2440/2007 ΕΣ (ΟΛΟΜ)
(ΕΔΚΑ 2008/907)
Συνταξιοδοτικές υποθέσεις. Επιτρέπεται η επανεξέταση σε πρώτο βαθμό
συνταξιοδοτικής απόφασης που έχει κριθεί οριστικά και τελεσίδικα με πράξη ή
απόφαση του αρμοδίου συνταξιοδοτικού οργάνου, εφόσον επακολούθησε αντίθετη
αμετάκλητη απόφαση του ΕΣ, στα πλαίσια άλλης συνταξιοδοτικής διαφορετικής
διαφοράς, με την οποία ερμηνεύεται και εφαρμόζεται η ίδια διάταξη
διαφορετικά. Τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή αποφάσεων που
εκδίδονται κατά τη διαδικασία αυτή αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της
χρονολογίας έκδοσής τους και δεν επεκτείνονται αναδρομικά σε προγενέστερο
διάστημα, αφού για αυτό δεν γεννάται περιουσιακής φύσεως αξίωση που να
προστατεύεται από την ΕΣΔΑ. Αναπροσαρμογή της σύνταξης δικαστικού λειτουργού
κατά το άρθρο 66 παρ. 6 του συνταξιοδοτικού κώδικα. Συνυπολογισμός στο
συντάξιμο μισθό αυτού της πάγιας αποζημίωσης της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν.
2521/1997. Η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 8 του ΣΚ που αφορά στο χρόνο έναρξης
των οικονομικών αποτελεσμάτων δεν αντίκειται στο σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ή το
πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο αυτής. Τα συνταξιοδοτικά αιτήματα υποβάλλονται κατ`
αρχήν ενώπιον της αρμόδιας διεύθυνσης του ΓΛΚ, οι συνταξιοδοτικές πράξεις της
οποίας προσβάλλονται με ένσταση ενώπιον της ΕΕΠΚΣ μέχρι 4/12/2002 ή με έφεση
ενώπιον του ΕΣ, ενώ από 5/12/2002 μέχρι 4/11/2005 προσβάλλονται μόνο με
ένσταση. Κατά των αποφάσεων επί της ένστασης ασκείται έφεση ενώπιον του ΕΣ. Η
διαδικασία αυτή είναι αποκλειστική. Κανένα διοικητικό όργανο ή δικαστήριο δεν
μπορεί να ελέγχει παρεμπιπτόντως το κύρος των συνταξιοδοτικών αποφάσεων ή
πράξεων. Η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και το ΕΣ όταν εκδικάζει αγωγή
αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη
αν δεν έχει προηγουμένως αναγνωριστεί η παρανομία της πράξης του ΓΛΚ ή της ΕΕΠΚΣ. Απορρίπτεται η αναίρεση.
ΠΡΟΣΟΧΗ : ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 123 ΤΟΥ ΠΔ 1225/81 , ΔΗΛΑΔΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2006 ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ Ο ΚΔΔ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΛΕΟΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΠΙ ΑΓΩΓΗΣ ΤΟ ΕΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ.
Ελ.Σ. 2440/2007 (Ολομέλεια)
Πρόεδρος: ΓΕΩΡΓ. – ΣΤΑΥΡ. ΚΟΥΡΤΗΣ
Εισηγήτρια: ΑΣΗΜΙΝΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΑΙΟΥ
Δικηγόρος: Παν. Λαμπρόπουλος, Π.Ν.Σ.Κ.
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 1465/ 2004 οριστικής αποφάσεως του II
Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως.
Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το
βάσιμο των λόγων αυτής, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου ως
στρεφόμενη κατά αποφάσεως Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδόθηκε σε
συνταξιοδοτική υπόθεση δικαστικού λειτουργού που είχε καταστεί εκκρεμής με
την από 28.3.2002 έφεση δηλ. πριν από τις 7.8.2002 (βλ. άρθρο 88 Συντ/τος και
άρθρο 13 Ν. 3038/2002, ΦΕΚ Α` 180/7.8.2002) και παρά την ερημοδικία του
αναιρεσείοντος, αφού αυτός έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί
κατά τη συζήτηση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την από 22.1.2007
περί επιδόσεως κλήσεως έκθεση του υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Β.Π. και
άρθρα 27, 65 και 117 Π.Δ. 1225/1981).
II. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, ο
αναιρεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης αποφάσεως και την παραδοχή
της εφέσεως του με ακύρωση της εκκληθείσας πράξεως και κατ` επικουρικότητα
την παραδοχή της σωρευόμενης στο αυτό δικόγραφο αποζημιωτικής αγωγής,
προβάλλοντας ως λόγους αναιρέσεως αυτής: α) εσφαλμένη ερμηνεία των διεπουσών
την επίδικη σχέση διατάξεων 1) του άρθρου 66 παρ. 8 του Κώδικα Πολιτικών και
Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000) και μάλιστα κατά παράβαση των άρθρων
17, 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α. καθώς και 2) του άρθρου 105 Εισ.ΝΑ.Κ. και β) παράβαση ουσιώδους
τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς αιτιολογίας.
III. Κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 του Α.Ν. 599/1968, όπως η
δεύτερη τροποποιήθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 18 του Ν. 1489/1984, που
κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 66 παρ. 8 του Π.Δ. 1041/1979 (ήδη ΠΑ 166/ 2000)
“Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων”, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο
έκδοσης της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υποθέσεις για συντάξεις που
κρίθηκαν οριστικά και τελεσίδικα με τη διαδικασία των παραγράφων 1-7 αυτού
του άρθρου μπορούν να επαναφερθούν για εξέταση σε πρώτο βαθμό με αίτηση των
ενδιαφερομένων ή του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής
Πληρωμής Συντάξεων, εφ` όσον αυτοί επικαλούνται αντίθετη απόφαση του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε μετά την χρονολογία έκδοσης της οριστικής
πράξης ή απόφασης, η οποία προσβάλλεται.
Τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται με τη
διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της
χρονολογίας έκδοσης τους.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επιτρέπεται η επανεξέταση σε πρώτο
βαθμό συνταξιοδοτικής υπόθεσης που έχει κριθεί οριστικά και τελεσίδικα με
πράξη ή απόφαση του κατά νόμο αρμόδιου συνταξιοδοτικού οργάνου, εφ` όσον
επακολούθησε της κρίσεως αυτής αντίθετη αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού
Συνεδρίου.
Ως τέτοια θεωρείται η απόφαση εκείνη που εκδίδεται στο πλαίσιο άλλης
συνταξιοδοτικής διαφοράς και με την οποία ερμηνεύεται και εφαρμόζεται
διαφορετικά η διάταξη νόμου, κατ` εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε προηγούμενη
πράξη ή απόφαση, έτσι ώστε να προκύπτει αντίθετο αποτέλεσμα και να επέρχεται
νομολογιακή μεταβολή επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος που αφορά στην
υπόθεση που επαναφέρεται προς νέα κρίση.
Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται η επανάκριση περαιωμένων υποθέσεων για λόγους
επιείκειας, ισότητας και δικαιοσύνης, προκειμένου επί του ιδίου νομικού
ζητήματος να υπάρχει ομοιότητα απαντήσεως και έτσι αναγνωρίζεται στην
επιγενόμενη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την οποία μεταβάλλεται η
νομολογία που αφορά στο νομικό ζήτημα της επαναφερόμενης για εξέταση
υπόθεσης, ένα ευρύτερο λειτουργικό αποτέλεσμα, εφόσον η ύπαρξη της στο νομικό
κόσμο παρέχει στον ενδιαφερόμενο αυτοτελή νομική βάση για την υποβολή
σχετικής αιτήσεως.
Χωρίς τη θέσπιση της εν λόγω ρυθμίσεως δεν θα αναγνωριζόταν αντίστοιχο νομικό
πεδίο ενέργειας για τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος και θα δεσμευόταν είτε από τη
λειτουργία του δεδικασμένου της δικαστικής αποφάσεως που είχε εκδοθεί στη
συνταξιοδοτική υπόθεση του, είτε από την οριστικότητα της οικείας
συνταξιοδοτικής πράξεως, σε περίπτωση περαιώσεως της υποθέσεως του στο
πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.
