ΣτΕ, Στ τμ. 2224/09, ΠΝΟΕ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ, επι κανονιστικής πράξης , πότε υφίσταται υποχρεώση της διοίκησης να προβεί σε έκδοση κανονστικής πράξης.

ΣΤΕ

 

Αριθμός 2224/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Σπ. Παραμυθιώτης, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Κ. Φιλοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 10 Νοεμβρίου 2005 αίτηση :
της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Εποπτών Δημόσιας Υγείας (Π.Ε.Ε.Δ.Υ.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Γλάδστωνος αρ. 10, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Τσακίρη (Α.Μ. 13776), που τον διόρισαν στο ακροατήριο οι νόμιμοι εκπρόσωποί της: α) Ιωάννης Φωτόπουλος και β) Ευάγγελος Πασβούρης,
κατά των Υπουργών: 1) Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι οποίοι παρέστησαν με την Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα ΄Ενωση επιδιώκει να ακυρωθούν οι υπ’ αριθμ.: 1) 2/24242/0022/3.9.2004, 2) 2/44737/0022/29.8.2005 πράξεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και 3) 119258/8.11.2005 πράξη του Υφυπουργού Υγείας και 4) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Α. Σταθάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας ΄Ενωσης, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αρ. 1263939, 643669/2005 γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της αρνήσεως των καθ’ ων η αίτηση υπουργών να εκδώσουν κοινή υπουργική απόφαση, για τον καθορισμό του ύψους του επιδόματος ετοιμότητας που χορηγήθηκε στους Επόπτες Δημόσιας Υγείας με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 7 του ν. 3204/2003.
3. Επειδή, η αιτούσα ένωση, η οποία είναι σωματείο συσταθέν το έτος 1966, σύμφωνα με το καταστατικό της, έχει ως μέλη τους Επόπτες Δημόσιας Υγείας που υπηρετούν στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κεντρική και περιφερειακές, καθώς και στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, μεταξύ δε των σκοπών της περιλαμβάνεται και η προάσπιση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων των μελών της. Εν όψει αυτών, η αιτούσα ένωση ασκεί με έννομο συμφέρον την υπό κρίση αίτηση.
4. Επειδή κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8) είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και επί παραλείψεως της αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, όπως και επί ρητής αρνήσεως της αρχής να προβεί στην ενέργεια αυτή. Περαιτέρω, τέτοια παράλειψη ή άρνηση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υπάρχει όταν ο νόμος επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να επιχειρήσει ενέργεια ή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, όχι όμως και όταν παρέχει σ’ αυτήν την εξουσία να ρυθμίζει με κανονιστικές πράξεις σχέσεις ή καταστάσεις μέσα στα όρια της παρεχόμενης εξουσιοδοτήσεως, καθόσον η εκτίμηση της σκοπιμότητας για την έκδοση κανονιστικής πράξεως δεν είναι ελεγκτή από τον ακυρωτικό δικαστή. Εξαίρεση από τη γενική αυτή αρχή συντρέχει όταν με την ίδια τη νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλεται στη Διοίκηση οπωσδήποτε, εφ’ όσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, η έκδοση ή η κίνηση της διαδικασίας για την έκδοση κανονιστικής πράξεως και μάλιστα μέσα σε ορισμένη προθεσμία (βλ. Σ.τ.Ε. 1430/1981 Ολομ., 6/2001 7μ., 1399/2000 κ.α.). Τέτοια περίπτωση συντρέχει ιδίως όταν η εξουσιοδοτική διάταξη θεσπίζει η ίδια δικαίωμα προς παροχή, το οποίο θεωρεί ως παρεχόμενο από την έναρξη της ισχύος του νόμου, καταλείπει δε απλώς στο εξουσιοδοτούμενο όργανο την περιορισμένη εξουσία να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες δικαίου, αναγκαίους για την περαιτέρω ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων ασκήσεως του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή, δεν συγχωρείται να καθίσταται το δικαίωμα αυτό, στην ουσία, ανενεργό, διά της παραλείψεως της επιτασσόμενης συμπληρωματικής κανονιστικής ρυθμίσεως αυτού, όταν η σχετική επιταγή της εξουσιοδοτήσεως δεν επιτρέπει μετάθεση του χρόνου ενάρξεως της ισχύος του δικαιώματος. Συνεπώς, εάν ο εξουσιοδοτών νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου ενάρξεως της ισχύος του δικαιώματος, το οποίο παρέχεται αμέσως από αυτόν, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η δε άρνηση της Διοικήσεως ν’ ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς το νόμο (βλ. Σ.τ.Ε. 6/2001 7μ.).
5. Επειδή, στη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3204/2003 «Τροποποίηση και συμπλήρωση της νομοθεσίας για το Εθνικό Σύστημα Υγείας και ρυθμίσεις άλλων θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας» (Α΄ 296) ορίζονται τα εξής: «Οι επόπτες Δημόσιας Υγείας, οι οποίοι υπηρετούν σε οποιαδήποτε υπηρεσία δημόσιας υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, των Περιφερειών και των Ο.Τ.Α. Β’ βαθμού λαμβάνουν επίδομα ετοιμότητας, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας».
6. Επειδή, η προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3204/2003 κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία καθορίζεται το επίδομα ετοιμότητας, που χορηγείται στους Επόπτες Δημόσιας Υγείας, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, διότι, με την απόφαση αυτή ρυθμίζονται, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, θέματα αποδοχών υπαλλήλων (βλ. Σ.τ.Ε. 6/2001 7μ.). Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ίδιος ο εξουσιοδοτών νόμος καθιερώνει, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο, το επίδομα ετοιμότητας και καταλείπει, απλώς, στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση την εξουσία να καθορίσει το ύψος αυτού. Κατά συνέπεια, η άσκηση της κανονιστικής αυτής αρμοδιότητας είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση, ενώ η άρνηση ασκήσεώς της, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή στους επόπτες δημοσίας υγείας του χορηγουμένου ευθέως από το νόμο επιδόματος ετοιμότητας, είναι αντίθετη προς την εξουσιοδότηση και για τον λόγο αυτό παράνομη (βλ. Σ.τ.Ε 6/2001 7μ.).
7. Επειδή, ο νόμος 3204/2003 ψηφίσθηκε από την Βουλή των Ελλήνων στη Συνεδρίαση της 26.11.2003, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο φύλλο 296, τεύχος Α΄, της 23.12.2003 και η συγκεκριμένη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 13, δεδομένου ότι δεν ορίζεται διαφορετικά σε αυτήν, ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 46 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 23.12.2003. Σε διαδοχική Συνεδρίαση της Βουλής, την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 26.11.2003, ψηφίσθηκε ο νόμος 3205/2003, με τίτλο «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις». Με τις διατάξεις του Α’ Μέρους του νόμου αυτού, στις οποίες υπάγονται και οι επόπτες δημόσιας υγείας, αντικαθίστανται ή τροποποιούνται διατάξεις του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. Ειδικότερα, στο άρθρο 8, υπό τον τίτλο: «Επιδόματα», ορίζεται ότι: «Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα…», ακολουθεί δε, το Κεφάλαιο Α του άρθρου 8, όπου παρατίθενται 22 επιδόματα, ορισμένα από τα οποία καταβάλλονται σε όλους τους υπαλλήλους που υπάγονται στις ρυθμίσεις του Α΄ Μέρους του νόμου, άλλα δε σε συγκεκριμένους κλάδους υπαλλήλων. Στην παρ. 3 του Κεφαλαίου Β΄ του άρθρου 8 ορίζονται τα εξής: «Πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος άρθρου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του Μέρους Α΄ του νόμου αυτού, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, καταργούνται εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού…». Στο άρθρο 28 του Α΄ Μέρους, του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται αφ’ ενός μεν ορισμένες διατάξεις νόμων, οι οποίες αναφέρονται ρητά στις παρ. 1 έως 8 του άρθρου αυτού, αφ’ ετέρου δε «κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του Μέρους Α΄ του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτό» (παρ.9). Στο κείμενο των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3205/2003 ουδεμία μνεία γίνεται περί του επιδόματος ετοιμότητας των εποπτών δημοσίας υγείας. Ο νόμος 3205/2003 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στο φύλλο 297, τεύχος Α΄, της 23.12.2003 και οι διατάξεις των ανωτέρω άρθρων 8 και 28, όπως και το σύνολο των διατάξεων του Α΄ Μέρους ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 56 του ίδιου νόμου, από την 1.1.2004.
8. Επειδή, οι νόμοι 3204/2003 και 3205/2003 απέκτησαν τυπική ισχύ ταυτοχρόνως, δηλαδή την 23η Δεκεμβρίου 2003, ημέρα δημοσιεύσεώς τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ ο αριθμός που δόθηκε στον κάθε νόμο, όπως και ο αριθμός του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, στο οποίο δημοσιεύθηκε ο κάθε νόμος, δεν ασκούν επιρροή για τον καθορισμό του χρόνου ενάρξεως της τυπικής των ισχύος, βάσει του οποίου καθορίζεται η μεταξύ αυτών σχέση νεωτέρου προς αρχαιότερο (βλ. Σ.τ.Ε. 1166/1951 Ολομ.). Εξ άλλου, το γεγονός ότι η ουσιαστική ισχύς των διατάξεων του Α΄ Μέρους του ν. 3205/2003 άρχισε την 1.1.2004 δεν καθιστά το ν. 3205/2003 νεώτερο του ν. 3204/2003. Και τούτο διότι η μετάθεση της ενάρξεως της ουσιαστικής ισχύος του νόμου σε χρόνο μεταγενέστερο της τυπικής του ισχύος, η οποία, άλλωστε, προβλέπεται ως κανόνας στο άρθρο 103 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (α.ν. 2783/1941, Α΄ 29), πλην ρητής αντιθέτου διατάξεως του νόμου περί του οποίου εκάστοτε πρόκειται, γνωστή ανέκαθεν στο δίκαιο ως «περίοδος αδράνειας του νόμου» (vacatio legis), συνιστά, απλώς, αναβολή της εφαρμογής του, δηλαδη της επελεύσεως των εννόμων συνεπειών των ρυθμίσεων του νόμου, με σκοπό την ενημέρωση του πολίτη επί των ρυθμίσεων αυτών (βλ. Σ.τ.Ε. 2485/1978 Ολομ., 3635/1979 κ.α.). Επομένως, εν προκειμένω, συντρέχει περίπτωση δύο διατάξεων, με αντίθετο μεταξύ τους περιεχόμενο, οι οποίες ισχύουν παραλλήλως. Στην περίπτωση αυτή των, κατ’ αρχήν, συγκρουομένων μεταξύ τους και συνισχυόντων κανόνων δικαίου, η βούληση του νομοθέτη αναζητείται με βάση το κριτήριο του γενικού προς τον ειδικό κανόνα, υπερισχύοντος του τελευταίου (Σ.Τ.Ε. 1166/1951 Ολομ.). Στην προκειμένη περίπτωση, οι μεν διατάξεις των άρθρων 8 και 28 του ν. 3205/2003, αναφερόμενες στα πάσης φύσεως επιδόματα όλων των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ., των ο.τ.α. και των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι επόπτες δημόσιας υγείας, είναι γενικές, ενώ η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3204/2003, αναφερόμενη αποκλειστικά στο επίδομα ετοιμότητας των εποπτών δημόσιας υγείας είναι ειδική (βλ. Σ.τ.Ε 1166/1951 Ολομ.). Συνεπώς, οι ρυθμίσεις της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3204/2003 δεν εθίγησαν από τις διατάξεις των άρθρων 8 και 28 του ν. 3205/2003, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1.1.2004.
9. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Στις 6.2.2004, διαβιβάσθηκε για υπογραφή στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών σχέδιο κοινής υπουργικής αποφάσεως, υπογεγραμμένο ήδη από τον Υπουργό Υγείας και Προνοίας, με το οποίο καθορίζετο, κατ’ επίκληση της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3204/2003, το ύψος του επιδόματος που χορηγήθηκε, με την ανωτέρω διάταξη, στους επόπτες δημόσιας υγείας, σε ποσοστό 25% επί του βασικού μισθού. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών απηύθηνε, μέσω του Γενικού Λογιστηρίου, στις 21.2.2004, ερώτημα προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους περί του αν η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3204/2003 έχει καταργηθεί με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 28 του ν. 3205/2003, εν’ όψει του γεγονότος ότι και οι δύο νόμοι δημοσιεύθηκαν μεν την ίδια ημέρα, όμως ο ν. 3205/2003 τέθηκε σε ισχύ μεταγενέστερα. Το Β΄ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την υπ’ αρ. 181/22.4.2004 γνωμοδότησή του, αποφάνθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι , εφ’ όσον αμφότεροι οι ανωτέρω νόμοι απέκτησαν τυπική ισχύ την ίδια ημερομηνία, δηλ. στις 23.12.2003, δεν υφίσταται μεταξύ τους σχέση νεωτέρου προς αρχαιότερο, η οποία, περαιτέρω, δεν δύναται να θεμελιωθεί ούτε στο γεγονός ότι η ουσιαστική ισχύς του ν. 3205/2003 είναι μεταγενέστερη αυτής του ν. 3204/2003, και ότι, συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 13 παρ.7 του ν. 3204/2003, ως ειδική, δεν εθίγη από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 8 και 28 του ν. 3205/2003. Με το από 3.9.2004 έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου προς το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης γνωστοποιήθηκε η μη αποδοχή της υπ’ αρ. 181/22.4.2004 γνωμοδοτήσεως του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από του Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Με την από 5.7.2005 εξώδικη αίτησή της προς τα Υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η ήδη αιτούσα ένωση ζήτησε να ενημερωθεί σχετικά με την έκδοση της κοινής αποφάσεως για τη χορήγηση του επιδόματος. Σε απάντηση της αιτήσεως αυτής εκδόθηκαν: 1) Το υπ’ αρ. 2/44737/0022/29.8.2005 έγγραφο που υπογράφεται από τη Διευθύντρια της 22ης Διεύθυνσης Μισθολογίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με το οποίο γνωστοποιείται στην αιτούσα η άρνηση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών να αποδεχθεί την 181/22.4.2004 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και αναφέρεται ότι «κατόπιν των ανωτέρω…η έκδοση της απόφασης παρέλκει», και 2) Το υπ’ αρ. 119258/8.11.2005 έγγραφο του Υφυπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στο οποίο αναφέρεται ότι «το θέμα θα εξεταστεί στα πλαίσια των δυνατοτήτων του Τακτικού Προϋπολογισμού και θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια επίλυσής του μόλις το ύψος των … πιστώσεων το επιτρέψει». Κατά της αρνήσεως των ανωτέρω υπουργών να εκδώσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 13 παρ. 7 του ν. 3204/2003 κοινή απόφαση, η οποία εκδηλώθηκε με τα ανωτέρω έγγραφα, άσκησε η αιτούσα ένωση, στις 11.11.2005, την υπό κρίση αίτηση.
10. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3204/2003 αφ’ ενός μεν επιβάλλει στη Διοίκηση την έκδοση της κοινής υπουργικής αποφάσεως, εφ’ όσον η άρνηση εκδόσεώς της έχει ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή στους επόπτες δημόσιας υγείας του χορηγουμένου ευθέως από το νόμο επιδόματος ετοιμότητας, αφ’ ετέρου δε ουδόλως εθίγη από τις διατάξεις των άρθρων 8 και 28 του ν. 3205/2003. Επομένως, οι προσβαλλόμενες με την υπό κρίση αίτηση αρνήσεις εκδόσεως της κοινής αποφάσεως, τόσον η εκδηλωθείσα με το υπ’ αρ. 2/44737/0022/29.8.2005 έγγραφο που υπογράφεται από τη Διευθύντρια της 22ης Διεύθυνσης Μισθολογίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όσο και η εκδηλωθείσα με το υπ’ αρ. 119258/8.11.2005 έγγραφο του Υφυπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δεν αιτιολογούνται νομίμως, η μεν πρώτη διότι, όπως έγινε δεκτό, το άρθρο 13 παρ. 7 του ν. 3204/2003 δεν καταργήθηκε από τα άρθρα 8 και 28 του ν. 3205/2003, η δε δεύτερη, προεχόντως, διότι, όπως προκύπτει από το σχέδιο της κοινής υπουργικής αποφάσεως, το οποίο ευρίσκεται στο φάκελο που απέστειλε η Διοίκηση προς το Δικαστήριο, και το οποίο, τελικώς, δεν υπεγράφη από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, η δαπάνη που προκαλείται στον Κρατικό Προϋπολογισμό από τη χορήγηση του επιδόματος ετοιμότητας είχε προβλεφθεί στον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Για τους λόγους αυτούς, οι οποίοι προβάλλονται βάσιμα, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η εκδηλωθείσα με τα ανωτέρω έγγραφα άρνηση της Διοικήσεως να εκδώσει την κοινή υπουργική απόφαση καθορισμού του ύψους του επιδόματος ετοιμότητας των εποπτών δημόσιας υγείας, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 13 παρ. 7 του ν. 3204/2003.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως.
Ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να εκδώσει την κοινή υπουργική απόφαση καθορισμού του ύψους του επιδόματος ετοιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 13 παρ. 7 του ν. 3204/2003, η οποία εκδηλώθηκε: α) με το υπ’ αρ. 2/44737/0022/29.8.2005 έγγραφο που υπογράφεται από τη Διευθύντρια της 22ης Διεύθυνσης Μισθολογίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και β) με το υπ’ αρ. 119258/8.11.2005 έγγραφο του Υφυπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, σύμφωνα με το αιτιολογικό,
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου, και
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης ενώσεως, που ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.