Αριθμός 1384/2012
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Δικηγόροι – Επαγγελματική Ελευθερία, δικαιώμα εργασίας – το άρθρων 4, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 723/1977, και 5 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 723/1977, του Κώδικα Δικηγόρων, κατά το μέρος που αποκλείει την εγγραφή πτυχιούχου νομικού τμήματος ελληνικού ή αλλοδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς πανεπιστημίου στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόκτηση του πτυχίου, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 5 παρ.1 του Σ. γιατί δεν καθίσταται εμφανώς πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού (Μειοψ).
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Γ. Ποταμιάς, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Μ. Πικραμένος, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ.Τετράδη.
Για να δικάσει την από 20 Ιανουαρίου 2009 αίτηση:
του Αθανασίου Γεωργίου Τσάτσου, κατοίκου Λάρισας (Λίνδου 2), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δ. Καλογερά (Α.Μ. 585 Δ.Σ. Λάρισας), που τον διόρισε με πρακτικό του το Διοικητικό του Συμβούλιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 1/15.1.2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Μ. Πικραμένου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο ( 374947.2009 ειδικό έντυπο παραβόλου ).
2. Επειδή, ο αιτών, αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας εν αποστρατεία, ο οποίος έλαβε το πτυχίο της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στις 10.10.2001, ζήτησε, με την 369/2.9.2008 αίτησή του, προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας να εγγραφεί στο βιβλίο ασκουμένων του εν λόγω Δικηγορικού Συλλόγου. Η ανωτέρω αίτηση του αιτούντος περί εγγραφής του στο βιβλίο ασκουμένων απορρίφθηκε με την 1/14/15.1.2009 πράξη του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας με δύο αιτιολογικές βάσεις: α) ότι όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κώδικα Δικηγόρων να ζητήσει την εγγραφή του εντός εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου του, στην προκειμένη δε περίπτωση έχει υπερβεί την εξάμηνη προθεσμία, β) ότι έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το άρθρο 5 παρ.2 του Κώδικα Δικηγόρων πενταετία από τη λήψη του πτυχίου του. Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για εγγραφή στο βιβλίο ασκουμένων του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας.
3. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», ενώ στην παράγραφο 1 του άρθρου 25, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΕτΚ Α΄, φ. 84/17-4-2001), «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εξάλλου, στο άρθρο 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, ΕτΚ Α΄, φ. 235), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 723/1977 (ΕτΚ Α΄, φ. 300), προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι δικηγόρος διορίζεται αυτός που έχει επιτύχει σε εξέταση επί πρακτικών θεμάτων η οποία διεξάγεται στην έδρα εκάστου εφετείου μετά από προκήρυξη του Υπουργού Δικαιοσύνης ( παρ. 2) ενώ δικαίωμα συμμετοχής στην εξέταση έχει αυτός που έχει αποκτήσει πτυχίο του νομικού τμήματος της νομικής σχολής ελληνικού ή αλλοδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς πανεπιστημίου, έχει συμπληρώσει πρακτική άσκηση δεκαοκτώ μηνών σε δικηγόρο και έχει ηλικία όχι ανώτερη των 35 ετών ( παρ. 3). Στο άρθρο 4 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 723/1977 και στη συνέχεια με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του ν. 1968/1991 (ΕτΚ Α΄,φ. 150), ορίζεται ότι: «Ο πτυχιούχος οφείλει εντός εξαμήνου από της λήψεως του πτυχίου του να ζητήση την εγγραφήν του εις ειδικόν βιβλίον του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου ασκήσεως, προσάγων το πτυχίον αυτού ως και βεβαίωσιν του παρ’ ω ήρξατο ασκούμενος δικηγόρου. Από της εγγραφής ταύτης λογίζεται αρξαμένη η άσκησις. Δεν μπορεί να γραφτεί στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου αυτός που συμπλήρωσε το 33ο έτος της ηλικίας του, εκτός αν πρόκειται για τυφλούς που έχουν αναπηρία 100% ή για ομοεθνείς φυγάδες προερχόμενους από την Αλβανία για τους οποίους η εγγραφή επιτρέπεται μέχρι τη συμπλήρωση και του 45ου έτους. Η συμπλήρωσις λογίζεται επελθούσα την 31ην Δεκεμβρίου του αντιστοίχου έτους». Τέλος, στο άρθρο 5 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 723/1977, ορίζεται ότι: «1. Εκπρόθεσμος εγγραφή επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεσιν, δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και ιδίως ένεκα νόσου, στρατιωτικής υπηρεσίας, συνεχίσεως σπουδών εν τη αλλοδαπή και ετέρων δεδικαιολογημένων περιστάσεων. Η άσκησις ασυμβιβάστου εργασίας κατ’ ουδεμίαν περίπτωσιν δύναται να θεωρηθή ως δεδικαιολογημένη περίστασις. 2. Παρελθούσης πενταετίας από της λήψεως του πτυχίου αποκλείεται εγγραφή πτυχιούχου εις τα βιβλία ασκουμένων».
