασκήσεως δικηγορίας.

3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό για την κατεύθυνση Διοικητικής Δικαιοσύνης της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, αλλά αποκλείσθηκε από αυτόν με τον από 20.5.2010 πίνακα αποκλεισθέντων από το διαγωνισμό, τον οποίο υπογράφει ο Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, με την αιτιολογία, αφενός μεν, ότι στις 31.12.2010 θα έχει υπερβεί το νόμιμο όριο ηλικίας, αφετέρου δε, ότι δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 10 παρ. 1 περιπτ. α΄ υποπεριπτ. αα΄ του ν. 3689/2008 (ειρηνοδίκης, δικηγόρος που έχει συμπληρώσει διετή άσκηση δικηγορίας, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος με μονοετή άσκηση δικηγορίας, δικαστικός υπάλληλος με πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής και πενταετή υπηρεσία στη θέση αυτή).

4. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά πρέπει να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση ο προαναφερθείς από 20.5.2010 πίνακας αποκλεισθέντων από το διαγωνισμό, ο οποίος είναι πλέον η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη από αυτόν πράξη, δεδομένου ότι η 3107/28.1.2010 προκήρυξη, απέβαλε την εκτελεστότητά της και δεν προσβάλλεται πλέον αυτοτελώς (πρβ. ΣΕ 2460/2010, 217/2009 κλπ.).

5. Επειδή, ο αιτών συμμετέσχε στον εν λόγω διαγωνισμό για την εισαγωγή σπουδαστών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών κατόπιν της από 3.6.2010 πράξεως του Προέδρου του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία δόθηκε σ` αυτόν η δυνατότητα συμμετοχής στο διαγωνισμό, χωρίς, όμως, να του παρέχονται περαιτέρω δικαιώματα από την τυχόν επιτυχία του σ` αυτόν, πριν κριθεί το βάσιμο της κρινόμενης αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, η παρούσα αίτηση ασκείται με προφανές έννομο συμφέρον.

6. Επειδή, κατά το άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος «Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους.» Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο κοινός νομοθέτης είναι αρμόδιος να θεσπίζει τα προσόντα και τη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων να καταλάβουν θέσεις δικαστικών λειτουργών, υποκείμενος στους περιορισμούς που απορρέουν από τις συνταγματικές διατάξεις που εγγυώνται την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, και από την αρχή της ισότητας πρόσβασης στα δημόσια αξιώματα. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει τα προσόντα των υποψηφίων που κρίνει αναγκαία προκειμένου να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις εκάστοτε ανάγκες του δικαστικού έργου, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις ισχύουσες συνθήκες. Μπορεί, επομένως, στα πλαίσια της ανωτέρω ρυθμιστικής του ευχέρειας, να μεταβάλλει τα προσόντα των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών, σε σχέση με όσα ίσχυσαν σε προηγούμενους διαγωνισμούς, εφόσον κατά την κρίση του εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, χωρίς η μεταβολή αυτή, καταρχήν, να προσκρούει στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, αρκεί να στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και γενικής ισχύος για όλους τους υποψηφίους (ΣΕ 3443/2004, 741/2002).

9. Επειδή, από το σύνολο των διατάξεων του Τμήματος Ε΄ του Συντάγματος περί δικαστικής εξουσίας και ειδικότερα από τις διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών (άρθρο 88 παρ. 2) τους βαθμούς εξέλιξής τους, τα δικαστήρια διαφόρων επιπέδων δικαιοδοσίας (άρθρα 87 παρ. 3, 88 παρ. 5, 6 και 7, 90, 91, 94, 95, 97 παρ. 2, 98, 99, 100), όπως επίσης από τις διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία των προαγωγών (άρθρα 88 παρ. 6 και 90), την επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών (άρθρο 87 παρ. 3), και τον πειθαρχικό έλεγχό τους (άρθρο 91) συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέβλεψε στην οργάνωση της πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης κατά επίπεδα δικαιοδοσίας και τη στελέχωσή τους με δικαστικούς λειτουργούς περισσότερων βαθμών. Η βαθμολογική εξέλιξη των δικαστών διενεργείται κατόπιν κρίσεως, η οποία διασφαλίζει ότι ο δικαστής συγκεντρώνει τα αναγκαία προσόντα και ικανότητες για να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις του ανώτερου βαθμού. Οι τελευταίες αφορούν τόσο την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου (έλεγχος της ορθότητας αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων, ενασχόληση με υποθέσεις μείζονος κατά την κρίση του νομοθέτη δυσκολίας) όσο και τη διενέργεια της επιθεωρήσεως και του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών κατώτερου βαθμού. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης επιβάλλει τον καθορισμό από το νομοθέτη εύλογου ανώτατου ορίου ηλικίας για τη συμμετοχή στις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, το οποίο, αφενός, θα διασφαλίζει την επαρκή στελέχωση των δικαστηρίων εν γένει με δικαστικούς λειτουργούς και, αφετέρου, θα επιτρέπει την παραμονή των δικαστικών λειτουργών για επαρκές χρονικό διάστημα σε κάθε βαθμό της υπηρεσιακής τους εξέλιξης, ώστε να αποκτούν την εμπειρία, τις γνώσεις και τις ικανότητες που είναι αναγκαίες για την επιτυχή αντιμετώπιση των απαιτήσεων του εκάστοτε ανώτερου βαθμού. Ο καθορισμός του εν λόγω ορίου ηλικίας απόκειται στην ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη και υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβ. ΣΕ 2204-2224/2010 Ολομ., 9/2004, 2901/2000, 3827-3828/1997 Ολομ.).

10. Επειδή, στο άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 3689/2008 (Α΄ 164) «Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις» ορίζονται τα εξής: «Στο διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι: αα. Εχουν την ιδιότητα του Ειρηνοδίκη ή έχουν ή είχαν διετή άσκηση δικηγορίας ή (…) ββ. Εχουν συμπληρώσει το εικοστό όγδοο και δεν έχουν υπερβεί το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας τους την 31η Δεκεμβρίου του έτους, κατά το οποίο προκηρύσσεται ο διαγωνισμός (…) γγ. (…)». Στο κεφάλαιο Α της προσβαλλόμενης προκηρύξεως, που τιτλοφορείται «Δικαίωμα και αιτήσεις συμμετοχής υποψηφίων», προβλέπονται, εξάλλου, τα εξής: «1.α. Στο διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι αα. Εχουν την ιδιότητα του Ειρηνοδίκη ή έχουν διετή άσκηση δικηγορίας ή (….) ββ. Έχουν συμπληρώσει το εικοστό όγδοο και δεν έχουν υπερβεί το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας τους την 31η Δεκεμβρίου 2010 (…) γγ. (…)». Η καθιέρωση με τις εν λόγω διατάξεις του 40ου έτους ως ανώτατου ορίου ηλικίας των υποψηφίων για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, καθώς αυτό παρίσταται, κατά κοινή πείρα, εύλογο. Συγκεκριμένα το όριο αυτό διασφαλίζει, κατά τα ανωτέρω, τη στελέχωση των δικαστηρίων κάθε επιπέδου με έμπειρους δικαστικούς λειτουργούς και εναρμονίζεται με τις ειδικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος καθορίζει ελάχιστο όριο παραμονής των δικαστικών λειτουργών σε κάθε βαθμό της βαθμολογικής ιεραρχίας προκειμένου να κριθούν προς προαγωγή (βλ. άρθρα 62, 66, 71 και 77 του ν. 1756/1988). Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η καθιέρωση του εν λόγω ορίου ηλικίας παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

11. Επειδή, με το ν. 3304/2005 (Α` 16) ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2000/78/ΕΚ (EE L 303/2.12.2000) “για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία». Στην οδηγία αυτή ορίζονται τα εξής : «Αρθρο 1. Σκοπός. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη [άρθρ. 1 ν. 3304/05]. Άρθρο 2. Η έννοια των διακρίσεων. 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 : α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν, την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια, εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου (…) μιας ορισμένης ηλικίας (…..) σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν, ι) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία ή, ιι) για τα πρόσωπα με κάποιο μειονέκτημα, ο εργοδότης ή κάθε πρόσωπο ή οργανισμός έναντι του οποίου ισχύει η παρούσα οδηγία, υποχρεούται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να λάβει κατάλληλα μέτρα, ανταποκρινόμενα στην αρχή που θέτει το άρθρο 5, με σκοπό την εξάλειψη των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική, [άρθρα 2, 3 και 7 του ν. 3304/05] Άρθρο 3. Πεδίο εφαρμογής. 1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά, α) τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών, β) την πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού προσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής πείρας, γ) (.…) 2. (…) 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ένοπλες δυνάμεις, στο βαθμό που αφορά τις διαφορές μεταχείρισης λόγω ειδικής ανάγκης ή ηλικίας. [άρθρα 4 και 8 του ν. 3304/2005]. Άρθρο 4. Επαγγελματικές απαιτήσεις. 1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση ανάλογη. 2…[άρθρο 9 του ν. 3304/05]. Άρθρο 5. (…) Αρθρο 6. Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. 1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, αντικειμενικά και λογικά, από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει : α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελαχίστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, γ) τον καθορισμό ανωτάτου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση…[άρθρο 11 του ν. 3304/2005]. Επιπλέον, στο άρθρο 26 του ν. 3304/2005, ορίζονται τα εξής: «Με την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται κάθε νομοθετική και κανονιστική διάταξη (…) η οποία είναι αντίθετη προς την, κατά τον παρόντα νόμο, αρχή της ίσης μεταχείρισης.».

