ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2407/2007
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 2α Μαΐου 2007, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου (εισηγήτρια), Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας και Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ιωάννης Μπαλαφούτης και Αντώνιος Τομαράς και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
Γραμματέας : Δήμητρα Παρασκευοπούλου, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 11 Μαΐου 2003 (αριθμ καταθ. 330/17.5.2005) για αναίρεση της 2093/2004 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του ……….., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Παπουτσιδάκη (Α.Μ. Δ.Σ.Α./3799),
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Ο Δήμος Νέσσωνος Ν. Λαρίσης, που εκπροσωπείται νόμιμα, δεν παραστάθηκε.
Με την 155/2001 απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας καταλογίσθηκε ο ήδη αναιρεσείων, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Κοινότητας Οσσας Ν. Λαρίσης, με το ποσό των 6.210.511 δραχμών και ήδη 18.226 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη χρηματική διαχείριση της ως άνω Κοινότητας κατά τη χρονική περίοδο 1995-1997.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκε καταργημένη η δίκη επί της ασκηθείσας από 12.4.2002 έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης, λόγω κατάθεσης στη Γραμματεία του ανωτέρω Τμήματος των οικείων αποδεικτικών επίδοσης στο Ελληνικό Δημόσιο και στο Δήμο Νέσσωνος Ν. Λαρίσης αντιγράφου του δικογράφου της εφέσεως εκπροθέσμως, ήτοι μετά την πάροδο της τασσόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 51 του π.δ/τος 774/1980 εξάμηνης προθεσμίας από την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο, συμπληρωθείσας προ της 30.6.2003 (άρθρο 58 παρ. 9 ν. 3160/2003, με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 2 του ως άνω άρθρου 51 του π.δ. 774/1980).
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙV Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη αυτής. Και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που πρότεινε την παραδοχή της αίτησης και την αναπομπή της υπόθεσης στο IV Τμήμα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, από τους οποίους η Φλωρεντία Καλδή κατά τη διάσκεψη έχει προαχθεί στο βαθμό του Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκτός από τη Σύμβουλο Ελένη Λυκεσά που απουσίασε λόγω κωλύματος και τη Σύμβουλο Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
I. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 2093/2004 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως αυτή διευκρινίζεται με το από 2.5.2007 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα και για τη συζήτησή της τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία. Συνεπώς, μετά και την καταβολή του νομίμου παραβόλου (με τα ειδικά έντυπα γραμμμάτια του Δημοσίου Σειράς Α΄ 1504210, 881230 και 1894294), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής, παρά την ερημοδικία του Δήμου Νέσσωνος Ν. Λαρίσης, ο οποίος κλητεύθηκε να παραστεί κατά την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. την από 8.3.2007 περί επιδόσεως κλήσεως έκθεση του δημοτικού υπαλλήλου Δ. Νέσσωνος Γεωργίου Β. Νταναβάρα και άρθρα 27, 65 και 117 π.δ/τος 1225/1981).
ΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκε καταργημένη η δίκη στην από 12.4.2002 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 155/2001 απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας Ιωαν. Παπαστεργίου, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Κοινότητας Οσσας Ν. Λαρίσης, το ποσό των 6.210.511 δραχμών και ήδη 18.226 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη χρηματική διαχείριση της ως άνω Κοινότητας κατά τη χρονική περίοδο 1995-1997. Το Τμήμα κατέληξε στην ως άνω κρίση, με την αιτιολογία ότι, αφού τα οικεία αποδεικτικά επίδοσης στο Ελληνικό Δημόσιο και το Δήμο Νέσσωνος Ν. Λαρίσης αντιγράφου του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκαν στη Γραμματεία αυτού στις 4.11.2002, ήτοι μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 51 του π.δ. 774/1980 εξάμηνης προθεσμίας από την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο και η ως άνω παράλειψη εμπρόθεσμης κατάθεσης συντελέστηκε προ της 30.6.2003, ημερομηνίας έναρξης ισχύος της διάταξης της παρ. 9 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003, με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 2 της ως άνω διάταξης του άρθρου 51 του π.δ. 774/1980, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ήδη αναιρεσείων παραιτήθηκε από την ασκηθείσα έφεσή του. Ήδη με την κρινόμενη αίτησή του και το επ’ αυτής υπόμνημα, όπως το περιεχόμενό τους εκτιμάται από το Δικαστήριο, ο αναιρεσείων επιδιώκει την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης προβάλλοντας ως λόγους: α) πλημμελή εφαρμογή του διέποντος την επίδικη υπόθεση άρθρου 51 του π.δ. 774/1980, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι i) συνυπολογίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στην ανωτέρω εξάμηνη προθεσμία ο χρόνος των δικαστικών διακοπών (από 1ης Ιουλίου έως 15η Σεπτεμβρίου), διάστημα για το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, ισχύει και για τον ιδιώτη διάδικο, όπως και για το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α., η αναστολή των δικονομικών προθεσμιών και ii) δεν κατατέθηκε ο φάκελος της υπόθεσης στο αρχείο με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, αλλά η υπόθεση συζητήθηκε στο ακροατήριο και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς αιτιολογίας, καθόσον η πληττόμενη απόφαση δε διέλαβε από ποια στοιχεία του φακέλου προκύπτει το εκπρόθεσμο της κατάθεσης των αποδεικτικών, δεδομένου ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν έχει συνταχθεί από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου επ’ αυτών πράξη καταθέσεως.
III. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 και 20 παρ 1 του Αναθεωρημένου Συντάγματος η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση αυτών από τις δικονομικές διατάξεις, οι οποίες προσδιορίζουν τους όρους άσκησης του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Επομένως, δικονομικές διατάξεις με τις οποίες αναγνωρίζεται ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ ενός διαδίκου, όσον αφορά το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη εκείνης του άλλου διαδίκου, είναι ανίσχυρες διότι αποκλείουν από την εφαρμογή τους τον τελευταίο αυτόν διάδικο. Το Δικαστήριο οφείλει, προκειμένου να άρει τη διαπιστωθείσα αντισυνταγματικότητα να προβεί στην επέκταση της εφαρμογής της ειδικής και ευνοϊκής αυτής ρύθμισης σε όλους τους διαδίκους, χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας στο έργο της νομοθετικής (βλ Αποφ Ολ ΕλΣ 1993/2005, πρβλ. και 1392/1988).
IV. Στη διάταξη του άρθρου 11 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ 139 Α΄), όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «Εις πάσας τας δίκας του Δημοσίου ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών προθεσμία εις βάρος του Δημοσίου … πάσα δε τοιαύτη προθεσμία, αρξάμενη προ των διακοπών … αναστέλλεται κατά την διάρκεια των διακοπών. …». Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 31 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ.774/1980) ορίζεται ότι: «Επί των κατά τας διατάξεις του παρόντος τασσομένων προθεσμιών, δεν εφαρμόζονται αι περί αναστολής των νομίμων προθεσμιών ισχύουσαι εκάστοτε διατάξεις.», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 1225/1981 «κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών αι προθεσμίαι δεν αναστέλλονται.». Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 «Τροποποίηση, αντικατάσταση και συμπλήρωση διατάξεων του ν. 1756/1988 «Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάσταση δικαστικών λειτουργών», τροποποίηση διατάξεων του ν.δ. 3026/1954 «Περί Κώδικος Δικηγόρων» και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι: «Η διάταξη του άρθρου 11 του “Κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου” (ΚΔ της 26.6/10.7.1944) εφαρμόζεται και στις υποθέσεις δικαιοδοσίας … του Ελεγκτικού Συνεδρίου … ως προς όλα τα ασκούμενα από το Δημόσιο ή τη διοικητική αρχή ενώπιόν τους ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα.». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του “Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α΄), ορίζεται ότι: «Οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου.». Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με τη γενική ρύθμιση των άρθρων 31 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) και 45 παρ. 4 του π.δ/τος 1225/1981, οι προβλεπόμενες σχετικά με την άσκηση της έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου, ενώ, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989, οι ίδιες προθεσμίες αναστέλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, όταν η έφεση ασκείται από το Δημόσιο. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου προθεσμία σχετική με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων είναι, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ανίσχυρες, καθόσον αντίκεινται στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τις παρατεθείσες ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Η εν λόγω διάταξη είναι ανίσχυρη, κατά το μέρος που αποκλείει από την εφαρμογή της τους ιδιώτες διαδίκους, οι οποίοι επομένως, δικαιούνται για λόγους ίσης μεταχείρισης προς το Δημόσιο να τύχουν, όπως και αυτό, της ίδιας μεταχείρισης, δηλαδή της αναστολής των προθεσμιών των σχετικών με την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθ΄ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου (βλ ΕΔΔΑ Υπόθ Πλατάκου κατά Ελλάδας, ΕΔΚΑ 2001, σελ 179, Αποφ Ολομ ΑΠ 12/2002, Ολομ ΣτΕ 2808/2002, 1476/2004). Ήδη δημοσιεύθηκε ο ν.3514/2006 «Τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α΄) σχετικά με την αναδιοργάνωση της Επιθεώρησης Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄, 266), με τη διάταξη του άρθρου 12 του οποίου(έναρξη ισχύος 20.12.2006, κατά το άρθρο 14 αυτού) αντικαθίσταται η διάταξη του προμνησθέντος άρθρου 11 του Κώδικα Δικών του Δημοσίου και ορίζεται πλέον, σύμφωνα με τις εκτεθείσες σκέψεις, ότι «Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων…Κάθε προθεσμία, η οποία έχει αρχίσει προ των διακοπών…αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των διακοπών.» (βλ. και Ολ. Ελ. Συν. 447/2007).
V. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η ασκηθείσα κατά της 155/2001 καταλογιστικής απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή Θεσσαλίας έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατατέθηκε στη Γραμματεία του IV Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού στις 12.4.2002. Αντίγραφο αυτής κοινοποιήθηκε στους αντιδίκους του αναιρεσείοντος, δηλαδή στον Υπουργό Οικονομικών (Ελληνικό Δημόσιο) στις 25.4.2002 και στο Δήμο Νέσσωνος Ν. Λαρίσης στις 31.7.2002, τα δε οικεία αποδεικτικά επίδοσης κατατέθηκαν στη Γραμματεία του ως άνω Τμήματος στις 4.11.2002. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες (ΙΙΙ και IV) σκέψεις, για την αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης του ήδη αναιρεσείοντος προς το Ελληνικό Δημόσιο, ισχύει και στην περίπτωση αυτού η αναστολή των προθεσμιών καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, οπότε τα αποδεικτικά επίδοσης του αντιγράφου της ασκηθείσας έφεσης κατατέθηκαν εμπροθέσμως στη Γραμματεία του IV Τμήματος, ήτοι εντός του τασσομένου από τις διατάξεις του άρθρου 51 του π.δ. 774/1980 εξαμήνου, αφού δεν συνυπολογίζεται στο από 12.4.2002 έως 4.11.2002 χρονικό διάστημα η χρονική περίοδος των δικαστικών διακοπών (από 1ης Ιουλίου έως 15η Σεπτεμβρίου). Κατόπιν των ανωτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε τα αντίθετα, εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 51 του π.δ. 774/1980, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο αναιρέσεως και, συνεπώς, πρέπει, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η απόδοση στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981). Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων και λόγω του δυσερμηνεύτου των σχετικών διατάξεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί ενόλω το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 123 π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, σε συνδυασμό με άρθρο 275 παρ. 1 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
VI. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Ολομέλεια κρίνει ότι πρέπει η κρινόμενη υπόθεση να αναπεμφθεί στο αρμόδιο Τμήμα, αφού αυτή χρήζει διερευνήσεως κατά το πραγματικό μέρος (άρθρα 58 παρ. 4 π.δ. 774/1980 και 116 π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην του Δήμου Νέσσωνος Ν. Λάρισας και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται την από 11.5.2003 (αριθ. καταθ. 330/2005) αίτηση του ……… για αναίρεση της 2093/2004 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση.
Αναπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με διαφορετική σύνθεση.
Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως και
Απαλλάσσει ενόλω το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 19 Σεπτεμβρίου 2007.