ΑΕΔ 8/1989, ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΕΔΕ, ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗ ΑΙΤΙΑ, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΟΛΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΟΦΕΙΛΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ ΣΕ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

ΑΕΔ

8/1989 ΑΕΔ ( 20403) 
  
 

Δ/ΝΗ/1989 (1148), ΔΔΙΚΗ/1989 (784), ΔΦΟΡΝΟΜΟΘ/1989 (830), ΕΔΚΑ/1989 (395) Διοικητικές διαφορές ουσίας. Εκδίκαση αυτών από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Διαφορά από την καταβολή μισθώματος μισθωμένων ακινήτων Κοινότητας. `Ενταλμα προσωπικής κράτησης. Διευθυντή ΔΟΥ εις βάρος του μισθωτή. Ανακοπή κατ` αυτού (εντάλματος) εκ μέρους του μισθωτή. Κρίση ότι υπάρχει ιδιωτική απαίτηση του Δημοσίου κατά του μισθωτή και επομένως η διαφορά που δημιουργείται από την άσκηση ανακοπής φέρει τα στοιχεία της ιδιωτικής διαφοράς, η φύση της οποίας δεν μεταβάλλεται με την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοικήσεως και την είσπραξη της απαιτήσεως από το δημόσιο ταμείο. Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων.

  

Α.Ε.Δ8/1989 Πρόεδρος : Αντ. Στασινός, Πρόεδρος Α.Π. Εισηγητής: Νικ. Καβαλλιέρος, Αρεοπαγίτης. Δικηγόρος: Ελ. Σφήκα. Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 νόμου 345/1976, ο οποίος εκδόθηκε κατ`επιταγήν του άρθρ. 100 του Συντάγματος. εφ`όσον τα δικαστήρια που αναφέρονται στο άρθρ. 44 παρ. 1 αυτού έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της αυτής υποθέσεως, η σύγκρουση αίρεται με επιμέλεια παντός διαδίκου, δια καταθέσεως αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εντός ενενήντα ημερών από της δημοσιεύσεως της νεώτερης αποφάσεως. Κατά δε το άρθρ. 47 παρ. 4 του νόμου τούτου, η απόφαση του δικαστηρίου τούτου περιορίζεται στην λύση του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που έκρινε εσφαλμένως επ`αυτού, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριον που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία και είναι υποχρεωτική για τα δικαστήρια που απέσχον να επιληφθούν και τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, κατά του αιτούντος εκδόθηκε το υπ`αριθμ. 66/1987 ένταλμα προσωπικής κρατήσεως του διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου Πολυγύρου Χαλκιδικής, για οφειλές του προς την Κοινότητα Μεταμορφώσεως από μη καταβολή μισθώματος κοινοτικών ακινήτων, των οποίων είχε καταστεί μισθωτής το έτος 1987 κατόπιν δημοπρασίας. Κατά του εντάλματος αυτού ο αιτών άσκησε αρχικώς την από 13.11.1987 ανακοπή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια την από 1.2.1988 ανακοπή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με τις οποίες εζήτησε την ακύρωση του εντάλματος. Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκαν η υπ`αριθ. 1684/19.4.1988 απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου και η υπ`αριθ. 819/24.3.1988 απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, με τις οποίες απερρίφθησαν και οι δύο ανακοπές, με την αιτιολογία, του μεν διοικητικού δικαστηρίου, ότι η διαφορά, μη αφορώσα δικαίωμα εισπράξεως φόρου, τέλους κ.λ.π., δεν υπήχθη με τον νόμον 1406/1983 στην δικαιοδοσία του, του δε πολιτικού δικαστηρίου ότι επρόκειτο περί διοικητικής διαφοράς υπαγομένης στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφ`όσον το ένταλμα εκδόθηκε μετά την 11.6.1985. Και οι δύο αυτές αποφάσεις υπέκειντο στο ένδικον μέσον της εφέσεως, βάσει των άρθρ. 8 νόμου 1406/1983 και 513 παρ. ΚΠολΔ. Από τις προσκομιζόμενες δε εκθέσεις επιδόσεως, υπό χρονολογίες 6.4.1988, 28.4.1988, 6.5.1988 και 9.5.1988, των αρμοδίων οργάνων προκύπτει επίδοση των ανωτέρω αποφάσεων στους καθ`ων. Επομένως, εφ`όσον δεν ακήθηκε έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας (βλ. από 7.7.1988 βεβαίωση του γραμματέως του Διοικ. Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και υπ`αριθ. 1047/19.1.1989 πιστοποιητικόν του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), η προκαλέσασα την αποφατική σύγκρουση απόφαση κατέστη τελεσίδικη και ως εκ τούτου η κρινόμενη αίτηση, που κατατέθηκε την 20.7.1988, όπως προκύπτει από την πράξη του αρμοδίου γραμματέως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί.

Κατά το άρθρ. 94 παρ. 1 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικώς στην δικαιοδοσία των εντός προθεσμίας πέντε ετών από την ισχύν του Συντάγματος, της προθεσμίας αυτής δυναμένης να παρατείνεται δια νόμου. Κατά δε την παρ. 3 του αυτού άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, ως και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας που ανατίθενται σε αυτά δια νόμου.

 Από τις παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών στα διοικητικά, χωρίς να εξειδικεύει την έννοια των, συγχρόνως όμως αποκλείει από τον κοινόν νομοθέτην την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες από την φύση των είναι ιδιωτικές.

Κατά το άρθρο 63 παρ. 1 και 2 ΚΕΔΕ επιτρέπεται η προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιον ή τα άλλα νομικά πρόσωπα στα οποία έχει επεκταθεί η εφαρμογή του, η οποία ενεργείται με ένταλμα που εκδίδεται από τον διευθυντή του δημοσίου ταμείου στο οποίον βεβαιώθηκε το χρέος και καθορίζονται λεπτομερώς τα στοιχεία του εντάλματος τούτου. Με το αρθρ. 73 του αυτού Κώδικος ρυθμίζεται λεπτομερώς η άσκηση ανακοπής κατά του ως άνω εντάλματος και γενικώς της διοικητικής εκτελέσεως εκ μέρους του θιγομένου ιδιώτη ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων, υπό τις ειδικώτερες διακρίσεις που ορίζονται σε αυτό. Τέλος, με το άρθρ. 1 νόμου 1406/1983 υπήχθησαν στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικώς αναφερομένων περιπτώσεων περιλαμβάνονται στην παρ. 2 εδ. ια` του άρθρου τούτου και οι αναφυόμενες κατα την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά των είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ. 345/1976). Από τον συνδυασμόν των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Η προσωπική κράτηση αποτελεί μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση απαιτήσεως του Δημοσίου και των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ, η οποία είναι δυνατόν να προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ αυτών και του οφειλέτη των. Στην περίπτωση αυτή ο τίτλος του άρθρ. 2 παρ. 2 το ΚΕΔΕ, που αποτελεί το θεμέλιον της διοικητικής εκτελέσεως, αποδεικνύει ιδιωτική απαίτηση του Δημοσίου και των ως άνω προσώπων, η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται με την έκδοση του σχετικού εντάλματος. Επομένως η διαφορά που δημιουργείται από την άσκηση ανακοπής κατ`αυτού εκ μέρους του θιγομένου ιδιώτη φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιωτικής διαφοράς, η φύση της οποίας δεν μεταβάλλεται με την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοικήσεως και την είσπραξη της απαιτήσεως από το δημόσιον ταμείον. Κατ`άκολουθίαν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς αυτής, ως ιδιωτικής, έχουν και μετά την ισχύν του νόμου 1406/1983 τα πολιτικά δικαστήρια και όχι τα διοικητικά, κατά την ρητή επιταγή του Συντάγματος. Κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, η απαίτηση προς ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενον ένταλμα στηρίζεται στην φερόμενη παραβίαση εκ μέρους του αιτούντος συμβατικών υποχρεώσεών του προερχομένων από σύμβαση μισθώσεως ακινήτων της καθ`ης Κοινότητας και ειδικώτερα από την μη καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος κατά τον κρίσιμον χρόνον. Με τά δεδομένα αυτά η προκύψασα διαφορά είναι ιδιωτικής φύσεως και συνεπώς η δημιουργηθείσα αποφατική σύγκρουση πρέπει να επιλυθεί υπέρ της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου προς εκδίκαση αυτής, στο οποίον πρέπει να παραπεμφθεί η ύποθεση, εξαφανιζόμένης της αντίθετης αποφάσεώς του.