Σύμφωνα με όσα ήδη έχουν εκτεθεί σε προηγούμενη σκέψη, η καθιέρωση με το ν. 3689/2008 ανώτατου ορίου ηλικίας για τη συμμετοχή στις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 6 της ανωτέρω Οδηγίας, ενώ το θεσπιζόμενο όριο ηλικίας είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η καθιέρωση του ένδικου ανώτατου ορίου ηλικίας αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επιπλέον, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η καθιέρωση του εν λόγω ορίου ηλικίας αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ (ΕΕ L 180/19.7.2000) «περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής», καθώς η Οδηγία αυτή, ως εκ του αντικειμένου της, δεν διέπει την παρούσα υπόθεση.

12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών προβάλλει ότι με τον ν. 3689/2008 ορίσθηκε το πρώτον ως προαπαιτούμενο προσόν για τη συμμετοχή στις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών η διετής άσκηση δικηγορίας, χωρίς ο νόμος να προβλέψει αντίστοιχης χρονικής διάρκειας μεταβατικό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο ίδιος, ο οποίος ενεγράφη άμεσα στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, μετά την πρόβλεψη στον ως άνω νόμο του επιπλέον αυτού προσόντος, δεν ήταν σε θέση να συμπληρώσει εμπροθέσμως διετή άσκηση δικηγορίας για να συμμετάσχει στον ένδικο διαγωνισμό. Κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, διά της ελλείψεως προβλέψεως ευλόγου μεταβατικού διαστήματος στο ν. 3689/2008 παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντ.) και η αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντ.). Όπως όμως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει τα προσόντα των υποψηφίων δικαστών που κρίνει αναγκαία προκειμένου αυτοί να ανταποκριθούν στις ανάγκες του δικαστικού έργου, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις ισχύουσες εκάστοτε συνθήκες. Μπορεί, επομένως, στα πλαίσια της ανωτέρω ρυθμιστικής του ευχέρειας να μεταβάλλει τα ζητούμενα προσόντα των υποψηφίων δικαστών, σε σχέση με όσα ίσχυσαν σε προηγούμενους διαγωνισμούς, εφόσον κατά την κρίση του εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, χωρίς αυτό να προσκρούει στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, αρκεί η μεταβολή αυτή να στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και γενικής ισχύος για όλους τους υποψηφίους. Εν προκειμένω, ο ν. 3689/2008 προέβλεψε στο άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α΄, μεταξύ των προαπαιτούμενων προσόντων για τη συμμετοχή στις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, τη συμπλήρωση διετούς ασκήσεως δικηγορίας, εναλλακτικά προς την ιδιότητα του ειρηνοδίκη ή του κάτοχου διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος με μονοετή άσκηση δικηγορίας ή του δικαστικού υπάλληλου με πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής και πενταετή υπηρεσία στη θέση αυτή. Σκοπός του νόμου κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση ήταν η αναβάθμιση των τυπικών προσόντων των υποψηφίων, με το σκεπτικό ότι δεν αρκεί μόνον το πτυχίο της Νομικής Σχολής αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται και εμπειρία από την εφαρμογή στην πράξη των θεωρητικών γνώσεων των υποψηφίων. Ελήφθη δε πρόνοια δια της μεταβατικής διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3689/2008, ώστε η εν λόγω ρύθμιση να μην εφαρμοσθεί στους υποψηφίους που βρίσκονταν ήδη στο στάδιο της προετοιμασίας τους για τον άμεσα επικείμενο διαγωνισμό επιλογής υποψηφίων. Εν όψει των ανωτέρω, η απαίτηση του προσόντος της συμπληρώσεως διετούς ασκήσεως δικηγορίας από το ν. 3689/2008 και την ένδικη προκήρυξη εξυπηρετεί την επιδίωξη θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 ούτε δε στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

13. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2010

Ο Πρόεδρος του Γ` Τμήματος Η Γραμματέας του Γ` Τμήματος Γ. Σταυρόπουλος Α. Τριάδη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 2010.

Ο Πρόεδρος του Γ` Τμήματος Η Γραμματέας Γ. Σταυρόπουλος Δ. Τετράδη