ΣτΕ 3280/1992, Ολομ., ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ, ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΣΕ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

Αριθμός 3280/1992

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 1992 με την εξής σύνθεση : Χ. Φατούρος,Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων, που είχαν κώλυμα, Φ.Κατζούρος, Γ. Κουτνατζής, Τ. Κούνδουρος, Γ. Γραίγος, Γ. Κουβελάκης, Κ.Γ. Χαλαζωνίτης, Λ. Οικονόμου, Γ. Δεληγιάννης, Ν. Παπαδημητρίου, Π. Παραράς, Π.Ζ. Φλώρος, Π. Χριστόφορος, Μ. Βροντάκης,Σ. Χαραλαμπίδης, Θ.Χατζηπαύλου, Γ. Παναγιωτόπουλος, Φ. Στεργιόπουλος, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Κ. Μενουδάκος, Γ. Ανεμογιάννης, Σ. Ρίζος, Σύμβουλοι, Ε. Αναγνωστοπούλου, Ε. Αντωνόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

Γ ι α να δικάσει την από 25 Ιουλίου 1985 αίτηση, η οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της 3216/1990 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να επιλύσει το εις την απόφαση αυτή αναφερόμενο ζήτημα :

τ ο υ Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Αναστ. Γεωργίου (Α.Μ. 2561), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κ α τ ά της Ευτυχίας Μαλάνου, κατοίκου Πειραιώς, οδός Ανακού αρ. 64, Κερατσίνι,η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ιδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η 4636/1985 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Ο εισηγητής Σύμβουλος Ν. Ντούβας, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την οποία καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα υπ’ αριθ. 7672088-89/85 του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (σχετικά γραμμάτια υπ’ αριθ. 303006 και 483250),ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 4636/1985 αποφάσεως του τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της υπ’ αριθ. 321/1983 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Κεραμεικού. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτή σχετική ένσταση της αναιρεσιβλήτου και χαρακτηρίσθηκε το επισυμβάν σ’ αυτήν την 13.12.1982, κατά την διάρκειαν απεργίας, ατύχημα ως εργατικόν.

2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν παραπομπής του Α Τμήματος, υπό επταμελή σύνθεση, με την υπ’αριθ. 3216/1990 απόφαση αυτού.

3. Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 8, παρ. 4 και 34, παρ. 1 του αν.ν. 1846/1951 (179), προκύπτει ότι ως εργατικό ατύχημα,για την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος χωρίς να απαιτείται η συμπλήρωση χρονικών προϋποθέσεων, θεωρείται παν βίαιον συμβάν, από το οποίο προκλήθηκε θάνατος του ασφαλισμένου ή αναπηρία αυτού και το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, τελεί δε προς την εργασία αμέσως ή εμμέσως σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος (Σ.τ.Ε. 227/87, 2717/82 κ.α.). Εργατικό δε ατύχημα,κατά την έννοια των ασφαλιστικών τούτων διατάξεων, αποτελεί και το επισυμβάν σε ασφαλισμένο βίαιο γεγονός κατά τη διάρκεια απεργίας,εφ’όσον βεβαίως το γεγονός τούτο σχετίζεται με την εντός των νομίμων πλαισίων άσκηση του δικαιώματος της απεργίας,προστατευομένου και κατοχυρωμένου ειδικώς από τη διάταξη του άρθρου 23, παράγρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και από τη σχετική, με το αυτό περιεχόμενο,διάταξη του άρθρου 19, παρ. 1, περίπτ.α’ του ν.1264/1982, ΦΕΚ 79 Α’.Κατά τη διάρκεια δε της κατ’ αυτό τον τρόπο ασκουμένης απεργίας πρέπει, κατά την έννοια των ιδίων ως άνω ασφαλιστικών διατάξεων, να θεωρηθή ότι εξακολουθεί υφισταμένη η εργασιακή σχέση μεταξύ του απεργούντος μισθωτού και του εργοδότη του, αφού με την απεργία επιδιώκεται η βελτίωση και όχι η λύση της σχέσεως αυτής. Και τούτο διότι άλλως το ανωτέρω δικαίωμα δεν θα μπορούσε ν ασκηθή ευχερώς.

Κατά την άποψη όμως δέκα μελών του Δικαστηρίου και του ενός των Παρέδρων, το κατά την διάρκεια απεργίας επισυμβαίνον σε ασφαλισμένο του Ιδρύματος βίαιο γεγονός δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ως εργατικό ατύχημα, διότι, κατά τους ορισμούς του νόμου (άρθρ. 8, παράγρ. 4 και 34, παρ. 1 του αν.ν. 1846/1951), το βίαιο συμβάν, δια να χαρακτηρισθή ως εργατικό ατύχημα,πρέπει να λάβει χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της εκτελέσεως της εργασίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σε περίπτωση απεργίας.

