Αριθμός 3968/1976
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΕΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκείμενον εκ των μελών αυτού Όθ. Κυριακού, Προέδρου, Αγ. Σταυροπούλου, Δ. Τσιροπινά, Κ. Δάρα, Ηρ. Τσικλητήρα, Π. Μαρκοπούλου, Β. Ρώτη, Γ. Παναγιούλα, Θ. Παπαδάκη, Συμβούλων της Επικρατείας, Σ. Νικολάου και Δ. Μαργαρίτη, Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδριάσαν δημοσία εν τω ακροατηρίω του τη 28η Σεπτεμβρίου 1976, παρόντος και του Γραμματέως του Συμβουλίου Αντ. Τζωρτζάκη, ίνα δικάση:
Α. Επί της από 24ης Μαΐου 1974 αιτήσεως
του Δημητρίου Κων. Κλειδά, αυτοκινητιστού, κατοίκου Καρδαμύλων Χίου, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Β. Μεντζελοπούλου, ον διώρισεν επ’ ακροατηρίου η Μαρία Παπαγεωργίου δυνάμει πληρεξουσίου,
κατά των 1) Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, παραστάντος δια του Γ. Πετρέα, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου, και 2) του Ταμείου Συντάξεων Αυτοκινητιστών, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Π. Καρδαρά, δυνάμει πληρεξουσίου,
περί ακυρώσεως α) της υπ’ αριθμ. ΓΣ/1721/14.5.1974 αποφάσεως του Νομάρχου Χίου και της σιωπηράς απορρίψεως της κατ’ αυτής ασκηθείσης προσφυγής του αιτούντος (κατ’ άρθρ. 8 του Ν. 3200/195) υπό του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, β) της υπ’ αριθμ. 103/25.9.1973 αποφάσεως της παρά τω ΤΣΑ Εκδικαστικής Επιτροπής Εφέσεως και γ) πάσης εμμέσως ή αμέσως συναφούς πράξεως ή παραλέιψεως, και
Β. Επί της από 9ης Ιανουαρίου 1976 αιτήσεως
του Δημητρίου Κων. Κλειδά, αυτοκινητιστού, κατοίκου Καρδαμύλων Χίου, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Β. Μενζελοπούλου, ον διώρισεν επ’ ακροατηρίου η Μαρία Παπαγεωργίου δυνάμει πληρεξουσίου,
κατά των 1) Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, παραστάντος δια του Γ. Πετρέα, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου, και 2) του Ταμείου Συντάξεων Αυτοκινητιστών, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Π. Καρδαρά, δυνάμει πληρεξουσίου,
περί ακυρώσεως της υπ’ αριθ. Δ.19101/2438/26.6.1974 αποφάσεως του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών.
Ακούσαν του Εισηγητού, Συμβούλου της Επικρατείας Β. Ρώτη, αναγνόντος και αναπτύξαντος την έκθεσιν αυτού, καθ’ ην το ιστορικόν της προκειμένης υποθέσεως έχει ως έπεται:
Δια της πρώτης των υπό κρίσιν αιτήσεων ζητείται η ακύρωσις α) της υπ’ αριθμ. 103 της 25.9.1973 αποφάσεως της Εκδικαστικής Επιτροπής Εφέσεων του Ταμείου Συντάξεως Αυτοκινητιστών, περί διαγραφής του αιτούντος εκ του μητρώου ησφαλισμένων δια την χρονικήν περίοδον από 25.7.1966 έως 22.3.1970, διότι ήσκει παραλλήλως προς το επάγγελμα του αυτοκινητιστού, και το επάγγελμα του πλανοδίου οπωρολαχανοπώλου-παντοπώλου, β) της υπ’ αριθμ. ΓΣ 1721 της 14.5.1974 πράξεως του Νομάρχου περί ανακλήσεως της εχούσης χορηγηθή εις τον αιτούντα ως επαγγελματίαν αυτοκινητιστήν, αδείας κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, λόγω της κατά τα ανωτέρω διαγραφής και γ) της σιωπηράς απορρίψεως υπό του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών της κατά της νομαρχιακής πράξεως ασκηθείσης ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 8 του ν.3200 του 1955 υποβληθείσης την 23.5.1974. Δια δε της δευτέρας των υπό κρίσιν αιτήσεων, συνεκδικαστέας μετά της προηγουμένης λόγω συναφείας, ζητείται η ακύρωσις της υπ’ αριθ. Δ.19101/2438 της 26.6.1974 αποφάσεως του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών περί απορρίψεως της ως άνω προσφυγής.
