ΕΣ 446/12,Ολομ., ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΙΚΑ, ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΕΙΑΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ (Α. 46 ΠΔ 774 ΚΑΙ 68 ΚΝΕΣ)

ΕΣ Ολομ

446/2013
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουνίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου (εισηγήτρια), Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης, Χριστίνα Ρασσιά, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης και Αγγελική Μαυρουδή, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Θεοχάρης Δημακόπουλος και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Γεώργιος Βοΐλης, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ :  Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για  να δικάσει την από 14.3.2009 (αριθμ. κατάθ. 112/17.3.2009) για αναίρεση της 351/2008 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Κωνσταντίνου Ψαχούλια του Δημητρίου, κατοίκου Πατρών (οδός Καρατζά αρ. 72), ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Επαμεινώνδα Τριαντόπουλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 11944).
Κ α τ ά   του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που εδρεύει στο Κατάστημα αυτού (οδός Βουρνάζου 4 και Τσόχα, Αθήνα), ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Κ α τ ά    του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα  και
Κ α τ ά   του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), νομίμως εκπροσωπουμένου, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Άγγελου Κατσίμπα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 9038).
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 351/2008 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή η από 4.11.2004 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για καταλογισμό του ήδη αναιρεσείοντος λόγω θετικής ζημίας, που προξένησε, υπό την ιδιότητά του ως ελεγκτή ιατρού του ΙΚΑ, στο Ίδρυμα από υπαιτιότητά του κατά την άσκηση των καθηκόντων του και καταλογίσθηκε ο ανωτέρω με το συνολικό ποσό των 43.976,50 ευρώ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον Ανδρέα Καπερώνη, υπέρ του Ιδρύματος αυτού.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του IV Τμήματος, καθόσον αφορά τον αναιρεσείοντα.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη αυτής.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ο οποίος ομοίως ζήτησε την απόρριψη της αίτησης  και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος   πρότεινε την απόρριψη αυτής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Νικόλαο Αγγελάρα και τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη, Άννα Λιγωμένου, Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και Γεωργία Τζομάκα που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Μαυρουδή που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :

Ι.    Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση, κατά το μέρος που αφορά τον ήδη
αναιρεσείοντα, της 351/2008 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως αναπτύσσεται παραδεκτώς με το από 10.6.2011 υπόμνημα και για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο (βλ. το με α.α. 2706/17.3.2009 Σειράς ΣΤ΄ 63231480 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ της Α΄ ΔΟΥ Αθηνών),  έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Συνεπώς, μετά και την τήρηση της νόμιμης προδικασίας, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτή λόγων αναίρεσης, κατά τα ως κατωτέρω ειδικότερον εκτιθέμενα, παρισταμένων όλων των διαδίκων.
ΙΙ.   Με την πληττόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η από 4.11.2004 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για καταλογισμό του ήδη αναιρεσείοντος λόγω θετικής ζημίας, που προξένησε, υπό την ιδιότητά του ως ελεγκτή ιατρού του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ήδη ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), στο Ίδρυμα από υπαιτιότητά του σε βαθμό τουλάχιστον βαριάς αμέλειας κατά την άσκηση των καθοριζόμενων από το π.δ. 67/2000 και τις κατ’ εφαρμογή αυτού εκδοθείσες εγκυκλίους του ΙΚΑ καθηκόντων του και ειδικότερα διά της θεώρησης πλημμελώς εκδοθεισών συνταγών φαρμακευτικών σκευασμάτων προς ασφαλισμένες του Ιδρύματος και καταλογίσθηκε αυτός με  το συνολικό ποσό των 43.976,50 ευρώ, αλληλεγγύως  και εις ολόκληρον με τον Ανδρέα Καπερώνη, υπέρ του ως άνω Ιδρύματος. Ήδη ο αναιρεσείων με την ένδικη αίτησή του ζητεί την εξαφάνιση της πληττόμενης απόφασης, κατά το μέρος που τον αφορά, προβάλλοντας ως λόγους αναίρεσης αυτής, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του αναιρετηρίου από το παρόν Δικαστήριο                    α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη έννομη σχέση ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 10 και 46 του π.δ/τος 774/1980 (Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου), 2 παρ. 1 και 38 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ, που κυρώθηκε με το                ν. 2683/1999, του π.δ/τος 67/2000 και της Γ55/325/23.8.2000 εγκυκλίου του ΙΚΑ περί υποχρεώσεων θεραπόντων και ελεγκτών ιατρών του ΙΚΑ, ειδικότερα δε εσφαλμένη υπαγωγή των δεκτών γενόμενων από το δικάσαν Τμήμα πραγματικών περιστατικών στις νομικές έννοιες της υπαιτιότητας και δη της βαρείας αμέλειας αυτού και της ζημίας του ΙΚΑ  και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας υπό την ειδικότερη αιτίαση της ανεπαρκούς αιτιολογίας, κατά το μέρος που i) απέρριψε σιγή τους προβληθέντες ενώπιον του Τμήματος ισχυρισμούς του περί ευθύνης και των επιτροπών ελέγχου, καθώς και των αρμοδίων υπηρεσιών του ΙΚΑ που διενεργούν τον τελικό έλεγχο των υποβαλλομένων λογαριασμών των φαρμακοποιών και ii) δεν έλαβε υπόψη προσαχθέντα ενώπιον του Τμήματος και επικληθέντα αποδεικτικά έγγραφα και συγκεκριμένα το 251/2005 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και την Γ11-ΥΣΒ-12-26.1.2007 απαλλακτική απόφαση του Πειθαρχικού Τμήματος του ΙΚΑ.
