ΕΣ 1779/12, Ι τμ., Εκπαιδευτική άδεια υπαλλήλου νπδδ, προυποθέσεις καταβολής προσαύξησης 75%- αχρεωστήτως λαβών καταλογισμός ισχυρισμός καλοπιστίας , κρίσιμος χρόνος προβολής της οικονομικής αδυναμίας η συζήτηση .

Ε.Σ

Αριθμ. 1779/2012, Ι Τμήματος
Περίληψη: Προϋποθέσεις καταβολής προσαύξησης 75% στις αποδοχές υπαλλήλου νπδδ κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής του άδειας. Προϋποθέσεις εφαρμογής αρχών χρηστής και εύρυθμης διοίκησης.

Πρόεδρος: Ευστάθιος Ροντογιάννης, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Κωνσταντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος Επικρατείας

I. Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση της 2437/2008 πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του εκκαλούντος, υπαλλήλου του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών …, κλάδου Τ.Ε. Νοσηλευτών, αφού έγινε δεκτό ότι συντρέχει στο πρόσωπό του καλοπιστία και οικονομική αδυναμία, το ποσό των 4.000 ευρώ, αντί του ποσού των 12.622,83 ευρώ, που είχε προταθεί με την, από 27.3.2008, έκθεση της 13ης Υπηρεσίας Επιτρόπου (Τμήμα Α΄) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεώστητα, κατά το χρονικό διάστημα από 2.12.2005 έως 31.3.2007, ως προσαύξηση αποδοχών ποσοστού 75% λόγω χορήγησης εκπαιδευτικής άδειας για τη συμμετοχή του σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών της «Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας». Η έφεση αυτή, για την άσκηση της οποίας έχει κατατεθεί το προσήκον παράβολο (βλ. το … Σειράς Α ειδικό έντυπο παραβόλου του Ελληνικού Δημοσίου), έχει ασκηθεί παραδεκτά, πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της, παρά τη δικονομική απουσία του εκκαλούντος, ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και δήλωσε ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσής του (άρθρα 16, 27 και 65 π.δ. 1225/1981).
II. Στο άρθρο 58 του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υ-παλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ Α΄ 19), ορίζεται ότι: «1. Για τη συμμετοχή του σε προγράμματα μετεκπαίδευσης και προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, ο υπάλληλος δικαιούται να ζητήσει άδεια υπηρεσιακής εκ-παίδευσης. (…) 2. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης χορηγείται από τον αρμόδιο υπουργό ή από τη διοίκηση του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου και μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου (…) 4. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαί-δευσης δεν μπορεί να υπερβεί τη διετία. Σε περίπτωση φοίτησης σε προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών διάρκειας δύο (2) ετών ή εκπόνησης διδακτορικής διατριβής, η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης δεν μπορεί να υπερβεί τα τρία (3) ή τα τέσσερα (4) χρόνια, αντίστοιχα (…) 5. Ο υπάλληλος, στον οποίο χορηγείται άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης, λαμβάνει τις αποδοχές του. Στους υπαλλήλους που χορηγείται άδεια για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο εσωτερικό παρέχονται αποδοχές αυξημένες κατά 15%. Μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου μπορεί να χορηγηθούν αποδοχές αυξημένες έως και 75% (…)». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι οι υπάλληλοι του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. δικαιούνται να λάβουν άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης προκειμένου να συμμετάσχουν σε προγράμματα μετεκπαίδευσης ή προγράμματα μετα-πτυχιακής εκπαίδευσης. Η άδεια αυτή χορηγείται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο εξαρτάται από τη διάρκεια του προγράμματος που έχει ε-πιλέξει ο υπάλληλος, είναι όμως συνεχής και ενιαία, με την έννοια ότι χορη-γείται εξαρχής για το σύνολο του χρόνου που, κατά τον αντίστοιχο οδηγό σπουδών, απαιτείται για την ολοκλήρωση του προγράμματος. Για το χρονικό αυτό διάστημα ο υπάλληλος απομακρύνεται από την υπηρεσία του και αφο-σιώνεται στην εκπαίδευσή του, επιστρέφει δε στην υπηρεσία μετά την ολο-κλήρωση των σπουδών του. Κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής άδειας, όταν αυτή έχει δοθεί για το εσωτερικό, ο υπάλληλος, δικαιούται αποδοχές αυξημένες κατά 15% και, μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, αυξημένες έως και 75%, για την αντιμετώπιση των εξόδων που ανακύπτουν κατά την πραγματοποίηση των σπουδών του και εξαιτίας αυτών. Αντίθετα, δεν δικαιούνται αυξημένες κατά τα ανωτέρω αποδοχές οι υπάλληλοι, οι οποίοι, χωρίς να απομακρύνονται από την υπηρεσία τους, λαμβάνουν άδεια για να συμμετέχουν σε προγράμματα μετεκπαίδευσης ή μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, που πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα (ορισμένες ημέρες την εβδομάδα ή το μήνα) με συγκεκριμένη κάθε φορά διάρκεια φοίτησης (βλ. Απόφ. 2716/2010 I Τμ. Ελ.Συν., Πράξεις I Τμ. Ελ.Συν. 62, 110, 238/2008 και Πρακτικά I Τμ. 29ης Συν./24.10.2006, Θέμα Α΄, 18ης Συν./ 3.7.2007, Θέμα Ε΄, 23ης Συν/13.8.2007, Θέμα Α΄).
III. Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. σχετ. Ολομ. Ελ. Συν. 2309/1994, 144/1996, 1453/2006, 1114/2007, I Τμ. 2623/2006, 2217, 2391/2008, 905/2010, 2716/2010 κ.ά.), η αναζήτηση, μετά πάροδο ικανού χρόνου, χρηματικών ποσών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα για αποδοχές ή συντάξεις, αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, στην περίπτωση που αυτοί που έλαβαν τα ποσά βρίσκονταν σε καλή πίστη όσον αφορά στην είσπραξή τους, η δε επιστροφή τους δημιουργεί σ’ αυτούς απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες, με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης των ίδιων και των οικογενειών τους. Σε περίπτωση σωρευτικής συνδρομής των ως άνω προϋποθέσεων, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά των αποδοχών ή της σύνταξης δεν αναζητούνται ή αναζητούνται εν μέρει, εφόσον η οικονομική κατάσταση του λαβόντος επιτρέπει την επιστροφή μέρους αυτών. Εξάλλου, ως κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη στο πρόσωπο του καταλογισθέντος της, υπό την ανωτέρω έννοια, οικονομικής αδυναμίας, θεωρείται ο χρόνος παροχής της αιτούμενης έννομης προστασίας, δηλαδή ο χρόνος της πρώτης επί της ουσίας συζήτησης της επίδικης υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 807/1997, I Τμ. 2457/2011, 2619/2006, 869/1999, IV Τμ. 1567/2011).
ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ΔΥ2α/Γ.Π.οικ.33965/17.5.2005 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εγκρίθηκε η πραγματοποίηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (Ε.Σ.Δ.Υ.) δύο Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Ειδίκευσης στη Δημόσια Υγεία και Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας για τους υπαλλήλους των φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης των ΔΥΠΕ και άλλων δημόσιων υγειονομικών φορέων και υπηρεσιών, και οργανισμών κοινωνικής φροντίδας, των περιοχών Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας για το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2007. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση «τα μαθήματα θα γίνονται σε μηνιαία τριήμερα πρωινά σεμινάρια (…) διάρκειας 24 ωρών (3 ημέρες Χ 8 ώρες/ημέρα). Η διδασκαλία των μαθημάτων ολοκληρώνεται σε 24 μήνες και το τελευταίο τετράμηνο αφορά στην εκπόνηση διπλωματικής εργασίας (…). Η συμμετοχή των επιλεγέντων υπαλλήλων στα προγράμματα είναι υποχρεωτική και συνεπάγεται την αποδέσμευσή τους από τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους σε αυτά (μηνιαία τριήμερα πρωινά σεμινάρια Πέμπτη έως και Σάββατο)». Με την ΔΥ2α/Γ.Π.οικ.113964/30.11.2005 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εγκρίθηκε, μεταξύ άλλων, η συμμετοχή στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας» και του Π.Χ., υπαλλήλου του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «…», κλάδου ΤΕ Νοσηλευτικής. Ακολούθως, το Διοικητικό Συμβούλιο του ως άνω Νοσοκομείου στην 6η συνεδρίαση του της 2ης Μαρτίου 2006 χορήγησε, σύμφωνα με την 13/2.12.2005 απόφαση του Α΄ Κοινού Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου, στον υπάλληλο αυτό άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης τριών (3) ημερών μηνιαίως και για δύο (2) έτη και προσαύξηση 75% στις αποδοχές του. Με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι η προσαύξηση αποδοχών που έλαβε ο ως άνω υπάλληλος, και ήδη εκκαλών, για το χρονικό διάστημα από 2.12.2005 έως 31.3.2007, κατά το οποίο βρισκόταν σε εκπαιδευτική άδεια, συνολικού ποσού 12.622,83 ευρώ, ήταν καταρχήν μη νόμιμη. Και τούτο, διότι η φοίτησή του στο σχετικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης δεν ήταν συνεχής και ενιαία, δοθέντος ότι αυτός εξακολουθούσε να παρέχει τις υπηρεσίες του κανονικά και να απομακρύνεται από τη θέση του μόνο τρεις ημέρες το μήνα. Πλην, όμως, το Κλιμάκιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εκκαλών ήταν καλόπιστος, δοθέντος ότι η προσαύξηση του μισθού του έγινε μετά την έκδοση της απόφασης της 6ης συνεδρίασης της 25ης Μαρτίου 2006 του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, καθώς και ότι συνέτρεχαν λόγοι οικονομικής αδυναμίας επιστροφής του συνόλου των αχρεωστήτως εισπραχθέντων προσαυξημένων αποδοχών, περιόρισε τον εις βάρος του καταλογισμό στο ποσό των 4.000,00 ευρώ.
V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η άδεια που χορηγήθηκε στον εκκαλούντα δεν είχε την έννοια της «άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης» του άρθρου 58 του ν. 2683/1999, όπως ορθά κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, καθόσον η φοίτησή του στο συγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών της «Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας» δεν ήταν συνεχής και ενιαία, ο ίδιος δε δεν απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του κατά τη διάρκεια των σπουδών του, αλλά αντίθετα εξακολουθούσε να παρέχει κανονικά τις υπηρεσίες του απουσιάζοντας από τη θέση του μόνο δύο (2) εργάσιμες ημέρες το μήνα (Πέμπτη και Παρασκευή). Επομένως, η καταβολή σ’ αυτόν της επίμαχης προσαύξησης για το ανωτέρω χρονικό διάστη¬μα είναι μη νόμιμη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λόγου έφεσης. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εσφαλμένα υπέλαβε ότι το μεταπτυχιακό πρόγραμμα που παρακολούθησε δεν είχε το χαρακτήρα μεταπτυχιακού προγράμματος, αλλά σεμιναρίου. Τούτο διότι ο επίδικος καταλογισμός στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η εκπαιδευτική άδεια που έλαβε ο εκ-καλών δεν ήταν συνεχής και ενιαία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 58 του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Υπαλληλικού Κώδικα, ανεξαρτήτως της φύσης του επίμαχου εκπαιδευτικού προγράμματος. Τέλος, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι πρέπει να γίνει άρση του γενόμενου εις βάρος του καταλογισμού, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης, διότι καλόπιστα εισέπραττε την επίδικη προσαύξηση αποδοχών και τελεί σε οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του προσκομίζει α) εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2005, 2006, 2007 και 2008, από τα οποία προκύπτει ότι το φορολογητέο εισόδημά του, που προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες, κατά τα έτη αυτά ανήλθε στο ποσό των 19.313,85 – 19.874,96 – 29.435,58 και 25.374,68 ευρώ, αντίστοιχα, β) βεβαίωση μισθοδοσίας μηνός Μαΐου 2009, σύμφωνα με την οποία οι καθαρές πληρωτέες αποδοχές του κατά το μήνα αυτό ανήλθαν στο ποσό των 1.399,74 ευρώ, καθώς και γ) τα, από 14.5.2009 και 15.5.2009, έγγραφα των τραπεζών «…» και «…» αντίστοιχα, από τα οποία προκύπτει ότι έχει λάβει καταναλωτικά δάνεια, για την εξόφληση των οποίων καταβάλλει συνολικά το ποσό των 259,07 ευρώ μηνιαίως. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει καταρχήν ότι συντρέχει καλή πίστη στο πρόσωπο του εκκαλούντος, δοθέντος ότι η χορήγηση της επίδικης προσαύξησης αποδοχών έγινε κατόπιν προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου. Πλην, όμως, από τα προσκομιζόμενα ως άνω οικονομικά στοιχεία δεν προκύπτει ότι η οικονομική του κατάσταση έχει μεταβληθεί ουσιωδώς από το έτος 2009 και ότι η επιστροφή από αυτόν του ποσού των 4.000,00 ευρώ, όπως περιορίστηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, θα του επιφέρει σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσής του. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει στο πρόσωπο του εκκαλούντος, κατά τον κρίσιμο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, χρόνο της συζήτησης της επίδικης υπόθεσης (6.3.2012), οικονομική αδυναμία ικανή να δικαιολογήσει την άρση του επιβληθέντος εις βάρος του καταλογισμού, κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, απορριπτομένου ως αναπόδεικτου του προβαλλόμενου ισχυρισμού. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.