Περαιτέρω, τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται
κατά την προεκτεθείσα διαδικασία λόγω αλλαγής νομολογίας αρχίζουν από την
πρώτη του μήνα της χρονολογίας εκδόσεως τους και δεν επεκτείνονται
αναδρομικώς σε προγενέστερο διάστημα. Και τούτο, καθόσον μέχρι την
επανεξέταση της οικείας συνταξιοδοτικής υποθέσεως εξακολουθεί για λόγους
ασφάλειας του δικαίου να ισχύει και να παράγει τα έννομα αποτελέσματα της η
προηγούμενη οριστική και απρόσβλητη (δυσμενής για τον ενδιαφερόμενο) πράξη ή
απόφαση, με συνέπεια να μην γεννάται για το προγενέστερο διάστημα
περιουσιακής φύσεως αξίωση που να προστατεύεται από το Σύνταγμα ή το άρθρο 1
του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το
Δικαστήριο δέχθηκε μετ` ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Ο ήδη αναιρεσείων συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός,
τέως Πρόεδρος Εφετών με μισθό Προέδρου Αρείου Πάγου, αποχώρησε από την
υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας στις 30.6.1995 και με την 15339/5.10.1995 πράξη
της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ. του κανονίστηκε σύνταξη, σύμφωνα με τις τότε
ισχύουσες διατάξεις, με βάση το βασικό μηνιαίο μισθό του βαθμού Προέδρου του
Αρείου Πάγου, βάσει του οποίου μισθοδοτείτο κατά την έξοδο του από την
υπηρεσία. Με την 13842/17.8.1999 πράξη της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ., η οποία
κοινοποιήθηκε σ` αυτόν την 15.1.2000, αναπροσαρμόσθηκε (αρθρ. 24 παρ. 3 Ν.
2592/1998) η ως άνω κανονισθείσα σύνταξη του, σύμφωνα με τα μισθολογικά
δεδομένα του Ν. 2521/1997, με βάση το βασικό μηνιαίο μισθό του βαθμού του
Προέδρου Εφετών, με προσαύξηση του βασικού αυτού μισθού κατά τα 60/100 της
διαφοράς του μισθού του κατεχομένου βαθμού και του επομένου βαθμού του
Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και με περαιτέρω προσαύξηση κατά 60% λόγω
επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. Κατ` αυτής της πράξεως αναπροσαρμογής της
συντάξεως του ο αναιρεσείων δεν άσκησε ένσταση ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή έφεση
ενώπιον του αρμόδιου II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με συνέπεια η
περιεχόμενη σ` αυτή κρίση να καταστεί οριστική.
Μετά την έκδοση της 550/2000 αποφάσεως του II Τμήματος, που εκδόθηκε στο
πλαίσιο συνταξιοδοτικής υποθέσεως άλλου συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού
και με την οποία κρίθηκε ότι η “πάγια αποζημίωση” του άρθρου 2 παρ. 6 Ν.
2521/1997 που χορηγείται αποκλειστικώς για την εκ μέρους των δικαστικών
λειτουργών πλήρη και ακριβή εκτέλεση των καθηκόντων τους, συνδέεται με τις
ειδικές συνθήκες άσκησης του λειτουργήματος τους και αποτελεί μέρος των
αποδοχών που καταβάλλονται στο πλαίσιο της επιφυλασσόμενης από το Σύνταγμα
ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης τους, συνυπολογιζόμενη ως εκ τούτου στις
συντάξιμες αποδοχές τους, υπέβαλε (ο αναιρεσείων) προς την 42η Δ/νση του
Γ.Λ.Κ. την από 21.11.2001 αίτηση του, με την οποία επικαλούμενος την ανωτέρω
550/2000 απόφαση του II Τμήματος – εν μέρει αντίθετη ως προς το ζήτημα της
“πάγιας αποζημίωσης” σε σχέση με την προεκδοθείσα 13842/17.8.1999 πράξη
αναπροσαρμογής της συντάξεως του – ζήτησε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8
του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα την αναπροσαρμογή της συντάξεως του
από 1.1.1997 με βάση τις αποδοχές του βασικού μηνιαίου μισθού του βαθμού
Προέδρου Αρείου Πάγου, τις οποίες αυτός λάμβανε κατά την έξοδο του από την
υπηρεσία με συνυπολογισμό σ` αυτό το συντάξιμο μισθό και των δύο επιδομάτων
των παραγράφων 3 και 6 του άρθρου 2 του Ν. 2521/1997.
Το αίτημα του αυτό απορρίφθηκε σιωπηρά από την 42η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ., αφού
παρήλθε τρίμηνο από την υποβολή της αιτήσεως του χωρίς η Διοίκηση να
απαντήσει. Κατά της σιωπηρής αρνητικής πράξης άσκησε την από 28.3.2002 έφεση
του, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και
την εκφερόμενη συνεκδοχικώς κρίση του ότι το αίτημα του εκκαλούντος
(αναιρεσείοντος) θα έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτό από τη Διοίκηση και να
χωρήσει κατ` αντιστοιχία αναπροσαρμογή της συντάξεως του με συνυπολογισμό στο
συντάξιμο μισθό του μόνο της “πάγιας αποζημίωσης” της παρ. 6 του άρθρου 2 του
Ν. 2521/1997, δοθέντος ότι για τα λοιπά αιτήματα του δεν μεταβλήθηκε με την
ανωτέρω απόφαση η νομολογία του Δικαστηρίου και η περιεχόμενη στην πράξη
αναπροσαρμογής της συντάξεως του κρίση επ` αυτών κατέστη οριστική, το II
Τμήμα αποφάνθηκε ακολούθως με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που αποφασίστηκε
την 1.4.2004 και δημοσιεύθηκε στις 24.6.2004, ότι το καταχθέν σε δίκη και
στην παροχή της “πάγιας αποζημίωσης” αναφερόμενο συνταξιοδοτικό αίτημα αυτού,
που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα,
είναι ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο των επαγόμενων οικονομικών του
αποτελεσμάτων νόμω αβάσιμο για το προγενέστερο της 1.1.2003 χρονικό διάστημα,
ενόψει του θεσπιζόμενου με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 66 παρ. 8 εδ.
β` του Σ.Κ. αφετήριου χρόνου επελεύσεως των οικονομικών αποτελεσμάτων της
οικείας κανονιστικής της σύνταξης απόφασης, συμπίπτοντος με την πρώτη του
μήνα έκδοσης της, ενώ κατά το μέρος που αναφέρεται στον εφεξής από 1.1.2003
χρόνο η αντίστοιχη συνταξιοδοτική αξίωση του εκκαλούντος (αναιρεσείοντος)
έχει ικανοποιηθεί πλήρως, αφού με την επακολουθήσασα νομοθετική ρύθμιση της
διατάξεως του άρθρου 10 του Ν. 3075/ 2002 η προαναφερόμενη παροχή της “πάγιας
αποζημίωσης” συμπεριελήφθη, από 1.1.2003, στο συντάξιμο μισθό των δικαστικών
λειτουργών, συνυπολογιζόμενη έκτοτε για τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της
συντάξεως του, γεγονός που συνεπέφερε και την έκλειψη του έννομου συμφέροντος
του ως αναγκαίου στοιχείου του παραδεκτού της έφεσης και με αυτές τις
παραδοχές απέρριψε την ασκηθείσα έφεση.
Ετσι έχοντας κρίνει και αποφασίσει το Τμήμα ορθώς ερμήνευσε την εφαρμοσθείσα
διάταξη του άρθρου 66 παρ. 8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα και περαιτέρω διέλαβε
στην εκφερθείσα κρίση του πλήρεις και μη αντιφατικές αιτιολογίες με την
έκθεση στο αιτιολογικό της αποφάσεως του εκείνων των περιστατικών που είναι
αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την στοιχειοθέτηση της εφαρμοσθείσας
διατάξεως και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όσα δε αντίθετα
υποστηρίζονται δια του σχετικού λόγου αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
V. Ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων παραπονείται για την κρίση
της αναιρεσιβαλλόμενης που αφορά στο οριστικό και τελεσίδικο της
προγενέστερης 13842/17.8.1999 πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξης του,
προβάλλοντας συναφώς ότι η πράξη αυτή δεν του κοινοποιήθηκε νομίμως, ώστε να
λάβει γνώση του περιεχομένου της και να ασκήσει κατ` αυτής τα νόμιμα ένδικα
βοηθήματα, αποβαίνει κατά την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου αλυσιτελής,
προβαλλόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος.
