ΕΣ 55/2008, Ολομ., ΣΥΝΤΑΞΗ- η συνταξιοδοτική έφεση στο ΕΣ πρέπει να ασκηθεί το αργοτερο εντός 1 έτους που αρχίζει απο την 60η ημέρα που αναγράφει το επιδοτήριο.

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 55/2008

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος-Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, και Αντώνιος Τομαράς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής (εισηγητής), Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας και Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Νικόλαος Αγγελάρας και Φλωρεντία Καλδή και οι Σύμβουλοι Σωτηρία Ντούνη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα).

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Γεώργιος Σχοινιωτάκης,

Γραμματέας : Δήμητρα Παρασκευοπούλου, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

Για να δικάσει την από 8 Σεπτεμβρίου 2005 (αριθμ. καταθ. 660/2005) για αναίρεση της 1081/2004 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του …………, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Διονυσίας Κονιτοπούλου (Α.Μ./Δ.Σ.Α….),

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη,

Με την 15397/16-9-19999 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης Κανονισμού Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) κανονίστηκε στο αναιρεσείοντα πολιτικό συνταξιούχο, τέως Εφέτη, που αποχώρησε από την υπηρεσία στις 30-6-1999 λόγω ορίου ηλικίας, μηνιαία σύνταξη, πληρωτέα από 1-10-1999, ίση με τα 816/1000 του μηνιαίου βασικού μισθού του βαθμού του Εφέτη (δρχ.368.200) (άρθρ.1 ν.2521/1997 και 15 παρ.1 ν.2703/1999), προσαυξημένου λόγω μισθολογικής προαγωγής (άρθρ.4 ν.2521/1997) κατά τα 80/100 της διαφοράς μεταξύ του μισθού αυτού και του βασικού μισθού του αμέσως επόμενου βαθμού (Προέδρου Εφετών) με περαιτέρω προσαύξηση του εντεύθεν προκύπτοντος βασικού μισθού (δρχ.410.280) κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας (άρθρ.2 παρ.1 ν.2521/1997).

Με την από 22-1-2002 αίτησή του προς την 42η Δ/νση του Γ.Λ.Κ. ο αναιρεσείων ζήτησε, με επίκληση της 1317/2001 αποφάσεως της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που επέφερε νομολογιακή μεταβολή επί του κρισίμου νομικού ζητήματος, την αναπροσαρμογή της συντάξεώς του με συνυπολογισμό στις ως άνω συντάξιμες αποδοχές του και του εκ δραχμών 300.000 επιδόματος της παραγρ.6 του άρθρου 2 του ν.2521/1997, το οποίο λάμβανε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία.

Το αίτημά του αυτό απορρίφθηκε δια σιωπηράς πράξεως του Διευθυντή της ανωτέρω Δ/νησς του Γ.Λ.Κ. με την πάροδο άπρακτου εύλογου χρόνου που υπερέβη το τρίμηνο από την υποβολή της αιτήσεως.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1081/2004 απόφαση του ΙΙ Τμήματος, που εκδόθηκε σε έφεση του αναιρεσείοντος κατά των ως άνω πράξεων του Διευθυντή της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ., απορρίφθηκε η έφεση καθ’ ολοκληρίαν.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :

Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, η οποία ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναιρέσεως,

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως και,

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε, επίσης, την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, και με την παρουσία της Γραμματέως Ιωάννας Αντωνογιαννάκη.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσεως της 1081/2004 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 873451 και 1006833 Σειράς Α΄ έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά το βάσιμο των λόγων αυτής, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων υπαγομένη στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου.

ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ο αναιρεσείων επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επί τω τέλει παραδοχής της από 18-7-2002 εφέσεώς του και μεταρρυθμίσεως-ακυρώσεως, αντιστοίχως, των εκκληθεισών πράξεων δια της αυξητικής αναπροσαρμογής της συντάξεώς του με συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του του επιδόματος του άρθρου 2 παρ.6 του ν.2521/1997 κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-1999 μέχρι 31-12-2002, προβάλλοντας ως λόγους αναιρέσεως αυτής: α) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την αιτίαση της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου της ασκηθείσας εφέσεως κατά το μέρος προσβολής της πρώτης συνταξιοδοτικής πράξεως και β) εσφαλμένη ερμηνεία, και δη κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, της διέπουσας την επίδικη σχέση διατάξεως του άρθρου 66 παρ.8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα.