Περαιτέρω δε, κατά την ειδικώτερη άποψη τριών από τα μειοψηφήσαντα μέλη του Δικαστηρίου, το βίαιο συμβάν, το επελθόν σε απεργούντα ασφαλισμένο κατά την διάρκεια ομαδικής παρουσίας απεργών εις τον τόπο της εργασίας, δεν αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, εργατικό ατύχημα και διότι η ομαδική παρουσία απεργών στον τόπο εργασίας αποτελεί ενέργεια υπερβαίνουσα τα όρια της ενασκήσεως του δικαιώματος της απεργίας.
4. Επειδή, εν προκειμένω, όπως δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσίβλητη, ασφαλισμένη του Ιδρύματος, υπέβαλε στο Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Κεραμεικού δήλωση ατυχήματος στην οποία ανέφερε ότι την 13.12.1982, ημέρα Δευτέρα και ώρα 10 π.μ. στον περίβολο του εργοστασίου “Βιομηχανία μπισκότων και ειδών διατροφής Ε. Παπαδοπούλου Α.Ε.” στο οποίο εργαζόταν, κτυπήθηκε από
συνάδελφό της στην κεφαλή και την κοιλιακή χώρα κατά την διάρκεια απεργίας. Ο αρμόδιος ιατρός του Ι.Κ.Α., ο οποίος την εξέτασε, διαπίστωσε θλάση της κοιλίας και των γεννητικών οργάνων, καθώς επίσης ζάλη και κεφαλαλγία, λόγω ξυλοδαρμού, ο δε Διευθυντής του Ι.Κ.Α., με την υπ αριθμ. 741/1983 απόφασή του, χαρακτήρισε το ατύχημα της ασφαλισμένης ως εκτός εργασίας ατύχημα, λόγω μη υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ατυχήματος. Εξ αφορμής ενστάσεως της ασφαλισμένης αναιρεσιβλήτου ενώπιον της Τ.Δ.Ε., προσκομίσθηκε αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων του ΙΗ’ Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών, στο οποίο αναφέρεται ότι κατά την ως άνω ημερομηνία και ώρα 9.30′, ενώ οι εργάτες της βιομηχανίας, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσίβλητη Ευτυχία Μαλάνου, απεργούσαν, άγνωστος γυναίκα, βλέποντας την εν λόγω εργαζομένη να συμμετέχη στην απεργία στην είσοδο του εργοστασίου, επετέθη εναντίον της και την εκτύπησε στην κοιλία και στα πόδια με αποτέλεσμα να πέση στο έδαφος και να ποδοπατηθή από άλλους εργάτες. Το συμβάν αυτό χαρακτηρίσθηκε ως εργατικό ατύχημα, με την υπ’ αριθ. 321/1983 απόφαση της Τ.Δ.Ε., με την αιτιολογία ότι η παθούσα ασφαλισμένη βρισκόταν στην διάθεση της επιχειρήσεως, ώστε να αναλάβη εργασία οιαδήποτε στιγμή και ότι με την απεργία
επιδιωκόταν όχι η λύση της εργασιακής σχέσεως, αλλά η “ισχυροποίησή” της. Κατά της αποφάσεως αυτής της Τ.Δ.Ε. ο αρμόδιος Διευθυντής του Ι.Κ.Α. άσκησε προσφυγή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, ισχυριζόμενος ότι εν προκειμένω δεν στοιχειοθετείται η έννοια του εργατικού ατυχήματος, διότι κατά την διάρκεια της απεργίας λείπει ο δεσμός εξαρτήσεως του εργαζομένου από τον εργοδότη του. Εν όψει των γενομένων δεκτών πραγματικών τούτων περιστατικών ως προς τις συνθήκες τραυματισμού της αναιρεσίβλητης ασφαλισμένης, τα οποία δεν αμφισβήτησε και το Ιδρυμα, δηλ. ότι ο τραυματισμός της συνεπεία επιθέσεως έλαβε χώρα στον περίβολο του εργοστασίου, όπου η αναιρεσίβλητη εργαζόταν, και κατά τον χρόνο που συμμετείχε με άλλους συναδέλφους της σε νομίμως κηρυγμένη απεργία του προσωπικού του εργοστασίου και λόγω ακριβώς της συμμετοχής της στην απεργία αυτή, το διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι το συμβάν στην εν λόγω ασφαλισμένη ατύχημα,
τελούσε σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την επαγγελματική απασχόληση αυτής και ήταν εργατικό ατύχημα, διότι το δικαίωμα της απεργίας κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και το νόμο, η άσκηση δε αυτού αποβλέπει στην διασφάλιση των οικονομικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά τη διάρκεια της απεργίας διακόπτεται η εργασιακή σχέση του απεργού με τον εργοδότη του και συνεπώς, ό,τι συμβεί στον εργαζόμενο κατά την διάρκεια και εξ αφορμής της απεργίας, μέσα στον ευρύτερο χώρο της εργασίας του, έχει άμεση και σαφή σχέση με την εργασία του. Κρίνοντας έτσι το διοικητικό πρωτοδικείο, ότι δηλ. το
υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες επελθόν στην αναιρεσίβλητη βίαιο συμβάν αποτελεί εργατικό ατύχημα, ορθά, κατ’ αρχήν, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, ανεξαρτήτως των ειδικοτέρων αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και η υπό κρίση αίτηση του Ιδρύ-
ματος, με την οποία υποστηρίζεται ότι δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η έννοια του εργατικού ατυχήματος, εφ’ όσον κατά την διάρκεια της απεργίας αναστέλλεται η ενέργεια των συνεπειών της εργασιακής συμβάσεως και, συνεπώς, ο μισθωτός δεν υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση, διακόπτεται δε η ασφαλιστική υποχρέωση του εργοδότη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την υπό κρίσιν αίτηση, και

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 1992

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας