ΣτΕ 1826/10, Α τμ., ΣΥΝΤΑΞΗ, Το δικόγραφο του ΙΚΑ υπογράφεται απο τον τον εκπρόσωπο του και όχι απο Δικηγόρο, συνταγματικό το αρθ. 20 ν.3144/03, αναιρεί εφετειακή.

ΣΤΕ

 

1826/2010 ΣΤΕ  
  ΙΚΑ και παραδεκτό προσφυγής. Τα δικόγραφα του Ι.Κ.Α. σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές επιτρέπεται να υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και όχι από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Η σχετική διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Εσφαλμένη η αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεκτή η αναίρεση (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).

  Αριθμός 1826/2010 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος και σε αναπλήρωση του Αναπληρωτή Προέδρου, που είχε κώλυμα, Ε. Δανδουλάκη, Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.

Για να δικάσει την από 10 Ιουλίου 2006 αίτηση: του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με τον Σ. Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του ……………….., κατοίκου Αγ. Αθανασίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Δανδουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται νομίμως χωρίς την καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).

2. Επειδή, ζητείται η αναίρεση της 2592/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 1638/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη προσφυγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 1168/200/30.5.2002 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης περί ασφάλισης του αναιρεσίβλητου στον κλάδο βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.

3. Επειδή, από τα προσκομισθέντα 6282-6283/3.5.2007 αποδεικτικά επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Όλγας Ευγενειάδου προκύπτει ότι αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της από 13.4.2007 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου κοινοποιήθηκαν νομίμως στον αναιρεσίβλητο. Συνεπώς, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως χωρίς την παρουσία του αναιρεσιβλήτου.

4. Επειδή, στην παρ. 5 του άρθρου 45 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται ότι «Τα δικόγραφα και τα υπομνήματα υπογράφονται από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 27, τα δικόγραφα και τα υπομνήματα μπορούν να υπογράφονται, κατά περίπτωση, από τους ίδιους τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους ή τους εκπροσώπους τους». Στο άρθρο 27 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους. 2. Κατ` εξαίρεση, οι ιδιώτες διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποι ή οι εκπρόσωποί τους μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο: α) κατά την εκδίκαση χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, αν πρόκειται δε για φορολογική εν γένει διαφορά που αφορά κύριο και πρόσθετο φόρο, όταν ο κύριος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό, β) κατά την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται κατ` εφαρμογή των νομοθεσιών στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1077 και γ) κατά τη διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 215. 3. Κατά την εκδίκαση των φορολογικών εν γένει διαφορών, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο». Περαιτέρω, στο άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111) ορίζεται ότι «Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 27 και του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 45 του ν. 2717/1999 εφαρμόζονται αναλόγως και στο Ι.Κ.Α., για την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, εφόσον δεν έχει εκδοθεί γι` αυτές αμετάκλητη δικαστική απόφαση». Όπως έχει κριθεί, με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, νόμου που άρχισε να ισχύει από 8.5.2003 (βλ. άρθρο 24), εισάγεται από την ημερομηνία αυτή ρύθμιση, η οποία προβλέπει, ειδικώς για το Ι.Κ.Α., ότι κατά την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 οι εκπρόσωποί του μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Συνεπώς, κατά την παρ. 3 του άρθρου 45 του Κ.Δ.Δ., η οποία εφαρμόζεται αναλόγως στην πιο πάνω περίπτωση, τα δικόγραφα (και τα υπομνήματα) του Ι.Κ.Α. σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές επιτρέπεται να υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και δεν απαιτείται να υπογράφονται υποχρεωτικώς από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Περαιτέρω, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της επίμαχης διάταξης (παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 3144/2003), η διάταξη του προηγούμενου (πρώτου) εδαφίου έχει αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει όλες τις υποθέσεις στις οποίες το Ι.Κ.Α. είχε ασκήσει προσφυγή μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. και έως τις 8.5.2003, εφόσον για τις υποθέσεις αυτές δεν είχε εκδοθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η διάταξη αυτή (του πιο πάνω δεύτερου εδαφίου), ανεξαρτήτως του αν θα ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος κατά το μέρος που καταλαμβάνει και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων ή για τις οποίες υπάρχουν δίκες εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 542/1999 Ολομ.), ως προς τις λοιπές υποθέσεις δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος. Τούτο, διότι με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, που περιέχει πάγια και γενικής εφαρμογής νομοθετική ρύθμιση, μεταβλήθηκε, ειδικώς ως προς το Ι.Κ.Α., το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε για την υπογραφή των δικογράφων σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2000/1992 Ολομ., 4242/1998, 3933/2001). Εξ άλλου, η αναδρομική ισχύς της επίμαχης διάταξης δεν έχει ως συνέπεια να επιλύεται η σχετική διαφορά, και μάλιστα με την έκβαση της δίκης υπέρ του Ι.Κ.Α., στις υποθέσεις που η διάταξη αυτή καταλαμβάνει. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256): «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνονται η αρχή της νομιμότητας και η έννοια της δίκαιης δίκης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), χωρίς να αποκρούει γενικώς τη θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, έχει κρίνει ως αντίθετες με τη διάταξη αυτή νομοθετικές ρυθμίσεις μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ε.Δ.Δ.Α. 9.12.1994 Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Σ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος (σκ. 41 επ.), 22.10.1997 Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος (σκ. 33 επ.), 28.10.1999 Zielinski κ.λπ. κατά Γαλλίας (σκ. 50 επ.), 28.9.2001 Αγούδημος κατά Ελλάδος (σκ. 27 επ.), 11.7.2002 Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά Ελλάδος (σκ. 20 επ.). Βλ. περιπτώσεις συνδρομής επιτακτικών λόγων δημόσιου συμφέροντος Ε.Δ.Δ.Α. 23.10.1997 National and Provincial Building Society κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκ. 94 επ.), 27.8.2004 Ogis-Institut Stanislas κατά Γαλλίας (σκ. 56 επ.)). Υπό τα δεδομένα αυτά, η πιο πάνω διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., γιατί με τη δικονομικού περιεχομένου διάταξη αυτή η έκβαση της δίκης δεν αποβαίνει υπέρ του Ι.Κ.Α. (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. 4.9.2003 Βέλη-Μακρή κατά Ελλάδος, 2.8.2006 Saint-Adam et Millot κατά Γαλλίας (σκ. 24 επ.), 13.9.2006 Vezon κατά Γαλλίας (σκ. 33 επ.)). Αντίθετα, με τη ρύθμιση αυτή θεραπεύεται τυπική δικονομική ακυρότητα που ο ίδιος ο νομοθέτης είχε προηγουμένως εισαγάγει και παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής ακρόασης του Ιδρύματος και κατ` ουσίαν εξέτασης των σχετικών εκκρεμών υποθέσεων. Εξ άλλου, η ρύθμιση που εισάγεται με την πιο πάνω διάταξη και καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από 17.7.1999 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ν. 2717/1999) έως 8.5.2003 (σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη), στοιχεί τόσο με τα ισχύσαντα πριν από τις 17.7.1999 (άρθρο 6 παρ. 6 ν. 1649/1986, Α΄ 149, πρβλ. για το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς Σ.τ.Ε. 4702/1988, 2963/1990), όσο και με τα ισχύοντα μετά τις 8.5.2003 (άρθρο 20 παρ. 3 εδάφιο πρώτο ν. 3144/.2003), δικαιολογείται δε από το ότι τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. είναι κατ` εξοχήν αρμόδια να αποφασίσουν, ιδίως όταν υπάρχει ενδοστρεφής δίκη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, για το αν και με ποιο τρόπο θα προασπίσουν τα συμφέροντα του Ιδρύματος και εντεύθεν του συνόλου των ασφαλισμένων του με την άσκηση των κατάλληλων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων (ΣτΕ 2993-4/07 7μ., 3198/2007, 646/2008).

5. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η πρωτόδικη απόφαση ορθώς έκρινε ότι το δικόγραφο της από 9.7.2002 (αρ. καταθ. 779/18.7.2002) προσφυγής του αναιρεσείοντος είναι άκυρο, γιατί υπογράφεται από τη Διευθύντρια του Τοπικού Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης, ενόψει των προβλεπομένων στις διατάξεις των άρθρων 27, 45 παρ. 5 και 46 του ΚΔΔ. Περαιτέρω, δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, με την οποία προβλέπεται η αναδρομική εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου και επί των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, με την προϋπόθεση ότι «δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση», έχει δύο ουσιαστικά αποτελέσματα: α) ότι το δικόγραφο της προσφυγής του Ι.Κ.Α. καθίσταται εξ υπαρχής έγκυρο, οπότε η διαφορά εξετάζεται το πρώτον κατ` ουσίαν από το σε δεύτερο βαθμό δικάζον δικαστήριο, δηλαδή το Ι.Κ.Α. από ηττηθείς πρωτοδίκως διάδικος καθίσταται μη ηττηθείς, εξισούμενος δικονομικά με τον νικήσαντα ασφαλισμένο και β) σε περίπτωση κατ` ουσίαν αποδοχής της προσφυγής του Ι.Κ.Α. από το σε δεύτερο βαθμό δικάζον δικαστήριο, ο εφεσίβλητος ασφαλισμένος έχει ως μόνη δικαστική προστασία την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ. Τα ουσιαστικά όμως αποτελέσματα της επίμαχης ρύθμισης έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), ειδικότερη έκφραση της οποίας είναι η δικονομική ισότητα των διαδίκων, με την οποία επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη η όμοια ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, προσώπων, κ.λπ. και η διαφορετική ρύθμιση ανομοίων περιπτώσεων. Ειδικότερα, η κατ` ουσίαν έρευνα της προσφυγής του Ι.Κ.Α., στην οποία απέβλεψε η αναδρομική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, πραγματοποιείται πλέον από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με συνέπεια την αύξηση της δαπάνης διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα σε βάρος των ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α., οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των αντιδίκων του και σύμφωνα με τα αντικειμενικώς γνωστά και γενικώς αποδεκτά, εντάσσονται στις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, έχουν δε εύλογο συμφέρον να υπερασπισθούν και αυτοί τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα με το κατά το δυνατόν μικρότερο κόστος ενώπιον πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο όμως θίγεται με την επίμαχη ρύθμιση, με την οποία η ασφαλιστική διαφορά μεταφέρεται σε ανώτερο δικαστήριο και μάλιστα χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, αλλά αποκλειστικώς του αναιρεσείοντος Ιδρύματος. Επιπροσθέτως, δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εάν τελικά η οικονομική αδυναμία του φορολογούμενου να καταβάλει το αναλογικό παράβολο εφέσεως του Κ.Δ.Δ. θίγει, όπως γίνεται δεκτό (ΣτΕ Ολομ. 647/2004), το κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα δικαστικής προστασίας του φορολογουμένου, με τη ρύθμιση του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 θίγεται εξ ίσου το ίδιο συνταγματικό δικαίωμα των αντιδίκων του Ι.Κ.Α., κατά κανόνα οικονομικά ασθενών ασφαλισμένων αυτού, οι οποίοι υποχρεούνται με μεγαλύτερο οικονομικό κόστος, στο οποίο λόγω της οικονομικής τους καταστάσεως πιθανόν να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν, να αντιμετωπίσουν σε δεύτερο βαθμό κατ` ουσίαν την προσφυγή του Ι.Κ.Α., εξ αιτίας της ακυρότητας του δικογράφου της οποίας το μεν Ι.Κ.Α. ηττήθηκε, οι δε ασφαλισμένοι του στερήθηκαν ανυπαιτίως την ουσιαστική έρευνα της υποθέσεώς τους από πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η ρύθμιση του ν. 3144/2003 δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

6. Επειδή, σύμφωνα με τα διαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, η πιο πάνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, ο οποίος βάσιμα προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί στο δικάσαν διοικητικό εφετείο για νέα κρίση.

7. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι ο αναιρεσίβλητος πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ιδρύματος.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Αναιρεί την 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το σκεπτικό και

Απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο από τη δικαστική δαπάνη του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2010.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Γ. Παπαμεντζελόπουλος Μ. Βλασερού

Ν.Σ.

 Μέγεθος Γραμμάτων     
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

1826/2010 ΣΤΕ ( 542550)
 
 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΙΚΑ και παραδεκτό προσφυγής. Τα δικόγραφα του Ι.Κ.Α. σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές επιτρέπεται να υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και όχι από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Η σχετική διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Εσφαλμένη η αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεκτή η αναίρεση (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).

  Αριθμός 1826/2010 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος και σε αναπλήρωση του Αναπληρωτή Προέδρου, που είχε κώλυμα, Ε. Δανδουλάκη, Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.

Για να δικάσει την από 10 Ιουλίου 2006 αίτηση: του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με τον Σ. Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του ……………….., κατοίκου Αγ. Αθανασίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Δανδουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται νομίμως χωρίς την καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).

2. Επειδή, ζητείται η αναίρεση της 2592/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 1638/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη προσφυγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 1168/200/30.5.2002 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης περί ασφάλισης του αναιρεσίβλητου στον κλάδο βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.

3. Επειδή, από τα προσκομισθέντα 6282-6283/3.5.2007 αποδεικτικά επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Όλγας Ευγενειάδου προκύπτει ότι αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της από 13.4.2007 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου κοινοποιήθηκαν νομίμως στον αναιρεσίβλητο. Συνεπώς, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως χωρίς την παρουσία του αναιρεσιβλήτου.

4. Επειδή, στην παρ. 5 του άρθρου 45 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται ότι «Τα δικόγραφα και τα υπομνήματα υπογράφονται από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 27, τα δικόγραφα και τα υπομνήματα μπορούν να υπογράφονται, κατά περίπτωση, από τους ίδιους τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους ή τους εκπροσώπους τους». Στο άρθρο 27 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους. 2. Κατ` εξαίρεση, οι ιδιώτες διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποι ή οι εκπρόσωποί τους μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο: α) κατά την εκδίκαση χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, αν πρόκειται δε για φορολογική εν γένει διαφορά που αφορά κύριο και πρόσθετο φόρο, όταν ο κύριος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό, β) κατά την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται κατ` εφαρμογή των νομοθεσιών στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1077 και γ) κατά τη διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 215. 3. Κατά την εκδίκαση των φορολογικών εν γένει διαφορών, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο». Περαιτέρω, στο άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111) ορίζεται ότι «Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 27 και του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 45 του ν. 2717/1999 εφαρμόζονται αναλόγως και στο Ι.Κ.Α., για την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, εφόσον δεν έχει εκδοθεί γι` αυτές αμετάκλητη δικαστική απόφαση». Όπως έχει κριθεί, με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, νόμου που άρχισε να ισχύει από 8.5.2003 (βλ. άρθρο 24), εισάγεται από την ημερομηνία αυτή ρύθμιση, η οποία προβλέπει, ειδικώς για το Ι.Κ.Α., ότι κατά την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 οι εκπρόσωποί του μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Συνεπώς, κατά την παρ. 3 του άρθρου 45 του Κ.Δ.Δ., η οποία εφαρμόζεται αναλόγως στην πιο πάνω περίπτωση, τα δικόγραφα (και τα υπομνήματα) του Ι.Κ.Α. σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές επιτρέπεται να υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και δεν απαιτείται να υπογράφονται υποχρεωτικώς από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Περαιτέρω, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της επίμαχης διάταξης (παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 3144/2003), η διάταξη του προηγούμενου (πρώτου) εδαφίου έχει αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει όλες τις υποθέσεις στις οποίες το Ι.Κ.Α. είχε ασκήσει προσφυγή μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. και έως τις 8.5.2003, εφόσον για τις υποθέσεις αυτές δεν είχε εκδοθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η διάταξη αυτή (του πιο πάνω δεύτερου εδαφίου), ανεξαρτήτως του αν θα ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος κατά το μέρος που καταλαμβάνει και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων ή για τις οποίες υπάρχουν δίκες εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 542/1999 Ολομ.), ως προς τις λοιπές υποθέσεις δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος. Τούτο, διότι με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, που περιέχει πάγια και γενικής εφαρμογής νομοθετική ρύθμιση, μεταβλήθηκε, ειδικώς ως προς το Ι.Κ.Α., το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε για την υπογραφή των δικογράφων σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2000/1992 Ολομ., 4242/1998, 3933/2001). Εξ άλλου, η αναδρομική ισχύς της επίμαχης διάταξης δεν έχει ως συνέπεια να επιλύεται η σχετική διαφορά, και μάλιστα με την έκβαση της δίκης υπέρ του Ι.Κ.Α., στις υποθέσεις που η διάταξη αυτή καταλαμβάνει. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256): «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνονται η αρχή της νομιμότητας και η έννοια της δίκαιης δίκης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), χωρίς να αποκρούει γενικώς τη θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, έχει κρίνει ως αντίθετες με τη διάταξη αυτή νομοθετικές ρυθμίσεις μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ε.Δ.Δ.Α. 9.12.1994 Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Σ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος (σκ. 41 επ.), 22.10.1997 Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος (σκ. 33 επ.), 28.10.1999 Zielinski κ.λπ. κατά Γαλλίας (σκ. 50 επ.), 28.9.2001 Αγούδημος κατά Ελλάδος (σκ. 27 επ.), 11.7.2002 Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά Ελλάδος (σκ. 20 επ.). Βλ. περιπτώσεις συνδρομής επιτακτικών λόγων δημόσιου συμφέροντος Ε.Δ.Δ.Α. 23.10.1997 National and Provincial Building Society κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκ. 94 επ.), 27.8.2004 Ogis-Institut Stanislas κατά Γαλλίας (σκ. 56 επ.)). Υπό τα δεδομένα αυτά, η πιο πάνω διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., γιατί με τη δικονομικού περιεχομένου διάταξη αυτή η έκβαση της δίκης δεν αποβαίνει υπέρ του Ι.Κ.Α. (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. 4.9.2003 Βέλη-Μακρή κατά Ελλάδος, 2.8.2006 Saint-Adam et Millot κατά Γαλλίας (σκ. 24 επ.), 13.9.2006 Vezon κατά Γαλλίας (σκ. 33 επ.)). Αντίθετα, με τη ρύθμιση αυτή θεραπεύεται τυπική δικονομική ακυρότητα που ο ίδιος ο νομοθέτης είχε προηγουμένως εισαγάγει και παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής ακρόασης του Ιδρύματος και κατ` ουσίαν εξέτασης των σχετικών εκκρεμών υποθέσεων. Εξ άλλου, η ρύθμιση που εισάγεται με την πιο πάνω διάταξη και καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από 17.7.1999 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ν. 2717/1999) έως 8.5.2003 (σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη), στοιχεί τόσο με τα ισχύσαντα πριν από τις 17.7.1999 (άρθρο 6 παρ. 6 ν. 1649/1986, Α΄ 149, πρβλ. για το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς Σ.τ.Ε. 4702/1988, 2963/1990), όσο και με τα ισχύοντα μετά τις 8.5.2003 (άρθρο 20 παρ. 3 εδάφιο πρώτο ν. 3144/.2003), δικαιολογείται δε από το ότι τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. είναι κατ` εξοχήν αρμόδια να αποφασίσουν, ιδίως όταν υπάρχει ενδοστρεφής δίκη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, για το αν και με ποιο τρόπο θα προασπίσουν τα συμφέροντα του Ιδρύματος και εντεύθεν του συνόλου των ασφαλισμένων του με την άσκηση των κατάλληλων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων (ΣτΕ 2993-4/07 7μ., 3198/2007, 646/2008).

5. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η πρωτόδικη απόφαση ορθώς έκρινε ότι το δικόγραφο της από 9.7.2002 (αρ. καταθ. 779/18.7.2002) προσφυγής του αναιρεσείοντος είναι άκυρο, γιατί υπογράφεται από τη Διευθύντρια του Τοπικού Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης, ενόψει των προβλεπομένων στις διατάξεις των άρθρων 27, 45 παρ. 5 και 46 του ΚΔΔ. Περαιτέρω, δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, με την οποία προβλέπεται η αναδρομική εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου και επί των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, με την προϋπόθεση ότι «δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση», έχει δύο ουσιαστικά αποτελέσματα: α) ότι το δικόγραφο της προσφυγής του Ι.Κ.Α. καθίσταται εξ υπαρχής έγκυρο, οπότε η διαφορά εξετάζεται το πρώτον κατ` ουσίαν από το σε δεύτερο βαθμό δικάζον δικαστήριο, δηλαδή το Ι.Κ.Α. από ηττηθείς πρωτοδίκως διάδικος καθίσταται μη ηττηθείς, εξισούμενος δικονομικά με τον νικήσαντα ασφαλισμένο και β) σε περίπτωση κατ` ουσίαν αποδοχής της προσφυγής του Ι.Κ.Α. από το σε δεύτερο βαθμό δικάζον δικαστήριο, ο εφεσίβλητος ασφαλισμένος έχει ως μόνη δικαστική προστασία την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ. Τα ουσιαστικά όμως αποτελέσματα της επίμαχης ρύθμισης έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), ειδικότερη έκφραση της οποίας είναι η δικονομική ισότητα των διαδίκων, με την οποία επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη η όμοια ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, προσώπων, κ.λπ. και η διαφορετική ρύθμιση ανομοίων περιπτώσεων. Ειδικότερα, η κατ` ουσίαν έρευνα της προσφυγής του Ι.Κ.Α., στην οποία απέβλεψε η αναδρομική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, πραγματοποιείται πλέον από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με συνέπεια την αύξηση της δαπάνης διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα σε βάρος των ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α., οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των αντιδίκων του και σύμφωνα με τα αντικειμενικώς γνωστά και γενικώς αποδεκτά, εντάσσονται στις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, έχουν δε εύλογο συμφέρον να υπερασπισθούν και αυτοί τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα με το κατά το δυνατόν μικρότερο κόστος ενώπιον πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο όμως θίγεται με την επίμαχη ρύθμιση, με την οποία η ασφαλιστική διαφορά μεταφέρεται σε ανώτερο δικαστήριο και μάλιστα χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, αλλά αποκλειστικώς του αναιρεσείοντος Ιδρύματος. Επιπροσθέτως, δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εάν τελικά η οικονομική αδυναμία του φορολογούμενου να καταβάλει το αναλογικό παράβολο εφέσεως του Κ.Δ.Δ. θίγει, όπως γίνεται δεκτό (ΣτΕ Ολομ. 647/2004), το κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα δικαστικής προστασίας του φορολογουμένου, με τη ρύθμιση του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 θίγεται εξ ίσου το ίδιο συνταγματικό δικαίωμα των αντιδίκων του Ι.Κ.Α., κατά κανόνα οικονομικά ασθενών ασφαλισμένων αυτού, οι οποίοι υποχρεούνται με μεγαλύτερο οικονομικό κόστος, στο οποίο λόγω της οικονομικής τους καταστάσεως πιθανόν να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν, να αντιμετωπίσουν σε δεύτερο βαθμό κατ` ουσίαν την προσφυγή του Ι.Κ.Α., εξ αιτίας της ακυρότητας του δικογράφου της οποίας το μεν Ι.Κ.Α. ηττήθηκε, οι δε ασφαλισμένοι του στερήθηκαν ανυπαιτίως την ουσιαστική έρευνα της υποθέσεώς τους από πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η ρύθμιση του ν. 3144/2003 δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

6. Επειδή, σύμφωνα με τα διαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, η πιο πάνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, ο οποίος βάσιμα προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί στο δικάσαν διοικητικό εφετείο για νέα κρίση.

7. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι ο αναιρεσίβλητος πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ιδρύματος.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Αναιρεί την 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το σκεπτικό και

Απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο από τη δικαστική δαπάνη του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2010.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Γ. Παπαμεντζελόπουλος Μ. Βλασερού

Ν.Σ.

1826/2010 ΣΤΕ 
 
ΙΚΑ και παραδεκτό προσφυγής. Τα δικόγραφα του Ι.Κ.Α. σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές επιτρέπεται να υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και όχι από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Η σχετική διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Εσφαλμένη η αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεκτή η αναίρεση (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).

  
Αριθμός 1826/2010 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος και σε αναπλήρωση του Αναπληρωτή Προέδρου, που είχε κώλυμα, Ε. Δανδουλάκη, Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.

Για να δικάσει την από 10 Ιουλίου 2006 αίτηση: του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με τον Σ. Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του ……………….., κατοίκου Αγ. Αθανασίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Δανδουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται νομίμως χωρίς την καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).

2. Επειδή, ζητείται η αναίρεση της 2592/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 1638/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη προσφυγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 1168/200/30.5.2002 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης περί ασφάλισης του αναιρεσίβλητου στον κλάδο βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.

3. Επειδή, από τα προσκομισθέντα 6282-6283/3.5.2007 αποδεικτικά επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Όλγας Ευγενειάδου προκύπτει ότι αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της από 13.4.2007 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου κοινοποιήθηκαν νομίμως στον αναιρεσίβλητο. Συνεπώς, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως χωρίς την παρουσία του αναιρεσιβλήτου.

4. Επειδή, στην παρ. 5 του άρθρου 45 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται ότι «Τα δικόγραφα και τα υπομνήματα υπογράφονται από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 27, τα δικόγραφα και τα υπομνήματα μπορούν να υπογράφονται, κατά περίπτωση, από τους ίδιους τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους ή τους εκπροσώπους τους». Στο άρθρο 27 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους. 2. Κατ` εξαίρεση, οι ιδιώτες διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποι ή οι εκπρόσωποί τους μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο: α) κατά την εκδίκαση χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, αν πρόκειται δε για φορολογική εν γένει διαφορά που αφορά κύριο και πρόσθετο φόρο, όταν ο κύριος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό, β) κατά την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται κατ` εφαρμογή των νομοθεσιών στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1077 και γ) κατά τη διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 215. 3. Κατά την εκδίκαση των φορολογικών εν γένει διαφορών, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο». Περαιτέρω, στο άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111) ορίζεται ότι «Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 27 και του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 45 του ν. 2717/1999 εφαρμόζονται αναλόγως και στο Ι.Κ.Α., για την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, εφόσον δεν έχει εκδοθεί γι` αυτές αμετάκλητη δικαστική απόφαση». Όπως έχει κριθεί, με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, νόμου που άρχισε να ισχύει από 8.5.2003 (βλ. άρθρο 24), εισάγεται από την ημερομηνία αυτή ρύθμιση, η οποία προβλέπει, ειδικώς για το Ι.Κ.Α., ότι κατά την εκδίκαση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 οι εκπρόσωποί του μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Συνεπώς, κατά την παρ. 3 του άρθρου 45 του Κ.Δ.Δ., η οποία εφαρμόζεται αναλόγως στην πιο πάνω περίπτωση, τα δικόγραφα (και τα υπομνήματα) του Ι.Κ.Α. σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές επιτρέπεται να υπογράφονται από τον εκπρόσωπό του και δεν απαιτείται να υπογράφονται υποχρεωτικώς από τους δικαστικούς πληρεξουσίους του. Περαιτέρω, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της επίμαχης διάταξης (παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 3144/2003), η διάταξη του προηγούμενου (πρώτου) εδαφίου έχει αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει όλες τις υποθέσεις στις οποίες το Ι.Κ.Α. είχε ασκήσει προσφυγή μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. και έως τις 8.5.2003, εφόσον για τις υποθέσεις αυτές δεν είχε εκδοθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η διάταξη αυτή (του πιο πάνω δεύτερου εδαφίου), ανεξαρτήτως του αν θα ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος κατά το μέρος που καταλαμβάνει και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων ή για τις οποίες υπάρχουν δίκες εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 542/1999 Ολομ.), ως προς τις λοιπές υποθέσεις δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος. Τούτο, διότι με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, που περιέχει πάγια και γενικής εφαρμογής νομοθετική ρύθμιση, μεταβλήθηκε, ειδικώς ως προς το Ι.Κ.Α., το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε για την υπογραφή των δικογράφων σε κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2000/1992 Ολομ., 4242/1998, 3933/2001). Εξ άλλου, η αναδρομική ισχύς της επίμαχης διάταξης δεν έχει ως συνέπεια να επιλύεται η σχετική διαφορά, και μάλιστα με την έκβαση της δίκης υπέρ του Ι.Κ.Α., στις υποθέσεις που η διάταξη αυτή καταλαμβάνει. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256): «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνονται η αρχή της νομιμότητας και η έννοια της δίκαιης δίκης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), χωρίς να αποκρούει γενικώς τη θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, έχει κρίνει ως αντίθετες με τη διάταξη αυτή νομοθετικές ρυθμίσεις μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ε.Δ.Δ.Α. 9.12.1994 Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Σ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος (σκ. 41 επ.), 22.10.1997 Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος (σκ. 33 επ.), 28.10.1999 Zielinski κ.λπ. κατά Γαλλίας (σκ. 50 επ.), 28.9.2001 Αγούδημος κατά Ελλάδος (σκ. 27 επ.), 11.7.2002 Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά Ελλάδος (σκ. 20 επ.). Βλ. περιπτώσεις συνδρομής επιτακτικών λόγων δημόσιου συμφέροντος Ε.Δ.Δ.Α. 23.10.1997 National and Provincial Building Society κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκ. 94 επ.), 27.8.2004 Ogis-Institut Stanislas κατά Γαλλίας (σκ. 56 επ.)). Υπό τα δεδομένα αυτά, η πιο πάνω διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., γιατί με τη δικονομικού περιεχομένου διάταξη αυτή η έκβαση της δίκης δεν αποβαίνει υπέρ του Ι.Κ.Α. (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. 4.9.2003 Βέλη-Μακρή κατά Ελλάδος, 2.8.2006 Saint-Adam et Millot κατά Γαλλίας (σκ. 24 επ.), 13.9.2006 Vezon κατά Γαλλίας (σκ. 33 επ.)). Αντίθετα, με τη ρύθμιση αυτή θεραπεύεται τυπική δικονομική ακυρότητα που ο ίδιος ο νομοθέτης είχε προηγουμένως εισαγάγει και παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής ακρόασης του Ιδρύματος και κατ` ουσίαν εξέτασης των σχετικών εκκρεμών υποθέσεων. Εξ άλλου, η ρύθμιση που εισάγεται με την πιο πάνω διάταξη και καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από 17.7.1999 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ν. 2717/1999) έως 8.5.2003 (σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη), στοιχεί τόσο με τα ισχύσαντα πριν από τις 17.7.1999 (άρθρο 6 παρ. 6 ν. 1649/1986, Α΄ 149, πρβλ. για το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς Σ.τ.Ε. 4702/1988, 2963/1990), όσο και με τα ισχύοντα μετά τις 8.5.2003 (άρθρο 20 παρ. 3 εδάφιο πρώτο ν. 3144/.2003), δικαιολογείται δε από το ότι τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. είναι κατ` εξοχήν αρμόδια να αποφασίσουν, ιδίως όταν υπάρχει ενδοστρεφής δίκη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, για το αν και με ποιο τρόπο θα προασπίσουν τα συμφέροντα του Ιδρύματος και εντεύθεν του συνόλου των ασφαλισμένων του με την άσκηση των κατάλληλων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων (ΣτΕ 2993-4/07 7μ., 3198/2007, 646/2008).

5. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η πρωτόδικη απόφαση ορθώς έκρινε ότι το δικόγραφο της από 9.7.2002 (αρ. καταθ. 779/18.7.2002) προσφυγής του αναιρεσείοντος είναι άκυρο, γιατί υπογράφεται από τη Διευθύντρια του Τοπικού Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Ιωνίας Θεσσαλονίκης, ενόψει των προβλεπομένων στις διατάξεις των άρθρων 27, 45 παρ. 5 και 46 του ΚΔΔ. Περαιτέρω, δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, με την οποία προβλέπεται η αναδρομική εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου και επί των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, με την προϋπόθεση ότι «δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση», έχει δύο ουσιαστικά αποτελέσματα: α) ότι το δικόγραφο της προσφυγής του Ι.Κ.Α. καθίσταται εξ υπαρχής έγκυρο, οπότε η διαφορά εξετάζεται το πρώτον κατ` ουσίαν από το σε δεύτερο βαθμό δικάζον δικαστήριο, δηλαδή το Ι.Κ.Α. από ηττηθείς πρωτοδίκως διάδικος καθίσταται μη ηττηθείς, εξισούμενος δικονομικά με τον νικήσαντα ασφαλισμένο και β) σε περίπτωση κατ` ουσίαν αποδοχής της προσφυγής του Ι.Κ.Α. από το σε δεύτερο βαθμό δικάζον δικαστήριο, ο εφεσίβλητος ασφαλισμένος έχει ως μόνη δικαστική προστασία την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ. Τα ουσιαστικά όμως αποτελέσματα της επίμαχης ρύθμισης έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), ειδικότερη έκφραση της οποίας είναι η δικονομική ισότητα των διαδίκων, με την οποία επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη η όμοια ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, προσώπων, κ.λπ. και η διαφορετική ρύθμιση ανομοίων περιπτώσεων. Ειδικότερα, η κατ` ουσίαν έρευνα της προσφυγής του Ι.Κ.Α., στην οποία απέβλεψε η αναδρομική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, πραγματοποιείται πλέον από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με συνέπεια την αύξηση της δαπάνης διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα σε βάρος των ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α., οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των αντιδίκων του και σύμφωνα με τα αντικειμενικώς γνωστά και γενικώς αποδεκτά, εντάσσονται στις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, έχουν δε εύλογο συμφέρον να υπερασπισθούν και αυτοί τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα με το κατά το δυνατόν μικρότερο κόστος ενώπιον πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο όμως θίγεται με την επίμαχη ρύθμιση, με την οποία η ασφαλιστική διαφορά μεταφέρεται σε ανώτερο δικαστήριο και μάλιστα χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, αλλά αποκλειστικώς του αναιρεσείοντος Ιδρύματος. Επιπροσθέτως, δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εάν τελικά η οικονομική αδυναμία του φορολογούμενου να καταβάλει το αναλογικό παράβολο εφέσεως του Κ.Δ.Δ. θίγει, όπως γίνεται δεκτό (ΣτΕ Ολομ. 647/2004), το κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα δικαστικής προστασίας του φορολογουμένου, με τη ρύθμιση του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 θίγεται εξ ίσου το ίδιο συνταγματικό δικαίωμα των αντιδίκων του Ι.Κ.Α., κατά κανόνα οικονομικά ασθενών ασφαλισμένων αυτού, οι οποίοι υποχρεούνται με μεγαλύτερο οικονομικό κόστος, στο οποίο λόγω της οικονομικής τους καταστάσεως πιθανόν να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν, να αντιμετωπίσουν σε δεύτερο βαθμό κατ` ουσίαν την προσφυγή του Ι.Κ.Α., εξ αιτίας της ακυρότητας του δικογράφου της οποίας το μεν Ι.Κ.Α. ηττήθηκε, οι δε ασφαλισμένοι του στερήθηκαν ανυπαιτίως την ουσιαστική έρευνα της υποθέσεώς τους από πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η ρύθμιση του ν. 3144/2003 δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

6. Επειδή, σύμφωνα με τα διαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, η πιο πάνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, ο οποίος βάσιμα προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί στο δικάσαν διοικητικό εφετείο για νέα κρίση.

7. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι ο αναιρεσίβλητος πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ιδρύματος.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Αναιρεί την 2592/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το σκεπτικό και

Απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο από τη δικαστική δαπάνη του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2010.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Γ. Παπαμεντζελόπουλος Μ. Βλασερού

Ν.Σ.