ΕΣ 1933/09, Ολομ., ΕΠΙΔΟΣΗ, ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΣ ΜΙΣΘΟΣ, Η παράσταση στο ακροατήριο χωρίς να αντιλέξει ο καθού αίρει το απαράδεκτο του αρθ.51 παρ.2 του πδ 774.

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1933/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Αναίρεση. Τρόπος υπολογισμού συντάξεων αστυνομικών (απόστρατου Υποστράτηγου της ΕΛ.ΑΣ.). Η αύξηση του βασικού μισθού των εν ενεργεία υπαξιωματικών και αξιωματικών της Αστυνομίας με το σύστημα των μισθολογικών προαγωγών αποτελεί μέρος των συντάξιμων αποδοχών και λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξής τους, καθώς και για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης αυτών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νομοθετικού πλαισίου. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης. ΕΠΙΔΟΣΗ αρθ.51 πδ 774/89 η παράσταση χωρίς να αντιλέξει ο καθού αίρει το απαράδεκτο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Σωτηρία Ντούνη, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου (εισηγήτρια), Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 21 Σεπτεμβρίου 2006 (αριθμ. καταθ. 608/2006) για αναίρεση της 1193/2006 οριστικής αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου,
κ α τ ά του ….
Με το 87789/01/30.5.2002 έγγραφο (πράξη) της 44ης Διεύθυνσης Κανονισμού Στρατιωτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε αίτηση του αναιρεσιβλήτου (απόστρατου Υποστράτηγου της ΕΛ.ΑΣ.) για αναπροσαρμογή της συντάξεώς του, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2838/2000 που προβλέπουν τη χορήγηση μισθολογικών προαγωγών στους εν ενεργεία ομοιοβάθμους του, με την αιτιολογία ότι αποστρατεύθηκε πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1193/2006 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος έγινε δεκτή έφεση του ιδίου, ακυρώθηκε η άνω πράξη και αναπέμφθηκε η υπόθεση στην 44η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για να κριθεί επί της ουσίας η αίτησή του για την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της συντάξεως αυτού με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2838/2000.
Με την αίτηση που κρίνεται ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη που απουσίασε λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Μυλωνά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 1193/2006 αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρ. 61 παρ. 1 και 117 π.δ. 1225/1981), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Η συζήτηση δε αυτής πρέπει να χωρήσει, παρόλο που το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, ενώ άσκησε την κρινόμενη αίτηση στις 25.10.2006, κοινοποίησε αντίγραφο του δικογράφου αυτής στον αναιρεσίβλητο εκπρόθεσμα στις 9.10.2007 και κατά συνέπεια κατέθεσε και το οικείο αποδεικτικό κοινοποίησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εκπρόθεσμα στις 18.10.2007, αφού δηλαδή είχε παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 51 παρ. 1 του π.δ. 774/1980. Και τούτο διότι ναι μεν με τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 9 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄ 165) ορίζεται πλέον ως κύρωση για την εκπρόθεσμη κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου του αποδεικτικού κοινοποίησης της αιτήσεως αναιρέσεως το απαράδεκτο της συζήτησης αντί της προβλεπόμενης μέχρι τότε, κατά πλάσμα του νόμου, παραίτησης από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου, πλην όμως, εφόσον ο αναιρεσίβλητος εμφανίστηκε κατά την παρούσα συζήτηση στο ακροατήριο και δεν αντέλεξε, λαμβανομένου υπόψη και του διαδραμόντος χρόνου από της κοινοποιήσεως του αντιγράφου της αιτήσεως σ’ αυτόν (9.10.2007) μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως (4.2.2009), εξασφαλίστηκε πλήρως το δικαίωμά του για υπεράσπιση της υπόθεσής του και ως εκ τούτου αίρεται το απαράδεκτο της συζήτησης. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, η κρινόμενη αίτηση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί κατά το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου αυτής, που αναφέρεται στην εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση ουσιαστικών διατάξεων του ν. 2838/2000 και 34 παρ. 3 και 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 169/2007) σε συνδυασμό και με τα άρθρα 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς να εμποδίζεται η πρόοδος της δίκης από τη δικονομική απουσία του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και ζήτησε να εκδικασθεί η υπόθεση που τον αφορά (άρθρ. 16, 27, 65 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981).
ΙΙ. Στο άρθρο 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 169/2007) ορίζεται πλην άλλων και ότι «1. Ως μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που ορίζεται κάθε φορά από τις διατάξεις που ισχύουν και ανήκει στο βαθμό που έφερε και με τον οποίο εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία… 2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας που ισχύει κάθε φορά για το βαθμό με τον οποίο εμισθοδοτείτο κατά την έξοδό του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας… 3. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για το ύψος του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των εν ενεργεία στρατιωτικών λαμβάνονται υπόψη και για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών. 4. … 5. Σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός της παραγράφου 2 ή το επίδομα χρόνου υπηρεσίας αυξάνονται ανάλογα και οι συντάξεις, κάθε δε άλλου είδους παροχές που καταβάλλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους, είτε με μορφή επιδόματος, είτε με μορφή εξόδων παράστασης, είτε με μορφή εξόδων κίνησης, είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού τους, δεν αποτελούν αύξηση του βασικού αυτού μισθού και δε λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό ή την αύξηση της σύνταξης, εκτός αν αυτό προβλέπεται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι : α) ο μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη των στρατιωτικών απαρτίζεται από το μηνιαίο βασικό μισθό του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις· β) ο βαθμός που έφερε και με τον οποίο εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία αποτελεί το σταθερό στοιχείο που προσδιορίζει τον ληπτέο υπόψη μισθό με τον οποίο κανονίζεται ή αναπροσαρμόζεται η σύνταξή του· και γ) οποιαδήποτε νόμιμη μεταβολή (αυξητική ή μειωτική) στο ύψος του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των στρατιωτικών που βρίσκονται στην ενέργεια επηρεάζει ποσοτικά το συντάξιμο μισθό, κατ’ επέκταση δε και το ύψος της σύνταξής τους, έτσι ώστε στρατιωτικοί που έχουν τον ίδιο βαθμό και τα ίδια έτη υπηρεσίας να λαμβάνουν το αυτό ποσό σύνταξης, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας τους (πριν ή μετά από τη μισθολογική μεταβολή), με στοιχείο καθοριστικό, διαχρονικά, τις εκάστοτε συντάξιμες αποδοχές των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Και ναι μεν η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988, που προστέθηκε ως δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 34 του Σ.Κ., ορίζει ότι «Για όσους κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία παίρνουν μισθό που ανήκει σε ανώτερο βαθμό από αυτόν που κατέχουν, η σύνταξη κανονίζεται με βάση τον ανώτερο αυτό μισθό», πλην όμως με τη νεότερη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 2512/1997, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 34 του ιδίου ως άνω Κώδικα, ο νομοθέτης για πρώτη φορά εκφράζει τη βούλησή του όπως οι εκάστοτε διατάξεις για το ύψος του βασικού μισθού λαμβάνονται υπόψη και για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού, ανεξάρτητα από το χρόνο (πριν ή μετά από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών) τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας, χωρίς να τίθεται κανένας περιορισμός ως προς το προσδιοριστέο ύψος του βασικού μισθού. Εκ τούτων παρέπεται ότι, σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός των εν ενεργεία στρατιωτικών είτε απ’ ευθείας με την καθιέρωση νέων βασικών μισθών, είτε με ορισμένο χρηματικό ποσό, είτε με τη μορφή ποσοστιαίων αυξήσεων, είτε βάσει συντελεστή, είτε, τέλος, με τη μορφή μισθολογικών προαγωγών χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης για τη χορήγηση αυτών αλλά με τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων, ο διαμορφούμενος με τους τρόπους αυτούς μισθός αποτελεί βασικό μισθό με την έννοια των προσημειούμενων διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ.. Είναι αδιάφορος κατά τις τελευταίες αυτές διατάξεις ο τρόπος που ο νομοθέτης επιλέγει για την αύξηση του βασικού μισθού των εν ενεργεία στρατιωτικών, αφού όλοι ανεξαιρέτως οι προαναφερόμενοι τρόποι έχοντες ως βάση αποκλειστικά και μόνο, το βαθμό που κατέχουν οι στρατιωτικοί, οδηγούν στην αύξηση του βασικού τους μισθού. Ο αυξημένος αυτός βασικός μισθός υπολογίζεται για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης των στρατιωτικών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων, οι οποίες τον διαμορφώνουν, χωρίς να απαιτείται για την εφαρμογή (επέκταση) των διατάξεων αυτών στους τελευταίους η έκδοση νόμου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα κατά τους ορισμούς του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος, καθόσον διατάξεις με τέτοιο χαρακτήρα είναι και εκείνες των παρ. 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ..
ΙΙΙ. Με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 «Ρύθμιση θεμάτων προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 179 Α΄) προβλέπεται η χορήγηση μισθολογικών προαγωγών στους υπαξιωματικούς, ανθυπασπιστές και αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού και Πυροσβεστικού Σώματος, η οποία (χορήγηση) σε καμία περίπτωση δεν θεμελιώνει δικαίωμα βαθμολογικής προαγωγής (άρθρ. 6 παρ. 5). Με τις ρυθμίσεις των ανωτέρω διατάξεων αυξάνεται ο βασικός μισθός όλων γενικά των βαθμών των υπαξιωματικών (από 1.1.2001) και των αξιωματικών (από 1.7.2000) των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού και Πυροσβεστικού Σώματος με τη συμπλήρωση ορισμένου, για κάθε βαθμό, χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο τρόπος δε που επέλεξε ο νομοθέτης για να αυξήσει το βασικό μισθό των ως άνω στρατιωτικών είναι αυτός της χορηγήσεως μισθολογικών προαγωγών χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση των ουσιαστικών τους προσόντων από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης, αλλά με μόνη τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη (IΙ) σκέψη, η αύξηση του βασικού μισθού των εν ενεργεία υπαξιωματικών και αξιωματικών με το σύστημα των μισθολογικών προαγωγών κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 αποτελεί μέρος των συντάξιμων αποδοχών και λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξής τους, καθώς και για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης αυτών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών (1.1.2001 άρθρ. 5 και 1.7.2000 άρθρ. 6) με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγούνται οι ως άνω μισθολογικές προαγωγές στους εν ενεργεία ομοιόβαθμούς τους (βλ. Ολομ. Ε.Σ. 814/2004, όπου και μειοψηφία). Με αυτά που δέχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα ότι οι μισθολογικές προαγωγές που θεσπίστηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 συνιστούν γενική αύξηση μισθών η οποία συνεπάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 34 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, την αυτοδίκαιη αναπροσαρμογή των συντάξεων και ακολούθως αποδεχόμενη με την αιτιολογία αυτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου που είχε ως αίτημα την κατά τις ανωτέρω διατάξεις αναπροσαρμογή της συντάξεώς του με αυξημένο το βασικό μισθό του βαθμού του (Υποστράτηγου ε.α. της ΕΛ.ΑΣ.), ορθά τις ως άνω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
ΙV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην του αναιρεσιβλήτου.
Απορρίπτει την από 21 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση 1193/2006 αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 24 Ιουνίου 2009.