ΕΣ 1548/08, IV τμ., Αχρεωστητως λαβων , οχι προσαυξήσεις εκρπόθεσμης καταβολής μόνο μετά την ταμειακή του ΚΕΔΕ, εξάμηνη προθεσμία μη συνυπολογισμός διαστήματος καλοκαιρινών διακοπών

Ε.Σ

ΕΣ, Αριθμ. 1548/2008, ΙV Τμήματος, ΕΔΔΔΔ, 2008, σ.995
Περίληψη: Η αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων επιβάλλει, εκτός των άλλων, όπως το υπέρ του Δημοσίου προνόμιο της αναστολής όλων των σε βάρος του δικονομικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7 – 15.9 εκάστου έτους) επεκταθεί και στους ιδιώτες διαδίκους. Ο καταλογισμός του υπολόγου, κατά γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, προϋποθέτει ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του και του δημιουργηθέντος ελλείμματος. Προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μη νομίμως επιβάλλονται με την καταλογιστική απόφαση που εκδίδεται σε βάρος του λαβόντος το ποσό της ανοίκειας πληρωμής, γιατί η απόφαση αυτή προηγείται της ταμειακής βεβαίωσης και το χρέος δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο. Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που διενεργήθηκαν σε βάρος των προϋπολογισμών των Δήμων μέχρι 31.12.2003, εφόσον, εκτός των άλλων, δεν παραβιάσθηκε ουσιώδης διαδικαστικός τύπος, όπως η τήρηση των προβλεπόμενων από τους οικείους δημοσιολογιστι¬κούς κανόνες διατυπώσεων για την διεξαγωγή της ταμειακής υπηρεσίας των Δήμων.

Πρόεδρος: Ελένη Φώτη, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Βοΐλης, Σύμβουλος

Ι. Με την κρινόμενη έφεση ζητείται η ακύρωση της 614/1.2.2002 απόφασης του Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του εκκαλούντος το ποσό των 1.970.000 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί σε μέρος του – ανερχόμενου σε 313.473.107 δραχμές – ελλείμματος που φέρεται να διαπιστώθηκε στη διαχείριση του Δήμου Α. για τις χρήσεις των ετών 1994-1998, καθώς και οι αναλογούσες στο ποσό αυτό προσαυξήσεις εκ δραχμών 1.164.750, ήτοι συνολικώς το ποσό των 3.134.750 δραχμών ή 9.199,55 ευρώ.
ΙΙ. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση αυτών από τους προσδιορίζοντες τους όρους άσκησης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας δικονομικούς νόμους. Ως εκ τούτου, δικονομικές διατάξεις, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου προνόμιο όσον αφορά το παραπάνω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη εκείνης του άλλου διαδίκου, είναι ανίσχυρες, στο μέτρο που αποκλείουν από την εφαρμογή τους τον τελευταίο, ο οποίος, επομένως, δικαιούται να τύχει της αυτής ευνοϊκής μεταχείρισης. Κατά συνέπεια, το θεσπιζόμενο – με τη διάταξη του άρθρου 11 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Α΄ 139), όπως η διάταξη αυτή, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες (βλ. άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989, Α΄ 230), ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο – υπέρ του Δη¬μοσίου προνόμιο της αναστολής όλων των σε βάρος του δικονομικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ήτοι κατά το διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι 15ης Σεπτεμβρίου εκάστου έτους (βλ. άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1756/1988, Α΄ 35), επιβάλλεται να επεκταθεί και στους ιδιώτες διαδίκους, προς αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης αυτών προς το Δημόσιο (βλ. την 447α/2007 απόφαση Ολομ. Ελ. Συν.).
Στην προκειμένη περίπτωση, ναι μεν η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 30.8.2002, μετά τη λήξη, δηλαδή, της προβλεπόμενης από το άρθρο 30 παρ. 4 του π.δ/τος 774/1980 εξάμηνης, από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης στον εκκαλούντα (4.2.2002), προθεσμίας για την άσκησή της, μη συνυπολογιζομένου, όμως, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, του διαστήματος των δικαστικών διακοπών, είναι εμπρόθεσμη. Δοθέντος δε ότι η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί, και κατά τα λοιπά, νομοτύπως και ότι καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. το ΣΤ 43438003/11.6.2007 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Αμαλιάδας), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων αυτής, παρά την απουσία του υπέρ ου ο καταλογισμός Δήμου Αμαλιάδας, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτησή της, αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τούτο (άρθρα 27 και 65 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 – βλ. και την από 21.5.2007 έκθεση επίδοσης της σχετικής κλήσης).