Και τούτο διότι, όπως γίνεται δεκτό από την αναιρεσιβαλλόμενη και προκύπτει
και από την επισκόπηση του δικογράφου της εκδικασθείσας από το II Τμήμα
έφεσης του αναιρεσείοντος, με το δικόγραφο αυτό προσβλήθηκε ενώπιον του
Ελεγκτικού Συνεδρίου αποκλειστικώς και μόνο η σιωπηρή άρνηση του Γ.Λ.Κ. που
εκδηλώθηκε μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή σχετικής αίτησης
του για να επανεξετασθεί η υπόθεση του λόγω αλλαγής νομολογίας, κατ` άρθρο 66
παρ. 8 του Σ.Κ., όχι όμως και η ως άνω πράξη αναπροσαρμογής, περαιτέρω δε το
επικαλούμενο το πρώτον μη οριστικό και μη απρόσβλητο της εν λόγω πράξης
αναπροσαρμογής δεν θα επέτρεπε κατά νόμο την επανεξέταση της προκειμένης
συνταξιοδοτικής υποθέσεως κατά το άρθρο 66 παρ. 8 του Σ.Κ. και έτσι, χωρίς τη
συνδρομή του νόμιμου όρου του απροσβλήτου της εν λόγω πράξεως, η σχετική
αίτηση του αναιρεσείοντος θα καθίστατο απορριπτέα ως μη νόμιμη.
VI. Επίσης, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατά τον οποίο η
διάταξη του άρθρου 66 παρ. 8 εδ. β` του Συνταξιοδοτικού Κώδικα αντιβαίνει
στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 17 καθώς και σε εκείνη
του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. είναι κατά την
ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου αβάσιμος. Ο συνταξιοδοτικός νομοθέτης περιέλαβε
στο συνταξιοδοτικό σύστημα των πολιτικών υπαλλήλων και στρατιωτικών τη
ρύθμιση της επανάκρισης περαιωμένων υποθέσεων κατόπιν αλλαγής της νομολογίας,
για λόγους ισότητας και δικαιοσύνης, προς το σκοπό ομοιόμορφης αντιμετώπισης
του ιδίου νομικού ζητήματος και προκειμένου να ανατραπούν για το μέλλον και
μόνο τα δυσμενή έννομα αποτελέσματα οριστικής και απρόσβλητης συνταξιοδοτικής
πράξης ή απόφασης, η οποία, για λόγους ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου,
εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει τις έννομες συνέπειες της μέχρι την
επανεξέταση της οικείας συνταξιοδοτικής υποθέσεως, με συνέπεια η ως
άνω διάταξη που αφορά στο χρόνο ενάρξεως των οικονομικών αποτελεσμάτων να μην
ελέγχεται, όπως προαναφέρθηκε, ως ασύμβατη με το συνταγματικό καθεστώς ή άλλη
διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος.
VII. Από τις διατάξεις των παρ. 1, 5 και 6 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών
και Στρατιωτικών συντάξεων (Π.Δ. 166/2000) σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 2
παρ. 11α και 18 του Ν.3075/2002 κατά την νομολογία του Δικαστηρίου
αυτού (βλ. Ολ. 377/2006, ένθα και μειοψηφία) συνάγεται ότι τα συνταξιοδοτικά
αιτήματα υποβάλλονται κατ` αρχήν προς κρίση ενώπιον της αρμόδιας Διεύθυνσης
Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., οι συνταξιοδοτικές πράξεις της οποίας προσβάλλονται: α)
μέχρι τις 4.12.2002 είτε με ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων
Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) είτε με έφεση ενώπιον του αρμόδιου Τμήματος
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, β) από 5.12.2002 και εφεξής μέχρι 4.11.2005 (βλ. αρθρ. 3 παρ. 12 Ν. 3408/2005) μόνο με ένσταση ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. Διότι ίσχυε η παρ. 10 του ν…. 10. Στο τέλος του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων
προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:
” 11. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 8 έχουν εφαρμογή και για τα
πρόσωπα της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού.”
11. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών
και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:
” 6. Η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκειται
σε έφεση ενώπιον του οικείου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία
ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέσα σε προθεσμία ενός
(1) έτους από την έκδοσή της, καθώς και από κάθε άλλον που έχει έννομο
συμφέρον, σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίησή της.”
που καταργήθηκε από τον ν.3408/05 αρθ. 3παρ.12)
Κατά των αποφάσεων της τελευταίας μπορεί να ασκηθεί έφεση ενώπιον του
αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η διαδικασία αυτή είναι
αποκλειστική και, όπως ρητά ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 66 του Σ.Κ., η
εξέταση της νομιμότητας των συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων με άλλη
διαδικασία, εκτός από αυτή που διαγράφεται στις ως άνω διατάξεις
απαγορεύεται. Η διάγνωση, δηλαδή, του παρανόμου ή μη συνταξιοδοτικής πράξης
του Γ.Λ.Κ. μπορεί να γίνει από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή το Ελεγκτικό Συνέδριο (κατά
την ανωτέρω χρονική διάκριση), ενώ η νομιμότητα ή μη της απόφασης της
Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ελέγχεται μόνο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποκλειστικά μέσω της
διαδικασίας της έφεσης, όπου το ζήτημα αυτό αποτελεί το αποκλειστικό
αντικείμενο της σχετικής δίκης.
Εξάλλου, κανένα διοικητικό όργανο ή δικαστήριο δεν δικαιούται να προβαίνει σε
παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους των συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων.
Η απαγόρευση αυτή είναι γενική και καταλαμβάνει και το Ελεγκτικό Συνέδριο
όταν δικάζει ασκηθείσα ενώπιον του αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105
Εισ.Ν.Α.Κ., ενώ εξαίρεση στον κανόνα αυτό δεν αποτελεί ούτε η διαδικασία της
έφεσης κατά συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης ενώπιον του οικείου Τμήματος
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός έλεγχος του
κύρους της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης είναι ευθύς και όχι παρεμπίπτων.
Συνεπώς η άσκηση αγωγής ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αντικείμενο την
καταβολή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. λόγω μη νομιμότητας της
οικείας συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γ.Λ.Κ.,
κατά παράκαμψη της διαγραφόμενης στο άρθρο 66 του Σ.Κ. διαδικασίας, δηλαδή
χωρίς προηγουμένως να έχει αναγνωριστεί η επικαλούμενη παρανομία της πράξης
του Γ.Λ.Κ. ή της απόφασης της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. μέσω της διαδικασίας της έφεσης, δεν
είναι επιτρεπτή, με επακόλουθο αυτή (αγωγή) να αποβαίνει απορριπτέα ως
απαράδεκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση το δίκασαν Τμήμα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
του έκρινε ότι η κατ` επικουρικότητα σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης
αποζημιωτική αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος είναι μη νόμιμη, καθόσον η άσκηση
αγωγής ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αντικείμενο την καταβολή
αποζημίωσης κατ` άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., κατά παράκαμψη της προβλεπόμενης στο
άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασίας, χωρίς δηλαδή να έχει
προηγουμένως αναγνωρισθεί η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα μη νομιμότητα
της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή από το Ελεγκτικό
Συνέδριο μέσω της διαδικασίας της έφεσης δεν είναι επιτρεπτή (βλ. 2163/ 2006
όπου και μειοψηφία).
Ετσι κρίνοντας το Τμήμα και συνακόλουθα απορρίπτοντας την αγωγή αποζημίωσης,
ορθώς, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, ερμήνευσε τις ανωτέρω
διατάξεις και τη διάταξη του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και ο περί του εναντίου
λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
VIII. Κατόπιν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως η
κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της τόσο ως προς
τους λόγους της που πλήττουν την απόρριψη της έφεσης όσο και ως προς το λόγο
που πλήττει την απόρριψη της σωρευόμενης αγωγής με βάση το άρθρο 105
Εισ.Ν.Α.Κ. και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου αναιρέσεως που
κατατέθηκε υπέρ του Δημοσίου (αρθρ. 61 παρ. 3 και 117 Π.Δ. 1225/1981).
Ν.Σ.