Τα προκύπτοντα ζητήματα ανάγονται εις το παραδεκτόν των υπό κρίσιν αιτήσεων και εις το βάσιμον των προσβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.
Εφ’ ων ο Εισηγητής ανέπτυξε την γνώμην αυτού.
Ακούσαν του πληρεξουσίου του αιτούντος, αναπτύξαντος και προφορικώς του λόγους των υπό κρίσιν αιτήσεως και αιτησαμένου την παραδοχήν αυτών, του πληρεξουσίου του καθ’ ου η αίτησις Ταμείου και του αντιπροσώπου του Υπουργού δηλωσάντων ότι επαφίενται εις την κρίσιν του Συμβουλίου.
Ι δ ό ν τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ ε φ θ έ ν κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή δια της πρώτης των υπό κρίσιν αιτήσεων, δια την οποίαν κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολον, (υπ’ αριθμ. 109667-9.74 γραμμάτια του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών), ζητείται η ακύρωσις α) της υπ’ αριθμ. 103 της 25.9.1973 αποφάσεως της Εκδικαστικής Επιτροπής Εφέσεων του Ταμείου Συντάξεως Αυτοκινητιστών, περί διαγραφής του αιτούντος εκ του μητρώου ησφαλισμένων δια την χρονικήν περίοδον από 25.7.1966 έως 22.3.1970, διότι ήσκει παραλλήλως προς το επάγγελμα του αυτοκινητιστού, και το επάγγελμα του πλανοδίου οπωρολαχανοπώλου-παντοπώλου, β) της υπ’ αριθμ. ΓΣ 1721 της 14.5.1974 πράξεως του Νομάρχου περί ανακλήσεως της εχούσης χορηγηθή εις τον αιτούντα,ως επαγγελματίαν αυτοκινητιστήν, αδείας κυκλοφορίας επιβατηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, λόγω της κατά τα ανωτέρω διαγραφής και γ) της σιωπηράς απορρίψεως υπό του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών της κατά της νομαρχιακής πράξεως ασκηθείσης ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 8 του ν.3200 του 1955 υποβληθείσης την 23.5.1974. Δια δε της δευτέρας των υπό κρίσιν αιτήσεων, δια την οποίαν κατεβλήθησαν ωσαύτως τα νόμιμα τέλη και το παράβολον (υπ’ αριθμ. 2065-7/76 γραμμάτια του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών), συνεκδικαστέας μετά της προηγουμένης λόγω συναφείας, ζητείται η ακύρωσις της υπ’ αριθ. Δ.19101/2438 της 26.6.1974 αποφάσεως του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών περί απορρίψεως της ως άνω προσφυγής.
2. Επειδή, αι υπό κρίσιν αιτήσεις εισάγονται εις την Ολομέλειαν κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1497 του 1976 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος, δια της οποίας παρεπέμφθη λόγω της γενικωτέρας σημασίας αυτού το ζήτημα εάν επί ασκηθείσης, εν συνεχεία της υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής, καθ’ ωρισμένης διοικητικής πράξεως, αιτήσεως ακυρώσεως η τελευταία αύτη δέον να θεωρηθή ως πλήττουσα, καθ’ ερμηνείαν του οικείου δικογράφου, παραδεκτώς εις την τυχόν εκδοθείσαν μέχρι της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ρητήν αρνητικήν πράξιν της διοικήσεως, είτε την σιωπηράν απόρριψιν της ενδικοφανούς προσφυγής, εφ’ όσον μέχρι της συζητήσεως της υποθέσεως ήθελε συμπληρωθή ο χρόνος εντός του οποίου υποχρεούται κατά νόμον να αποφανθή το αρμόδιον όργανον.
3. Επειδή, εν άρθρω 45 παρ. 2 του ν.δ. 170/1973 “περί του Συμβουλίου της Επικρατείας” (ΦΕΚ 229), ορίζεται ότι “η αίτησις ακυρώσεως είναι απαράδεκτος κατά πράξεως καθ’ ης προβλέπεται υπό του νόμου προσφυγή … Εις την περίπτωσιν ταύτην, η αίτησις ακυρώσεως χωρεί μόνον κατά της επί τη προσφυγή ταύτη εκδιδομένης αποφάσεως. Παρερχομένης της τυχόν υπό του νόμου ειδικώς τασσομένης προθεσμίας προς έκδοσιν αποφάσεως επί της ανωτέρω προσφυγής, ή, τοιαύτης προθεσμίας μη τασσομένης, παρερχομένου απράκτου τριμήνου από της υποβολής της προσφυγής, η αίτησις ακυρώσεως ασκείται κατά της δια της παρόδου της προθεσμίας θεωρουμένης ως εκδηλωθείσης σιωπηράς απορρίψεως της προσφυγής ταύτης. Η τυχόν μέχρι της συζητήσεως οποτεδήποτε εκδοθείσα επί της προσφυγής απόφασις, λογίζεται συμπροσβαλλομένη δια της κατά της σιωπηράς απορρίψεως ασκηθείσης αιτήσεως, είναι δε πάντως και αυτοτελώς προσβλητή δι’ αιτήσεως ακυρώσεως”. Εξ άλλου, υπό της παρ. 5 του αυτού άρθρου, προβλεπούσης την δυνατότητα προσβολής επί ακυρώσει και της παραλείψεως της Αρχής να προβή εις οφειλομένην νόμιμον ενέργειαν, ορίζεται ότι θεωρείται αρνουμένη η αρχή την τοιαύτην ενέργειαν μετά την άπρακτον παρέλευσιν της υπό του νόμου τασσομένης τυχόν ιδίας προθεσμίας, άλλως μετά παρέλευσιν τριμήνου από της επιδόσεως της σχετικής αιτήσεως προς την Διοίκησιν … Αίτησις ακυρώσεως, ασκουμένη προ της παρελεύσεως των ανωτέρω προθεσμιών, είναι απαράδεκτος”.
4. Επειδή, η παρατεθείσα διάταξις της παρ. 2 του ως άνω άρθρου ρυθμίζει αυτοτελώς, και ασχέτως προς τα εν παραγρ. 5 του αυτού άρθρου οριζόμενα εν σχέσει προς τους όρους, υπό τους οποίους είναι προσβλητή επί ακυρώσει η παράλειψις διοικητικής Αρχής όπως προβή, το πρώτον, εις οφειλομένην νόμιμον ενέργειαν, την περίπτωσιν κατά την οποίαν προβλέπεται υπό του νόμου η άσκησις ενδικοφανούς προσφυγής κατ’ εκδοθείσης ήδη διοικητικής πράξεως. Κατά την αληθή δε έννοιαν της διατάξεως ταύτης εάν ο βλαπτόμενος εκ πράξεως υποκειμένης εις ενδικοφανή προσφυγήν ασκήσει αρχικώς την προσφυγήν και ακολούθως την αίτησιν ακυρώσεως, η τελευταία, καίπερ ασκουμένη απαραδέκτως κατά της ανωτέρω πράξεως, δέον να θεωρηθή ως πλήττουσα επιπροσθέτως είτε την σιωπηράν απόρριψιν της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν μέχρι της συζητήσεως της υποθέσεως ήθελε συμπληρωθεί ο χρόνος εντός του οποίου υποχρεούται κατά νόμον να αποφανθή το αρμόδιον όργανον, είτε την τυχόν εκοθείσαν μέχρι της συζήτησεως ρητήν αρνητικήν πράξιν της διοικήσεως.
5. Επειδή, επιλυομένου κατά τα ανωτέρω του παραπεμφθέντος ζητήματος, δεόν όπως η υπόθεσις αναπεμφθή εις το Α΄ Τμήμα προς περαιτέρω διάγνωσιν.
Δια ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν δια της υπ’ αριθμ. 1497 του 1976 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος ζήτημα κατά το αιτιολογικόν.
Αναπέμπει την υπόθεσιν εις το Τμήμα τούτο προς διάγνωσιν.
Εκρίθη και απεφασίσθη εν Αθήναις τη 1η Οκτωβρίου 1976, εδημοσιεύθη δ’ αυτόθι τη 9η Νοεμβρίου ιδίου έτους.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματεύς