ΑΕΔ 14/13, ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΣΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΗΔΗ ΕΧΟΥΝ ΚΡΙΘΕΙ ΜΕ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΦΟΣΟΝ ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ, ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΔΗΜ. ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΕΔ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 14/2013
Είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η ρύθμιση από το νομοθέτη με νέους κανόνες δικαίου, και κατά τρόπο διαφορετικό, εννόμων σχέσεων που έχουν γεννηθεί και δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί βάσει διατάξεων προϊσχυσάντων κανόνων δικαίου, ακόμη και αν οι έννομες σχέσεις ή τα δικαιώματα κρίνονται ενώπιον των δικαστηρίων ή έχουν αναγνωρισθεί με τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν ρυθμίζουν μεμονωμένη σχέση. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται από τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26, 94 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, με τα οποία κατοχυρώνονται οι αρχές της ισότητας, της διάκρισης των λειτουργιών, του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελούν τα κατά τα άρθρα 94 και 95 ασκούμενα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας ένδικα μέσα της προσφυγής ουσίας και της αίτησης ακύρωσης, η θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων, που καταλαμβάνουν εκκρεμείς επί προσφυγών ουσίας ή αιτήσεως ακύρωσης δίκες και επηρεάζουν την έκβασή τους, είναι δε δυνατόν να συνεπάγονται ακόμη και την άρση της συνταγματικής υποχρέωσης ή τον περιορισμό της Διοίκησης για συμμόρφωσή της προς ήδη εκδοθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές είναι γενικής εφαρμογής, υπαγορεύονται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν προσβάλλουν τον πυρήνα και την ουσία του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, σεβόμενες την αρχή της αναλογικότητας. Επιτακτικό δε λόγο γενικού συμφέροντος συνιστά και η προστασία της εθνικής οικονομίας με την εξασφάλιση της συνέχισης της λειτουργίας κρίσιμων γι’ αυτήν επιχειρήσεων με τις οποίες διατηρείται το παραγωγικό δυναμικό της Χώρας και απασχολείται μεγάλος αριθμός εργαζομένων. Συντρέχουν όλες οι κατά ως άνω προϋποθέσεις που καθιστούν συνταγματικώς επιτρεπτή τη ρύθμιση του άρθρου 28 του ν. 2685/1999, με το οποίο απλώς καθορίζονται οι συνέπειες των κατά παράβαση διατάξεων της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ συντελεσθεισών αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου των υπαχθεισών στο ν. 1386/1983 και το π.δ. 861/1975 εταιρειών («προβληματικών επιχειρήσεων»), που συνίστανται το μεν στην διατήρηση της εγκυρότητας των από τις κατά τα άνω αυξήσεις προελθουσών μετοχών, το δε στην αναγνώριση δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης στους τυχόν θιγόμενους από τις αυξήσεις αυτές παλαιούς μετόχους των εν λόγω εταιρειών.
Το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, μη ανεχόμενο χάριν της ασφαλείας του δικαίου την ύπαρξη αντιθέτων αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων ως προς το ζήτημα της ουσιαστικής συνταγματικότητας των αυτών διατάξεων τυπικού νόμου, δεν τάσσει ως πρόσθετη προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιοδοσίας του ΑΕΔ και την ταυτότητα των συνταγματικών διατάξεων, εν σχέσει προς τις οποίες πρέπει να υπάρχει ρητή αντίθετη κρίση των αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων. Συνεπώς, ανακύπτει αμφισβήτηση, κατά την έννοια του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, ως προς τη συνταγματικότητα της ίδιας διάταξης τυπικού νόμου, από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2685/1999 αντίκειται στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος και απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία έγινε ρητώς δεκτό ότι η ίδια διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 26 παράγραφοι 1-3 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος.     

Αριθμός 14/2013
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
 
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Παναγιώτη Πικραμμένο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, (κωλυομένου του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Γεωργίου Καλαμίδα, Προέδρου του Αρείου Πάγου), ως Πρόεδρο, Ιωάννη Καραβοκύρη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ελισσάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων), Αναστάσιο Γκότση, α΄ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους, Παναγιώτη – Κίμωνα Ευστρατίου), Αικατερίνη Χριστοφορίδου, β΄ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους Δημητρίου Αλεξανδρή), Παναγιώτα Καρλή, Συμβούλους της Επικρατείας, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αρεοπαγίτη, Βασιλική Καλαντζή – Εισηγήτρια, Σύμβουλο της Επικρατείας, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Πάσσο, α΄ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους Βασιλείου Λυκούδη), Αρεοπαγίτες, Δημήτριο Μανιώτη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης, α΄ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους Νικολάου – Μιχαήλ Αλιβιζάτου, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), Ευάγγελο Βασιλακάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, β΄ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους Χρήστου Κούσουλα, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), ως μέλη, και το Γραμματέα Γρηγόριο Ψύλλια.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 11 Μαΐου 2011, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) Αλεξάνδρου Κεφάλα, 2) Βασιλείου Κεφάλα, κατοίκων Κηφισιάς, 3) των κληρονόμων του Αντωνίου Γιαννουλάτου: α) Μαίρης – Μαρίας Γιαννουλάτου, κατοίκου Π. Ψυχικού, β) Γεωργίου Γιαννουλάτου, κατοίκου Κηφισιάς, γ) Αθανασίου Γιαννουλάτου, κατοίκου Γλυφάδας, δ) Βασιλείου Φωτήλα και ε) Μαρίας Φωτήλα, κατοίκων Γλυφάδας, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 2564).
ΚΑΘΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και ήδη Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον Δημήτριο Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, 2) του Ελληνικού Δημοσίου ως ειδικού διαδόχου του Οργανισμού Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, το οποίο παραστάθηκε με τον ως άνω Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 3) της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία « ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ Α.Ε. » , η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη – Διονύσιο Φιλιώτη, (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 4026).
ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ υπέρ των καθών και κατά των αιτούντων: εταιρείας με την επωνυμία « ΚΕΡΑΦΙΝΑ Ανώνυμος Βιομηχανική – Εμπορική και Τουριστική Εταιρεία » , που εδρεύει στην Καλλιθέα και παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γλυκερία Σιούτη, (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 8698) και Χρήστο Μυλωνόπουλο, (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 8883).
ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ υπέρ των αιτούντων και κατά των καθών και της ως άνω παρεμβαίνουσας εταιρείας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « Kerafina Keramische und Finanz Holding AG », που εδρεύει στη Vaduz του Liechtenstein και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της, Βικτωρία Κανελλοπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α 18.890).
Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ’ αριθμ. 161/2010 παραπεμπτική απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 4/2-3-2010).
Οι παρεμβαίνουσες με τις από 9-9-2010 και 2-2-2011 παρεμβάσεις τους, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμούς 30/10-9-2010 και 2/3-2-2011, ζήτησαν όσα αναφέρονται στο αιτητικό τους, αντίστοιχα.
Η εκδίκαση της υπόθεσης άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας Βασιλικής Καλαντζή, Συμβούλου της Επικρατείας.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, καθώς και τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.
 
 
Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
 
1. Επειδή με την 161/2010 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας παρεπέμφθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και τα άρθρα 6 περ. ε΄ και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976, το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999, λόγω διαφόρου εκείνης του παραπάνω ανωτάτου δικαστηρίου κρίσεως επί του ιδίου θέματος της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, διατυπωθείσης στην 13/2001 απόφασή του.-
2. Επειδή έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και τις κοινοποιήσεις.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται «η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται στο άρθρο 6 περ. ε΄ του κυρωθέντος με τον Ν. 345/1976 κώδικα περί ΑΕΔ, στο άρθρο 48 παρ. 2 του οποίου ορίζεται ότι «Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Άρειος Πάγος ή το Ελεγκτικόν Συνέδριον, εάν αποφασίση επί της συνταγματικότητας ή της εννοίας νόμου τυπικού, κατ’ αποδοχήν απόψεως διαφόρου εκείνης υπό την οποίαν είχεν εκδοθεί απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επεκαλεσθή τις των διαδίκων ή είναι εξ άλλου λόγου γνωστή εις το δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετον ως προς το θέμα απόφασίν του, να παραπέμψη τούτο δι’ ειδικής αποφάσεώς του εις το Ειδικόν Δικαστήριον προς άρσιν της δημιουργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το εκδόν την παραπεμπτικήν απόφασιν δικαστήριον, το οποίον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου …….. επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενον να συμμορφωθή προς την απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου».
4. Επειδή, εν προκειμένω, με την 2544/1984 πράξη του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας αποφασίσθηκε η υπαγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Αθηναϊκή Χαρτοποιΐα» στο Ν. 1386/1983 (δηλαδή στις ρυθμίσεις του άρθρου 7 παρ. 1) και η ανάθεση της προσωρινής διοίκησης της στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ). Η υπαγωγή έγινε ύστερα από αίτηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, ως πιστώτριας εταιρείας, βάσει του άρθρου 5 παρ. 1 περ. δ΄ του πιο πάνω νόμου, εν όψει του ότι το σύνολο των οφειλών της εν λόγω εταιρείας ήταν πενταπλάσιο του αθροίσματος του εταιρικού της κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών της και παρουσίαζε έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών της. Με την 1093/1987 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε νόμιμη η με την διαλαμβανόμενη στην ως άνω πράξη αιτιολογία υπαγωγή στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/1983 της ως είρηται εταιρείας, ως επιχείρησης με ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική σημασία, με σκοπό την οικονομική εξυγίανσή της και την περαιτέρω επιβίωσή της, χάριν του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας. Ακολούθως, και δη το έτος 1986 αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής κατά 940.000.000 δραχμές, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 8 του ίδιου νόμου, με την 57/1986 πράξη του ΟΑΕ, η οποία εγκρίθηκε με την 153/1986 απόφαση του Υφυπουργού Βιομηχανίας-Έρευνας και Τεχνολογίας. Με την 1398/1987 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό, μεταξύ άλλων ότι η κατά τα άνω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και η συνεπεία ταύτης αλλοίωση της θέσης των παλαιών μετόχων (οφειλόμενη στην μη άσκηση εκ μέρους τους του δικαιώματος προτίμησης) συνδέονται με την επιβίωση της επιχείρησης για λόγους δημοσίου συμφέροντος και δη για την προστασία της εθνικής οικονομίας και δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, το οποίο δεν εμποδίζει την για τους λόγους αυτούς λήψη γενικών νομοθετικών μέτρων που θίγουν την θέση της πλειοψηφίας στην γενική συνέλευση της εταιρείας. Μετά ταύτα και δη το έτος 1987 με την 360/1987 πράξη του Υφυπουργού Βιομηχανίας-Ενέργειας και Τεχνολογίας: 1) εγκρίθηκε η κατά το άρθρο 8 παρ. 5 του Ν. 1386/1983 επιτευχθείσα συμφωνία μεταξύ του ΟΑΕ (μετόχου της εταιρείας με ποσοστό 66,67% επί του μετοχικού της κεφαλαίου) και των πιστωτών και μετόχων της «Αθηναϊκής Χαρτοποιΐας» σχετικά με την επιβίωσή της και 2) αποφασίσθηκε σε εκτέλεση όρου της ανωτέρω συμφωνίας η κατ’ άρθρο 10 του ίδιου νόμου αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με κεφαλοποίηση μέρους μεν των οφειλών της προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, της συνολικής δε οφειλής της προς την Εμπορική Τράπεζα, την ΕΤΒΑ, το Ελληνικό Δημόσιο, τους οργανισμούς του Δημοσίου, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους ιδιώτες πιστωτές και τον ΟΑΕ, καθώς και με εισφορά νέων χρημάτων από τον οργανισμό αυτόν. Ειδικότερα, οι όροι της συμφωνίας για την επιβίωση της εν λόγω επιχείρησης και την επανένταξή της στην παραγωγική διαδικασία ήταν: 1) μείωση με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων του υφιστάμενου κατ’ εκείνο το χρόνο μετοχικού κεφαλαίου από το ποσό των 1.408.000.000 δραχμών, στο ποσό των 5.000.000 δραχμών, λόγω του ότι η καθαρή θέση της εταιρείας ήταν αρνητική και θα ήταν αρνητική και μετά την μείωση και, επομένως, το μετοχικό της κεφάλαιο είχε στην ουσία εξαναμισθεί και 2) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 30.900.000.000 δραχμές: α) με κεφαλοποίηση οφειλών της ύψους 24.917.650.000 δραχμών προς τράπεζες, το Ελληνικό Δημόσιο, τους οργανισμούς του Δημοσίου (ΔΕΗ – ΕΥΔΑΠ), τα ασφαλιστικά ταμεία, τους ιδιώτες πιστωτές και τον ΟΑΕ και β) με εισφορά μετρητών από τον ως είρηται οργανισμό ύψους 5.982.350.000 δραχμών, με σκοπό την εξόφληση των προμηθευτών, των τραπεζών και των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και την δημιουργία κεφαλαίου κίνησης και ιδίων κεφαλαίων (προς κάλυψη της συμμετοχής της στις προγραμματιζόμενες επενδύσεις) και την καταβολή αποζημιώσεων στους εργαζόμενους. Με τις 3849 και 18.218/1987 πράξεις του Νομάρχη Αθηνών εγκρίθηκαν οι τροποποιήσεις του καταστατικού της εταιρείας, ως προς τις ανωτέρω μείωση και αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, που είχαν αποφασισθεί αντιστοίχως στις 18-1-1987 και στις 15-6-1987 με αποφάσεις της γενικής συνέλευσης και του διοικητικού συμβουλίου της. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την 1911/1995 απόφασή του επί αίτησης ακύρωσης κατά της ως άνω 360/1987 πράξης του Υφυπουργού Βιομηχανίας, δέχθηκε ότι ήταν νόμιμη η συμμετοχή τόσον του ΟΑΕ ως μετόχου της «Αθηναϊκής Χαρτοποιΐας», όσον και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ως πιστώτριας της εν λόγω εταιρείας στην διενεργεθείσα διαπραγμάτευση και την επακολουθήσασα σύναψη της κατά τα άνω συμφωνίας για την επιβίωση της εταιρείας αυτής, καθώς και ότι, εν όψει της διαπίστωσης, με προηγηθείσα της συμφωνίας μελέτη βιωσιμότητας, της αρνητικής καθαρής θέσης της πιο πάνω εταιρείας και της συνεπεία ταύτης ανυπαρξίας κεφαλαίου, παρίσταται νόμιμη και η με την αντίστοιχη αιτιολογία κατά τα άνω μείωση του κεφαλαίου της. Περαιτέρω, με την 1912/1995 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, επί αίτησης ακύρωσης κατά της 3849/1987 πράξης του Νομάρχη Αθηνών, έγινε δεκτό, μεταξύ άλλων, ότι ήταν νόμιμη η μετά την επίτευξη της συμφωνίας σύγκληση από το διοικητικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρείας της γενικής συνέλευσης των μετόχων της προς λήψη απόφασης περί της κατά τα άνω μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου και της συνακόλουθης τροποποίησης του καταστατικού της. Εξ άλλου, για την πώληση της συνεχίζουσας την λειτουργία της «Αθηναϊκής Χαρτοποιΐας» διενεργήθηκε διεθνής πλειοδοτικός διαγωνισμός το έτος 1997 και επελέγη προς τούτο η προσφορά μιας διεθνούς επενδυτικής κοινοπραξίας. Τέλος, με την 161/2010 απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί αίτησης αναίρεσης κατά της 3533/2000 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορριπτικής, μεταξύ άλλων, προσφυγής πλήττουσας την με την 360/1987 πράξη του Υφυπουργού Βιομηχανίας αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της προαναφερθείσας εταιρείας, κρίθηκε, ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999 αντίκειται στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος, αφού προηγουμένως έγινε δεκτό α) ότι η εν λόγω διάταξη, «κατά το μέρος που αφορά εκκρεμείς αιτήσεις ακύρωσης ή προσφυγές ουσίας κατά υπουργικών αποφάσεων, εκδοθεισών κατά τα άρθρα 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του Ν. 1386/1983, εισάγει κατ’ ουσίαν εξαίρεση από τον γενικό και ανεξαίρετο κανόνα, που απορρέει από τις παρέχουσες δικαστική προστασία έναντι των παρανόμων εκτελεστών διοικητικών πράξεων διατάξεις των άρθρων 94 και 95 του Συντάγματος και διασφαλίζει την δυνατότητα του αρμόδιου δικαστηρίου να ακυρώσει την ενώπιόν του προσβληθείσα ως άνω πράξη, διότι στερεί το αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστήριο από την δυνατότητα αυτή, περιορίζοντας την εξουσία του σε απλή διάγνωση περί της νομιμότητας της ένδικης πράξης» και β) ότι «Η ακύρωση με δικαστική απόφαση διοικητικής πράξης περί της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμου εταιρείας συνεπάγεται την αναδρομική επαναφορά του μετοχικού κεφαλαίου στο μέγεθος που θα είχε αν δεν είχε γίνει η αύξησή του, κατ’ επέκταση δε καθιστά άκυρες τις βάσει αυτής εκθοθείσες μετοχές. Διότι άλλως, αν δηλαδή οι μετοχές παρέμειναν έγκυρες και δεν εθίγοντο τα δικαιώματα των κυρίων τους, το μετοχικό κεφάλαιο θα διετηρείτο ως είχε πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως και η τελευταία δεν θα ανέπτυσε ακυρωτικό αποτέλεσμα, δηλαδή δεν θα εξαφάνιζε αναδρομικά από την έννομη τάξη την επίμαχη ρύθμιση, αλλά θα περιοριζόταν, κατά περιεχόμενο, στην διάγνωση ότι η ένδικη πράξη έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου. Η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999 επιχειρεί, μεταξύ άλλων, να προσδώσει έρεισμα κύρους στις αναφερόμενες σε αυτήν μετοχές, εάν και όταν οι τελευταίες απολέσουν το αρχικό έρεισμά τους, δηλαδή εάν και όταν ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο, κατά περίπτωση, η υπουργική απόφαση, βάσει της οποίας έχουν εκδοθεί. Η σχετική δικαστική απόφαση, με την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, δεν θα μεταβάλει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το μέγεθος του μετοχικού κεφαλαίου και, ως εκ τούτου, δεν θα αναπτύξει ακυρωτικό αποτέλεσμα. Εισάγεται, επομένως, εξαίρεση από τον συνταγματικής τάξεως κανόνα, ο οποίος θεσπίζει την δυνατότητα του αρμοδίου δικαστηρίου να ακυρώσει την ενώπιόν του ευθέως προσβαλλομένη εκτελεστή διοικητική πράξη. Η εξαίρεση αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να αποφευχθεί η καταχρηστική άσκηση, εκ μέρους των αρχικών μετόχων εταιρειών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης διάταξης, αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγών κατά των υπουργικών αποφάσεων περί αυξήσεως του κεφαλαίου των εταιρειών αυτών. Τούτο δε διότι ούτε η εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999 αναφέρεται σε τέτοια κατάχρηση, ούτε είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η άσκηση των ανωτέρω ενδίκων βοηθημάτων από τους αρχικούς μετόχους είναι άνευ ετέρου καταχρηστική. Η τυχόν δε καταχρηστική, σε συγκεκριμένη περίπτωση, άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως ή της προσφυγής μπορεί …….. να διαγνωσθεί από τον εκάστοτε αρμόδιο δικαστή, κατ’ εκτίμηση των δεδομένων της ένδικης κάθε φορά περιπτώσεως, κατά τον έλεγχο της συνδρομής του εννόμου χαρακτήρα του συμφέροντος που προβάλλει ο αιτών ή ο προσφεύγων. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999 είναι αντισυνταγματική κατά το εξεταζόμενο μέρος». Προηγουμένως, ο Άρειος Πάγος, επιληφθείς μετ’ αναίρεση αιτήματος παλαιών μετόχων της «Αθηναϊκής Χαρτοποιΐας» (απορριφθέντος από το Εφετείο Αθηνών ενόψει των ρυθμίσεων του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999) περί της αναγνώρισης της ακυρότητας της με πράξη του ΔΣ του ΟΑΕ αποφασισθείσης και με την ως άνω 153/1986 απόφαση του Υφυπουργού Βιομηχανίας εγκριθείσης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας και λαβών υπόψη ότι, κατά πάγια νομολογία, είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η με νέους κανόνες δικαίου ρύθμιση κατά τρόπο διαφορετικό εννόμων σχέσεων που έχουν γεννηθεί και δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί βάσει διατάξεων προϊσχυουσών κανόνων δικαίου, έστω και αν οι έννομες σχέσεις ή τα δικαιώματα κρίνονται ενώπιον των δικαστηρίων ή έχουν αναγνωρισθεί με τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν ρυθμίζουν συγκεκριμένη σχέση, είχε δεχθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι κατά τα άνω προϋποθέσεις, καθόσον οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999 ρυθμίζουν με γενικό και αφηρημένο τρόπο μία κατηγορία εννόμων σχέσεων και όχι μόνον την συγκεκριμένη επίδικη ενώπιόν του υπόθεση και καθορίζουν τις συνέπειες των κατά τα άνω αυξήσεων του κεφαλαίου των υπαχθεισών στο Ν. 1386/1983 εταιρειών (διατήρηση εγκυρότητας μετοχών χάριν της ασφαλείας του δικαίου – αποτελεσματική δικαστική προστασία των τυχόν θιγομένων παλαιών μετόχων με την διεκδίκηση εκ μέρους τους πλήρους αποζημίωσης). Με βάση δε τις κατά τα άνω παραδοχές έκρινε, με την 13/2001 απόφασή του, ότι οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1-2 του Ν. 2685/1999 δεν αντίκεινται στις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της ίσης μεταχείρησης, που καθιερώνονται αντιστοίχως από τις διατάξεις των άρθρων 26 παράγραφοι 1-3 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος.-
6. Επειδή, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο των αποφάσεων των δύο ανωτάτων δικαστηρίων ανακύπτει αντίθεση μεταξύ τους, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της ίδιας διάταξης τυπικού νόμου, σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976. Το γεγονός δε ότι ο Άρειος Πάγος, με την ανωτέρω απόφασή του, έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 26 παράγραφοι 1-3 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς να διατυπώνεται ρητή σκέψη ως προς την συμφωνία της με τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις και συγκεκριμένα με τα άρθρα 94 και 95 (και 20), δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει, κατά την έννοια των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976, αντίθεση μεταξύ των πιο πάνω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ως προς την συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα της εν λόγω ίδιας διάταξης τυπικού νόμου και, κατ’ ακολουθίαν, ότι δεν υφίσταται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση της σχετικής αμφισβήτησης, ενόψει μάλιστα του ότι το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, το οποίο μη ανεχόμενο χάριν της ασφαλείας του δικαίου την ύπαρξη αντιθέτων αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων ως προς το ζήτημα της ουσιαστικής συνταγματικότητας των αυτών διατάξεων τυπικού νόμου, δεν τάσσει ως πρόσθετη προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιοδοσίας του ΑΕΔ και την ταυτότητα των συνταγματικών διατάξεων, εν σχέσει προς τις οποίες πρέπει να υπάρχει ρητή αντίθετη κρίση των αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων. Ευλόγως δε, εφόσον το κρίσιμο, για την ύπαρξη σχετικής αμφισβήτησης, ζήτημα ως προς το οποίο πρέπει να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, είναι αν συγκεκριμένη, θεσπιζόμενη με διάταξη τυπικού νόμου, ρύθμιση είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και άρα εφαρμοστέα ή αντιθέτως αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα, χωρίς να απαιτείται επί πλέον η αντίθετη κρίση των ανωτάτων δικαστηρίων να αφορά την ίδια ή τις ίδιες, συνταγματικές διατάξεις. Τούτο δε, διότι σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη είναι να μην υπάρχουν, χάριν της ασφαλείας του δικαίου, αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα των ίδιων διατάξεων τυπικού νόμου και είναι, συνεπώς, αδιάφορο, κατά τούτο, αν η αντίθετη σχετική κρίση των ανωτάτων δικαστηρίων στηρίζεται σε διαφορετική συνταγματική διάταξη. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, σύμφωνα με την νομολογία του ΑΕΔ, υφίσταται, κατά την έννοια του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, αμφισβήτηση ως προς την συνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου και άρα δικαιοδοσία του ΑΕΔ για την άρση της, όταν η μία από τις αντίθετες, ως προς το ζήτημα αυτό, αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, εφαρμόζει διάταξη τυπικού νόμου, χωρίς να διατυπώσει ρητή σκέψη, ως προς την συμφωνία της με το Σύνταγμα, καταφάσκοντας δηλαδή σιωπηρά την συνταγματικότητά της (πρβλ. ΑΕΔ 27/2004, 5/1999 κ.ά.). Αντίθετη άποψη θα είχε ως συνέπεια το μεν ένα ανώτατο δικαστήριο να εφαρμόζει τις διατάξεις αυτές ως σύμφωνες με το Σύνταγμα, το δε άλλο να αποκλείει την εφαρμογή των ίδιων διατάξεων ως αντισυνταγματικών και με τον τρόπο αυτόν να διατηρείται η ανασφάλεια δικαίου, στην άρση της οποίας απέβλεψε ο συνταγματικός νομοθέτης με την διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το κρίσιμο, εν προκειμένω, ζήτημα είναι αν η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, σύμφωνα με την οποία θεωρούνται έγκυρες οι μετοχές που προήλθαν από τις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου των υπαχθεισών στο Ν. 1386/1983 εταιρειών, πλην το δικαίωμα των παλαιών μετόχων εξαντλείται στην πλήρη αποκατάσταση της ζημίας τους δι’ αγωγής, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, κρίνεται αντιθέτως από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Δεν είναι κρίσιμο από την άποψη αυτή, ότι το μεν Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999 αντίκειται στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος με τα οποία κατοχυρώνονται τα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων ασκούμενα μέσα δικαστικής προστασίας της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής ουσίας, ενώ ο Άρειος Πάγος έχει ρητώς αποφανθεί ότι η ίδια διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 26 παράγραφοι 1-3 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνουν τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και τις ίσης μεταχείρισης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση αμφισβήτηση, κατά την έννοια του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, ως προς την συνταγματικότητα της ίδιας διάταξης τυπικού νόμου και, επομένως, υπάρχει δικαιοδοσία του ΑΕΔ για την άρση της. Κατά την γνώμη, όμως, των μελών του Δικαστηρίου Α. Γκότση, Β. Καλαντζή, Σ. Μιτσιάλη, Δ. Μαζαράκη και Ν. Πάσσου, καθιδρύεται δικαιοδοσία του ΑΕΔ όταν υπάρχει αντίθεση ως προς την κρίση ανωτάτων δικαστηρίων ότι διάταξη τυπικού νόμου είναι ή όχι σύμφωνη προς την ίδια συνταγματική διάταξη και δη όταν τα δικαστήρια, ερμηνεύοντας την ίδια διάταξη τυπικού νόμου σε σχέση με το ίδιο νομικό ζήτημα, δέχονται το μεν ένα συμφωνία, το δε άλλο αντίθεση της εν λόγω διάταξης τυπικού νόμου ως προς την ίδια συνταγματική διάταξη, το νομικό δε ζήτημα που έλυσε το ένα δικαστήριο ήταν αναγκαίο για να λύσει το άλλο δικαστήριο το αχθέν ενώπιόν του νομικό ζήτημα και η κατά τα άνω αντίθεση προκύπτει από τις αναγκαίες για την θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεών τους αιτιολογίες (πρβλ. ΑΕΔ 10/2005, 5, 8/2007, 9/2009). Από τα παραπάνω παρέπεται ότι αν ένα από τα ανώτατα δικαστήρια έκρινε με ρητή σκέψη ότι διάταξη τυπικού νόμου δεν αντίκειται σε συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις και την εφήρμοσε, ενώ ένα άλλο από τα δικαστήρια αυτά άγεται μεταγενεστέρως στην κρίση ότι η εν λόγω διάταξη νόμου, εξεταζόμενη από άλλη σκοπιά, προσκρούει σε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη, για την οποία το πρώτο δικαστήριο δεν είχει διαλάβει κρίση, εφόσον είχε κρίνει εντελώς διαφορετικό ζήτημα, τότε δεν υπάρχει ούτε αντίθεση και αμφισβήτηση, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, ούτε, κατά συνέπεια, και δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Τούτο δε, διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η απαραίτητη, κατά τα προεκτεθέντα, για την θεμελίωση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού, προϋπόθεση της ταυτότητας του κριθέντος νομικού ζητήματος, με περαιτέρω συνέπεια να μην υπάρχει αμφιβολία ή αμφισβήτηση, ως προς το αν η συγκεκριμένη διάταξη νόμου αντίκειται στην άλλη ως άνω συνταγματική διάταξη και να μην προκαλείται ανασφάλεια δικαίου, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, την ανασφάλεια δε αυτήν επιδιώκει να θεραπεύσει η επίμαχη συνταγματική διάταξη. Η αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα να παραπέμπεται πάντοτε και υποχρεωτικά από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς επίλυση το ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι ή όχι αντίθετη προς το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων, θα είχε δε ως συνέπεια να καταστήσει το δικαστήριο αυτό Συνταγματικό Δικαστήριο γενικής δικαιοδοσίας, ενώ ο συνταγματικός νομοθέτης ρητώς και σαφώς το θεσμοθέτησε ως ειδικό δικαστήριο, αρμόδιο μόνο για την επίλυση συγκεκριμένων και επιμέρους αμφισβητήσεων ή συγκρούσεων, προκυπτουσών από την αντίθεση των ανωτάτων δικαστηρίων της Χώρας. Εν όψει των ανωτέρω και του προαναφερθέντος περιεχομένου των ως άνω αποφάσεων των δύο ανωτάτων δικαστηρίων (161/2010 του ΣτΕ – 13/2001 του ΑΠ) προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος ουδόλως έλυσε το ζήτημα αν οι επίμαχες διατάξεις, καθό μέρος αποκλείουν σε προσφυγόντες σε διοικητικά δικαστήρια την επίτευξη ακύρωσης παράνομης διοικητικής πράξης, προσκρούουν ή όχι στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος. Το ζήτημα δε αυτό είναι διαφορετικό από το ζήτημα αν οι διατάξεις του εν λόγω νόμου είναι ή όχι σύμφωνες με το άρθρο 26 του Συντάγματος, αφορά δε δικονομικής φύσης ζήτημα, σχετιζόμενο μόνον με ένδικα βοηθήματα ασκούμενα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα με εκείνο του εύρους της εξουσίας του διοικητικού δικαστή, κατά την άσκηση ελέγχου της νομιμότητας των ευθέως προσβαλλόμενων ενώπιόν του πράξεων. Ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορούσε ποτέ να τεθεί προς κρίση ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, ούτε κατά μείζονα λόγο να αποτελέσει αναγκαίο στήριγμα του διατακτικού απόφασής του. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την μειοψηφήσασα γνώμη, δεν ανακύπτει, στην προκειμένη περίπτωση, αμφισβήτηση κατά την έννοια των άρθρων 100 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 περ. ε’ του Ν. 345/1976 και, επομένως, δεν υπάρχει δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προς άρση της.-
7. Επειδή ο Ν. 345/1976 ορίζει στο άρθρο 13 ότι «1. Εις δίκην ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δύναται να παρέμβη προσθέτως πας έχων έννομον συμφέρον. 2. Η παρέμβασης ασκείται δια δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματεία του Ειδικού Δικαστηρίου και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, επί ποινή απαραδέκτου, δώδεκα ημέρας προ της δια της πράξεως του Προέδρου ορισθείσης αρχικής δικασίμου εις τον αιτούντα, ως και εις τους λοιπούς διαδίκους ……». Εξ άλλου, ο Ν. 2479/1997 ορίζει ότι «1. α) Σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ……, στην οποία εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν η διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ……, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου …… στην οποία είναι διάδικος. …… β) ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν, γ) Η κατά το εδάφιο α΄ παρέμβαση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου …… ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 13 του …… Ν. 345/1976 ……». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, όταν το ΑΕΔ επιλαμβάνεται για την άρση αμφισβήτησης, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου κατόπιν παραπεμπτικής απόφασης ενός από τα ανώτατα δικαστήρια, οι διάδικοι στην δίκη, στην οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση είναι αυτοδικαίως διάδικοι στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη. Περαιτέρω, οι διάδικοι στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις, με τις οποίες κρίθηκε αντίθετα απ’ ότι με την παραπεμπτική, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου, μπορούν μεν να καταστούν διάδικοι στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη, ως έχοντες έννομο συμφέρον, προς τούτο, όμως, πρέπει προηγουμένως να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 345/1976. Τρίτα, σε σχέση με τις δίκες αυτές π ρόσωπα, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον, σε σχέση με την κρίση του επίμαχου ζητήματος, μπορούν και αυτά να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση, υπό τις προϋποθέσεις, όμως, του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997, εφόσον, δηλαδή, καλύπτουν και την άλλη προϋπόθεση, την οποία θέτει η διάταξη αυτή και συγκεκριμένα ότι το αγόμενο προς επίλυση ενώπιον του ΑΕΔ ζήτημα, εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου (ΑΕΔ 9/2009 κ.α.).-
8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν κατά τα άνω δεκτά, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 1 του Ν. 2479/1997, άσκησε παρέμβαση, στις 10-9-2010, υπέρ της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, καθώς και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και της «Αθηναϊκής Χαρτοποιΐας ΑΕ», η «Κεραφίνα Ανώνυμος Βιομηχανική – Εμπορική και Τουριστική Εταιρεία», εν όψει του ότι είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη ενώπιον και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αντικείμενο όμοιο με το αχθέν προς επίλυση στο ΑΕΔ με την 161/2010 απόφαση.
9. Επειδή, η ασκηθείσα, κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις, από την εταιρεία «Kerafina Keramische Und Finanz Holding AG», παρέμβαση, υπέρ της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων και των Α. Κεφάλα, Β. Κεφάλα κ.λ.π., είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και δη, προεχόντως, ως εκπρόθεσμη. Και τούτο διότι κατετέθη, σύμφωνα με την επ’ αυτής πράξη (2/2011) της γραμματέως Δ. Τετριμίδα, στις 3-2-2011, δηλαδή μετά την ορισθείσα με την πράξη του Προέδρου αρχική δικάσιμο (της 29-9-2010).-
10. Επειδή με το Ν. 1386/1983 ιδρύθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ)» (άρθρο 1), με σκοπό την συμβολή στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, με την, μεταξύ άλλων, οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του (άρθρο 2 παρ. 2 περ. α). Στον νόμο αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο του 5 παρ. 1, μπορεί να υπάγονται, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, επιχειρήσεις, οι οποίες: «α. Έχουν αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία τους για οικονομικούς λόγους. β. Είναι σε κατάσταση παύσης των πληρωμών. γ. Έχουν πτωχεύσει ή τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε μορφής. δ. Το σύνολο των οφειλών τους είναι πενταπλάσιο από το άθροισμα του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών τους και παρουσιάζουν έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους… ε. Ενδιαφέρουν την εθνική άμυνα ή έχουν ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο και παρουσιάζουν έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους. στ. Ζητούν την υπαγωγή τους». Με την παραπάνω υπουργική απόφαση «μπορεί να προβλέπεται: 1. Η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από το ΟΑΕ κατά το άρθρο 8. 2. Η ρύθμιση των υποχρεώσεων της επιχείρησης κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την βιωσιμότητά της, δηλαδή: α. Αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου με νέες εισφορές ή και με μετοχοποίηση υφιστάμενων υποχρεώσεων. Η μετοχοποίηση υποχρεώσεων μπορεί να επιβληθεί μόνο στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και Τράπεζες, ελεγχόμενες από το Δημόσιο. β. Αναδιάρθρωση υφιστάμενων υποχρεώσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να συντρέχουν. 3. Η εκκαθάριση κατά το άρθρο 9 του νόμου αυτού» (άρθρο 7). Ο ίδιος Ν. 1386/1983 ορίζει, στο άρθρο 8, τα εξής: «Ανάληψη διοίκησης. 1. Σε περίπτωση που αποφασίζεται η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από τον οργανισμό για ορισμένο χρόνο, η διοίκηση γίνεται κατά περίπτωση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που διορίζονται από αυτόν…… Με τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης παύει η εξουσία των οργάνων διοίκησης της επιχείρησης. Η γενική συνέλευση των μετόχων ή η συνέλευση των εταίρων διατηρείται, αλλά δεν μπορεί να αποφασίζει την ανάκληση της διοίκησης που γίνεται από τα πρόσωπα που διορίζει ο ΟΑΕ. Για τη διάθεση κερδών και τη δημιουργία αποθεματικών απαιτείται έγκριση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας 2…3…4. Η διοίκηση, που ορίζεται από τον οργανισμό, ενεργεί όλες τις διαχειριστικές πράξεις, συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησης …… προβαίνει σε απογραφή, σύνταξη ισολογισμού και διαπιστώνει την καθαρή θέση της επιχείρησης. Κατά το χρονικό διάστημα της παραπάνω διοίκησης και διαχείρισης μπορεί, με απόφαση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, να ορίζεται ότι αναστέλλονται η πληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών της επιχείρησης έναντι οποιουδήποτε τρίτου και του Δημοσίου, τα μέτρα ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της επιχείρησης και το τοκοφόρο των κάθε είδους απαιτήσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις εκκρεμείς διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης. 5. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο ΟΑΕ καταρτίζει μελέτη βιωσιμότητας για την επιχείρηση και διαπραγματεύεται με τους μετόχους και τους πιστωτές για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την επιβίωση της επιχείρησης. Για την επίτευξη μιάς τέτοιας συμφωνίας απαιτείται η έγγραφος σύμφωνη γνώμη: α) των πιστωτών …. β) Των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης … και γ) του ΟΑΕ. Η συμφωνία έχει ισχύ από την έγκρισή της με απόφαση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 6. Με τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης που εγκρίνει τη σχετική συμφωνία παύει η προσωρινή διοίκηση του ΟΑΕ και αίρεται η τυχόν διαταχθείσα αναστολή ατομικών διώξεων ή τα επιβληθέντα μέτρα κατά την παρ. 4 του άρθρου αυτού, η πτώχευση δε που τελούσε υπό αναστολή ανακαλείται αυτοδίκαια. Η παραπάνω συμφωνία δεσμεύει όλους τους πιστωτές της επιχείρησης. Υπάρχουσες όμως εγγυήσεις, υποθήκες, ενέχυρα και άλλα ειδικά προνόμια διατηρούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεων των πιστωτών όπως διαμορφώθηκαν με τη συμφωνία αυτή. 7. Εάν εντός ορισμένης προθεσμίας, κατά την κρίση του ΟΑΕ, δεν επιτευχθεί συμφωνία, ακολουθεί η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου διαδικασία εκκαθάρισης. 8. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο ΟΑΕ μπορεί με απόφασή του, που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες για την ανώνυμη εταιρεία διατάξεις, να αυξάνει το κεφάλαιο της εταιρείας. Η αύξηση του κεφαλαίου μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς είτε με εισφορές σε είδος. Η καταβολή της εισφοράς επιτρέπεται να γίνει και με συμψηφισμό. Κάθε σχετική λεπτομέρεια με την αύξηση του κεφαλαίου καθορίζεται με την παραπάνω υπουργική απόφαση. Οι παλαιοί μέτοχοι διατηρούν το δικαίωμα προτιμήσεως που ασκείται μέσα σε προθεσμία και καθορίζεται με την Υπουργική απόφαση ….». Το άρθρο 9 του Ν. 1386/1983 ρυθμίζει τα σχετικά με την ειδική εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων, ορίζοντας στην παρ. 1 ότι «εφόσον δεν επιτευχθεί η κατά το άρθρο 8 συμφωνία ή δεν εκπληρωθούν οι όροι της, με αίτηση του ΟΑΕ ή καθενός που έχει έννομο συμφέρον ζητείται από το Εφετείο … ο διορισμός εκκαθαριστή που προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης …». Τέλος, το άρθρο 10 του ίδιου Νόμου ορίζει ότι «1. Η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου ή η κεφαλαιοποίηση των οφειλών της επιχείρησης προς τράπεζες ή πιστωτικούς οργανισμούς, ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και των κάθε μορφής οφειλών της προς το δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οργανισμού στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παρ. 5 και γνώμη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής στις περιπτώσεις του άρθρου 7 παρ. 2 και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Με την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ορίζεται ο αριθμός και η τιμή των νέων μετοχών που πρέπει να εκδοθούν για την αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή την κεφαλαιοποίηση των οφειλών, με βάση την καθαρή θέση της επιχείρησης, όπως αυτή προσδιορίζεται στην πρόταση του οργανισμού. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα διάθεσης των νέων μετοχών στους παλαιούς μετόχους, στους πιστωτές, στον οργανισμό, στους εργαζόμενους στην επιχείρηση και σε συνεταιριστικούς φορείς, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η αναλογία και η μορφή της συμμετοχής των παραπάνω προσώπων, οργανισμών και φορέων στη διοίκηση των επιχειρήσεων. 3. Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης των απαιτήσεων των παραπάνω πιστωτών, με την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ορίζεται αν το σύνολο ή μέρος των μετοχών θα περιέλθει στους πιστωτές αυτούς ή στον οργανισμό. Στην πρώτη περίπτωση οι απαιτήσεις αποσβέννυνται. Στη δεύτερη περίπτωση ο οργανισμός εκδίδει και παραδίδει στους πιστωτές ομόλογο, έναντι μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεών τους. Οι όροι έκδοσης των ομολόγων, το ύψος του επιτοκίου, η προθεσμία εξόφλησης, η τυχόν περίοδος χάριτος και κάθε άλλη λεπτομέρεια ορίζονται με την υπουργική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται απόσβεση των αρχικών απαιτήσεων, υπάρχουσες όμως εγγυήσεις, υποθήκες ή ενέχυρα και κάθε μορφής ασφάλειες των πιστωτών διατηρούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους από τα ομόλογα, έστω και αν δεν υπάρχει συναίνεση του εγγυητή ή του τρίτου κυρίου του ενυποθήκου ή του πράγματος που αποτελεί αντικείμενο του ενέχυρου. Τα προνόμια διατηρούνται εφόσον προκύπτουν από σημείωση πάνω στα ομόλογα. Σε κάθε περίπτωση, για την εγγραφή και εξάλειψη προσημειώσεων και υποθηκών και την άρση των κατασχέσεων δεν οφείλονται τέλη ή δικαιώματα υπέρ του δημοσίου ή τρίτων. 4. Κατά της υπουργικής απόφασης που επιβάλλει αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή μετοχοποίηση των οφειλών οι παλαιοί μέτοχοι ….. και τα μέλη του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου έχουν δικαίωμα αίτησης ακυρώσεως για λόγους ακυρότητας της απόφασης και δικαίωμα προσφυγής για λόγους ουσίας, αναφερόμενους στον καθορισμό του αριθμού και της τιμής των νέων μετοχών και γενικά στην κεφαλαιοποίηση των οφειλών της εταιρίας. Η αίτηση ακυρώσεως και η προσφυγή ασκούνται με το ίδιο δικόγραφο μέσα σε 15 μέρες από τη δημοσίευση της κοινής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ενώπιον του Πενταμελούς Διοικητικού Εφετείου, το οποίο οφείλει να συζητήσει την υπόθεση κατά προτεραιότητα και να εκδόσει την απόφασή του σε ένα μήνα από την κατάθεσή της. Η αίτηση ακυρώσεως και η προσφυγή δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ανέκκλητη και υπόκειται μόνο στο ένδικο μέσο της αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση που το δικαστήριο, κρίνει την απόφαση μη νόμιμη, για τους παραπάνω λόγους, δεν ακυρώνει την πράξη, αλλά την μεταρρυθμίζει κατά την κρίση του ….». Εξ άλλου, ο Ν. 2000/1991 ορίζει στο άρθρο 54 ότι «1. Όταν δυνάμει απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης άλλου δικαστηρίου κηρυχθεί ή κριθεί ως άκυρη αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου ή κεφαλαιοποίηση οφειλών ανώνυμης εταιρείας προς δανειστές της του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 1386/1983 …… επέρχονται οι εξής συνέπειες …… επανέρχεται αυτοδικαίως η κεφαλαιακή κατάσταση και μετοχική σύνθεση της εταιρείας, που υφίστατο πριν από …… την αύξηση του κεφαλαίου ή κεφαλαιοποίηση των οφειλών …… οι απαιτήσεις που αποσβέσθηκαν με τη μετοχοποίησή τους αναβιώνουν και λογίζονται ως ουδέποτε αποσβεσθείσες …… η ατομική και συλλογική ευθύνη των πριν από την αύξηση του κεφαλαίου ή μετοχοποίηση απαιτήσεων μελών των διοικητικών συμβουλίων της εταιρείας για οφειλές έναντι του Δημοσίου και οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αναβιώνει» (παρ. 1 περ. β΄, γ΄ και στ΄) και στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ότι «Οι …… έννομες συνέπειες της επαναφοράς της κεφαλαιακής κατάστασης και μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας στην πριν από την αύξηση του κεφαλαιού ή κεφαλοποίηση οφειλών κατάσταση προϋποθέτει ότι η γενική συνέλευση της εταιρείας …. θα αποφασίσει την παραπάνω επαναφορά …». Τέλος, ο Ν. 2685/1999, ορίζει στο άρθρο 28 ότι «1. Θεωρούνται έγκυρες και δεν θίγονται τα πάσης φύσεως δικαιώματα των κυρίων τους, μετοχές οι οποίες προήλθαν από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/1983, δυνάμει υπουργικών αποφάσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του ν. 1386/1983, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 47 και 48 του ν. 1882/1990 και οι οποίες αποφάσεις κηρύχθηκαν ή αναγνωρίσθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση άκυρες, εφόσον: α) Οι σχετικές με τις ανωτέρω αυξήσεις, τροποποιήσεις του καταστατικού έχουν εγκριθεί από τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές εποπτείας, β) Οι σχετικές εγκριτικές αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου ή του Νομάρχη έχουν δημοσιευθεί σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της ΕτΚ και γ) Οι ανωτέρω δημοσιευθείσες εγκριτικές αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι κατά το χρόνο αυξήσεως του κεφαλαίου μέτοχοι των ανωτέρω εταιρειών, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοί τους, διατηρούν μόνον αξίωση πλήρους αποζημιώσεως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις για τις τυχόν ζημίες που υπέστησαν συνεπεία των ανωτέρω αυξήσεων. 2. Η αγωγή αποζημίωσης στρέφεται αποκλειστικά κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αποκλειομένης οποιασδήποτε ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας την οποία αφορούν οι αυξήσεις κεφαλαίου, των μετόχων που απέκτησαν τις μετοχές, των φυσικών προσώπων που καθ’ οιονδήποτε τρόπο άσκησαν διοίκηση ή διαχείριση της εταιρείας μετά την υπαγωγή της στις ρυθμίσεις του ν. 1386/1983, καθώς και όσων απέκτησαν νομίμως περιουσιακά στοιχεία των ανωτέρω εταιρειών. Η αγωγή, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα οκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την 31.12.1998, είτε εκκρεμούσε, ασκηθείσα από τα πρόσωπα του δευτέρου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου αίτηση ή προσφυγή ακυρώσεως ή αγωγή αναγνωρίσεως της ακυρότητας της αυξήσεως κεφαλαίου, είτε είχε εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή τέτοια αίτηση ή προσφυγή ή αγωγή των ανωτέρω προσώπων. 3…4… 5. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τραπεζικών ανωνύμων εταιρειών, που είχαν υπαχθεί σε καθεστώς προσωρινής επιτροπείας μετά την 1.1.1982 δυνάμει του π.δ. 681/1975 (ΦΕΚ 275 Α), οι οποίες έγιναν με πράξεις του προσωρινού επιτρόπου τους. 6. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την έναρξη ισχύος του το άρθρο 54 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α΄) καταργείται αφότου ίσχυσε» και στο άρθρο 30 ότι «1. Το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από ειδικά εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Οικονομικών υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, συμβάλλεται, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών και προϋποθέσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 35 και 37 του διατάγματος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου, στη συμφωνία πιστωτών και της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.», σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 και συναινεί στη διαγραφή ή και ρύθμιση των απαιτήσεών του κατά της εταιρείας στο ύψος και σύμφωνα με τους όρους της σχετικής πρότασης της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποίησης του άρθρου 2 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α΄), η οποία διατυπώνεται μετά από σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (Δ 16). Με την παραπάνω συμφωνία, οι πιστωτές μπορούν να ορίσουν εκπρόσωπό τους, καθορίζοντας ταυτόχρονα τα καθήκοντά του. Μετά την επικύρωση της συμφωνίας από το αρμόδιο Εφετείο, ο ορισθείς εκπρόσωπος εκπροσωπεί στα πλαίσια των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων όλους τους πιστωτές, ακόμα και τους μη συμβεβλημένους, εκτελώντας στο όνομα και για λογαριασμό τους όλες τις αναγκαίες πράξεις υλοποίησης των όρων της παραπάνω συμφωνίας. 2. Οι πάσης φύσεως απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών κατά της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.», που υφίστανται κατά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών της επιχείρησης και κατά το μέρος που δεν θα ικανοποιηθούν από το εισπραχθησόμενο τίμημα μεταβίβασης της επιχείρησης, σύμφωνα με τη συμφωνία του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, αναλαμβάνονται και εξοφλούνται από το Δημόσιο. 3. Παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για την κάλυψη του συνόλου των συμβατικών υποχρεώσεων, δηλώσεων και εγγυήσεων που ανέλαβε ο Οργανισμός Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) Α.Ε., δυνάμει του με αριθμό 37219/18.12.1998 προσυμφώνου της συμβολαιογράφου Αθηνών … πώλησης των μετοχών της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.» που του ανήκουν. 4. Παρατείνεται από τη λήξη της και μέχρι τη συμπλήρωση τριών ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η άδεια λειτουργίας Φ14-8577/4038/16.7.1997 της Διεύθυνσης Βιομηχανίας της Νομαρχίας Αττικής των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.» στο εργοστάσιο Αθηνών. 5. Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής των αποζημιώσεων των εργαζομένων στην εταιρεία με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.» των οποίων η σχέση εργασίας καταγγέλλεται μέχρι τις 28.2.1999. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης, την οποία θα λάβουν λόγω απόλυσης οι αποχωρούντες από την επιχείρηση εργαζόμενοι. 6. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από την 4 Φεβρουαρίου 1999».
11. Επειδή είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η ρύθμιση από τον νομοθέτη με νέους κανόνες δικαίου, και κατά τρόπο διαφορετικό, εννόμων σχέσεων που έχουν γεννηθεί και δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί βάσει διατάξεων προϊσχυσάντων κανόνων δικαίου, ακόμη και αν οι έννομες σχέσεις ή τα δικαιώματα κρίνονται ενώπιον των δικαστηρίων ή έχουν αναγνωρισθεί με τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν ρυθμίζουν μεμονωμένη σχέση. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται από τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26, 94 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, με τα οποία καταχυρώνονται οι αρχές της ισότητας, της διάκρισης των λειτουργιών, του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελούν τα κατά τα άρθρα 94 και 95 ασκούμενα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας ένδικα μέσα της προσφυγής ουσίας και της αίτησης ακύρωσης, η θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων, που καταλαμβάνουν εκκρεμείς επί προσφυγών ουσίας ή αιτήσεων ακύρωσης δίκες και επηρεάζουν την έκβαση τους, είναι δε δυνατόν να συνεπάγονται ακόμη και την άρση ή τον περιορισμό της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για συμμόρφωσή της προς ήδη εκδοθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές είναι γενικής εφαρμογής, υπαγορεύονται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν προσβάλλουν τον πυρήνα και την ουσία του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, σεβόμενες την αρχή της αναλογικότητας. Επιτακτικό δε λόγο γενικού συμφέροντος συνιστά η προστασία της εθνικής οικονομίας με την εξασφάλιση της συνέχισης της λειτουργίας κρισίμων γι’ αυτήν επιχειρήσεων με τις οποίες διατηρείται το παραγωγικό δυναμικό της Χώρας και απασχολείται μεγάλος αριθμός εργαζομένων. Στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν όλες οι κατά ως άνω προϋποθέσεις που καθιστούν συνταγματικώς επιτρεπτή την επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, με το οποίο απλώς καθορίζονται οι συνέπειες των κατά παράβαση διατάξεων της δεύτερης κοινοτικής οδηγίας (77/91/του έτους 1976) συντελεσθεισών αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου των υπαχθεισών στο Ν. 1386/1983 και το Π.Δ. 861/1975 εταιρειών, που συνίστανται το μεν στην διατήρηση της εγκυρότητας των από τις κατά τα άνω αυξήσεις προελθουσών μετοχών, το δε στην αναγνώριση δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης στους τυχόν θιγόμενους από τις αυξήσεις αυτές παλαιούς μετόχους των εν λόγω εταιρειών. Και τούτο διότι: 1) με τις επίμαχες διατάξεις, με τις οποίες δεν καταργούνται εκκρεμείς δίκες, θεσπίζεται γενική και αφηρημένη ρύθμιση και δεν σκοπείται η επίλυση της συγκεκριμένης επίδικης διαφοράς, αφού η εν λόγω ρύθμιση αφορά αδιακρίτως όλες τις υποθέσεις δύο κατηγοριών εταιρειών, με κοινό χαρακτηριστικό τις αυξήσεις του μετοχικού τους κεφαλαίου, χωρίς απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων τους και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρύθμισης αυτής καθορίζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο, 2) η ως άνω νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται από επιτακτικούς και δη εξαιρετικούς λόγους υπέρτερου γενικού συμφέροντος, αναφερομένους πρωτίστως στην προστασία της εθνικής οικονομίας με την διασφάλιση της συνέχειας της λειτουργίας επιχειρήσεων, των οποίων μάλιστα η μεγάλη οικονομικοκοινωνική σημασία έχει αναγνωρισθεί με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει δε επιβεβαιωθεί με την εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έγκριση των, μέσω του Ν. 1386/1983, κρατικών ενισχύσεων προς τις εν λόγω επιχειρήσεις (με την 88/167/7.10.1987 απόφασή της). Αδιαμφισβήτητη απόδειξη αυτής αποτελεί η ρύθμιση του άρθρου 30 του Ν. 2685/1999 αναφορικά με μια από τις επιχειρήσεις αυτές, δηλαδή την «Αθηναϊκή Χαρτοποιΐα», δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την σχετική αιτιολογική έκθεση, τυχόν ακύρωση των επίμαχων αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου των ανωτέρω εταιρειών, αυξήσεων που επωμίσθηκαν αμέσως μεν το ελληνικό δημόσιο (μέσω του ΟΑΕ), εμμέσως δε οι πιστωτές τους με μετοχοποίηση των χρεών τους και που συνέβαλαν αποκλειστικά σχεδόν στην επιβίωση των εν λόγω εταιρειών (την διαγραφή των χρεών τους – την διατήρηση του εργατικού δυναμικού τους), συνεπαγόμενη την ακυρότητα και των από τις αυξήσεις αυτές προελθουσών μετοχών θα οδηγούσε, εν όψει της αρχικής αρνητικής κεφαλαιακής τους κατάστασης σε συνδυασμό με τα χρέη τους, με βεβαιότητα στην κατάρρευση των πιο πάνω επιχειρήσεων και στην συνεπεία αυτής πρόκληση δυσανάλογης βλάβης τόσον στο δημόσιο συμφέρον (εθνική οικονομία), όσον και στα έννομα συμφέροντα τρίτων και συγκεκριμένα των εργαζομένων, των προμηθευτών, των νέων μετόχων και των εν γένει συναλλαγέντων (συμφέροντα, άλλωστε, αναγνωριζόμενα ως προστατευτέα και από το κοινοτικό δίκαιο) και δη κατά παράβαση των αρχών της ασφάλειας του δικαίου και της αναλογικότητας, καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (που ως προς την «Αθηναϊκή Χαρτοποιϊα» δημιουργήθηκε και από τις πιο πάνω απορριπτικές αιτήσεών της ακύρωσης αποφάσεις του ΣτΕ) και 3) με την επίμαχη ρύθμιση δεν αναιρείται ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, καθόσον στους τυχόν βλαπτόμενους από τις κατά τα άνω αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου παλαιούς μετόχους παρέχεται αποτελεσματική δικαστική προστασία, συνιστάμενη στο δικαίωμα πλήρους αποζημίωσής τους, αντί της αυτούσιας ικανοποίησής τους, της επαναφοράς δηλαδή των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την αναγνώριση της ακυρότητας ή την αναδρομική ακύρωση των σχετικών με τις ανωτέρω αυξήσεις πράξεων και των προελθουσών από τις αυξήσεις αυτές μετοχών, περιορισμός, ο οποίος, εν όψει των προεκτεθέντων λόγων γενικού συμφέροντος, της μη χρήσης εκ μέρους των παλαιών μετόχων της παρασχεθείσης από το άρθρο 54 του Ν. 2000/1991 δυνατότητας επαναφοράς της κεφαλαιακής κατάστασης και της μετοχικής σύνθεσης των εταιρειών τους στην πριν από τις ως άνω αυξήσεις θέση τους (σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση) και των επιδιωκόμενων με την ρύθμιση αυτή σκοπών γενικού συμφέροντος, παρίσταται απολύτως δικαιολογημένος και, ως εκ τούτου, είναι συνταγματικά επιτρεπτώς, ενόψει μάλιστα των όσων έγιναν δεκτά στην αρχή της παρούσας σκέψης. Με τα δεδομένα αυτά, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999, κατά το εξεταζόμενο σύμφωνα με την παραπεμπτική απόφαση μέρος της, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26, 94 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι με την διάταξη αυτή, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί υπαγορεύεται από εξαιρετικούς και επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, διασφαλίζεται ο σεβασμός της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας και επιτυγχάνεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος, η προστασία του οποίου πρέπει κατά το Σύνταγμα να εξασφαλίζεται και του ατομικού συμφέροντος των παλαιών μετόχων δεδομένου ότι το παρεχόμενο σ’ αυτούς δικαίωμα πλήρους αποζημιώσεως αποκλειομένης της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση συνιστά, υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα της υποθέσεως, αποτελεσματική και επαρκή δικαστική προστασία. Κατά την γνώμη, όμως, των μελών του δικαστηρίου τούτου Α. Γκότση και Β. Καλαντζή, η ως άνω διάταξη του Ν. 2685/1999, κατά το μέρος που αφορά εκκρεμείς αιτήσεις ακύρωσης ή προσφυγές ουσίας κατά υπουργικών αποφάσεων εκδοθεισών κατά τα άρθρα 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του Ν. 1386/1983, εισάγει, κατ’ ουσίαν, εξαίρεση από τον προαναφερθέντα γενικό και ανεξαίρετο συνταγματικού επιπέδου κανόνα, διότι στερεί το αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστήριο από την δυνατότητα να ακυρώσει την ενώπιόν του ευθέως προσβληθείσα πράξη, περιορίζοντας την εξουσία του σε απλή διάγνωση περί της νομιμότητας της ένδικης πράξης. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή είναι, κατά το εξεταζόμενο μέρος της, για τους λόγους που αναλυτικά παρατίθενται σε προηγούμενη σκέψη της παρούσης (υπ’ αριθμ. 4) και έγιναν, κατά πλειοψηφία, δεκτοί με την 161/2010 παραπεμπτική απόφαση του ΣτΕ, αντισυνταγματική, ως αντικειμένη στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος.-
12. Επειδή, τα υποστηριζόμενα από τους Α. Κεφάλα, Β. Κεφάλα κ.λ.π. περί της αντίθεσης των ως άνω διατάξεων προς κανόνες κοινοτικού δικαίου και διατάξεις κοινοτικών οδηγιών, καθώς και περί της μη συνδρομής των προϋποθέσεων υπαγωγής της «Αθηναϊκής Χαρτοποιΐας» στις διατάξεις του Ν. 1386/1983, περί του μη νομίμου των με βάση το νόμο αυτόν συντελεσθεισών αυξήσεων του μετοχικού της κεφαλαίου και περί της αντίθεσης των ως άνω διατάξεων προς τα άρθρα 74 παρ. 5 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα και κατά τα δύο σκέλη τους˙ ειδικότερα κατά το πρώτο μεν διότι δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του ΑΕΔ η άρση αμφισβήτησης ως προς την συμφωνία ή μη διάταξης τυπικού νόμου προς κανόνα του κοινοτικού δικαίου (ΑΕΔ 29/1999), κατά το δεύτερο δε σκέλος, διότι τα εν λόγω ζητήματα δεν ήχθησαν προς κρίση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου με την παραπεμπτική απόφαση.
13. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Δικαστήριο αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου ως προς το παραπεμφθέν ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999 και αποφαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 παρ. 1, 94 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος.
14. Επειδή πρέπει να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση της «Κεραφίνα ΑΒΕΤΕ» και να απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση της «Kerafina Keramische und Finanz Holding AG».
15. Επειδή, επί δίκης προκαλουμένης κατόπιν παραπομπής από ανώτατο δικαστήριο κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής σε οποιοδήποτε διάδικο των εξόδων της αυτεπαγγέλτως διεξαχθείσης διαδικασίας και της δικαστικής δαπάνης (ΑΕΔ 27/2004).
 
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
 
Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση της «Κεραφίνα Ανώνυμης Βιομηχανικής-Εμπορικής και Τουριστικής Εταιρείας» και απορρίπτει την παρέμβαση της «Kerafina Keramische und Finanz Holding AG».
Αίρει την επίδικη αμφισβήτηση, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό, αποφαινόμενο ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999 δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 παρ. 1, 94 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7, 19 και 30 Δεκεμβρίου 2011.
 
  Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας

   
 

Παναγιώτης Πικραμμένος Γρηγόριος Ψύλλιας
 
Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 3 Ιουνίου 2013.