ΙΙΙ. Με τη διάταξη της παρ.6 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ.1041/1979 και ήδη 166/2000), όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο εφαρμογής της, ορίζεται ότι η πράξη κανονισμού σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ασκείται είτε από τον Υπουργό Οικονομικών εντός έτους από της εκδόσεως της πράξεως ή αποφάσεως, είτε από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, επίσης εντός έτους από της κοινοποιήσεώς τους σ’ αυτόν. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των εδαφ. 1 και 2 της παραγρ.10 του ίδιου άρθρου, στα οποία κωδικοποιήθηκαν τα άρθρα 12 παρ.1 ν.1813/1988 και 5 παρ.17 ν.2703/1999, ορίζεται ότι οι πράξεις κανονισμού συντάξεως ή αναγνωρίσεως διάρκειας της υπηρεσίας, καθώς και οι αποφάσεις της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 4 του α.ν.599/1968, κοινοποιούνται σε επικυρωμένο αντίγραφο στους ενδιαφερομένους και ότι η κοινοποίηση αυτή θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποιήσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 50 παρ.3 του π.δ/τος 1225/1981 «η εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεσις απορρίπτεται ως απαράδεκτος». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι αφετήριο γεγονός της ετήσιας προθεσμίας προσβολής της πράξεως ή αποφάσεως κανονισμού συντάξεως με το ένδικο μέσο της εφέσεως αποτελεί τη κοινοποίηση της πράξης αυτής, η οποία θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από τη χρονολογία που φέρει όχι η κοινοποιητέα συνταξιοδοτική πράξη ή απόφαση, αλλά το έγγραφο κοινοποιήσεως που πρέπει υποχρεωτικώς κατά νόμο να την συνοδεύει. Συνεπώς, η έφεση κατά της ως άνω πράξεως πρέπει να ασκηθεί το αργότερο εντός δεκατεσσάρων μηνών από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποίησης, διαφορετικά αποβαίνει εκπρόθεσμη και εκ τούτου απαράδεκτη (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. 811/2004).

Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν ΙΙ Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της 15397/16-9-1999, κανονιστικής της συντάξεώς του πράξεως του Διευθυντή της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ. ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της. Στην κρίση του αυτή ήχθη με τις παραδοχές ότι η εν λόγω συνταξιοδοτική πράξη κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν με το 89688/1999/19-10-1999 έγγραφο του Διευθυντή της 45ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ. και η έφεση ασκήθηκε δια καταθέσεως του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18-7-2002, ήτοι μετά την πάροδο έτους από της συντελεσθείσας κοινοποιήσεως σ’ αυτόν της πράξεως, η οποία θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από τη χρονολογία που φέρει το ανωτέρω έγγραφο κοινοποιήσεως, Έτσι που αποφάνθηκε το Τμήμα ορθώς έκρινε και δεν παρεβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας δια της κηρύξεως απαράδεκτης της εφέσεως κατά το κεφάλαιο τούτο, ο δε περί του εναντίου σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙV. Κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 του α.ν. 599/1968, όπως η δεύτερη τροποποιήθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 18 του ν. 1489/1984, που κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 66 παρ. 8 του π.δ/τος 1041/1979 (ήδη π.δ. 166/2000) « Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων», όπως ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υποθέσεις για συντάξεις που κρίθηκαν οριστικά και τελεσίδικα με τη διαδικασία των παραγράφων 1-7 αυτού του άρθρου μπορούν να επαναφερθούν για εξέταση σε πρώτο βαθμό με αίτηση των ενδιαφερομένων ή του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων, εφ΄όσον αυτοί επικαλούνται αντίθετη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε μετά την χρονολογία έκδοσης της οριστικής πράξης ή απόφασης, η οποία προσβάλλεται. Τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσής τους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επιτρέπεται η επανεξέταση σε πρώτο βαθμό συνταξιοδοτικής υπόθεσης που έχει κριθεί οριστικά και τελεσίδικα με πράξη ή απόφαση του κατά νόμο αρμόδιου συνταξιοδοτικού οργάνου, εφ’ όσον επακολούθησε της κρίσεως αυτής αντίθετη αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ως τέτοια θεωρείται η απόφαση εκείνη που εκδίδεται στο πλαίσιο άλλης συνταξιοδοτικής διαφοράς και με την οποία ερμηνεύεται και εφαρμόζεται διαφορετικά η διάταξη νόμου, κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε προηγούμενη πράξη ή απόφαση, έτσι ώστε να προκύπτει αντίθετο αποτέλεσμα και να επέρχεται νομολογιακή μεταβολή επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος που αφορά στην υπόθεση που επαναφέρεται προς νέα κρίση. Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται η επανάκριση περαιωμένων υποθέσεων για λόγους επιείκειας, ισότητας και δικαιοσύνης, προκειμένου επί του ιδίου νομικού ζητήματος να υπάρχει ομοιότητα απαντήσεως και έτσι αναγνωρίζεται στην επιγενόμενη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την οποία μεταβάλλεται η νομολογία που αφορά στο νομικό ζήτημα της επαναφερόμενης για εξέταση υπόθεσης, ένα ευρύτερο λειτουργικό αποτέλεσμα, εφόσον η ύπαρξή της στο νομικό κόσμο παρέχει στον ενδιαφερόμενο αυτοτελή νομική βάση για την υποβολή σχετικής αιτήσεως . Χωρίς τη θέσπιση της εν λόγω ρυθμίσεως δεν θα αναγνωριζόταν αντίστοιχο νομικό πεδίο ενέργειας για τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος και θα δεσμευόταν είτε από τη λειτουργία του δεδικασμένου της δικαστικής αποφάσεως που είχε εκδοθεί στη συνταξιοδοτική υπόθεσή του, είτε από την οριστικότητα της οικείας συνταξιοδοτικής πράξεως, σε περίπτωση περαιώσεως της υποθέσεώς του στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Περαιτέρω, τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται κατά την προεκτεθείσα διαδικασία λόγω αλλαγής νομολογίας αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας εκδόσεώς τους και δεν επεκτείνονται αναδρομικώς σε προγενέστερο διάστημα. Και τούτο, καθόσον μέχρι την επανεξέταση της οικείας συνταξιοδοτικής υποθέσεως εξακολουθεί για λόγους ασφάλειας του δικαίου να ισχύει και να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της η προηγούμενη οριστική και απρόσβλητη (δυσμενής για τον ενδιαφερόμενο) πράξη ή απόφαση, με συνέπεια να μην γεννάται για το προγενέστερο διάστημα περιουσιακής φύσεως αξίωση που να προστατεύεται από το Σύνταγμα ή το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (Ολ.Ελ.Συν.2163/2006,1279/2007).

V. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο δέχθηκε μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι ο ήδη αναιρεσείων συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, πρώην Εφέτης, αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας στις 30.6.1999, έχοντας συνολική συντάξιμη υπηρεσία από έτη 36-04-17 και υπηρεσία για επίδομα χρόνου υπηρεσίας υπέρ τα 29 έτη (33-10-26) και με την 15397/1999 πράξη της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ. του κανονίστηκε, σύμφωνα με τε τα μισθολογικά δεδομένα του ν.2521/1997, μηνιαία σύνταξη, πληρωτέα από 1-10-1999, ίση με τα 816/1000 συντάξιμου μισθού 656.448 δρχ., απαρτιζομένου : α) από το μηνιαίο βασικό μισθό του βαθμού Εφέτη (δρχ.368.200) πρασαυξημένο λόγω μισθολογικής προαγωγής (άρθρ. 4 ν.2521/1997) κατά τα 80/100 της διαφοράς μεταξύ του μισθού αυτού και του βασικού μισθού του αμέσως επόμενου βαθμού (Προέδρου Εφετών) και β) από το επίδομα χρόνου υπηρεσίας (άρθρ.2 παρ.1 ν.2521/1997), που ανέρχεται στο 60% του υπό στοιχείο α΄ βασικού μισθού, ήτοι σε δρχ. 246.168 (410.280Χ60%). Κατ’ αυτής της κανονιστικής συντάξεώς του πράξεως ο αναιρεσείων δεν άσκησε ένσταση ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή έφεση ενώπιον του αρμοδίου ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εντός της τασσόμενης από το νόμο ετήσιας προθεσμίας, με συνέπεια η περιεχόμενη σ’ αυτή κρίση να καταστεί οριστική. Μετά την έκδοση της 1317/2001 αποφάσεως της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε στο πλαίσιο συνταξιοδοτικής υποθέσεως άλλου συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού και με την οποία κρίθηκε ότι η «πάγια αποζημίωση» του άρθρου 2 παρ.6 ν.2521/1997 που χορηγείται αποκλειστικώς για την εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών πλήρη και ακριβή εκτέλεση των καθηκόντων τους, συνδέεται με τις ειδικές συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός τους και αποτελεί μέρος των αποδοχών που καταβάλλονται στο πλαίσιο της επιφυλασσόμενης από το Σύνταγμα ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής τους, συνυπολογιζόμενη ως εκ τούτου στις συντάξιμες αποδοχές τους, υπέβαλε (ο αναιρεσείων) προς την 42η Δ/νση του Γ.Λ.Κ. την από 22-1-2002 αίτησή του, με την οποία επικαλούμενος την ανωτέρω 1317/2001 απόφαση της Ολομέλειας – εν μέρει αντίθετη ως προς το ζήτημα της «πάγιας αποζημίωσης» σε σχέση με την προεκδοθείσα πράξη αναπροσαρμογής της συντάξεώς του – ζήτησε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα να ανακαθορισθεί η σύνταξή του, από το χρόνο έναρξης της καταβολής της (1-10-1999), με συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του και του επιδόματος της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν.2521/1997. Το αίτημά του αυτό απορρίφθηκε δια σιωπηρής αρνητικής πράξεως του Διευθυντή της ως άνω Διεύθυνσης με την πάροδο άπρακτου εύλογου χρόνου που υπερέβη το τρίμηνο από την υποβολή της αιτήσεως, την οποία εξεκάλεσε με την από 18-7-2002 έφεσή του, στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη και ότι υπό τα ανωτέρω δεδομένα και την εκφερόμενη συνεκδοχικώς κρίση του ότι το αίτημα του εκκαλούντος (αναιρεσείοντος) θα έπρεπε να γίνει δεκτό από τη Διοίκηση και να χωρήσει αναπροσαρμογή της συντάξεώς του με συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του της «πάγιας αποζημίωσης» της παρ.6 του άρθρου 2 του ν.2521/1997, το ΙΙ Τμήμα αποφάνθηκε ακολούθως με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που αποφασίστηκε την 19-2-2004 και δημοσιεύθηκε στις 20-5-2004, ότι το καταχθέν σε δίκη και στην παροχή της «πάγιας αποζημίωσης» αναφερόμενο συνταξιοδοτικό αίτημα αυτού, που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 66 παρ.8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, είναι ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο των επαγόμενων οικονομικών του αποτελεσμάτων νόμω αβάσιμο για το προγενέστερο της 1-1-2003 χρονικό διάστημα, ενόψει του θεσπιζόμενου με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 66 παρ.8 εδαφ. β΄ του Σ.Κ αφετήριου χρόνου επελεύσεως των οικονομικών αποτελεσμάτων της οικείας περί αναπροσαρμογής της σύνταξης απόφασης, συμπίπτοντος με την πρώτη του μήνα έκδοσής της, ενώ κατά το μέρος που αναφέρεται στον εφεξής από 1-1-2003 χρόνο η αντίστοιχη συνταξιοδοτική αξίωση του εκκαλούντος έχει ικανοποιηθεί πλήρως, αφού με την επακολουθήσασα νομοθετική ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 10 του ν.3075/2002 η προαναφερόμενη παροχή της «πάγιας αποζημίωσης» συμπεριελήφθη, από 1-1-2003, στο συντάξιμο μισθό των δικαστικών λειτουργών, συνυπολογιζόμενη έκτοτε για τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της συντάξεώς του, γεγονός που συνεπέφερε και την έκλειψη του έννομου συμφέροντός του ως αναγκαίου στοιχείου του παραδεκτού της έφεσης, και με αυτές τις παραδοχές απέρριψε την ασκηθείσα έφεση ως προς την συνεκκληθείσα σιωπηρή αρνητική πράξη. Έτσι έχοντας κρίνει και αποφασίσει το Τμήμα ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 66 παρ.8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται δια του σχετικού λόγου αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατά τον οποίο, ως εκτιμάται, η διάταξη του άρθρου 66 παρ.8 εδαφ.β΄του Συνταξιοδοτικού Κώδικα αντιβαίνει στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 καθώς και σε εκείνη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. είναι αβάσιμος. Ο συνταξιοδοτικός νομοθέτης περιέλαβε στο συνταξιοδοτικό σύστημα των πολιτικών υπαλλήλων και στρατιωτικών τη ρύθμιση της επανάκρισης περαιωμένων υποθέσεων κατόπιν αλλαγής της νομολογίας για λόγους ισότητας και δικαιοσύνης, προς το σκοπό της ομοιόμορφης αντιμετώπισης του ιδίου νομικού ζητήματος και προκειμένου να αποτραπούν για το μέλλον και μόνο τα δυσμενή έννομα αποτελέσματα οριστικής και απρόβλητης συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης, η οποία, για λόγους ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου, εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει τις έννομες συνέπειές της μέχρι την επανεξέταση της οικείας συνταξιοδοτικής υποθέσεως, με συνέπεια η ως άνω διάταξη που αφορά στο χρόνο ενάρξεως των οικονομικών αποτελεσμάτων μα μην ελέγχεται, όπως προαναφέρθηκε, ως ασύμβατος με το συνταγματικό καθεστώς ή άλλη διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος.

VΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκησή της υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 59 π.δ/τος 774/1980, 61 παρ.3 και 117 π.δ/τος 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 8-9-2005 αίτηση αναιρέσεως του ……………. κατά της 1081/2004 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου και,

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 21 Νοεμβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 9 Ιανουαρίου 2008.