III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των ο.τ.α. ή των ν.π.δ.δ., καθώς και όσοι, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε ο.τ.α. ή σε ν.π.δ.δ., και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος. Ως εκ τούτου, για την πρόσκτηση της ιδιότητας του υπολόγου, αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, που καθιστά τον ενεργούντα αυτές υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ελλειμμάτων στη διαχείρισή του. Εξ άλλου, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού, που επισύρει κατ’ αρχήν τον καταλογισμό του υπολόγου, νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά, η οποία εξακριβώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει, συναφώς δε και κάθε πληρωμή που ενεργήθηκε είτε χωρίς πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, είτε χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες για την πραγματοποίησή της. Πλην όμως, κατά γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, απορρέουσα ευθέως από τις αρχές του Κράτους Δικαίου, ο καταλογισμός του υπολόγου προϋποθέτει περαιτέρω και την κατάφαση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτού και του επίμαχου κάθε φορά ελλείμματος. Η ευθύνη, δηλαδή, του υπολόγου δεν είναι επιτρεπτό να θεμελιώνεται σε μόνη την ιδιότητά του αυτή, χωρίς συγχρόνως να διαπιστώνεται και η, με πράξη ή παράλειψη, συμβολή του στην πρόκληση του ελλείμματος, όπως αυτό ανέκυψε στην εκάστοτε εξεταζόμενη περίπτωση, αφού, διαφορετικά, κατά παράβαση του συνταγματικού κανόνα περί προστασίας της ανθρώπινης αξίας (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), ο καταλογισμός ως μόνη δικαιολογητική βάση θα είχε την ανάγκη όπως η κρατική εξουσία αποκαταστήσει, ακόμη και σε βάρος προσώπων χωρίς συμμετοχή στη δημιουργία του ελλείμματος, τις οικείες δημόσιες διαχειρίσεις (βλ. αποφάσεις 1976/1995 IV Τμ. και 509/2005 VI Τμ. Ελ. Συν.).
IV. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 12 παρ. 1 του ν.δ/τος 1264/1942 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (Α΄ 100), ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 2 παρ. 1 και 3 του ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 211), όπως οι τελευταίες ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι Οικονομικοί Επιθεωρητές είναι αρμόδιοι για την, επ’ ονόματι του Υπουργού Οικονομικών, διενέργεια ελέγχων που αφορούν, μεταξύ άλλων, στη διαχείριση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και για την έκδοση, σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος, σχετικής καταλογιστικής απόφασης σε βάρος των υπεύθυνων για τη δημιουργία του υπολόγων. Σύμφωνα δε με το άρθρο 15 του ιδίου ως άνω ν.δ/τος, όταν το έλλειμμα συνίσταται σε πληρωμή που πραγματοποιήθηκε χωρίς νόμιμο τίτλο, καταλογιστέοι, εκτός από τους υπολόγους, τυγχάνουν και «οι ανοικείως λαβόντες τα χρήματα» υπάλληλοι ή ιδιώτες. Σε αντίθεση, όμως, με τους πρώτους, που τα χρέη τους από καταλογισμούς καθίστανται ληξιπρόθε-σμα και βαρύνονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ήδη «από την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμμα» (βλ. άρθρα 5 παρ. 5 και 6 παρ. 1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων), αντίστοιχη επιβάρυνση δεν προβλέπεται για τους λαβόντες, για τους οποίους ισχύει ο γενικός κανόνας ότι το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο μόνον αφότου βεβαιωθεί «εν στενή εννοία» προς είσπραξη (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 του προαναφερόμενου Κώδικα). Επομένως, μη νομίμως επιβάλλονται, με την καταλογιστική απόφαση που εκδίδεται σε βάρος του λαβόντος το ποσό της ανοίκειας πληρωμής, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αφού η απόφαση αυτή προηγείται της ταμειακής βεβαίωσης και το χρέος δεν έχει, μέχρι τότε, καταστεί ληξιπρόθεσμο (βλ. την 1140/2002 απόφαση Ι Τμ. Ελ. Συν.).