ΙΙΙ.   Το π.δ. 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» ορίζει, στο άρθρο 46, στην παρ. 10, ότι : «Ασχέτως προς την κατά το άρθρον 38 του Νομοθετικού Δ/τος 496/1974 ευθύνην των υπολόγων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, πας υπάλληλος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Δημόσιος υπάλληλος, υπηρετών υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα εις Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, ευθύνεται και υποχρεούται εις ανόρθωσιν πάσης ζημίας τούτων, προελθούσης εκ δόλου ή αμελείας αυτού περί την εκτέλεσιν των υπό του ως άνω Νομοθετικού Διατάγματος και άλλων ειδικών διατάξεων ανατιθεμένων αυτώ καθηκόντων. Επί της ευθύνης ταύτης αποφαίνεται το Ελεγκτικόν Συνέδριον κατά τας διατάξεις του παρόντος» και στην παρ. 5 ότι «Επί της κατά το παρόν άρθρον ευθύνης δικάζει το Ελεγκτικόν Συνέδριον τη αιτήσει του παρ’ αυτώ Γενικού Επιτρόπου ενεργούντος είτε κατόπιν εντολής του οικείου Υπουργού είτε οίκοθεν, εφ’ όσον η ευθύνη προκύπτει εκ των υπ’ όψει του Ελεγκτικού Συνεδρίου υποβαλλομένων κατά τον νόμον στοιχείων». Συναφώς, στο άρθρο 38 παρ. 1 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 (Α΄ 19) και εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 αυτού και επί των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ., ορίζεται ότι : «1. Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. ……». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι οι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, εάν ζημίωσαν το νομικό πρόσωπο κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, ευθύνονται έναντι αυτού προς ανόρθωση κάθε θετικής ζημίας, εφόσον η ζημιογόνος συμπεριφορά τους αποδίδεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Βαρεία αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη στις συναλλαγές στοιχειώδης επιμέλεια του κοινού και συνηθισμένου ανθρώπου, την οποία αξιώνει ο νόμος από όλους τους ανθρώπους μέσα στον κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας αυτών, η δε εκτροπή από τους κανόνες της απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλειας είναι ιδιαιτέρως μεγάλη και ασυνήθιστα σοβαρή, σε αντίθεση με την ελαφρά αμέλεια. Για την εξακρίβωση του είδους και του βαθμού υπαιτιότητας του ζημιώσαντος, το Ελεγκτικό Συνέδριο ερευνά, αφενός μεν τις κατά την πράξη ή παράλειψη αυτού υφιστάμενες αντικειμενικές περιστάσεις, από τις οποίες θα κριθεί αν καταβλήθηκε απ’ αυτόν η σε κάθε μετρίως συνετό και ευσυνείδητο άνθρωπο επιβαλλόμενη από τις ίδιες περιστάσεις επιμέλεια, με βάση τους νομικούς κανόνες (διατάξεις νόμου, οργανισμούς ή κανονισμούς κ.λπ.) και της κοινής κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρας και λογικής, αφετέρου δε οι προσωπικές του ζημιώσαντος (υποκειμενικές) περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, από τις οποίες θα κριθεί αν αυτός μπορούσε να καταβάλει την, κατά τα ανωτέρω, επιβεβλημένη σε κάθε μέσο συνετό και κοινωνικό άνθρωπο επιμέλεια. Περαιτέρω, κατά την αξιολογική κρίση, που γίνεται σε περίπτωση ζημίας, προκειμένου να διακριβωθεί σε ποιο βαθμό υπάρχει υπαιτιότητα του υπαλλήλου, θεμελιωτική αστικής ευθύνης αυτού έναντι του νομικού προσώπου, δεν πρέπει η συμπεριφορά του να συγκρίνεται μόνο προς τα ληπτέα σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και τα διδάγματα της κοινής πείρας μέτρα, αλλά και να εξετάζεται αν τα εν λόγω μέτρα, αυτά καθ’ εαυτά, ήταν από τη φύση τους πρόσφορα και ποσοτικώς επαρκή, ώστε αν λαμβάνονταν από τον υπάλληλο, να απέτρεπαν τη ζημία, καθώς επίσης και αν η λήψη των μέτρων αυτών ήταν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και ιδίως με τα διαθέσιμα σ’ αυτόν μέσα, εφικτή. (ΕΣ Ολομ. 1349/1989, 1051/1995, 1328/2008). Η ύπαρξη δόλου ή βαρείας αμέλειας ως στοιχεία της αξίωσης του νομικού προσώπου για αποζημίωση έναντι του ζημιώσαντος υπαλλήλου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ενώ, περαιτέρω, αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του ανωτέρω είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της δόλιας ή αμελούς συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης) αυτού και της επελθούσας ζημίας (Ολομ. ΕΣ 1776/1997, 1688/2011). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, θετική ζημία ν.π.δ.δ., που πρέπει να αποκατασταθεί από τον υπάλληλο που την προξένησε, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, συνιστά η ελάττωση της υφιστάμενης (κινητής ή ακίνητης) περιουσίας του νομικού προσώπου, είτε ως μείωση του ενεργητικού, είτε ως αύξηση του παθητικού αυτής (Ολομ. ΕΣ 2331/2011). Για τη συνδρομή δε των προϋποθέσεων της αστικής ευθύνης του υπαλλήλου και τον καταλογισμό του με τη θετική ζημία που προξένησε αποφαίνεται το Ελεγκτικό Συνέδριο, ύστερα από αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, η εσφαλμένη δε υπαγωγή των διαπιστωθέντων από το αρμόδιο Τμήμα πραγματικών περιστατικών στις έννοιες της αμέλειας και ζημίας, που είναι κρίση νομική, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολ. ΕΣ 1688/2011).
ΙV.  Σύμφωνα με το άρθρο 115 περίπτ. β΄ του π.δ/τος 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (βλ. και άρθρο 58 παρ. 1 π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου»), αίτηση αναιρέσεως ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά οριστικών αποφάσεων των Τμημάτων αυτού ασκείται, πλην άλλων λόγων και για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας από το δικάσαν Τμήμα, δηλαδή παράβαση κάποιου από τους δικονομικούς εκείνους κανόνες που έχουν ταχθεί για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της απονομής της δικαιοσύνης. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας στοιχειοθετείται, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη με την αίτηση αναιρέσεως απόφαση του Τμήματος διαλαμβάνει ανεπαρκή αιτιολογία για το λόγο ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν εκτίμησε το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία του δικανικού συλλογισμού και την εξαγωγή του δικανικού του συμπεράσματος προσαχθέν ενώπιόν του έγγραφο αποδεικτικό μέσο, του οποίου έγινε από το διάδικο ρητή επίκληση προς απόδειξη ουσιώδους του ισχυρισμού.
V.  Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Κατά το από 29.5.2003 πόρισμα έρευνας για φάρμακα υποβοήθησης γονιμότητας στη χωρική αρμοδιότητα της Νομαρχιακής Μονάδας Υγείας Πάτρας, της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Υπηρεσιών Υγείας του ΙΚΑ, διαπιστώθηκε ότι φαρμακευτικές αγωγές που χορηγήθηκαν κατά το διάστημα 2000 – 2002 από τους γυναικολόγους ιατρούς του ΙΚΑ Ανδρέα Καπερώνη και Κωνσταντίνο Βασιλόπουλο, με διάγνωση «αδένωμα υπόφυσης», «ωοθηκική ανεπάρκεια», «πρόκληση ωορρηξίας», «ανωοθηλακιορρηξία», «πρωτογενής στειρότης», «ενδομητρίωση», αφορούσαν στο μέγιστο ποσοστό τους συγκαλυμμένη χορήγηση φαρμάκων για εξωσωματική γονιμοποίηση κατά παράκαμψη της εφαρμοζόμενης από το ΙΚΑ διαδικασίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το 12/27.8.2003 πόρισμα ένορκης διοικητικής εξέτασης της Διευθύντριας του τοπικού υποκαταστήματος ΙΚΑ Πύργου, κατά το διάστημα από 1.1.2002 μέχρι 31.12.2002, οι θεράποντες ιατροί του ΙΚΑ Πάτρας Ανδρέας Καπερώνης και Κωνσταντίνος Βασιλόπουλος εξέδωσαν 56 συνταγές σε ασφαλισμένες του Ιδρύματος για φάρμακα υψηλού κόστους που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο εξωσωματικής γονιμοποίησης, κατά παράβαση των σχετικών ρυθμίσεων. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις παραλείφθηκε ο έλεγχος ταυτοπροσωπίας του προσώπου που αναγραφόταν στο προσκομιζόμενο ασφαλιστικό βιβλιάριο με το πρόσωπο για το οποίο χορηγούνταν η συνταγή. Επίσης, οι ανωτέρω θεράποντες δεν επιχειρούσαν ιδία διάγνωση, αντίθετα αντέγραφαν το περιεχόμενο γνωματεύσεων ή βεβαιώσεων προερχόμενων από δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα ή άλλα ιδιωτικά κέντρα. Επιπλέον, η αναγραφόμενη στις χορηγηθείσες συνταγές διάγνωση δεν στηριζόταν σε παρακλινικές εξετάσεις που οι ανωτέρω ως θεράποντες όφειλαν να συστήσουν, καθώς είτε δεν είχαν προηγηθεί παρακλινικές εξετάσεις είτε, όσες είχαν προηγηθεί, έγιναν σε άλλους φορείς χωρίς να έχουν συστηθεί από αυτούς, ως θεράποντες ιατρούς. Επιπροσθέτως, διαπιστώθηκε ότι επανειλημμένα οι ίδιοι ιατροί δεν ανέγραφαν στα ατομικά ασφαλιστικά βιβλιάρια τη διάγνωση ή τη συνταγή φαρμάκων που χορηγούσαν. Περαιτέρω, ο ήδη αναιρεσείων, ελεγκτής ιατρός κατά τον κρίσιμο χρόνο στο Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ Ζαρουχλέϊκων, κατά την εξέτασή του κατέθεσε ότι επειδή ήταν επιφορτισμένος με πολλά αντικείμενα έκανε μόνο δειγματοληπτικό έλεγχο σχετικά με το αν τα φάρμακα αναγράφονταν στο ασφαλιστικό βιβλιάριο των ασφαλισμένων, ότι δεν του είχε δοθεί τιμοκατάλογος φαρμάκων, ώστε να γνωρίζει τα «αναντικατάστατα», τα «εκτός λίστας» και «υψηλού κόστους» και ότι λόγω της πληθώρας των συνταγών που ήταν αρμόδιος να θεωρεί καθημερινά, δεν έλεγχε αν η συνταγή ενέπιπτε στις εκτελεστέες «στο φαρμακείο του ΙΚΑ». Επίσης, θεωρούσε συνταγές που είχε εκδώσει ο Ανδρέας Καπερώνης χωρίς ο τελευταίος να έχει εξετάσει τους ασφαλισμένους, αντιγράφοντας γνωματεύσεις ή συνταγές που είχαν εκδοθεί από την Πανεπιστημιακή Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημίου του Ρίου με συνηθέστερη τη διάγνωση «αδένωμα υπόφυσης – ωοθηκική ανεπάρκεια», χωρίς, μάλιστα, αυτές να επισυνάπτονται στην εκδιδόμενη από τον ιατρό του ΙΚΑ συνταγή. Όπως προέκυψε α) από την κατάσταση ασφαλισμένων στην οποία καταγράφονται οι συνταγές, οι ιατροί που τις εξέδωσαν, η διάγνωση και η δαπάνη με την οποία επιβαρύνθηκε το ΙΚΑ και οι ασφαλισμένοι για τα χορηγηθέντα ανά συνταγή φάρμακα, σε συνδυασμό β) με τη συγκεντρωτική κατάσταση των εκτελεσθεισών κατά έτος και ανά ασφαλισμένο συνταγών καθώς και γ) από ακριβή φωτοτυπικά αντίγραφα των κρίσιμων συνταγών : κατά τα έτη 2000 – 2002 ο Ανδρέας Καπερώνης εξέδωσε και ο Κων/νος Ψαχούλιας (αναιρεσείων) θεώρησε συνταγές φαρμάκων στις ακόλουθες ασφαλισμένες του ΙΚΑ : Αλεξοπούλου Ολυμπία τρεις (3) συνταγές ποσού 76.172 δρχ., Ανδρικοπούλου Βασιλική δώδεκα (12) συνταγές ποσού 2.242.028 δρχ. και 954,38 €, Ανδρικοπούλου Θεοδώρα μία (1) συνταγή, ποσού ΙΚΑ  499,99 €, Αντιγόνη Αργυροπούλου δύο (2) συνταγές, ποσού ΙΚΑ 317.567 δρχ., Αγγελοπούλου Θεοδώρα μία (1) συνταγή, ποσού ΙΚΑ 66.948 δρχ., Αλεξανδρή Παναγιώτα, τρεις (3) συνταγές ποσού 335.126 δρχ., Αλεξανδρή Μαρία, δύο (2) συνταγές, ποσού 324.964 δρχ., Βαλσάμη Σταυρούλα, δύο (2) συνταγές ποσού 942,75 €, Βασιλοπούλου Μαρία, τέσσερις (4) συνταγές ποσού 3.449,79 €, Βόσου Ελένη, δύο (2) συνταγές, ποσού 946,29 €, Γιαννοπούλου Διονυσία, μία (1) συνταγή ποσού 76.172 δρχ., Γιαννοπούλου Χαρίκλεια, δύο (2) συνταγές ποσού 445.654 δρχ., Δελδήμος Ιωάννης, μία (1) συνταγή ποσού 344,59 €, Δόξα Αθηνά μία (1) συνταγή ποσού 507,52 €, Δραγατογιάννη Μάρθα, μία (1) συνταγή 229,57 €, Ζαχαροπούλου Παναγιώτα, δύο (2) συνταγές ποσού 907,40 €, Θεοδωροπούλου Χρυσάνθη μία (1) συνταγή ποσού 147.820 δρχ., Θεοδόση Ευσταθία, πέντε (5) συνταγές ποσού 311.097 δρχ. και 453,44 €, Κανελλοπούλου Αναστασία, μία (1) συνταγή ποσού 222.786 δρχ., Καραγιάννη Ασημίνα, μία (1) συνταγή ποσού 147.820 δρχ., Καρακατσάνη – Ζαφειροπούλου Γεωργία, ποσού 267.406 δρχ., Καράνταλη Νικολίτσα, δύο (2) συνταγές ποσού 1.067,84 €, Καρβούνη Βασιλική, μία (1) συνταγή ποσού 476,89 €, Κατσιπόδου Σωτηρία, μία (1) συνταγή, ποσού 883,96 €, Κοζανιτά Κασσιανή πέντε (5) συνταγές ποσού 2874,74 €, Κοτζαμανίδη Ειρήνη, μία (1) συνταγή, ποσού 162.482 δρχ., Κουτσονίκα Αρετή, μία (1) συνταγή ποσού 149.988 δρχ., Μανδρούκα Σπυριδούλα, δύο (2) συνταγές ποσού 1.084,53 €, Μαριάτου Αναστασία μία (1) συνταγή ποσού 50.780 δρχ.,  Μητσοπούλου Ευθυμία, δύο (2) συνταγές ποσού 147.818 δρχ., Μούση Αθανασία, τέσσερις (4) συνταγές ποσού 392.515 δρχ. και 494,20 €, Μπέρδε Ευαγγελία, μία (1) συνταγή ποσού 151.825 δρχ., Νιάχου Βασιλική, δύο (2) συνταγές ποσού 332.593 δρχ., Νικολοπούλου Σταυρούλα, οκτώ (8) συνταγές ποσού 1.060.331 δρχ., Νιφόρα Φωτεινή, μία (1) συνταγή ποσού 147.820 δρχ., Παναγιωτουνάκου Μαρία, τέσσερις (4) συνταγές ποσού 1.494,77 €, Σουμσκάια Ζινάϊντα, δύο (2) συνταγές ποσού 635,84 €, Σταυροπούλου Αθανασία, δύο (2) συνταγές ποσού 953,78 €, Σωτηροπούλου Αγγελική, δύο (2) συνταγές ποσού 300.226 δρχ., Τσάφου Αγγελική, τρεις (3) συνταγές ποσού 664,32 €, Τσοβόλου Σπυριδούλα, μία (1) συνταγή ποσού 500,29 €, Χρυσανθακοπούλου Αγγελική μία (1) συνταγή ποσού 490,21 €, δηλαδή συνταγές συνολικού ποσού 43.976,5 € (7.877.938 δρχ., ήτοι ευρώ 23.119,40 + 20.857,1 €). Τα ποσά που απαριθμούνται αντιστοιχούν αποκλειστικά στο καθαρό ποσό κατά το οποίο (σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στις συνταγές ποσά σε συνδυασμό και με τα λοιπά προαναφερόμενα στοιχεία) η δαπάνη για την προμήθεια των φαρμάκων επιβάρυνε το ΙΚΑ, δηλαδή στα ποσά που προκύπτουν μετά από αφαίρεση από το συνολικό κόστος των φαρμάκων, του ποσού με το οποίο συμμετείχαν οι ασφαλισμένοι στη δαπάνη για την προμήθειά τους. Οι εν λόγω συνταγές φέρουν διάγνωση «αδένωμα υπόφυσης» ή «ωοθηκική ανεπάρκεια» ή «πρόκληση ωορρηξίας» ή «ανωοθηλακιορρηξία», «πρωτογενής στειρότης», «ενδομητρίωση» ή συνδυασμό αυτών. Στις συνταγές αυτές, επιπλέον, δεν επισυνάπτονται τα απαιτούμενα (και προσηκόντως συνταγμένα) έγγραφα περί «αναντικατάστατου» ή «υψηλού κόστους» ή «εκτός λίστας» των χορηγηθέντων φαρμάκων. Επιπλέον, οι θεράποντες ιατροί του ΙΚΑ Ανδρέας Καπερώνης και Κωνσταντίνος Βασιλόπουλος προέβησαν σε συνταγογράφηση φαρμάκων σε ασφαλισμένους του ΙΚΑ παραλείποντας την υποχρέωσή τους να διαγνώσουν την ασθένεια για την οποία χορηγούσαν την εκάστοτε φαρμακευτική αγωγή. Αντ’ αυτού, για τη συνταγογράφηση στηρίζονταν σε γνωματεύσεις και παρακλινικές εξετάσεις σε δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα και συγκεκριμένα κατά κύριο λόγο στην γυναικολογική – μαιευτική κλινική του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου του Ρίο ή σε άλλα ιδιωτικά ιατρικά κέντρα υποβοήθησης της αναπαραγωγής. Οι ασθενείς ασφαλισμένοι ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων γυναίκες που παρουσίαζαν προβλήματα τεκνοποίησης και σε αρκετές περιπτώσεις εφέρετο ότι αυτές είχαν υποβληθεί σε αγωγές υποβοήθησης της αναπαραγωγής, απευθυνόμενες σε άλλους ιατρούς, όχι στους θεράποντες του ασφαλιστικού τους φορέα, δηλαδή του ΙΚΑ. Ωστόσο, για την οικονομική διευκόλυνσή τους, δεδομένου του υψηλού κόστους των φαρμάκων που έπρεπε να τους χορηγηθούν, απευθύνονταν στους καθ’ ων η κριθείσα από το δικάσαν Τμήμα αίτηση θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι αντέγραφαν τις συνταγές που συνιστούσαν οι πραγματικοί θεράποντες ιατροί και εξυπηρετούσαν τις ασφαλισμένες, οι οποίες με τη διαδικασία αυτή προμηθεύονταν φάρμακα ιδιαίτερα υψηλού κόστους, μεταφέροντας το κόστος τους στο ΙΚΑ. Με αυτό τον τρόπο, έκρινε το Τμήμα, δεν πιστοποιούνταν προσηκόντως ότι έπασχαν από νόσημα ή πάθηση για τα οποία ελάμβαναν τα φάρμακα, καθώς οι ιατροί του ΙΚΑ ανέγραφαν στη συνταγή πάθηση που οι ίδιοι δεν είχαν διαγνώσει με εξέταση των ασφαλισμένων. Δεδομένου δε, έκρινε περαιτέρω το Τμήμα, ότι η συνταγογράφηση φαρμάκων γίνεται από τους θεράποντες ιατρούς, αφού οι τελευταίοι προβούν, όπως επιβάλλεται, σε έλεγχο (κλινικό ή παρακλινικό) του ασθενούς, δεν ασκεί επιρροή αν άλλος ιατρός είχε διαγνώσει ορισμένη πάθηση, ακόμα και αν η διάγνωση προερχόταν από ιατρό δημόσιου νοσοκομείου. Και αυτό για τον επιπλέον λόγο ότι ακόμα και αν η διάγνωση περιεχόταν σε δημόσιο έγγραφο, αποτελεί ιατρική κρίση και όχι ενέργεια στην οποία προέβη ο βεβαιών ιατρός ή σε γεγονός που συνέβη ενώπιόν του, οπότε και μόνο η αποδεικτική ισχύς του δημοσίου εγγράφου θα ήταν δεσμευτική. Επομένως, η δεσμευτική δύναμη των γνωματεύσεων ή άλλων εγγράφων προερχόμενων από δημόσιο νοσοκομείο που ανέφεραν ορισμένη διάγνωση σε σχέση με ασφαλισμένο του ΙΚΑ, εκτεινόταν μόνο μέχρι το ότι πράγματι οι υπογράφοντες ιατροί είχαν προβεί σε διάγνωση με συγκεκριμένο περιεχόμενο κατά το χρόνο που έφερε το έγγραφο που εξέδωσαν και αυτή η δεσμευτικότητα δεν κατελάμβανε τους θεράποντες ιατρούς. Για τη χορήγηση φαρμάκων από τους ιατρούς του ΙΚΑ, κατέληξε το Τμημα, επιβαλλόταν κάθε φορά να βεβαιώνεται από τους ίδιους ότι η προσερχόμενη προς εξέταση ασφαλισμένη (ή ασφαλισμένος) έπασχε και για τη θεραπεία ήταν απαραίτητη η λήψη των συγκεκριμένων φαρμάκων, ώστε το νομικό πρόσωπο – ασφαλιστικός τους οργανισμός που επιβαρυνόταν με το κόστος των παροχών ασθενείας, να αποκτά ιδία γνώση. Επομένως, κατά την κρίση του Τμήματος, τα φάρμακα που χορήγησαν οι θεράποντες ιατροί αποσκοπούσαν στη θεραπεία παθήσεων και προβλημάτων υγείας τα οποία δεν είχαν διαπιστωθεί από τους ανωτέρω, ως θεράποντες ιατρούς, κατά την επιβαλλόμενη, από τις ισχύουσες για την παροχή ιατρικής περίθαλψης από το ΙΚΑ ρυθμίσεις, διαγνωστική διαδικασία. Στο βαθμό δε που τα φάρμακα, για τα οποία εκδόθηκαν οι συνταγές προς τις παραπάνω ασφαλισμένες, χορηγήθηκαν στο πλαίσιο φαρμακευτικής αγωγής υποβοήθησης της αναπαραγωγής και συγκεκριμένα εξωσωματικής γονιμοποίησης ακολουθούμενης από αυτές, παραβιάσθηκαν και οι οικείες, αυστηρές ρυθμίσεις που διέπουν το ΙΚΑ. Επομένως, η επιβάρυνση του ΙΚΑ με το κόστος των φαρμάκων που χορηγήθηκαν με τις προαναφερόμενες συνταγές συνιστά ζημία, κατά την κρίση του Τμήματος, διότι δεν προηγήθηκε η προσήκουσα διάγνωση, επιπλέον μάλιστα, επανειλημμένα, δεν βεβαιωνόταν η ταυτοπροσωπία μεταξύ του ασθενούς, για τον οποίο χορηγούνταν τα φάρμακα, και του εκάστοτε δικαιούχου, άμεσα ή έμμεσα ασφαλισμένου, των παροχών, ενώ οι ως άνω συνταγές δεν συνοδεύονταν από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά περί «αναντικατάστατου» ή «υψηλού κόστους» ή «εκτός λίστας». Το ύψος δε της ζημίας που προκάλεσαν στο ΙΚΑ αντιστοιχεί στο ποσό κατά το οποίο το ΙΚΑ επιβαρύνθηκε με το κόστος των πλημμελώς συνταγογραφηθέντων φαρμάκων. Οι ελεγκτές ιατροί θεώρησαν τις συνταγές που εκδόθηκαν από τους προαναφερόμενους ιατρούς, προς θεραπεία παθήσεων οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν πιστοποιούνταν με τα οικεία δικαιολογητικά (δελτία παραπομπής, εξετάσεις και αντίστοιχες διαγνώσεις) και από συναφείς, αναλυτικές καταχωρήσεις στα βιβλιάρια υγείας, ενώ συγχρόνως δεν βεβαιώνονταν η ταυτότητα των φερόμενων ως ασθενών και ασφαλισμένων του ΙΚΑ, για τους οποίους θεωρούσαν τα φάρμακα. Επομένως, και ο ήδη αναιρεσείων, ως ελεγκτής ιατρός, κατά το Τμήμα, αν και είχε υποχρέωση να μη θεωρήσει και να μην προωθήσει και επιτρέψει την εκτέλεση των ανωτέρω πλημμελώς εκδοθεισών συνταγών, θεώρησε αυτές με αποτέλεσμα να προκαλέσει από κοινού με τους θεράποντες ιατρούς, Ανδρέα Καπερώνη και Κωνσταντίνο Βασιλόπουλο, ζημία σε βάρος του ΙΚΑ κατά το ποσό των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για την προμήθεια των φαρμάκων που συνταγογραφήθηκαν πλημμελώς. Επέδειξε δε τουλάχιστον βαρεία αμέλεια κατά τη θεώρηση των συνταγών, καθώς όφειλε, λόγω της θέσης του, και είχε τη δυνατότητα, κατά τον έλεγχο που ασκούσε, να διαπιστώσει τις πλημμέλειες των κρίσιμων συνταγών, ζητώντας από τους ασφαλισμένους, ή ακόμα και από τους θεράποντες ιατρούς τα επιβαλλόμενα δικαιολογητικά. Εξάλλου, ο ήδη αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον του Τμήματος τους ακόλουθους ισχυρισμούς, οι οποίοι κρίθηκαν απορριπτέοι ως ειδικότερον : α) ότι είχε αυξημένες αρμοδιότητες και υποχρεώσεις λόγω των θέσεων που κατείχε, ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να ασκεί προσηκόντως τα καθήκοντά του ως ελεγκτή, ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι η ανάληψη υποχρεώσεων που απορρέουν από διάφορες θέσεις δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωσή του να ασκεί δεόντως τα καθήκοντα κάθε θέσης, περιλαμβανομένης και αυτής του ελεγκτή, ούτε αποτελεί λόγο άρσης της αντίστοιχης ευθύνης του, β) από εγκύκλιο του έτους 2003 προκύπτουν οι αρμοδιότητές του ως ελεγκτή, με την αιτιολογία ότι κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο η εγκύκλιος αυτή δεν ίσχυε, επομένως τα συναγόμενα από αυτή δεν θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν για τον προσδιορισμό των καθηκόντων του κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 – 2002 εντός του οποίου θεώρησε πλημμελώς συνταγές, γ) το ΙΚΑ δεν είχε δώσει τιμοκατάλογο των κυκλοφορούντων φαρμάκων, ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι ο ανωτέρω ως ελεγκτής είχε υποχρέωση για να ασκήσει τις αρμοδιότητές του που απορρέουν από το π.δ. 67/2000, να αναζητήσει όλα τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα προς αυτό, ανεξάρτητα από τις ενέργειες άλλων υπηρεσιακών οργάνων που ενδεχομένως θα συντελούσαν και θα τον επικουρούσαν σε αυτό. Σε περίπτωση δε που από το ΙΚΑ δεν είχαν εκδοθεί τα απαιτούμενα έγγραφα όφειλε να απέχει από την άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων που προϋπέθεταν την ύπαρξη των εγγράφων αυτών. Άλλωστε δε, ο ανωτέρω ισχυρισμός του έρχεται, κατά το Τμήμα, σε αντίθεση με το ότι η κοστολόγηση των φαρμάκων γινόταν από τους φαρμακοποιούς, καθώς οι τελευταίοι δεν κοστολογούσαν τα φάρμακα που χορηγούσαν κατά βούληση, αλλά στηρίζονταν στις ισχύουσες σχετικές αποφάσεις, άλλων οργάνων, περιλαμβανομένων και των οργάνων του ΙΚΑ που είχαν τη σχετική αποφασιστική αρμοδιότητα, δ) μόνο οι θεράποντες ήταν αρμόδιοι και υπεύθυνοι για την εξέταση των ασθενών και τον έλεγχο των συνταγών, ως προδήλως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι ναι μεν οι θεράποντες είναι αρμόδιοι να εξετάζουν τους ασθενείς και να προβαίνουν σε διάγνωση στην οποία αντιστοιχούν τα φάρμακα που χορηγούν, ωστόσο στο πλαίσιο των ελεγκτικών τους καθηκόντων οι ελεγκτές βεβαιώνονται ότι οι θεράποντες έχουν ενεργήσει τα παραπάνω όπως προβλέπεται, και προς αυτό συντείνει ο έλεγχος του ασφαλιστικού βιβλιαρίου και των συνοδευόντων τη συνταγή εξετάσεων και δελτίων παραπομπής, ε) κατά τη θεώρηση δεν γνώριζε το ψευδές περιεχόμενο των συνταγών, ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι, και αληθής υποτιθέμενος, δεν αίρει τη βαρεία αμέλεια που επέδειξε κατά τον έλεγχό τους, στο πλαίσιο του οποίου όφειλε και μπορούσε να διαπιστώσει τις πλημμέλειες που υπήρχαν κατά τη συνταγογράφηση των φαρμάκων, στ) η αίτηση καταλογισμού πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν αποδεικνύεται ότι οι διαγνώσεις ήταν πλασματικές, ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι, και αληθής υποτιθέμενος, από τα στοιχεία του φακέλου αποδεικνύεται ότι οι διαγνώσεις έπασχαν κατά το ότι δεν έγιναν κατά την προβλεπόμενη διαδικασία ούτε στηρίχθηκαν στα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ζ) για τις πλημμέλειες των συνταγών ευθύνονται και οι επιτροπές ελέγχου των συνταγών, ως αλυσιτελής, με την αιτιολογία ότι αυτό δεν ασκεί επιρροή στις υποχρεώσεις του εν λόγω ιατρού ως ελεγκτή, η) οι λογαριασμοί που υπέβαλαν οι φαρμακοποιοί προς τελικό έλεγχο εγκρίθηκαν, ομοίως ως αλυσιτελής, διότι αυτό δεν αίρει τις πλημμέλειες του καθ’ ου κατά τη θεώρηση της συνταγογράφησης και το γεγονός ότι από τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν προκλήθηκε ζημία στο ΙΚΑ, διότι το τελευταίο υποβλήθηκε μη νόμιμα σε δαπάνες, θ) από εγκύκλιο προβλέπεται ότι τα φάρμακα για την πρόκληση εξωσωματικής γονιμοποίησης χορηγούνται και από ιδιωτικά φαρμακεία, με την αιτιολογία ότι δεν ασκεί επιρροή, καθώς η πρόκληση της ζημίας εν προκειμένω αποδίδεται σε επάλληλες πλημμέλειες πέραν της παραβίασης των ρυθμίσεων για τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης και ι) ότι δεν ενήργησε αμελώς, ως αόριστος. Κατόπιν απόρριψης των ανωτέρω ισχυρισμών του ήδη αναιρεσείοντος το δικάσαν Τμήμα κατέληξε στη μερική παραδοχή της ένδικης αίτησης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και τον καταλογισμό του ανωτέρω με το ποσό των 43.976,50 ευρώ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον Ανδρέα Καπερώνη, υπέρ του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ήδη με την ένδικη αίτησή του ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας υπό την ειδικότερη αιτίαση της ανεπαρκούς αιτιολογίας, κατά το μέρος που δεν έλαβε καθόλου υπόψη της και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, αφενός μεν το 251/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του και αφετέρου την Γ11-ΥΣΒ-12-26.1.2007 απαλλακτική για τον ίδιο απόφαση του Πειθαρχικού Τμήματος του ΙΚΑ, τα οποία είχε προσάγει και επικαλεστεί ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη συνολική επισκόπηση του από 21.3.2007 υπομνήματός του, που κατατέθηκε ενώπιον του IV Τμήματος κατά την εκδίκαση της αίτησης καταλογισμού σε βάρος του και το οποίο ως διαδικαστικό έγγραφο της δίκης ερευνάται αναιρετικά, ο αναιρεσείων είχε προσάγει ως σχετικά του φακέλου με αριθ. 4 και 5 αντίστοιχα και επικαλεστεί προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού του περί έλλειψης υπαιτιότητάς του ως προς την επέλευση της ζημίας του ΙΚΑ τόσο το 251/2005 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, όσο και την Γ11-ΥΣΒ-12-26.1.2007 απαλλακτική απόφαση του Πειθαρχικού Τμήματος του ΙΚΑ. Κατά την έκδοση όμως της πληττόμενης απόφασης, όπως προκύπτει από το ως άνω εκτεθέν περιεχόμενο αυτής, δεν ελήφθησαν καθόλου υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν από το Τμήμα με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου τα ως άνω προσαχθέντα από τον ήδη αναιρεσείοντα έγγραφα στοιχεία, με αποτέλεσμα η απόφαση αυτή να παρίσταται, καθόσον τον αφορά, ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Κατ’ ακολουθία, το δικάσαν Τμήμα υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και πρέπει, για το λόγο αυτό, κατά παραδοχή ως βασίμου του δεύτερου λόγου αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον ήδη αναιρεσείοντα και να διαταχθεί η απόδοση στον ανωτέρω του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρα 59 π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ/τος 1225/1981 και 57 παρ. 3 ν. 3659/2008).
VI.  Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να διαταχθεί η αναπομπή της υπόθεσης στο εκδόν αυτή IV Τμήμα προς νέα εξέταση αυτής υπό διαφορετική σύνθεση (άρθρο 116 εδάφ. β΄ π.δ. 1225/1981). Τέλος, ως προς το αίτημα του αναιρεσείοντος για επιδίκαση της δικαστικής του δαπάνης, καθόσον αφορά το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, τούτο είναι νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, αφού αυτός είναι εκ του νόμου μη δικαιούχος διάδικος (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 1688/2011), ως προς δε τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγούν εν όλω από τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ. 1 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με άρθρο 123 π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την από 14.3.2009 αίτηση του Κωνσταντίνου Ψαχούλια του Δημητρίου για αναίρεση της 351/2008 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση καθόσον αφορά τον αναιρεσείοντα.
Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης.
Αναπέμπει την υπόθεση στο IV Τμήμα προς νέα εξέταση αυτής υπό διάφορο σύνθεση.
Απαλλάσσει εν όλω τους αναιρεσίβλητους Ελληνικό Δημόσιο και ΙΚΑ –  ΕΤΑΜ από τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις  23 Νοεμβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ    Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ    ΒΑΣΙΛΙΚΗ  ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ
   
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις  8 Φεβρουαρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ    ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