4. Επειδή, όπως έχει κριθεί με την απόφαση 3177/2007 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν ο θεσπιζόμενος περιορισμός αφορά όχι απλώς την άσκηση αλλά την πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής ενός τέτοιου εξαιρετικού περιορισμού για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού από το νόμο σκοπού. Ο επιδιωκόμενος από το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων σκοπός της μη αποξένωσης του πτυχιούχου νομικού τμήματος και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε κατά τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ( βλ. την εισηγητική έκθεση του ν. 723/1977) αποτελεί νομοθετικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί καταρχήν τη ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη. Δεν διαπιστώνεται όμως, κατά τρόπο εμφανή, η προσφορότητα της ως άνω ρύθμισης, δηλαδή του απόλυτου κωλύματος εγγραφής πτυχιούχου νομικού τμήματος στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο πέντε ετών από την κτήση του πτυχίου του, ως προς την εξυπηρέτηση του νομοθετικού σκοπού της διασφάλισης εισόδου στη δικηγορία προσώπων με επιστημονική κατάρτιση και ικανότητα, δοθέντος μάλιστα ότι ο προαναφερόμενος νομοθετικός σκοπός εξυπηρετείται ήδη από το προβλεπόμενο στον Κώδικα περί Δικηγόρων (βλ. άρθρα 6 επ., 13 επ., 19 επ.) στάδιο της δεκαοκτάμηνης πρακτικής άσκησης του ασκουμένου δικηγόρου και την, εν συνεχεία, διαδικασία γραπτών και προφορικών εξετάσεων σε νομικά μαθήματα, ο δε διορισμός του ασκούμενου ως δικηγόρου εξαρτάται τελικώς από την επιτυχία του στις εν λόγω εξετάσεις. Ενόψει αυτών, ο ανωτέρω απόλυτος περιορισμός κρίθηκε ότι δεν παρίσταται πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού και επομένως η διάταξη του άρθρου 5 παρ.2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 723/1977, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος με την οποία προστατεύεται η επαγγελματική ελευθερία και ως εκ τούτου ο εν λόγω περιορισμός δεν είναι εφαρμοστέος.
5. Επειδή, μετά την κρίση της ως άνω διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων ως αντισυνταγματικής, λόγω του ότι εισάγει απόλυτο περιορισμό, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 4 και 5 παρ.1 του ίδιου Κώδικα οι οποίες αφενός μεν επιβάλλουν την εγγραφή των πτυχιούχων των νομικών σχολών στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου εντός εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου αφετέρου δε επιτρέπουν και την πέραν του εξαμήνου εγγραφή, εφόσον συντρέχει ένας εκ των αναφερομένων ενδεικτικών λόγων ή άλλη «δεδικαιολογημένη περίστασις» και παρασχεθεί η σχετική άδεια με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, σύμφωνα με τα κριθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου 3177/2007, όταν ο θεσπιζόμενος περιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας αφορά όχι απλώς την άσκηση αλλά την πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και διαγνώσιμη η προσφορότητα και αναγκαιότητα επιβολής ενός τέτοιου περιορισμού για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού. Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πάροδος του ιδιαίτερα σύντομου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών από τη λήψη του πτυχίου δεν οδηγεί σε αποξένωση του πτυχιούχου νομικού τμήματος από τις γνώσεις που απέκτησε από τις σπουδές του. Άλλωστε ο νομοθετικός σκοπός της μη αποξένωσης του πτυχιούχου και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε στο πανεπιστήμιο και είναι απαραίτητες για την πρακτική άσκηση που απαιτείται προς απόκτηση των ουσιαστικών προσόντων για την άσκηση τελικά του δικηγορικού λειτουργήματος, εξυπηρετείται από το προβλεπόμενο στον Κώδικα περί Δικηγόρων (βλ. άρθρα 6 επ., 13 επ., 19 επ.) στάδιο δεκαοκτάμηνης πρακτικής άσκησης του ασκούμενου δικηγόρου και την, εν συνεχεία, διαδικασία γραπτών και προφορικών εξετάσεων σε νομικά μαθήματα, ο δε διορισμός του ασκούμενου ως δικηγόρου εξαρτάται τελικά από την επιτυχία του στις εν λόγω εξετάσεις. Με τα δεδομένα αυτά ο επίμαχος σχετικός περιορισμός δεν παρίσταται εμφανώς πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού και, επομένως, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 4 και 5 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύουν, αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία προστατεύεται και η επαγγελματική ελευθερία. Αν και κατά τη γνώμη του Προέδρου του Τμήματος Γ. Σταυρόπουλου και του Συμβούλου Φ. Ντζίμα οι ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες ορίζεται εξάμηνη προθεσμία από τη λήψη του πτυχίου για την εγγραφή πτυχιούχου νομικής στο βιβλίο ασκουμένων δικηγόρων, αποσκοπούν στην άμεση σύνδεση των σπουδών που έχει πραγματοποιήσει ο πτυχιούχος νομικής με την πρακτική άσκησή του ως υποψήφιου δικηγόρου. Και τούτο διότι η μη αποξένωση του πτυχιούχου νομικής και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες απέκτησε κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο, είναι απαραίτητες για την πρακτική άσκηση που απαιτείται προς απόκτηση των ουσιαστικών προσόντων για την άσκηση τελικά του δικηγορικού λειτουργήματος. Ενόψει του ανωτέρω σκοπού δημοσίου συμφέροντος με τον οποίο επιδιώκεται η άμεση σύνδεση των σπουδών στη νομική σχολή με την πρακτική άσκηση, οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες οργανώνεται σύστημα ταχείας έναρξης της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, εισάγουν σχετικό, μόνον, περιορισμό για την πρόσβαση στο επάγγελμα, που είναι δυνατό να αρθεί με την επίκληση εκ μέρους του πτυχιούχου της νομικής σχολής των ως άνω οριζομένων λόγων, και δεν αντίκεινται ούτε στην κατοχυρούμενη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματική ελευθερία ούτε στην κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ( βλ. ΣτΕ 2140/2008, 2365/2010). Κατά τη γνώμη δε του Παρέδρου Μιχ. Πικραμένου οι ως άνω διατάξεις με τις οποίες επιδιώκεται ο ανωτέρω σκοπός δημοσίου συμφέροντος, ερμηνευόμενες ενόψει της κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματικής ελευθερίας και της κατά το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, έχουν την έννοια ότι σε περίπτωση υποβολής αιτήσεως εκ μέρους πτυχιούχου νομικής, μετά την πάροδο εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου, ο οικείος δικηγορικός σύλλογος εξετάζει αν συντρέχουν δικαιολογημένες περιστάσεις εξαιτίας των οποίων ο πτυχιούχος δεν υπέβαλε εντός του εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου του τη σχετική αίτηση. Δικαιολογημένη περίσταση αποτελεί και η άσκηση εργασίας ασυμβίβαστης προς το δικηγορικό λειτούργημα υπό την προϋπόθεση ότι ο πτυχιούχος νομικής που ζητεί την εγγραφή του στο βιβλίο ασκουμένων ασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τη λήξη του εξαμήνου μετά τη λήψη του πτυχίου του έως την υποβολή της αιτήσεως, με αντικείμενο σχετιζόμενο με τη νομική επιστήμη. Σε περίπτωση κατά την οποία ο οικείος δικηγορικός σύλλογος διαπιστώσει, μετά από ουσιαστική εκτίμηση, των προσκομιζομένων από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων περί της απασχολήσεώς του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ότι ο τελευταίος ασχολήθηκε πράγματι με συναφές προς τη νομική επιστήμη αντικείμενο, οφείλει να τον εγγράψει στο βιβλίο ασκουμένων. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 5 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει, που προβλέπει ότι η άσκηση ασυμβίβαστης εργασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη περίσταση.
6. Επειδή, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, είναι μη νόμιμη η αιτιολογική βάση απόρριψης της αίτησης του αιτούντος περί εγγραφής του στο βιβλίο ασκουμένων η οποία ερείδεται στην κριθείσα, με την απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου 3177/2007, ως αντίθετη προς το Σύνταγμα, διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 723/1977, με την οποία αποκλείεται η εγγραφή πτυχιούχου νομικής μετά την πάροδο πέντε ετών από την κτήση του πτυχίου του. Περαιτέρω, η δεύτερη αιτιολογική βάση απόρριψης της αίτησης του αιτούντος ερείδεται στο ότι αυτή υποβλήθηκε μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόκτηση του πτυχίου. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τίθεται, εν προκειμένω, το ζήτημα της αντίθεσης των διατάξεων των άρθρων 4, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 723/1977, και 5 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 723/1977, του Κώδικα Δικηγόρων, κατά το μέρος που αποκλείεται η εγγραφή πτυχιούχου νομικού τμήματος ελληνικού ή αλλοδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς πανεπιστημίου στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόκτηση του πτυχίου, εκτός αν συντρέχουν δικαιολογημένες περιστάσεις, προς τη διάταξη του εδαφίου δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την Αναθεώρηση του έτους 2001, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος με την οποία προστατεύεται η επαγγελματική ελευθερία. Ως εκ τούτου το ζήτημα αυτό πρέπει να παραπεμφθεί, κατά την διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, την οποία προσέθεσε το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και να οριστεί ως εισηγητής ενώπιον αυτής ο Σύμβουλος Μ. Βηλαράς, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 εδάφιο β΄ του π.δ. 18/1989 (ΕτΚ Α’, φ. 8).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 4, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του ν. 723/1977, και 5 παρ. 1, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 3 του ν. 723/1977, του Κώδικα Δικηγόρων στην Ολομέλεια.
Ορίζει εισηγητή τον Σύμβουλο Μ. Βηλαρά.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2011
Ο Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Γ. Σταυρόπουλος Δ. Τετράδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Απριλίου 2012.
Ο Πρόεδρος του Γ’ Τμήματος Η Γραμματέας του Γ’ Τμήματος
Δ. Πετρούλιας Δ. Τετράδη
αρατηρήσεις
Περιορισμοί ως προς την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα: απώτατα χρονικά όρια εγγραφής στα μητρώα ασκουμένων
Ι. Εισαγωγικά
Στη σχολιαζόμενη απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, τίθεται για μια ακόμη φορά το ζήτημα της συνταγματικότητας των ρυθμίσεων του Κώδικα περί Δικηγόρων [7] που ορίζουν απώτατα χρονικά όρια εγγραφής πτυχιούχων νομικών σχολών στα μητρώα ασκουμένων των Δικηγορικών Συλλόγων, εισάγοντας, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, περιορισμούς στην πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα.
Η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως κατά της άρνησης Δικηγορικού Συλλόγου να εγγράψει στα μητρώα ασκουμένων του αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας εν αποστρατεία, κάτοχο πτυχίου Νομικής, ο οποίος υπέβαλε αίτηση εγγραφής επτά έτη μετά τη λήψη του πτυχίου του. Ο Δικηγορικός Σύλλογος, δια του Διοικητικού Συμβουλίου του, απέρριψε το αίτημα, επικαλούμενος τις ρυθμίσεις του Κώδικα περί Δικηγόρων για την υποχρέωση εγγραφής των πτυχιούχων στα μητρώα ασκουμένων εντός χρονικού διαστήματος έξι μηνών [8] , το αργότερο δε εντός πενταετίας από τη λήψη του πτυχίου [9] . Tην αντισυνταγματικότητα των ως άνω ρυθμίσεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, οι οποίες περιόριζαν δυσανάλογα την επαγγελματική του ελευθερία, επικαλέστηκε ο αιτών την ακύρωση, προσβάλλοντας τη διττή αιτιολογία -περί παρέλευσης τόσο της εξάμηνης όσο και της πενταετούς προθεσμίας εγγραφής- της απορριπτικής πράξης του Δικηγορικού Συλλόγου.
Η συνταγματικότητα των ρυθμίσεων του Κώδικα περί Δικηγόρων που θέτουν απώτατα, βάσει του χρόνου κτήσης του πτυχίου, χρονικά όρια εγγραφής στα μητρώα ασκουμένων έχει απασχολήσει κατ΄ επανάληψη το Συμβούλιο της Επικρατείας, η νομολογιακή, ωστόσο, μεταχείριση των δύο αυτών χρονικών περιορισμών, του εξαμήνου (που τίθεται ως κανόνας, πλην των ρητά προβλεπόμενων εξαιρέσεων [10] ) και της πενταετίας (που ορίζεται ως απώτατο χρονικό όριο, μετά την πάροδο του οποίου απαγορεύεται απολύτως η εγγραφή), υπήρξε διαφορετική:
Σε ό,τι αφορά στο χρονικό όριο της πενταετίας, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας τάχθηκε αρχικά υπέρ της συνταγματικότητας της συγκεκριμένης ρύθμισης, αρκούμενη σε έναν έλεγχο που περιοριζόταν στη διαπίστωση ότι το μέτρο, υπαγορευόμενο από κριτήρια που ανάγονταν στην επιστημονική ικανότητα των υποψήφιων δικηγόρων και στοχεύοντας στη διασφάλιση της εξυπηρέτησης της λειτουργίας της δικαιοσύνης από πρόσωπα με επαρκή και διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα, επιβαλλόταν κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό [11] . Η νομολογία αυτή μεταστράφηκε με την απόφαση 2478/2006 του Γ΄ Τμήματος, με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ρύθμιση περί πενταετίας είναι αντισυνταγματική, στο μέτρο που επιβάλλει μη αναγκαίο περιορισμό στην επαγγελματική ελευθερία των ενδιαφερομένων να αποκτήσουν πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα [12] . Τελικά, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας [13] , στην οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση, έκρινε με την απόφαση 3177/2007 ότι ο περιορισμός της πενταετίας δεν είναι καν πρόσφορος να εξυπηρετήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό, την είσοδο, δηλαδή, στο δικηγορικό επάγγελμα «προσώπων με επιστημονική κατάρτιση και ικανότητα» [14] .
Παρά την ανωτέρω νομολογιακή εξέλιξη, η υποχρέωση εγγραφής πτυχιούχων Νομικής στα μητρώα ασκουμένων εντός χρονικού διαστήματος έξι μηνών από τη λήψη του πτυχίου έτυχε διαφορετικής αντιμετώπισης, καθώς το ίδιο (Γ΄) Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση, τελούσε σε σχέση αναλογίας με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν προσέκρουε στην επαγγελματική ελευθερία των ενδιαφερομένων να αποκτήσουν πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα [15] . Το νομολογιακό αυτό «παράδοξο» ήλθε να ανατρέψει η απόφαση 1384/2012 του Γ΄ Τμήματος [16] .
ΙΙ. Η σχολιαζόμενη απόφαση
Επικαλούμενο την κρίση της Ολομέλειας που αποφάνθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας του χρονικού περιορισμού της πενταετίας, το Γ΄ Τμήμα ασχολήθηκε, εν προκειμένω, με το ζήτημα της συνταγματικότητας του κανόνα που επιβάλλει την εγγραφή των ασκουμένων εντός προθεσμίας έξι μηνών από τη λήψη του πτυχίου [17] , αλλά και των ρυθμίσεων που επιτρέπουν την εγγραφή και μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, εφόσον συντρέχουν οι ενδεικτικά αναφερόμενοι λόγοι ή άλλες «δεδικαιολογημένες περιστάσεις» [18] .
Α) Η κρίση της πλειοψηφίας
Υιοθετώντας το σκεπτικό -και τη διατύπωση- της απόφασης 3177/2007 της Ολομέλειας, η πλειοψηφία του δικαστηρίου αποφαίνεται ότι ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί ο κανόνας του εξαμήνου ανάγεται στη «μη αποξένωση του πτυχιούχου και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε στο πανεπιστήμιο και είναι απαραίτητες για την πρακτική άσκηση που απαιτείται προς απόκτηση των ουσιαστικών προσόντων για την άσκηση τελικά του δικηγορικού λειτουργήματος» [19] . Ο σκοπός αυτός δεν δύναται να εξυπηρετηθεί, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, με την υποχρέωση εγγραφής στα μητρώα ασκουμένων εντός χρονικού διαστήματος έξι μηνών από τη λήψη του πτυχίου (ούτε με την πρόβλεψη εξαιρέσεων στον ως άνω κανόνα) και κατά τούτο η επίδικη ρύθμιση παρίσταται εμφανώς απρόσφορη. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετεί, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, μια άλλη ρύθμιση του Κώδικα περί Δικηγόρων, η πρόβλεψη υποχρεωτικής δεκαοκτάμηνης πρακτικής άσκησης και η διαδικασία γραπτών και προφορικών εξετάσεων σε νομικά μαθήματα που ακολουθεί, από την οποία και εξαρτάται τελικά ο διορισμός του ασκούμενου ως δικηγόρου [20] .
Η πλειοψηφία του δικαστηρίου στη σχολιαζόμενη απόφαση προβαίνει στη διάκριση μεταξύ άσκησης και επιλογής επαγγέλματος, θέτοντας τους περιορισμούς της δεύτερης κατηγορίας υπό αυστηρότερο έλεγχο, αφού, στην περίπτωση αυτή, «η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και διαγνώσιμη η προσφορότητα και αναγκαιότητα επιβολής ενός τέτοιου εξαιρετικού περιορισμού για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νόμο σκοπού» [21] .
Β) Η κρίση των μειοψηφιών
Κατά τη γνώμη του Προέδρου του Τμήματος και ενός Συμβούλου που μειοψήφησαν, η υποχρέωση εγγραφής στα μητρώα ασκουμένων εντός προθεσμίας έξι μηνών από τη λήψη του πτυχίου δεν είναι αντισυνταγματική, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων εισάγουν σχετικό και όχι απόλυτο περιορισμό, ο οποίος είναι δυνατό να αρθεί με την επίκληση εκ μέρους του υποψήφιου δικηγόρου των προβλεπόμενων στη νομοθεσία λόγων. Αρκεί, δηλαδή, κατά τη γνώμη αυτή, η θέσπιση της ρύθμισης με τη μορφή κανόνα που επιδέχεται εξαιρέσεων για να καταφαθεί η αναλογικότητά της.
Τέλος, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη του Εισηγητή της υπόθεσης, η επίμαχη ρύθμιση είναι καταρχήν συνταγματική, με την εξαίρεση της διάταξης που ορίζει ότι η άσκηση εργασίας ασυμβίβαστης προς το δικηγορικό επάγγελμα δεν μπορεί να εκληφθεί ως περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την υπέρβαση του εξαμήνου [22] . Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η ορθή κατά το Σύνταγμα ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων ανάγεται στην υποχρέωση του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου να εξετάζει ανά περίπτωση κατά πόσο ο υποψήφιος ασχολήθηκε κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα (από την πάροδο, δηλαδή, του εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου του, έως την υποβολή της αίτησης προς εγγραφή) με αντικείμενο συναφές προς τη νομική επιστήμη, και, εφόσον τούτο διαπιστωθεί, η εγγραφή να καθίσταται υποχρεωτική.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πλειοψηφία και οι μειοψηφίες στη σχολιαζόμενη απόφαση δεν αμφισβητούν τη συνδρομή σκοπού δημοσίου συμφέροντος, που εξυπηρετεί η ρύθμιση περί εξαμήνου. Ο σκοπός, εξάλλου, αυτός -ο οποίος, σημειωτέον, ταυτίζεται με τον σκοπό που εξυπηρετεί η ρύθμιση περί πενταετίας- προκύπτει ρητά, όπως διαπιστώνει το δικαστήριο, από την εισηγητική έκθεση του νόμου [23] . Αντίθετα, σε ό,τι αφορά στην αναλογικότητα της επίμαχης ρύθμισης, στους κόλπους του δικαστηρίου σχηματίσθηκαν τρεις διαφορετικές γνώμες: κατά την κρίση της πλειοψηφίας, η ρύθμιση είναι δυσανάλογη, καθώς παρίσταται εμφανώς απρόσφορη να εξυπηρετήσει τον σκοπό χάριν του οποίου τέθηκε? κατά την κρίση του μειοψηφούντος Προέδρου και ενός Συμβούλου, η ρύθμιση είναι αναλογική, δεδομένου ότι δεν εισάγει απόλυτο περιορισμό, αλλά αναγνωρίζει εξαιρέσεις στον κανόνα του εξαμήνου? τέλος, κατά την κρίση του μειοψηφούντος Εισηγητή, η ρύθμιση είναι αναλογική, υπό την προϋπόθεση ότι ισχύει χωρίς τον αντισυνταγματικό περιορισμό του τελευταίου εδαφίου, ειδάλλως, εισάγεται δυσανάλογος περιορισμός στην πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα.
Η θέση της πλειοψηφίας στη σχολιαζόμενη απόφαση του Γ΄ Τμήματος παρίσταται συνεπής με την κρίση της Ολομέλειας που αποφάνθηκε με την απόφαση 3177/2007 ότι η υποχρέωση εγγραφής των πτυχιούχων νομικών σχολών στα μητρώα ασκουμένων εντός πενταετούς προθεσμίας είναι αντισυνταγματική, ως «εμφανώς απρόσφορη» να εξυπηρετήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η μειοψηφία, αντίθετα, που σχηματίσθηκε από τον Πρόεδρο και έναν Σύμβουλο, εμμένει στην παλαιότερη νομολογία του Γ΄ Τμήματος, κρίνοντας την επίμαχη ρύθμιση συνταγματική, χωρίς ουσιαστικά να την υποβάλλει σε έλεγχο αναλογικότητας. Αλλά και ο Εισηγητής της υπόθεσης επιχειρεί να περισώσει τη συνταγματικότητα της ρύθμισης, περιορίζοντας την αντισυνταγματικότητα μονάχα στην πρόβλεψη αμάχητου τεκμηρίου για την περίπτωση της άσκησης επαγγέλματος ασυμβίβαστου με το δικηγορικό.
ΙΙΙ. Συμπέρασμα
Είναι εμφανής στη σχολιαζόμενη απόφαση η τάση της πλειοψηφίας του δικαστηρίου να «ευθυγραμμιστεί» η νομολογία του Γ΄ Τμήματος με την κρίση της Ολομέλειας, δεδομένου ότι δεν υφίσταται λόγος διαφορετικής νομολογιακής μεταχείρισης του χρονικού περιορισμού της πενταετίας σε σχέση με εκείνον του εξαμήνου. Η διαπίστωση αυτή δεν μεταβάλλεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από το γεγονός ότι στην περίπτωση του εξαμήνου ο ίδιος ο Κώδικας περί Δικηγόρων αναγνωρίζει εξαιρέσεις ικανές να δικαιολογήσουν την παράκαμψη του κανόνα.
Εν αναμονή της κρίσης της Ολομέλειας, οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα των χρονικών περιορισμών που τίθενται στο δικηγορικό επάγγελμα εντάσσονται σε ένα γενικότερο νομολογιακό κλίμα που υποβάλλει τους περιορισμούς που τίθενται στην πρόσβαση στο επάγγελμα σε αυστηρότερο δικαστικό έλεγχο, υπό την έννοια ότι πρέπει αυτοί να τελούν σε πρόδηλη συνάφεια με τον σκοπό που επιδιώκεται με τη θέσπισή τους. Συνιστά, πάντως, κοινό τόπο ότι ολοένα και περισσότερες ρυθμίσεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, παρωχημένες και σε μεγάλο βαθμό ανορθολογικές, παραμερίζονται από τα δικαστήρια ως αντισυνταγματικές [24] . Εναπόκειται, επομένως, στον νομοθέτη να υιοθετήσει νέες ρυθμίσεις, σύγχρονες και περισσότερο αποτελεσματικές, οι οποίες θα διασφαλίζουν πραγματικά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης μέσω της εισόδου στο δικηγορικό επάγγελμα ατόμων με «επαρκή και διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα».
Βασιλική Κόκοτα,
ΔΝ, Δικηγόρος
[ 7 ]. ΝΔ 3026/1954 (ΦΕΚ Α΄ 235), όπως τροποποιήθηκε.
[ 8 ]. Το άρθρο 4 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν 723/1977 (ΦΕΚ Α΄ 300) και στη συνέχεια με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν 1968/1991 (ΦΕΚ Α΄ 150) ορίζει ότι: «Ο πτυχιούχος οφείλει εντός εξαμήνου από της λήψεως του πτυχίου του, να ζητήση την εγγραφήν του εις ειδικόν βιβλίον του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου ασκήσεως, προσάγων το πτυχίον αυτού ως και βεβαίωσιν του παρ΄ ω ήρξατο ασκούμενος δικηγόρου. Από της εγγραφής ταύτης λογίζεται αρξαμένη η άσκησις». Η ρύθμιση αυτή ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν 723/1977, που ορίζει ότι: «Εκπρόθεσμος εγγραφή επιτρέπεται, κατ΄ εξαίρεσιν, δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και ιδίως ένεκα νόσου, στρατιωτικής υπηρεσίας, συνεχίσεως σπουδών εν τη Αλλοδαπή και ετέρων δεδικαιολογημένων περιστάσεων. Η άσκησις ασυμβιβάστου εργασίας κατ΄ ουδεμίαν περίπτωσιν δύναται να θεωρηθή ως δεδικαιολογημένη περίστασις».
[ 9 ]. Το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν 723/1977, ορίζει ότι: «Παρελθούσης πενταετίας από της λήψεως του πτυχίου αποκλείεται εγγραφή πτυχιούχου εις τα βιβλία ασκουμένων».
[ 10 ]. Οι οποίες ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα περί Δικηγόρων («νόσος», «στρατιωτική υπηρεσία», «συνέχιση σπουδών στην αλλοδαπή» και «έτερες δεδικαιολογημένες περιστάσεις»).
[ 11 ]. Ενδεικτικά ΣτΕ 308/2005 (Γ΄ Τμ.), Αρμ 2006, σ. 932 με παρατηρήσεις Ευ. Παπαδημητρίου, ΣτΕ 127/2004 (Γ΄ Τμ.), ΣτΕ 98/2004 (Γ΄ Τμ.), ΣτΕ 437/2001 (Γ΄ Τμ.), ΣτΕ 4240/1997 (Γ΄ Τμ.).
[ 12 ]. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος με την απόφαση 3924/2005 και, στη συνέχεια, στην Ολομέλεια με την απόφαση 2478/2006 της επταμελούς. Με την τελευταία κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι ο περιορισμός της πενταετίας «δεν είναι αναγκαίο[ς] σε σχέση με τον θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό της διασφαλίσεως της εισόδου στη δικηγορία προσώπων με επαρκή και διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα, ο οποίος μπορεί να εξυπηρετηθεί εξ ίσου με μέτρα που περιορίζουν λιγότερο την επαγγελματική ελευθερία, όπως, ενδεικτικώς, με τη διατήρηση της πενταετούς προθεσμίας, αλλά με την παροχή της δυνατότητας στον ενδιαφερόμενο να εγγραφεί μετά την παρέλευσή της, αν αποδείξει ότι έχει επαρκώς ενασχοληθεί με τη νομική επιστήμη κατά το χρονικό αυτό διάστημα» [η έμφαση προστέθηκε].
[ 13 ]. ΣτΕ Ολ 3177/2007, Αρμ 2008, σ. 482 με παρατηρήσεις Ευ. Παπαδημητρίου = Αρμ 2008, σ. 1239 με παρατηρήσεις Γ. Μάτσου = ΘΠΔΔ 2008, σ. 154 με παρατηρήσεις Δ. Φιλίππου. Μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας, η θέση του Γ΄ Τμήματος ως προς την αντισυνταγματικότητα του συγκεκριμένου περιορισμού κατέστη πάγια, βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 509/2009 και ΣτΕ 1146/2010.
[ 14 ]. ΣτΕ Ολ 3177/2007, ό.π.: «…δεν διαπιστώνεται όμως, κατά τρόπο εμφανή, η προσφορότητα της επιδίκου ρυθμίσεως, δηλαδή του απολύτου κωλύματος εγγραφής πτυχιούχου νομικού τμήματος στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την κτήση του πτυχίου του, ως προς την εξυπηρέτηση του νομοθετικού σκοπού της διασφαλίσεως εισόδου στη δικηγορία προσώπων με επιστημονική κατάρτιση και ικανότητα». Στη γνώμη της πλειοψηφίας αντιτάχθηκε μειοψηφία του Προέδρου και έξι Συμβούλων που υποστήριξαν ότι το μέτρο «αποτελεί συνταγματικώς επιτρεπτό περιορισμό του δικαιώματος επιλογής και ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, που προστατεύει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, εφ` όσον…ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό και υπαγορεύεται από κριτήρια που ανάγονται στην επιστημονική ικανότητα των υποψηφίων δικηγόρων και διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης από πρόσωπα με επαρκή και διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα» [η έμφαση προστέθηκε].
[ 15 ]. ΣτΕ 2140/2008 (Γ΄ τμ.), ΘΠΔΔ 2009, σ. 1104 με παρατηρήσεις Σπ. Μπαλατσούκα = Δ/νη 2009, σ. 1191. Με όμοιο σκεπτικό η ΣτΕ 2365/2010 (Γ΄ τμ.).
[ 16 ]. Στο μεταξύ, με την παραπεμπτική απόφαση 2464/2010, με την οποία η υπόθεση οδηγήθηκε στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος που αποφάνθηκε με τη σχολιαζόμενη απόφαση, η μειοψηφία του δικαστηρίου είχε κρίνει ότι «ο επίμαχος περιορισμός δεν παρίσταται εμφανώς πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού και, επομένως, οι πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις αντίκεινται…στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία προστατεύεται και η επαγγελματική ελευθερία». Η πλειοψηφία, ωστόσο, του δικαστηρίου είχε αποφανθεί υπέρ της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, με το σκεπτικό ότι αυτές «εξυπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, εισάγοντας σχετικό και όχι απόλυτο περιορισμό της ελευθερίας πρόσβασης στο επάγγελμα του δικηγόρου ο οποίος μπορεί να αρθεί για έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 5 παρ. 1 λόγους, τους οποίους μπορεί, εκάστοτε, να επικαλείται ο πτυχιούχος νομικής σχολής, στην προκείμενη δε περίπτωση ο αιτών δεν επικαλέσθηκε ενώπιον της Διοίκησης ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου κάποιον από τους ανωτέρω λόγους που θα δικαιολογούσε την άρση του τιθέμενου περιορισμού» [η έμφαση προστέθηκε].
[ 17 ]. Άρθρο 4 του Κώδικα περί Δικηγόρων.
[ 18 ]. Άρθρο 5 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων.
[ 19 ]. ΣτΕ 1384/2012 (πλειοψ.).
[ 20 ]. Άρθρα 6-18 του Κώδικα περί Δικηγόρων.
[ 21 ]. ΣτΕ Ολ. 3177/2007, ό.π.
[ 22 ]. Άρθρο 5 παρ. 1 εδ΄ τελευταίο του Κώδικα περί Δικηγόρων: «Η άσκησις ασυμβιβάστου εργασίας κατ’ ουδεμίαν περίπτωσιν δύναται να θεωρηθή ως δεδικαιολογημένη περίστασις».
[ 23 ]. Ν 723/1977, οι ρυθμίσεις του οποίοι αντικατέστησαν τις επίμαχες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων.
[ 24 ]. Η ρύθμιση του Κώδικα περί Δικηγόρων για την υποχρέωση εγγραφής στα μητρώα ασκουμένων εντός χρονικού διαστήματος πενταετίας δεν έχει καταργηθεί μέχρι σήμερα, παρά την απόφαση 3177/2007 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που την έκρινε μη ε