V. Στο άρθρο 26 του ν. 3274/2004 «Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού» (Α΄ 195) ορίζεται ότι «1. Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που πληρώθηκαν μέχρι 31η Δεκεμβρίου 2003 από νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, δήμους και κοινότητες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών, καθώς και συνδέσμους πρωτοβαθμίων Ο.Τ.Α., σε βάρος των προϋπολογισμών τους, εφόσον αυτές: α) προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις ή συνάδουν προδήλως με την αποστολή και τις αρμοδιότητες των παραπάνω φορέων, β) έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα, γ) διενεργήθηκαν για σκοπό που έχει επιτελεσθεί και δ) δεν έχουν ακυρωθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. 2. Καταλογισμοί που έχουν γίνει εις βάρος αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων των ανωτέρω φορέων (…) για δαπάνες της προηγούμενης παραγράφου αίρονται, τυχόν δε βεβαιωθέντα ποσά από την ίδια αιτία διαγράφονται (…)». Και στο άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 «Για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα και τη ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης» (Α΄ 57) ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 (…) είναι ότι θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που πλη¬ρώθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003 από Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, Δήμους και Κοινότητες, ν.π.δ.δ. αυτών, καθώς και συνδέσμους πρωτοβαθμίων Ο.Τ.Α., σε βάρος των προϋπολογισμών τους, εφόσον: α) το είδος της δαπάνης προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις ή συνάδει με τις αρμοδιότητες και την εν γένει κοινωνική αποστολή των παραπάνω φορέων, όπως απορρέουν από την κείμενη νομοθεσία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πλημμέλεια ή παράλειψη κατά τη σχετική διαδικασία, από την οποία και δημιουργήθηκε για τους παραπάνω φορείς υποχρέωση εξόφλησης της οικείας δαπάνης, β) έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα, γ) αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο μέσο ότι ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκαν έχει εκπληρωθεί και δ) δεν έχουν ακυρωθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων κατά τρόπο που να συνάδει με το άρθρο 102 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με το ο-ποίο το Κράτος οφείλει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εξα-σφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που απαιτούνται για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διασφαλίζοντας, όμως, ταυτόχρονα τη διαφάνεια κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών, η νομιμοποίηση των δαπανών, που διενεργήθηκαν σε βάρος των προϋπολογισμών Δήμων μέχρι τις 31.12.2003, τελεί υπό τον όρο ότι, κατά την πραγματοποίησή τους, δεν παραβιάσθηκε ουσιώδης διαδικαστικός τύπος. Όπως δε επανειλημμένως έχει κριθεί από το Δικαστήριο τούτο (βλ. τις 2461/2006, 1709/2007 κ.ά. αποφάσεις VII Τμ. Ελ. Συν.), τέτοι¬ους ουσιώδεις τύπους συνιστούν, ακριβώς επειδή αποσκοπούν στη διαφάνεια της χρηματικής διαχείρισης και στην αποτροπή του κινδύνου διασπάθισης και παράνομης ιδιοποίησης των πόρων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, και οι προβλεπόμενες από τους οικείους δημοσιολογιστικούς κανόνες διατυπώσεις για τη διεξαγωγή της ταμειακής υπηρεσίας των οργανισμών αυτών, επομένως και εκείνες των άρθρων 20-28, 60 και 61 του β.δ/τος της 17.5/15.6. 1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (Α΄ 114), κατά τις οποίες, για το νομότυπο της εκταμίευσης, απαιτείται η έκδοση από το δήμαρχο χρηματικού εντάλματος, που προσυπογράφεται από τον προϊστάμενο της λογιστικής υπηρεσίας του Δήμου και στη συνέχεια απο-στέλλεται στο δημοτικό ταμείο, όπου και εξοφλείται, με την υπογραφή από το δικαιούχο του εντάλματος σχετικής εξοφλητικής απόδειξης. Κατά συνέπεια, της επελθούσας με τις προμνησθείσες διατάξεις νομιμοποίησης εξαιρούνται οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν είτε χωρίς χρηματικό ένταλμα, είτε (το αυτό) για αιτία άλλη από εκείνη για την οποία εκδόθηκε ο τίτλος πληρωμής.
VI. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, εκτιμώμενα το καθένα χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, προκύπτουν τα ακό-λουθα:
Ο εκκαλών υπηρετούσε στο Γραφείο Λογιστικού, Εκκαθάρισης Δαπανών και Μισθοδοσίας του Δήμου Α. και, δυνάμει της 201/30.10.1995 απόφασης του τότε Δημάρχου, του είχε ανατεθεί να συνδράμει το Λογιστή Ν.Τ. στην έκδοση των χρηματικών ενταλμάτων του Δήμου. Κατά τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στο Δήμο Α. για τις χρήσεις των ετών 1994-1998, ο Οικονομικός Επιθεωρητής Κ.Σ. διαπίστωσε ότι ο δημοτικός ταμίας Ν.Κ. είχε καταχωρήσει στις δαπάνες του Δήμου την εξόφληση, στις 4.2.1999, του 564, οικονομικού έτους 1998, χρηματικού εντάλματος, ποσού 1.770.000 δραχμών, που είχε εκδοθεί υπέρ του Π.Τ. και αφορούσε δαπάνη προμήθειας εντύπων, χωρίς το ένταλμα αυτό να φέρει, επί του σώματός του, ημερομηνία εξόφλησης και υπογραφή του προμηθευτή που φέρεται να είγε εισπράξει το αντίστοιχο ποσό. Ερευνώντας την υπόθεση, ο Επιθεωρητής διαπίστωσε κατ’ αρχήν ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος του εντάλματος Τ. ήταν γνωστός στις αρχές για την έκδοση πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων (βλ. το 1018680/5676/ΔΕ-Β΄/2.2.2000 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών) και, περαιτέρω, ότι για την ίδια απαίτηση είχε αρχικώς εκδοθεί το 1685, οικονομικού έτους 1993, χρηματικό ένταλμα. Το τελευταίο αυτό ένταλμα, στο οποίο είχε επισυναφθεί πρόχειρη απόδειξη είσπραξης χωρίς ημερομηνία και με δυσανάγνωστη μονογραφή, εφέρετο ως ανεξόφλητο και έτσι είχε αντικατασταθεί διαδοχικά με τα 926/1994, 1626/1995, 1487/1996, 754/1997 και (τελικώς με το επίμαχο) 564/1998 χρηματικά εντάλματα, εκ των οποίων το μεν πρώτο (926/1994) έφερε τη συνυπογραφή του Τ., τα δε δύο τελευταία (754/1997 και 564/1998) εκείνη του εκκαλούντος. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα και κρίνοντας ότι η εξόφληση του 564/1998 εντάλματος δεν είχε στην πραγματικότητα ενεργηθεί και ότι είχε καταχωρηθεί προς κάλυψη ισόποσου ταμειακού ελλείμματος, ο Επιθεωρητής προέβη, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφασή του, στον εις ολόκληρον καταλογισμό του ποσού του εντάλματος αυτού, πλέον προσαυξήσεων, σε βάρος αφενός του καταχωρήσαντος την ανύπαρκτη πληρωμή Κ., αφετέρου του εκκαλούντος και του Τ., που είχαν συμπράξει στην ενταλματοποίηση της δαπάνης.
Από τον ίδιο roc, άνω έλεγχο προέκυψε, επίσης, ότι περί τα τέλη του έτους 1995 ο Κ. είχε καταβάλει στον εκκαλούντα, με πρόχειρη αχρονολόγητη απόδειξη και χωρίς χρηματικό ένταλμα, to ποσό των 100.000 δραχμών, σε εξόφληση μέρους της απαίτησης που φέρεται να διατηρούσε ο εκκαλών έναντι του Δήμου από τη μη καταβολή του επιδόματος χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή που προβλέπεται από την 2048842/6017/0022/1989 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 455) για το χρονικό διάστημα από 1.1.1995 μέχρι 31.10.1995. Η απαίτηση αυτή, για την οποία ο εκκαλών, μαζί με άλλους υπαλλήλους του Δήμου, είχε ασκήσει την από 11.11.1995 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Π., είχε αναγνωριστεί, εξωδίκως και υπό τον όρο της παραίτησης του εκκαλούντος από την αγωγή του, με την 36/28.11.1995 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Α., η οποία, όμως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην 334/9.1.2001 έγγραφη αναφορά του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του Δή¬μου και εκ των λαβόντων το επίδομα Ι.Κ., ακυρώθηκε μεταγενεστέρως από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Το επόμενο έτος και, συγκεκριμένα, στις 24.12.1996, καταβλήθηκε, για την ίδια αιτία, από τον Ταμία στον εκκαλούντα το επιπλέον ποσό των 100.000 δραχμών, αυτή τη φορά από το προϊόν των 764-771 και 1950-1958, οικονομικού έτους 1996, χρηματικών ενταλμάτων, συνολικού ποσού 35.997.968 δραχμών που, ενώ είχαν εκδοθεί υπέρ διαφόρων εργολάβων και φέρεται να αφορούσαν στην εκτέλεση εργασιών καθαρισμού οδών και αποκομιδής μπαζών για λογαριασμό του Δήμου, τελικώς δεν είχαν εξοφληθεί από τους εργολάβους αυτούς, αλλά τα ποσά τους διατέθηκαν για τη χρηματοδότηση άλλων δαπανών (για την εικονικότητα των συγκεκριμένων συναλλαγών του Δήμου βλ. ιδίως την από 31.8. 1999 κατάθεση του Κ.). Οι δε πληρωμές αυτές του επιδόματος, συνολικού ποσού 200.000 δραχμών, καταλογίσθηκαν, εις ολόκληρον και πλέον πρασαυξήσεων, σε βάρος τόσο του δημοτικού ταμία, που τις είχε ενεργήσει, όσο και του εκκαλούντος.
VII. Από όσα προεκτέθηκαν καθίσταται σαφές ότι, κατά το μέρος που αφορά το 564, οικονομικού έτους 1998, ένταλμα, ο καταλογισμός του εκκαλούντος δεν είναι νόμιμος, αφού η συμμετοχή του στην έκδοση του εντάλματος αυτού δεν συνέχεται με το έλλειμμα, το οποίο εν προκειμένω συνίσταται, όχι στη μη νόμιμη πληρωμή των επίμαχου εντάλματος, αλλά στην καταχώρησή του ως εξοφληθέντος, μολονότι τέτοια πληρωμή δεν είχε στην πραγματικότητα γίνει, ενέργεια για την οποία την αποκλειστική ευθύνη φέρει ο Ταμίας του Δήμου. Αντιθέτως, νόμιμος παρίσταται ο καταλογισμός του εκκαλούντος, υπό την ιδιότητα πλέον του ανοικείως λαβόντος, με το ποσό που, χωρίς να εκδοθεί νόμιμος τίτλος πληρωμής, εισέπραξε ως επίδομα χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή, όχι, όμως, και με τις επιβληθείσες επί του ποσού αυτού προσαυξήσεις, εφόσον, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το χρέος του από τη συγκεκριμένη αιτία δεν είχε, μέχρι του χρόνου έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καταστεί ληξιπρόθεσμο. Ως εκ τούτου, το καταλογιστέο σε βάρος του εκκαλούντος ποσό ανέρ-χεται σε 200.000 δραχμές, δοθέντος δε ότι η πλημμέλεια των επίμαχων πληρωμών του επιδόματος – που επαρκώς εξειδικεύεται στην καταλογιστική απόφαση, συμπληρούμενη νομίμως από την 5110/8.12. 2001 πορισματική έκθεση ελέγχου και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου – ανάγεται στην παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας πραγματοποίησής τους, οι δαπάνες αυτές εξαιρούνται τόσο της νομιμοποίησης επί τη βάσει των διατάξεων των άρθρων 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, όσο και εκείνης που επήλθε με την – ειδικώς αναφερόμενη σε επιδόματα καταβληθέντα σε δημοτικούς υπαλλήλους – διάταξη του άρθρου 17 του ν. 2946/2001 (Α΄ 224), πολύ περισσότερο που η τελευταία αυ¬τή διάταξη προϋποθέτει για την εφαρμογή της έγκυρο εξώδικο συμβιβασμό και τέτοιος δεν υφίσταται μετά την ακύρωση της 36/28.11.1995 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής. Άρση, τέλος, του καταλογισμού, ως προς ανοικείως καταβληθέν ποσό, κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης δεν χωρεί στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον, ακόμη και εάν, ως εκ της μεσολάβησης της απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής, η είσπραξή του ήθελε θεωρηθεί καλόπιστη, ο εκκαλών δεν αποδεικνύει οικονομική αδυναμία επιστροφής του ποσού αυτού. Πράγματι, αμφότερα τα τέκνα του έχουν πλέον ενηλικιωθεί και δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών εξακολουθεί να βαρύνεται με τη διατροφή τους, ενώ το μόνο στοιχείο για τις προσόδους του εκκαλούντος που προσκομίζεται είναι η (αναφερόμενη στο ημερολογιακό έτος 2003) δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2004, σύμφωνα με την οποία, τότε τουλάχιστον, τα ατομικά του εισοδήματα ήταν τέτοια (15.117 ευρώ ετησίως), ώστε ο εκκαλών ευχερώς και χωρίς δυσμενή επιρροή στα μέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του να δύναται να αποδώσει το – μικρού, άλλωστε, ύψους – ανοικείως εισπραχθέν ποσό.
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή να περιορισθεί το καταλογισθέν ποσό σε 200.000 δραχμές (586,94 ευρώ), μεταρρυθμιζομένης, ως προς τον εκκαλούντα, της προσβαλλόμενης απόφασης, να διαταχθεί η απόδοση σε αυτόν του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981) και τα δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).