7. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ 8.5.2017

Σημειώσεις Διοικητικό ΝΣΚ

BANNER1

Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Για να εκφραστεί η ενοχικού τύπου, αποζημιωτική ευθύνη του κράτους έναντι του πολίτη, από παράνομες πράξεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, πολλοί συγγραφείς αλλά και αρκετές αποφάσεις , κάνουν λόγο για αστική ευθύνη του δημοσίου. Ο όρος όμως αυτός είναι παραπλανητικός , διότι αφενός μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση ότι τάχα το κράτος ευθύνεται μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του  αστικού δικαίου, αφετέρου δεν πρόκειται γενικά για ευθύνη του κράτους προς αποζημίωση , αλλά μόνο για ευθύνη εξ΄ αδικοπραξίας. Υπό την έννοια αυτή και ο όρος «αποζημιωτική ευθύνη του δημοσίου» , είναι άστοχος.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ

Η αδικοπρακτική ευθύνη  του κράτους για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε με την 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 4§5 του Συντάγματος. Η νομολογία αυτή επαναλήφθηκε και στις ολομέλειες 3783/2014 και 4741/2014.Παράλληλα με τις αποφάσεις αυτές καθιερώθηκε εν τέλει ο όρος αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου.  Είναι αντίθετη λοιπόν στο άρθρο 4§5 ρύθμιση του απλού νομοθέτη που αποκλείει την ευθύνη του κράτους υπο ορισμένες προϋποθέσεις  π.χ σε περίοδο επιστράτευσης (ΣτΕ 2938/2001)

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ

Σε επίπεδο απλού νόμου προβλέπεται από το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, όσον αφορά τα κρατικά όργανα και 106, όσον αφορά τα όργανα των ΝΠΔΔ, ενώ αντίθετα το άρθρο 104 προβλέπει την αποζημιωτική ευθύνη του δημοσίου όχι από την άσκηση δημόσιας εξουσίας , αλλά από την δράση του κατά το ιδιωτικό δίκαιο. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση , ως έννοια ευρύτερη της αδικοπρακτικής περιλαμβάνει και την ενδοσυμβατική ευθύνη του δημοσίου από διοικητικές συμβάσεις, όσο και την ευθύνη βάσει ειδικών διατάξεων νόμων πχ επι αλλοτριώσεως, επί επιτάξεως , αλλά ακόμη και την ευθύνη του από νόμιμες πράξεις ( ΣτΕ ολομ. 1501/2014).

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Αποτελούν την αναγκαία ιστορική βάση της αγωγής και πρέπει να προτείνονται κατά τρόπο ορισμένο από τον ενάγοντα με το δικόγραφο της αγωγής ή με αυτό των προσθέτων λόγων και να αποδεικνύονται από αυτόν. Συνεπώς δεν επιτρέπεται η αυτεπάγγελτη από το δικαστήριο έρευνά τους όπως συμβαίνει με ορισμένους λόγους της αιτήσεως ακυρώσεως, της προσφυγής ή της ανακοπής ή της εφέσεως στο ΕΣ.

Οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αποζημιωτικής αξίωσης  κατ΄άρθρο 105-106 ΕισΝΑΚ είναι :

α) η παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια κρατικών οργάνων, μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί (κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας).

β) η ύπαρξη ζημίας

 γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ τους και

δ) Η διάταξη να μην αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος (αρνητική προϋπόθεση).

Πρέπει να συντρέχουν όλες κατά σωρευτικό τρόπο άλλως δεν υπάρχει ευθύνη του δημοσίου (3124/11, 322/09 7μ ΣτΕ). Η ευθύνη του Δημοσίου είναι κατά την έννοια αυτή αντικειμενική αφού μεταξύ των προϋποθέσεων δεν τίθεται η υπαιτιότητα του οργάνου που προκάλεσε την ζημία (ΣτΕ 1185/2013, 809/12, 1215/2010, ΑΕΔ 1, 13/2006).

Α. Παράνομη πράξη κρατικού οργάνου.

Η χρήση του όρου «όργανο» αντί του όρου «υπάλληλος», που είναι στενότερος, αποσκοπεί  να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους από τη δράση κάθε προσώπου που εργάζεται για αυτό ανεξάρτητα από την έννομη σχέση με την οποία συνδέεται με το κράτος και ανεξάρτητα από την εξουσία στην οποία ανήκει (βλ. την 1501/2014 για την ευθύνη του κράτους από  πρόδηλα παράνομες πράξεις των δικαστικών οργάνων)

Ως πράξη νοείται τόσο η θετική όσο και η  παραλειπτική πράξη  κρατικού οργάνου, εφόσον  παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας , είτε με την έννοια ότι το κρατικό όργανο δρα χωρίς να το προβλέπει ο νόμος είτε ευθέως με δράση  αντίθετη σε οποιονδήποτε κανόνα δικαίου πχ το Κοινοτικό δίκαιο, το Σύνταγμα, κοινοβουλευτικό νόμο κλπ. Παράνομη παράλειψη υπάρχει και όταν το ΙΚΑ στα πλαίσια της διαδοχικής ασφάλισης παρέλειψε να στείλει το φάκελο στον επόμενο ασφαλιστικό φορέα ( 70/2006 ΔΠΡοδ). Ομοίως και όταν η διοίκηση παρέλειψε να στείλει τις αποφάσεις αναστολής εκτέλεσης   των δικαστικών αποφάσεων του ενάγοντα με αποτέλεσμα αυτός να κρατηθεί παράνομα (ΔΠΑΘ 2192/06). Ομοίως και η παράλειψη του δημοσίου να βάλει πινακίδα STOPμε αποτέλεσμα το τραυματισμό του ενάγοντα (ΔΕΦΑΘ 508/09).

Η κατηγορία που ανήκει η πράξη είναι αδιάφορη, αφού μπορεί να είναι απλή υλική ενέργεια, όπως η οδήγηση οχήματος του δημοσίου  (ΑΕΔ 5/95), η καταστροφή εμπορευμάτων σε τελωνειακές αποθήκες (ΣτΕ 313/03), προπαρασκευαστική πράξη, πληροφοριακή πράξη, παράλειψη λήψης πλέγματος μέτρων για την αποτροπή διαδηλώσεων κλπ (ΔΕΦ Αθ 4542/98, ΔΕΦΠειρ.758/02) , παράλειψη επισκευής δρόμου και επίβλεψης της προσπελασιμότητας του (ΣτΕ 1683/02, 3809/01 καταστροφή οχήματος από πτώση βράχου ή δένδρου ΣτΕ 4331/00),  ενσωμάτωσης οδηγιών του κοινοτικού δικαίου κ.α.

Με την ΣτΕ 2625/2010 (Ε’ τμ. 5μ παραπέμπει σε 7μ, ήδη εκδόθηκε η επταμελής 1058/12 που υποχρεώνει το δημόσιο να προβεί σε απαλλοτρίωση)  κρίθηκε ότι η παράλειψη της διοικήσεως να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την οικιστική αξιοποίηση δασικής εκτάσεως που ανήκει σε συνεταιρισμό δεν συνιστά παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας, αλλά όμως έχει ευθύνη διότι δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για την απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή της δασικής εκτάσεως  κατά μία άποψη ενώ κατά άλλη όφειλε να απαντήσει αιτιολογημένα για την τύχη του ακινήτου και κατά τρίτη άποψη οφείλει αποζημίωση.

Έχει κριθεί ότι υφίσταται ευθύνη του Δημοσίου όταν κάποιο όργανο του κράτους απομακρυνθεί από τη δημόσια υπηρεσία εξαιτίας παράνομης πράξης της Διοίκησης ή δεν προαχθεί και μάλιστα ακόμη και εάν πρόκειται  για θέσεις ανώτατων δικαστικών (πχ Αντιπροέδρου του ΕΣ) . Ως αποζημίωση  λογίζεται το ποσό των αποδοχών που δεν εισέπραξε λόγω της παρανόμου πράξεως (ΣτΕ 1553/06 7μ, 2431/04,2171/00).

Ευθύνη υπάρχει και όταν δεν παραβιάζεται συγκεκριμένος κανόνας δικαίου,αλλά η γενική υποχρέωση επιμέλειαςπου προσιδιάζει στα καθήκοντα και και υποχρεώσεις της συγκεκριμένης υπηρεσίας , όπως αυτά προσδιορίζονται από το οικείο θεσμικό πλέγμα και τα διδάγματα της κοινής πείρας και την αρχή της καλής πίστης (ΣτΕ 1222/02).

 Εξυπακούεται πάντως ότι η παράλειψη ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας δεν γεννά αστική ευθύνηεκτός εάν η διακριτική ευχέρεια συνίσταται ως αρχή της διοικητικής ενέργειας , ενώ το αποτέλεσμα διέπεται από δεσμία αρμοδιότητα. ΠΧ η σωστή περιφρούρηση διαδηλώσεως. Η αστυνομία έχει διακριτική αρμοδιότητα για τη στρατηγική που θα ακολουθήσει, όμως έχει δεσμία αρμοδιότητα να περιφρουρήσει την διαδήλωση και να προστατέψει την εν γένει περιουσία των πολιτών. Συνεπώς,εάν κατ΄ αποτέλεσμα καταστραφούν ιδιοκτησίες,γεννάται ευθύνη του κράτους, αφού εκ του αποτελέσματοςκαι κατά τρόπο αντικειμενικό προκύπτει ότι η διακριτική αρμοδιότητα δεν ασκήθηκε κατά πρόσφορο τρόπο, που ναι μεν η προσφορότητα δεν μπορεί να κριθεί από τα Διοικητικά Δικαστήρια,πλην όμως κρίνεται το αποτέλεσμα της που είναι εν προκειμένω η καταστροφή της περιουσίας των πολιτών, ο ν. 1481/84 καθιστά την αστυνομία προστάτη της κοινωνικής ειρήνης και των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών  (ΔΕφΠειρ.758/02, ΣτΕ3919/01, 3706/01).

Αγωγή ευθέως εκ του Συντάγματος  για καταρχήν νόμιμη πράξη και με επικουρική βάση το 105 (3 νομολογιακές περιπτώσεις)

Α. ΣτΕ 2263/13 (άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, η προστασία των πολιτισμικών στοιχείων και μνημείων επιβάλλει την επιβολή κρατικών μέτρων που ενδεχομένως θίγουν την παρακείμενη περιουσία κάποιων προσώπων  κατά το άρθρο  17 του Συντάγματος και το ΠΠΠρωτ. ΕΣΔΑ. Ένα λατομείο στους Δελφούς βρισκόταν σε ευρύτερη περιοχή πολιτισμικής αξίας και για το λόγο αυτό διεκόπη η λειτουργία του.   Όμως επειδή δεν είχε εκδοθεί η νομοθετική ρύθμιση για αποζημίωση βάσει του άρθρου 24§6 του Συντάγματος  ο ιδιοκτήτης ήγειρε αγωγή και ζήτησε αποζημίωση από νόμιμη πράξη (ευθέως από το Νόμο). Όταν δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση τότε απευθείας από το Σύνταγμα κατά το 24 παρ. 6 του Συντάγματος θα πάρει αποζημίωση. Κριτήρια για να καθορίσει ο Δικαστής την αποζημίωση είναι : Η χρήση του ακινήτου, η  δυνατότητα εκμετάλλευσης του , πόσο στενά λειτούργησαν οι περιορισμοί κλπ.

Β. Με την 2165/13 ΣτΕ ακίνητο στην νήσο ΚΕΑ (Τζιά) εκτός οικιστικής περιοχής που ενέπιπτε σε ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο. Βάση της αγωγής το αρθ. 24 παρ. 6 και επικουρική βάση  η παράλειψη έκδοσης του τυπικού νόμου ορίζει  το Σύνταγμα στο ίδιο ως άνω άρθρο. Το ΔΕφετείο απέρριψε με την αιτιολογία ότι αποτελούσε αγροτικό ακίνητο κατά τον προορισμό. Το ΣτΕ αναίρεσε και όρισε ότι το ΔΕΦ θα έπρεπε να εξετάσει με την παραπάνω βάση και να εκδώσει προδικαστική ζητώντας στοιχεία.

Γ. ΣτΕ 4283/13 (Υπόθεση Αμβρακικού κόλπου) με το α.22 Ν. 1650/86 χάριν προστασίας του περιβάλλοντος μπορεί να προβληθούν κάποια μέτρα, αντισταθμιστικά οφέλη με π.δ., αλλά στην κρινομένη υπόθεση  δεν εκδόθηκε ποτέ. Βάση της αγωγής λοιπόν το  άρθρο 22 του Ν. 1650/86 και το 105 του ΕισΝΑΚ κατά το μέρος που είχε παραλειφθεί το π.δ. Όταν η υπόθεση έφτασε στο Εφετείο είπε ότι είναι απαράδεκτη η αγωγή γιατί τότε ίσχυε το 71 παρ. 5 γιατί έπρεπε προηγουμένως να κάνεις αίτηση στην διοίκηση.  Το ΣτΕ είπε δεν μπορείς να ζητάς την υποβολή αιτήσεως, όταν δεν έχει εκδοθεί π.δ. που να ορίζει την διαδικασία και  ορίζει το αρμόδιο όργανο για την υποβολή της αιτήσεως. Συνεπώς αφού δεν μπορούσε να υποβάλλει αίτηση για την αξίωση αποζημίωσης στη διοίκηση και δικαιούται αποζημίωσης ευθέως από το Νόμο.

ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ.

 Η υποκειμενική στάση του οργάνου , δηλ. εάν έχει ή όχι υπαιτιότητα, είναι αδιάφορη. Υπό την έννοια αυτή η αδικοπρακτική ευθύνη του δημοσίου είναι αντικειμενική και διακριβώνεται από τους κανόνες που ίσχυαν και παραβιάσθηκαν κατά το χρόνο της παράνομης πράξης.

Το ΔΕφΑθ με την 946/1992 απόφασή του προχώρησε ακόμη περισσότερο, δεχόμενο ότι για τον τραυματισμό αλεξιπτωτιστή κατά την πραγματοποίηση άλματος με αλεξίπτωτο από αεροσκάφος για εκπαιδευτικούς λόγους, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε στον στρατιώτη, έστω και αν ο τραυματισμός οφείλετο σε τυχαίογεγονός, δηλαδή όχι σε παράνομη πράξη κρατικού οργάνου. Για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης, συνεκτίμησε το γεγονός ότι τον εφεσίβλητο δεν βάρυνε αμέλεια ή σφάλμα κατά την εκτέλεση του άλματος και επίσης το γεγονός ότι δεν δικαιώθηκε συντάξεως από το Ελληνικό Δημόσιο.

Υποστηρίζεται από μερίδα της νομολογίας , ότι εφόσον η δράση του οργάνου παραβιάζει την εξωτερική νομιμότητα, ήτοι την διαδικασία εκδόσεως της πράξεως και την αιτιολογία της, τότε δεν υπάρχει παρανομία λόγω μη ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου. Η θέση αυτή εκκινά από την λογική σκέψη ότι δεν μπορεί να πιθανολογηθεί και να αποκλεισθεί ότι εάν τηρείτο η νόμιμη διαδικασία η ουσιαστική ρύθμιση θα ήταν σίγουρα διάφορη από αυτήν που ελήφθη με την τυπικά παράνομη πράξη.

 Η θέση αυτή είναι κατά την άποψη μου απόλυτα εσφαλμένη όσον αφορά την κατά διακριτική αρμοδιότητα δράση της διοίκησης, αφού παραβιάζει την διάκριση των λειτουργιών και ο δικαστής προκαταλαμβάνει και υποκαθιστά την δράση της διοίκησης προεξοφλώντας τις ενέργειες της, αντίθετα εφόσον η διοικητική πράξη εκδίδεται κατά δεσμία αρμοδιότητα η ανωτέρω θέση είναι ορθή, εκτός εάν πρόκειται για παράβαση Συνταγματικού  τύπου , όπως η προηγούμενη ακρόαση. Στα πλαίσια των θέσεων αυτών κινούνται και οι ΣτΕ 3422-4/99, 3400,3328/01 και 1749/03.

Στη διάταξηεμπίπτει κάθε όργανο του κράτους, δηλαδή είτε διοικητικό, είτε νομοθετικό, είτε δικαστικό. Συνεπώςκαι νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα ευθύνεται κατ΄άρθρο 106 ΕισΝΑΚ, εάν η παράνομη πράξη  του ανάγεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, ότε και λογίζεται ως νπδδ πχ Ο Διοικητής της τράπεζας της Ελλάδος μετά από μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της νομισματικής επιτροπής αποτελεί δημόσιο όργανο ελέγχου έκδοσης από τράπεζες εγγυητικών επιστολών για εξασφάλιση εξόφλησης αξίας αγροτικών προϊόντων των οποίων η επί πίστωση πώληση απαγορεύεται. Η τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο άσκησης από τον διοικητή πιστωτικής πολιτικής με ρητή νομοθετική ρύθμιση υπέχει αστική ευθύνη για παράνομη επιβολή σε βάρος τράπεζας κύρωσης άτοκης κατάθεσης που συνίσταται στην απώλεια τόκων επί του κατατεθέντος ποσού (ΔΕΦΑθ1896/03).Αγωγή αποζημίωσης με βάση το 105 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της μή άσκησης εκ μέρους του εναγομένου ΝΠΔΔ “Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς” της προσήκουσας εποπτείας στις επιχειρήσεις επενδύσεων με τις οποίες αυτές είχαν καταρτίσει διαδοχικές συμβάσεις διαχείρισης προσωπικού χαρτοφυλακίου. Αρμοδιότητες Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΔΠΑθ 15526/03).

 Σήμερα γίνεται δεκτό αρχικά από την θεωρία και μετά από την νομολογία ότιτο Νομοθετικό όργανο μπορεί να γεννά αδικοπρακτική ευθύνηγια το δημόσιο , όταν θεσπίζει νόμουςαντίθετους στο Κοινοτικό δίκαιο ή το Σύνταγμα( πχ νόμος για το βασικό μέτοχο) ή όταν παραλείπει να ευθυγραμμιστεί με το κοινοτικό δίκαιο ή με συνταγματικούς κανόνες πχ 24παρ.6 και 17 παρ.5 Σ (ΣτΕ 6,5 /01, ΔΕφΑθ2364/01, 2363/01, 3587/97, 3624/01,1141/99, ΑΠΟλομ. 13/91). Η μεταστροφή αυτή της εγχώριας νομολογίας προφανώς επηρεάστηκε από τις  C-46/93 ,c-48/93 αποφάσεις του ΔΕΚ (υποθέσεις Brasseriedupecheur και  FactortameLtd) όπου το Δικαστήριο έθεσε ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την καταβολή αποζημίωσης : α) η διάταξη του Κοινοτικού δικαίου πρέπει να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, β) η παράβαση της να είναι κατάφωρη, γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος. Η αποζημίωση θα καθοριστεί με τα κριτήρια του εσωτερικού δικαίου , αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει και το διαφυγόν κέρδος  ή ειδικές μορφές όπως «η παραδειγματική αποζημίωση» που ισχύει στο αγγλικό δίκαιο και πρέπει να περιλαμβάνει όλη τη ζημία , δηλαδή και αυτή που επήλθε πριν από την έκδοση της απόφασης που αναγνώρισε την παράβαση του κοινοτικού κανόνα.

Έτσι κρίθηκε ότι παρανόμως δεν καταβλήθηκε η ενίσχυση που προβλέπεται από το αρ. 56 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και η ειδική εισφορά που καταβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο λόγω απόλυσης από τη μεταλλουργική «Χάλυψ». Ειδικότερα, το άρθρο 56 της ΕΚΑΧ που έχει άμεσο αποτέλεσμα, είναι μέρος της ελληνικής έννομης τάξης, προβλέπει σε περίπτωση απόλυσης εργαζομένων από τις βιομηχανίες χάλυβα, λόγω νέων τεχνολογιών, τη χρηματοδότηση προγραμμάτων για την εκπαίδευση όσων αναγκάζονται να αλλάξουν απασχόληση και εξαρτά τη χορήγηση ενίσχυσης από την ΕΚΑΧ, από την καταβολή ισόποσης ειδικής εισφοράς από το κράτος μέλος. Όμως, το Ελληνικό Δημόσιο παρέλειψε να θεσμοθετήσει την καταβολή της Εθνικής Συμμετοχής, λόγω δε της παράλειψης αυτής προκλήθηκε ζημία στους ενάγοντες, την οποία το ΤΔΠΑθ με την 5844/2004 απόφασή του υπολόγισε και επιδίκασε στους ενάγοντες ως αποζημίωση.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και όταν η Δικαστική λειτουργία παραβιάζει τους νόμους ή το Κοινοτικό δίκαιο.Το θέμα δεν γεννά καμία αμφιβολία όταν η δικαστική λειτουργία ασκεί διοικητικές αρμοδιότητεςπχ έλεγχος λογαριασμών δημοσίων υπολόγων από κλιμάκιο του ΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 98παρ.1 κλπ ή μισθοδοτικές καταστάσεις που υπογράφονται από δικαστή (ΣτΕ 872/88). Στα πλαίσια ποινικής δίκης για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, με απόφαση ανεστάλη η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορούμενου, πλην όμως, τα αστυνομικά όργανα συνέχισαν να τον κρατούν γιατί εκκρεμούσε σε βάρος του άλλη καταδικαστική απόφαση Μονομελούς Πλημ/κείου. Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι κατ’ αυτής είχε ασκήσει έφεση και είχε ανασταλεί η σε βάρος του ποινική δίωξη. Τα αστυνομικά όργανα δεν πείστηκαν, ο εισαγγελέας της έδρας και ο εισαγγελέας ποινικής δίωξης έκριναν ότι δεν ήταν αρμόδιοι και τον παρέπεμψαν στον εισαγγελέα που είχε υπηρεσία την επόμενη ημέρα. Οδηγήθηκε στο Μεταγωγών μαζί με άλλους κρατούμενους και την επόμενη ημέρα διαπιστώθηκε ότι δεν είχε καταχωρηθεί η αθωωτική απόφαση στο φάκελό του και για το λόγο αυτό δεν είχε αρθεί το ένταλμα σύλληψής του. Όμως, είχε αρχίσει ήδη η διαδικασία μεταγωγής του στις φυλακές Άμφισσας, απ’ όπου και εκδόθηκε το αποφυλακιστήριο. Το ΔΠΑθ με την 2192/2006 απόφαση έκρινε ότι είναι παράνομη η παράλειψη των δικαστικών υπαλλήλων του πλημμελειοδικείου να αποστείλουν τις αθωωτικές αποφάσεις στο Τμήμα εκτέλεσης ποινών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, από την παρανομία δε αυτή (ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας) επήλθε ζημία (παράνομη στέρηση της ελευθερίας του, μείωση της τιμής και της υπόληψής του, μεταγωγή με άλλους κρατούμενους) και συνεκτιμώντας τη θέση του – εκδότης επιστημονικού περιοδικού – επιδίκασε σ’ αυτόν χρηματική ικανοποίηση 30.000 ευρώ.

Αντίθετα  κατά την νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων δεν γεννάται αδικοπρακτική ευθύνη από παράνομες δικαστικές αποφάσεις, διότι υπάρχει ο θεσμός της αγωγής κακοδικίας , ενώ για τους καταδικασθέντες από ποινικό δικαστήριο και εν συνεχεία επί της ουσίας αθωωθέντες, υπάρχει ειδική διαδικασία, όπου το μεν ποινικό δικαστήριο αποφαίνεται για την υποχρέωση αποζημιώσεως (δηλαδή το ίδιο δικαστήριο που έκρινε την υπόθεση και συνεπώς παραβιάζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ) και εν συνεχεία την αποζημίωση την επιδικάζει το πολιτικό δικαστήριο και συνεπώς η όλη διαδικασία είναι εκτός συνταγματικής πρόβλεψης , αφού θα έπρεπε λόγω της φύσεως της διαφοράς τα διοικητικά δικαστήρια να επιδικάζουν αποζημίωση. Με την ΣτΕ 2574/2006 κρίθηκε ότι  η αξίωση αποζημίωσης των αδίκως 
καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους ρυθμίζεται ειδικά από τα άρθρα 533-545 του ΚΠοινΔ και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Οι σχετικές διαφορές δεν είναι διοικητικές διαφορές ουσίας κατά το Ν.1406/1983 και δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Το ζήτημα της ύπαρξης υποχρέωσης αποζημίωσης κρίνεται από τα ποινικά δικαστήρια είτε με ταυτόχρονη της αθωωτικής απόφαση, είτε με μεταγενέστερη. Το ύψος της αποζημίωσης μπορεί να καθοριστεί είτε από το ποινικό δικαστήριο είτε από τα πολιτικά δικαστήρια.

Εξ΄ άλλου με την ΣτΕ 3176/98 κρίθηκε ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κατ΄ άρθρο 90 παρ.1 δεν ελέγχονται παρεμπιπτόντως λόγω του άρθρου 90 παρ.6 του Σ επ΄ ευκαιρία άσκησης αγωγής αποζημίωσης δικαστικού λειτουργού.

Με την απόφαση C-224/01  της 30.9.03 του ΔΕΚ (υπόθεση Kobler) διακηρύχτηκε η αρχή της ισοτιμίας των τριών κρατικών λειτουργιών (νομοθετική-εκτελεστική-δικαστική)  και των οργάνων τους. Συνεπώς είναι απαραίτητη η ομοιόμορφη  αντιμετώπιση των συνεπειών που προκύπτουν από την απονομή δράση τους, όπως επιβάλλει το κράτος – δικαίου που επικρατεί των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας του ουσιαστικού δεδικασμένου και της αρχής της ανεξαρτησίας και του κύρους της δικαστικής λειτουργίας. Πάντως η παραβίαση θα πρέπει και εδώ να είναι «κατάφωρη» δηλαδή θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η ιδιομορφία του δικαστικού λειτουργήματος, ο συγγνωστός χαρακτήρας της πλάνης περί το κοινοτικό δίκαιο που προκύπτει και   ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του κοινοτικού κανόνα.

Ομοίως έκρινε το ΔΕΚ και στην  υπόθεση TraghettidelMediterraneoC-173/03. Επρόκειτο για  μια διαφορά μεταξύ δυο ναυτιλιακών εταιριών  σχετικά με την παραβίαση των κανόνων της συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων που κατέληξε στο CorteSupremadicassazione το οποία απέρριψε τόσο το αίτημα για προδικαστική παραπομπή όσο και την αναίρεση. Η ηττηθείσα εταιρία προσέφυγε στο TribunalediGenova με αγωγή αποζημιώσεως κατά του Ιταλικού δημοσίου διότι το ανώτατο ιταλικό Δικαστήριο παραβίασε το Κοινοτικό δίκαιο. Το αποζημιωτιό δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα επι του οποίου εξεδόθη η ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ.

Από πλευράς οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας είναι αδιάφορη η εργασιακή σχέση που τα συνδέει με το κράτος, αφού ευθύνη του γεννάται και από τη δράση ακόμη και έκτακτων υπαλλήλων με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή από έφεδρους στρατιώτες κλπ.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ. Το όργανο σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ευθύνεται εις ολόκληρον μαζί με το δημόσιο, αλλά η μεν αγωγή κατά του οργάνου θα γίνει στα πολιτικά δικαστήρια ενώ κατά του δημοσίου στα Διοικητικά. ο κανόνας αυτός όμως έχει πολλές εξαιρέσεις που έχουν εισαχθεί για να εξαλειφθεί η ευθυνοφοβία των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι με τα άρθρα 38 του ΥΚ, για τους καθηγητές πανεπιστημίου, το αρθ. 100 του Κώδικα των υπαλλήλων των ΟΤΑ, το αρθ.36παρ. 3 του ν.2800/00 για του άρχοντες των ΟΤΑ, το νδ 2998/54 για τους στρατιωτικούς ακόμη και τους έφεδρους , με το ν.976/79 για τους οδηγούς οχημάτων του δημοσίου που προκαλούν τροχαία εφόσον, δεν προκάλεσαν με δόλο το ατύχημα ή υπό την επήρεια αλκοόλ κλπ και υποβάλλουν στην οικεία αρχή δήλωση για το ατύχημα καθιερώνεται το παντελώς το ανεύθυνο έναντι του ζημιωθέντος πολίτη, ο οποίος υποχρεωτικώς θα στραφεί μόνο κατά του Κράτους. Εφόσον όμως το κράτος του καταβάλει αποζημίωση μπορεί εν συνεχεία να ζητήσει από τον υπάλληλο που προκάλεσε με δόλο ή βαρεία αμέλεια την ζημία  αναγωγικά (Εκτός εάν άλλως ο νόμος ορίζει , όπως στην περίπτωση των τροχαίων όπου είναι απολύτως ανεύθυνος ο οδηγός εφόσον τήρησε τις διατυπώσεις αναγγελίας το οχήματος ΕΣ ολομ. 302/02). Η σχετική δίκη ανοίγεται με αίτηση του Γενικού Επιτρόπου του ΕΣ στο ΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 46 του πδ 477/80, ήδη 68 ΚΝΕΣ, αλλά και με έφεση που ασκεί ο υπάλληλος κατά της πράξης καταλογισμού της ζημίας. Στην ουσία πρόκειται για διαφορά αποζημιωτική ευθύνη του υπαλλήλου από δημοσιονομική αιτία, (αρθ.98παρ.1 περ.ε΄).

Αντίθετα για ζημία που προκαλούν οι άρχοντες των ΟΤΑ ή οι Υπουργοί καθιερώνεται ειδική διαδικασία καταλογισμού (αρθ.183 ΚΤΑυτ/σης και 71 ΚΝΑ, ήδη 282 Καλλικράτη και αρθ.15παρ.5β του ν. περί ευθύνης Υπουργών ν.126/03). Ειδική περίπτωση επίσης καταλογισμού αποτελεί και η κατά το άρθρο 21παρ.5 πδ774/80 περίπτωση καταλογισμού από την Ολομέλεια του ΕΣ του διατάκτη Υπουργού.

            Η αρχή του ανεύθυνου  αίρεται όταν το ορίζει το Σύνταγμα πχ επί παραβιάσεως των εγγυήσεων προσωπικής κράτησης του άρθρου 6 ή επί παραβιάσεως του ασύλου της κατοικίας (9παρ.2) ή όταν το όργανο δεν εφαρμόζει αποφάσεις των Δικαστηρίων (αρθ.94 και 95 Σ και 50παρ.4 πδ 18/89 και 198 ΚΔΔ).

            

Α.2 Η άσκηση δημόσιας εξουσίας.

 Δηλαδή η παράνομη  πράξη πρέπει να εξυπηρετεί την κυριαρχική δράση της διοίκησης , γεγονός που υφίσταται ιδίως όταν η δράση της διοίκησης γίνεται εντός των πλαισίων της διατεταγμένης υπηρεσίας .

Αντίθετα πράξεις που λαμβάνουν χώραν επ΄ ευκαιρία ασκήσεως των καθηκόντων εκτός της διατεταγμένης υπηρεσίας, κατά την κρατούσα άποψη δεν καταλογίζονται στο κράτος, αλλά ευθύνεται γι΄ αυτές ατομικά ο υπάλληλος κατά το αστικό δίκαιο.  Η θέση αυτή δεν είναι πάντα ορθή , διότι πολλές από αυτές τις επ΄ ευκαιρία πράξεις γίνονται με μεγαλύτερη ευκολία , ακριβώς λόγω της ιδιότητας και των μέσων που διέθετε το όργανο και αιτιωδώς θα οφείλονται σε πλημμελή επίβλεψη των προϊσταμένων του πχ εφοριακός κάνει εκβιασμούς με βάση τα φορολογικά στοιχεία που διαθέτει η υπηρεσία που υπηρετεί ή αστυνομικός εκτός υπηρεσίας δολοφονεί τον ερωτικό του αντίζηλο με το υπηρεσιακό του όπλο. Εδώ γεννάται θέμα εάν θα ήταν τόσο εύκολη η τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων εφόσον οι δράστες δεν είχαν τα εκ της υπηρεσίας τους μέσα, διότι αφενός τα φορολογικά στοιχεία είναι απόρρητα , αφετέρου η οπλοφορία για τους υπόλοιπους πολίτες απαγορεύεται, ενώ ο αστυνομικός μπορεί να φέρει το όπλο , διότι στην ουσία πάντα είναι εν υπηρεσία.

Το ΤΔΠΑθ με την 3399/2004 απόφαση, σε υπόθεση όπου αστυνομικός, με πολιτική περιβολή, αφού εγκατέλειψε διατεταγμένη υπηρεσία, επιχείρησε, χωρίς να έχει εντολή, να διενεργήσει έλεγχο σε πολίτες, και κατά τον έλεγχο πυροβόλησε εναντίον τους χωρίς να προκληθεί από αυτούς, βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και γνωρίζοντας ότι μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή αναπηρία ή ακόμη και το θάνατο (παράνομη πράξη) έκρινε ότι για το βαρύτατο τραυματισμό του ενάγοντος (ζημία), εξαιτίας του οποίου προκλήθηκε στο θύμα πλήρης αναπηρία, σε ποσοστό 100% εφόρου ζωής (αιτιώδης συνάφεια) αποκλειστικά υπεύθυνος ήταν ο αστυνομικός. Ως προς το γεγονός ότι δεν βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν απαλλάσσει το Δημόσιο από την ευθύνη, εφόσον ενήργησε με την ιδιότητα του δημοσίου οργάνου και εξαιτίας αυτής, αφού επικαλέστηκε την ιδιότητα του αστυνομικού. Επομένως, η πράξη βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια προς τα καθήκοντα του ως αστυνομικού, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου.

Β. Ζημία.

 Η αποζημίωση είναι πλήρης, υπό την έννοια ότι αποκαθίσταται κάθε υλική ζημία που περιλαμβάνει, κατά τους γενικούς κανόνες (άρθρο 298 ΑΚ) , τόσο τη θετική (damnum emergens) όσο και την αποθετική ζημία (lucrum cessans) αλλά και τη χρηματική ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης , η οποία επήλθε σε μη περιουσιακά αγαθά, όπως η ζωή, η ελευθερία, η υγεία, η τιμή κλπ., που απορρέουν από την προσωπικότητα του ζημιωθέντος και αποτελούν εκφάνσεις της .

Καταρχήν δικαιούχος είναι μόνο ο άμεσα ζημιωθείς και όχι τρίτοι έμμεσα ζημιωθέντες, οι οποίοι έχουν αξίωση μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 928β και 929β ΑΚ . Έτσι μένουν νομοθετικά ακάλυπτες περιπτώσεις όπως των γονέων ή του συζύγου που αναγκάζονται να διακόψουν την εργασία τους για να περιθάλψουν το τέκνο του ή τη σύζυγο (αντίθετα στο Γαλλικό δίκαιο δεν υπάρχει τέτοιος φραγμός στους έμμεσα ζημιωθέντες)  ή του εργοδότη που βάσει των ΑΚ 657-658 είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τις αποδοχές του τραυματισμένου εργαζομένου και ενδεχομένως και τις ασφαλιστικές εισφορές ή ο εταίρος ΟΕ ή ΕΕ όπου ζημιώνεται από τον τραυματισμό του άλλου εταίρου που πλέον δεν μπορεί να εργαστεί και να εισφέρει στην εταιρία  (αντίθετα δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, όπου δεν υποχρεούνται οι εταίροι σε εργασιακή εισφορά). Χωρίς αποζημίωση , λόγω μη ευθείας εφαρμογής του 929 ΑΚ φαίνεται να  μένει και ο αλτρουιστικά επεμβαίνων σε ατύχημα για να σώσει τον ζημιωθέντα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του, πλην όμως μπορεί εν τέλει να επικαλεστεί τις διατάξεις περί διοίκησης αλλότριων (730,736 ΑΚ).

Με την ΣτΕ 2796/2006 κρίθηκε ότι  : «…Προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι, έχοντας την εκτεθείσα έννοια, η διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως έχει παγίως κριθεί, η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος καταλείπει ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία, μεταξύ των άλλων, της οικογένειας (βλ. ΣτΕ 1696/2003 κ.ά.) Η διάταξη δε του άρθρου 932 του Α.Κ., που προβλέπει την αποζημίωση της οικογένειας λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου προσώπου εξαιτίας αδικοπραξίας, ενώ σε περίπτωση τραυματισμού μόνο την αποζημίωση του παθόντος, δεν παραβιάζει την εν λόγω συνταγματική διάταξη. Εξ άλλου, αβασίμως προβάλλεται ότι το άρθρο 932 του Α.Κ. παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 του Συντάγματος που προστατεύουν αντίστοιχα, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την κατοικία και την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), 23 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997) 10 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (που κυρώθηκε με το ν. 1532/1985), που προστατεύουν μεταξύ άλλων, το απαραβίαστο του οικογενειακού και ιδιωτικού βίου. Και τούτο, προεχόντως, διότι με τις διατάξεις αυτές που αφορούν την προστασία ατομικών δικαιωμάτων ουδόλως υποχρεούται ο νομοθέτης να θεσπίσει συγκεκριμένη παροχή, και ειδικότερα αποζημίωση της έμμεσης ηθικής βλάβης των γονέων σε περίπτωση τραυματισμού του ενήλικου τέκνου τους. Τέλος, οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων ότι το άρθρο 932 του Α.Κ. έρχεται σε αντίθεση με άλλες διατάξεις του ίδιου Κώδικα, όπως τα άρθρα 57, 59 και 1507, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το άρθρο 932 είναι ειδική διάταξη σε σχέση προς τις άλλες, οι οποίες ρυθμίζουν διαφορετικά θέματα..».

Φαίνεται όμως να αλλάζει το θέμα όταν ο τρίτος δεν υφίσταται αντανακλαστικά την ζημία , αλλά την υφίσταται ως περαιτέρω προσβολή της υγείας του συνεπεία της αρχικής προσβολής της υγείας του άμεσα ζημιωθέντος πχ  η μητέρα βλέποντας το παιδί της φυτό από τροχαίο, υφίσταται νευρικό κλονισμό και ζητά χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση λόγω μη άκσησης του επαγγέλματος της (ΕΦΑΘ 3477/85 ΕλλΔνη 26,1167, ΕφΑΘ 3839/78 ΝοΒ 27,σ.581). Πάντως θα πρέπει οι περιπτώσεις αυτές να υπερβαίνουν το σύνηθες μέτρο για να έχουν αδικοπρακτική κάλυψη αλλά και για να μην επιβαρύνεται υπέρμετρα ο ζημιώσας.

Άλλο είναι το θέμα της ικανότητας προς το παρίστασθαι του ανηλίκου, όπου την αγωγή του πρέπει να ασκήσουν και οι δύο γονείς  στο όνομα του (ΑΚ1510).

Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ , ΟΠΟΥ Ο ΤΡΙΤΟΣ ΖΗΤΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ (928,929ΑΚ)

Σύμφωνα με το 1508 ΑΚ το τέκνο έχει εκ του νόμου υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών στους γονείς χωρίς δικαίωμα αμοιβής.  Δεν έχει σημασία εάν είναι εσώγαμο ή εξώγαμο, ανήλικο ή όχι, αρκεί να συγκατοικεί μόνιμα με τους γονείς και να διατρέφεται από αυτούς. Η διάταξη δεν καλύπτει την περίπτωση που το τέκνο παρέχει υπηρεσίες βάσει συμβάσεως. Αποκαθίσταται μόνο η αξία των υπηρεσιών που λόγω τραυματισμού δεν παρέχει το τέκνο , η οποία εξευρίσκεται  από την υποθετική δαπάνη για την πρόσληψη  μιας ισάξιας υποκατάστατης δύναμης. Έχει σημασία όχι τι πρόσφερε αλλά τι ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει το τέκνο στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Αντίθετα φαίνεται ότι η σύζυγος σύμφωνα με το άρθρο 1389 ΑΚ ( όπως αντικαταστάθηκε μετά το ν.1329/83) δεν έχει υποχρέωση παροχής υπηρεσιών  στα πλαίσια της ισότητας των φύλων.

Στη περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης όμως  ενάγων μπορεί να είναι μόνο ο ζημιωθείς από την αδικοπραξία και όχι τρίτοι με εξαίρεση την περίπτωση που ρητά αντίθετα προβλέπει ειδική διάταξη, όπως στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης , όπου ρητά το 932ΑΚ ορίζει ότι την μπορεί να την αξιώσουν οι συγγενείς του αποβιώσαντος.

Περαιτέρω για την  αποθετική ζημία ( αρνητικό διαφέρον, διαφυγόν κέρδος), δεν απαιτείται πλήρης απόδειξης αλλ’ αρκεί η κατά την συνήθη πορείαν των πραγμάτων πιθανολόγησις της προσδοκίας του κέρδους (βλ. Α.Κ. 298 299, 932, ΣτΕ 289/95).

Ως προς το ύψος της αποζημιώσεως ο αναιρετικός έλεγχος εκτείνεται στο κατά πόσον το δικαστήριο της ουσίας επεδίκασε πέραν του ποσού που θα αποκαθιστούσε τη ζημία (ΣΕ 1140/2006, 1553/2006, 3248/2006) ή αν για την επιδίκαση ψυχικής οδύνης ελήφθησαν υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και ο βαθμός συγκινήσεως από το θάνατο (ΣΕ 2100/2006) ή αν τηρήθηκε κατά την επιδίκαση του ποσού της ψυχικής οδύνης η αρχή της αναλογικότητας (ΣΕ 3256/2006). Επίσης ελέγχεται αναιρετικά αν το δικαστήριο της ουσίας δεν επεδίκασε αιτηθέν ποσό τόκων επιδικίας επί αναγνωριστικής αγωγής (ΣΕ 3202/2006).

Ειδικά ως προς το ΙΚΑ (αρθ.18 Ν 4476/65 και αρθ18 ν.1654/86) εισάγεται εξαίρεση από το 930εδαφ.γ του Ακ και το ΙΚΑ . Επίσης με τη διάταξη του α.47παρ.6 του ν.3518/06 η παραπάνω ρύθμιση για το ΙΚΑ έχει ανάλογη εφαρμογή και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς των ελευθέρων  επαγγελματιών  (ΟΑΕΕ) και τον ΟΓΑ . όχι όμως και άλλοι φορείς κοινωνικής ασφάλισης για τους οποίους δεν μπορεί να γίνει ούτε ανάλογη εφαρμογή ,υποκαθίσταται exelege  στα δικαιώματα του ζημιωθέντος κατά το μέρος που του κατέβαλε αποζημίωση αποδοχών.

Γ. Αιτιώδης σύνδεσμός.

Εφαρμόζεται η και στο αστικό δίκαιο θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας (causa adaequata) . Θα πρέπει λοιπόν η παράνομη πράξη ή παράλειψη στατιστικά να προκαλεί την συγκεκριμένη ζημία. ΠΧ κτύπημα με ελαστική αστυνομική ράβδο του  αστυνομικού στην πλάτη πολίτη , στατιστικά δεν οδηγεί σε θάνατο , αλλά σε σωματική βλάβη.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κριτήριο πιθανολόγησης με βάση την στατιστική συχνότητα.

Θα πρέπει να προσεχθούν οι περιπτώσεις που έχουμε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου πχ  καταστρέφεται από ρύπανση ιχθυοκαλλιέργεια η οποία όμως ήδη είχε προσβληθεί από ιό που κατά την στατιστικά επαληθευμένη πορεία των πραγμάτων θα οδηγούσε σε θάνατο των ιχθύων (ΣτΕ 1893-4/00). Εδώ η ζημία έχει ήδη επέλθει με την προσβολή των ιχθύων από τον υιό ,  καθιστώντας νομικά αδιάφορο το μεταγενέστερο γεγονός της ρύπανσης των υδάτων και συνεπώς δεν πρόκειται για γνήσια διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Αντίθετα υπάρχει γνήσια διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου,   όταν όχημα μεταφέρει βαριά τραυματισμένο στο νοσοκομείο και μεθυσμένος οδηγός περιπολικού επιπίπτει με το περιπολικό στο όχημα με αποτέλεσμα τον θάνατο του τραυματία. Ομοίως από την ανάκληση από τη Διοίκηση της παράνομης πράξης ή έκδοση νέας νόμιμης πράξης μετά την ακύρωση με δικαστική απόφαση της παράνομης. Στις περιπτώσεις αυτές διασπάται ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παράνομη πράξη και στη ζημία, εκτός αν παράνομη πράξη έχει εφαρμοστεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, ή δεν εκδοθεί νόμιμη πράξη (ΣτΕ 1749/03).

Υπάλληλοι του Δήμου κατά την κοπή δένδρου δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα με αποτέλεσμα από την πτώση του να χτυπήσει η ενάγουσα στον αυχένα.

            Με τις ΤΔΠΑ 9925/2005, 3404/2005 κρίθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται ως κύριος έργου κατασκευής λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας στο μήκος του ποταμού Κηφισσού και κατά τη διάρκεια των έργων από τις ανάδοχες εταιρείες κατέρρευσαν ικριώματα, επήλθε απόφραξη της κοίτης και υπερχείλιση του ποταμού με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν καταστήματα και αποθήκες διότι όλο το έργο έγινε χωρίς σχεδιασμό και εκπόνηση μελέτης αντιπλημμυρικής προστασίας, οι εταιρείες δεν έλαβαν μέτρα (κατασκευή πρόχειρου τοιχίου από οπλισμένο σκυρόδεμα), μειώθηκε η υφιστάμενη παροχετευτικότητα, ενώ η σημαντικότερη αιτία της υπερχείλισης ήταν η κατ’ αντίστροφη φορά διευθέτηση της κοίτης του ποταμού από τη ροή προς τις εκβολές (παράνομες πράξεις-παραλείψεις). Άρα η πλημμύρα της αποθήκης (ζημία) οφείλετο σε πλημμελή κατασκευή του έργου και στη μη τήρηση των προσηκόντων μέτρων ασφαλείας εκ μέρους των αναδόχων. Το Δημόσιο ως εποπτεύουσα αρχή είχε την υποχρέωση παρακολούθησης και ελέγχου του έργου και η ένσταση συνυπαιτιότητας των αναδόχων απορρίφθηκε. Οι παραλείψεις που αναφέρθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική ζημία (υπάρχει εσωτερική αιτιώδης συνάφεια και η ευθύνη του δημοσίου είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ευθύνη των αναδόχων εταιριών για τη μη τήρηση τυχόν νόμιμων υποχρεώσεών τους). Ως προς το ύψος της ζημίας το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις εκτιμήσεις των οργάνων της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και επιδίκασε τη θετική ζημία που υπέστη η ενάγουσα εταιρεία, ως προς τη μείωση, όμως, της αξίας του ακινήτου, απέρριψε το αίτημα γιατί δεν απέδειξε η ενάγουσα μείωση της αξίας του, αντιθέτως, μετά την ολοκλήρωση των έργων η περιοχή αναβαθμίστηκε.

            Σε άλλη περίπτωση σε κυβερνήτη ελικοπτέρου που αναχώρησε με πλήρωμα του ΕΚΑΒ από την Αθήνα για να παραλάβει ασθενή από νησί, δόθηκε από τον ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας του αεροδρομίου της Μυκόνου δελτίο καιρού προγενέστερο του ισχύοντος, ενώ είχε μεσολαβήσει ραγδαία επιδείνωση του καιρού (παράνομη πράξη) με αποτέλεσμα τη συντριβή του ελικοπτέρου και το θάνατο του πληρώματος (ζημία). Το Δικαστήριο με την ΤΔΠΑ 6569/2006 απόφασή του έκρινε ότι με βεβαιότητα προκύπτει ότι αν ο κυβερνήτης είχε λάβει γνώση του πραγματικού δελτίου να τερμάτιζε το δρομολόγιο στο αεροδρόμιο της Σύρου, το οποίο είχε ήδη ειδοποιήσει για ενδεχόμενη προσγείωση, σε περίπτωση αδυναμίας προσγείωσης στο αεροδρόμιο της Αθήνας λόγω κακοκαιρίας. (υπάρχει λοιπόν και ο αιτιώδης σύνδεσμος). Άρα, το Ελλ. Δημόσιο ευθύνεται, η ευθύνη δε αυτή δεν αίρεται ούτε στην περίπτωση που Ελεγκτής Εναέρ.Κυκλοφ. Μυκόνου δεν είχε εφοδιαστεί με το ισχύον δελτίο καιρού, γιατί και με την εκδοχή αυτή πάλι ευθύνεται η ΥΠΑ, που έχει την ευθύνη να εφοδιάζει τα αεροδρόμια με τα δελτία καιρού. Ως προς την αποζημίωση έκανε δεκτό ότι οι γονείς της θανούσης δεν απέδειξαν ότι η κόρη τους συνεισέφερε στη διατροφή τους, αφού δεν απέδειξαν αν εργάζονταν, αν ήταν συνταξιούχοι, το ύψος των εισοδημάτων τους και αν αυτά επαρκούσαν ή όχι για τη διατροφή τους καθώς και τα περιουσιακά τους στοιχεία, Ως προς το σκέλος της ηθικής βλάβης όμως, αφού έλαβε υπόψη το συγγενικό δεσμό (κόρη) την ηλικία της (35 ετών), τον ψυχικό τους πόνο, την κοινωνική τους θέση, προσδιόρισε τη χρηματική ικανοποίησή τους σε 300.000 ευρώ για καθέναν από τους γονείς.

            Ομοίως, με την 2123/2005 απόφαση του ΔΕφΘεσ/κης σχετικά με την πτώση ουκρανικού αεροσκάφους κατά την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 74 ατόμων, κρίθηκε ότι οι παράνομες παραλείψεις των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας (οργάνων του Δημοσίου) που δεν παρείχαν την ενδεδειγμένη βοήθεια στον πιλότο, δεν επαναπροσανατόλισαν το αεροσκάφος δεν προσδιόρισαν την ακριβή θέση του, δεν διόρθωσαν την πορεία του προκειμένου να κατευθυνθεί προς το αεροδρόμιο και παρέλειψαν να ζητήσουν από το στρατιωτικό ραντάρ του Χορτιάτη την εξακρίβωση της θέσης του, σε συνδυασμό με την ευθύνη του αερομεταφορέα και του πληρώματος του θαλάμου διακυβέρνησης, είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση και το θάνατο των επιβατών και προσδιορίστηκε το ποσοστό συνυπαιτιότητας των οργάνων του Δημοσίου σε 30% .

Με την ΣτΕ 285/2011 και παραπομπή στην Επταμελή του Α τμήματος , κρίθηκε η θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση κατ’ άρ. 105, 106 ΕισΝΑΚ, μεταξύ αφενός πράξεων ή παραλείψεων κρατικών και δημοτικών αρχώνκατά την πρόκληση και κατάσβεση πυρκαγιάς και τη διάσωση κινδυνευόντων ατόμων,και αφετέρου του θανάτου ιδιώτη, περιστασιακού συνεργάτη δημόσιας υπηρεσίας,κατά την αυτόβουλη προσπάθεια απεγκλωβισμού αυτών.

Ειδικότερα, το Τμήμα έκρινε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και ούτε συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995). Κατά την έννοια επίσης των ίδιων διατάξεων υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Το Δημόσιο δε και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, ενώ τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (Σ.τ.Ε. 521, 2579/2006, 160/2009). Εξ άλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία. Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς, διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Ενώ, αντιθέτως, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Σ.τ.Ε. 334/2008 7μ.). Με τις σκέψεις αυτές, το Τμήμα έκρινε ότι είναι νόμιμη η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που δέχθηκε την ύπαρξη ευθύνης του Δήμου, που συνίσταται στην παράλειψη να αποτρέψει τα άτομα που απάρτιζαν άτυπο συνεργείο του από την πρόκληση της πυρκαγιάς, καθώς και στην έλλειψη οποιασδήποτε συντονισμένης ενέργειας μεταξύ των οργάνων του και των οργάνων των κρατικών αρχών για τον έγκαιρο έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και τη διάσωση εγκλωβισμένων ατόμων, καθώς και κατά το μέρος που συνεκτιμήθηκε απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία μέλος του συνεργείου του Δήμου καταδικάστηκε για εμπρησμό εξ αμελείας.Ως προς το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειαςόμως, το Τμήμα, κατά πλειοψηφία, έκρινε ότι οι πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δήμου δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του θανάτου του υιού των αναιρεσιβλήτων και της ψυχικής οδύνης αυτών.Πρόσφορη αιτία του αποτελέσματος αυτού πρέπει να θεωρηθούν οι νόμιμες και ηθικώς επιδοκιμαστέες ενέργειεςτου ίδιου του αποβιώσαντος,ο οποίος, χωρίς καταρχήν να κινδυνεύει ο ίδιος από την πυρκαγιά και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 307 του Ποινικού Κώδικα, με δική του πρωτοβουλία και επιδεικνύοντας πνεύμα αυτοθυσίας, έθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο, στην προσπάθειά του να βοηθήσει κινδυνεύοντες από την πυρκαγιά συνανθρώπους του. Για τις ενέργειές του αυτές ως περιστασιακού συνεργάτη δημόσιας υπηρεσίας, θα ήταν δυνατόν να θεμελιωθεί, πέραν της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 38 παρ. 12 του ν. 1845/1989, η οποία τους καταβλήθηκε, αξίωση των αναιρεσιβλήτων για τη διεκδίκηση χρηματικών ποσών,ερειδόμενη στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος·η αγωγή τους όμως δεν στηρίχθηκε σε αυτή τη βάση, αλλά στις παράνομες πράξεις και παραλείψεις του Δημοσίου και του Δήμου.Κατά τη μειοψηφία, υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του θανάτου του υιού των αναιρεσιβλήτων και των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δήμου, η οποία συνίσταται τόσο στην πρόκληση της πυρκαγιάς όσο και στην από κοινού με τα άλλα αρμόδια όργανα μη λήψη μέτρων και εκτέλεση ενεργειών για την αντιμετώπισή της με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και η οποία δεν διακόπηκε από την προσπάθεια του αποθανόντος να βοηθήσει συνανθρώπους του που κινδύνευαν. Ήδη εξεδόθη η 3839/2012 της επταμελούς συνθέσεως.

           Δ.  Η παρανομία να μην συνίσταται σε παραβίαση κανόνα που έχει τεθεί για την προστασία αποκλειστικά του δημοσίου συμφέροντος.

            Πρόκειται για σπάνια περίπτωση διότι οι περισσότεροι κανόνες εξυπηρετούν και το ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο συμφέρον.

‘Έτσι η νομολογία διέπλασε τον κανόνα ότι τούτο συντρέχει όταν η διάταξη έχει τεθεί αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος και όχι όταν παραλλήλως θεμελιώνεται από αυτή και δικαίωμα υπέρ του διοικούμενου (ΣΕ 1422/2006, 3919/2001, 1920/1993).

Υπάρχουν όμως και διατάξεις, ιδίως αυτές για το περιβάλλον και την προστασία των δημόσιων αγαθών. Για παράδειγμα ο Δασικός Κώδικας ή οι διατάξεις για την προστασία από την ρύπανση των θαλασσών. Έτσι εάν καεί ένα δάσος λόγω καθυστερήσεως της πυροσβεστικής, στο οποίο κάθε Κυριακή έκανα βόλτες και απολάμβανα την φύση δεν μπορώ να ασκήσω αγωγή, ενώ αντίθετα εάν κάηκε το παρακείμενο σπίτι μου μπορώ, διότι στη περίπτωση αυτή δεν έχει παραβιασθεί μόνο ο Δασικός Κώδικας, αλλά και οι διατάξεις περί προστασίας της κυριότητας.

ΣΥΝΤΡΕΧΟΝ ΠΤΑΙΣΜΑ

            Τα ΤΔΔ δέχονται ότι και στην περίπτωση αδικοπραξίας του αρ. 105 Εισ. ΝΑΚ. αν στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε πταίσμα του ζημιωθέντος, το Δικαστήριο σταθμίζοντας τις περιστάσεις μπορεί να μην επιδικάσει ή να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης.  Με την ΣτΕ Ολομέλεια 169/2010 : «…12. Επειδή, στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του ΕισΝ Αστ. Κώδικα, ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει…». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος – η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση–, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας απόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης. Η κατ’ ενάσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση (πρβλ. ΑΠ 1483/1990, ΣΕ 1408/2006).

Έτσι:

            Σε περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος από πρόσκρουση αυτοκινήτου σε βάση διαφημιστικής πινακίδας που είχε τοποθετηθεί με απόφαση του Δημ.Συμβουλίου στο πεζοδρόμιο λεωφόρου, το ΤΔΠΑ με την 2255/2004 απόφαση, δικάζοντας αγωγή πατέρα του 33χρονου θύματος κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επικαλούμενο νόμο που κύρωσε ευρωπαϊκή σύμβαση, με βάση την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να απαγορεύουν ό,τι μειώνει την ορατότητα ή αποτελεσματικότητα της οδικής σήμανσης, που θαμβώνει τους χρήστες της οδού ή αποσπά την προσοχή τους, έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε και μπορούσε να πράξει τα δέοντα μέσω της Γεν. Γραμματ. Δημοσίων Έργων ή της Περιφέρειας Αττικής, ακόμη και καθ’ υποκατάσταση των αρμοδίων οργάνων του Δήμου για την αφαίρεση της διαφημιστικής πινακίδας, που ήταν επικίνδυνη για την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας όχι μόνο λόγω του είδους της (φωτεινή περιστρεφόμενη) αλλά και λόγω του είδους της κατασκευής της (πακτωμένη σε τσιμεντένια βάση) πλην όμως, παρέλειψε να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα, επειδή δε και ο θάνατος προήλθε από την πρόσκρουση στη βάση της πινακίδας (αιτιώδης συνάφεια) έκρινε ότι το Ελλ. Δημόσιο ευθύνεται για το θάνατο. Όμως, επειδή από τις εκθέσεις αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης προέκυψε ότι το θύμα επέδειξε αμέλεια και έλλειψη προσοχής μέσου συνετού οδηγού, αφού σε νυχτερινή ώρα, με ανεπαρκή φωτισμό, ολισθηρότητα οδοστρώματος λόγω βροχής κινείτο με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα (80χλμ/ώρα) παρά τη σήμανση με 50 χλμ/ώρα, ενώ δεν φορούσε και ζώνη ασφαλείας, έκρινε ότι υπήρχε συνυπαιτιότητα κατά 20% και επεδίκασε αποζημίωση για ηθική βλάβη ύψους 733.675 ευρώ (250.000.000 δρχ. μείον τη συνυπαιτιότητα).

Πτώση αυτοκινήτου σε ανοικτό φρεάτιο σε παράδρομο εθνικής οδού. Στο δεξιό ρείθρο του παράδρομου υπήρχε φρεάτιο ομβρίων υδάτων, η σχάρα του οποίου είχε αφαιρεθεί, με αποτέλεσμα να παραμείνει ανοικτό, ενώ τα όργανα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο έχει την ευθύνη για τη συντήρηση των εθνικών οδών, δεν έλαβαν προειδοποιητικά μέτρα για την αποτροπή ατυχήματος. Ενόψει όμως του ότι ο ενάγων δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι άλλο αυτοκίνητο κατέλαβε μέρος της λωρίδας του και τον υποχρέωσε να κινηθεί στο δεξιό μέρος του οδοστρώματος, ενώ δεν επέδειξε και την επιμέλεια που όφειλε από τον Κώδικα, να έχει τεταμένη την προσοχή του ώστε να έχει κάθε στιγμή τον έλεγχο του αυτοκινήτου, και δεδομένου ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και υπήρχε ορατότητα, το ΜΔΠΑ με την 10692/2005 απόφαση έκρινε ότι υπήρχε συνυπαιτιότητά του κατά 40%.

Με την ΣτΕ 1352/2011 κρίθηκε ότι δεν αποτελεί η παράνομη είσοδος λαθρομετανάστη ΜΟΝΗ της συντρέχον πταίσμα σε πράξη παράνομου πυροβολισμού συνοριοφύλακα αλλά θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με άλλα στοιχεία της συμπεριφοράς του.

Η παραγραφή της αξιώσεως

Η εξ΄ αδικοπραξίας αξίωση του διοικούμενου κατά του Δημοσίου παραγράφεται σε πέντε έτη με έναρξη το τέλος του έτους (31/12)  που γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη (αρθ.90 ΚΔΛ, 48και 49 ΝΔ496/74). Είναι αδιάφορη η γνώση του ενάγοντος  για τη ζημία και το πρόσωπο του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΔΕΑθ 4308/90).

 Σύμφωνα με το άρθρο 91 ΚΔΛ ορίζεται ότι «ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, είναι πέντε ετών, εφ΄όσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής» και στο άρθρο 93 ότι «η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους, καθ΄ ο γεννήθηκε η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις».

Ειδικά η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού παραγράφεται εντός τριετίας από την αχρεώστητη καταβολή.

Όμως εφόσον η αξίωση αφορά αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων τότε η παραγραφή είναι διετής σε κάθε περίπτωση ακόμη και εάν αυτή στηρίζεται στην αδικοπραξία η πλουτισμό σύμφωνα με το άρθρο 90παρ.3 ΚΔΛ. Με την διάταξη αυτή ο νομοθέτης θέλησε να καταργήσει  την νομολογιακά παγιωμένη υπό το καθεστώς του νδ 321/69 διάκριση των αγωγών σε ευθεία και αποζημιωτική σε σχέση με τις αξιώσεις των αποδοχών των υπαλλήλων του δημοσίου.

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η αξίωση αποζημιώσεως αλλά και η χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 72/07) από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη τέτοιας ενέργειας οργάνων του Δημοσίου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Αντίθετα επί αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων κλπ σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ.3 που θεωρείται ειδικότερο του 91 (ΑΕΔ 32/2008). Με την ΑΕΔ 32/2008 έχει κριθεί ότι η διάταξη του 90παρ.3 είναι ειδική σε σχέση με την 91 του ΚΔΛ  και άρα η διετής παραγραφή αρχίζει όχι από το τέλος του έτους , αλλά από τότε που γεννήθηκε η αξίωση ( με μειοψ.)

Σχετικά με την παραγραφή αξιώσεων κατά του Δημοσίου, η οποία κατά τη σχετική νομοθεσία (ν.2362/1995)λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια,παρατηρείται ότι τούτο δεν σημαίνει ότι δύναται να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το αναιρετικό δικαστήριο(ΣΕ 2518/1998). 

Ως προς το μακρότερο χρόνο παραγραφής που ισχύει για τις αξιώσεις του Δημοσίου το ζήτημα της συμφωνίας της ρυθμίσεως αυτής προς το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος έχει ήδη τεθεί με τη ΣΕ 3428/2006 που το παραπέμπει στην Ολομέλεια η οποία εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 3654/08 η οποία έκρινε ότι  η θέσπιση με το άρθρο 48 παρ. 3 του ν.δ/τος σε βάρος των υπαλλήλων των νπδδ ειδικής βραχυπρόθεσμης παραγραφής (διετούς), με την οποία περιορίζεται το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά, λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαυών ή αποζημίωσης εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι είναι μικρότερος από εκείνον που ισχύει (πενταετής) για παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και από εκείνον που προβλέπεται για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά νπδδ.

 Εν τέλειτο ΑΕΔ με την 9/2009 απόφαση του έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 48παρ.3 του νδ 496/74 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αντίθετα είχε κρίνει για το άρθρο 90παρ.3 το Ειδ.ΔΙκ.του άρθρου 88παρ.2 Σ με την 1/2005.

Ωστόσο , το ΕΔΔΑ έκρινε  στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος 25.6.2009, ότι το αρθ.90παρ.3 ότι η διετής παραγραφή είναι αδικαιολόγητη σε σχέση με τις παραγραφές υπέρ του δημοσίου που είναι από 5 έως 20 έτη.

Αντίθετα το Δικαστήριο του Στρασβούργου με την ως άνω απόφαση δεν έκρινε και το θέμα του χρόνου έναρξης της παραγραφής των ως άνω αξιώσεων (ΑΠ 372/10).

Τελικώς με την ΣτΕ 953/2011, Ολομ. απο παραπομπή της 71/09, κρίθηκε αντισυνταγματική  και η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/95 (ΚΔΛ) που καθιερώνει διετή παραγραφή των απαιτήσεων των δημοσίων υπαλλήλων από αποδοχές ή άλλες απολαβές ή αποζημιώσεις και το θέμα λόγω αντίθετης νομολογίας του Αρείου Πάγου παραπέμπεται στο ΑΕΔ που ήδη είχε κρίνει λίγο πριν εκδοθεί η Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος με την προαναφερθείσα ΑΕΔ 9/2009 ότι στη συγγενή παραγραφή των μόνιμων υπαλλήλων των νπδδ δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας (βλ. παραπάνω).

Ήδη εξεδόθησαν οι 1 και 2/2012 του ΑΕΔ που έκριναν ως συνταγματικές τις σχετικές διατάξεις του ΚΔΛ.

                Αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται εξακολουθητικώς με την πάροδο του χρόνου και η επέλευσή τους είναι δυνατόν να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν γεννάται νέα αξίωση αποζημιώσεως και, επομένως, δεν αρχίζει νέα παραγραφή. Αν, όμως, μεταγενεστέρως επήλθαν επιζήμιες συνέπειες, τις οποίες ο ζημιωθείς δεν μπορούσε να προβλέψει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αρχίζει νέα αυτοτελής παραγραφή για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο ανεφάνησαν οι συνέπειες αυτές(ΣτΕ 2728/03).

Ως προς τα ΝΠΔΔ ως γνωστό ισχύει  το νδ 496/74 αναφορικά με το λογιστικό τους το οποίο μάλιστα ορίζει ότι και η τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση εκτελείται εντός πέντε ετών από της τελεσιδικίας.

Θέμα παραγραφής εν επιδικία δεν τίθετο στη διοικητική δικονομία , διότι την πρωτοβουλία την είχε το δικαστήριο και όχι οι διάδικοι (ΣτΕ 849/03). Πάντως μετά το Νόμο 3900/10 τίθεται θέμα παραγραφής αφού την επίδοση της αγωγής πρέπει να την κάνει ο ενάγων.

ΤΟΚΟΙ

Πάγια είναι η νομολογία των ΤΔΔ ότι η τοκοδοσία αρχίζει από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο επίδοση της αγωγής (είτε με επιμέλεια του ενάγοντος, είτε με επιμέλεια του Δικαστηρίου, στα πλαίσια κλήτευσης μετά τον ορισμό δικασίμου. 

Δεν επιδικάζονται τόκοι από την κατάθεση της αγωγής, αφού τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της αγωγής επέρχονται από την επίδοση (ΤΔΠΑ 14062/2003), λύση την οποία έδωσε οριστικά η απόφαση ΣτΕ 3141/2006. Επειδή, όμως, ο προσδιορισμός αργεί, φρόνιμο είναι να γίνεται επίδοση από τον ενάγοντα.

Η νομολογία διχάζετο στο θέμα της επιδίκασης τόκων επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού αρκετές αποφάσεις δέχονται ότι δεν επιδικάζονται τόκοι επί αναγνωριστικής (ΤΔΠΑ 10866/2005, 7775/2005, 2767/2005, στην οποία είχε περιοριστεί το αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό), ενώ όλο και περισσότερες ακολουθούσαν την αντίθετη άποψη (ΤΔΠΑ 3441/2006, 12822/2003), θέμα το οποίο, επίσης, λύθηκε με τη ΣτΕ 3141/2006 που με ισχυρή, όμως, μειοψηφία δέχθηκε ότι τόκοι οφείλονται και επί αναγνωριστικής αγωγής. Εν τέλει  με την 833/2010 Ολομέλεια  έκρινε ότι το άρθρο 21 του Κώδικα περι δικών του δημοσίου δεν διακρίνει ενώ το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την 787/2007 απόφαση, παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου , ο οποίος με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα αντίθετα. Ομοίως και η νομολογία του ΕΣ, ΙΙ τμ., βλ.2490/10, είχε στοιχηθεί με την άποψη του ΣτΕ.

Τελικώςμε την ΑΕΔ 7/2011,κρίθηκε ότι και η αναγνωριστική απόφαση συνεπάγεται τοκοφορία από της επιδόσεως της (να αναγνωστεί).

 Διαφοροποίηση υπήρχε στη νομολογίακαι ως προς το ποσοστό των τόκων που επιδικάζονται. Η μια άποψη ενέμμενε στο 6%, ενώ η άλλη επικαλούμενη την αρχή της ισότητας των διαδίκων εφήρμοζε το σύνηθες για τους πολίτες επιτόκιο υπερημερίας, και όχι το 6% που προβλέπεται από το άρθρο 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του δημοσίου (ΔΠΑ 11379/2005, ΔΕφΑ 2187/2004). Ήδη με την  ΣτΕ Ολομ.1633/09  κρίθηκε ότι ο νόμιμος τόκος επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από το άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έτσι όταν το δημόσιο οφείλει σε ιδιώτη χρηματική παροχή, η φύση της υποκείμενης αιτίας ως ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου έχει σημασία για να εκτιμηθεί αν είναι ανεκτή η εφαρμογή κρατικών προνομίων και η διαφορετική μεταχείριση δημοσίου και ιδιώτη οφειλέτη και συνεπώς τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει επί αποζημίωσης που επιδικάζεται εις βάρος του δημοσίου κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, συνακόλουθα η διάταξη του άρθρου 21 του ΚΝΔΔ αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του συντάγματος και την ΕΣΔΑ, αφού δεν δικαιολογείται η διαφοροποίηση δημοσίου και ιδιώτη ως προς το ύψος του επιτοκίου.

Το ίδιο έκρινε και το ΕΔΔΑ στη υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22-5-2008.

Μετην ΣτΕ 1620/11, Στ’τμ., όμως κρίθηκε ο υπέρ του δημοσίου προβλεπόμενος από το νομοθέτη μικρότερος τόκος (6% έναντι 9,25% για τους ιδιώτες από 13-7-2011 ν.2842/2000, αρθ.3 παρ.2) δικαιολογείται από λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος , ήτοι του «δημοσιονομικού εκτροχιασμού» της χώρας. Γεγονός που ανέκυψε εκ των υστέρων και δεν είχαν λάβει υπόψη τους οι ανωτέρω αποφάσεις του ΣτΕ και ΕΔΔΑ και λόγω αντιθέτου νομολογίας το θέμα παραπέμπεται στην Ολομέλεια. Όμως ήδη είχε παραπεμφθεί στο ΑΕΔ το σχετικό θέμα με παραπεμπτική του ΕΣ 2812/2011 λόγω αντίθετης νομολογίας με τον ΑΠκαι ήδη το ΑΕΔ έκρινε συνταγματική την διαφοροποίηση την υπ΄αριθμ. 25/2012 απόφασή του (να διαβαστεί).

ΑΓΩΓΗ ΣΥΝΟΨΗ

α. Ενεργητική νομιμοποίηση (άρθ. 71 ΚΔΔ).

Ο έχωνχρηματική αξίωσηκατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. .

Η ενεργητική νομιμοποίηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως , αλλά ο ενάγων οφείλει να αποδεικνύει την ιδιότητα υπο την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημία πχ ιδιοκτήτες λατομείου που δεν απέδειξαν την ιδιότητα τους  ως ιδιοκτητών της έκτασης , απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη (ΣτΕ 2543/10). 

-Οι εμμέσως ζημιωθέντες δεν νομιμοποιούνται παρά μόνο στα άρθρα 928,929 ΑΚ πχ τέκνα και σύζυγος  για στέρηση διατροφής θανόντος πατρός και συζύγου (ΣτΕ 3735/12) πέραν της ψυχικής οδύνης, ανεξαρτήτως εάν η οικογένεια του θανόντος δημιουργήθηκε μετά τις παράνομες πράξεις (ΣτΕ 3735/12). ‘Η πατέρας για αξιώσεις από παροχή εργασίας τέκνου σε περιοχή που συνηθίζεται αυτό και λόγω του τραυματισμού του τέκνου αναγκάστηκε να προσλάβει υπάλληλο.

Προσοχή εάν έχει ήδη εγερθείσα αγωγή  για χρηματική ικανοποίηση και αποβιώσει ο εναγών την δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι διότι η αγωγή έχει μετατραπεί σε περιουσιακό δικαίωμα (ΣτΕ 2463/97 , 7μ).

 Απαραίτητη προϋπόθεση: Η διαφορά να δημιουργείται με αιτία παράνομη πράξη σε  έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.

ΠΧ.Αγωγή υπαλλήλου με βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και την κατάταξη σε οργανική θέση με σύμβαση πάλι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, έχουν χαρακτήρα διαφορών ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1444/08, Α.Π. 873/2002) για την επίλυση των οποίων είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια (πρβλ. και Α.Ε.Δ. 3/2004). Η πρόβλεψη και παρεμβολή διοικητικού οργάνου , όπως του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν προσδίδει στην σχέση χαρακτήρα διοικητικής διαδικασίας. Κατά την νομολογία εισάγεται εξαίρεση σε  σε ειδικές περιπτώσεις  όταν προβλέπεται ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία, αν υπάρχει, μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προσδώσει στις διαφορές αυτές τον χαρακτήρα της διοικητικής διαφοράς (Σ.τ.Ε. 4113/2005, βλ. και 2691/2005, 1894/2005 7μ.).

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΝΟΜΗ ΣΧΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΑΓΩΓΕΣ ΙΔΙΩΣ:

1.Από μισθώσεις και αγορές ακινήτων του δημοσίου ανεξαρτήτως του σκοπού τους διότι εφαρμόζεται κατά κανόνα καθεστώς που δεν αποκλίνει ουσιαστικώς από το κοινό δίκαιο περί μισθώσεων:

-¨Άρνηση εκμίσθωσης από τον ΟΚΑΑ ( Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς ΑθηνώνΝΠΔΔ) καταστήματος στο χώρο της κεντρικής αγοράς (ΣτΕ 3940/05)

-Αγωγή  για ζημία από ανάκληση κατακύρωσης στον ενάγοντα εκμίσθωσης χώρου κατόπιν διαγωνισμού  του Αθλητικού Κέντρου Αγίου Κοσμά (ΝΠΔΔ) (ΣτΕ 2953/03)

-Άρνηση ΟΕΚ (οργανισμός εργατικής κατοικίας) παραλαβής αγορασθέντων διαμερισμάτων (ΣτΕ 3193/2006)

2.Όταν η αγωγή στρέφεται όχι κατά του δημόσιου αλλά του υπαιτίου ιδιώτη που ενήργησε ως ανάδοχος ή  υπάλληλος προστηθείς του δημοσίου:

-Απόδημόσια έργα όταν η αγωγή στρέφεταικατάτου αναδόχου του έργουκαι όχι κατά του Δημοσίου διότι η ευθύνη του δημοσίου είναι αυτοτελής (105 ΕισΝΑΚ) και δεν επηρεάζεται από την τυχόν από άλλες διατάξεις (914 Ακ) ευθύνη του αναδόχου (ΣτΕ 529/15,453/13).

– Αγωγή κατά υπαιτίων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους  υπαλληλιών προσωπικά , κατά δημάρχου προσωπικά, κατά Υπουργού προσωπικά  ασκείται στα πολιτικά δικαστήρια. ΠΡΟΣΟΧΗ  τα πολιτικά δικαστήρια εφόσον διαπιστώσουν και αυτεπαγγέλτως ότι ο εναγόμενος καλύπτεται από την αρχή του ανεύθυνου απορρίπτουν την αγωγή (ΑΕΔ 53/95,ΣτΕ 3107/09 α. 46πδ774/80 και 63 ΚΝΕΣ).

3.Αγωγές στρεφόμενες κατά κρατικών Νομικών προσώπων:

-Κρίσιμη η νομική μορφή τους κατά το χρόνο έκδοσης της παρανόμου πράξεως ή της παράνομης ενέργειας τους. Εάν ήταν ΝΠΙΔ τότε η διαφορά στα πολιτικά ανεξάρτητα του σκοπού τους ή της μεταγενέστερης μετατροπής τους σε ΝΠΙΔ (ΣτΕ 2467/93,5032-3/95, 382/10).

ΠΧ αγωγή κατά του Καζίνο Πάρνηθας που ανήκει στον ΕΟΤ (ΝΠΙΔ) για ζημία του ενάγοντα από παράνομες πράξεις κατά την διάρκεια του παίγνιου ρουλέτας υπάλληλων του καζίνο , αρμόδια τα πολιτικά (ΑΕΔ 10/2003)

-Εάν η νομολογία στη συγκεκριμένη παράνομη δράση τα χαρακτηρίζει διφυούς χαρακτήρα , δηλαδή ΝΠΔΔ τότε αρμόδια τα διοικητικά.

4.Αγωγές από δημόσιες συμβάσεις :καταρχήν εφόσον δεν έχουν τα τρία στοιχεία της διοικητικής σύμβασης (οργανικό κριτήριο για ένα αντισυμβαλλόμενο, κυριαρχικό συμβατικό καθεστώς υπέρ δημοσίου και δημόσιο σκοπό )είναι αρμόδια τα πολιτικά.

ΠΡΟΣΟΧΗ :

– Σε περίπτωση μεταβολής της φύσεως του νομικού προσώπου, το οποίο είναι κύριος του έργου, μεταβάλλεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Τοιουτοτρόπως, εάν η αρχική σύμβαση συνήφθη μεταξύ ν.π.δ.δ., ως κυρίου του έργου και του αναδόχου, με συνέπεια η σύμβαση αυτή να είναι διοικητική και να έχουν, κατ’ αρχάς, δικαιοδοσία τα διοικητικά δικαστήρια, τυχόν μεταγενέστερα μεταβολή στη φύση του νομικού προσώπου του κυρίου του έργου ή υποκατάσταση αυτού από ν.π.ι.δ., έχει ως συνέπεια η σύμβαση να μην είναι πλέον, διοικητική και να περιέρχεται η δικαιοδοσία στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 42/11).

-Δημόσιες συμβάσεις που ξεπερνούν τα κατώφλια του 3886/10 μεταβάλλουν τα κρατικά ΝΠΙΔ σε ΝΠΔΔ  για τις αποσπαστές πράξεις και αρμόδια καθίστανται τα Διοικητικά Εφετεία και ΣτΕ.

– Συμβάσεις του ιδιωτικού δικαίου όπως η εγγυητική επιστολή τράπεζας , εφόσον έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την διοικητική σύμβαση καθιστούν αρμόδιά τα διοικητικά δικαστήρια . Έτσι η κατάπτωση εγγυητικής επιστολής τράπεζας  για συμμετοχή σε διαγωνισμό για την σύναψη διοικητικής σύμβασης άδειας καζίνο (ΣτΕ 3493-4/05). Μάλιστα εδώ η αγωγή ασκείται στα πλαίσια της ενιαίας δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 94 παρ. 3 Σ από το δημόσιο κατά της ιδιώτη.

– Διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τ.δ.δ., δημιουργούνται όχι μόνο από διοικητικές συμβάσεις για την εκτέλεση δημόσιων έργων, αλλά και από ζημιές που προξενούνται σε τρίτους από τις, κατά τη μελέτη και εκτέλεση δημόσιου έργου, πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κυρίου του έργου (Δημοσίου ή νπδδ) και όταν ακόμα η εκτέλεση του έργου έχει ανατεθεί από τη διοικητική σύμβαση σειδιώτη ανάδοχο(ΑΕΔ 14/93 Δ 26,521) Αγωγή από διοικητική σύμβαση στα τ.δ.δ. μπορεί να ασκήσει όχι μόνο ο ιδιώτης ανάδοχος αλλάκαι το Δημόσιο(ΣτΕ 1622/03 ΔιΔικ 16,630 με σχόλιαΕ. ΣπηλιωτόπουλουκαιΓ. Παπαγιαννόπουλου, ΣτΕ 3814/03 ΔιΔικ 16,1455, ΣτΕ 1528/04 ΔιΔικ 17,913, ΣτΕ 3493/05 ΔιΔικ 19,635

5. Αγωγή του δημοσίου κατά ιδιώτη εφόσον η έννομη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου.

Προσοχή όμως εάν η έννομη σχέση είναι δημοσίου δικαίου :

Τα όργανα τουΣυμβολαιογραφικού Συλλόγουδεν έχουν εξουσία έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης, σε περίπτωση κατά την οποία κρίνουν ότι συμβολαιογράφος της οικείας περιφέρειας δεν συμμορφώνεται προς νόμιμη υποχρέωσή του για καταβολή εισπραχθέντων αναλογικών δικαιωμάτων στο Ταμείο του Συλλόγου, δεδομένου ότι ο νομοθέτης ρητά προβλέπει ότι, ειδικά στην περίπτωση αυτή, η διαφορά που γεννάται επιλύεται δικαστικά με άσκηση αγωγής από το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο κατά του συμβολαιογράφου. Η διαφορά αυτή, που γεννάται μεταξύ του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου και του συμβολαιογράφου και η οποία κινείται στα πλαίσια σχέσης δημόσιου δικαίου, επιλύεται δικαστικά με άσκηση αγωγής ενώπιον τωντακτικών διοικητικών δικαστηρίων(ΣτΕ 3640/03 ΕΕΝ 2005,433).

–  Κατά το άρθρο 119 Ν 2830/2000 για την είσπραξη των καθυστερούμενων αναλογικών δικαιωμάτων των «κρατικών» συμβολαίων και των ανάλογων τόκων υπερημερίας από τον συντάξαντα αυτά Συμβολαιογράφο ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος οφείλει να εφαρμόσει τιςδιατάξεις του ΚΕΔΕ. Για το λόγο αυτό είναι απαράδεκτη η αγωγή που ασκείται από το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο για την είσπραξη τέτοιων δικαιωμάτων (ΤΔΠΑ 5834/09).

– Επί διοικητικών συμβάσεων.

Αντίθετα είναι συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου :

Η διαφορές από σύμβαση μεταξύ φαρμακοποιού μέλους του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του Ο.Α.Π. ΔΕΗ  που έγινε βάσει συλλογικής σύμβασης μεταξύ του φορέα κοινωνικής ασφάλισής και τους ΠΦΣ , διότι δεν συνάγεται εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς (ΣτΕ 3740/12)

-Η σύμβαση ΙΚΑ και ιδιωτικού ιατρείου βάσει του α.8 παρ.2 του νδ 1204/72 για τον ίδιο ως άνω λόγο ( ΣτΕ 1372/07)

– Η πρόσληψηδικηγόρωναπό νπδδ υπάγεται στο δημόσιο δίκαιο, πλην όμως οι διαφορές των δικηγόρων αυτών με τα νπδδ, στα οποία προσλαμβάνονται και αφορούν τις αποδοχές τους υπάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας (ΣτΕ 1771/04 ΕΕΝ 74,659, ΣτΕ 3216/03)

5. Απαλλοτριώσεις.Πρέπει να διακρίνουμε :

– Εάν πρόκειται για παράνομες πράξεις της διοίκησης κατά την κτηματογράφηση  , ήτοι για σφάλμα στην κατάρτιση του κτηματολογικού πίνακα και κτηματολογικού διαγράμματος ή εν γένει σφάλμα κατά την διαδικασία της απαλλοτρίωσης , σφάλμα με αποτέλεσμα να μην συμπεριληφθούν στο κτηματολογικό πίνακα οι φυτείες ή τα παροδικώς φυτεμένα με σκοπό την  μεταπώληση (δεν είναι μεν συστατικά κατά 955 ΑΚ) αποζημιώνονται κατά το 105 ΕισΝΑΚ στα Διοικητικά αφού η παράλειψη τους ήταν αιτία να μην προσδιοριστεί για αυτά αποζημίωση στα πολιτικά (ΣτΕ 265/13).

 Αρμόδια τα διοικητικά. Πχ μη εγγραφή εκτάσεως στον κτηματολογικό πίνακα από λάθος των διοικητικών οργάνων (ΑΕΔ 13/92, ΣτΕ 700/03,1958/06).

-Αντίθετα εάν ο ενάγων παραπονείται όχι για σφάλμα κατά την διαδικασία της απαλλοτρίωσης , αλλά την αποδέχεται ως νόμιμη και παραπονείται για την τιμή μονάδας , ή για το χαρακτηρισμό τμήματοςτου ως αυταποζημιούμενου,δηλαδή όταν κατά βάση αποσκοπεί σε επιδίκαση μεγαλήτερης πλήρους αποζημίωσης , η διαφορά υπάγεται στα πολιτικά (ΣτΕ 3524/14,3517/14,3230/13).

Επίσηςαρμόδια τα πολίτικά όταν ο εναγών ζητά να συμπεριληφθεί στην αποζημίωση και έκταση που του εναπέμεινε μετά την απαλλοτρίωση , διότι δεν μπορεί πλέον να την αξιοποίηση πολεοδομικά. Στη περίπτωση αυτή καταρχήν τα διοικητικά όργανα δεν φέρουν ευθύνη διότι δεν παρανομήσαν αφού απαλλοτρίωσαν συγκεκριμένη έκταση ενώ δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ότι η εναπομείνασα είναι πολεοδομικά μη αξιοποίηση, σε κάθε δε περίπτωση πρόκειται για διαφορά που αφορά την έννοια της πλήρους  αποζημίωσης επι της τιμής μονάδας  για την οποία αρμόδια είναι τα πολίτικά δικαστήρια (ΣτΕ 21/2010 , Α τμ. 7μ.).

Αρμόδια τα πολιτικά για θέματα μη καταβολής από το ταμείο παρακαταθηκών και δανείων της αποζημίωσης (ΑΕΔ 6/2001).

6.Πράξη καθορισμού αιγιαλού και παραλίας.  Σε περίπτωση που ο κύριος ακινήτου  το χάνει διότι εμπίπτει στην χάραξη των νεών ορίων έχει αξίωση αποζημίωσης στα πολιτικά  δικαστήρια είτε βάσει των διατάξεων περί απαλλοτρίωσης κατά το άρθρο 4 του αν 2344/40 είτε  κατά την τακτική διαδικασία, εάν παρέλθει το εξάμηνο  α.10 Ν 1271/01 (ΣτΕ 2895/13, 2543/13). Αντίθετα αρμόδια είναι τα διοικητικά όταν η αγωγή ερείδεται σε παρανομία της πράξης  του διοικητικού καθορισμού αιγιαλού ή παραλίας.

7. Διαφορές από τροχαία : Αρμόδια με το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας τα πολιτικά από 2-4-2011 (ΑΠ 329/14). Βάση της αγωγής  είναι το άρθρο  105 ΕισΝΑΚ και όχι το 914 ΑΚ. Για άλλες ζημίες που προκαλούνται από άλλα αίτια και όχι από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο ή σε πεζό, αλλά αφορούν οχήματα ή οδηγούς πχ επίθεσή  αδέσποτων σκύλων σε οδηγό μηχανής , πτώση οχήματος σε λακκούβα οδού  , παραμένουν αρμόδια τα Διοικητικά Δικαστήρια (ΣτΕ 3222/13 Α τμ.΄7μ).

ΠΡΟΣΟΧΗ : Οι οδηγούντες οχήματα του δημοσίου δεν ευθύνονται προσωπικά. Ενάγονται μόνο αναγωγικά από τον Γενικό Επίτροπο του ΕΣ στο Ελεγκτικό Συνέδριο και δεν έχουν δικαιοδοσία τα πολίτικά δικαστήρια. Συνεπώς η αγωγή του ζημιωθέντος από τροχαίο θα στραφεί μόνο κατά του Δημοσίου στα πολίτικά και θα στηρίζεται στο άρθρο 105, 106 ΕιΝΑΚ και όχι στο 914 ΑΚ.

8. Διαφορές από αξιώσεις που απορρέουν από παράνομές πράξεις που έχουν υποκείμενη αιτία τον δημοσιονομικό καταλογισμό ή την απονομή συντάξεως από το ΓΛΚ ( ΕΣ ΟΛΟΜ. 4316/14).

-Στην αρμοδιότητα τουΕλεγκτικού Συνεδρίουυπάγεται η αγωγή με την οποία δημόσιος υπόλογος διεκδικεί από το Δημόσιο χρήματα ωςαχρεωστήτως καταβληθέντα, που είχαν καταλογιστεί σε βάρος του μεπράξη καταλογισμού(ΣτΕ 1370/04)

-Αντίθετα η μη συμμόρφωση του δημοσίου σε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγεται στα διοικητικά δικαστήρια διότι αιτία έχει την παράνομη άρνηση του δημοσίου να συμμορφωθεί στις δικαστικές αποφάσεις (ΣτΕ 3036/08 Ολομ).

-Επίσης η διαφορά μεταξύ του Δημοσίου και υπαλλήλου του από τηνπαρακράτησηαπό το Δημόσιο ποσού από τις αποδοχές του υπαλλήλουγια συνταξιοδοτικούς λόγους, υπάγεται στηδικαιοδοσία των τ.δ.δ.και όχι του ΕλΣ (ΑΕΔ 28/04 ΔιΔικ 17,902)

9.Αγωγές υπαγόμενες στο ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88παρ2 Σ.Αξιώσεις δικαστικών και συνταξιούχων δικαστικών καθώς και των λειτουργών του ΝΣΚ υ6πάγονται από 7.8.2002 στο ειδικό δικαστήριο του α,.88  και παραπέμπονται από τα ΤΔΔ βάσει του άρθρου 5παρ2 του Ν.3038/02.

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

-Ευθεία αγωγή: Στην αγωγή αυτή ζητείται χρηματικό ποσό βάσει συγκεκριμένης διάταξης Νόμου ή σύμβασης, χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβήσει διοικητική πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια διοικητικού οργάνου. Απλώς η διοίκηση αρνείται ή παραλείπει να καταβάλει το ποσό που προβλέπει ο νόμος. Συνεπώς ζητείται ευθέως το ποσό και όχι αποζημίωση από παράνομη ενέργεια ή παράλειψη της διοίκησης. Συνεπώς με ευθεία αγωγή μπορεί να ζητήσω ποσό και από ενέργειες της διοίκησης που είναι νόμιμές πχ κατά το άρθρο 24παρ6 Σ. Ήδη με το άρθρο 19 του ν.3028/02 προβλέπεται ευθεία αγωγή και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 24παρ6Σ (ΣτΕ 4627/13).

Η πρακτική σημασία της διάκρισης από την αγωγή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ έγκειται : α) στο ότι επι συμβάσεων στην ευθεία αγωγή αρμόδιο είναι  το ΔΕΦ ενώ επι αδικοπραξίας του Διοικητικό Πρωτοδικείο, β) στο ότι πρέπει να περιγράφεται με ακρίβεια το ποσό των οφειλόμενο αποδοχών βάσει της διάταξης νόμου και γ) στην παραγραφή που είναι διετής εφόσον κατά κανόνα αφορά αποδοχές ή πάσης φύσεως απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων.

– Εφόσον η αγωγή αποζημίωσης στηρίζεται σε παρανομία διοικητικών πράξεων, δεν μπορεί να επιδιωχθεί η ικανοποίηση της ίδιας αξίωσης με αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία ασκείται αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την έγερση αγωγής από ζημία προκληθείσα από παράνομη διοικητική πράξη(ΣτΕ. 531/2007 – Α.Π. 222/2003). Επίσης δεν μπορεί να ζητηθεί αδικαιολόγητος από νόμιμη αιτία (ΣτΕ 318/12).

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ (72)

Διάδικος εναγόμενος ενώπιον των τ.δ.δ. επί αγωγών του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ είναι αυτό τούτο τοΕλληνικό Δημόσιοκαι όχι ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός. Το Ελληνικό Δημόσιο όταν διετέλεσε διάδικος ενώπιον των τ.δ.δ. σε αγωγή αποζημίωσης μπορεί να ασκήσει αναίρεση και να εκπροσωπηθεί από τον Υπουργό που το εκπροσώπησε ενώπιον των τ.δ.δ. έστω και αν αυτός δεν ήταν ο αρμόδιος (ΣτΕ 3743/95 Ολομ. ΔιΔικ 7,1361 – ΣτΕ 2047/01 ΔιΔικ 14,1456) .

-Εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως και εάν διαπιστωθεί ότι η παράνομη πράξη προέρχεται από όργανο άλλου νομικού προσώπου απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη (ΣτΕ 3282/11).

-Ο ενάγων θα πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια ότι οι παράνομες πράξεις προέρχονται από συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο . Η τυχόν αλλαγή οργάνωσης του δημοσίου προ της δίκης  υποχρεώνει τον ενάγοντα να εντοπίσει την αλλαγή και να στραφεί κατά το νέου νομικού προσώπου. Με την ΣτΕ 2816/15 κρίθηκε ότι δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να διευκολύνει ή να λάβει αυτεπάγγελτα  υπόψη την αλλαγή στο προσώπου του εναγομένου. Αντίθετα μετά την δίκη αλλαγή συνεπάγεται καθολική διαδοχή και οφείλει το Δικαστήριο να κλητεύσει το νέο πρόσωπο.

– ΠΡΟΣΟΧΗ  επι αποδοχών υπαλλήλων ΝΠΔΔ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ είναι το ΝΠΔΔ και όχι ο εποπτεύον υπουργός.

Άρθρο 73 : Περιεχόμενο δικογράφου

-Καθορισμός έννομης σχέσης ως δημοσίου δικαίου: δεν απαιτείται όμως η επίκληση της νομικής βάση στο δικόγραφο και εν γένει των εφαρμοστέων κανόνων δίκαιου που παραβιάστηκαν από την διοίκηση (ΣτΕ 740/2001).

– Σαφής έκθεση πραγματικών περιστατικών και λόγοι στους οποίους θεμελιώνεται η αξίωση, ιδίως την παράνομή ενέργεια του δημοσίου.

ΠΡΟΣΟΧΗ:  δεν μπορεί να συναχθεί πραγματικός ισχυρισμός από τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΑ στο δικόγραφο ο ισχυρισμός πχ περί παράνομης ανάκληση της άδειας (ΣτΕ 4414/01). Επι παρανόμου παραλείψεως πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά τα περιστατικά που συγκροτούν την παράλειψη (ΣτΕ 2202/14). Επι διαφυγόντος εισοδήματος πρέπει να αναφέρονται  τα περιστατικά προσδοκίας του εισοδήματος κατά την συνήθη πορεία τα προπαρασκευαστικά μέτρα και εν γένει οι ειδικές περιστάσεις που πιθανολογούν το διαφυγόν κέρδος (ΣΤΕ 11/10,1826/15, ΑΠ 20/92, ολομ).

ΠΡΟΣΟΧΗ :ο ενάγων εάν δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει συγκεκριμένους λόγους με την μορφή προσφυγής ή αιτήσεως ακυρώσεως , ΔΕΝ μπορεί  να τους προβάλλει με την α αγωγή (ΣτΕ 2260-1/13 Ολομ).

-ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ: δεν χρειάζεται να εξειδικεύεται όταν από τη φύση τηςπαράνομης πράξης είναι δυνατό να προκληθεί τέτοια βλάβη (ΣτΕ 1732/05)

– Σαφώς καθορισμένο αίτημα. Δενείναι απαραίτητο να είναι πανηγυρικό αρκεί να συνάγεται (ΣτΕ 1714/13). Όμως πρέπει να αναλύεται το ζητούμενο ποσό, άλλως από γενική αρχή που απορρέει από το άρθρο 216 του ΚΠολΔ ΤΟ ΔΙΚΌΓΡΑΦΟ ΕΊΝΑΙ ΑΌΡΙΣΤΟ (ΣτΕ 1/2013, αντίθετα το ΕΣ 4326/14 Ολομ, δεν δέχεται ότι υφίσταται τέτοια γενική αρχή στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο).

ΠΡΟΣΟΧΗ :Αίτημα αγωγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μπορεί να είναι μόνο η καταψήφιση της αξιούμενης χρηματικής παροχής ή η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης και όχι ηαναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας έννομων σχέσεωνδημόσιου δικαίου ή δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο προσφυγής ή αίτησης ακύρωσης (ΣτΕ 2112/95 ΕΔΚΑ ΛΖ’,601, ΤΔΠΑ 6226/04 ΕΔΚΑ ΜΣΤ’,782, ΣτΕ 3872/09).

-Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 73 παρ. 1 του ΚΔΔ και 928 εδ. β, 1389 και 1390 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι, σεπερίπτωση θανάτωσης συζύγου, στην αγωγή αποζημίωσης του άλλου συζύγου για την αποκατάσταση της ζημίας του από τη στέρηση του δικαιώματός του διατροφής πρέπει να μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, ο πιθανός χρόνος ζωής του υπόχρεου σε διατροφή συζύγου και το ποσό της καταβλητέας από αυτόν διατροφής ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής. Αντίθετα, δεν είναιστοιχείο της αγωγήςη αποτίμηση της συνεισφοράς που θα παρείχε ο καθένας από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, η αποτίμηση δε αυτή μπορεί να θεμελιώσει καταλυτικό της αξίωσης ισχυρισμό του εναγομένου (ΣτΕ 544/09 ΝοΒ 57,1485)

-Καταψηφιστική –αναγνωριστική αγωγή. Η δεύτερη δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης και τέμνει τη διαφορά, ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, με δύναμη δεδικασμένου(ΣτΕ. 1083/2010).

Αγωγή υπό αίρεση – επικουρικές νομικές ή πραγματικές βάσεις αγωγής (άρθ. 74 ΚΔΔ).

-Με την αγωγή αποζημίωσης μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση ή η καταψήφιση ζημιάς που έχει ήδη υποστεί ο ενάγων ως την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής , όχι καιζημιάς που αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστεροτης αγωγής . Το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή στη διοικητική δίκη (ΤΔΠΑ 7635/99 ΕΔΚΑ ΜΒ’,384 – ΔΕΑ 282/98 ΔιΔικ 10,733).

– Συνεπώς ηζημία πρέπει να έχει επέλθει κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή με την αίρεση επελεύσεως της ζημίας εως το χρόνο πρώτης συζητήσεως της (ΣτΕ 615-6/12).Είναι απαράδεκτη η αγωγή που έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση ή την αναγνώρισημελλοντικής αξίωσης(ΔΕΑ 3319/05 ΔιΔικ 17,1149 = 18,1214)

-Ο ασφαλιστής εφόσον αποζημίωσε τον ασφαλισμένο υποκαθίσταται εκ του νόμου  (210 ΕΝ) και νομιμοποιείται στην έγερση της αγωγής . Μάλιστα δεν απαιτείται αναγγελία στο δημόσιο διότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΔΛ περί αναγγελίας εκχωρήσεως αφού εδώ πρόκειται για εκ του νόμου εκχώρηση και όχι για συμβατική (ΣτΕ 3691-2/05 7μ).

Αντίθετα εάν δεν τον έχει αποζημιώσει δεν νομιμοποιείται.

-Έτσι για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής αποζημιώσεως από τον ειδικό διάδοχο του ζημιωθέντος απαιτείται να έχει επέλθει, κατά τον χρόνο της ασκήσεως της, το γεγονός που συνεπάγεται την ειδική διαδοχή και την υποκατάσταση στο δικαίωμα του ζημιωθέντος και δεν συγχωρείται η άσκηση αυτής υπό την αίρεση του γεγονότος αυτού και την πλήρωσή της μέχρι την πρώτη συζήτησή της». (ΣτΕ. 1487/2006).

Συνέπειες άσκησης αγωγής (άρθ. 75 ΚΔΔ).

Εκκρεμοδικία. Σε πρώτο βαθμό – σε δεύτερο βαθμό.

Έννομα αποτελέσματα κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Ποια είναι; Πότε επέρχονται;άρθ. 75 παρ. 2 όπως αντικαταστάθηκε από άρθ. 19 του ν. 3900/2010. 

Μεταβολή αιτήματος της αγωγής – απαράδεκτη. Μετατροπή (και όχι πλέον περιορισμός) αιτήματος.Σχετική νομολογία.

«Επειδή, από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας , από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής, και η επίδοση της αγωγής προς το καθ’ ου Δημόσιο, από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος (άρθρο 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1944) δε διακρίνει, δε συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής αλλά μόνον προς τη γένεση της επιδικίας, δε συντρέχει λόγος διαφοροποίησης ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου. Εξάλλου, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή, της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό (πρβ. Σ.τ.Ε. Ολ.3141/2006). Μειοψήφησε η Σύμβουλος … στη γνώμη της οποίας προσχώρησε και ο Πάρεδρος Παναγιώτης Τ.: κατά τη γνώμη αυτή, έστω και αν η ως άνω διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ/τος της 26.6/10.7.1944 δε διακρίνει μεταξύ καταψηφιστικής και αναγνωριστικής αγωγής, αναφέρεται στην έννοια της αγωγής, από απόψεως είδους αυτής, ως αυτή έχει διαπλασθεί υπό της νομολογίας. Κατά συνέπεια, ως αγωγή, από της επιδόσεως της οποίας οφείλονται τόκοι, νοείται, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η καταψηφιστική αγωγή, αίτημα της οποίας είναι η καταδίκη σε παροχή και σκοπός της η δημιουργία εκτελεστού τίτλου που επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση, και όχι η απλή αναγνωριστική αγωγή, αίτημα της οποίας είναι μόνον η αναγνώριση υπάρξεως αξιώσεως και δεν ενέχει όχληση προς εκπλήρωση της παροχής».(ΣτΕ.  Ολομ. 833/2010).Παραπέμπει στο ΑΕΔ λόγω αντίθετης ερμηνείας από τον Άρειο Πάγο (10/2008) – βλ. την 7/2011 απόφαση του ΑΕΔ που υιοθετεί την άποψη της Ολομ. ΣτΕ. 833/2010.

-Συνέπειες επίδοσης: τοκοφορία και διακοπή παραγραφής.

Το άρθρο 75 παρ. 2 του ΚΔΔ δεν εφαρμόζεται επί προσφυγής. συνεπώς, ελλείψει αντίθετης διάταξης, ητοκοδοσίαεπιδικίας αρχίζει από την άσκηση της προσφυγής (ΣτΕ 1615/06 ΕΔΚΑ ΜΗ’,747, ΣτΕ 3981/06 ΕλΔ 48,1249).

ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΑΓΩΓΗΣ (76)

Πρέπει να πρόκειται για δυο αγωγές μεταυτότητα διαφοράς και αντικειμένου, δηλαδή να συμπίπτουν στο αίτημα, την ισοτρική και νομική τους αιτίας και το δικαίωμα εν γένει για τοποίο ζητείται ικανοποίηση  και να ε΄χουν ασκηθεί σε δικαστήριο της ίδιας δικαιοδοσίας (ΣτΕ 3840/09 Ολομ, 839/12). ¨Έτσι είναι διάφορη η δεύτερη αγωγή χρηματικής ικανοποίησής για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της υγείας από την παράνομη απόλυση σε σχέση με την πρώτη λόγω προσβολής της τιμής (ΣτΕ 3032/14). Το σχετικό απαράδεκτο δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις που δεν υπήρχε ταυτότητα ενδίκου βοηθήματος, δηλαδή τις περιπτώσεις που για την ικανοποίηση της αξίωσης έχουν ασκηθεί διαφορετικά ένδικα βοηθήματα ερειδόμενα επί διαφορετικής νομικής αιτίας(ΣτΕ. 3710/2010).

-Ενόψει του ότι στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο ισχύουν οι αρχές της άπαξ άσκησης των ένδικων βοηθημάτων και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων – αρχές που αποτυπώνονται στις ρυθμίσεις που διέπουν τα εισαγωγικά ένδικα βοηθήματα (αίτηση ακύρωσης, προσφυγή) και τις δικονομικές προϋποθέσεις παραδεκτού που τίθενται για την άσκησή τους (ιδίως σύντομη προθεσμία άσκησης) – δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί ως προς το ένδικο βοήθημα της αγωγής, για το οποίο μάλιστα δεν προβλέπεται προθεσμία άσκησης, ή εκ νέου άσκησή του, όταν έχει απορριφθεί ήδη για πρώτη φορά για τυπικό λόγο. Συνεπώς, χάριν και της ομοιομορφίας της δικονομικής αντιμετώπισης των ένδικων βοηθημάτων στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, ρυθμίσεις όπως η επίδικη του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΔΔ δεν αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου20 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία επιτρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη θέσπιση δικονομικών ρυθμίσεων που αφορούν το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων (ΣτΕ 3694/06 Ολομ.)

Σχετική νομολογία:

«Επειδή, με το άρθρο 76 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97/17.5.1999) … ορίζεται ότι: «Είναι απαράδεκτη ηάσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα» και με το άρθρο 285 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2. Κατ’ εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις: α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επί μέρους διατάξεις του Κώδικα …». Εξ άλλου, με το άρθρο 8 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008), … ορίζονται τα εξής: «1. Στο άρθρο 76 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 2 και η παράγραφος 2 αναριθμείται σε παράγραφο 3 ως εξής: “2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η αγωγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης.” 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις». Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το παραδεκτό δεύτερης αγωγής με το ίδιο αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα, η οποία ασκείται μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ., κρίνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 76 αυτού και όχι με βάση γενικές ή ειδικές διατάξεις προγενέστερων νομοθετημάτων οι οποίες αναφέρονταν στο ίδιο θέμα, όπως είναι η παρ. 2 του άρθρου 29 του π.δ. 341/1978 (Α΄ 71), με την οποία ορίζεται ότι: «Μετά την άσκησιν της αγωγής και μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως ή καταργήσεως της δίκης είναι απαράδεκτος ετέρα αγωγή περί της αυτής επιδίκου διαφοράς» τούτο, διότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 285 του Κ.Δ.Δ., οι διατάξεις αυτές έχουν καταργηθεί μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα. Εξ άλλου,κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, κάθε ζήτημα που αφορά τη νομιμότητα διαδικαστικής πράξης, όπως το ζήτημα του παραδεκτού της αγωγής, κρίνεται με βάση το δικονομικό νόμο που ισχύει το χρόνο κατά τον οποίο η πράξη αυτή επιχειρείται, δεδομένου ότι οι δικονομικές διατάξεις έχουν, κατ’ αρχήν, άμεση εφαρμογή, εκτός αν άλλως ορίζεται με ειδικές διατάξεις.Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3659/2008, η παρ. 1 του ίδιου άρθρου (με την οποία προστέθηκε παρ. 2 στο άρθρο 76 του Κ.Δ.Δ.) δεν καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υποθέσεις. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται μόνον η μνημονευθείσα παρ. 1 του άρθρου 76 του Κ.Δ.Δ. η τελευταία αυτή διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256)». ΣτΕ. 3013/2010.

Εξαιρέσεις :

-Εάν γίνει παραίτηση από την πρώτη αγωγή πριν την συζήτησή της (76παρ3).

-Τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης αγωγής για τυπικούς λόγους (76παρ2).

Παρεμπίπτουσα αγωγή (άρθ. 77 ΚΔΔ.).

 Έννοια – αίτημα.

-Παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της δίκης που ξέχασα ο ενάγων να ζητήσει πχ τόκοι (ΣτΕ 392/10) .

-Συμπληρωματικές αξιώσεις που γεννήθηκαν από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός μετά την έγερση της αγωγής και πριν την έκδοση οριστικής απόφασης πχ συνεχιζόμενες  ζημίες, υποτίμηση νομίσματος, διαφυγόντα εισοδήματα (ΑΠ 1877/11).

Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής είναι να έχει ασκηθεί προηγουμένως αρχική – κύρια αγωγή καιόχι προσφυγή. Πάντως η παρεπόμενη επιδίκαση τόκων που οφείλει το Δημόσιο σε ποσά επιστρεφόμενων φόρων αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας και μπορεί να επιδιωχθεί με σώρευσή της στην αρχική προσφυγή (ΤΔΠΠ 1301/04 ΔΦΝ 59,24)

Σχετική νομολογίαως προς την σχέση των παρεπομενών απαιτήσεων επι αγωγής και επι εφέσεως.

«Επειδή, κατά το άρθρο 96 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν επιτρέπεται η μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς στο δεύτερο βαθμό, επιτρέπεται όμως η υποβολή αιτήματος για παρεπόμενες απαιτήσειςοι οποίες δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση,ύστερα από την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 77 του ως άνω Κώδικα, μεπαρεμπίπτουσα αγωγήμπορεί να ζητηθεί, μεταξύ άλλων, συμπληρωματική της αρχικής παροχή,αν μετά την άσκηση της αγωγής διευρύνθηκε κατά οιονδήποτε τρόπο η αρχική αξίωση του ενάγοντος.Από τις διατάξεις αυτές συνάγεταιότι στην κατ’ έφεση δίκηείναι επιτρεπτή η υποβολή αιτήματος για ικανοποίηση παρεπόμενων, κατά τα ανωτέρω, απαιτήσεων, εφόσον αυτές δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό. Αντιθέτως, αίτημα που δεν αφορά τέτοιες παρεπόμενες απαιτήσειςαλλά παροχές συμπληρωματικές της αρχικής λόγω διευρύνσεως της τελευταίας μετά την άσκηση της αγωγήςμπορεί ναυποβληθεί είτε με νέα και αυτοτελή αγωγήείτε με παρεμπίπτουσα αγωγήπου ασκείται, κατ’  ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 114 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση. Συμφώνως προς τα ανωτέρω, οι απαιτήσεις α) ποσού 32.000 ευρώ (35.000 ευρώ κατά την αίτηση αναιρέσεως) λόγω απωλείας μισθωμάτων κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, β) ποσού 92.442 ευρώ (αφαιρουμένου του ποσού των 9.750.000 δραχμών) από διαφυγόντα κέρδη λόγω αδυναμίας εκμισθώσεως της κατοικίας καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παρέμεινε ακατοίκητη και γ) ποσού 2.465.ευρώ ή 840.000 δραχμών (αφαιρουμένου του ποσού των 100.000 δραχμών) δεν συνιστούσαν απαιτήσεις παρεπόμενου χαρακτήρα αλλά συμπληρωματικές των απαιτήσεων που είχαν προβληθεί με την αγωγή και, επομένως, ορθώς απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο ως απαραδέκτως προβληθείσες με την έφεση της αναιρεσείουσας, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι αβάσιμα και απορριπτέα».(ΣτΕ. 3107/2009).

Σχέση αγωγής προς άλλα ένδικα βοηθήματα (άρθ. 78 ΚΔΔ).

Τα διοικητικά δικαστήρια, αν δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς τη νομιμότητα της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, ελέγχουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης.

Αν κατά της φερόμενης ως παράνομης πράξης ή παράλειψης χωρεί άσκησηπροσφυγής, οέλεγχος γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 79 του Κ.Δ.Δ.,αν χωρεί αίτηση ακύρωσης, ο έλεγχος γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 48 και 50 του π.δ. 18/1989, Α’ 8, (βλ. και άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 702/1977, Α’ 268). Στην τελευταία περίπτωση, τα αρμόδια για την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης δικαστήρια οφείλουν, αν κρίνουν ότι η παράλειψη είναι παράνομη, να την ακυρώσουν και να αναπέμψουν την υπόθεση στη Διοίκηση για να εκτελέσει αυτή την κατά νόμον οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Δεν μπορούν, όμως, υποκαθιστώντας τη Διοίκηση, να αποφανθούν για το ποιο έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης, αν τέτοια πράξη έπρεπε, κατά νόμον, να εκδοθεί.Τέτοια εξουσία δεν έχουν ούτε τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όταν δικάζουν αγωγή σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικακαι κρίνουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της παράλειψης επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή,τα δικαστήρια μπορούν να επιδικάζουν αποζημίωση μόνο για ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη, δεν έχουν, όμως, εξουσία να επιδικάσουν αποζημίωση για ζημία η οποία προϋποθέτει ευνοϊκή για τον ενάγοντα πράξη, την οποία όφειλαν κατά νόμον να εκδώσουν τα αρμόδια διοικητικά όργανα (ΣτΕ 2803/06 ΝοΒ 55,737, ΔιΔικ 19,1135).

-Δεν είναι επιτρεπτός, κατά το Σύνταγμα, ο έλεγχος ούτε ευθέως ούτε παρεμπιπτόντως από το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων των τακτικών ποινικών δικαστηρίων. Ηαξίωση αποζημίωσης τωναδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερίατους, συνδεόμενη άρρηκτα με τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις των άρθρων 533-545 ΚΠοινΔ. Ως εκ τούτου η αξίωση αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝαΚ. Συνεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας και δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τδδ (ΣτΕ 2574/06 ΕΔΚΑ ΜΗ’,843, ΔιΔικ 19,1126).Βλέπε όμως και 1501/14 Ολομ για πρόδηλη παρανομία δικαστών.

– ΠΡΟΣΟΧΗ στις φορολογικές διαφορές που καταλογίζουν φόρο ή εν γένει αφορούν την καταβολή ποσού από φορολογική αιτία  και Διοικητικές συμβάσεις όπου ασκείται προσφυγή.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙ ΑΓΩΓΗΣ (80).

Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 4741/2014, η Ολομέλεια εφάρμοσε αναλογικά τις διατάξεις του Ν. 4274/2014 που τροπ το α.50 παρ.3 του πδ 18/89 – που επιτρέπουν στον ακυρωτικό δικαστή να περιορίζει την αναδρομικότητα της ακύρωσης των παρανόμων διοικητικών πράξεων – στις αγωγές αποζημίωσης και στις διαφορές ουσίας, μέσω άκρως διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010 περί πιλοτικής δίκης. Έκρινε, ειδικότερα, ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων περί περικοπών των αποδοχών μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ –την οποία αναγνώρισε– για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων μελών του ΔEΠ που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της απόφασης.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΡΕΙΣΜΑ

-ΣτΕ 980/2002, 1139/13,1501/14συνταγματικό έρεισμα της αγωγής στο  άρθρο 4§5 Σ.

-ΣτΕ 2938/2001, Αντισυνταγματική η  νομοθετική εξαίρεση της ευθύνης του Δημοσίου.

ΑΕΔ 5/1995το δημόσιο ευθύνεται από κάθε παράνομη ενέργεια της δράσης του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ακόμη και από υλικές ενεργείς, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες συνάπτονται με την οργάνωση ή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Εξαίρεση εάν πρόκειται για πράξεις οργάνων του που έγιναν όμως εκτός της άσκησης των καθηκόντων τους και οφείλονται σε προσωπικό τους πταίσμα ή ανάγονται στην ιδιωτική διαχείριση .

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Α) Θετικές προϋποθέσεις για την ευθύνη:

Α.1.ΠΑΡΑΝΟΜΗ πράξη, παράλειψη, υλική ενέργεια από  όργανα του δημοσίου κατά την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας.Η παράνομη πράξη ή παράλειψη θα πρέπει να τελείσε  εσωτερική συνάφειαμε την άσκηση της δημόσιας εξουσίας. ΣτΕ 2559/07(αστυνομικός εκτός υπηρεσίας δήλωσε ότι ήταν αστυνομικός  ενεπλάκη σε συμπλοκή και έκανε χρήση του υπηρεσιακού του όπλου και συνεπώς ήταν σε συνάφεια η πράξη με τα καθήκοντα του αστυνομικού, βλ. και ενεργητική νομιμοποίηση).Η εσωτερική συνάφεια δεν πρέπει να συγχέεται με τον αιτιώδη σύνδεσμο. Στην εσωτερική συνάφεια σκεπτόμεθα εάν θα μπορούσε να δράσει το όργανο κατά τον τρόπο που έδρασε εάν δεν ήταν στην υπηρεσία του δημοσίου.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία που ερμηνεύει τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη πρέπει να είναι παράνομη [ΣτΕ 1024/2005, 1011/2008, 322, 1512,3089/2009, 167, 201/2014]. Κατά την νομολογία το παράνομο ερμηνεύεται διασταλτικά  και συντρέχει όχι μόνο σε περίπτωση παράβασης κανόνων δικαίου, αλλά και κανόνων της επιστήμης και της τέχνης. Συνεπώς ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παρανομία με την μορφή της παραβίασης του υπηρεσιακού καθήκοντος. Τουπηρεσιακό καθήκον, η παραβίαση του οποίου συνιστά την παρανομία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αναζητείται από τη νομολογία μόνο σε συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου. Συνάγεται με διαπλαστικό, πολλές φορές τρόπο, από διάφορες χαλαρές, γενικής φύσεως, οργανωτικές διατάξεις, από γενικούς κανονισμούς, εγκυκλίους, άτυπες οδηγίες ή αόριστους δεοντολογικούς κανόνες που μερικές φορές επινοούνται σχεδόν από το δικαστήριο. Άλλοτε, πάλι, το διάχυτο αυτό υπηρεσιακό δέον αναζητείται, απλώς, στη φύση και αποστολή της συγκεκριμένης υπηρεσίας σύμφωνα με «τα διδάγματα της κοινής πείρας» και «την καλή πίστη»(ΣτΕ 3474776/19973632/2001,  1221/20022727/20032146/20042579/20062796/20061019/2008, 1183/2013). 

Γίνεται δεκτό ότι υπάρχει παρανομία εκ του ότι π.χ.: δεν τηρείται το ιδιαίτερο καθήκον του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς για ασφαλή διακίνηση και φύλαξη των εμπορευμάτων , δεν επιδεικνύεται η επιβαλλομένη ιδιαίτερη μέριμνα των στρατιωτικών υπηρεσιών να προβούν στις δέουσες ενέργειες για εκκαθάριση των δημόσιων χώρων και των στρατιωτικών εγκαταστάσεων  ή για την έγκαιρη διάγνωση της ασθένειας στρατιώτη, δεν τηρείται η υποχρέωση των δημοσίων και δημοτικών υπηρεσιών να συντηρούν, εις τρόπον ώστε να είναι ασφαλή για τους διερχομένους και το κοινό, δένδρα, οδοστρώματα, κοίτη ποταμών, φωτεινούς σηματοδότες, επίγειους και υποθαλάσσιους αγωγούς κ.λπ.  , δεν τηρούνται με σχολαστικότητα, τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας κατά τη διεξαγωγή εργασιών υφαλοχρωματισμού σε στεγανά διαμερίσματα πολεμικού πλοίου  κ.ο.κ. Γίνεται, επίσης, δεκτόν ότι υπάρχει παρανομία εκ της στερήσεως, αναδρομικώς από τον δέοντα χρόνο, αποδοχών, συντάξεων και πάσης φύσεως χρηματικών παροχών . Εκ του ότι δεν εκπληρώνεται το γενικό καθήκον και η αποστολή που έχει, κατά τα κοινώς γνωστά, η αστυνομία «να διασφαλίζει την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών και την προστασία των ατομικών ελευθεριών και της ιδιοκτησίας»  ή όταν η υπηρεσία και τα όργανα του νοσοκομείου αμελούν να εκπληρώσουν τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις και δεξιότητες που, κατά την κοινή πείρα, απορρέουν από τη φύση των καθηκόντων των, από τον Κώδικα Ασκήσεως του Ιατρικού Επαγγέλματος και τις «θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης». Σε ορισμένες, μεμονωμένες, περιπτώσεις η παρανομία δεν αναζητείται καν στην παραβίαση του υπηρεσιακού καθήκοντος αλλά αυτό τούτο το γεγονός και μόνο ότι εκ της συγκεκριμένης δραστηριότητος της δημόσιας υπηρεσίας προέρχεται βλάβη υγείας ή φθορά ξένης ιδιοκτησίας, αρκεί για να χαρακτηρισθεί η δραστηριότητα αυτή της δημόσιας υπηρεσίας παράνομη 

Πράξεις οργάνων του Δημοσίου γενεσιουργοί ευθύνης είναι, βεβαίως, κατά πρώτον λόγο, οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι τυπικές, δηλαδή, νομικές πράξεις ή παραλείψεις  που εκδίδονται από συγκεκριμένα όργανα του Δημοσίου και αντίκεινται ευθέως στην κειμένη νομοθεσία. Όχι, όμως, μόνον αυτές: Ευθύνη γεννάται και από κάθε άλλου είδους πράξεις, παραλείψεις, ενέργειες και από την εν γένει συμπεριφορά των οργάνων της δημόσιας υπηρεσίας. Το Δημόσιο ευθύνεται για πράξεις θετικές και αρνητικές, ατομικές και κανονιστικές, για πράξεις εκτελεστές και μη εκτελεστές, για πράξεις απλώς διαπιστωτικές  , για απλές γνωμοδοτήσεις, προπαρασκευαστικές πράξεις  , για εγκυκλίους και οδηγίες κ.λπ. αρκεί, βεβαίως, από τις συγκεκριμένες αυτές πράξεις να προκαλείται ζημία.

Η ευθύνη του Δημοσίου δεν προϋποθέτει οριστικότητα της πράξεως από την οποία προέρχεται η ζημία. Υπάρχουν πράξεις που είναι μεν πλημμελείς, δεν είναι, όμως, τελειωτικές διότι υπόκεινται σε διοικητικές προσφυγές ή ενστάσεις και υπάρχει δυνατότητα να διορθωθούν ή και διορθώνονται τελικώς διά της διοικητικής ή δικαστικής οδού. Και από τις πράξεις αυτές, παρά την προσωρινότητα τους, γεννάται ευθύνη του Δημοσίου στο μέτρο, βεβαίως, που προκαλείται από αυτές ζημία .

Η ευθύνη του Δημοσίου κατά τους όρους του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, δεν προϋποθέτει πράξη ή παράλειψη που υπόκειται, ως προς το κύρος της, σε ευθύ ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο. Το Δημόσιο ευθύνεται, κατ’ αρχήν, και για πράξεις ή παραλείψεις που είναι ακυρωτικώς ανέλεγκτες, όπως είναι π.χ. οι λεγόμενες πράξεις κυβερνητικού χαρακτήρος, τα διατάγματα κατανομής βουλευτικών εδρών  και οι πράξεις οργάνων της Βουλής ή της δικαστικής λειτουργίας. Και τούτο, διότι στο νομικό μας σύστημα, η αποζημιωτική αξίωση είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής σε σχέση με την ακυρωτική ή οποιαδήποτε άλλη αξίωση δημοσίου δικαίου  . Ο δικαστής της αποζημιώσεως δεν εμποδίζεται να ελέγξει αυτοτελώς, παραμπιπτόντως, το κύρος μιας ζημιογόνου πράξεως για την οποία δεν προβλέπεται ευθύς ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος .Κατά την ειδική γνώμη ως obiterdictum, ελλείψει αποζημιωτικών αιτημάτων που διατύπωσαν μέλη του Δικαστηρίου στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 3669/3006 και ΣτΕ Ολ 22/2007, ο αιτών που βάλλει κατά κυβερνητικής πράξης, όπως η εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης άρνηση άδειας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού Δημοσίου, δεν στερείται του δικαιώματος δικαστικής προστασίας που προβλέπεται και κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος καθιερώνει την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών και, συνεπώς, επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, πλέον της συνήθους, που οποιοσδήποτε υφίσταται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας.

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΥΠΑΙΤΙΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ: Συνηθίζεται να γράφεται ότι η ευθύνη του δημοσίου κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ είναιαντικειμενική, δηλαδή υφίσταται εφόσον συντρέξουν αντικειμενικά οι θετικές και αρνητική προϋπόθεση που θέτει το ως άνω άρθρο , ανεξαρτήτως  της προθέσεως του δημοσίου οργάνου και των λόγων που προέβη στην παραβίαση των σχετικών κανόνων δικαίου.  Συνεπώς είναι αδιάφορο εάν το δημόσιο προβάλλει με αμυντικό ισχυρισμό στην έκθεση απόψεων του ότι δεν ενήργησε διότι δεν είχε τις σχετικές πιστώσεις να προσλάβει προσωπικό ή διότι δεν πίστευε ότι δεν θα επήρχετο το ζημιογόνο αποτέλεσμα.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το τυχόν πταίσμα του οργάνου που προξένησε την ζημία είναι αδιάφορο και δεν εξετάζεται ιδίως : α) όταν προβάλλεται από το δημόσιο η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος, β) όταν εξετάζεται το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης γ) όταν εξετάζεται η παρανομία αφού το υπαίτιο ενυπάρχει πάντα με το παράνομο.Το στοιχείο της υπαιτιότητος ενυπάρχει, αναγκαίως, στη νοηματική συγκρότηση της παρανομίας. Προσδιορίζει την έννοια της παρανομίας αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν υπο την έννοια ότι μπορεί μια συμπεριφορά να είναι παράνομη αλλά όχι υπαίτια (γνήσια αντικειμενική ευθύνη).

ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Ατομικές διοικητικές πράξεις:

-Ευθύνη από παράνομες ατομικές συστατικές δ.π.:

-περίπτωση καταβολής μειωμένου εφάπαξ,2952/2004  3755/2003

-Από παράνομη συνταξιοδότηση Φ.Κ.Α , ανάκληση ΣτΕ 2770/00

-1670/2004 ΣτΕ Καταβολή μειωμένης αποζημίωσης.

-2774/05 παράνομη απόσπαση στην αλλοδαπή.

-Αστική ευθύνη, δεν ασκεί επιρροή ο χαρακτήρας της πράξη ως διαπιστωτικής πράξης ( ΣτΕ 993/1998 7μ).

– λύση υπαλληλικής σχέσης 2277/03,

-χορήγηση φαρμακοεπιδόματος,

-κατάταξη στα μισθολογικά κλιμάκια.

-Απόρριψη αιτήματος χορήγησης εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου σε δικαστικό λειτουργό (ΣτΕ 1380/14,845/13 7μ).

-Τοποθέτηση φώτων αεροπλοΐας, σημάτων της τροχαίας κλπ σε ακίνητο ιδιώτη δεν συνιστά αναγκαστική απαλλοτρίωση μέρους του ακινήτου αλλά θεμιτό περιορισμό, πλην όμως παράνομα τελείται εάν δεν έχει προηγηθεί σχετική υπουργική απόφαση (ΔΠρΘεσκης 946/11).

Ευθύνη από ανάκληση :Το πρόβλημα υπάρχει όταν ανακαλείται νόμιμα παράνομη μεν αλλά επωφελής για το διοικούμενο πράξη. Εδώ την ζημία την προκαλεί ηνόμιμη ανακλητική πράξη πλην όμως η παρανομία εστιάζεται στην επωφελή αλλά παράνομη πράξη που ανακλήθηκε.  Εδώ παραβιάζεταιπροσέτι εκ του αποτελέσματος η αρχή της προστατευμένης εμπιστοσύνης. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι ο ενάγων καταρχήν ζητά ως αποζημίωση το αρνητικό διαφέρον , δηλαδή κάθε θετική και αποθετική ζημία από την διάψευση της εμπιστοσύνης του προς τις αρχές επειδή πίστευε ότι ενεργούν νόμιμα. Αντίθετα καταρχήν δεν μπορεί αν ζητήσει θετικό διαφέρον δηλαδή ζημίες  κυρίως με την μορφής διαφυγόντων κερδών από την δράση του βάσει της παρανόμου πράξεως , αφού αυτή δεν επιτρέπετο να εκδοθεί. Στο σημείο υπο η νομολογία όμως κάνει την διάκριση. Εάν η πράξη μπορούσε να εκδοθεί λόγω της φύσεως της πλημμέλειας  πχ εκδόθηκε παράνομα άδεια οικοδομής σε απόσταση 24 μέτρων από οδό που η διοίκηση θεώρησε επαρχιακή ενώ αυτή ήταν εθνική. Στη συνέχεια ανακαλείται η οικοδομική άδεια. Όμως εδώ εάν η διοίκηση ήταν επιμελής θα μπορούσε να εκδώσει την οικοδομική άδεια σε απόσταση 40 μέτρων από την επαρχιακή οδό , διότι έχει περιθώρια το οικόπεδο του ενάγοντα και άρα από η φύση της παρανομίας ήταν ευκολά διορθώσιμη, δηλαδή θα μπορούσε τελικά να εκδοθεί νόμιμη άδεια. Συνεπώς εδώ ο ενάγων μπορεί να ζητήσει διαφυγόντα εισοδήματα από την  μη λειτουργία της οικοδομής που επρόκειτο να ανεγερθεί  (ΣτΕ 3320/2012).

– H απόφαση ΣτΕ 7/2016 επαναλαμβάνει, συστηματοποιεί και διευκρινίζει περαιτέρω τις βασικές πτυχές της θεματικής σχετικά τόσο με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ από παράνομες πράξεις όσο και με το αντικείμενο της αγωγής αποζημίωσης. Κατ’αρχάς, υπενθυμίζει τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των νπδδ, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, ενώ αναλύει την έννοια του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξης και ζημίας. Στη συνέχεια, εξειδικεύει το περιεχόμενο της αποζημίωσης, διευκρινίζοντας ότι όταν ο λόγος ευθύνης του Δημοσίου ή νπδδ είναι η έκδοση ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξης παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσής της (όπως παράνομη οικοδομική άδεια), στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νπδδ προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης), το οποίο περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στη θέση, στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της μη νόμιμης πράξης (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν αυτός δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξης (αποθετική ζημία). Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη και, επομένως, στην εν λόγω περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου δεν νοείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη (ΣτΕ 866/2011 7μ). Εν προκειμένω, η ευθύνη είναι ανάλογη προς την κατά τον Αστικό Κώδικα ευθύνη επί αδικοπραξίας (άρθρα 914 επ.), την προσυμβατική ευθύνη (άρθρα 197 επ.) και την ευθύνη λόγω διάψευσης εμπιστοσύνης στο ότι καταρτίσθηκε έγκυρη δικαιοπραξία (άρθρα 132, 145, 153, 171 παρ. 2, 225, 231 παρ. 2, 234 κτλ).

-Από ΠΝΟΕ: Κρίσιμο στοιχείο της αγωγής . Πρέπει να γράφει ο ενάγων ότι η αρχή γνώριζε μετά από αίτημα τον κίνδυνο και παρέλειψε τα νόμιμα.

– Παράλειψη διορισμού σε δημόσια θέση 3629/01, 680/05 ,παράλειψη της ΔΕΗ να χορηγήσει σύνταξη, 1185/2013, παράλειψη έκδοσης πράξης για την έναρξη λειτουργίας καζίνο που είχαν δοθεί οι άδειες λειτουργίας.

-Πρέπει ο ενδιαφερόμενος να υποβάλλει αίτημα στις αρχές. Δεν υπάρχει ευθύνη από παράλειψη μεταφοράς οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη λόγω έλλειψης αιτήματος (ΣτΕ 339/12).

-Παράνομη παράλειψη της πολεοδομίας προς έγκαιρη ενημέρωση φακέλου οικοδομικής άδειας με παραβάσεις μικρής εκτάσεως που διορθώνοντο . Συνολικός χρόνιο ενημέρωσης μετά 1 χρόνο (ΣτΕ 3190/01).

-Παράλειψη διακετακομιδής κρατουμένου σε κρατητήριο στο νοσοκομείο παρά το ότι η αστυνομία γνώριζε το πρόβλημα υγείας του (ΔΕΦΑΘ 2153/04).

-Παράλειψη αστυνομίας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα με αποτέλεσμα καύση περιουσιών υπο διαδηλωτών και λοιπών βανδαλοαναρχικών στοιχείων. Εδώ πρέπει να προσεχθεί ότι η ΕΛΑΣ έχει διακριτική ευχέρεια να λάβει τα κατάλληλα μέτρα πλην όμως τα άκρα όρια της ελέγχονται με βάση τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας και ιδίως εκ του αποτελέσματος αλλά και με βάση τις πληροφορίες που είχε η αστυνομία για τον όγκο των διαδηλωτών , την προαναγγελία ή το τυχόν αυθόρμητο αυτής κλπ. (ΣτΕ 4283/14, 1677/08, 952/10). ¨Έτσι ασυνήθεις περιπτώσεις μη προβλεπόμενες αποτελούν γεγονός ανωτέρας βίας, όχι όμως και οι σταδιακά κλιμακούμενες βάνδαλες ενέργειες (ΣτΕ 952/10).

-Παράλειψη Δήμου να ελέγξει και αποτρέψει ανειδίκευτο συνεργείο υπαλλήλων να προκαλέσει πυρκαγιά κατά την διάρκεια οδικών εργασιών και παράλειψη εν συνεχεία ενημερώσεως των κατοίκων και λήψεως μέτρων  και συντονισμένων ενεργειών για την κατάσβεση της με αποτέλεσμα να καεί ομάδα εθελοντών που αυτοβούλως προσέτρεξε σε βοήθεια. Το αυτόβουλο δεν διασπά τον αιτιώδη σύνδεσμο διότι η συμπεριφορά αυτή είναι αναμενόμενη από κάθε υγιώς σκεπτόμενο κοινωνό, επιδοκιμάστε από την έννομη τάξη , δεν μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος του ορθώς πράξαντος που δεν έχει την ορθή πληροφόρηση ή δεν αποτρέπεται από τον Δημοτική αρχή λόγω του κινδύνου αλλά στην ουσία παρωθείται από αυτήν έμμεσα (ΣτΕ 3839/12).

-Θάνατος κρατουμένου σε ψυχιατρείο από άλλο κρατούμενο 9ΣτΕ 2271/2013).

-Θάνατος ανηλίκου κατά την διάρκεια προπόνησης σε κρατικό κολυμβητήριο. Πρέπει να υπάρχει συνεχώς επόπτης ασφάλειας (ΣτΕ 3595/12).

-Ευθύνη του Δήμου από ανήλικη που κρεμάστηκε σε σιδερένια πόρτα 100 κιλών σε παιδική χαρά με αποτέλεσμα να καταρρεύσει και την πλακώσει. Η παρουσία της γιαγιάς δεν ασκεί επιρροή διότι ο Δήμος πρέπει να φροντίζει και τους συνοδούς (ΣτΕ 1398/13).

-Θανατηφόρο δυστύχημα λόγω πλημμελούς συντήρησης πυροσβεστικού (ΣτΕ 4133/11).

-Αστική ευθύνη του ΙΚΑ διότι έχασε παραστατικά (αντίγραφα παραπεμπτικών) με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η καταβολή αμοιβής σε αντισυμβαλλόμενη εταιρία (ΣτΕ 3590/000).

– ΡΙΚΟΜΕΞ. Η πολεοδομικές υπηρεσίες διαπιστώνουν την πληρότητα της στατικής μελέτης και όχι την ακρίβεια των υπολογισμών. Τυχόν παραλείψεις  των πολεοδομικών αρχών ως προς την στατική επάρκεια αποτελούν πρόσφορη αιτία για την πρόκληση της κατάρρευσης του κτιρίου από σεισμό (ΣτΕ 2506/14, 1397/14 7μ, 2780/10 7μ).  Βλ. και κατάρρευση πολυκατοικίας ( ΣτΕ1299/14).

-Παράλειψη Δήμου να απομακρύνει παράνομα τοποθετημένη διαφημιστική πινακίδα δίπλα σε δρόμο με αποτέλεσμα να συγκρουστεί όχημα ή σε άλλη περίπτωση να συγκρουστεί όχι στην πινακίδα αλλά εξαιτίας της να χάσει την προσοχή του ο οδηγός (ΣτΕ Ολομ. 169/10).

-Παράλειψη Στρατού να λάβει καταλληλά προφυλακτικά μέτρα για εργαλειομηχανικό που εκτελούσε οικοδομικές εργασίες (ΣτΕ 1915/07).

-Παράλειψη χορήγησης προστατευτικών σε μεταπτυχιακό φοιτητή με αποτέλεσμα να χάσει την όραση του κατά την εκτέλεση πειράματος (ΔΠΑθ 4580/14).

-Παράλειψη κρατικού νοσοκομείο να αποκαταστήσει τεχνικά σημεία χειρουργικού θαλάμου με αποτέλεσμα να υποστεί εγκαύματα χειρουργούμενος. Το κοινωφελές έργο και η περιουσιακή κατάσταση του ΝΠΔΔ δεν συνιστούν μειωτικά στοιχεία της χρηματικής ικανοποίησης(ΣτΕ 939/14).

– Παράνομη Παράλειψη θεώρησης βιβλίων και στοιχείων από την Δ.Ο.Υ μισθωτή λόγω δήθεν απαγορευμένης χρήσεως του μίσθιου με αποτέλεσμα να μην συναφθεί η μίσθωση. συνιστά πραγματικό ελάττωμα του μίσθιου και ζημιώνεται όχι μόνο ο μισθωτής αλλά  ο εκμισθωτής διότι χάνει μισθώματα (ΣτΕ 3132/13).

– Από ΠΝΟΕ για έκδοση, παράλειψη διορισμού σε δημόσια θέση 3629/01, 680/05 παράλειψη της ΔΕΗ να χορηγήσει σύνταξη, 1185/2013 παράλειψη έκδοσης πράξης για την έναρξη λειτουργίας καζίνο που είχαν δοθεί οι άδειες λειτουργίας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επι ΠΝΟΕ υλικής ενέργειες δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης και ο μόνος τρόπος δικαστικής προστασίας είναι η άσκηση  αγωγής 580/06, άλλη περίπτωση899/2012.

ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗΣ :

Προσοχή θα πρέπει οι συνέπειες να επέρχονται από την παράνομη νομοθέτηση και να μην χρειάζεται πράξη της διοίκησης που να εφαρμόζει το Νόμο (ΣτΕ 3410/14 7μ).

-Από παράνομες κ.δπ. : Ενόψει της αρχής της νομιμότητας ως παρανομίας νοείται: α) …, β) ουσιαστική παρανομία, που εντοπίζεται στο περιεχόμενο της ρύθμισης που θεσπίζεται με την πράξη, μπορεί να αφορά είτε την ίδια την νομοθετική εξουσιοδοτική διάταξη (πλήρη ανυπαρξία της κδπ ή δεν είναι έγκυρη η κδπ, με αποτέλεσμα να μην έχει έρεισμα η αδπ) είτε την ίδια την πράξη. Όταν παρέχει εξουσία, θα ρυθμιστεί αυτή η σχέση μέχρι την έκδοση 28 παρ. 4 του Συντάγματος, 43 παρ. 2 του Συντάγματος ειδική και ορισμένη, ή να ρυθμίζει σαφώς την εξουσιοδοτική διάταξη. Εάν μια ρύθμιση λέει δεν θα μπορεί το κέρδος δεν θα μπορεί να είναι πάνω από το κόστος.

Προβλήματα στην ίδια την κδπ: Υπερβαίνει τη νομοθετική εξουσιοδότηση και παραβιάζει το περιεχόμενο του εξουσιοδοτικού νόμου. 1686/2002, αγορανομικός κώδικας που δεν ορίζει σαφώς τις προϋποθέσεις, αλλά μπορεί να ερμηνευτεί κατά το Σύνταγμα.Παράλειψη άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας(μπορεί να καθιστά ανενεργό το δικαίωμα και να ματαιώνεται η άσκησή του). Κάθε φορά ο νόμος ρυθμίζει το δικαίωμα, αλλά πρέπει να εκδοθεί μια κδπ για να καταστεί ενεργό. Επιβάλλεται εφόσον συντρέχουν οι νομοθετικές προϋποθέσεις ή τάσσεται ορισμένη προθεσμία για την (ενδεικτική ή αποκλειστική, όταν συναρτάται με την άσκηση δικαιώματος).ΣτΕ211/2006(Ν. 1158 καθιέρωνε δικαίωμα να ιδρύουν επαγγελματικές σχολές και όριζε ότι θα βγει  π.δ. για να ρυθμίσει τη διαδικασία και μετά από πολλά χρόνια δεν έβγαινε, με αποτέλεσμα να ματαιώνεται η άσκηση του δικαιώματος, σε άλλη περίπτωσηΣτΕ 2544/2013αφορά τα επαγγελματικά δικαιώματα, άρθρο 16 και 1404/83, το π.δ. έχει ουσιαστικά θέσει κανονιστικού νόμου που δεν εκδιδότανε εν προκειμένω.

Όταν ο Νόμος τάσσει προθεσμία, τότε θα πρέπει να εκδωθεί ΚΥΑ και οι υπάλληλοι θα πάρουν ένα επίδομα ευθύνης των υπαλλήλων( ΣτΕ 900/2001, εδώ δεν μπορούσαν να το κάνουν επειδήο Νόμος έλεγε ότι θα πάρουν το επίδομα αλλοδαπής, παραλείφθηκε η έκδοση αυτής της ΚΥΑ και ασκήθηκαν αγωγές. Πώς όμως θα προσδιοριστεί το ύψος; Εδώ, χρησιμοποιήθηκε το ύψος του επιδόματος για μια κατηγορία που έπαιρνε το επίδομα αυτό.

Περιπτώσεις παράλειψης νομοθέτησης  που δεν υπάρχει ΠΝΟΕ:

Υπόθεση λίμνης Κάρλα (ΣτΕ 898/14,4072/12).

-Η παράλειψη νουθέτησης αποκατάστασης  αποθετικής ζημίας δικαιούχων θερμικών λεωφορείων (ΣτΕ 754/11).

-Παράλειψη αναπροσαρμογής ύψους επικουρικής σύνταξης με κανονιστική πράξη3901/13 ΣτΕ Δεν έχουμε ΠΝΟΕ¸ ο Υπουργός δεν υποχρεούται να αναπροσαρμόσει την επικουρική σύνταξη σε σχέση με την αναλογιστική μελέτη που εκπονήθηκε αλλά μπορεί να την λάβει υπόψη του κατά διακριτική ευχέρεια.

ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΑ. Δεν αποκλείεται ευθύνη του δημοσίου εάν εμπλέκονται υπηρεσίες του ιδίως η ΥΠΑ (ΣτΕ 4740/14). Παραλείψεις μπορεί αν είναι η πλημμελής μη ενδεδειγμένη  βοήθεια επαναπροσαντολισμού του αεροσκάφους, ο προσδιορισμός ακριβούς θέσης κλπ. (ΔΕΘΘΕΣκης 145/13). Πτώση ελικοπτέρου ΕΚΑΒ (ΣτΕ 1184/13).

-ΦΥΣΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ:  δεν συνιστούν ανωτέρα βία εάν υπήρξε έλλειψη προγραμματισμού και πλημμελής ενέργειες . Υπερχείλιση Κηφισού (ΔΕΑΘ 2424/14).

-ΔΙΟΙΚΗΤΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ -ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ:

Ο Ζημιωθείς μπορεί να αξιώσει αποζημίωση είτε κατά τα άρθρα 197 και 198 Ακ αναλόγως εφαρμοζόμενα  και άρα μόνο το αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον, μπορεί όμως να επιλέξει και το 105 ΕισΝΑΚ  (ΣτΕ 3040/1482/14).

-ΣΤΡΑΤΟΣ: πρέπει να υπάρξει αναφορά του στρατιώτη για το πρόβλημα υγείας και παράλειψη καταλλήλου αγωγής από τον ιατρό μονάδας. Απο το άρθρο 21§3 Σ δεν προκύπτει υποχρέωση του κράτους να τοποθετεί σε κάθε στρατιωτική μονάδα ειδικευμένους ιατρούς (ΣτΕ 2163/2013). Μη άμεση μεταφορά σε νοσοκομείο (ΣτΕ 1190/2014). Η περιουσιακή κατάσταση του κράτους δεν συνεκτιμάται ως μειωτικός ή αυξητικός παράγοντας του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (ΣτΕ 4988/12).

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ:Δικαστική προστασίας θιγόμενου από Ζώνη οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ). Εδώ στην ουσία δεν υπάρχει παράνομη πράξη. Ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μέχρι να εκδοθεί ειδικός νόμος αποζημιώσεως του από τη στέρηση της πλήρους χρήσεως της ιδιοκτησίας του έχει ευθεία αγωγή  χωρίς υποβολή σχετικής αίτησης στο Δημόσιο  (ΣτΕ 4283/13).

Ειδικά για την ευθύνη από νόμιμες πράξεις η Ολομέλεια στην 1501/14 απόφασή της  θέτει ως προϋπόθεση θεμελίωσης της ευθύνης από νόμιμες πράξεις την ιδιαίτερη και σπουδαία βλάβη «σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, συμφωνα με την οικεία νομοθεσία». Πρόκειται για την πάγια ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος που συνδέεται με τη θυσία των ελαχίστων και την υπέρβαση του εύλογου και ανεκτού ορίου αλληλεγγύης στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Τα κριτήρια της ιδιαίτερης και σπουδαίας βλάβης δεν εξειδικεύονται περαιτέρω, δεδομένου ότι η αναγνώριση της ευθύνης για νόμιμες ζημιογόνες πράξεις δεν συνδέεται, στη σχολιαζόμενη απόφαση, με την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Επιβάλλεται, πάντως, να τονισθεί ότι η απόφαση υιοθετεί πιο προοδευτική λύση από την πάγια νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Πράγματι, όπως επισημαίνεται με την απόφαση Fiamm [ ΔΕΚ της 9.9.2008, C-120/06, Fiamm, Συλλογή 2008, σ. Ι-6513, σκέψεις 108-110], η κοινοτική νομολογία καθιέρωσε, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (νυν άρθρο 340 ΣΛΕΕ), την ύπαρξη του καθεστώτος εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας «λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της» και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του καθεστώτος αυτού. Αντίθετα, δεν προέβη στην αναγνώριση τέτοιου καθεστώτος σε περίπτωση που δεν υφίσταται παράνομη συμπεριφορά. Το Δικαστήριο περιορίσθηκε να διευκρινίσει ορισμένες από τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες μια τέτοια ευθύνη «θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί σε περίπτωση αποδοχής, στο κοινοτικό δίκαιο, της αρχής της ευθύνης της Κοινότητας εκ νομίμου πράξεως» [Στη σκέψη 18 της απόφασης της 15ης Ιουνίου 2000, C‑237/98 P, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑4549). Bλ. επίσης, με ανάλογη διατύπωση, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984, 59/83, Biovilac κατά ΕΟΚ (Συλλογή 1984, σ. 4057, σκέψη 28)]. Εάν λοιπόν γίνει αποδεκτό, επί της αρχής, ότι υφίσταται μια τέτοια ευθύνη –πράγμα που όμως δεν φαίνεται να έχει συμβεί ακόμη– η γένεση της ευθύνης αυτής θα απαιτούσε, τουλάχιστον, να πληρούνται τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις, που συνίστανται στο υποστατό της ζημίας, στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας αυτής και της οικείας πράξης, καθώς και στον ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα της ζημίας.

 Ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία της «ασυνήθους και ειδικής ζημίας» –έννοιας παρεμφερούς προς αυτή της «ιδιαίτερης και σπουδαίας βλάβης»– στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας PoiaresMaduro, o οποίος πρότεινε τη διαμόρφωση καθεστώτος ευθύνης της Κοινότητας άνευ πταίσματος (“sansfaute”), διατυπώνοντας, στις προτάσεις του επί της υπόθεσης Fiamm, και τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησής της. Ο γενικός εισαγγελέας παρακίνησε το Δικαστήριο να κάνει ένα περαιτέρω βήμα, καθιερώνοντας την αρχή της άνευ πταίσματος ευθύνης της Κοινότητας και τη μετάβαση της σχετικής νομολογίας από το στάδιο του ενδεχομένου στο στάδιο της βεβαιότητας, από τη φάση των δισταγμών στη φάση των αποφάσεων. Οι σκέψεις του θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για την ελληνική νομολογία, η οποία φαίνεται ότι υιοθετεί την προσέγγισή του επί της αρχής. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η καθιέρωση της αρχής της άνευ πταίσματος ευθύνης της Κοινότητας, υπό την έννοια της έλλειψης παρανομίας της ζημιογόνου πράξης, θα μπορούσε να στηριχθεί στην αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών επί της οποίας το γαλλικό διοικητικό δίκαιο θεμελίωσε την ευθύνη από τη νομοθετική δράση. Ειδικότερα, επειδή κάθε δημόσια δραστηριότητα θεωρείται ότι ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, είναι φυσικό οι πολίτες να φέρουν άνευ ανταλλάγματος τα βάρη που απορρέουν από αυτή. Εάν όμως, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, οι δημόσιες αρχές προξενούν ιδιαιτέρως σοβαρή ζημία σε ορισμένα άτομα που την υφίστανται μόνα, προκαλείται ένα βάρος το οποίο αυτοί δεν είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένοι να φέρουν και για το οποίο πρέπει να αποζημιώνονται. Η αποζημίωση αυτή, η οποία βαρύνει το κοινωνικό σύνολο μέσω του φόρου, αποκαθιστά τη διαταραχθείσα ισότητα. Η ιδέα αυτή δεν απέχει πολύ από τη «Sonderopfertheorie» (θεωρία περί ιδιαίτερης θυσίας) του γερμανικού δικαίου, κατά την οποία τα άτομα τα οποία, λόγω νόμιμης επέμβασης των δημοσίων αρχών, υφίστανται «ειδική θυσία», δηλαδή ζημία που ισοδυναμεί με απαλλοτρίωση, δηλαδή στέρηση της ιδιοκτησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η αρχή της άνευ πταίσματος ευθύνης μπορεί να στηριχθεί ταυτόχρονα στη διατάραξη της ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών και στην προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Επομένως οι μόνες ζημίες για τις οποίες η άνευ πταίσματος ευθύνη συνεπάγεται αποζημίωση είναι αυτές που έχουν ταυτόχρονα ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα [σημεία 62, 63 και 74 των προτάσεων στην υπόθεση Fiamm]. Ειδικότερα, όπως ακριβώς απολαύουν των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την οργάνωση της κοινωνικής ζωής και την επέμβαση των δημοσίων αρχών προς τον σκοπό αυτόν, όλοι οι ιδιώτες οφείλουν να φέρουν, άνευ ανταλλάγματος, και τα συνήθη μειονεκτήματα που απορρέουν από τις σχετικές ρυθμίσεις. Ακόμη και αν τα βάρη αυτά δεν πλήττουν ομοιόμορφα όλους τους πολίτες, δηλαδή είναι ασύμμετρα, δεν παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης και ο δικαστής δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει την τέλεια ισότητα. Δεν ισχύει το ίδιο όταν η δημόσια επέμβαση προξενεί ασυνήθη και ειδική ζημία. Η ασυνήθης ζημία είναι, κατ’ αρχάς, αυτή που υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών κινδύνων που είναι σύμφυτοι με τις δραστηριότητες στον οικείο τομέα, δηλαδή που απορρέει από την πραγμάτωση κινδύνου τον οποίο το θύμα δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει, κατά του οποίου δεν μπορούσε να ασφαλιστεί. Περαιτέρω, η ζημία πρέπει να είναι σοβαρή, για να μπορεί να προσομοιασθεί με απαλλοτρίωση, η οποία, για λόγους προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας, πρέπει να αποκατασταθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζημία πρέπει να ισοδυναμεί με πλήρη και οριστική στέρηση της ιδιοκτησίας, αλλά να συνεπάγεται αρκούντως σοβαρή προσβολή των συστατικών στοιχείων του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (usus, fructus και abusus [χρήση, κάρπωση, εκμετάλλευση]). Επιπλέον, για να δημιουργήσει δικαίωμα για αποζημίωση, η ασυνήθης κατά την ανωτέρω έννοια ζημία πρέπει να εμφανίζει και ειδικό χαρακτήρα, δηλαδή να αφορά μικρό αριθμό ιδιωτών ή, ακριβέστερα, να θίγει ειδική κατηγορία επιχειρηματιών κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες. Πράγματι μόνο στην περίπτωση αυτή θίγεται η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών [σημείο 77 των προτάσεων στην υπόθεση Fiamm]. Με την ανωτέρω οριοθέτηση, οι προϋποθέσεις του ασυνήθους και του ειδικού χαρακτήρα της ζημίας είναι αρκούντως περιοριστικές, ώστε η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της ευθύνης από νόμιμες πράξεις δεν θίγει την πολιτική ελευθερία των θεσμικών οργάνων. Ο αριθμός εκείνων που μπορούν να προβάλουν ζημία που να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές θα είναι πάντοτε πολύ περιορισμένος, οπότε το βάρος που μπορεί να συνεπάγεται για τον προϋπολογισμό της Ένωσης ενδεχόμενη αποζημίωση δεν μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα όσον αφορά τη συμπεριφορά των πολιτικών κοινοτικών οργάνων.Τέλος, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης δεν χρειάζεται να απαιτηθεί και η συνδρομή της πρόσθετης προϋπόθεσης ότι η πράξη ή η συμπεριφορά που προξένησε τη ζημία δεν απέβλεπε στην εξυπηρέτηση γενικού οικονομικού συμφέροντος, υπό την έννοια ότι εάν η ζημιογόνος πράξη ή συμπεριφορά απέβλεπε στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και όχι στην ικανοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων, αποκλείεται αποκατάσταση της ζημίας. Πράγματι, η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών και η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επιτάσσουν οι επιχειρηματίες που υπέστησαν ασυνήθη και ειδική ζημία να λαμβάνουν αποζημίωση έστω και αν το μέτρο που προξένησε την εν λόγω ζημία ελήφθη προς εξυπηρέτηση γενικού οικονομικού συμφέροντος. Μολονότι, στην απόφαση της Ολομέλειας, το Συμβούλιο της Επικρατείας φαίνεται ότι εστιάζει στον ασυνήθη χαρακτήρα της βλάβης υπό την έννοια που του προσέδωσε ο γενικός εισαγγελέας στις προτάσεις του για την υπόθεση Fiamm, το στοιχείο της ειδικότητας εξυπακούεται, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα επρόκειτο για θυσία ελαχίστων, οπότε δεν θα ετίθετο ζήτημα προσβολής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών.

ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ: Πρέπει να μην υπάρχει ουσιαστικός  λόγος στην εμμονή της διοίκησης.

-συνεχείς αναπομπές της υποψήφιας μετά από ακύρωση του ΣτΕ και επαναλαμβανόμενες άνευ ουσιαστικής αιτιολογίας απολύσεις της (ο ωραίος λοχαγός) της Αεροπορίας (ΣτΕ 167/14).

-πενταετής καθυστέρηση νοσηλίων εξωτερικού (ΣτΕ 4990/12).

-πεζοδρόμηση οδού και τοποθέτηση κιγκλιδωμάτων , δεν επέφεραν ηθική βλάβη στην αιτούσα διότι οι συνθήκες διαβιώσεως της δεν επιδεινώθηκαν δεδομένου ότι προκάλεσε δυσκολία στην πρόσβαση της αλλά δεν την απέκλεισε (ΣτΕ 2175/12).

-Συγχρωτισμός  κρατουμένου με προσωπική κράτηση για χρέη στο δημόσιο με ποινικούς (ΣτΕ 1215/10).

-Παράλειψη ΙΚΑ να ενημερώσει Δικαστικές αρχές  για αδίκημα μη καταβολής εισφορών που είχαν καταβληθεί και παράνομη κατηγορία για υπεξαίρεσή (ΔΕΑθ 1570/12).

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΟ 105 ΕΙΣΝΑΚ.

1.ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ.

Στην κατηγορία των «arrêts de principe» έχει αναμφίβολα την προοπτική να ενταχθεί η απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014ΣτΕ που συμπληρώνει το νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Η απόφαση θυμίζει την εμβληματική πλέον νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης (κυρίως του ΔΕΚ και τώρα πλέον του ΔΕΕ) για την καθιέρωση της ευθύνης των κρατών μελών, λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου ( Francovich  [ΔΕΚ της 19ηςΝοεμβρίου 1991, C-6/90 και 9/90, Francovich και Bonifaci, Συλλογή 1990, σ. Ι-5357], την ανάπτυξή της στις αποφάσεις Brasserie du Pêcheur [ΔΕΚ της 5ηςΜαρτίου 1996, C-46/93 και 48/93, Brasserie du Pêcheur, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029], Hedley Lomas [ΔΕΚ της 23ης Μαΐου 1996, C-5/94, Ηedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. Ι-2553] και Dillenkofer [ΔΕΚ της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178 και 179/94, Dillenkofer, Συλλογή 1996, σ. Ι-4845] και την εμβάθυνσή της με την απόφαση Köbler [ΔΕΚ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C-224/01, Συλλογή 2003, σ. Ι-10239] που έθεσε τις προϋποθέσεις της ευθύνης από πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, τις οποίες διευκρίνισε περαιτέρω και παγίωσε η απόφαση Traghetti [ΔΕΚ της 13ης Ιουνίου 2006, C-173/03, Traghetti del Mediterraneo SpA, υπό εκκαθάριση, κατά Repubblica italiana, Συλλογή 2006, σ. Ι-5177]. Η ευθύνη στοιχειοθετείται από παραβιάσεις οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, δηλαδή τόσο των διοικητικών, όσο και των οργάνων της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Ειδικότερα, για να ολοκληρώσει το οικοδόμημα της αστικής ευθύνης του κράτους λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητά και στα δικαιοδοτικά όργανα, κρίνοντας ότι η κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή στοιχειοθετεί την αποζημιωτική ευθύνη του κράτους έναντι των προσώπων στα οποία η εν λόγω παραβίαση προκάλεσε ζημία).

Επιβάλλεται, βεβαίως, η επισήμανση ότι τα δικαιοπλαστικά περιθώρια του Έλληνα δικαστή είναι περιορισμένα, δεδομένου ότι στην εθνική έννομη τάξη υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η οποία έχει ήδη ερμηνευθεί από πλούσια σχετική νομολογία.

Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, η Ολομέλεια επιλύει τρία ζητήματα, διευκρινίζοντας αλλά και εμπλουτίζοντας το νομικό καθεστώς της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Πρόκειται για το συνταγματικό έρεισμα της ευθύνης (Ι), την ευθύνη από νόμιμες πράξεις(ΙΙ) και την ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας (ΙΙΙ).

Το συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου

Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι ο συνταγματικός κανόνας της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών που αποτυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αποτελεί και το συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του. Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως στην παραπεμπτική ΣτΕ 2852/2012, η Ολομέλεια επιλέγει ως έρεισμα της ευθύνης την ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 και όχι τη γενικότερη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, η οποία δεν παρατίθεται ούτε επικουρικά, σε αντιδιαστολή προς προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου [ΣτΕ 1139/2013, 980/2002]. Ο περιορισμός του ερείσματος στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος οφείλεται προφανώς στο ότι η απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 ανάγει σε κανόνα την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου και σε περιπτώσεις νόμιμης κρατικής δράσης, η οποία πλήττει υπέρμετρα ορισμένους πολίτες έναντι άλλων, επαγόμενη ιδιαίτερη θυσία των ελαχίστων, κατά παράβαση ακριβώς της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών.

Το ΣτΕ έκρινε ότι το σφάλμα της δικαστικής αρχής πρέπει να είναι πρόδηλο περί την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα δικαίου, δηλαδή μη συγγνωστό (βλ. και ΣτΕ 48/16, 1330/16). Με την ΣτΕ 1047 /16 που παραπέμπει στην 7 μελη δέχθηκε ότι ο Σφος είναι βοηθητικό όργανο της δικαστικής εξουσίας.Το Δικαστήριο υιοθετεί άκρως διασταλτική ερμηνεία της έννοιας του δικαστικού οργάνου, εφόσον δέχεται ότι και οι  συμβολαιογράφοι, ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ενεργούν ως όργανα εντεταγμένα στη δικαστική λειτουργία, ως πρόσωπα, δηλαδή, βοηθητικά κατά την παροχή δικαστικής προστασίας. Πράγματι, ναι μεν ο συμβολαιογράφος ενεργεί για λογαριασμό του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό δανειστή, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, ταυτόχρονα όμως ενεργεί ως δημόσιο όργανο, κατ ‘ενάσκησηαρμοδιοτήτωνεντασσομένωνστοπλαίσιοτηςδικαστικήςλειτουργίαςκαι,επομένως,μπορείναθεμελιωθήαστικήευθύνητουΔημοσίουκατ’ανάλογηεφαρμογήτουάρθρου105ΕισΝΑΚ.Κατάσυνέπεια, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των συμβολαιογράφων, όταν ενεργούν ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία (ζημία) μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο -εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως- σφάλμα τους και εφόσον έχουν εξαντληθεί από τον ζημιωθέντα τα παρεχόμενα από τη νομοθεσία ένδικα μέσα και βοηθήματα προς προστασία των συμφερόντων του στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Τούτο δε, ανεξαρτήτως της προβλέψεως στο άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ της ασκήσεως αγωγής κακοδικίας (σκέψη 8), για την οποία απαιτείται συνδρομή δόλου ή βαρείας αμελείας του συμβολαιογράφου. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση του Τμήματος, λόγω της σπουδαιότητας του θέματος.

Με την ΣτΕ 2574/2006 (Α΄Τμήμα) κρίθηκε ότι στις διατάξεις των άρθρων 533-545 του ΚΠΔ περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων, ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, εφόσον το ποινικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, να καθορίσουν το ύψος αυτής που περιλαμβάνει, τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος, καθώς και των δικαιούχων διατροφής από αυτόν, όσο και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παρανόμως στερηθείς την ελευθερία του, με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, συνδεόμενη αρρήκτως με τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του ΚΠΔ. Ως εκ τούτου, η αξίωση αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝAK. Συνεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας κατά το άρθρο 1 παρ. 2, περ. η΄ του Ν. 1406/1983 και, επομένως, οι διαφορές αυτές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η έλλειψη δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων επί των διαφορών αυτών επαληθεύεται και από το ότι με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 26 του Ν. 2915/2001, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του ΚΠΔ προς τον σκοπό, όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ίδιου νόμου, να καταστούν δικαιότερες και απλούστερες οι ουσιαστικές και οι δικονομικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την επιδίκαση της εν λόγω αποζημίωσης, ενόψει των απαιτήσεων της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997, διατηρείται η αποκλειστική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν, είτε με ταυτόχρονη απόφαση, είτε με μεταγενέστερη. Αν αναγνωριστεί τέτοια υποχρέωση από το ποινικό δικαστήριο, το ύψος της αποζημιώσεως μπορεί να καθοριστεί, είτε από αυτό το ίδιο το ποινικό δικαστήριο, είτε, σε περίπτωση που ο δικαιούχος το θεωρεί ανεπαρκές ή το Δημόσιο υπερβολικό, από τα πολιτικά δικαστήρια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠΔ.

Επομένως, η αξίωση αποζημιώσεως των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, οι οποίοι τελικώς κηρύχθηκαν αθώοι, δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, η οποία μεταφέρθηκε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων με το Ν. 1406/1983, αλλά, συνδεόμενη αρρήκτως με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, κατ’ επιταγήν των άρθρων 7 παρ. 4 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, παρέμεινε στη δικαιοδοσία των ποινικών και των πολιτικών δικαστηρίων, όπως εκτέθηκε ειδικότερα στην έβδομη σκέψη. Ο λόγος αυτός, αναγόμενος στην δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου ερευνάται αυτεπαγγέλτως κατ’ αναίρεση.

2. Παράνομες πράξεις εποπτείας ανεξάρτητης αρχής επιτροπής κεφαλαιαγοράς:

 ΣτΕ 3783/2014 7μ, το Α΄ Τμήμα του Δικαστηρίου αντιμετώπισε το ειδικότερο ζήτημα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου για πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών εταιρειών. Έκρινε ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί από τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, διότι οι ιδιαιτερότητες του εποπτικού έργου της ασφαλιστικής αγοράς, σε συνδυασμό με το αβέβαιο του αποτελέσματος του εποπτικού ελέγχου, η διενέργεια του οποίου αποβλέπει πρωτίστως στην εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς με τη διασφάλιση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, αντανακλαστικά δε, μέσω αυτού, καταλήγει να προστατεύει εμμέσως και τους ασφαλισμένους, διαφοροποιούν ουσιωδώς την εποπτική λειτουργία της διοίκησης από τις λοιπές κρατικές δραστηριότητες  ( βλ. και σκέψη 29 της απόφασης ΣτΕ 3783/2014). Παγιώνεται, επίσης, η κρίση της ΣτΕ Ολ 1501/2014 περί του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος ως συνταγματικού ερείσματος της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου τόσο από παράνομες όσο και από νόμιμες πράξεις (σκέψη 28 της απόφασης ΣτΕ 3783/2014).

2) ΖΗΜΙΑ :

ΖΗΜΙΑ

Αποκαθίσταται τόσο η περιουσιακή ζημιά με τη μορφή αποζημίωσης οσο και η ηθική βλάβη (ψυχικός πόνος) με τη μορφή χρηματικής ικανοποίησης κατά κανόνα η αποζημίωση είναι χρηματική και όχι in naturam.

Θαπρέπει να προσεχθεί το είδος της ζημίας που ζητά ο ενάγων. Δηλαδή εάν πρόκειται για ζημία : α) Περιουσιακή , δηλαδή σε πράγματα οπότε εφαρμογή έχουν τα άρθρα 297,298,299 ΑΚ και 932 ΑΚ ή

Β) ζημία σώματος ή υγείας οπότε εφαρμογή έχουν τα άρθρα 929ΑΚ, 930, 931 εφόσον υπάρχει αναπηρία που επηρεάζει την μελλοντική κοινωνική συμμετοχή του ζημιωθέντος, 932 ΑΚ ή

Γ) Θάνατος προσώπου όποτε εφαρμογή έχουν τα άρθρα 928,930, 932 ΑΚ ή

Δ) ζημία στην προσωπικότητα , οπότε ηχρηματική ικανοποίηση μπορεί να αφορά είτε την προσβολή της προσωπικότητας με εφαρμογή των άρθρων 57 και 59 του αστικού κώδικα με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 του αστικού κώδικα ή

Ε) Πλουτισμός οπότε η αγωγή μας έχει βάση το άρθρο 904 του αστικού κώδικα δηλαδή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό οπότε δεν μπορεί να ζητηθεί και χρηματική ικανοποίηση κατά το άρθρο 932 ΑΚ.

Η αποζημίωση περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και της αποθετικής ζημίας ( διαφυγόν κέρδος= διαφυγόντα εισοδήματα).

Η αποζημίωση μπορεί να συνίσταται είτε στην αποκατάσταση της ζημιάς με την μορφή τουθετικού διαφέροντοςείτε με τη μορφή τουαρνητικού διαφέροντος,δηλαδή της ζημίας που υφίσταται κάποιος από την μη σύναψη της διοικητικής σύμβασης ή την μη έκδοση της διοικητικής πράξης. Λέγεται καιδιαφέρον εμπιστοσύνης ή διαφέροντος διάψευσης. Η αποζημίωση στην περίπτωση που έχουμε διάψευση της εμπιστοσύνης δηλαδή ζητάμε το αρνητικό διαφέρον περιλαμβάνεικατά κανόνα ως θετική ζημίακαθετί που ξόδεψε ο δανειστής ο ζημιωθείς δηλαδή πιστεύοντας ότι θα συναφθεί σύμβασηή ότι θα εκδοθεί η έγκυρη διοικητική πράξη επίσηςπεριλαμβάνει και διαφυγόντα εισοδήματαπου θα αποκομίσει εάν δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξης παραδείγματος χάριν εάν δεν είχε εκδοθεί η παράνομη πράξη αυτός θα είχε προσληφθεί σε άλλη εργασία και έτσι θα αποκόμιζε κατά πιθανολόγηση τα εισοδήματα της εργασίας αυτής κατά την αντίστοιχη περίοδο που εργάζεται ένας εργαζόμενος στη θέση αυτή.

Δεν επιτρέπεται όμως να ζητήσει ότι θα κέρδιζε εάν είχε εκδοθεί η διοικητική πράξη δηλαδή διαφυγόντα εισοδήματα από το θετικό διαφέρον. Με την λογική ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε εκδοθεί στην περίπτωση τη συγκεκριμένη νόμιμη διοικητική πράξη και άρα δεν θα μπορούσε να έχει διαφυγόντα εισοδήματα από νόμιμη διοικητική πράξη. Παραδείγματος χάριν εξεδόθη παράνομα μία άδεια οικοδομής σε ζώνη α αρχαιολογική στην περίπτωση αυτή ανακαλείται η πράξη αλλά στο μεταξύ δικαιούχος έχει σημειωθεί γιατί έχει εκδώσει την οικοδομική άδεια και έχει χτίσει την οικοδομή. Μπορεί να ζητήσει μόνο τα έξοδα που έκανε για την οικοδομική άδεια και για την ανέγερση της οικοδομής δεν μπορεί όμως να αναζητήσει ως διαφυγόντα εισοδήματα χρήματα τα οποία θα κερδίζει από τη μίσθωση της της οικοδομής.

Η αρχή της μη επιδίκασης διαφυγόντων κερδών από θετικό διαφέρονέχει κριθεί από τη νομολογία ότιδεν αντίκειται ούτε στο σύνταγμα ούτε στο πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της ευρωπαϊκής σύμβασης δικαιωμάτων του ανθρώπου( ΣτΕ 866/2011,7μ).

Στο σημείο αυτόθα πρέπει να προσεχθείη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία κάνει την διάκριση στην παρανομία της διοικητικής πράξηςδηλαδή εάν η παρανομία είναι διορθώσιμη,δηλαδή εάν θα μπορούσε να εκδοθεί διοικητική πράξη χωρίς αυτήν τότεη νομολογία δέχεται ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ζητήσει στα πλαίσια του αρνητικού της συμβάσεως διαφέροντος και διαφυγόντα εισοδήματα από την έκδοση της πράξεως κατά τρόπον έγκυρο, πιθανολογώντας δηλαδή τι θα κέρδιζε εάν η δ.πράξη είχε εκδοθεί  χωρίς να είχε εμφιλοχωρήσει η παρανομία ( ΣτΕ 1139/2013, 3320/2012,866/2011,7μ). Είναι πρόδηλο βέβαιοότι στην περίπτωση αυτή ο ζημιωθείς δεν μπορεί να αναζητήσει και διαφυγόντα εισοδήματααπό τη μη έκδοση της διοικητικής πράξηςείναι θέμα δηλαδή επιλογής του στην βάση της αγωγής που θα καταθέσει.

Ειδικά στις περιπτώσεις όπου έχει γίνει περιορισμός στην ιδιοκτησία από πολεοδομικές ρυθμίσεις ή από άλλου τέτοιου τύπου όπως αρχαιολογικές δασικές ο ενάγων έχει αξίωση αποζημίωσης και λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της η περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο δηλαδή αν είναι εντός ή  εκτός σχεδίου.  Στα εκτός σχεδίου η νομολογία που ίσχυε μέχρι το 2006 περίπου  ήταν αρνητική για  αποζημιώσεις σχετικά με την ανοικοδόμηση του ακινήτου,  δεδομένου ότι προέχει ο αγροτικός χαρακτήρας της έκθεσης στις υποθέσεις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις Κρήτης και Ζάντε Μαραθονήσι το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αυτή η νομολογία αντίκειται στο πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έτσι η εγχώρια νομολογία άλλαξε και λαμβάνοντας υπόψη την αποζημίωση και άλλα στοιχεία όπως τη δυνατότητα αξιοποίησης της έκθεσης και ανοικοδόμησής της κατά τις διατάξεις εκτός σχεδίου συνεκτιμάται επίσης η ενδεχόμενη περιοριστική χρήση του ακινήτου, όπως η ένταξη  σε ζώνη ενεργού πολεοδομίας, ή σε  περιοχή που  έχει αγροτικές ή  κτηνοτροφικές χρήσεις και πάντως θα πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν τη δυνατότητα του να αξιοποιήσει την περιουσία του με βάση το αίτημα της αποζημίωσης π χ παραδείγματος χάριν ζητούσε αποζημίωση διαφυγόντων διότι θα ανήγειρε ξενοδοχείο θα πρέπει να του έχει δοθεί τέτοια άδεια . Άλλο παράδειγμα η περίπτωση που το ακίνητο εντάσσεται σε περιοχή που απαγορεύεται η ανοικοδόμηση ενώ πριν ήταν δυνατή η ανοικοδόμηση σε αυτή την περίπτωση μπορεί να ζητήσει τη διαφορά ανάμεσα σε ακίνητα που ανήκω δομούνται και σε ακίνητα που έχουν μόνον γεωργική χρήση.

Διαφυγόν κέρδος

Διαφυγόν κέρδος είναι εκείνο που προσδοκά ο ενάγων με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχε λάβει. Το δικαστήριο στηρίζεται σε πιθανολόγηση αφού το διαφυγόν κέρδος δεν είναι δεκτικό πλήρους δικανικής πεποίθησης (ΣτΕ 1410/2006,7μ). Παραδείγματος χάριν απορρίπτεται το κονδύλιο του διαφυγόντος κέρδους από επίταξη ακινήτου για το χρονικό διάστημα κατά το οποίον το ακίνητο έχει ήδη απαλλοτριωθεί για σχολείο για ανέγερση σχολείου και άρα δεν είναι δυνατόν να έχει διαφυγόντα εισοδήματα από απώλεια μισθωμάτων(ΣτΕ 3230/2009).

Να προσεχθεί μία σύγχυση που υφίσταται στους κύκλους των νομικών τις έννοιες του διαφυγόντος κέρδους. Πολλοί νομικοί θεωρούν ότι το διαφυγόν κέρδος αφορά μόνον την αποκατάσταση του θετικού διαφέροντος, το ορθό όμως είναι ότι διαφυγόν κέρδος μπορεί να το συναντήσουμε και στην έννοια του αρνητικού διαφέροντος υπό την έννοια υπό την έννοια ότι ο ζημιωθείς ζητάει να αποκατασταθεί κάθε τι που θα κερδίζει εάν δεν είχε συναφθεί , εάν δεν είχε πιστέψει ότι έχει συναφθεί η διοικητική σύμβαση ή έχει εκδοθεί η διοικητική πράξη κάθε τι δηλαδή που θα κέρδιζε αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της παράνομης πράξης ή σύμβασης, πρόκειται για διαφυγόν κέρδος εξ άλλης αιτίας και όχι βεβαίως εκ της παρανόμου  πράξεως (ΣτΕ 866/2011,7μ).

Μελλοντική ζημία.

Μελλοντική ζημιά αποκαθίσταται εφόσον πιθανολογείται ότιη επέλευση της είναι βέβαιη  και μπορεί να προσδιοριστεί από τώρα όχι όμως όταν είναι ενδεχόμενη και υποθετική(ΔΕΑ 1055/2009), παραδείγματος χάριν : δεν μπορεί να ζητηθεί από την ενάγουσα σύζυγό του θύματος ανδρός της ζημιές από τον χρόνο μετά τη συνταξιοδότησή του συζύγου της δεδομένου ότι είναι ενδεχόμενο η σύνταξη μπορεί να υπολείπεται των αποδοχών ενεργείας δηλαδή του μισθού που λαμβάνει κατά τον χρόνο συνταξιοδότησης (ΔΑΘ 192/2009).

Άλλο παράδειγμα ένας ανήλικος που τραυματίστηκε μπορεί να ζητήσει ως μελλοντική ζημιά τα εισοδήματα που θα κερδίζει από εργασία που θα έκανε εάν αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να πιθανολογείται ότι θα ασχολείτο με το συγκεκριμένο επάγγελμα π.χ του απεκόπη το χέρι αλλά φοιτούσε στο τελευταίο έτος του Ωδείου για δίπλωμα πιανίστα . Επίσης μπορεί να ζητηθεί με νέα αγωγή συμπληρωματική χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης από μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες στην υγεία εφόσον όμως δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την άσκηση της αγωγής και δεν λήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό της χρηματικής(ΣτΕ 1072/2011).

Αποζημίωση επι βλάβης σώματος ή  υγείας αρθρο (929 αστικού κώδικα)

Περιλαμβάνει τα νοσήλια τα οποία ζητά ο ζημιωθείς κατά του δημοσίου η ν. π δ. δ. ακόμα και αν οι αποδείξεις για αυτά δείχνουν ότι τα έχει καταβάλει τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα δεν μπορεί να τα αναζητήσει όμως  το τρίτο πρόσωπο που τα κατέβαλε διότι δεν είναι άμεσα ζημιωθείς.

Σύμφωνα με το άρθρο 930 παράγραφος 3 η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διαστρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Εφόσον όμως το δημόσιο ήδη κατέβαλε το ποσό της αποζημίωσης των νοσηλίων απευθείας στους δικαιούχους τρίτους δεν μπορεί να το αναζητήσει η ενάγουσα διότι το δημόσιο δεν είναι τρίτος κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου αλλά είναι ο ζημιώσας (ΣτΕ 1018/2008).

Επίσης αποκαθίσταται κάθε άλλη ζημιά του θετική όπως σε περίπτωση που έχει υποστεί τραυματισμό που δικαιολογεί βελτιωμένη διατροφή. Προσοχή: βελτιωμένη διατροφή δεν δικαιούται οποιοσδήποτε τραυματισμός, αλλά  συνήθως θα πρόκειται για κατάγματα ή  ειδικές πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις.  Στην βελτιωμένη διατροφή δεν είναι αναγκαίο να προσκομιστεί ιατρική βεβαίωση το δικαστήριο μπορεί να το συνάγεικαι από τα διδάγματα της κοινής πείραςόπως και μπορεί να απορρίψει το κονδύλιο με βάση τα ίδια διδάγματα παρά την ύπαρξη ιατρικής βεβαίωσης.  Θα πρέπει όμως ο ενάγων να επικαλείται το ημερήσιο κόστος διατροφής του, καθώς η βελτιωμένη θα υπολογιστεί επ’  αυτού δεν πρόκειται βεβαίως για πιθανολόγηση αλλά για δικανική πεποίθηση που σχηματίζεται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΔΕΦΑΘ 2401/2012).

Αποκαθίσταται επίσης και η λεγόμενηπλασματική ζημιάδηλαδή το ποσό που θα πληρώνει ο ζημιωθείς σε νοσοκόμο διότι η κατάσταση του τραυματισμού του τον καθιστούσαν ικανό να επιμεληθεί των υποθέσεών του και χρειαζόταν νοσοκόμα και την παροχή υπηρεσιών εν γένει από τρίτο πρόσωπο πλην όμως δεν πληρώσει αυτή τη δαπάνη διότι την θέση της νοσοκόμου πήρε η σύζυγός του ή άλλο πρόσωπο αφιλοκερδώς διατιθέμενο. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί ο ζημιώσας να επωφεληθεί του γεγονότος αυτού και άρα εφόσον ο ενάγων επικαλεστεί και προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν τι ποσό καταβάλλεται παραδείγματος χάρη συλλογική σύμβαση εργασίας νοσοκόμας αποκλειστικής , το δικαστήριο να επιδικάσει το ποσό αυτό υπέρ του ζημιωθέντος παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν το κατέβαλε.

Σε περίπτωση που το δημόσιο ήδη καταβάλλει στον παθόντα ειδική δαπάνη με τη μορφή επιδόματος αυτή θα αφαιρεθεί από το ποσό της αγωγής που ζητάει ο ενάγων για την συνεχή επίβλεψη και περιποίηση από τρίτο πρόσωπο αφιλοκερδώς όπως οι γονείς του.  δηλαδή θα γίνει συμψηφισμός του επιδόματος ανικανότητας με την αιτηθείσα αποζημίωση για πλασματική ζημιά( ΣτΕ 3732/2012).

Επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού χωρίς σύνδεση με περιουσιακή ζημιά

Σύμφωνα με το άρθρο 931 σε συνδυασμό με τα άρθρα 298 299 914 929 και 932 του Αστικού Κώδικα εφόσον υπάρχει αναπηρία η παραμόρφωση στον παθόντα ενάγοντα μπορεί να επιδικαστεί και αυτοτελής αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του δηλαδή στην επαγγελματική οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του. Αρκείπιθανολόγησηκατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων απαιτείται να συντρέξουν περιστατικά πήρα από εκείνα που απαιτούνται για την θεμελίωση αξιώσεων με βάση το άρθρο 929 και 932 του αστικού κώδικα τα οποία θα πρέπει να συνθέτουν την έννοια της επίδρασης της αναπηρίας στο μέλλον του παθόντος.  Δηλαδή να είναι ιδιάζοντα περιστατικά που περιγράφονται στην αγωγή από τα οποία να προκύπτει ότι στο μέλλον ο ενάγων εξαιτίας της παραμόρφωσης η της βλάβης της υγείας του στον και θα έχει προβλήματα στον κοινωνικό και οικονομικό του μελλοντικό βίο. Το δικαστήριο θα επιδικάσει αυτοτελές κονδύλιο με τη μορφή εύλογου χρηματικού ποσού χωρίς να το συνδέει με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημιά το ακριβές ύψος του καθορίζεται όπως και στην περίπτωση του άρθρου 932 του αστικού κώδικα δηλαδή το δικαστήριο ελεύθερα και κρίνοντας με βάση τα κριτήρια του 932 δηλαδή τα αναλογικά κριτήρια του πταίσματος του παθόντος, της οικονομικής του κατάστασης, της σφοδρότητας της βλάβης που υπέστη, της υπαιτιότητας του δημοσίου , μπορεί να επιδίκασει ένα εύλογο ποσό διάφορο βεβαίως της χρηματικής ικανοποίησης που αναζητάτε αμιγώς με το 932 (ΣτΕ 1352/2011,ΔΕΦΑΘ 2401/12). Παραδείγματος χάρη ενάγουσα που τραυματίστηκε από χημική έκρηξη σε εργαστήριο κρατικού νοσοκομείου ζητά με το 931 το ποσό τον 100 χιλιάδων ευρώ διότι το πρόσωπό της έχει παραμορφωθεί για πάντα κατά τέτοιο τρόπο που θα είναι αδύνατον να παντρευτεί και εν γένει θα έχει προβλήματα στην γυναικεία φύση της.

Ζημία πού προήλθε από την παράνομη δράση περισσοτέρων προσώπων

Εφαρμόζονται τα άρθρα 926,927,481 και 482 ΑΚ .Έτσι εφόσον την ζημιά προκάλεσε ιδιώτης και το δημόσιο μαζί ευθύνονται εις ολόκληρον, αλλά δικονομικά δεν συνενώνονται στο ίδιο κλάδο δικαιοδοσίας, αφού  το δημόσιο θα εναχθεί στα διοικητικά,  διότι η ευθύνη του είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από του ιδιώτη. Ο ζημιωθείς μπορεί να εγείρει δύο αγωγές μια στα διοικητικά και μια στα πολιτικά. Δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου δεδομένου ότι πρόκειται περί διαφορετικών δικαιοδοσιών.

Ο τυχόν συμβιβασμός που θα συνάψει ο δανειστής με έναν από τους εις ολόκληρον οφειλέτες ενεργεί καταρχήν υποκειμενικά και δεν περιορίζει την ευθύνη του μη συμβαλλόμενου συνοφειλετη ,εκτός εάν συμφωνήθηκε με τέτοιο σκοπό η συνομολογήθηκε ως άφεση χρέους και σε σχέση με τον μη συμβαλλόμενο συνοφειλέτη. Η καταβολή όμως που έγινε στα πλαίσια ενός τέτοιου συμβιβασμού για τη μερική ή ολική εξόφληση της ζημιάς ενεργεί αντικειμενικά . Ωφελεί  δηλαδή και των συνοφειλέτη που δεν συμμετείχε στο συμβιβασμό.  Στην περίπτωση αυτή ο συνοφειλέτης που δεν συμμετείχε έχει υποχρέωση να καταβάλλει μόνον το υπόλοιπο της ζημιάς που δεν περιελήφθη στο συμβιβασμό ( ΣτΕ 3343,3196,4740/2014).

Συμψηφισμός ζημιάς και κέρδους

Πολλές φορές από το ζημιογόνο γεγονός ζημιωθείς δεν υφίσταται ζημιά αλλά εξαιτίας αυτού και ωφέλεια η ωφέλεια βεβαίωςδεν πρέπει να στηρίζεται σε διαφορετικά γεγονότα και οι αιτίεςπρέπεινα έχει βάση τη ζημιογόνο πράξη. Σε περίπτωση ωφέλειας επιβάλλεται ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε εκτός αν αυτός αντίκειται στην καλή πίστη. Συνήθως το δημόσιο θα πρέπει να προβάλει τον ισχυρισμός (ένσταση καταχρηστική ) με επάρκεια στην έκθεση απόψεων του και όχι στα υπομνήματα, αλλά γίνεται δεκτό από την νομολογία ότι μπορεί να ληφθείκαι αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο εφόσον το ζήτημα του ύψους της ζημιάς έχει καταστεί αντικείμενο της δίκης(ΣτΕ 866/20011).

Έχει κριθεί ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παράνομη αποβολή του ενάγοντα από το πυροσβεστικό σώμα και στα εισοδήματα που αυτός κερδίσει εργαζόμενος ως σερβιτόρος και υπάλληλος νοσοκομείου κατά το διάστημα της παράνομης απομάκρυνσης του. Η οφειλή αυτή δεν προήλθε από την παράνομη απομάκρυνση αλλά από την προσωπική του βούληση και δραστηριότητα να συντηρηθεί κατά το διάστημα της απομάκρυνσής τους απορρέει από την ελευθερία δράσεως και αποτελεί αυτοτελή λόγο κτίσεως και διατηρήσεως πικέρμι σας του(ΣτΕ 3606/2012).

Αντίθετα παραδεκτά προτείνεται η ένσταση από το δημόσιο ότι πρέπει να αφαιρεθούν από τα εισοδήματα αυτά ο φόρος εισοδήματος και οι νόμιμες κρατήσεις από τις μισθωτές υπηρεσίες,  στην περίπτωση που ο ενάγων  ζητάει διαφυγόντα εισοδήματα από την παράνομη απομάκρυνση  ( ΣτΕ 1792/2007, ΑΕ 33/1999). Επίσης δεν δικαιούται και τα επιδόματα ανεργίας τα οποία δίδονται στους αξιωματικούς  και υπαλλήλους λόγω των ειδικών συνθηκών εργασίας , εφόσον το δημόσιο προβάλλει σχετική ένσταση ισχυριζόμενο ότι κατά το διάστημα εκείνο ο ενάγων δεν τελούσε υπό τις ειδικές συνθήκες για τις οποίες δίδονται αυτά τα επιδόματα(ΣτΕ 920/2009).

Συντρέχον πταίσμα

Το άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα εκφράζει γενική αρχή δικαίου επεκτεινόμενη πέραν του ενοχικού δικαίου και πέραν του ιδιωτικού δικαίου εφαρμόζεται δηλαδή τόσο επί συμβατικής όσο και επί προσυμβατικής και έξωσυμβατικής ευθύνης . Σύμφωνα με τη γενική αρχή αυτή το γενικό συμφέρον επιβάλλει να αποφεύγονται κατά το δυνατόν οι ζημιές συνεπώς θα ήταν αντικοινωνικό αν ο ζημιωθείς παρέλειψε να μειώσει την ζημία του εφόσον μπορούσε(ΣτΕ2320/2003).

Η ένσταση εξετάζεται εφόσον όμως ο ζημιωθείς έχει ικανότητα καταλογισμού. Αντίθετα εάν στερείται τέτοιας ικανότητας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η γενική αυτή η αρχή δεδομένου ότι ο παθών δεν μπορούσε να αντιληφθεί τη σημασία των πράξεων. Παραδείγματος χάριν όταν πρόκειται για πρόσωπο με νοητική καθυστέρηση  ή ανήλικο κατά τις διατάξεις του 915 ΑΚ(ΣτΕ 2320/2003,2539/2008).

Το συντρέχον πταίσμα αποτελείνομική έννοιακαιελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείαςόταν δικάζει κατ’ αναίρεση με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας. Το δικαστήριο της ουσίας έχει δηλαδήδιακριτική ευχέρεια να κρίνει το ποσοστό του συντρέχοντος πταίσματοςκαι να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να την μειώσει στο προσήκον μέτρο φτάνοντας μέχρι και το να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση . Η κρίση του αυτή δεν ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 2359/2008, 1408/2006). Εξυπακούεται ότι η ένσταση αυτή εξετάζεται μόνον εάν το δικαστήριο έχει δεχθεί ότι υπάρχει παρανομία του δημοσίου , άλλως δεν ερευνάται (ΣτΕ 85/2006).

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσεχθεί μια σειρά λαθών που παρατηρούνται στη νομική σκέψη πολλών εφαρμοστών και θεωρητικών του δικαίου. Πρόκειται για την σύγχυση ανάμεσα στην αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και το συντρέχον πταίσμα.

Όταν το εναγόμενο δημόσιο επικαλείται ότι δεν παρανόμησε καθώς ή ότι την παράνομη πράξη την τέλεσε άλλο πρόσωπο πχ ΟΤΑ ή ότι δεν παρανόμησε διότι αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο παθών για λόγους που παραθέτει, τότε πρόκειται για αιτιολογημένη άρνηση και μπορεί να προταθεί ακόμη και με το υπόμνημα αντίκρουσης.

Αντίθετα εάν το δημόσιο αποδέχεται σιωπηρά έστω τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης και λέγει ότι αποκλειστικά υπαίτιος ή κατά ποσοστό 95% ή 99% δεν έχει καμία σημασία το ποσοστό , υπαίτιος είναι ο ζημιωθείς , τότε πρόκειται για ένσταση συντρέχοντος πταίσματος και πρέπει να προτείνεται με την έκθεση των απόψεων του. Η διαφορά των δυο περιπτώσεων είναι εμφανής  στη άρνηση το δημόσιο δεν δέχεται το παράνομο ενώ στο συντρέχον πταίσμα συνήθως σιωπηρά αποδέχεται το παράνομο και μετά θεωρεί υπεύθυνο τον ενάγοντα.

Το κρίσιμο λοιπόν είναι η αποδοχή της παρανομίας από πλευράς εναγομένου χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός του ποσοστού συνυπαιτιότητας  του ενάγοντος, αφού αυτό επαφίεται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Τα πραγματικά όμως περιστατικά που συγκροτούν την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος θα πρέπει να προτείνονται από το εναγόμενο δημόσιο με πληρότητακαι με σχετικό αίτημα διότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ Ολ.1115/1986). Θα πρέπει δηλαδή να αναφέρονται και να συντρέχουν α ) η σιωπηρή παραδοχή της παρανομίας του και η συνακόλουθη υποχρέωση του εναγομένου προς αποζημίωση β) η συμβολή του ζημιωθέντος στην  επέλευση της ζημιάς και γ) αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην συμπεριφορά του ζημιωθέντος και την έκταση ή την επέλευση της ζημιάς. Η παράνομη συμπεριφορά του ζημιωθέντος μπορεί να εκδηλώνεται είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια της παρανόμου πράξεως του δημοσίου είτε μετά την γέννηση της ζημιάς (ΑΠ 370/2010).

Η νομολογία έχει δεχθεί ότι η παράλειψη του κρατούμενου να υποβάλλει αντιρρήσεις για την παράνομη κράτηση του για ένα εξάμηνο αποτελεί παράγοντα περιορισμού του αιτήματός του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης . Θεωρεί δηλαδή ότι υπήρξε συντρέχον πταίσμα όπως και η περίπτωση εταιρείας η οποία υπέβαλε αίτηση και πήρε η οικοδομική άδεια ενώ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να οικοδομήσει στον επίμαχο χώρο (ΣτΕ 1215/2010 2328/2003).

3)  ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ. ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΘΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΟΥ.

Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν κατάγματα της κοινής πείρας η παράνομη πράξη ή παράλειψη του δημοσίου είναι πρόσφορη και κατά την κοινή και συνήθη πορεία των πραγμάτων επιφέρει αυτού του είδους ζημία, παραδείγματος χάριν αστυνομικός χτυπά κατά λάθος  έναν διερχόμενο με την αστυνομική ράβδο θεωρώντας τον σαν παράνομο διαδηλωτή, όμως ο τραυματιστείς έπασχε από την καρδιά του και πεθαίνει. Η ευθύνη εδώ του δημοσίου είναι μόνον για σωματικές βλάβες και όχι για θάνατο (ΣτΕ 4741/2014, 1397/2014,7 μ). Εάν η διοίκηση εξέδωσε παράνομη πράξη την οποία στη συνέχεια ανακάλεσε μετά από ακύρωση ή με απόφαση δικαστηρίου φαίνεται να διασπάται ο αιτιώδης σύνδεσμος πλην όμως η αρχικώς εκδοθείσα παράνομη πράξη εφόσον έχει εφαρμοστεί για ορισμένο χρονικό διάστημα δηλαδή μέχρι την έκδοση της νεότερης πράξης εξακολουθεί να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος και συντρέχει η προϋπόθεση αυτού κατά την έννοια του άρθρου 105 (ΣτΕ 1571/2012).

Ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι το δημόσιο ενεργεί με διακριτική ευχέρεια δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή ελέγχεται από το δικαστήριο που δικάζει την αγωγή ή τυχόν υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δημοσίου (ΣτΕ 3320/2003).

Γίνεται πολλές φορές λάθος από τους ενάγοντες στην περίπτωση που μία απόφαση ακυρώνει δυσμενή πράξη διορισμού τουςχωρίς όμως να υποχρεώνει τη διοίκηση  και να διορίσει τον  συγκεκριμένο ενάγοντααλλά σε αυτή την περίπτωση η διοίκηση έχει υποχρέωση να επαναξιολογήσει τους διαγωνιζόμενους ή τον ενάγοντα μάλιστα αυτό μπορεί να συμβαίνει και μετά από επανειλημμένες ακυρωτικές αποφάσεις (ΣτΕ 1771/2012).

Διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχουμε όταν γεγονότα ή συμπεριφορές τρίτων προσώπων επενεργούν ή έχουν ήδη επενεργήσει στην αιτιώδη σχέση μεταξύ παράνομη πράξης του δημοσίου και ζημίας και την έχουν διακόψει αλλάζοντας έτσι την ιστορική διαδρομή των γεγονότων αλλά πολλές φορές και το είδος της ζημίας.Προσοχή, όταν την διαδρομή της παράνομης πράξης του δημοσίου προς την ζημία την διακόπτει η συμπεριφορά του ενάγοντα , τότε πρόκειται για συντρέχον πταίσμα.

Γίνεται συχνά το λάθος να μιλάμε για διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου χωρίς όμως να λαμβάνουμε υπόψη το είδος της ζημίας. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι άλλο αιτιώδη σύνδεσμο έχουμε επι καταστροφής πράγματων και άλλο επι θανάτου  ή βλάβης σώματος. Παραδείγματος χάριν : Πυροσβέστες για να σώσουν αγαθά και καλλιέργειες από φωτιά στο κάμπο των Ιωαννίνων εκτρέπουν ύδατα ιχθυοτροφείου και σβήνουν την φωτιά αλλά καταστρέφουν τον γόνο . Ο ιδιοκτήτης εγείρει αγωγή και ζητά την αξία του γόνου ο οποίος σε 5 μήνες θα πωλείτο ως ψάρια στην αγορά. Το δημόσιο αποδεικνύει όμως ότι ο γόνος ήδη είχε προσβληθεί από νόσο και σε λίγες μέρες μετά την φωτιά θα ψοφούσε. Εδώ η νόσος αιτιωδώς διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο και άρα και να μην μεσολαβούσε η εκτροπή των υδάτων ο ενάγων θα πάθαινε την ίδια ζημιά λόγο της νόσου και αρά το δημόσιο δεν ευθύνεται σε αποζημίωση. Αντίθετα ο αστυνομικός από λάθος πυροβολεί και σκοτώνει τον Β . Οι συγγενείς εγείρουν αγωγή για ψυχική οδύνη. Από την νεκροψία προκύπτει ότι ο Β είχε προσβληθεί από ανίατο νόσο και θα πέθαινε λίγες μέρες μετά το συμβάν. Εδώ δεν υπάρχει διακοπή διότι δεν πρόκειται για αιτιώδη σύνδεσμο σε σχέση με ζημία σε πράγμα. Η αξία του ανθρώπου δεν υπολογίζεται και συνεπώς δεν μπορεί να πούμε ότι το δημόσιο δεν προκάλεσε την ψυχική οδύνη αφού ούτως ή άλλως ήταν ο αποβιώσας «τελειωμένος».

  Επίσης θα πρέπει να διακριθεί η περίπτωση που η ζημία επέρχεται από την δράση παράλληλη ή συντονισμένη δυο προσώπων μεταξύ των οποίων και το δημόσιο , οπότε εφαρμόζεται το 926 ΑΚ και δεν τίθεται θέμα διακοπής.

Διακοπή επέρχεται  και όταν την αρχική παράνομη πράξη ανακαλεί αναδρομικά νόμιμη. Επίσης όταν η παράνομη πράξη ή παράλειψη του δημοσίου τελικά διακόπτεται από την πράξη άλλου προσώπου , που δεν ήταν επιβαλλόμενη , αλλά έγινε αυτοβούλως (ΣτΕ 3839/12). Προσοχή έαν επιβάλλεται η διακόπτουσα πράξη από κοινωνικό καθήκον  ή άλλου παρόμοιο , δεν υπάρχει διακοπή

Θα πρέπει όμως η πράξη αυτή που μεσολαβεί και διακόπτει τον  αιτιώδη σύνδεσμο να μην προκλήθηκε εξαιτίας της παράνομης πράξης του δημοσίου ,ήτοι να μην αποτελεί λογική ή κοινωνικά αναμενόμενη αντίδραση στην παράνομη ενέργεια του δημοσίου.Κρίθηκε έτσι  ότι ο αποβιώσας από πυρκαγιά  συγγενής των εναγόντων που αυτοβούλως προσπάθησε να βοηθήσει συνανθρώπους του που βρισκόντουσαν εν μέσω φωτιάς από πυρκαγιά που ξέσπασε εξαιτίας άτυπου συνεργείου του δήμου δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο, διότι έχει κοινωνική υποχρέωση όπως και κάθε άλλος παρευρισκόμενος σε τέτοιες περιστάσεις κοινωνός να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια (ΣτΕ 3839/2012).

Το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο εφόσον το όργανο του δημοσίου θα προέβαινε ούτως ή άλλως στην ενέργεια αυτή η οποία είναι παράνομη. Παραδείγματος χάρη,  συνοριοφύλακας πυροβολεί λαθρομετανάστη ο οποίος δεν σταμάτησε να υποστεί τον αστυνομικό έλεγχο επιχειρώντας να διαφύγει (ΣτΕ 877/2013,7μ).

Οι τυπικές παρανομίες της πράξεως καταρχήν δεν αναιρούν τον αιτιώδη σύνδεσμο καθόσον δεν είναι ικανές να διασπάσουν αυτών παραδείγματος χάρη πλημμελής αιτιολογία της πράξεως  (ΣτΕ 300/2010).

Β) Αρνητική προϋπόθεση:Ο παραβιαζόμενος κανόνας να μην τέθηκε αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος.

Η ευρύτητα και η ελευθεριότητα, με την οποία η νομολογία προσεγγίζει την έννοια της παρανομίας συνεπάγεται, αντίστοιχα, χαλαρότητα στην εφαρμογή των κανόνων της δικονομίας. Ιδίως στο θέμα της αποδείξεως, βλέπομε να εντείνεται το ανακριτικό σύστημα και να διευρύνεται ο αυτεπάγγελτος έλεγχος του δικαστηρίου. Το παραβιαζόμενο υπηρεσιακό καθήκον και το στοιχείο της υπαιτιότητας ή τυχόν συνυπαιτιότητας αναζητούνται, με απλουστευτικό πολλές φορές τρόπο, στα διδάγματα της κοινής πείρας, χωρίς να τηρούνται πάντοτε οι κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας σχετικά με το βάρος αποδείξεως και χωρίς καν να αφήνεται στο Δημόσιο καμία ουσιαστική δυνατότητα να ισχυρισθεί και να αποδείξει το τυχαίον του συμβάντος προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη.

Ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς των οργάνων και η ευθύνη του Δημοσίου κάμπτεται για ορισμένους μόνο λόγους που και αυτοί ερμηνεύονται στενά και εφαρμόζονται ακόμη περιοριστικότερα. Προβλέπεται π.χ. στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ κάμψη της ευθύνης σε περίπτωση παραβάσεως νομοθεσίας κειμένης χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο η νομολογία, ερμηνεύοντας στενά την, ούτως ή άλλως, αινιγματική αυτή διάταξη, σπανίως αποδέχεται ότι οι παραβιαζόμενες διατάξεις υπάρχουν αποκλειστικώς χάριν του δημοσίου συμφέροντος και δεν γεννούν αξιώσεις για τους ιδιώτες και σπανίως αναγνωρίζει απαλλαγή του Δημοσίου από της ευθύνης για αυτό το λόγο.

ΘΑ πρέπει να ερευνάται εάν ο κανόνας έχει τεθεί και χάριν του ιδιωτικού συμφέροντος, όπως δέχεται στις περισσότερες των περιπτώσεων η νομολογία, ερμηνεύοντας άκρως συσταλτικά την προϋπόθεση αυτή . ¨Ετσι ο Ν1841/84 «οργανισμός Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως « τέθηκε και χάριν προστασίας της περιουσίας των πολιτών (ΣτΕ 1677/08).

ΣΩΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΩΝ :

3124/11, 322/09 7μ ΣτΕοι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, εάν δεν συντρέχει μια από τις σωρευτικές ή δεν συντρέχει μια από τις αρνητικές, τότε   δεν υπάρχει αστική ευθύνη του δημοσίου.

-ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ :  δηλαδή δεν ερευνά το δικαστήριο το λόγο για τον οποίο το δημόσιο προέβη στην παράνομη πράξη. Αρκεί ότι προέβη , η υπαιτιότητα του οργάνου είναι αδιάφορη. Άλλο το θέμα ότι η υπαιτιότητα του οργάνου θα ερευνηθεί από πλευράς κριτηρίων  ηθικής βλάβης εφόσον  την επικαλείται ο εναγών.

ΣτΕ 1185/2013, 809/12, 1215/2010, ΑΕΔ 1, 13/2006: αντικειμενική ευθύνη του δημοσίου ανεξάρτητη από πταίσμα του οργάνου.

ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ

Ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών των δημοσίων οργάνων κάμπτεται επίσης, όταν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. Δεν θεωρείται, όμως, ότι συνιστούν ανωτέρα βία οι έκτακτες καιρικές συνθήκες, η κλοπή, ούτε η πυρκαϊά έστω και αν οφείλεται σε εμπρησμό. Η υποψία έστω και ελαφράς αμέλειας αποκλείει την ανωτέρα βία . ΠΧ η πιθανή βλάβη του συστήματος λιπάνσεως του κινητήρα με αποτέλεσμα το κράτημα του ως πιθανή αιτία πτώσεως του ελικοπτέρου (ΔΕΑΘ 1107/95). Πλημμύρες με ασυνήθη ένταση δεν είναι ανωτέρα βία αλλά οι ζημίες που προκάλεσαν οφειλόταν σε πλημμελή προγραμματισμό των αντιπλημμυρικών έργων (ΔΕΑΘ 2400/11). Πτώση δένδρου υπεύθυνος ο Δήμος για την συντήρηση (ΜΔΠΑΘ 379/2014).  Αντίθετα η ανταπάντηση αστυνομικών σε πυρά ληστών και ο τραυματισμός διερχόμενου πολίτη ήταν γεγονός αναπάντεχο και ανωτέρα βίας (ΣτΕ 950/14).

Κάμψη,  του παράνομου χαρακτήρα των πράξεων ή παραλείψεων των δημοσίων οργάνων έχομεκαι σε περίπτωση καταστάσεως ανάγκηςοπότε, όμως, συντρέχει αξίωση ευλόγου αποζημιώσεως κατά το άρθρο 286 ΑΚ. Θανάτωση ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, για την κατασκευή φράγματος από την πυροσβεστική για κατάσβεση φωτιάς στο κάμπο των Ιωαννίνων (ΣτΕ 2774/99).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ

Εφαρμογή έχει το άρθρο 140 του Ν.4270/14 (Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης -Δημόσιο Λογιστικό (ΔΛ) ΦΕΚ 134/28.6.14) που επαναλαμβάνει το α΄ρθρο 90 επ. του Ν 2362/95 ΚΔΛ.  Η παραγραφή είναι 5 έτη εφόσον ειδική διάταξη δ εν ορίζει άλλως.  Η έναρξη της παραγραφής είναι το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση του ιδιώτη κατά του δημοσίου και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη (ΣτΕ 1800/13,1703/10).

-Οι αποδοχές από οποιαδήποτε αιτία των εργαζομένων στο δημόσιο με οποιαδήποτε σχέση παραγράφονται στη διετία από τότε που η κάθε αποδοχή κατέστη απαιτητή. Η διαφοροποίηση αυτή από την πενταετία που ισχύει όταν το δημόσιο είναι οφειλέτης του ιδιώτη κρίθηκε ότι δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας και στο 1ΠΠΕΣΔΑ (ΑΕΔ 1,2/2012).

-Οι αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό παραγράφονται στην τριετία από την αχρεώστητη καταβολή.

-Εάν οι συνέπειες επέρχονται εξακολουθητικώς  και η επέλευση τους δεν μπορεί να προβλεφθεί τότε η παραγραφή άρχισε με την πρώτη συνέπεια και δεν ανανεώνεται, εκτός εάν οι μεταγενέστερες συνέπειές δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την συνήθη πορεία (ΣτΕ 988/12 Ολομ).

– Η παραγραφή ηθικής βλάβης έχει αυτοτέλεια σε σχέση με την αποζημίωση (ΣτΕ 2412/09, 1696/2003).

-Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ουσίας εφόσον προκύπτει από τα πραγματικά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 2152/10). Εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέλαβε κρίση για την παραγραφή το δευτεροβάθμιο δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να την λάβει υπόψη (ΣτΕ 4664/84 ολομ).

-Η παραγεγραμμένη απαίτηση δεν αντιτάσσεται σε συμψηφισμό (α.144 ΔΛ).

ΔΙΑΚΟΠΗ: ΒΛ. άρθρο 143 δλ ΚΑΙ 93 κδλ. Δεν εφαρμόζεται το α.263 ΑΚ (ΣτΕ 1314/14,4024/10). Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (ΣτΕ 2152/10).

Διακοπτικά γεγονότα :

-Η υποβολή της υποθέσεως σε δικαστήριο ή διαιτησία,  ακόμη και του παρεμπίπτοντος θέματος (ΑΠ 1327/86 Ολομ).

-Η άσκηση αίτησης ακύρωσης  (ΣτΕ΅1287/13,1214/02) η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη.

-η υποβολή αιτήσεως ή εξωδίκου στην αρμόδια δημόσια αρχή. Εάν δεν απαντήσει τότε αρχίζει νέα παραγραφή από την πάροδο έξη μηνών από την χρονολογία υποβολής της αίτησης.

-Η υποβολή αίτησης στο ΝΣΚ για την αναγνώριση απαίτησης εώς και την έγκριση ή μη του πρακτικού του ΝΣΚ από τον Υπουργό (ΣτΕ 3170/81).

-Η προθεσμία αναστέλλεται κατά το άρθρο 142 ΔΛ για όσο χρόνο ο ενάγων εμποδίστηκε από ανωτέρα βία να ασκήσει την αξίωση του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο της παραγραφής (ΣτΕ 4024/10).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΝΠΔΔ

-Πενταετής από το τέλος του έτους που γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δικαστικά επιδιώξιμη (48 ΝΔ 496/74).

-Οι αποδοχές εντός δυό ετών  από το τέλος του έτους που κατέστησαν απαιτητές.

-αδικαιολόγητος τριετία από το τέλος του έτους.

Με την ΑΕΔ 9/2009 κρίθηκε η ρύθμιση συνταγματική ενώ το ΕΔΔΑ την έκρινε  στην Ζουμπουλίδης  κατά Ελλάδας αντίθετη στο 1οπρόσθετο πρωτ. ΕΣΔΑ.

-Επί καταρρεύσεως κτιρίου (ΡΙΚΟΜΕΞ) η παραγραφή άρχισε από τον θάνατο του προσώπου και όχι από τον χρόνο έκδοσης των οικοδομικών αδειών από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (ΣτΕ 2506/14).

-Επί θανάτου λόγω μεταγγίσεως με μολυσμένο αίμα λόγωAIDSαπό την διάγνωση του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΣτΕ 2463/98 7μ).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΦΟΡΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Είναι 5 έτη από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατόν να επιδιωχθεί δικαστικά (α.137(Β) Ν3625/08). Πριν από την ρύθμιση αυτή οι ΦΚΑ είχαν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νδ 496/74  και εφαρμοζόταν το άρθρο 937 του ΑΚ και άρα η παραγραφή δεν λαμβανόταν αυτεπαγγέλτως υπόψη αλλά έπρεπε να την επικαλεστεί ο ΦΚΑ (ΣτΕ 2854/02).

 ¨Ετσι για την διακοπή της παραγραφής εφαρμοζόταν το άρθρο 261 ΑΚ.

-ΟΓΑ : ο ΟΓΑ, ο οποίος υπάγεται στους φορείς κοινωνικών ασφαλίσεων, αρμοδιότητας εποπτείας του πρώην Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του 1558/1985, που ίσχυαν κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ν.1902/1990), στην εποπτεία του οποίου υπουργείου οι φορείς αυτοί είχαν υπαχθεί με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 7 του                ν.δ. 1/1968 (ΦΕΚ 270 Α΄), έχει αποσυνδεθεί από το Λογιστικό των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και με την επανάληψη της διατύπωσης του ν.4169/1961, έχουν παρασχεθεί σ’ αυτόν τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, όπου στην έννοια των ανωτέρω δικαστικών προνομίων δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι νοούνται τα δικονομικά προνόμια -εφόσον αυτά αναφέρονται ήδη ρητά στο νόμο και συνεπώς ο νομοθέτης κατά λογική ακολουθία δεν μπορεί να θέλησε να αναφέρει το ίδιο είδος προνομίων δύο φορές- αλλά περιλαμβάνονται τα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου (πρβλ. και αποφ. ΑΠ 21/2008, 1/2014), εκείνα δηλαδή που συνδέονται με ζητήματα του ουσιαστικού δικαίου, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνο του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων, πρώην τακτικών υπαλλήλων του, έναντι αυτού, που ρυθμίζεται από τα άρθρα 90 παρ. 5 και 91 του νόμου 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), για τις απαιτήσεις των συνταξιούχων τέως υπαλλήλων έναντι του Δημοσίου(ΣτΕ 1366/09, ΕΣ Ολομ 2926/15).

-ΙΚΑ ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ: Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 137 του Ν.3655/08.  Ισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου 40§6 του ΑΝ 1846/51 και ισχύει η πενταετής παραγραφή πλην των αξιώσεων των παροχών εις χρήμα της ασφάλισης ασθένειας που παραγράφονται σε 6 μήνες από τότε που κατέστησαν απαιτητές. Πρόκειται για γνήσια παραγραφή καιδεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη(ΣτΕ 2297/11). Αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη σύμφωνα με το α.251 ΑΚ, το δε άρθρο 253 Ακ δεν έχει εφαρμογή (ΣτΕ 1327/09).

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΓΩΓΗΣ

Ι.  ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΠΡΑΞΕΙΣ ΙΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΣΥ

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ :

Το ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων θεωρείται, όσον αφορά την υπηρεσία του στο νοσοκομείο, όργανο αυτού κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Συνεπώς, από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ή παραλείψεις υλικών ενεργειών του προσωπικού αυτού κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη προς αποζημίωση του νοσοκομείου ως Ν.Π.Δ.Δ όπου λειτουργούν, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που τάσσουν οι διατάξεις αυτές ( ΣτΕ 2816/15, Α τμ.7Μ , 735/2010, 1219/2012).  Αντίθετα δεν ενάγονται ο ιατρός, που καλύπτεται από την αρχή του ανεύθυνου , ακόμη και εάν είναι πανεπιστημιακός ιατρός και το Δημόσιο το οποίο δεν έχει εμπλοκή. Οι μεταβολές στην οργάνωση του Ε.Σ.Υ δεν επιτρέπουν στο Δικαστή να λάβει αυτεπάγγελτα υπόψη την παθητική νομιμοποίηση, θα πρέπει δηλαδή ο ενάγων να περιγράφει σωστά τους ενάγοντες που προκάλεσαν την ζημία. Έτσι εάν στρέφει την αγωγή του μόνο κατά το Π.Ε.Σ.Υ ενώ την αδικοπραξία προκάλεσε νοσοκομείο ΝΠΔΔ που εντάσσεται στο ΠΕΣΥ , αυτή θα πρέπει να απορριφθεί. Άλλο είναι το θέμα της τυχόν ευθύνης του Δημοσίου κατ΄άρθρο 105 ΕισΝΑΚγια τις συνεχείς αλλαγές στην οργάνωση του που τυχόν να αποπροσανατολίζουν τον ενάγοντα (ΣτΕ 2816/15, Α τμ. 7μ).

Κατά τις διατάξεις του α.ν. 1565/1939 «Περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (φ. 16 Α΄), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο ιατρός οφείλει να ασκεί ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού (άρθρ. 13) και ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας του, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για την διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (άρθρο 24).

ΠΑΡΑΝΟΜΟ:

Ο νομοθέτης συνδέει τρία πεδία, δηλαδή το δίκαιο, την άσκηση της ιατρικής επιστήμης και την επαγγελματική δεοντολογία. Επίσης, η κρίση περί του παρανόμου μπορεί να στηριχθεί και σε πλημμελής οργάνωση των υπηρεσιών του δημόσιου νοσοκομείου ή εν γένει του Εθνικού Συστήματος Υγείας π.χ. προκειμένου για την αμελή συντήρηση ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και τη μη προσήκουσα ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού στην χρήση του (ΣτΕ 1221/2002) ή σε περίπτωση ενδονοσοκομειακής λοίμωξης λόγω πλημμελούς αποστείρωσης των χειρουργικών εργαλείων ή της μονάδας εντατικής θεραπείας (ΣτΕ 938/2014).

Έτσι το  παράνομο μπορεί να συνίσταται :

Α)  Σε πράξη αντίθετη στους κανόνες της ιατρικής τεχνικής  ή γενικά από κάθε αμέλεια αυτού, ακόμη και ελαφριά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμηςεπιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτήν που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΣτΕ 572/2013 και 2224/2014). π.χ. σε περίπτωση παράλειψης ελέγχου μεταγγισθέντος αίματος σε χρονική περίοδο, κατά την οποία το νοσοκομείο ήταν υποχρεωμένο να πραγματοποιεί σχετικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να μολυνθεί ο ασθενής με τον ιό του AIDS και να αποβιώσει (ΣτΕ 1471/2008, ΣτΕ 2463/1998 7μ.). Επίσης, όταν ο ασθενής ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου λόγω της ασθένειάς του ( ΣτΕ 3457/2003).

Αντίθετα επι δίκης στο ΕΣ αναγωγικά κατά του Ιατρού, που είναι δημόσιος υπάλληλός ή στρατιωτικός ιατρός ευθύνεται μόνο για βαρεία αμέλεια . Ως βαρεία αμέλεια κατά την νομολογία του ΕΣ νοείται όταν η εν  λόγω συμπεριφορά του δρώντος υποκειμένου αποκλίνει σημαντικά και ουσιωδώς από αυτήν του μέσου συνετού ανθρώπου, που ανήκει στον ίδιο επαγγελματικό ή επιστημονικό ή κοινωνικό κύκλο (ΕΣ 2498/15, 2920/15 Ολομ). Θα πρέπει να προσεχθεί ότι στη νομλογία του ΕΣ η έννοια της βαρείας αμέλειας είναι διάφορη στην αστική ευθύνη κατά το άρθρο 64ΚΝΕΣ (46 πδ 774/81) από την ευθύνη του υπολόγου επι απωλείας ή απαλλαγής των προσαυξήσεων όπου βαρεία αμέλεια υπάρχει όταν η συμπεριφορά του υπολόγου αποκλίνει από την συμπεριφορά του μέσου απλού ανθρώπου, ενώ ελαφρά όταν αποκλίνει από την συμπεριφορά του μέσου υπολόγου του αυτού κύκλου ιδιοτήτων (προϋπηρεσίας, γνώσεων κλπ) με τον υπόλογο.

Β) Σε εσφαλμένες διοικητικές οδηγίες κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων ή σε παραβιάσεις αυτών από την υπηρεσία ή τον ιατρό. Το παράνομο θεμελιώνεται  όταν υπάρχει παράλειψη ενεργειών που προσιδιάζουν κατά τις αρχές της καλής πίστης και τα διδάγματα της κοινής πείρας ως προς τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις της συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας (ΣτΕ 2818/2005), όπως λ.χ. η διαπιστωθείσα παράλειψη διενέργειας των επιβαλλόμενων εξετάσεων (ΣτΕ 2727/2003) ή η πλημμελής μεταχείριση νεφροπαθούς από τις στρατιωτικές – νοσηλευτικές αρχές που παρέλειψαν να του συστήσουν την εισαγωγή σε ειδικό νοσηλευτικό ίδρυμα για την ασφαλή διάγνωση της νόσου (ΣτΕ 3102/1999, ΣτΕ 926/2009), αλλά και η υποβολή σε σκληρές εργασιακές συνθήκες ιατρού του ΕΚΑΒ με πρόσφατο σοβαρό ιατρικό – καρδιολογικό ιστορικό με αποτέλεσμα να υποστεί θανατηφόρο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΣτΕ 2818/2005), ενώ το παράνομο και συνακόλουθα η ευθύνη θεμελιώνονται στα άρθρα 928 και 929 ΑΚ που προστατεύουν τα αγαθά της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας (ΣτΕ 1018/2008).
Με την ΣτΕ 2539/2008 κρίθηκε ότι ο θεσμός της εφημερίας συνιστά πτυχή της αρχής της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας της υγείας. Τούτο σημαίνει ότι η υποχρέωση εφημερίας παρακολουθεί την ένταξη του ιατρού σε θέση συγκεκριμένης ειδικότητας όπως και σε συγκεκριμένη κλινική. Επομένως, είναι υποχρεωτική η παρουσία του ιατρού κατά την εφημερία, αν δε αυτός παραλείψει να μεταβεί στο νοσοκομείο για την εξέταση περιστατικού που απέληξε σε θάνατο ή η παράλειψη αυτή είχε ως συνέπεια τη μη σωστή διάγνωση της πάθησης οδηγεί σε ευθύνη του ιατρού και περαιτέρω του δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος.

Γ) Μη προηγούμενη ενημέρωση και εξασφάλιση της συναίνεσης του ασθενή, όταν αυτή είναι δυνατή. Τα άρθρα 5-10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση του Οβιέδο, κυρωμένη με τον Ν. 2619/1998), 47 παρ. 3 και 4 του Ν. 2071/1992 και 11 παρ. 1 και 12 του Ν. 3418/2005. Οι διατάξεις αυτές διαμορφώνουν το δικαίωμα πλήρους, ενδελεχούς και ακριβούς ενημέρωσης του ασθενούς τόσο ως προς την κατάστασή του όσο και ως προς την προτεινόμενη ιατρική αγωγή. Υποστηρίζεται ότι το βάρος απόδειξης της προσήκουσας ενημέρωσης θα πρέπει να βαραίνει τον ιατρό.  Όμως ο ασθενής δεν μπορεί να καθορίζει τους ενδεδειγμένους ιατρικούς χειρισμούς (ΣτΕ 330/2009).

Δ) Οι υποσχέσεις του Δημοσίου για την δημιουργία κλινικής και ιατρικών μονάδων δεν αρκούν αλλά πρέπει να συνοδεύονται από έμπρακτες ενέργειες που δημιουργούν πεποίθηση αληθείας και εν συνεχεία διαψεύδονται (ΣτΕ 2202/2014, Α τμ.).

Ε) Η παράνομη ενέργεια ή παράλειψη μπορεί να απορρέει και από παράβαση των αρχών της καλής πίστης κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΕΣ Ολομ. 2920/15)

Στ) Επίσης όταν παραβιάζονται  ιδιαίτερα καθήκοντα ή υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΕΣ Ολομ 2920/15).

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ:

Στην περίπτωση, κατά την οποία υπόχρεος για την παροχή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης είναι το Δημόσιο,δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να συνεκτιμηθεί η περιουσιακή ή η δημοσιονομική κατάσταση του Κράτους –το οποίο άλλωστε υποχρεούται να παράσχει την ως άνω εύλογη χρηματική ικανοποίηση βάσει και των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών – ως μειωτικός, αλλά ούτε και ως αυξητικός παράγων του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (ΣτΕ 3839/12, Α 7μ.,  4988/12, Α τμ.).

ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ:

      Επίσης μπορεί να χορηγηθεί ένα χρηματικό ποσό ως ικανοποίηση για την ψυχική ταλαιπωρία που προκλήθηκε στον ίδιο τον παθόντα και στα μέλη της οικογένειάς του. Η σχετική κρίση εκφέρεται κυριαρχικώς, πλην όμως αιτιολογημένως, από τα δικαστήρια της ουσίας, ελέγχεται δε αναιρετικώς  επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας και της τυχόν υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας υπό την έννοια της ούτε ιδιαιτέρως χαμηλής ούτε ιδιαιτέρως υψηλής αποζημίωσης, ώστε να αγόμεθα στον πλουτισμό του ενός μέρους. Συγκεκριμένα, με τις ΣτΕ 2202/2014 και 3695/2015 λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης η δε σχετική κρίση των δικαστηρίων της ουσίας ελέγχεται ως προς το αν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι τα δικαστήρια της ουσίας δεν πρέπει, ούτε να υποβαθμίζουν την απαξία της παράνομης πράξηςπαράλειψης υλικής ενέργειας ή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας με την επιδίκαση ιδιαίτερα χαμηλών ποσών, ούτε να καταλήγουν με ακραίες εκτιμήσεις στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους (βλ. και ΣτΕ 4133/2011 7μ., 424, 1219, 4100/2012).


Ως κριτήρια για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θεωρούνται από τη νομολογία :
                  (i) Ο πόνος, η μελαγχολία και η θλίψη που προκαλεί ο απροσδόκητος θάνατος 44χρονου ιατρού του ΕΚΑΒ, κατά την άσκηση των καθηκόντων του λόγω υποβολής σε μη νόμιμες και ιδιαιτέρως επιβαρυντικές για την υγεία του εργασιακές συνθήκες, που καταλείπει σύζυγο και 9χρονο παιδί (ΣτΕ 2818/2005 – ύψος χρηματικής αποζημίωσης 88.000 ευρώ έκαστος).
                  (ii) Η ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που προκλήθηκε λόγω μερικής τύφλωσης (ΣτΕ 2739/2007 – ύψος αποζημίωσης 92.251,73 ευρώ).
                  (iii) Η σοβαρότητα και το ανεπανόρθωτο της βλάβης που προκλήθηκε σε ασθενή (λόγω καταστροφής του αριστερού νεφρού : ΣτΕ 3081/2003 – ύψος αποζημίωσης : 40.000.000 δρχ.),
                  (iv) Η εξουθενωτική απομόνωση που υπέστη ανήλικο παιδί που προσεβλήθη λόγω μετάγγισης αίματος από τον ιό του AIDS, όπως και η οικογένειά του από τον κοινωνικό περίγυρο. Το παιδί εκδιώχθηκε από το τοπικό σχολείο, στο οποίο επανήλθε μετά από παρέμβαση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, υπέστη δε εν γένει αξιοπρόσεκτη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία από την ασθένειά του πριν καταλήξει (ΣτΕ 2463/1998 7μ., ύψος αποζημίωσης : 100.000.000 δρχ. στους γονείς).
                  (v) Το νεαρό της ηλικίας, ο βαθμός συγγένειας (ΣτΕ2768/2003, 2539/2008 η υπαιτιότητα του ιατρού, οι συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος (ΣτΕ 2539/2008) καθώς και η οικονομική ή η κοινωνική κατάσταση του θιγέντος (ΣτΕ 1018/2008 και 2727/2003).
                  (vi) Το μειωμένο ενδιαφέρον των συγγενών ενόσω το διανοητικώς καθυστερημένο παιδί νοσηλευόταν (ΣτΕ 2320/2003 – ύψος αποζημίωσης : 25.000.000 δρχ. στη μητέρα και 1.000.000 δρχ. στον πατέρα και την αδελφή, δεδομένου ότι σε 18 μήνες η μητέρα το είχε επισκεφθεί 6 φορές και είχε τηλεφωνήσει 13 φορές, ενώ ο πατέρας και η αδελφή δεν είχαν δείξει κανένα ενδιαφέρον). Εξάλλου,
                  (vii) δεν αποζημιώνεται αυτοτελώς η μητέρα της παθούσας για την απώλεια εσόδων που προκλήθηκε από τη διακοπή λειτουργίας του καταστήματός της, ενόσω την φρόντιζε, δεδομένου ότι το κονδύλιο αυτό έχει συνεκτιμηθεί στην επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης(ΣτΕ 2796/2006).

Τα σχετικά ποσά μειώνονται στην περίπτωση, κατά την οποία ο ίδιος ο θιγείς συνέβαλε με δική του συμπεριφορά στην πρόκληση ή την έκταση της βλάβης (συντρέχον πταίσμα : ΑΚ 300) (ΣτΕ 2539/2008 : απόκρυψη τεχνητής διακοπής κύησης).

Τέτοια όμως συνυπαιτιότητα δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για πρόσωπο βαριάς νοητικής καθυστέρησης, δεδομένου ότι αυτό στερείται καταλογισμού (ΣτΕ 2320/2003 : πνιγμός βαρέως νοητικώς καθυστερημένου παιδιού στο πλαίσιο εκδρομής των τροφίμων ιδρύματος σε παραθαλάσσια περιοχή). Η συνυπαιτιότητα αποδίδεται σε πρόσωπα, τα οποία μπορούν να αντιληφθούν τη σημασία των πράξεων και των παραλείψεών τους.

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε

Ευθύνη Αστική, δηλαδή αποζημιωτική ευθύνη προς αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη κάποιος εξαιτίας παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του κράτους μέλους της Ε.Ε [ Δημόσιο, Ο.Τ.Α, Ν.Π.Δ.Δ]

Το κράτος εκλαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, το κράτος δηλαδή δεν μπορεί να αποφύγει την ευθύνη του χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την εσωτερική κατανομή αρμοδιοτήτων.

Νομιμοποιητικό έρεισμα της επιβολής από το ΔΕΕ του καθεστώτος αστικής ευθύνης για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου αποτελεί η οικειοθελής υπαγωγή του κράτους στην Ε.Ε.

Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ

Οι διατάξεις που διέπουν την αστική ευθύνη του κράτους για τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του είναι οι ουσιαστικού [105 Εις ΝΑΚ] και δικονομικού δικαίου διατάξεις του ελληνικού δικαίου. Αρμόδιο όργανο για να κρίνει το ζήτημα της αστικής ευθύνης τουκράτους είναι το εθνικό δικαστήριο.

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΕ

   Ο Κανόνας του κοινοτικού δικαίου που παραβιάζεται να απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες. Το ΔΕΕ ήδη από την απόφαση Francovich έκρινε ότι προϋπόθεση για την αναγνώριση ευθύνης προς αποζημίωση είναι ο κανόνας του δικαίου της Ε.Ε που παραβιάζεται να χορηγεί δικαιώματα σε ιδιώτες άμεσα ή έστω και έμμεσα τα οποία όμως μπορούν να προσδιοριστούν απευθείας από το περιεχόμενο του κανόνα χωρίς αιρέσεις και με επαρκή προσδιορισμό των δικαιούχων.   Έμμεση αναγνώριση δικαιωμάτων έχουμε όταν για παράδειγμα μια οδηγία δεν παρέχει άμεσα δικαιώματα σε ιδιώτες αλλά εξειδικεύει κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου οι οποίοι παρέχουν δικαιώματα σε ιδιώτες.

 Η Παραβίαση πρέπει να είναι κατάφωρη δηλαδή πρόδηλη και σοβαρή. Το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας είναι καθοριστικό. Εάν το κράτος έχει περιορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την τήρηση μιας υποχρέωσης που απορρέει από το ενωσιακό δίκαιο [π.χ η μεταφορά μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη] τότε η παράλειψη τήρησης της υποχρέωσης συνιστά παραβίαση του ενωσιακού δικαίου. Περιπτώσεις «αυτόματου» χαρακτηρισμού μιας παράβασης ως κατάφωρης. Α) έλλειψη οποιουδήποτε μέτρου μεταφοράς μιας οδηγίας Β) όταν οι υποχρεώσεις του κράτους απορρέουν από κανόνες του ενωσιακού δικαίου που είναι άμεσης εφαρμογής.

 Περιπτώσεις στις οποίες ο χαρακτηρισμός της παράβασης ως κατάφωρης δεν θεωρείται αυτόματος Α) εάν το νόημα του κανόνα δεν είναι σαφές και Β) δεν υπάρχει ερμηνεία του κανόνα από τα όργανα της Ε.Ε [ δηλαδή ΔΕΕ και Επιτροπή].

Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης και της ζημιάς του ιδιώτη. Η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να είναι άμεση. Αρμόδιο για να κρίνει την αιτιώδη συνάφεια είναι το εθνικό δικαστήριο.  [σύμφωνα με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής η ζημιογόνος πράξη ήταν ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προκαλέσει τη ζημία]

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

Η αποκατάσταση της ζημίας πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βλάβη που υπέστησαν οι ζημιωθέντες ιδιώτες-  ολοσχερής αποκλεισμός του διαφυγόντος κέρδους δεν είναι αποδεκτός κατά το ενωσιακό δίκαιο- η έντοκη αποζημίωση της ζημίας είναι απαραίτητο συστατικό της αποζημίωσης- Επομένως η αποκατάσταση της ζημίας περιλαμβάνει την πραγματική ζημία, τα διαφυγόντα κέρδη και τον τόκο.

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ Ε.Ε

Στην υπόθεση Francovich τέθηκαν για πρώτη φορά τα θεμέλια της ευθύνης του κράτους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με το ΔΕΕ οιΣυνθήκες της Ε.Ε έχουν ιδρύσει μια νέα έννομη τάξη, υποκείμενα της οποίας είναι ταυτόχρονα τα κράτη μέλη και οι πολίτες. Η έννομη αυτή τάξη απονέμει απευθείας δικαιώματα στους πολίτες. Συνεπώς υπάρχει ανάγκη να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου η οποία θα υπονομευόταν από την  έλλειψη ενός συστήματος αποτελεσματικής προστασίας από τις ενδεχόμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ε.Ε οι οποίες προέρχονται από ενέργειες ή παραλείψεις των κρατών μελών. Με την απόφαση Francovich για πρώτη φορά το ΔΕΕ καθιερώνει τη νομική βάση της ουσιαστικής ευθύνης στο δίκαιο της Ε.Ε καθιστώντας δυνατή την ομοιόμορφη εφαρμογή του καθεστώτος ευθύνης. Για πρώτη φορά η κρίση των ουσιαστικών ζητημάτων ευθύνης θεμελιώνεται στο δίκαιο της Ε.Ε και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε ΟΤΑΝ ΤΟ ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ;

Το ΔΕΕ στις υποθέσεις   Köbler , Küche   έκρινε ότι η ευθύνη του κράτους είναι ενιαία ανεξάρτητα από το όργανο που προκαλεί την παραβίαση καθώς η υποχρέωση εφαρμογής του δικαίου της Ε.Ε δεσμεύει όλα τα όργανα ενός κράτους. Επίσης επισημαίνει ότι στο διεθνές δίκαιο το κράτος λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο ανεξαρτήτως του ποια αρχή προβαίνει στην πράξη. Ωστόσο η ευθύνη όσον αφορά τα δικαστήρια περιορίζεται μόνο σε αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων καθώς οι κρίσεις τους δεν υποβάλλονται σε ένδικα μέσα. Όσον δε αφορά την ανασφάλεια δικαίου που προκαλείται λόγω ανατροπής του δεδικασμένου η απάντηση του ΔΕΕ είναι ότι με την αναγνώριση ευθύνης λόγω αποφάσεων ενός ανώτατου δικαστηρίου δεν θίγεται το ουσιαστικό δεδικασμένο καθώς η αναγνώριση της ευθύνης αυτής είναι ανεξάρτητη και διάφορη από την κρίση του δεδικασμένου, η οποία και δεν αμφισβητείται.

ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ

1. Το εύρος της ηθικής βλάβης (δικαιούχοι= οι άμεσα ζημιωθέντες).

 Δεν αποκαθίσταται η έμμεση ηθική βλάβη αλλά μόνο η άμεση, δηλ. του προσώπου που υπέστη την παράνομη προσβολή και όχι των οικείων του. Δεν παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της οικογένειας, διότι η συνταγματική πρόβλεψη καταλείπει ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της οικογένειας (ΣτΕ 2796/2006).

Αποκατάσταση ηθικής βλάβης μπορεί να ζητήσει ο έμμεσα δικαιούχος; Όχι, εκτός εξαιρέσεις (π.χ. κατάσταση shock) 2796/06 (δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ).

Μπορεί να είναι και πρόσκαιρη η βλάβη, δεν χρειάζεται μόνιμη βλάβη 614/05.

Μπορεί να ζητήσει ο κληρονόμος 933 ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη δεν κληρονομείται εκτός και εάν έχει ασκηθεί η αγωγή (για την οποία πρέπει να προκύπτει και η επίδοση της αγωγής). 

Χρηματική ικανοποίηση συμπληρωματική μπορεί να ζητήσει κάποιος;;

(δέχεται τη συμπληρωματική χρηματική ικανοποίηση 1702/11 ΣτΕ αντίθετα 2336/12).

2. Ο ισχυρός ψυχικός κλονισμός του γονέα από τον βαρύτατο τραυματισμό του τέκνου που υπερβαίνει τις κατά την κοινή πείρα συνέπειες σε ανάλογες περιπτώσεις.

ΣτΕ 2559/2007, επταμελούς συνθέσεως επικυρώθηκε η κρίση του διοικητικού εφετείου ότι, σε περίπτωση βαρύτατου τραυματισμού και αναπηρίας σε ποσοστό 100% εφ΄ όρου ζωής 18ετούς μαθητή από παράνομο πυροβολισμό αστυνομικού οργάνου, οι βλάβες της υγείας των γονέων του παθόντος, συνδεόμενες χρονικώς με τον τραυματισμό του τέκνου τους είναι απότοκες του ισχυρού ψυχικού κλονισμού που υπέστησαν και υπερβαίνουν τις κατά κοινή πείρα συνέπειες που υφίστανται οι οικείοι σε ανάλογες περιπτώσεις, καθιστούν, δε, εύλογη και δίκαιη καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 20.000 ευρώ σε κάθε γονέα.

3. Αποκατάσταση Μέλλουσας ηθικής βλάβης.

Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και σε βρέφος και σε νήπιο για την ψυχική οδύνη που είναι βέβαιο ότι θα δοκιμάσουν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αργότερα, όταν θα φθάσουν σε ηλικία κατά την οποία θα μπορούν να δέχονται τις ψυχικές επιδράσεις του εξωτερικού κόσμου και να αισθάνονται τον ψυχικό πόνο και την έλλειψη συγγενικού τους προσώπου, βρέφους, που θανατώθηκε. Συνεπώς, εδικαιούντο χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, εκτός από τους γονείς και τα αδέλφια βρέφους θανόντος λόγω πυρκαγιάς σε δημόσιο μαιευτήριο (ΣτΕ 1222/2002).

ΣτΕ 3736/2012 κρίθηκε ότι στην περίπτωση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από παράνομη πράξη ή παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου, όταν στη συνέχεια επέλθει ο θάνατος του παθόντος συνεπεία της ίδιας παράνομης πράξης ή παράλειψης, τα μέλη της οικογενείας του δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, η αξίωσή τους δε αυτή είναι εξ ιδίου δικαίου, αυτοτελής και διαφορετική από τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, εφόσον αποσκοπεί στην ανακούφιση του ψυχικού άλγους διαφορετικών προσώπων. Έτσι, το ΣτΕ, συνεχίζοντας τον συλλογισμό του, επικύρωσε την κρίση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ότι το γεγονός ότι ο γάμος και η γέννηση τέκνου του παθόντος έλαβαν χώρα μετά την παρέλευση πολλών ετών από τη διάπραξη των παράνομων πράξεων και παραλείψεων των στρατιωτικών ιατρών κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας δεν παρεκώλυε την έγερση αξίωσής τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης την οποία υπέστησαν από το θάνατο του πατέρα και συζύγου, ενόψει και των διατάξεων του Συντάγματος για την προστασία του γάμου, της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας.

4. Νομικά πρόσωπα και ηθική βλάβη.

Τα νομικά πρόσωπα δικαιούνται να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση, αν υπέστησαν προσβολή από τον αντίκτυπο που είχε στην πίστη, το κύρος και τη φήμη τους η παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου που τελέστηκε σε βάρος τους (ΣτΕ 3312/2009, 2168/2007 7μ), δεν είναι δε απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη αυτή όταν από τη φύση της παράνομης πράξης ή παραλείψεως είναι δυνατόν να επέλθει τέτοια βλάβη (ΣτΕ 2402/2012). Τέτοια δε προσβολή, κατά τη σχετική απόφαση, υπέστη εταιρεία από τον αντίκτυπο που είχε η παράνομη ανάκληση εγκρίσεων τεχνολογικού προϊόντος που παρήγαγε και η γνωστοποίηση της ανάκλησης αυτής σε υπηρεσίες που διεξήγαγαν διαγωνισμούς με αντικείμενο την προμήθεια των επίδικων ειδών.

ΑΡΧΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ

1. ΙΣΤΟΡΙΚΑ : γενέθλια απόφαση 2112/1984 του ΣτΕ, δίχασαν τη νομολογία του Α΄ και του Δ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά την περίοδο 2005-2009,

ΑΠ Ολομ. 6/2009= Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ΄ αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ. ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, …δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα».

ΣτΕ με την 3256/2006 δέχθηκε ότι το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος εισάγοντας ως νομικό κανόνα την αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού. Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας ασήμαντα ποσά, ούτε να καταλήγει με ακραίες εκτιμήσεις στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη που απέβλεψε στην αποκατάσταση της τρωθείσας με την αδικοπραξία κοινωνικής ειρήνης. Κατέληξε δε ακολούθως στην παραδοχή ως βασίμου σχετικού λόγου αναιρέσεως, κρίνοντας ότι το επιδικασθέν σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες παππούδες και γιαγιάδες του θύματος (εξαετούς ανηλίκου που παρασύρθηκε θανάσιμα από στρατιωτικό όχημα), ανερχόμενο σε 295,50 ευρώ, ήταν υπερμέτρως χαμηλό και όλως ασήμαντο για την εκπλήρωση του σκοπού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και ότι η σχετική κρίση του Εφετείου αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.

Το ΑΕΔ, με την 25/2010 απόφασή του, απεφάνθη κατ΄αρχήν ότι υπήρχε δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού, εφόσον επρόκειτο για την ερμηνεία της αυτής διατάξεως. Περαιτέρω, όμως, έκρινε ότι από την αντιπαραβολή των ανωτέρω αποφάσεων προέκυπτε ότι δεν υφίστατο αντίθεση διότι και τα δύο ανώτατα δικαστήρια, ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη, δέχθηκαν την ορθή άποψη ότι η αρχή της αναλογικότητας, όπως ρητά κατοχυρώνεται από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστηρίων και όχι μόνον τον νομοθέτη. Συνίσταται δε στον έλεγχο του ευλόγου της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως. Και ναι μεν ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι εφαρμοστέα διάταξη για τον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας είναι η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ο έλεγχος αυτός γίνεται με ευθεία εφαρμογή και του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, πλην όμως αμφότερα ερμηνεύουν την κρίσιμη εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, την οποία και εφαρμόζουν, δεχόμενα ότι η νομοθετική αυτή διάταξη είναι σύμφωνη κατά το περιεχόμενό της με την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, την οποία το άρθρο αυτό εξειδικεύει για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης, αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Με τα δεδομένα αυτά το ΑΕΔ έκρινε ότι δεν υφίστατο αντίθεση ως προς την έννοια της επίδικης διατάξεως.

ΣτΕ 4133/2011 και εν τέλει με την ΣτΕ 4100/2012, κρίθηκε ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσης αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται κατ΄ αναίρεση. Αντιθέτως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθώς και ο προσδιορισμός από αυτό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, δοθέντος ότι σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Κατ΄ εξαίρεση, ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης που καθορίζεται από το δικαστήριο της ουσίας υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ, μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από την εν λόγω διάταξη εξουσίας του.

Συμπεράσματα:

α) Η αρχή της αναλογικότητας, όπως πλέον ρητά κατοχυρώνεται από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα,συμπεριλαμβανομένων και των δικαστηρίων και όχι μόνο το νομοθέτη (ΑΕΔ 25/2010). Πρόκειται, πέρα από ερμηνευτική αρχή, και για ένα δεσμευτικό κανόνα δικαίου συνταγματικού κύρους.

β) Η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προσδιορίζεται τόσο στο πλαίσιο του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο πλαίσιο του άρθρου 932 ΑΚ, έχει δηλαδή διπλή θεμελίωση. Η διάταξη του ΑΚ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φώς της αρχής της αναλογικότητας (ΑΕΔ 25/2010), προς την οποία συμπορεύεται και την οποία εξειδικεύει για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης, αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης. Η αρχή της αναλογικότητας, εφαρμόζεται δια μέσω γενικών ρητρών, όπως αυτές των διατάξεων 281, 288, 388 ΑΚ, είτε μέσω αόριστων νομικών εννοιών, όπως αυτής της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ. Στις ως άνω περιπτώσεις ο νομοθέτης έχει προβεί σε στάθμιση συμφερόντων, προσφέροντας τις εν λόγω αόριστες νομικές έννοιες ως πύλες εισόδου στην εφαρμογή της αρχής, με τη διαφορά ότι προκρίνει ως χρήσιμο τον ad hoc έλεγχο.

γ) Όταν το δικαστήριο καλείται να προβεί σε προσδιορισμό εύλογης χρηματικής ικανοποίησης εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας μέσα στο ήδη καθορισμένο από το νομοθέτη δίαυλο, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά τη στάθμιση συμφερόντων που η σχετική διάταξη επηρεάζει. Στη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων της ουσίας απόκειται να κρίνουν : α) αν επήλθε ή όχι ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και β) να προσδιορίσουν το ύψος της. Η κρίση αυτή δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, γιατί σχηματίζεται από εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.

δ) Το ΣτΕ ως αναιρετικός δικαστής ελέγχει : α) αν ο δικαστής της ουσίας υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής εξουσίας του και, β) αφετέρου, ανανεπιτρέπτως δεν έλαβε υπόψη όλα τα κρίσιμα αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια ή έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμήσει.

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗΣ

Για το ίδιο σε γενικές γραμμές ζημιογόνο γεγονός είναι δυνατόν να επιδικάζονται διαφορετικά ποσά χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, ανάλογα με την υποκειμενική κρίση του δικαστή της ουσίας. Το ζήτημα αυτό, που δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, έχει απασχολήσει άλλα ευρωπαϊκά κράτη, το οποία έχουν υιοθετήσει διάφορες μεθόδους αντικειμενικού προσδιορισμού των μη οικονομικής φύσεως ζημιών, όπως είναι ο καθορισμός κλιμάκων, πινάκων ή ποσών αποζημίωσης που εφαρμόζονται υποχρεωτικά εκ του νόμου, ή η διαμόρφωση κριτηρίων κοινά αποδεκτών και συστηματικά εφαρμοζομένων, ως κατευθυντήριες οδηγίες από τους εθνικούς δικαστές. Υποστηρίζεται, κυρίως από εκπροσώπους των ασφαλιστικών εταιρειών, η υιοθέτηση στο πεδίο τουλάχιστον των τροχαίων ατυχημάτων ενός συστήματος αντικειμενικού υπολογισμού των «μη οικονομικής φύσεως» ζημιών που θα διασφαλίζει την άμεση και προσήκουσα αποκατάσταση των ζημιωθέντων από τροχαία ατυχήματα αλλά και την επιβίωση του θεσμού της υποχρεωτικής ασφάλισης από τροχαία ατυχήματα.

Νομοθετικά όρια πχ στις αδικοπραξίες του Τύπου, που επιβάλλουν την επιδίκαση χρηματικής ικναοποίησης από ένα όριο και πάνω . ΕΔΔΑ Λιοναράκης κατά Ελλάδος της 5.7.2007, όπου κρίθηκε ότι τα όρια χρηματικής ικανοποίησης που προβλέπονται από το νόμο στην περίπτωση των δια του τύπου προσβολών της προσωπικότητας, μπορεί να μην τηρούνται από τα δικαστήρια αν τούτο επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας . 

Κομβικό σημείο και η συμβολή της νομολογίας άγει σε αντικειμενικοποίηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου της Ουσίας. Τα δικαστήρια της ουσίας προκειμένου να εκτιμήσουν τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (ΣτΕ 3839/2012, 7μ) πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη :

Α)το είδος της προσβολής,

Β) η έκταση της βλάβης,

Γ) οι συνθήκες επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος,

Δ) το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος (ΣτΕ 2539/2008 απόκρυψη τεχνητής διακοπής κυήσεως),

Ε) Την περιουσιακή κατάσταση του παθόντος: Με την απόφαση ΣτΕ 3839/2012 επταμελούς συνθέσεως κρίθηκε σχετικώς ότι «το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης δεν συναρτάται, κατ΄ αρχήν, προς συγκεκριμένη, κάθε φορά, περιουσιακή και δημοσιονομική κατάσταση του Δημοσίου ή του νπδδ. Ούτε όμως το περιουσιακό και οικονομικό μέγεθος των ανωτέρω νπδδ επιδρά στον καθορισμό του ύψους αυτής».

 Επίσης, κρίθηκε ότι η κοινωνική κατάσταση του αιτούντος χρηματικής ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο καθορισμού του ύψους της. Ενόψει αυτών έγιναν δεκτοί λόγοι αναιρέσεως κατά αποφάσεως διοικητικού εφετείου, το οποίο, κατά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης σε γονείς εθελοντή πυροσβέστη που απεβίωσε εξαιτίας πυρκαγιάς οφειλόμενης σε αμέλεια δημοτικών υπαλλήλων, συνεκτίμησε την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και συνεπώς και του αναιρεσείοντος δήμου.

Εξάλλου, με την ΣτΕ 1219/2012 κρίθηκε ότι το κοινωφελές έργο και η οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος νοσηλευτικού ιδρύματος δεν αποτελούν, κατ΄ αρχήν, νόμιμα στοιχεία μειωτικά του ύψους της χρηματική ικανοποίησης.

Στ) Οι λοιπές προσωπικές σχέσεις των μερών (π.χ. ηλικία, φύλο, βαθμός συγγένειας) 

Αστική ευθύνη από ακύρωση παράνομων διοικητικών πράξεων

Περιπτώσεις όπου ο παράνομος και ο ζημιογόνος χαρακτήρας δεν συμπίπτουν στην ίδια πράξη: η έκδοση της πράξης ήταν παράνομη αλλά όχι ζημιογόνος, ενώ η ακύρωσή της από το δικαστήριο είναι ζημιογόνος αλλά όχι παράνομη. Παράδειγμα : ανάκληση παράνομης άδειας λειτουργίας καταστήματος όπου ο διοικούμενος καταστηματάρχης ήταν καλόπιστος.

Πρόκειται για το ζήτημα της θεμελίωσης αστικής ευθύνης σε περίπτωση ακύρωσης από τα δικαστήρια παράνομων διοικητικών πράξεων που είχαν όμως δημιουργήσει δικαιώματα υπέρ καλόπιστων διοικουμένων. Οι σχετικές υποθέσεις αφορούν συνήθως οικοδομικές άδειες ή άδειες εγκατάστασης βιομηχανιών, οι οποίες εφαρμόσθηκαν και παρήγαγαν συνέπειες, ακυρώθηκαν δε δικαστικά λόγω παραβάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αποφάσεις 2034-2036/2011 έκρινε για πρώτη φορά ότι η αρχή της δεδικαιολογημένης εμπιστοσύνης  έχει συνταγματική θεμελίωση. Επικύρωσε έτσι με κατηγορηματικό τρόπο τις ΣτΕ 1508/2002 και 3777/2008 αντιστοίχως.

Σύμφωνα με τις σκέψεις της Ολομελείας, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου έλκει την προέλευσή της από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

 Η αρχή  αυτή επιβάλλει τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεως. Όταν όμως ο σεβασμός της αρχής της νομιμότητας επιτάσσει την ακύρωση των παράνομων διοικητικών πράξεων, που έχουν δημιουργήσει δικαιώματα υπέρ των διοικουμένων, όπως είναι η περίπτωση ακύρωσης οικοδομικών αδειών, λόγω του ότι εκδόθηκαν βάσει παράνομου Βασιλικού διατάγματος, το οποίο είχε επιτρέψει τη δόμηση σε δασική περιοχή, οι διοικούμενοι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την παράνομη δράση της Διοίκησης, η οποία δημιούργησε σ΄ αυτούς τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι ευμενείς παράνομες όμως διοικητικές πράξεις ήταν νόμιμες.

Στις υποθέσεις αυτές, όπου έρχονται σε ευθεία αντίθεση η αρχή της νομιμότητας με την αρχή της ασφαλείας δικαίου, υπό την ειδικότερη έκφανση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, αναδεικνύεται ο κρίσιμος για το κράτος δικαίου αποκαταστατικός ρόλος του θεσμού της αστικής ευθύνης του Κράτους. Η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως προσφέρει μιας μορφής εξισορρόπηση απέναντι στα τρωθέντα δικαιώματα του καλόπιστου διοικούμενου. Δυνάμει της αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους επιτυγχάνεται σε κάποιο βαθμό η πρακτική εναρμόνιση των αντιτιθέμενων γενικών αρχών που το Σύνταγμα εξίσου κατοχυρώνει, δηλαδή η παράλληλη διασφάλιση της αρχής της νομιμότητας και της αρχής της ασφάλειας του δικαίου, έκφανση της οποίας είναι η προστατευόμενη εμπιστοσύνη (ΣτΕ Ολ 1792/2011).

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης), που περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στη θέση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της παράνομης πράξης (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξεως (αποθετική ζημία).

Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για  ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς αν η πράξη ήταν νόμιμη. Μπορεί όμως ο ζημιωθείς από την έκδοση ευνοϊκής για αυτόν παράνομης πράξης να ζητήσει τα διαφυγόντα κέρδη από τη μη έκδοση πράξης με το ίδιο περιεχόμενο, χωρίς την πλημμέλεια που την κατέστησε παράνομη, εφόσον η έκδοση της πράξης χωρίς την πλημμέλεια ήταν κατά νόμο επιτρεπτή. Θα πρέπει βέβαια να το επικαλείται και αποδεικνύει στην αγωγή του ειδικά. Τέλος, κρίθηκε ότι η κατά τα ανωτέρω, κατ΄ αρχήν μη επιδίκαση διαφυγόντων κερδών ερειδομένων σε παράνομη διοικητική πράξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος.

Το κονδύλι ύψους 277 εκ. περίπου ευρώ που ζητήθηκε για την αποκατάσταση της ζημίας που είχε υποστεί η εταιρεία λόγω της απώλειας εσόδων από το έτος 2002, που διεκόπη η λειτουργία του εργοστασίου της, έως το έτος 2062, που είχε καθοριστεί ως χρόνος λήξης της, απερρίφθη με την αιτιολογία ότι η λειτουργία του εργοστασίου στη συγκεκριμένη θέση, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 2319/2002, ήταν παράνομη και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν να θεμελιωθεί αξίωση αποκατάστασης της ζημίας βασιζόμενη στην εξακολούθηση της παράνομης λειτουργίας του εργοστασίου, δεδομένου και του ότι, δεν ήταν δυνατή κατά νόμον η εγκατάσταση του εργοστασίου της εταιρείας σε περιοχή που δεν είχε αναγνωριστεί διοικητικώς ως κατάλληλη για την ανάπτυξη βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας. Ομοίως, απερρίφθησαν και τα κονδύλια που αφορούσαν την αδυναμία απόσβεσης παγίων στοιχείων και αντίστοιχης μείωσης των φορολογητέων κερδών κατά τα επόμενα οικονομικά έτη, καθώς και την απώλεια επιχορήγησης που θα ελάμβανε λόγω της υπαγωγής της σε επενδυτικό πρόγραμμα. Αντίθετα, κρίθηκαν νόμιμα και ορισμένα τα κονδύλια που αφορούσαν τη λήξη της διάρκειας ζωής των αποθεμάτων που υπήρχαν κατά το χρονικό σημείο διακοπής της λειτουργίας του εργοστασίου και την παλαίωση και απαξίωση του εξοπλισμού της επιχείρησης λόγω αχρησίας του μετά τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου. (ΣτΕ 4100/2012).

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 Αναμφισβήτητη είναι η αστική ευθύνη του Δημοσίου για πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας, όταν αυτά δεν ασκούν δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, αλλά διοικητικής φύσεως αρμοδιότητες στο πλαίσιο της διοίκησης της δημόσιας υπηρεσίας της δικαιοσύνης .

Με την απόφαση Kobler της 30.9.2003, καθώς και άλλες στην ίδια νομολογιακή γραμμή , το ΔΕΚ (ήδη Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) δέχθηκε την ύπαρξη αστικής ευθύνης του Κράτους για κατάφωρες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, ακόμη και στην περίπτωση που αυτές προέρχονται από εθνικά δικαστήρια.

Με την 2852/2012 της επταμελούς συνθέσεως του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και τίθεται επί νέας βάσεως το ζήτημα της θεμελίωσης αστικής ευθύνης του Κράτους σε πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργία. Επρόκειτο, εν προκειμένω, για την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης που προήλθε από την άσκηση ποινικής διώξεως και την κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας κατάσχεση εμπορευμάτων που περιείχαν συστατικά από κάνναβη. Ο διωχθείς ιδιοκτήτης καταστήματος προϊόντων που είχαν ως πρώτη ύλη ινδική κάνναβη, μετά την τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αθώος των κατηγοριών, επειδή κρίθηκε ότι ο διακριτικός τίτλος KANNABISHOP και η απεικόνιση μίσχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκαλυμμένη και έντεχνη διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, άσκησε αγωγή αποζημιώσεως με βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή από το διοικητικό εφετείο. Επιδικάσθηκε δε στον ζημιωθέντα έμπορο ποσό 14.673 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για τη βαρειά προσβολή της προσωπικότητας που υπέστη, διότι λόγω των αποδιδόμενων στις εισαγγελικές ενέργειες κατασχέσεως των εμπορευμάτων του και συλλήψεώς του, δημιουργήθηκε στο ευρύ κοινό της επαρχιακής πόλης όπου δραστηριοποιείτο η εντύπωση ότι ήταν δράστης του αδικήματος συντέλεσης στη διάδοση ναρκωτικών ουσιών και της προκλήσεως σε χρήση.

Ήδη εξεδόθη η 1501/14 Ολομ. ΣτΕ που πρέπει να την μελετήσετε στην ιστοσελίδα μας.

ΑΓΩΓΗ ΕΠΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

Η προστασία του διοικουμένου παρέχεται αφενός με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της σχετικής πράξης ή παράλειψης των οργάνων της Διοίκησης και αφετέρου με την άσκηση αγωγής με βάση τα άρθρα 105 ή 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ. Ν. Α. Κ.) για τη διεκδίκηση αποζημίωσης για βλάβη που επήλθε από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων της Διοίκησης ή από παράνομες υλικές ενέργειές της ή παράνομες παραλείψεις υλικών ενεργειών. Η αίτηση ακύρωσης αποβλέπει στην αποκατάσταση της αντικειμενικής νομιμότητας, ενώ η αγωγή έχει ως σκοπό την ικανοποίηση υποκειμενικού δικαιώματος.  Τα δύο αυτά ένδικα βοηθήματα μπορούν να ασκηθούν παραλλήλως. Η άσκηση του ενός δεν αποκλείει το άλλο (α.80§3ΚΔΔ).

Νομολογιακές περιπτώσεις.

1.Στην πρώτη περίπτωση (ΣτΕ 4100/2012) αξίωση προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είχε εγείρει ανώνυμη εταιρεία, δικαιούχος περιβαλλοντικής αδειοδότησης και αδείας λειτουργίας εργοστασίου επεξεργασίας ξηρών καρπών, οι οποίες ακυρώθηκαν με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (2319/2002) με την αιτιολογία ότι η θέση, στην οποία είχε εγκατασταθεί το εργοστάσιο, δεν περιλαμβάνεται σε περιοχή χαρακτηριζόμενη ως κατάλληλη για την ανάπτυξη βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας. Μετά την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου διατάχθηκε η διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου με απόφαση του οικείου Νομάρχη.. Η εταιρεία και μέλη της διοίκησής της  άσκησαν αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του Εισ. Ν. Α. Κ. και 932 του Α. Κ., ισχυριζόμενοι ότι με την έκδοση των σχετικών αδειών, οι οποίες στη συνέχεια ακυρώθηκαν με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκλήθηκε ζημία, για την οποία οι εναγόμενοι ενέχονται σε αποζημίωση.

Επειδή πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση διεκδίκησης αποζημίωσης για βλάβη προκαλούμενη  ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΥΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ (ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ) ΚΑΙ ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ , ΜΕ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΟ  ΖΗΜΙΟΓΟΝΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ τη διακοπή δραστηριότητας.  Θα πρέπει να επισημάνω ότι είναι διαφορετική η περίπτωση που η διοίκηση  παράνομα ανακαλεί νόμιμη άδεια λειτουργίας. Στη περίπτωση αυτή η παράνομη ανάκληση δικαιολογεί αποκατάσταση διαφυγόντων.

Κατ’ αρχάς ζητήθηκε αποζημίωση λόγω απωλείας εσόδων (ΔΙΑΦΥΓΟΝΤΑ)  από τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου το έτος 2002 και αδυναμίας συνέχισης της λειτουργίας έως το έτος 2062, κατά το οποίο έληγε η διάρκεια των σχετικών αδειών. Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε νόμω αβάσιμος με τη σκέψηότι δεν ήταν δυνατόν να θεμελιωθεί αξίωση αποκατάστασης της ζημίας βασιζόμενη στην εξακολούθηση λειτουργίας του εργοστασίου ΑΦΟΥ ΕΙΧΕ ΑΚΥΡΩΘΕΙ Η ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΡΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΤΗ Η ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΛΥΦΘΕΙ. ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΕΚΤΗ ΑΞΙΩΣΗ ΔΙΑΦΥΓΟΝΤΩΝ ΕΑΝ ΥΠΗΡΧΕ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΕΚΔΩΘΕΙ Η ΑΔΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ ΠΧ ΕΙΧΕ ΑΚΥΡΩΘΕΙ ΓΙΑΤΙ ΕΙΧΕ ΕΚΔΩΘΕΙ ΑΠΟ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟ ΟΡΓΑΝΟ. ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΕΔΩ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΤΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ.

Με την ίδια συλλογιστική απορρίφθηκε ως αβάσιμο το αίτημα  αποκατάστασης ζημίας της εταιρείας, η οποία προκλήθηκε από την αδυναμία περαιτέρω απόσβεσης των πάγιων στοιχείων της με την υποβολή των φορολογικών της δηλώσεων κατά τα επόμενα οικονομικά έτη. Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό ότι   δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας αυτής που προκλήθηκε λόγω της διακοπής της λειτουργίας του εργοστασίου, αφού η συνέχισή της θα  ήταν παράνομη.

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των εναγόντων κρίθηκαν νόμω βάσιμοι και δυνάμενοι να θεμελιώσουν δικαίωμα αποζημίωσης.

Συγκεκριμένα, ζητήθηκε αποκατάσταση της ζημίας που είχε υποστεί η εταιρεία από τη λήξη της διάρκειας ζωής αποθεμάτων της πρώτης ύλης. Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε βάσιμος διότι προέκυπτε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διακοπής λειτουργίας του εργοστασίου και της μείωσης της αξίας των αποθεμάτων της εταιρίας, με την επιφύλαξη, όμως, ότι η μη έγκαιρη επεξεργασία των αποθεμάτων κατά το χρόνο λειτουργίας του εργοστασίου θα μπορούσε, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε εφαρμογή του άρθρου 300 του Α.Κ.[12] και σε μείωση της καταβλητέας αποζημίωσης.

Βάσιμο κρίθηκε και το αίτημα αποκατάστασης ζημίας την οποία είχε υποστεί η εταιρεία από οφειλόμενες αποζημιώσεις και ποινικές ρήτρες σε πελάτες του εξωτερικού και προμηθευτές του εσωτερικού λόγω αδυναμίας εκτέλεσης συμβολαίων που οφείλεται στη διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου καθώς και της ζημίας από ληξιπρόθεσμες οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα, το Δημόσιο και ασφαλιστικούς οργανισμούς, τις οποίες έπρεπε να καταβάλει η ενάγουσα εξ ιδίων πόρων λόγω της διακοπής λειτουργίας του εργοστασίου της.

Από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας συνάγεται ότι αξίωση προς αποζημίωση θα μπορούσε να εγερθεί και για τη ζημία από την καταβολή αποζημιώσεων σε εργαζομένους λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως συνέπεια της διακοπής λειτουργίας του εργοστασίου.

Νόμω βάσιμο κρίθηκε και το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας, την οποία είχε υποστεί η ενάγουσα εταιρεία λόγω της  καταβολής σταθερών δαπανών για το χρονικό διάστημα από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου μέχρι την εκκαθάριση της εταιρείας.

Βάσιμο θεωρήθηκε και το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που επήλθε από την απαξίωση του εξοπλισμού της επιχείρησης λόγω αχρησίας του μετά τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου.

Τέλος, κρίθηκε βάσιμο και το αίτημα αποκατάστασης ηθικής βλάβης, την οποία είχε υποστεί η ενάγουσα εταιρεία λόγω της διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης, και μάλιστα ύστερα από μακρόχρονη λειτουργία, για λόγο, για τον οποίο αυτή δεν έφερε καμία ευθύνη, ενόψει της ευρείας δημοσιότητας, την οποία έλαβε η διακοπή της δραστηριότητάς της στην κοινωνία και στους επιχειρηματικούς κύκλους με τους οποίους η εταιρεία είχε ιδιαίτερη συνεργασία, με αποτέλεσμα αφενός να τρωθεί η επαγγελματική φήμη, το όνομα και το κύρος της και αφετέρου να ανατραπεί ο οικονομικός και επιχειρηματικός προγραμματισμός της και να διαρρεύσει η πελατεία της.   

2. Σε μια δεύτερη υπόθεση (ΣτΕ 2773/2010), αποζημίωση αξίωσε δικαιούχος τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης (Μ.Σ.Δ.) που δεν κατέστη δυνατόν να υλοποιηθεί διότι μετά την έκδοση του τίτλου εκδόθηκε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (6070/1996), με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις (ν. 2300/1995) που αφορούν τη μεταφορά συντελεστή δόμησης καθώς και εγκύκλιος (5/2944/534/4-2-1997) της Διεύθυνσης Νομοθετικού Έργου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, με την οποία, σε εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου, επιβλήθηκε αναστολή  της εν γένει εφαρμογής των διατάξεων αυτών και της εκτέλεσης των τίτλων Μ.Σ.Δ. που είχαν ήδη εκδοθεί, προκειμένου να συνταχθεί νέο θεσμικό πλαίσιο εναρμονισμένο προς τις συνταγματικές επιταγές, όπως αυτές καθορίστηκαν από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να απολέσει την αξία του ο τίτλος που του είχε χορηγηθεί, διότι δεν ήταν πλέον δυνατό να χρησιμοποιηθεί και, ειδικότερα, ότι υπέστη ζημία ίση με την αξία την οποία είχε το ακίνητό του κατά το χρόνο χορήγησης του τίτλου (6.5.1996). Επίσης, υποστήριξε ότι,αν κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των 21 μηνών από την έκδοση του τίτλου αυτού έως την άσκηση της αγωγής εκμίσθωνε το ακίνητό του, θα εισέπραττε μισθώματα μεγάλου ύψους  και ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και για την απώλεια των μισθωμάτων αυτών.

Στις αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε ότι η αδυναμία υλοποίησης του τίτλου (Μ.Σ.Δ.) προκάλεσε ζημία στον ενάγοντα, τέθηκε όμως ένα γενικότερο ζήτημα. Αν, συγκεκριμένα, προϋπόθεση του δικαιώματος αποζημίωσης ήταν η προηγούμενη ανάκληση από τη Διοίκηση του συγκεκριμένου τίτλου, δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση δεν είχε ακυρώσει τον τίτλο αυτό και η εγκύκλιος που ακολούθησε δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και, συνεπώς, δεν επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Τελικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η αδυναμία του ενάγοντος να πραγματοποιήσει τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης στο ωφελούμενο ακίνητο ήταν αποτέλεσμα της εγκυκλίου και ότι η έκδοση της εγκυκλίου αυτής ήταν αρκετή για τη θεμελίωση του αποζημιωτικού αιτήματος, δεδομένου ότι από τη σχετική νομοθεσία δεν προβλέπεται διαδικασία υποβολής αίτησης στη Διοίκηση για την ανάκληση του νόμιμου τίτλου ως προϋπόθεση για την έγερση αξίωσης προς  αποζημίωση.

Από τα παραπάνω δύο παραδείγματα συνάγεται ότι δικαίωμα προς αποζημίωση μπορεί να θεμελιωθεί και στη ζημία που επέρχεται από την αδυναμία εφαρμογής διοικητικής πράξης, με την οποία είχε αναγνωριστεί συγκεκριμένο δικαίωμα, έστω και αν η πράξη δεν είχε εκδοθεί νομίμως και είχε ακυρωθεί με δικαστική απόφαση ή ανακληθεί από τη Διοίκηση.

3. Το επόμενο παράδειγμα που με συντομία θα παρατεθεί αφορά την ευθύνη προς αποζημίωση λόγω μη εφαρμογής νόμιμης διοικητικής πράξης (ΣτΕ 3636/2011).

Η υπόθεση έχει ως εξής: Κατά τη διαδικασία χαρακτηρισμού αυθαίρετων κατασκευών που θεσπίζεται από το νόμο, είχε κηρυχθεί αυθαίρετη και κατεδαφιστέα τριώροφη οικοδομή και στη συνέχεια συγκροτήθηκε συνεργείο για την κατεδάφιση, μεταξύ άλλων, και της οικοδομής αυτής. Ακολούθησε ανάκληση οικοδομικής αδείας που είχε χορηγηθεί για την κατασκευή υπογείου και ισογείου. Σε νεότερη έκθεση αυτοψίας διαπιστώθηκε η συνέχιση εργασιών στην τριώροφη οικοδομή, την οποία αφορούσε και η αρχική έκθεση αυτοψίας και η οποία χαρακτηρίστηκε και πάλι αυθαίρετη. Μετά τη δεύτερη αυτή έκθεση αυτοψίας και την έκδοση της απόφασης της αρμόδιας επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε η σχετική ένσταση, ο ιδιοκτήτης οικοδομής, υπέβαλε αίτημα για τη νομιμοποίηση της αυθαίρετης οικοδομής. Πριν επιληφθεί η Διοίκηση του αιτήματος αυτού, ο ιδιοκτήτης όμορης οικοδομής άσκησε αγωγή κατά της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, με την οποία ζήτησε αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ. Ν. Α.Κ., επικαλούμενος και το άρθρο 57 του Α.Κ. και ισχυριζόμενος αφενός ότι η αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης δεν είχε προβεί μέχρι την κατάθεση της αγωγής σε οποιαδήποτε ενέργεια για την κατεδάφιση της αυθαίρετης οικοδομής, κατά παράβαση των διατάξεων, με τις οποίες επιβάλλεται η κατεδάφιση κτισμάτων που έχουν κριθεί οριστικά αυθαίρετα και κατεδαφιστέα και αφετέρου ότι η παράνομη διατήρηση της αυθαίρετης οικοδομής στο όμορο ακίνητο είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραίας αξίας του δικού του ακινήτου και την πρόκληση ηθικής βλάβης του λόγω στέρησης της οικοδομής του από τη δυνατότητα φωτισμού, αερισμού και ηλιασμού. Το αίτημα κρίθηκε νόμω βάσιμο με τη σκέψη ότι η παράλειψη της Διοίκησης, επί δυόμιση (2 ½) και πλέον έτη, τα οποία μεσολάβησαν έως την άσκηση της αγωγής από την έκδοση της απόφασης της οικείας επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του ιδιοκτήτη της αυθαίρετης οικοδομής κατά της δεύτερης έκθεσης αυτοψίας, και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, συνιστά παραβίαση των διατάξεων για τις αυθαίρετες κατασκευές και θεμελιώνει δικαίωμα προς αποζημίωση.  Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το δικαίωμα αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής ο ιδιοκτήτης της αυθαίρετης οικοδομής είχε καταθέσει αίτηση νομιμοποίησης, αντιθέτως προς την κρίση του Διοικητικού Εφετείου, το οποίο είχε δεχθεί αφενός ότι, εφόσον είχε υποβληθεί, πριν από την κατάθεση της αγωγής αποζημίωσης, αίτηση νομιμοποίησης του αυθαιρέτου, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση  όφειλε, κατά τις αρχές της χρηστής διοίκησης, να μην προβεί στην κατεδάφιση και, ως εκ τούτου, δεν ήταν παράνομη η παράλειψη κατεδάφισης της οικοδομής και αφετέρου ότι δεν ήταν δικονομικώς επιτρεπτό να ληφθούν υπόψη η  πράξη νομιμοποίησης που ακολούθησε την άσκηση της αγωγής και η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση ακύρωσης κατά της πράξης αυτής. 

4. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και απόφαση (ΣτΕ 1800/2013) που αφορά  αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., για σωματικές βλάβες που προκλήθηκαν  από την ολοκληρωτική κατάρρευση του κτιρίου της εταιρείας Ricomex στον Δήμο Αχαρνών Αττικής κατά το σεισμό του Σεπτεμβρίου 1999.

Πρόκειται για μία από τις σχετικές δικαστικές διαφορές, η οποία κινήθηκε με  αγωγή εργαζομένου σε λογιστική επιχείρηση που στεγαζόταν στο κτίριο της Ricomex. Ο ενάγων καταπλακώθηκε από τα ερείπια, υπέστη σύνδρομο καταπλάκωσης κάτω άκρων που είχε ως συνέπεια να υποστεί  οξεία νεφρική ανεπάρκεια, να καταστούν αναγκαίες πολλές χειρουργικές επεμβάσεις και η υποβολή του για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε  αιμοκάθαρση και σε φαρμακευτική αγωγή λόγω αντιδραστικής κατάθλιψης, οφειλόμενης στον σεισμό. Τελικώς, εξαιτίας του τραυματισμού, προκλήθηκε στον ενάγοντα μόνιμη αναπηρία που δημιουργεί σοβαρή δυσχέρεια στο βάδισμα.

Στην υπόθεση αυτή τα δικαστήρια ερμήνευσαν σειρά διατάξεων της πολεοδομικής κυρίως νομοθεσίας, οι οποίες αφορούν την έκδοση οικοδομικών αδειών, τις προδιαγραφές εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών, την αντισεισμική προστασία, τον έλεγχο των ανεγειρόμενων οικοδομών, το χαρακτηρισμό των αυθαίρετων κατασκευών και την κατεδάφισή τους και τον έλεγχο των επικίνδυνων κατασκευών και διαπίστωσαν τις εξής παράνομες ενέργειες και παραλείψεις, που κρίθηκαν ότι θεμελιώνουν δικαίωμα αποζημίωσης:

α. Τα αρμόδια όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης είχαν υποχρέωση να ασκήσουν προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο κατά την κατασκευή του εργοστασίου της Ricomex, από την παράλειψη διενέργειας του οποίου ή από την πλημμελή άσκησή του γεννάται αυτοτελής ευθύνη της, αφού από τις σχετικές πολεοδομικές διατάξεις δεν θεσπίζεται αποκλειστική ευθύνη των μηχανικών μελετητών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα όργανα άσκησαν πλημμελώς τον οφειλόμενο προληπτικό έλεγχο διότι εξέδωσαν τις σχετικές οικοδομικές άδειες παρά τις ανακρίβειες και ελλείψεις των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην υπηρεσία προς έλεγχο και επιπροσθέτως παρέλειψαν να ασκήσουν τον επιβαλλόμενο από τις σχετικές διατάξεις κατασταλτικό έλεγχο κατά την κατασκευή του εργοστασίου. Αποτέλεσμα του πλημμελούς αυτού ελέγχου ήταν, μεταξύ άλλων, να προκύψουν με βάση τις άδειες σημαντικά μειωμένα ποσοστά οπλισμών των υποστυλωμάτων σε σχέση με τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις.

β. Η Πολεοδομική Αρχή, παρέλειψε να διενεργήσει την απαιτούμενη κατά το νόμο αυτοψία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδόσεως δεύτερης οικοδομικής αδείας που αφορά προσθήκες σε κτίριο που είχε κατασκευαστεί ύστερα από προηγούμενη άδεια, η οποία είχε χορηγηθεί χωρίς αρχική αυτοψία και είχε προσωρινό χαρακτήρα. Εξαιτίας της παράλειψης αυτής, δεν διαπιστώθηκε ότι με το διάγραμμα που υποβλήθηκε για την έκδοση της δεύτερης αδείας, αλλά και με το διάγραμμα που συνόδευε τη μελέτη για την πρώτη άδεια, η έκταση του οικοπέδου εμφανίστηκε μεγαλύτερη, έως τριπλάσια, από αυτή που εμφανίζεται στους τίτλους ιδιοκτησίας, σε βάρος του παρακειμένου ρέματος, δηλαδή δεν διαπιστώθηκε η ασυμφωνία που υπήρχε μεταξύ των τοπογραφικών και της πραγματικής κατάστασης, η οποία θα οδηγούσε σε διακοπή των εργασιών και σε εφαρμογή των διατάξεων για την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών. Οι παραλείψεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να επιτραπεί η ανέγερση κτιρίου με επιφάνεια πολύ μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη βάσει των πραγματικών διαστάσεων του οικοπέδου, το οποίο πλησίαζε στο έντονο πρανές του ρέματος, λόγω του οποίου επηρεάστηκε δυσμενώς το κτίριο για την απόκρισή του στον σεισμό.

γ. Τα αρμόδια όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης δεν είχαν διενεργήσει, όπως όφειλαν κατά το νόμο, έλεγχο και τουλάχιστον μία αυτοψία κατά την εκτέλεση των εργασιών ανεγέρσεως του ισογείου και των υπογείων καθώς και του πρώτου και του δεύτερου ορόφου. Αν είχαν πραγματοποιηθεί οι επιβαλλόμενοι έλεγχοι και αυτοψίες, θα είχε διαπιστωθεί ότι: αα) είχαν κατασκευαστεί λιγότερα υποστυλώματα (24 αντί των 32) και σε μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους από τις προβλεπόμενες στις άδειες, ββ) οι πλάκες δεν είχαν κατασκευαστεί με δοκούς που είχαν τις προβλεπόμενες στις οικοδομικές άδειες προδιαγραφές, γγ) στα υπόγεια δεν είχαν κατασκευαστεί τοιχία από οπλισμένο σκυρόδεμα σε όλο το μήκος της περιμέτρου τους, όπως προβλεπόταν στις άδειες, δδ) τα τοιχία που υπήρχαν είχαν κατασκευαστεί σε δεύτερη φάση, μετά την ολοκλήρωση του σκελετού κατευθείαν στο έδαφος, χωρίς θεμελίωση, και ήταν ουσιαστικά ασύνδετα με τον σκελετό του κτιρίου, εε) υπήρχε πλημμελής σύνδεση με τις πλάκες και, γενικά, με τον σκελετό του κτιρίου γύρω και από τους δύο ανελκυστήρες και το κλιμακοστάσιο και στστ) τα φέροντα στοιχεία ήταν πλημμελώς οπλισμένα. Η διενέργεια των επιβαλλόμενων ελέγχων και αυτοψιών θα είχε ως συνέπεια να διαπιστωθούν οι κατασκευαστικές ελλείψεις, να διακοπούν εγκαίρως οι οικοδομικές εργασίες και να απαιτηθεί από τα πολεοδομικά όργανα είτε η προσαρμογή στις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ύστερα από την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας είτε η κατεδάφιση των κατασκευών που είχαν διενεργηθεί κατά παράβαση των ουσιαστικών πολεοδομικών διατάξεων αν ήταν επικίνδυνες για τη στατικότητα του κτιρίου.

Τελικώς διαπιστώθηκε ότι κύριο λόγο κατάρρευσης του κτιρίου αποτέλεσε «ο μηχανισμός αστοχίας υπό σεισμό» που είχε σχέση με τα κρίσιμα υποστυλώματα των περιμετρικών υποστυλωμάτων και οδήγησε στην άμεση κατάρρευση. Ως επιβαρυντικός παράγοντας στο παραπάνω αποτέλεσμα λειτούργησε το ανάγλυφο της περιοχής του κτιρίου, καθώς και η πρόσθετη εκσκαφή του ρέματος λόγω των αυθαίρετων κατασκευών του τρίτου υπογείου και των πρόσθετων υποστέγων στο επίπεδο του δεύτερου υπογείου.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι το κτίριο της Ricomex κατέρρευσε λόγω των παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να ανεγερθεί το κτίριο στατικά και αντισεισμικά με μη ασφαλή τρόπο και ότι ο βαρύτατος τραυματισμός του ενάγοντος που προκλήθηκε από την κατάρρευση του κτιρίου, τελούσε σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις πράξεις και παραλείψεις αυτές της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Επίσης, κρίθηκε ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν διακόπηκε από συμβάν ανωτέρας βίας διότι το απρόβλεπτο γεγονός του σεισμού δεν συνεπαγόταν αναπότρεπτη ζημία, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν η ένταση του σεισμού που συνετέλεσε στην κατάρρευση του κτιρίου, αφού η τελευταία θα ήταν δυνατή και με μικρότερη σεισμική δόνηση, αλλά η μη σύννομη κατασκευή του. Συνέτρεχε, επομένως, περίπτωση ευθύνης της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 ΑΚ.

ΔΟΜΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ      ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Στην  αγωγή  δε  γράφουμε  ότι  ασκήθηκε  εμπροθέσμως,  αλλά  εξετάζεται  το ζήτημα της  παραγραφής της  ένδικης  αξίωσης. Το ζήτημα, όμως, της  παραγραφής  δεν αποτελεί  προυπόθεση  του παραδεκτού  και γι’  αυτό,  όταν    εξετάζουμε  τη συνδρομή  των διαδικαστικών  προυποθέσεων  του παραδεκτού  της αγωγής   δεν αναφέρουμε  μεταξύ αυτών  και  τη  μη παραγραφή  της αξίωσης  (γι’ αυτό  σε περίπτωση  παραγραφής, η αγωγή απορρίπτεται  ως  αβάσιμη  και  όχι ως απαράδεκτη).

2. Δε  γράφουμε  «το καθού  Δημόσιο»,  αλλά  το εναγόμενο  Δημόσιο  ούτε ότι  η αγωγή  ασκήθηκε  παραδεκτώς  και κατά  τα λοιπά νομοτύπως, αλλά  μόνον  ότι  ασκήθηκε  παραδεκτώς.

3. Όταν  έχει  εκδοθεί  προδικαστική   απόφαση  για  συμπλήρωση των αποδείξεων  ή για την πρόοδο  της  δίκης, τότε  στη  μετ’ απόδειξη  συζήτηση  δεν εξετάζεται  και πάλι  το  ζήτημα  της  νομιμοποίησης  του υπογράφοντος  το δικόγραφο  δικηγόρου  (εννοείται ότι  τούτο έχει  ελεγχθεί  μετά   την πρώτη συζήτηση  επί της  οποίας εκδόθηκε   η  μη οριστική  απόφαση),  αλλά     εξετάζεται  μόνο   αν  νομιμοποιείται  ο  δικηγόρος  που παραστάθηκε.

4. Στην 1η σελίδα  της απόφασης  δε γράφουμε ότι  το  Δημόσιο εκπροσωπήθηκε   από  τον Υπουργό  Οικονομικών, ο οποίος  δεν εμφανίσθηκε,  αλλά  ότι  «εκπροσωπήθηκε  από  τον Υπουργό. για  τον οποίο  παραστάθηκε  ο  δικαστικός  πληρεξούσιος  …»

5. Στο  δικονομικό  ιστορικό  της  οριστικής  απόφασης    δε γράφουμε  ότι αποτελεί    «αναπόσπατο  μέρος   αυτής  η προδικαστική»  ούτε  ότι  η υπόθεση  επανεισάγεται  προς  νέα  συζήτηση  και κρίση, αλλά  ότι  η  υπόθεση επαναφέρεται  προς συζήτηση  μετά  την  εκτέλεση  της προδικαστικής  απόφασης  κάνοντας  σύντομη   αναφορά  σε  όσα  ζητήθηκαν  με αυτήν.

6.  Επίσης, στο  δικονομικό  ιστορικό  θα ήταν  προτιμότερο  να μη γίνεται  ανάλυση   των   αιτούμενων  ως αποζημίωση  ποσών  που  αφορούν   στην επελθούσα  ζημία, στη μέλλουσα  και στο διαφυγόν κέρδος,  αλλά  να  αναγράφεται  το   συνολικό  αιτούμενο  ποσό  που  αντικρίζει  την   περιουσιακή ζημία   και  το  ποσό  που,  τυχόν, ζητείται  ως   χρηματική ικανοποίηση  για  την αποκατάσταση  της μη περιουσιακής  ζημίας.

7. Στο διατακτικό  της απόφασης  πρέπει  να αναγράφεται  το  ποσό    ολογράφως και αριθμητικώς και  να μη  γίνεται  μνεία  της μορφής της  ζημίας  προς  αποκατάσταση  της οποίας  επιδικάζεται, δηλαδή  δε  γράφουμε  ότι  το  συγκεκριμένο  ποσό  πρέπει  να καταβληθεί  προς αποκατάσταση  της  επελθούσας ζημίας  κλπ.  Γι’ αυτό  στη σχετική διάταξη  του διατακτικού   γράφουμε  ότι  π.χ. «Αναγνωρίζει ότι υποχρεώνει  το εναγόμενο  Δημόσιο να καταβάλλει  στην ενάγουσα,  για  την αιτία  που αναφέρεται  στο  σκεπτικό  (και όχι ιστορικό) της παρούσας,  το  ποσό …».

8. Επίσης, στο διατακτικό  δε  γράφουμε  «Απορρίπτει  την αγωγή  ως αβάσιμη», αλλά  «Απορρίπτει  την αγωγή».

9.  Οι διατάξεις  του διατακτικού  είναι  αυτοτελείς  και γράφονται  η μία  κάτω από την άλλη  και  όχι  ως συνεχόμενες  προτάσεις.

10.   Σε περίπτωση  σωματικής  βλάβης,  αυτή  δεν είναι  υλική  βλάβη, αλλά  το ζημιογόνο  αποτέλεσμα  του  επίμαχου  ζημιογόνου  γεγονότος.

11. Οι  ένορκες  καταθέσεις  (άρθρο 185 ΚΔΔ) δεν είναι  δημόσια  έγγραφα,  αφού  η σχετική  διάταξη  εντάσσεται στο κεφάλαιο  Θ  του  ως   άνω Κώδικα  με τίτλο «Μάρτυρες».

12. Ως προς  την  απόδειξη  της  θετικής  ζημίας  (επελθούσα και  μέλλουσα)  απαιτείται  πλήρης απόδειξη,  και  μόνο για την απόδειξη  της  αποθετικής ζημίας (διαφυγόν κέρδος)  αρκεί  η πιθανολόγηση.

13. Ως προς την απάντηση του τρίτου ερωτήματος δεν χρειάζεται να εκτίθεται το τι ισχυρίζεται η ενάγουσα με το δικόγραφο της αγωγής, καθώς επίσης και δεν χρειάζεται η παράθεση των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., δηλαδή να μη φαίνεται ότι γίνεται στο σχέδιο της απόφασης θεωρητική ανάπτυξη.

14. Στο διατακτικό αναγράφουμε: Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και δεν αρκεί μόνη η αναφορά της φράσης: Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα. Τέλος, δεν χρειάζεται στο διατακτικό η παράθεση διατάξεων.

Η ΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Η αξίωση του διοικούμενου για καταβολή χρηματικής αξίωσης που έχει κατά του κράτους από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, κατά κανόνα ικανοποιείται δικονομικά με το ένδικο βοήθημα της αγωγής κατ΄άρθρο 71 ΚΔΔ.

Ανάλογα  με το πεδίο στο οποίο εκδηλώνεται η ενοχική υποχρέωση του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ  διακρίνουμε και τα είδη των αγωγών σε: α) Αγωγή από αδικοπραξία. β) Αγωγή από συμβατική ευθύνη (λ.χ αγωγή από σύμβαση προμήθειας). γ) Αγωγή από προσυμβατική ευθύνη, δ) ευθεία αγωγή, ε) αγωγή από νόμιμες ενέργειες του κράτους πχ λόγω ένταξης ακινήτου σε ζώνη προστασίας αρχαιοτήτων Α, στ) αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Αρχικά η αγωγή στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο είχε ένα καθαρά επικουρικό χαρακτήρα αφού προβλεπόταν μόνο στις περιπτώσεις διαφορών από την κοινωνική ασφάλιση ή την αποκαταστατική νομοθεσία και κάλυπτε μόνο την ικανοποίηση αξιώσεων που δεν μπορούσαν να επιδιωχθούν με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής (ΣΕ 1084/1984).

Διεύρυνση του ρόλου της αγωγής στη διοικητική δικονομία επέφερε κατ’ αρχήν ο ν. 1406/1983 που υπήγαγε στα διοικητικά δικαστήρια τις διαφορές της αστικής ευθύνης του Κράτους και των ν.π.δ.δ., καθώς και εκείνες που αφορούσαν στις αποδοχές του προσωπικού του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ.

Στη συνέχεια με το ν. 1868/1989 (άρθρο 19 παρ.1 και 2) καθιερώθηκε η αυτοτέλεια της αγωγής έναντι των λοιπών ενδίκων βοηθημάτων του διοικητικού δικονομικού δικαίου, αυτοτέλεια που επιβεβαιώθηκε και νομολογιακά (ΣΕ 2312/1995).

 Εξάλλου, με την Α.Ε.Δ. 12/1993 κρίθηκε ότι υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια και οι διαφορές αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. που δημιουργούνται με την άσκηση αγωγής. 

 Ενοποίηση των ρυθμίσεων περί αγωγής επέφερε ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999) με τα άρθρα 71-78 και 80, ενώ σημαντικές ήταν και οι αλλαγές που επέφερε ο ν.3659/08.

Όμως με το άρθρο 48§1 του ν.3900/2010,   οι διαφορές από αποζημιώσεις που προκαλούνται από αυτοκίνητα του δημοσίου υπάγονται για το ενιαίο της δικαιοδοσίας  (α.94§3Σ) στα πολιτικά Δικαστήρια. Ειδικότερα  ορίζεται ότι : «στην περίπτωση η΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α΄) προστίθενται εδάφιαως εξής: «Εξαιρούνται οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο. Οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρί­ων. Η ισχύς του προηγούμενου εδαφίου αρχίζει τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημε­ρίδα της Κυβερνήσεως.» Ο 3900/10 άρχισε να ισχύει από 1.1.2011 και συνεπώς η δικαιοδοσία επι τροχαίων με εμπλεκόμενα οχήματα του δημοσίου άρχισε από 2.4.2011. Θα πρέπει να προσεχθεί όμως ότι η διάταξη αφορά ζημιές που προκαλούν οχήματα του δημοσίου σε άλλα οχήματα ή σε πεζούς ή  σε άλλα αντικείμενα, ανεξάρτητα εάν ασκούν ή όχι δημόσια εξουσία (ΑΕΔ 5/95). Αντίθετα , ζημίες πού προκαλούνται σε οχήματα ιδιωτών από άλλες πράξεις η παραλείψεις οργάνων του Δημοσίου, πλην της οδήγησης οχημάτων, παραμένουν στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων .

          Στα πλαίσια του αναιρετικού ελέγχου επί διαφορών που γεννώνται με την άσκηση αγωγής, αρμόδια Τμήματα του ΣτΕ είναι το Α’ και το ΣΤ (άρθρα 1 περ. β και 6 περ. δ του π.δ. 361/2001). Ο αναιρετικός έλεγχος του ΣτΕ επί ζητημάτων διαφορών που γεννώνται με την άσκηση αγωγής αναφέρεται σε ζητήματα αυτεπαγγέλτου ελέγχου, στους δικονομικούς περιορισμούς στην άσκηση της αγωγής και σε ζητήματα των ορίων ελέγχου από τα δικαστήρια της ουσίας όταν εκδικάζουν αγωγές.

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΑΓΩΓΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Η αγωγή , ως εισαγωγικό ουσιαστικής διοικητικής δίκης ένδικο βοήθημα, σύμφωνα με την σαφή διάταξη του άρθρου 71 του ΚΔΔ,  έχει ως αντικείμενο αποκλειστικά την ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης  που πηγάζει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.  Πρόκειται για αγωγές μόνο χρηματικού περιεχομένου.Άλλα είδη αγωγών , που συναντάμε στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου δεν έχουν αντιστοιχία στη διοικητική δικονομία πχ δεν υπάρχουν στη διοικητική δικονομία αγωγές  διαπλαστικές, εμπράγματες,  γαμικών διαφορών  κλπ.

          Ειδικότερα διακρίνουμε :

          

Ι. ΕΙΔΗ ΑΓΩΓΗΣ.

α) την αγωγή αποζημίωσης, που στηρίζεται στα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ.

          β) την  ευθεία αγωγή ,όταν η επίδικη χρηματική αξίωση στηρίζεται σε ειδικές διατάξεις, έτσι ώστε με την αγωγή αυτή επιδιώκεται ευθέως η ικανοποίηση της χρηματικής παροχής που προβλέπει συγκεκριμένη διάταξη και όχι η αποκατάσταση της ζημίας του ιδιώτη. Έτσι, για παράδειγμα, η αγωγή για την καταβολή των αυξημένων μισθών που οφείλονται κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής άδειας στην αλλοδαπή δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου που προβλέπεται σε ειδική διάταξη Νόμου. Αντίθετα  η αγωγή για την καταβολή στεγαστικού επιδόματος σε αστυνομικό που δεν προβλέπεται σε ειδική διάταξη υπέρ των αστυνομικών  αλλά προβλέπεται μόνο υπέρ στρατιωτικών και  στον οποίο δεν χορηγήθηκε αυτό κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, ενώ χορηγήθηκε στους στρατιωτικούς που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες μπορεί αν ζητηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 105-106 ΕισΝΑΚ.

Με το άρθρο 69περ.γ του ν.3900/10 καταργήθηκε η παρ.5 του άρθρου 71 που όριζε ότι η ευθεία αγωγή είναι απαράδεκτη όταν για την αξίωση πρέπει προηγουμένως να αποφανθεί  θεσμοθετημένο όργανο.

          γ) την αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού,

          δ) την πλαγιαστική αγωγή : είναι η αγωγή του δανειστή (μη δικαιούχος διάδικος) σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ.3 του ΚΔΔ με αίτημα την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως στον οφειλέτη του που είναι δανειστής του δημοσίου  δυνάμει εννόμου σχέσεως δημοσίου δικαίου.

Επί προσωποπαγών αξιώσεων η  πλαγιαστική αγωγή είναι απαράδεκτη πχ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, για μη δεδουλευμένες μελλοντικές  αποδοχές, επί υποχρεωτικής ασφαλίσεως,  .

Η αγωγή εισήχθη για πρώτη φορά στο χώρο της διοικητικές δικονομίας με τον ΚΔΔ και η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων μόνο μια φορά έχει απασχοληθεί (ΔΠΑΘ 7116/2002). Επρόκειτο για υπόθεση όπου ο δανειστής Κοινότητας ανεζήτησε από το κράτος την καταβολή αποζημιώσεως για λογαριασμό της Κοινότητας από παράνομη κατ΄αυτόν ανάκληση επιχορηγήσεως του δημοσίου προς την Κοινότητα. Η αγωγή αυτή απερρίφθη λόγω έλλειψης παρανόμου πράξεως , διότι κρίθηκε ότι ήταν νόμιμη η ανάκληση της επιχορηγήσεως.

Συνήθως οι δανειστές προτιμούν ως αποτελεσματικότερο όπλο την κατάσχεση εις χείρας τρίτου.

Προσοχή ως προς την  έννομη σχέση της οποίας η επιδίκαση ζητείται πλαγιαστικώς :  Θα πρέπει να είναι δημοσίου δικαίου , ενώ αμφισβητείται εάν και η αξίωση του δανειστή που ασκεί την πλαγιαστική αγωγή μπορεί να είναι και ιδιωτικού δικαίου π.χ Ο εργοδότης παρακρατεί και αποδίδει στη Δ.Ο.Υ αχρεώστητα φόρο  εισοδήματος  του μισθού του υπαλλήλου του. Εν συνεχεία ο υπάλληλος αδρανεί  και δεν αναζητεί από την Δ.Ο.Υ το ποσό. Ο εργοδότης παράλληλα έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του υπαλλήλου του από άλλη αιτία. Γεννάται θέμα εάν μπορεί να ζητήσει στα ΤΔΔ πλαγιαστικά το ποσό του αχρεώστητου φόρου , με καταψηφιστική προσφυγή ως  δανειστής του υπαλλήλου.

Η πλαγιαστική αγωγή δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά  του οφειλέτου αλλά αρκεί να στρέφεται κατά του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ (ΑΠ 134/09).

Ο μέτοχος ΑΕ δεν είναι δανειστής της ΑΕ, αλλά ο εταίρος ΕΠΕ έχει την ειδική πλαγιαστική αγωγή του αρθ.26 του ν.3190/55.

Η αδράνεια του οφειλέτη πρέπει να αναφέρεται από τον πλαγιαστικώς ενεργούντα δανειστή στην αγωγή άλλως είναι αόριστη (ΑΠ 134/09).

Ο ενάγων δανειστής, ζητώντας πλαγιαστικά έννομη προστασία, νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος. Η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή από το δικαίωμα του οφειλέτη ως και η αδράνεια του οφειλέτη προς ενάσκηση του δικαιώματός του, αποτελούν στοιχεία για τη δικαιολόγηση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος προς έγερση της σχετικής αγωγής.

Αίτημα αυτής είναι η καταβολή της παροχής όχι στον ενάγοντα αλλά στον οφειλέτή του, του οποίου και ενασκείται το δικαίωμα, ενώ έτσι δεν μεταβάλλεται ο φορέας του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά μόνο διευρύνεται η ενεργητική νομιμοποίηση (βλ. ΔΠΑΘ 7116/02, ΕφΑθ 1750/1987, ΕφΑθ 6912/1996 ΕλΔ 1997-1599, ΕφΑθ 3256/1986 ΕλΔ 1986-1179).

           ε) την Παρεμπίπτουσα αγωγή (77) .Είναι η αγωγή με την οποία αναζητούνται χρηματικές αξιώσεις παρεμπιπτόντως χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια αξίωση για την οποία ήδη υφίσταται εκκρεμοδικία πχ αγωγή περί τόκων στα πλαίσια της κύριας αγωγής περί αποζημιώσεως, όχι όμως και η αγωγή καταβολής τόκων επί του ήδη αιτουμένου με την κυρία δίκη ποσού των τόκων (αγωγή ανατοκισμού) ή χρηματικές αξιώσεις συμπληρωματικές της αρχικής παροχής πχ στην αρχική αγωγή ζητήθηκαν μόνο τα νοσήλια και με την παρεμπίπτουσα ζητούνται και διαφυγόντα εισοδήματα, διότι είναι ίδιο είδος ζημίας .

Ενόψει της ρητής διατύπωσης του άρθρου 77 με την παρεμπίπτουσα αγωγή δεν μπορούν να διορθωθούν ελλείψεις της κύριας αγωγής. Έτσι δεν είναι δυνατό με παρεμπίπτουσα αγωγή να ζητηθεί η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Ομοίως δεν μπορεί να ζητηθούν με τους προσθέτους λόγους ή το υπόμνημα.

Στη διοικητική δίκη η παρεμπίπτουσα αγωγή ασκείται πάντα από τον ήδη ενάγοντα στη κύρια δίκη κατά του δημοσίου ή νπδδ διαδίκου εναγομένου.

Η παρεμπίπτουσα αγωγή ασκείται μόνο με δικόγραφο αγωγής, σύμφωνα με την ανάλογη  εφαρμογή του άρθρου 114 παρ.2 ΚΔΔ , το οποίο πρέπει να κατατεθεί και να επιδοθεί 6 ημέρες πριν την συζήτηση, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ Ολομ. 2/94).

 Ως προς την παραγραφή η Ολομ. ΑΠ 40/96 έκρινε ότι εφαρμοστέα είναι η διάταξη του 937 ΑΚ,, ήτοι εικοσαετής, εάν  παρεμπίπτουσα αγωγή ασκηθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της πενταετίας από τη γνώση των επιζήμιων συνεπειών, διότι ως πρόσθετη αξίωση βαίνει περάν του αντικειμένου της κύριας δίκης και η παραγραφή δεν θα  μπορούσε να είχε διακοπεί κατά την άσκηση της κύριας αγωγής.

      Στ) την αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατ΄άρθρο 932 ΑΚ.

      Ζ) την αγωγή αποζημίωσης από προσυμβατική ευθύνη κατ΄άρθρα 197 ΑΚ αναλόγως εφαρμοζόμενα (ΣτΕ 3692/15)

      Η) την ενδοσυμβατική αγωγή από αξιώσεις εκ της εκτελέσεως της έγκυρης διοικητικής σύμβασης. Αυτή εισάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο ΔΕΦ.

      Θ) την αγωγή χρηματικής αποζημίωσης από νόμιμες πράξεις του κράτους που όμως είναι ζημιογόνες για τον ενάγοντα (βλ. ΣτΕ 1501/14, Ολομ.).

         

ΙΙ. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ.

           Η προσφυγή ως εισαγωγικό ένδικο βοήθημα κατά των ατομικών διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων, ναι μεν  έχει διαπλαστικό χαρακτήρα αλλά όχι μόνο, αφού σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την προσφυγή μπορεί να επιδιωχθεί, στα πλαίσια της ουσιαστικής διοικητικής δίκης, από τον ενδιαφερόμενο, η ικανοποίηση οποιασδήποτε απαίτησης απορρέει από το ουσιαστικό περιεχόμενο δικαιώματος, σχέσης ή κατάστασης δημοσίου δικαίου δηλαδή η προσφυγή, και αντίστοιχα η εκδιδόμενη επί αυτής δικαστική απόφαση, μπορούν να έχουν και καταψηφιστικό χαρακτήρα, δοθέντος ότι το δικαστήριο, κρίνοντας τη σχετική διαφορά κατά το νόμο και τα πράγματα και έχοντας πλήρη κατά το Σύνταγμα δικαιοδοσία, έχει την εξουσία όχι μόνο να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, αλλά και να προβεί στην τελική διαμόρφωση του ουσιαστικού περιεχομένου του δικαιώματος, με τον καθορισμό και την επιδίκαση του τυχόν οφειλόμενου χρηματικού ποσού. Η καταψηφιστική λειτουργία της προσφυγής είναι ιδιαίτερη συχνή στις : α) κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, β) στις φορολογικές διαφορές  , όπου ρητά με το άρθρο 71§4 ΚΔΔ ρητά απαγορεύεται η άσκηση αγωγής. Έτσι στις εν στενή εννοία φορολογικές και  τελωνειακές διαφορές η καταψηφιστική αγωγή είναι ο μόνος τρόπος αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων , προστίμων κλπ.(ΣτΕ 2190/14, Ολομ.)  και γ) και στις διοικητικές συμβάσεις (ΣτΕ 4150/1998, 4837/1997, 3117, 3786/1992, 2238, 4403, 4621/1991).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την νομολογία και επι «καταψηφιστικών» προσφυγών προβλέπεται παράβολο και όχι δικαστικό ένσημο ( ΣτΕ 1857/10,Στ’ 7μ).

Η ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

          Καθιερώνεται στο άρθρο 80 παρ.2 του ΚΔΔ και ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής».

Πάντως κατά την πάγια νομολογία η αγωγή δεν θεωρείται παράλληλη προσφυγή με την αίτηση ακυρώσεως, πλην της περιπτώσεως , όπου η σύμβαση προμηθειών ήταν ορισμένου χρόνου και η κατ΄ αυτής αίτηση ακύρωσης συνεζητήθη μετά την πάροδο του χρόνου, ώστε η  ακυρωτική δίκη να καταργείται κατ΄άρθρο 32 πδ 18/89, οπότε μόνο με αγωγή πλέον μπορεί να προστατευθεί ο αιτών. 

Με την επταμελούς συνθέσεως ΣτΕ, Β΄τμ. 3519/2011 (μειοψ.) αποσαφηνίζεται ότι επι διοικητικών συμβάσεων ( πλην της ανωτέρω περιπτώσεως που εξαιρείται κατά τα ανωτέρω)  που εκτελέστηκαν πριν εκδικαστεί η εκκρεμής αίτηση ακύρωσης,  η ακυρωτική δίκη (για την διαπίστωση του παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως αναθέτουσας αρχής),εξακολουθεί να έχει αντικείμενο και δεν εκλείπει το έννομο συμφέρον του αιτούντος εκ του ότι κατά το χρόνο συζήτησής της υπόθεσης η επίμαχη σύμβαση έχει καταρτιστεί.

Ειδικώς στις διοικητικές συμβάσεις ο ανάδοχος οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου, πρώτα να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/1984 διαδικασία διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς και, μόνο, κατόπιν ν’ ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο, είτε κατά της πράξεως, στην οποία η διαδικασία αυτή κατέληξε, είτε κατά της παραλείψεως εκδόσεώς της (Σ.τ.Ε. 2645/1992, 3324/1998, 1127/2003). Όταν, όμως, δεν πρόκειται περί βλαπτικής για τον ανάδοχο πράξεως της Διοικήσεως, αλλά, αντίθετα, περί πράξεως της οποίας αυτός επιδιώκει την υλοποίηση ήδη εκδοθείσης πράξεως ( όπως επί πράξεως της Διευθύνουσας Υπηρεσίας περί εγκρίσεως του τελικού λογαριασμού του έργου η οποία αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του), τότε, στην περίπτωση που, στη συνέχεια η Διοίκηση αρνείται να ικανοποιήσει τη σχετική απαίτησή του, το ένδικο βοήθημα με το οποίο ο ανάδοχος μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά την απαίτησή του, είναι η εκ της συμβάσεως ευθεία αγωγή, η οποία εκδικάζεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο (Σ.τ..Ε.1074/09, 1591/2007, 566/2009). Να σημειωθεί ότι ρητά με το αρθ.4παρ.3 του ν.3481/06 επιτρέπεται  στην ως άνω περίπτωση η άσκηση αγωγής στα δημόσια έργα.

             Αντίθετα  στις συμβάσεις των δημοσίων προμηθειών,  δεν προβλέπεται κατά το στάδιο εκτελέσεως αυτών και ειδικότερα της παραλαβής των υλικών και της πληρωμής του προμηθευτή, η έκδοση από τη Διοίκηση εκτελεστών διοικητικών πράξεων και συνεπώς συνάγεται ότι το ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί ο προμηθευτής να ικανοποιήσει τις πάσης φύσεως απαιτήσεις του είναι η εκ της συμβάσεως ευθεία αγωγή, η οποία δικάζεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο (βλ. ΣτΕ 1076/09,  2606/1998, 3141/2006 Ολομ.) και συνεπώς λογίζεται ως παράλληλη προσφυγή.

Ομοίως και όταν το Δημόσιο πρέπει να στραφεί κατά του εργολάβου ή του εγγυητή και δεν διαθέτει άλλο δραστικότερο μέσο , τότε ο μόνος τρόπος είναι η έγερση αγωγής στο ΔΕΦ. Πρόκειται για μοναδική περίπτωση που η νομολογία δέχεται ότι ενάγων είναι το δημόσιο και εναγόμενος στο ΔΕΦ ο εργολάβος (βλ. ΣτΕ 2537/07).

Συνεπώς , λόγω της αυτοτέλειας της αγωγής,  η προηγούμενη άσκηση του διαπλαστικού ενδίκου βοηθήματος, ήτοι αίτησης ακυρώσεως, προσφυγής ουσίας ή ανακοπής, κατά τις οικείες διατάξεις του π.δ 18/1989, του ν.702/1977, 1406/1983, ή των άρθρων 71επ.του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999), κατά της παράνομης και επιζήμιας για τον διοικούμενο νομικής (όχι υλικής) ενέργειας της Διοίκησης, δεν συνιστά προϋπόθεση-θετική ή αρνητική- για την παραδεκτή έγερση αγωγής αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 104-105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της επελθούσης ζημίας . Έτσι δεν υπάρχει  τμήμα της κρατικής εξουσίας εκτός δικαστικού ελέγχου της νομιμότητάς του διότι ακόμη οι «κυβερνητικές» πράξεις ελέγχονται στα πλαίσια της αγωγής, αφού ο έλεγχος αυτός είναι παρεμπίπτων και δεν θίγει το κύρος τους.

Εξαίρεση υπάρχει  επι δημοσίων συμβάσεων του Ν. 3886/10 , αρθ.9 παρ.2, όπου εάν γίνει δεκτή η αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει πρώτα να ασκηθεί η αίτηση ακυρώσεως και εν συνεχεία η αγωγή , διότι άλλως η πρότερη άσκηση αγωγής είναι απαράδεκτη.

Επίσης κρίθηκε από το ΕΔΔΑ (Αθανασίου κατά Ελλάδας) ότι η καθυστέρηση της δίκης πέραν των ευλογών ορίων πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στους διαδίκους να ζητήσουν εύλογη ικανοποίηση από το εγχώριο δικαστήριο με ειδικό ένδικο βοήθημα (αίτηση δίκαιης ικανοποίησης) και δεν μπορεί η αγωγή να το υποκαταστήσει.

Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Εξαιρούνται και άρα ασκείται απαράδεκτα η αγωγή στις περιπτώσεις που ο νόμος έχει αντίθετη ρητή πρόβλεψη (θα πρέπει πάντως να ελέγχεται η Συνταγματικότητα μιας τέτοιας ρητής εξαίρεσης). Ειδικότερα  :

Α) Οι Φορολογικές  και τελωνειακές διαφορές εισάγονται μόνο με προσφυγή λόγω της ρητής απαγόρευσης του άρθρου 71§4 ΚΔΔ(ΣτΕ 1062/2006, 2950/2003)

Θα πρέπει πάντως ο Δικαστής στη περίπτωση αυτή,  πριν καταλήξει σε κρίση περί απορρίψεως, να έχει εξαντλήσει κάθε προσπάθεια να ερμηνευθεί το δικόγραφο ως προσφυγή με καταψηφιστικό αίτημα,ιδίως θα πρέπει να μην προκύπτει από κανένα στοιχείο του ιστορικού και εν γένει του φακέλου η ύπαρξη διοικητικής πράξης, που θα μπορούσε να ακυρωθεί ή τροποποιηθεί, οπότε καθ΄ ερμηνεία το δικόγραφο της αγωγής θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσφυγή, εφόσον βέβαια υπάρχει ή σαφώς συνάγεται αίτημα ακυρώσεως στο αγωγικό δικόγραφο και όχι μόνο αίτημα αποζημίωσης.

Ενδεικτικά έχουν απορριφθεί ως απαράδεκτες : 1) αγωγή αποζημίωσης, για καταβολή ποσού, που αντιστοιχούσε στα τέλη που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος παρανόμως ή αχρεωστήτως κατέβαλε για την ταξινόμηση επιβατικού αυτοκινήτου που περιήλθε στην ιδιοκτησία του (ΔΠΑ 4330/2003).   2) Αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου για επιστροφή στους ενάγοντες ως αχρεωστήτως καταβληθέντων των φόρων μεταβίβασης ακινήτου  (ΜΔΠΑ 13889/2004).  3) Αγωγή για την επιστροφή δικαστικού ενσήμου και τελών απογράφου (φόρων) γιατί κατά τους ισχυρισμούς του το ποσό της αποζημίωσης που εισέπραξε λόγω απαλλοτρίωσης ακινήτου καταβάλλεται ατελώς (ΤΔΠΑ 4852/2004).

          Η διάταξη του άρθρου 71πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά. Δηλαδή δεν είναι παραδεκτή η άσκηση της αγωγήςόταν την ζημία κατά το ιστορικό της αγωγήςτην προκάλεσεη πράξη που καταλογίζει φόρο ή φορολογικό πρόστιμοή εν γένει έχει άμεση σχέση με αυτή πχ η άρνηση του εφόρου να επιστρέψει τον αχρεώστητα καταλογισθέντα φόρο. Ομοίως  πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αγωγή του ενάγοντος που ζητά χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχολογικής αναταραχής που του προκάλεσε η παράνομη πράξη καταλογισμού υπέρογκου φόρου που εν συνεχεία ακυρώθηκε, διότι εδώ την ζημία ο εναγών ιστορεί ότι του την προκάλεσε ευθέως η καταλογιστική φορολογική πράξη.

Αντίθετα όμως πρέπει να θεωρήσουμε ως παραδεκτή την   αγωγή που ασκείται κατ΄άρθρο 105 ΕισΝΑΚ εάν η παράνομη πράξη δεν επιβάλλει φορολογική καταβολή, δεν καταλογίζει δηλαδή φόρο ή πρόστιμο, αλλά είναι  παρακολουθηματική της φορολογικής διαφοράς και ζημίωνει ή προκαλεί ψυχικό άλγος στο διοικούμενο. Εάν δηλαδή την ζημία δεν την προκαλεί ευθέως η πράξη καταλογισμού φόρου, προστίμου κλπ αλλά ο ενάγων διατείνεται ότι την ζημία ή το ψυχικό άλγος προκάλεσε παράνομη πράξη κρατικού οργάνου στα πλαίσια ενεργειών της φορολογικής αρχής για την σύλληψη ή εξασφάλιση του φόρου πχ παράνομη υπουργική απόφαση που διατάσσει λόγω φορολογικών οφειλών το κλείσιμο επιχειρήσεως ή γραφείου ως εξασφαλιστικό μέτρο του δημοσίου(ΣτΕ 2732/04) ή αγωγή που στηρίζει το παράνομο σε ενέργεια του Υπουργού οικονομικών που δημοσίευσε κατάλογο «φοροφυγάδων» μεταξύ των οποίων κατονομάζετο και ο ενάγων  πριν υπάρξουν τελεσίδικες αποφάσεις και ενώ εκκρεμούσαν σχετικές προσφυγές που τελικά ευδοκίμησαν.

 Θα πρέπει να επισημανθεί ότι παραδεκτώς εγείρεται αγωγή για τόκους που οφείλονται επι αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και μπορεί να σωρευθεί με την προσφυγή κατά της άρνησης του εφόρου να επιστρέψει τους αχρεώστητους φόρους ( ΣτΕ 248/08 Ολομ), η δε τοκοφορία ξεκινά από την κατάθεση της φορολογικής προσφυγής (ΣτΕ 2190/14 Ολομ.).

          Β. Απαγόρευση άσκησης δεύτερης αγωγής  ( 76 παρ.1 ΚΔΔ):

Η απαγόρευση αφορά τον ίδιο ενάγοντα και το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή πρέπεινα υπάρχει ταυτότητα ως προς το αίτημα και την ιστορική βάση με την πρώτη αγωγή.

Η εκκρεμοδικία δημιουργείται από την ημέρα κατάθεσης της πρώτης αγωγής και ανεξαρτήτως επίδοσης αυτής.

Με το άρθρο 8παρ.1 του ν.3659/08 αναριθμήθηκε η παρ.2 σε 3 και προσετέθη νέα παρ.2 στο άρθρο 76 έτσι ώστε πλέον επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής εφόσον η πρώτη έχει απορριφθεί για τυπικούς λόγους και υπό τον όρο ότι η δεύτερη αυτή αγωγή θα πρέπει να ασκηθεί εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης, τα δε αποτελέσματα της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της απορριφθείσης πρώτης αγωγής. Λύεται έτσι το θέμα συνταγματικότητας που είχε δημιουργηθεί με την προϊσχύουσα διάταξη για την οποία είχε εκδοθεί η παραπεμπτική στην Ολομ. ,ΣτΕ 3694/06 και εν τέλει εξεδόθη η Ολομ. 3840/2009 η οποία έκρινε  : α) ότι στην ένδικη διαφορά δεν έχει εφαρμογή ο ν.3659/08 , διότι οι συζητήσεις των παραπεμπτικών έγιναν πριν από την ισχύ του νόμου, β) ότι η προγενέστερη ρύθμιση του άρθρου 76 δεν αντίκειτο στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, παρά το γεγονός ότι η αγωγή είχε απορριφθεί λόγω αοριστίας (μειοψ. ενός Συμβούλου ότι εκ της φύσεως της η αόριστη αγωγή δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και άρα δεν μπορεί να γίνει λόγος για ταυτότητα διαφοράς, ενώ άλλος μειοψηφήσας Σύμβουλος διετύπωσε την άποψη ότι η  ρύθμιση είναι υπερβολικά αυστηρή ερχόμενη σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 20 παρ.1 του Σ).

Νομολογιακές περιπτώσεις :a) ασκήθηκε αγωγή για καταβολή επιδόματος αλλοδαπής, ύψους 7.800 δολλαρίων. Το Δ. Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη και έκρινε ότι η ενάγουσα δικαιούται μεγαλύτερο του αιτηθέντος ποσό (17.080 δολ.) αναγνώρισε όμως ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτηθέν ποσό των 7.800 δολ. Η ενάγουσα επανήλθε με νέα αγωγή στο Δ. Πρωτοδικείο ισχυριζόμενη ότι εκ παραδρομής δεν είχε υπολογίσει σωστά το ύψος της αξίωσής της και ζήτησε να της καταβάλει το Ελλ. Δημόσιο τη διαφορά των 9.280 δολ. ΤοΔιοικ. Πρωτ. με την 724/2003 απόφαση έκρινε ότι η νέα αγωγή που ασκήθηκε από την ίδια ενάγουσα, αφορούσε την ίδια αιτία και για το ίδιο χρονικό διάστημα ήταν δεύτερη και την απέρριψε ως απαράδεκτη.

 Β) Ασκήθηκε αγωγή για καταβολή αποδοχών. Μεταξύ των άλλων ζητήθηκαν και μελλοντικές απαιτήσεις (μετά την κατάθεση της αγωγής). Ως προς τις μελλοντικές απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο ενώ και το Εφετείο απέρριψε την έφεση, γιατί δεν ήταν εκκαθαρισμένη η αξίωση. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε νέα αγωγή και ζητώντας τις αποδοχές του ίδιου διαστήματος, που ήταν ήδη δεδουλευμένες. Το Δ. Πρωτοδικείο έκρινε ότι ήταν δεύτερη, ενώ το ΔΕφΑθ.3319/2005 δέχτηκε ότι δεν υφίσταται ταυτότητα αντικειμένου, αφού διαφοροποιούνται ως προς την πραγματική (ιστορική βάση), γιατί ενώ με την πρώτη αγωγή ζήτησε μελλοντικές μη δεδουλευμένες αποδοχές, με τη δεύτερη ζήτησε δεδουλευμένες, δικαστικώς επιδιώξιμες και επομένως δεν είναι δεύτερη αγωγή αλλά πρώτη.

ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

         Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος κατ’ αναίρεση των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων αναφέρεται πρωτίστως σε θέματα οριοθετήσεως της δικαιοδοσίας τους σε σχέση με τα πολιτικά δικαστήρια ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Έτσι, κατ’ αρχήν υπάρχει δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων όταν ο εναγόμενος είναι το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ και ηαξίωση απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου(θεωρία της υποκείμενης αιτίας).

Το ίδιο ισχύει καιόταν τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος είναι ν.π.δ.δ. (ΣΕ 1053/2004 αγωγή οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως με την οποία επιδιώκεται η είσπραξη από άλλο αντίστοιχο οργανισμό του ποσού της συμμετοχής του στα πλαίσια του θεσμού της διαδοχικής ασφαλίσεως).

Υποκατάσταση του προσώπου του εναγομένουΚρίσιμος ο χρόνος εκδόσεως της παράνομης πράξης.

 Στις περιπτώσεις μετατροπής όπου στη θέση του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. αλλάζει το οργανωτικό σχήμα και υποκαθίσταται εκ του νόμου ιδιώτης ή ν.π.ι.δ. και το αντίθετο. Στη περίπτωση αυτήθα πρέπει να διακρίνουμε:

 α) αξιώσεις που γεννήθηκαν προ του χρόνου της υποκατάστασης . Δεν αλλάζει η δικαιοδοσία πχ  Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός της μεταγενέστερης μετατροπής του Αγίου Σάββα σε νπδδ, εφόσον κατά το χρόνοεκδόσεως της  πράξεως ήταν νπιδ και αρμόδια παραμένουν τα πολιτικά δικαστήρια (ΣτΕ 2467/93 7μ, 465/04,

 β) Αντίθετα οι αξιώσεις που γεννώνται μετά την υποκατάσταση υπάγονται στη νέα δικαιοδοσία(ΣΕ 1485/2005).

Ομοίως και σε περίπτωση που πρόκειται για αξιώσεις από παράνομη πράξη που τελέστηκε όταν το νομικό πρόσωπο ήταν οργανωμένο σε ΝΠΔΔ.Κρίσιμη η οργάνωση του νομικού προσώπουκατά το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίαςκαιόχι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ή της συζήτησης.

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ:Αντίθετα από πλευράς ενάγοντος δεν υπάρχει πρόβλημα εφόσον την αγωγή εγείρει ο υποκαθιστάμενος αφού εξακολουθούν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων διαφορές όπου επέρχεται υποκατάσταση στο πρόσωπο του ενάγοντος ιδιώτη. Οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι νομιμοποιούνται με βάση το άρθρο 71 ΚΔΔ να εγείρουν την αγωγή κατά του Δημοσίου (ΣΕ 1027/1998 υποκατάσταση ασφαλιστή στη θέση του ζημιωθέντος εναγομένου και έγερση αγωγής). Αντίθεταεάν την αγωγή έχει εγείρει ήδη ο ζημιωθείςο ειδικός διάδοχος δεν μπορεί να συνεχίσει την δίκημπορεί όμως να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ αυτού ή κύρια παρέμβαση.

Ο θεσμός της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης δεν προβλέπεται στην Διοικητική Δίκη (α.83 ΚΠολΔ).

ΠΡΟΣΟΧΗ :στις διοικητικές συμβάσειςΙΣΧΥΕΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ. Δηλαδή εάν κατά την διάρκεια της δίκης αλλάξει η οργανωτική μορφή του νομικού προσώπου και μετατραπεί σε νπιδ ,τότε πλέον αρμόδια καθίστανται τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 42/2011).

 Κατά βάση λοιπόν ακολουθείταιη θεωρία της υποκείμενης αιτίας, έτσι εάν μεν οι πράξεις του Δημοσίου και των νπδδ αποτελούν άσκηση δημόσιας εξουσίας τότε διέπονται από τα άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ και αρμόδια είναι τα Διοικητικά δικαστήρια, ενώ εάν διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο τότε εφαρμογή έχει το άρθρο 104 του ΕισΝΑΚ και αρμόδια τα Πολιτικά Δικαστήρια  και συνακόλουθα τα 70 και 71 του ΑΚ.

Έτσι με την ΣτΕ 3027/98 κρίθηκε ότι η φύλαξη εμπορευμάτων στον χώρο του τελωνείου για εκτελωνισμό και πριν από την περαίωσή του δεν είναι απλή παρακαταθήκη αλλά έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, αφού δεν είναι δυνατή η παραλαβή τους από τον δικαιούχο και η καταστροφή αυτών από πυρκαγιά αποζημιώνεται από τα Διοικητικά Δικαστήρια (ΣτΕ 3688-93/07 7μ).  Όπως και η αγωγή Σ/φου κατά του Συμβολαιογραφικού  Συλλόγου (νπδδ) για να λάβει αχρεωστήτως παρακρατηθέντα αναλογικά δικαιώματα (ΣτΕ 3491/05).

Αντίθετα η αγωγή κατά του ΙΚΑ από τον υπερθεματιστή εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, διότι τα ΔιοικηΣχετικά με την υποκείμενη σχέση παρατηρείται ότι όταν αυτή είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (Α.Ε.Δ. 3/2004 διαφορά περί τις αποδοχές προσώπου που συνδέεται με το Δημόσιο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, Α.Ε.Δ. 7/2004 αξίωση από μισθωτική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου). Εξάλλου, και όταν ο ζημιωθείς ιδιώτης στρέφεται προσωπικώς κατά του ζημιώσαντος αυτόν οργάνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. η διαφορά υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια (Α.Ε.Δ. 53/1995). Το πολιτικό δικαστήριο βέβαια πρωτίστως θα πρέπει να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως εάν στο πρόσωπο του εναγομένου συντρέχει η αρχή του ανεύθυνου, οπότε σε καταφατική περίπτωση απορρίπτει την αγωγή.

Τα πολιτικά δικαστήρια ακύρωσαν τον πλειστηριασμό, υπάγεται στα πολιτικά διότι οι αξιώσεις του υπερθεματιστή κινούνται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 3727/01).

Ομοίως οι συμβάσεις εκμισθώσεως  ακινήτων εφόσον διέπονται από τα διατάγματα περί μισθώσεων του δημοσίου που δεν εγκαθιδρύουν υπερέχον νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου (ΣτΕ 2953/03) ή η αγωγή αποδοχών υπαλλήλου του δημοσίου με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 3/04).

  Σχετικά με την υποκείμενη σχέση παρατηρείται ότι όταν αυτή είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (Α.Ε.Δ. 3/2004 διαφορά περί τις αποδοχές προσώπου που συνδέεται με το Δημόσιο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, Α.Ε.Δ. 7/2004 αξίωση από μισθωτική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου). Εξάλλου, και όταν ο ζημιωθείς ιδιώτης στρέφεται προσωπικώς κατά του ζημιώσαντος αυτόν οργάνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. η διαφορά υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια (Α.Ε.Δ. 53/1995). Το πολιτικό δικαστήριο βέβαια πρωτίστως θα πρέπει να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως εάν στο πρόσωπο του εναγομένου συντρέχει η αρχή του ανεύθυνου, οπότε σε καταφατική περίπτωση απορρίπτει την αγωγή.Εφόσον λοιπόν ακολουθείται η θεωρία της υποκείμενης αιτίας (Α.Ε.Δ. 3/2004 διαφορά περί τις αποδοχές προσώπου που συνδέεται με το Δημόσιο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, Α.Ε.Δ. 7/2004 αξίωση από μισθωτική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου)  όταν ο ζημιωθείς ιδιώτης στρέφεται προσωπικώς κατά του ζημιώσαντος αυτόν οργάνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. η διαφορά υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια (Α.Ε.Δ. 53/1995). Το πολιτικό δικαστήριο βέβαια πρωτίστως θα πρέπει να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως εάν στο πρόσωπο του εναγομένου συντρέχει η αρχή του ανεύθυνου, οπότε σε καταφατική περίπτωση απορρίπτει την αγωγή.  

Έτσι η αγωγή που στρέφεται προσωπικώς κατά του υπαιτίου οργάνου πρέπει να ασκηθεί στα πολιτικά Δικαστήρια , άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης . Εφόσον όμως ασκηθεί στα πολιτικά δικαστήρια , το πρώτον που πρέπει να εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως διότι πρόκειται για ζήτημα δικαιοδοσίας τους, είναι  το θέμα εάν το εναγόμενο υπαίτιο όργανο καλύπτεται ή όχι από την αρχή του ανεύθυνου. Στη περίπτωση η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί διότι αρμόδιο είναι σύμφωνα με το άρθρο 98§1 περ.ε΄ το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Έτσι η αγωγή αποζημιώσεως προσωπικώς κατά του οδηγού οχήματος του ΟΛΠ (νπδδ) που κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του προκάλεσε ζημία υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 53/95) . Με την ΤΔΠΑθ. 7820/2004 κρίθηκε ότι η διαφορά μεταξύ του ενάγοντος και του αστυνομικού, εξαιτίας παράνομων πράξεων του τελευταίου (ξυλοδαρμός πολίτη), ενεργώντας ως όργανο του Δημοσίου είναι ιδιωτική διαφορά που υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων και η αγωγή απορρίφθηκε αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη κατά το μέρος που εστρέφετο κατά του προσώπου του αστυνομικού. Βεβαίως το πολιτικό δικαστήριο το πρώτο που θα εξετάσει είναι εάν τα εναγόμενα πρόσωπα καλύπτονται από την αρχή του ανεύθυνου.

Θα πρέπει να προσεχθεί ότι  δεν είναι ασύνηθες την ζημία  κατ΄άρθρο 105 να την έχει προκαλέσει ιδιώτης, συνήθως προστηθείς του δημοσίουπχ εργολάβος κατά την εκτέλεση δημοσίου έργου διαπλάτυνσης λεωφόρου αποκλείει με μπάζα παρακείμενο πρατήριο βενζίνης . Στη περίπτωση αυτή ο ζημιωθείς μπορεί να στραφεί κατά του δημοσίου ανοίγοντας διοικητική διαφορά ουσίας με εναγόμενο το Δημόσιο ανεξάρτητα από την συμβατική του σχέση με τον ανάδοχο (ΑΕΔ 14/93). Παράλληλα μπορεί να ασκήσει και αγωγή κατά του εργολάβου στα πολιτικά δικαστήρια. Θέμα εκκρεμοδικίας δεν τίθεται εφόσον πρόκειται για διαφορετικές δικαιοδοσίες.

Περαιτέρω, υπάρχει δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηριών επι διοικητικών συμβάσεων ή παρεπόμενων σχέσεων με αυτές (πχ εγγυήσεως) καίτοι τούτο δεν προβλέπεται ρητά από τον Κ.Δ.Δ. όταν έχουμε αντιστροφή των ρόλων ενάγοντα και εναγομένου, όταν δηλαδή ενάγων είναι το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. και εναγόμενος ιδιώτης ή ν.π.ι.δ., εφόσον η αξίωση του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. πηγάζει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και δεν είναι κατ ‘άλλο τρόπο δυνατή η ικανοποίηση της (ΣΕ 1622/2003 αγωγή ν.π.δ.δ. κατά προμηθευτή του με την οποία επιδιώκεται η καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως λόγω πλημμελούς εκτελέσεως της συμβάσεως, ΣΕ 3493/2005 αγωγή του Δημοσίου κατά ιδιώτη με την οποία επιδιώκεται η είσπραξη ποσού εγγυήσεως που εδόθη δυνάμει σχέσεως δημοσίου δικαίου).

Οριακά ζητήματα γεννώνται όταν με πράξη διοικητικού οργάνου που εκδίδεται κατόπιν ειδικής διοικητικής διαδικασίας καθιδρύεται έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου (π.χ. πρόσληψη προσωπικού του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. με σχέση ιδιωτικού δικαίου μέσω του Α.Σ.Ε.Π. ή διορισμός δικηγόρου σε θέση νομικού συμβούλου κατά την ειδική διαδικασία του ν. 1649/1986). Μετά από διακυμάνσεις της νομολογίας εκρίθη τελικά με την Α.Ε.Δ. 21/2005 ότι αγωγές που στηρίζονται σε παρανομίες τέτοιων πράξεων διοικητικών οργάνων υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.

Επίσης, σε περίπτωση εργατοτεχνίτη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος μετετάγη από Υπουργείο στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, με την ίδια σχέση εργασίας και ζήτησε το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, το 212/2006 ΜΔΠ Πύργου με την 212/2006 απόφασή του, ενόψει της σχέσης (ιδιωτικού δικαίου) που τον συνέδεε, έκρινε ότι η διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων και απέρριψε τη σχετική αγωγή.   Ομοίως, με την ΤΔΠΑ 8259/2005απόφαση κρίθηκε ότι αγωγή με την οποία συμβολαιογράφος ζητούσε από το Ελλ. Δημόσιο να της καταβάλει ένα ποσό ως συμπληρωματική αμοιβή της για τη σύνταξη αγοραπωλητηρίου συμβολαίου μεταξύ του εναγομένου Ελλην. Δημοσίου και του Αιγυπτιακού Δημοσίου, σύμφωνα με τα άρθρα 105, 106 Εισ.Ν.Α.Κ. με το οποίο μεταβιβάστηκε στο Ελλ. Δημόσιο η κυριότητα 4 βακουφικών ιδιοκτησιών, αφορά ιδιωτική διαφορά, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της οποίας έχουν τα πολιτικά Δικαστήρια, αφού η άρνηση του Δημοσίου δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση άμεσου δημόσιου σκοπού, αλλά έχει το χαρακτήρα απλής διαχείρισης. Η έννομη σχέση που συνδέει το δημόσιο με τη συμβολαιογράφο που συνέταξε το συμβόλαιο είναι ισότιμη και το Δημόσιο δεν έχει εξουσιαστική σχέση αλλά δρα ως ιδιώτης.

     Επί απαλλοτριώσεως εκρίθη ότι ο προσδιορισμός της αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο ακίνητο ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Επίσης ανήκει κάθε θέμα που σχετίζεται με την αποζημίωση, όπως η ζημία που υφίσταται ο κύριος για το εναπομείναν τμήμα ή για επικείμενα.

Όμως, αγωγή που έχει αντικείμενο αποζημίωση λόγω παράνομων πράξεων οργάνων του Κράτους στα πλαίσια αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όπως η μη καταβολή αποζημίωσης για τμήμα του απαλλοτριούμενου εξαιτίας σφάλματος του κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα ως προς το εμβαδόν ( ΑΕΔ 13/1992, ΤΔΠΑ 9480/2006) ή η καθυστερημένη σύνταξη κτηματολογικού διαγράμματος για την απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας (ΤΔΠΑ4534/2006),ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός απαλλοτριούμενου ως αγρός αντί του ορθού αμπελώνας (ΤΔΠΑ 15277/2005), η κατάληψη ακινήτου από το Δήμο, ο οποίος κατεδάφισε οικία και διαπλάτυνε δρόμο χωρίς διαδικασία απαλλοτρίωσης και χωρίς να καταβάλει αποζημίωση (ΤΔΠ Πύργου 280/2005), αυθαίρετη κατάληψη από Δήμο ιδιοκτησίας και κατασκευή γυμναστηρίου χωρίς τη διαδικασία απαλλοτρίωσης (ΤΔΠΘ 2827/2005) είναι αρμοδιότητας των Διοικητικών Δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται αγωγής αποζημίωσης κατ΄άρθρο  105 ΕισΝΑΚ.

          Αμφισβήτηση γεννήθηκε από το αν το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ μπορεί με αγωγή στα ΤΔΔ να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης προερχόμενη από διοικητική σύμβαση, με βάση το 105 ΕισΝΑΚ  κατά εργολάβου ή εγγυητή ιδιώτη. (Στην περίπτωση δηλαδή που έχομε αντιστροφή των ρόλων ενάγοντος – εναγομένου). Το ΔΕφΑθ (4518/1998) δέχτηκε αρμοδιότητα (Contra η ΔΕφΑθ5991/2000). Το θέμα έλυσε το ΣτΕ με την απόφαση 1622/2003, δεχόμενο ότι και οι αγωγές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, λόγω του ενιαίου της κρίσεως (και ΣτΕ 3493-4/05).

          Σχετικά με το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα Διοικητικά Δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 12 ΚΔΔ παραπέμπουν και στο Ελεγκτικό Συνέδριο υποθέσεις για τις οποίες, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 Συντάγματος, αυτό είναι αρμόδιο, δηλαδή για διαφορές από απονομή συντάξεων. (αναπροσαρμογή, ανακαθορισμό σύνταξης, διαφορά επιδόματος, αχρεωστήτως παρακρατηθέντων ποσών συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών). Διαφορά που αφορούσε σε παρακράτηση 70% της σύνταξης που έλαβε συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, λόγω του ότι κατά το διάστημα που ήταν συνταξιούχος, υπηρετούσε και ως σύμβουλος του ΑΣΕΠ παραπέμφθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο με την ΤΔΠΑ 14387/2005. Επίσης, οικογενειακό επίδομα συνταξιούχου του Δημοσίου, παραπέμφθηκε στο Ελ. Συνέδριο με την ΤΔΠΑ 201/2006. Ομοίως, αγωγή υπαλλήλου του ΤΕΒΕ που συνταξιοδοτήθηκε (ν.3163/1966) και ζήτησε να υπολογιστεί στη σύνταξη το οικογενειακό επίδομα (ΤΔΠΑ 1244/2006).Το ίδιο ισχύει και για απαιτήσεις γενικά από συντάξεις αναδρομικώς, πέραν τις τριετίας, μετά την έκδοση νέας πράξης Κανονισμού Σύνταξης. Είναι αποκλειστική η δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δεν επιτρέπεται ούτε παρεμπιπτόντως η κρίση των ΤΔΔ (ΤΔΠΑ 329/2006). Επίσης στο Ε.Σ υπάγεται αγωγή του υποψήφιου συνταξιούχου που παραιτήθηκε από την υπηρεσία μετά από προφορικές λάθος πληροφορίες Δντριας του Γενικού Λογιστηρίου και εν τέλει δεν δικαιούτο συντάξεως διότι ναι μεν συμπλήρωσε το χρόνο υπηρεσίας αλλά όχι και το όριο (ΕΣ 4316/3013, Ολομ). Το Ε.Σ έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αγωγές με τις οποίες δημόσιος υπόλογος  (συνευθυνόμενος, αρχεωστήτως λαβών κλπ) διεκδικεί αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά από  παράνομη πράξη δημοσιονομικού καταλογισμού εις βάρος του που εν συνεχεία ακυρώθηκε από το Ε.Σ με έφεση (ΣΕ 1370/2004).

Αντίθετα υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων αγωγές που αφορούν θέματα διοικητικής αποκαταστάσεως υπαλλήλων ν.π.ι.δ. στην οποία περιλαμβάνεται και η συνταξιοδότηση τους, εφόσον δεν υπάγεται στον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Α.Ε.Δ. 5/1999, ΣΕ 2934/2000). Τέλος, ζήτημα δικαιοδοσίας ανακύπτει σε περίπτωση αγωγής με αντικείμενο την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο ενδιαφερόμενος από τη μη συμμόρφωση της Διοικήσεως σε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκρίθη όμως με την 3036/2008 ολομέλεια του ΣτΕ κατόπιν παραπομπής της ΣΕ 1095/2005, ότι  υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι την αξίωσή  προς αποζημίωση ο εναγόμενος  στήριξε στην άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να την εκτελέσει, η άρνηση δε αυτή είναι άσχετη προς την προηγηθείσα, άρνηση της Διοικήσεως να χορηγήσει στον ενάγοντα συμπληρωματική σύνταξη.

          Για την εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως στρεφομένων κατά του κράτους για την διεκδίκηση αξιώσεων συνταξιοδοτικού περιεχομένου που ανάγονται σε χρόνο πέραν της τριετίας αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο . Επομένως, εφ` όσον οι αγωγές αυτές δεν δύνανται να δικασθούν από δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας, ούτε είναι πρακτικώς δυνατόν το ίδιο ζήτημα να κριθεί παρεμπιπτόντως από άλλα δικαστήρια (ΑΕΔ 1/04).  Ομοίως στο ΕΣ εισάγονται και οι αγωγές για την καταβολή συντάξεως εντός τριετίας από την απονομή της δυνάμει του α.ν. 1854/51, όπως και αγωγές από αχρεώστητη καταβολή καταλογιστικών πράξεων (ΣΕ 303/1998, Α.Ε.Δ. 4/2001, 1/2004, ΣΕ 1487/2001). Αγωγή αποζημιώσεως επιπυραγού για διαφορά συντάξεως από το βαθμό του πυραγού στο βαθμό  επιπυραγού υπάγεται στο ΕΣ (ΣτΕ 2066/99Ολομ.) αντίθετα η αγωγή των αγωνιστών εθνικής αντίστασης για καθυστέρηση καταβολής σύνταξης δεν υπάγεται στο ΕΣ όταν δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι αλλά υπάλληλοι νπιδ (ΣτΕ Ολομ. 2934-8/00).

Αντίθετα άλλα επιδόματα στους συνταξιούχους του δημοσίου που δεν σχετίζονται με την σύνταξη αλλά έχουν χαρακτήρα κοινωνικής παροχής υπάγονται με αγωγή στα ΤΔΔ.  Έτσι    το έκτακτο βοήθημα του αρ.1 του ν. 2340/95  έχει χαρακτήρα κοινωνικής παροχής και αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια (ΑΕΔ 3,4,6/03).

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

 1.Το απαράδεκτο της μεταβολής του αντικειμένου της αγωγής

          Μετά την κατάθεση του δικογράφου της αγωγής απαγορεύεται από το νόμο οποιαδήποτε μεταβολή του αντικειμένου της (άρθρο 75 παρ.3 ΚΔΔ). Ωστόσο, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει στην ίδια διάταξη ότι, κατεξαίρεση επιτρέπεται ο ενάγων,ως το τέλος της πρώτης συζήτησης,ναπεριορίσει το αίτημα της αγωγής ή να το μετατρέψει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ή από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό.

          Σημειωτέον, εξάλλου, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ο δικονομικός νομοθέτης δίνει στον ενάγοντα τη δυνατότητα άσκησηςπαρεμπίπτουσας αγωγής, με την οποία προβάλλονται τα παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης, όπως λ.χ τόκοι, καρποί, έξοδα κλπ Συγκεκριμένα, ορίζεται στο νόμο ότι με την εν λόγω αγωγή είναι δυνατόν να ζητηθούv: α) τα παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της δίκης (π.χ τόκοι), ή β) συμπληρωματική της αρχικής παροχή, αν μετά την άσκηση της αγωγής, διευρύνθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο η αρχική αξίωση του ενάγοντος. Κατά συνέπεια, στο δικόγραφο της παρεμπίπτουσας αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια και πληρότητα τα ανωτέρω μη αυτοτελή αιτήματα αυτής. Η παρεμπίπτουσα αγωγή ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία καιγια το παραδεκτό της απαιτείται κοινοποίηση στους διαδίκους έξι (6) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτησητης αγωγής. Επισημαίνεται ότι με του προσθέτους λόγους ή με το υπόμνημα δεν μπορούν να ζητηθούν οι ανωτέρω παρεπόμενες απαιτήσεις και είναι απαράδεκτη η προβολή τους.

         2.Η διακοπή της παραγραφής

          Η άσκηση της αγωγής πέραν των ανωτέρω δικονομικών εννόμων συνεπειών επιφέρει, κατά τα προεκτεθέντα, και αποτελέσματα που ανάγονται στο ουσιαστικό δίκαιο. Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 εδ. α΄ του άρθρου 75 του ΚΔΔ όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 3900/10 και ισχύει από 1-1-2011  «Τα κατά τo ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής, ως προς τov εναγόμενο, επέρχονται μόνο από την επίδοσή της σε αυτόν,  από το ενάγοντα…» σε αντίθεση με το παλαιό : «….η οποία μπορεί να διενεργηθεί και από τον ενάγοντα». Δηλαδή με τη νέα ρύθμιση έχουμε σαφή απόκλιση από το ανακριτικό σύστημα με  δυσμενή συνέπεια για τον διοικούμενο-ενάγοντα εάν δεν επιδώσει την αγωγή να μην επέρχονται τα ουσιαστικά αποτελέσματά της και ιδίως αυτό της τοκοφορίας αλλά και αυτό της παραγραφής.

          Υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς τη θεωρία και νομολογία απασχόλησε το πρόβλημα της παραγραφής εν επιδικία. Δηλαδή  αν για τη διακοπή της παραγραφής αρκούσε η κατάθεση του δικογράφου ή αγωγής ή απαιτείτο και επίδοση αυτής . Η διχογνωμία που επικράτησε με αφορμή την επίλυση του ανωτέρω ζητήματος δεν έχει θέση υπό την ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος δίνει ρητά την απάντηση επί του θέματος αυτού στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 75 ορίζοντας ότι η παραγραφή διακόπτεται σε κάθε περίπτωση με την επίδοση της αγωγής από τον ενάγοντα στον εναγόμενο της αγωγής και αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης. Συνεπώς εάν η αγωγή απλώς κατατεθεί και επιδοθεί καθυστερημένα , δηλαδή σε χρόνο που έχει συμπληρωθεί η παραγραφή, τότε η αξίωση θα έχει εκπνεύσει εν επιδικία. Αντίθετα εάν επιδοθεί εγκαίρως τότε καθ’ όλη την διάρκεια της διοικητικής δίκης και μέχρι την τελεσιδικία ή την κατάργηση αυτής δεν τίθεται πλέον θέμα παραγραφής εν επιδικία.

 3. Η τοπική και υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου

          Η διοικητική διαφορά ουσίας από την αξίωση αποζημίωσης εισάγεται προς διάγνωση με το ένδικο βοήθημα της αγωγής ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, μονομελούς ή τριμελούς, κατά περίπτωση (βλ. άρθρ.6 του ΚΔΔ), εκτός αν πρόκειται για τη δικαστική επίλυση διαφορών, που ανακύπτουν από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων, δηλαδή αγωγών που έχουν ως αντικείμενο την ανόρθωση ζημίας, η οποία προκλήθηκε από ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ, κατά την εκτέλεση της σύμβασης, οπότε αρμόδιο καθίσταται το Διοικητικό Εφετείο (βλ. ήδη άρθρο 13 του ν.1418/1984, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν.3481/2006 (ΦΕΚ Α΄ 162/2.8.2006)]. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι εάν η διοικητική σύμβαση είναι άκυρη η αγωγή ασκείται στο Διοικητικό Πρωτοδικείο.

Σύμφωνα με το αρ. 6 του ΚΔΔ, στην αρμοδιότητα του Μονομελούς ΔΠ υπάγονται οι χρηματικές  διοικητικές διαφορές των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει τις ΕΞΗΝΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ 60.000 ευρώ ( αρθ.47 παρ.1 και 113 ν. 4055/12, ισχύς από 2.4.12, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς εφόσον δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, έως τότε το χρηματικό κατώφλι του Μονομελούς στις 20.000 €). Αγωγές με αντικείμενο μεγαλύτερο από το ποσό αυτό υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς ΔΠ. Ειδικά στις φορολογικές διαφορές εφόσον το ποσό υπερβαίνει τα 150.000 € αρμόδιο το τριμελές Διοικητικό Εφετείο. Για ποσά έως 60.000 € , μετά το Ν. 4446/22.12.16 αρμόδιο το Μονομελές ΔΠ και άνω των 60.000€ εώς 150.000 € το ΤΔΠρ.

          Σε περιπτώσεις περιοδικών παροχών (αποδοχές, επιδόματα) καθώς και αποζημίωσης των άρθρων 105, 106 ΕισΝΑΚ (αποζημίωση από θετική, αποθετική ζημία και ηθική βλάβη) η καθ΄ύλη αρμοδιότητα καθορίζεται από το συνολικά αιτούμενο ποσόενώ επί ομοδικίας εναγόντων η καθ’ ύλην αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση το μεγαλύτερο ποσό.Έτσι, αγωγή 50 εκπαιδευτικών οι οποίοι ζητούν την καταβολή της οφειλόμενης οικογενειακής παροχής, ύψους από 490 ευρώ έως 3450 ευρώ και απευθυνόταν ενώπιον του Τριμελούς ΔΠ, επειδή η αξίωση για κανέναν ενάγοντα δεν υπερέβαινε το ποσό των 60.000 ευρώ, θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Μονομελές ΔΠ (ΤΔΠΑ 5719/2006).

          Εννοείται, βέβαια, ότι σε κάθε περίπτωση που υπόθεση εισάγεται αναρμοδίως, παραπέμπεται στο καθ’ ύλη αρμόδιο, είτε αυτό είναι το Μονομελές, είτε το Τριμελές. Κατά τον ΚΔΔ όπως προκύπτει από την παρ. 4 του άρθρου 12 ΚΔΔ όπως τροπο. με το άρθρο 3 του ν.3659/08 , επιτρέπεται από το Τριμελές ΔΠ η εκδίκαση υπόθεσης αρμοδιότητας Μονομελούς ΔΠ.

          Οι αγωγές από έγκυρες διοικητικές συμβάσεις που αφορούν προμήθειες ή δημόσια έργα υπάγονται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου (ΔΕΑ 447/2006, 2067/2006, 175/2006, 415/2006). Για το λόγο αυτό το ΤΔΠΑ με την 458/2006 απόφαση κρίνοντας αγωγή φαρμακευτικής εταιρείας κατά Νοσοκομείου, με το οποίο είχε σύμβαση πώλησης φαρμάκων και με την οποία η εταιρεία ζητούσε από το ΝΠΔΔ να της καταβάλει ποσά που προέρχονταν από την πώληση εμπορευμάτων, την παρέπεμψε λόγω αρμοδιότητας στο ΔΕφΑθήνας, στο οποίο εναπόκειται να κρίνει περαιτέρω και το αν από τις συμβάσεις αυτές δημιουργείται διαφορά που εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου ή αν πρόκειται για διαφορά που από τη φύση της υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Εάν η αγωγή κριθεί ότι ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, όπως ήδη ισχύει με το ν. 3900/10 από 2-4-11,  για τις διαφορές από τροχαία ατυχήματα που προκαλούν τα κρατικά αυτοκίνητα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απορρίπτει την αγωγή. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει ο ενάγων κατ΄εφαρμογή του αρθ.41 του ν.3659/08 να ασκήσει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 2 μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι εάν και τα πολιτικά δικαστήρια απορρίψουν την αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας , τότε θα πρέπει να προσφύγει στο ΑΕΔ , διότι δεν μπορεί να επωφεληθεί άλλης όμοιας μεταγενέστερης απόφασης του ΑΕΔ εάν αδράνησε στη δική του υπόθεση, αφού ήδη έχει  δημιουργηθεί δεδικασμένο (ΣτΕ 4/2007).

          Κατά τόπο αρμόδιο είναι σύμφωνα με την οικεία δικονομική διάταξη (άρθρο 7 του ΚΔΔ) το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή από πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνου της οποίας δημιουργήθηκε η διαφορά. Για τις  περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η ζημία του πολίτη παρίσταται ως το αποτέλεσμα της παράνομης και ζημιογόνας συμπεριφοράς που προέρχεται από όργανα που εντάσσονται σε διαφορετικές «αρχές», οι οποίες δεν εδρεύουν στον ίδιο τόπο, με  το άρθρο 14 του ν.3659 /08 προστέθηκεστο άρθρο 7 του ΚΔΔ προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως εξής:

« Αν πρόκειται για αγωγή προς επιδίωξη αξίωσης που ερείδεται σε πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων περισσοτέρων αρχών, η αρμοδιότητα καθορίζεται από την έδρα οποιασδήποτε από τις αρχές αυτές, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος».Η διάταξη καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς στις 8 Ιουνίου 2008 υποθέσεις (παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 3659/2008).

Καθοριστικό ρόλο για τον προσδιορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας έχει η έδρα της διοικητικής αρχής από πράξη ή παράλειψη της οποίας δημιουργήθηκε η διαφορά. Η νομολογία πάγια δέχεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε ο τόπος της κατοικίας του ενάγοντος, ούτε ο τόπος που το δημόσιο όργανο εξέδωσε την πράξη η τέλεσε την υλική ενέργεια, ούτε η δυνατότητα άσκησης αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής, εκτός εάν άλλως ορίζει ειδική διάταξη νόμου.

  Ειδικότερα, σε περιπτώσεις αγωγών που αφορούν σε κάθε είδους αποδοχές, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή που ήταν αρμόδια για την έκδοση των μισθοδοτικών καταστάσεων πριν την εισαγωγή του μηχανογραφικού συστήματος, η οποία εξακολουθεί να είναι αρμόδια να παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για την έκδοση των μηχανογραφικών φύλλων μισθοδοσίας και έχει την ευθύνη ως προς τη νομιμότητα του περιεχομένου τους. Στον τόπο δηλαδή όπου υπηρετούσε ο υπάλληλος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Ήδη με το ν.3659 /08 προστέθηκε στην παρ.2 του άρθρου 7 περίπτωση «γ’» που  ορίζει: « αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν στις αποδοχές του προσωπικού εν γένει του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., αρμόδιο είναι και το δικαστήριο του τόπου όπου υπηρετεί ο υπάλληλος». Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 3900/10 υποθέσεις.

 Με την ΜΔΠΑ 5554/2006 κρίθηκε ότι για την εκδίκαση αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου που αφορούσε οικογενειακή παροχή αστυνομικού, ο οποίος υπηρετούσε στην αστυνομική διεύθυνση Θεσσαλονίκης αρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο δεν ήταν το ΔΠΑθηνών όπου εδρεύει η κεντρική υπηρεσία μηχανογράφησης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, αλλά το ΔΠΘεσ/κης.Υπό την αντίθετη εκδοχή το ΔΠΑθήνας θα ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση των αγωγών που αφορούσαν αποδοχές των υπαλλήλων όλης της χώρας.

          Αγωγή ασφαλισμένων του ΟΓΑ ή προσώπων που δικαιούνται παροχές από αυτόν, (όπως επίδομα πολύτεκνης μητέρας, επίδομα τρίτου παιδιού, ισόβια σύνταξη πολύτεκνης), όπου ο ΟΓΑ ενεργεί ως εντολοδόχος του Ελληνικού Δημοσίου, αρμόδιο Δικαστήριο είναι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο ανταποκριτής του ΟΓΑ, αρμόδιο για την παραλαβή της αίτησης (ή δήλωσης) όργανο. Έτσι, με την ΜΔΠΑ 756/2006 απόφαση παραπέμφθηκε υπόθεση από το ΔΠΑθήνας στο ΔΠΠειραιά, γιατί η ενάγουσα κατοικεί στο Δήμο Γλυφάδας, όπου έχει την έδρα του ο αρμόδιος ανταποκριτής του ΟΓΑ.

          Επίσης, σε περιπτώσεις αποζημιώσεων κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ που αφορούν αποκατάσταση ζημίας από θάνατο λόγω πτώσης πολεμικών αεροσκαφών, κρίθηκε ότι αρμόδια είναι τα Δικαστήρια του τόπου όπου εδρεύει η Αρχή, από παραλείψεις των οργάνων της οποίαςδημιουργήθηκαν οι σχετικές διαφορές: Επρόκειτο για αγωγή αποζημίωσης από πτώση στη Σκύρο ελικοπτέρου του 1ου Τάγματος που εδρεύει στο Στεφανοβίκειο Μαγνησίας, με την ΤΔΠΑ 5548/2004 απόφαση παραπέμφθηκε στο αρμόδιο ΔΠ Βόλου, ενώ με την ΤΔΠΑθ 5977/2000 απόφαση παραπέμφθηκε αγωγή αποζημίωσης από πτώση MIRAGE 2000 της 114 Πτέρυγας Μάχης, που εδρεύει στην Τανάγρα, λόγω αρμοδιότητας στο ΔΠ Λειβαδιάς.

4. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

          Το άρθρο 71 παρ. 1 ορίζει ότι αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Ο αιτών πρέπει να είναι υποκείμενο της επίδικης γεγεννημένης έννομης σχέσης, άλλως πρέπει να υπάρχει ένας σύνδεσμος μεταξύ του αιτούμενου την δικαστική προστασία και της έννομης σχέσης από την οποία πηγάζει. Είναι αυτονόητη η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Αν δεν υπάρχει έννομο συμφέρον δεν υπάρχει και αγωγή. Έτσι, κρίθηκε με τις ΤΔΠΘεσ. 148/2005 και ΤΔΠΑθ 1933/2005, ότι δεν νομιμοποιείται μητέρα να ζητήσει για λογαριασμό του τέκνου της αποζημίωση για το θάνατο του πατέρα του, για το χρονικό διάστημα από της ενηλικιώσεώς του και μετά.

         Εξάλλου, σε περίπτωση ενάγοντος που ζητούσε από το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει ως αποζημίωση, άλλως ως αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά που αντιστοιχούσαν στα τέλη που κατέβαλε για την ταξινόμηση του ΕΙΧ αυτοκινήτου  που αγόρασε, καθώς και ηθική βλάβη, η σχετική αγωγή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, γιατί με βάση το νομικό πλαίσιο που ίσχυε,υπόχρεη έναντι του Δημοσίου για την καταβολή των τελών ήταν η εταιρεία που το εισήγαγε με ειδικό καθεστώς αναστολής πληρωμής των τελών. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, υπάρχει και άλλος λόγος απαραδέκτου ασκήσεως της αγωγής εφόσον ασκηθεί από τον ενεργητικά νομιμοποιούμενο αυτός του άρθρου 71§4, αφού πρόκειται για αγωγή με φορολογικό αντικείμενο.

          Επίσης, σε περίπτωση αγωγής αποζημίωσης 105, 106 ΕισΝΑΚ που ασκήθηκε από τη σύζυγο: α) για λογαριασμό του αποβιώσαντοςσυζύγου της ζητώντας χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβηςπου υπέστη αυτός εξαιτίας πλημμελούς ιατρικής περίθαλψής του σε νοσοκομείοβ) χρηματική ικανοποίηση της ίδιας λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη αυτή από την ίδια αιτία και γ) αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη η ίδια από την ανωτέρω αιτία (για νοσήλια του συζύγου της που, όπως ισχυρίστηκε, κατέβαλε η ίδια), το ΤΔΠΑ με την 11514/2005 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκήθηκε από τη σύζυγο για λογαριασμό του αποβιώσαντος,αφού δεν νοείται η άσκηση αγωγής για λογαριασμό θανόντος προσώπου. Έκρινε, επίσης, ότιη ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικάνα ασκήσει την αγωγή κατά το μέρος που αφορούσεστην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ίδιαούτε και για τα νοσήλιαπου ισχυρίζεται ότι κατέβαλε (επειδήδικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο αμέσως ζημιωθείς, ενώ ο τρίτος που κατέβαλε νοσήλια ως υπόχρεος σε διατροφή του θανόντος δεν καθίσταται ζημιωθείς). Εξάλλου, η αξίωση του αμέσως ζημιωθέντος από την αδικοπραξία γιαηθική βλάβη του δεν προκύπτει ότι εκχωρήθηκε στην ενάγουσα πριν από το θάνατό του, ενόψει δε και του ότι δεν κληρονομείται η αξίωση να ασκήσει την αγωγή, αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

Λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης απορρίφθηκε επίσης  αγωγή συζύγου με την οποία ζητούσε επιδίκαση αποζημίωσης για ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη, από τραυματισμό σε τροχαίο ατύχημα της συζύγου και της κόρης του (ΤΔΠΑ 12843/2005). 

         

5. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

          Στις αγωγές που εναγόμενο είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ,η αγωγή δεν στρέφεται κατά του προσώπου (Υπουργού κλπ) το οποίο απλώς εκπροσωπεί το Δημόσιο στη δίκη αλλάμόνο κατά του νομικού προσώπου της Ελληνικής Πολιτείας ή του ΝΠΔΔαντίστοιχα, που προκάλεσε την ζημία. Δηλαδή διάδικος στις σχετικές  δίκες δεν είναι ο Υπουργός Οικονομικών αλλά το Ελληνικό Δημόσιο π.χ Αγωγή αποζημίωσης του αρ. 105 ΕισΝΑΚ από πλημμύρες που στρέφετο  κατά του Ελλ. Δημοσίου και ανάγραφε ότι  εκπροσωπείται από τον Υπ. Οικονομικών και τον ΥΠΕΧΩΔΕ. Κρίθηκε με την   ΔΠΑ 12843/2005  ότι παθητικά νομιμοποιείται μόνο το Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπ. Οικονομικών, ενώ η μνεία  στο δικόγραφο και  του ΥΠΕΧΩΔΕ ως εκπροσώπου του δημοσίου , δεν καθιστά το δικόγραφο απαράδεκτο.

Το ίδιο έχει κρίνει και η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις αγωγές που ασκούνται σε αυτό (ΕΣ Ολομ. 216/08).

          Σε αγωγή αποζημίωσης που στρέφεται κατά νπδδ και του εποπτεύοντος Υπουργού, το ΤΔΠΑ 4679/2004 δέχτηκε ότι νομιμοποιείται παθητικώς το ΝΠΔΔ, που είναι υπόχρεο για την ικανοποίηση της αξίωσης και όχι ο εποπτεύων Υπουργός Εργασίας, ο οποίος δεν έχει την ικανότητα του διαδίκου (ΣτΕ 2463/98 7μ).

          Ιατροί του ΕΣΥ εστρέφοντο κατά Νοσοκομείου ΝΠΔΔ και του Ελληνικού Δημοσίου ισχυριζόμενοι ότι εσφαλμένα υπολογίστηκε η αποζημίωση που έλαβαν για εφημερίες που πραγματοποίησαν, δεδομένου ότι εσφαλμένα νομοθέτησαν τα όργανα του Δημοσίου και ζητούσαν τη διαφορά των αποδοχών τους με βάση το νόμο (ευθεία αγωγή) αλλά παράλληλα και με βάση τις περί αδικοπραξιών και επικουρικώς με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Το ΤΔΠΑ με την 14017/2005 απόφασή του έκρινε ότι η αξίωση για καταβολή διαφοράς αποδοχών αφορούσε το Νοσοκομείο, το οποίο ως αυτοτελές ΝΠΔΔ νομιμοποιείται παθητικά και κράτησε και δίκασε την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό, ενώ η αξίωση για αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και ειδικότερα για την αποδιδόμενη στα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παράλειψη έκδοσης υποστατής υπουργικής αποφάσεως, αφορούσε μόνο στο Ελληνικό Δημόσιο το οποίο και νομιμοποιείται παθητικά και  έτσι διέταξε το χωρισμό του δικογράφου, λόγω ελλείψεως ομοδικίας (ΣτΕ 660/00).

Η αγωγή αποζημιώσεως από αποφοίτους της Σχολής Δικαστικών Λειτουργών για αντισυνταγματικότητα του νόμου που προβλέπει ότι δεν μισθοδοτούνται από την  αποφοίτηση τους εως τον διορισμό τους στα Δικαστήρια ασκείται μόνο κατά της Σχολής που είναι νπδδ και όχι και κατά του Ελληνικού Δημοσίου που δεν είναι εις ολόκληρον υπόχρεο (ΣτΕ 2077/99, 7μ.).

          Θέματα ανακύπτουν με την παθητική νομιμοποίηση στις περιπτώσεις  ατυχημάτων με θύματα οδηγούς από κακοτεχνίες του δρόμου ή άλλες παράνομες ενέργειες οργάνων του Δημοσίου και ΝΠΔΔ. Κατά ποιου θα στραφεί η αγωγή. Στην περίπτωση αυτή πρέπει με μεγάλη προσοχή να διαπιστώνεται το είδος της οδού, στην οποία συνέβη το ατύχημα. Πρόκειται για δημοτική, επαρχιακή, εθνική; και ποιος έχει την ευθύνη για την κατασκευή, τη συντήρηση, το φωτισμό κ.λ.π., ποιος εκτελούσε τις συγκεκριμένες εργασίες. Η παθητική νομιμοποίηση κρίνεται κατά περίπτωση με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο. Στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων υπάγεται η κατασκευή και συντήρηση δημοτικών και κοινοτικών οδών, χώρων πρασίνου και υπαίθριων κοινόχρηστων χώρων και η καθαριότητα και η διαχείριση των απορριμμάτων. Η κατασκευή και συντήρηση των εθνικών οδών βαρύνει το κράτος, ενώ των νομαρχιακών τη Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση.

           Σε περίπτωση αγωγής αποζημίωσης λόγω θανάτου οδηγού από κακή κατάσταση του οδοστρώματος που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου, του Δήμου και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, το ΤΔΠΑ με την 1933/2005 δέχτηκε ευθύνη και των τριών, τους οποίους υποχρέωσε να καταβάλουν εις ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης που επεδίκασε. Ειδικότερα, επήλθε θάνατος οδηγού από λακκούβα στο οδόστρωμα επαρχιακής οδού. Ο Δήμος, προκειμένου να επισκευάσει δίκτυο ύδρευσης, άνοιξε τη λακκούβα και δεν μερίμνησε για την αποκατάσταση του οδοστρώματος, ούτε για την περίφραξη της λακκούβας τοποθετώντας πινακίδες που προβλέπονται από τον ΚΟΚ, αντανακλαστικά φώτα κ.λ.π.. Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δεν πραγματοποιούσε τακτικούς ελέγχους στη συγκεκριμένη επαρχιακή οδό για να προβαίνει σε άμεση διόρθωση των προβλημάτων, αποκατάσταση κλπ. Το ΥΠΕΧΩΔΕ (Δημόσιο) δεν αποκατέστησε τη βλάβη τεχνητού φωτισμού. Επίσης, σε περίπτωση που αυτοκίνητο εξετράπη της πορείας του και τραυματίστηκε ο οδηγός του γιατί είχαν πέσει λάδια στο οδόστρωμα το Δικαστήριο με την ΤΔΠΑ 6549/2005 απόφαση έκρινε ότι νομιμοποιείται παθητικά το Ελληνικό Δημόσιο και όχι ο Δήμος. Και τούτο, γιατί ο Δήμος έχει την εν γένει ευθύνη για την καθαριότητα των οδών, πλην όμως, στην υπηρεσία της Τροχαίας ανήκει η ρύθμιση και ο αποκλεισμός κυκλοφορίας οχημάτων σε σημείο που κατέστη επικίνδυνο.

          Σε περίπτωση θανάτου λόγω κατάρρευσης κτιρίου από σεισμό, το ΤΔΠΑθ με την 2375/2005 απόφασή του έκρινε ότι νομιμοποιείται παθητικά και εις ολόκληρον και το Ελλ. Δημόσιο και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, αφού η αξίωση αποζημίωσης επιχειρείται να θεμελιωθεί και σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας (κεντρική υπηρεσία του Υπ. Δημόσιας Τάξης) τα όργανα της οποίας δεν πραγματοποίησαν τους οφειλόμενους ελέγχους αλλά και σε παράνομες πράξεις της Πολεοδομίας (αυτοτελής υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης), τα όργανα της οποίας προέβησαν σε παράνομες ενέργειες κατά τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας.

 Με την ΣτΕ 2816/2015 ,Α΄τμ. 7μ, κρίθηκε ότινομοθετικές μεταβολές στην οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών που δυσχεραίνουν τον καθορισμό του προσώπου κατά του οποίου πρέπει να στραφεί κατ’ άρθρο 72 ΚΔΔ η αγωγή αποζημιώσεως δεν επιτρέπουν την μεταβολή από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως του δικογράφου της ως προς τον καθ’ ου στρέφεται αυτή, είναι δε διάφορο το ζήτημα αν η αποτυχία παροχής ένδικης προστασίας εξ αιτίας των μεταβολών αυτών και η, εξ αυτού του λόγου πρόκληση ζημίας μπορεί να προκαλέσει ευθύνη του Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.

Με την ΣτΕ 3093/09, Α τμ., κρίθηκε ότι  επι αγωγής αποζημίωσης λόγω παράνομης πράξης του Νομοθέτη ( θέσπιση αντισυνταγματικού Νόμου περί οικοδομικών αδειών)  εφόσον η διοίκηση   τον εφαρμόσει, εν προκειμένω Πολεοδομία υπαγόμενη στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση,  δεν νομιμοποιείται το δημόσιο αλλά η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, που τον εφαρμόζει και είναι  απαράδεκτη η αγωγή που στρέφεται  κατά του δημοσίου.

6. Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΣΩΡΕΥΣΗ ΑΓΩΓΩΝ.

          Στη διοικητική δίκη που ανοίγει με την άσκηση αγωγής είναι δυνατόν να συμμετέχουν περισσότερα πρόσωπα, ως ενάγοντες ή ως εναγόμενοι, ή να σωρεύονται στο αυτό δικόγραφο πλείονες αξιώσεις προς αποζημίωση ενός ή περισσότερων προσώπων, οπότε έχουμε υποκειμενική ή αντικειμενική σώρευση αγωγών ή και τα δύο συγχρόνως, όπως λχ. αγωγή κατά του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στους περισσότερους συνιδιοκτήτες αυτοκινήτου από πρόσκρουση σε αυτό περιπολικού, ή επί θανατώσεως προσώπου από το πυροβόλο όπλο αστυνομικού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, αγωγή των οικείων του θύματος. Αμέσως παρακάτω γίνεται συνοπτική αναφορά στους δικονομικούς θεσμούς του ΚΔΔ, που αφορούν τις ως άνω περιπτώσεις αντικειμενικής και υποκειμενικής σώρευσης αγωγών.

         Ι. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΣΩΡΕΥΣΗ.

           Ι.Α. Απλή ομοδικία

          Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας προβλέπει, καταρχήν, το θεσμό της απλής ή δυνητικής ομοδικίας (ενεργητικής-παθητικής άρθρ.115 ΚΔΔ), που προϋποθέτει ένα νομικό  και πραγματικό σύνδεσμο με το επίδικο αντικείμενο (όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική αιτία). Σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 115: «1.Περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης η παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση ή κοινή αγωγή, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική αιτία. 2. Κατά περισσότερων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορεί να ασκηθεί κοινή προσφυγή, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη του ενός έχει ενσωματωθεί στην πράξη ή την παράλειψη του άλλου ή κοινή αγωγή, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνδέονται με κοινή υποχρέωση ή οι υποχρεώσεις τους πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική αιτία».

          Στην περίπτωση της απλής ομοδικίας έχουμε μια έννομη σχέση δίκης και περισσότερα υποκείμενα της διαδικασίας. Κατά ρητή νομοθετική διάταξη, η δυνητική ομοδικία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων.Οι διαδικαστικές πράξεις του ενός δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους.Εξάλλου, κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα, κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου ως την πρώτη συζήτηση, να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα, οπότε ως χρονολογία άσκησής του θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου.

Με το αρθρο 25 του νόμου 3900/10 ορίζεται :Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 115 του ΚΔΔ αντικαθίσταται ως εξής:«Σε περίπτωση ομοδικίας κατά την παρούσα παράγραφο, ο αριθμός των ομοδίκων σε κάθε δικόγραφο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πενήντα.»

Στην περίπτωση απλής ομοδικίας επί αγωγής τα περιθώρια ομοδικίας έχουν διευρυνθεί πολύ, εφ’ όσον οι ομόδικοι αρκεί να συνδέονται με κοινό δικαίωμα (συγκύριοι ακινήτου, συνδικαιούχοι απαίτησης) ή τα δικαιώματά τους να πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική βάση (παθόντες από την ίδια υλική ενέργεια) στη δε περίπτωση αποδοχών, όπου απασχολούμενοι στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ μπορούν να διεκδικήσουν απαιτήσεις ομοειδείς αλλά όχι και όμοιες κατά ποσό ήτοι να στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση, ο αριθμός των ομοδικούντων μπορεί να φθάνει τους 50 .

          Έτσι, σε περίπτωση που με κοινή αγωγή άλλες ενάγουσες ζητούσαν ισόβια σύνταξη, άλλες επίδομα πολύτεκνης μητέρας και άλλες επίδομα τρίτου παιδιού, το ΤΔΠΑθ με την 15222/2005 απόφαση έκρινε ότι οι αξιώσεις δεν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας, για το λόγο αυτό ασκήθηκε παραδεκτώς ως προς την πρώτη και τις ομοδικούσες με αυτήν και διέταξε το χωρισμό ως προς τις λοιπές, υποχρέωσε δε το δικηγόρο να καταθέσει νέα δικόγραφα.

          Εξάλλου, επί αγωγής καθηγητή ο οποίος ζητούσε να του καταβληθεί ως αποζημίωση (105, 106 ΕισΝΑΚ) ποσό που αφορούσε τη ζημία που υπέστη από την παράνομη παράλειψη του εναγομένου ΝΠΔΔ (ΤΕΙ) να του καταβάλει: α) τη διαφορά των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του μεταξύ των βαθμίδων του καθηγητή εφαρμογών και επίκουρου καθηγητή από την ημερομηνία της αναδρομικής ένταξής του στη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή β) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της παράλειψης του εναγομένου να του καταβάλει τις αναδρομικές αποδοχές και γ) επίδομα οικογενειακό για το ίδιο χρονικό διάστημα, το ΤΔΠΑ με την 2339/2006 απόφαση δέχτηκε ότι η αξίωση για το οικογενειακό επίδομα απορρέει από παράλειψη που δεν στηρίζεται στις ίδιες διατάξεις, στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την πρώτη και τη δεύτερη αξίωση, ούτε η νομιμότητα της παράλειψης αυτής ασκεί επιρροή στη νομιμότητα των άλλων δύο παραλείψεων. Η 1η και η 2η είναι μεταξύ τους συναφείς γιατί στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση και ειδικότερα στην παράλειψη του εναγομένου να καταβάλει τις αναδρομικές αποδοχές. Άρα, ως προς την αξίωση για το οικογενειακό επίδομα, η συγκεκριμένη παράλειψη δεν είναι συναφής με τις άλλες δυο και απαραδέκτως σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο. Έτσι, το Δικαστήριο κράτησε την υπόθεση ως προς τις 1 και 2 αξιώσεις και ως προς την αξίωση του οικογενειακού επιδόματος διέταξε το χωρισμό του δικογράφου και την κατάθεση αυτοτελούς.

Ι.Β. Αναγκαστική ομοδικία (άρθρ.116 ΚΔΔ)

          Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ρυθμίζει στο άρθρο 116 αυτού και την περίπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας, που συντρέχει όταν:

          α) η διαφορά από τη φύση της επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση, ή

          β) η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται, σύμφωνα με το νόμο, σε όλους τους ομοδίκους ή

          γ) κατά το νόμο, συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα μόνο από κοινού μπορεί να ασκηθεί από αυτούς ή κατ` αυτών, ή

          δ) λόγω των συνθηκών της συγκεκριμένης διαφοράς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις.

          Στην περίπτωση της αναγκαστικήςομοδικίας έχουμεμια έννομη σχέση δίκηςκαι όχι περισσότερες όπως επί απλής ομοδικίας. Εξάλλου, οι διαδικαστικές πράξεις κάθε αναγκαστικώς ομοδίκου, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, δεσμεύουν και τους λοιπούς. Για το κύρος όμως των πράξεωνσυμβιβασμού,αναγνώρισης,παραίτησης και συμφωνίας για διαιτησία, απαιτείται ομοφωνία όλων των αναγκαίων ομοδίκων. Περαιτέρω, το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως τους τυχόν αντιφατικούς ισχυρισμούς των αναγκαίων ομοδίκων. Ο ΚΔΔ περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την αρμοδιότητα του διοικητικού δικαστηρίου που θα επιληφθεί της ένδικης υπόθεσης, καθώς και για την άσκηση των ενδίκων μέσων από τους αναγκαίους ομόδικους.

          Συγκεκριμένα, ορίζεται (άρθρο 121 ΚΔΔ)ότι, αν αρμόδιο καθ`’ ύλην είναι, ως προς άλλους μεν ομοδίκους το τριμελές, ως προς άλλους δε το μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, το κοινό ένδικο βοήθημα εκδικάζεται από το τριμελές. Περαιτέρω, αν κατά την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής, δεν συντρέχουν οι κατά την παρ. 1 του άρθρου 115 και την παρ. 1 του άρθρου 116 προϋποθέσεις της ομοδικίας, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομόδικους με αυτόν και διατάζεται ο χωρισμός ως προς τους υπόλοιπους

          Όσον αφορά την άσκηση ένδικων μέσων σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ρητά προβλέπεται στο νόμο (Αρθρο 120 ΚΔΔ) ότι, αν ασκηθεί ένδικο μέσο από κάποιον ή κατά κάποιου από τους αναγκαστικώς ομοδίκους, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 117 – 119 του ΚΔΔ. Μάλιστα,οι πρωτοδίκως ομόδικοι μπορούν να ασκήσουν από κοινού ένδικο μέσο χωρίς να απαιτείται να προβάλλονται κοινοί λόγοι.

                    ΙΙ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΣΩΡΕΥΣΗ (ΣΥΝΑΦΕΙΑ)

          Κοινό ένδικο βοήθημα αγωγής (δικόγραφο) μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο για αξιώσεις αποζημίωσης από συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, εφόσον το δικαστήριο είναι ως προς όλες κατά τόπο αρμόδιο. Συναφείς δε είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις σύμφωνα με τη παράγραφος 2 του άρθρου 122 του ΚΔΔ που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 του Ν.3900/10 και ορίζει : «2. Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις: α) όταν στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση ή β) όταν η νομιμότητα της μιας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης.Στις φορολογικές διαφορές, η συνάφεια δεν αίρεται εκ μόνου του λόγου ότι οι πράξεις αναφέρονται σε διαφορετικά έτη

Για τον καθορισμό του καθ` ύλην αρμόδιου δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 121, ενώ, αν δεν συντρέχουν, ως προς όλες τις πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, οι προϋποθέσεις της συνάφειας εφαρμόζονται αναλόγως όσα είπαμε για την ομοδικία

7. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (ΑΡΘΡ.112 ΕΠ. ΚΔΔ)

          Ο θεσμός της παρέμβασης εξυπηρετεί γενικά την οικονομία της δίκης, αφού επιλύονται σε μια διαδικασία διαφορές μεταξύ περισσότερων προσώπων. Η παρέμβαση διακρίνεται σε: α) απλή (δυνητική) και κύρια, β) εκούσια και αναγκαστική (αυτή που γίνεται μετά από ανακοίνωση δίκης)

          Προϋποθέσεις της παρέμβασης κατά τον ΚΔΔ είναι: α) εκκρεμής δίκη μεταξύ άλλων, β) ιδιότητα παρεμβαίνοντος ως τρίτου (όχι διάδικος ή καθολικός ή ειδικός διάδοχος διαδίκου), και γ) έννομο συμφέρον.

          Πρόκειται για κύρια παρέμβαση όταν ο τρίτος διεκδικεί ολικώς ή μερικώς το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ύστερα από άσκηση αγωγής, δηλαδή αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης, προβάλλοντας δικές του αξιώσεις και αιτήσεις. Η άσκηση κύριας παρέμβασης έχει τα έννομα αποτελέσματα που έχει η άσκηση αγωγής, στρέφεται δε κατά όλων των αρχικών διαδίκων. Με την άσκηση της κύριας παρέμβασης ο τρίτος εισέρχεται στη δίκη και καθίσταται κύριος διάδικος δεσμευόμενος από το δεδικασμένο. Σημειωτέον ότι, αν και δεν το ορίζει ρητά ο νόμος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί χρονικά να ασκηθείόπως και η πρόσθετη παρέμβαση, ακόμη και στην κατ’έφεση δίκη για πρώτη φορά.

          Για πρόσθετη παρέμβαση πρόκειται όταν, σε δίκη που εκκρεμεί ύστερα από άσκηση αγωγής, παρεμβαίνει τρίτος προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη. Ο προσθέτως παρεμβαίνων, δηλαδή, δεν προβάλλει δικές του αξιώσεις, αλλά υιοθετεί τις αξιώσεις και αιτήσεις ενός από τους διαδίκους, του οποίου γίνεται σύμμαχος. Αντίθετα απαράδεκτα προτείνει και δεν λαμβάνονται υπόψη ισχυρισμοί αντίθετοι στα συμφέροντα  του υπερού ή παρέμβαση.

          Όσον αφορά τη δικονομική του θέση, ο παρεμβαίνων επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις που προβλέπει ο νόμος εφόσον δεν αντιτίθενται στο συμφέρον και τις πράξεις του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, έχει δε δικαίωμα να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα.

          Ως προς τον τρόπο άσκησης της παρέμβασης, αυτή ασκείται με ιδιαίτερο έγγραφο, το οποίοκατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσοκαι, με τη φροντίδα του παρεμβαίνοντος,επιδίδεται, με την ποινή του απαραδέκτου, σε κυρωμένο αντίγραφο, στους διαδίκους έξι (6) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Ωστόσο, η παράλειψη της πιο πάνω επίδοσης –και μόνο αυτή- καλύπτεται αν εκείνος προς τον οποίο αυτή έπρεπε να γίνει παρίσταται στο ακροατήριο και δεν αντιλέγει .

          Περαιτέρω, στα πλαίσια εφαρμογής τηςθεμελιώδους αρχής της αντιδικίαςπου διέπει τη διοικητική δίκη , όλες οι αποφάσεις, πράξεις και δικόγραφα που προβλέπεται ότι επιδίδονται στους διαδίκους, μετά την άσκηση της παρέμβασης επιδίδονται και στους παρεμβαίνοντες.

          Εξάλλου, στα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν παρέμβαση,μπορεί να ανακοινωθεί η δίκη,με κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και γνωστοποίηση της δικασίμου,από οποιονδήποτε διάδικο. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος δεν έχει υποχρέωση άσκησης παρέμβασης, όμως υφίσταται τις δυσμενείς συνέπειες, αφούστερείται στη συνέχεια του δικαιώματος άσκησης τριτανακοπήςκατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Κατά το άρθρο 117 του ΚΔΔ, αν ορισμένοι, ως προς τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, δεν περιλαμβάνονται στο κοινό δικόγραφο, προσεπικαλούνταιστη δίκη, με κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και γνωστοποίηση της δικασίμου, από οποιονδήποτε ομόδικο, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Με τον τρόπο αυτό εξαναγκάζεται, με την απειλή δικονομικών συνεπειών, να συμμετάσχει στη διοικητική δίκη ως ισότιμος διάδικος, όχι μόνο για την παροχή της αναγκαίας συνδρομής σε εκείνους που ανέλαβαν το βάρος διεξαγωγής της δίκης, αλλά και προκειμένου να αναλάβει τις ευθύνες του από την έκβαση του κοινού δικαστικού αγώνα .

          Ο προσεπικαλούμενος αναγκαίοςομόδικος μετέχει στη δίκη με ειδικό δικόγραφο, τοοποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου καιεπιδίδεται, σε κυρωμένο αντίγραφο, με τη φροντίδα του, στους άλλους διαδίκους, ως την προτεραία της συζήτησης(Άρθρο 118) . Η κατάθεση του εν λόγω δικογράφου έχει όλα τα αποτελέσματα της αγωγής . Οι συνέπειες της μη συμμετοχής στη δίκη των αναγκαστικώς ομοδίκων, οι οποίοι προσεπικλήθηκαν, διαγράφονται από τις διατάξεις του άρθρου 119 του ΚΔΔ, κατά τις οποίες «ο αναγκαστικώς ομόδικος ο οποίος, αν και προσεπικλήθηκε σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 117, δεν μετέσχε στη δίκη,θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται, κατά τη διάρκειά της, από όλους από κοινού τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκουςπου μετέχουν σε αυτήν. Αν δεν είχε προσεπικληθεί και δεν είχε παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, έχει δικαίωμα να ασκήσει κατά της σχετικής απόφασης ανακοπή ερημοδικίας».

           

ΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΟΥ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

           Α. Αφετηρία: Το ανακριτικό δικονομικό αξίωμα και η κυριαρχία των διαδίκων στο αντικείμενο της διοικητικής δίκης επί αγωγής

          1. Η ανακριτική αρχή και οι συνέπειές της για το δικαστήριο και τους διαδίκους

           Η ουσιαστική διοικητική δίκη ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων διέπεται, όπως είναι γνωστό, από τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της ανακρίσεως (σύστημα ή αξίωμα της ανακρίσεως- Untersuchungsgrundsatz, Inqisitionsmaxime). Η ανακριτική αρχή ρυθμίζεται στο άρθρο 33 ΚΔΔ .

          Το σύστημα της ανακρίσεως επιβάλλει τηναυτεπάγγελτη έρευνα του πραγματικού από μέρους του διοικητικού δικαστηρίου, το οποίο έχει ευθύνη να διαμορφώσει τη δική του εικόνα («selbst ein Bild macht») για την ένδικη υπόθεση, με τη συναγωγή στοιχείων και διενέργεια του δικανικού συλλογισμού, χωρίς δέσμευση από τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα των ενδιαφερόμενων μερών. Στο πλαίσιο του καθήκοντος αυτού για αναζήτηση και συλλογή του πραγματικού υλικού, το δικαστήριο οφείλει να επεμβαίνει και αυτεπάγγελτα για τη διαπίστωση των απαραίτητων προς εφαρμογή του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου πραγματικών γεγονότων, ανεξάρτητα από τις προτάσεις, ενέργειες και πρωτοβουλίες των διαδίκων, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα για διευκρίνηση της υπόθεσης.

          2. Η σύζευξη με τη διαθετική αρχή

          Ενώ λοιπόν στην ουσιαστική διοικητική δίκη ισχύει για το δικαστήριο η αρχή της ανακρίσεως,για τους διαδίκους τυγχάνει εφαρμογής η θεμελιώδης δικονομική αρχή ή αξίωμα της διαθέσεως(Verfugungsgrundsatz, Dispositionsmaxime). Οι διάδικοιείναι κυρίαρχοι του αντικειμένου της δίκηςκαι αποφασίζουν για την έναρξη και το πέρας της δικαστικής διαδικασίας. Αυτοί αποφασίζουν για το αν και σε ποιά έκταση («ob und in welchem Umfang») θα ζητήσουν δικαστική προστασία για τα απαλλοτριωτά δημοσίου δικαίου δικαιώματά τους, σύμφωνα με τη συναφήαρχή της ελεύθερης απαλλοτρίωσηςτων εν λόγω δικαιωμάτων και τηναρχή της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δικαστικής προστασίας, που αποτελεί τη δικονομική της όψη, και που από κοινού συνθέτουν τον κανόνα της αυτονομίας τη ιδιωτικής βουλήσεως. Σύμφωναμε την διαθετική αρχή, η έναρξη της διοικητικής δίκης γίνεται πάντα με πρωτοβουλία των διαδίκων, με την κατάθεση του οικείου εισαγωγικού της δίκης ενδίκου βοηθήματος(άρθρ. 71, 126 ΚΔΔ), και ποτέ αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.Σε αυτούς εναπόκειται, επίσης, να επεκτείνουν (άρθρ. 75 παρ. 3 και 77 ΚΔΔ), ή να περιορίσουν το αντικείμενο της δίκης ή να θέσουν τέρμα στη σχετική δικαστική διαδικασία με την παραίτηση, ολικά ή μερικά, από την αγωγή (ή την προσφυγή) (άρθρ. 75 παρ.3 και 143 ΚΔΔ), ή με συμβιβασμό.Περαιτέρω, αφού έννομη προστασία δικαιούται να επιδιώξει μόνο ο ενδιαφερόμενος, το δικαστήριο αποφαίνεται, καταρχήν, μόνο εντός των ορίων των υποβαλλόμενων σε αυτό αιτήσεων(ne eat index ultra petita partium) καιδεν μπορεί να εξέρχεται από τα πλαίσια που διαγράφει το αντικείμενο της δίκης (άρθρ. 80 ΚΔΔ). Η διαθετική αρχή ισχύει και ως προς το είδος της αιτούμενης δικαστικής προστασίας, δηλαδή αν θα εκδοθεί αναγνωριστική ή καταψηφιστική ή διαπλαστική απόφαση. Περαιτέρω, όμως, ενώ στην ουσιαστική διοικητική δίκη, και συγκεκριμένα εκείνη που ανοίγει με το ένδικο βοήθημα της αγωγής προς ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων κατά του δημοσίου ή ν.π.δ.δ., ισχύει η αρχή της πρωτοβουλίας των διαδίκων ως προς την έναρξη της διαδικασίας, ως ειδικότερη έκφραση της διαθετικής αρχής, καθιερώνεται συγχρόνως από το νομοθέτη του ΚΔΔ η αρχή της δικαστικής πρωτοβουλίας (Offizialmaxime) ως προς την προώθηση της δίκης (άρθρ. 33 ΚΔΔ). Έτσι, στην ουσιαστική διοικητική δίκη επί αγωγής τυγχάνουν παράλληλης εφαρμογής τα συστήματα της ανακρίσεως και της διαθέσεως. Τούτο οφείλεται στη συνειδητή επιλογή του δικονομικού νομοθέτη για συμβιβαστική συνύπαρξη δύο αντίθετων κατευθύνσεων, χάριν της εξυπηρετήσεως των σκοπών της δίκης. Πράγματι, η εφαρμογή της διαθετικής αρχής υπαγορεύεται από το ότι πρωταρχικός στόχος της διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου είναι η προστασία του πολίτη. Συνεπώς, στον τελευταίο εναπόκειται να καθορίσει αν και σε ποιά έκταση θα επιδιώξει την ικανοποίηση της δημοσίου μεν δικαίου πλην όμως απολλοτριωτής αξίωσής του. Από την άλλη πάλι πλευρά, η εν λόγω δικαστική διαδικασία είναι δεμένη στο άρμα της πραγμάτωσης του κράτους δικαίου, στο μέτρο που διώκει τη συμμόρφωση της Διοίκησης με την αρχή της νομιμότητας. Επομένως, κατά τούτο το δικαστήριο πρέπει να έχει την ελευθερία αναζήτησης του πραγματικούυλικού,βάσει του οποίου θα διαμορφώσει την ελάσσονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού, και υπαγωγής του στον προσήκοντα κανόνα δικαίου.

          Β. Τα κατ’άρθρο 45 ΚΔΔ γενικά στοιχεία του δικογράφου της αγωγής

           Η εφαρμογή της διαθετικής αρχής στη διοικητική δίκη συνεπάγεται όχι μόνο δικαιώματα και δυνατότητες, αλλά και βάρη για τον ενάγοντα, εκτός άλλων, και όσον αφορά τη διαμόρφωση του περιεχομένου του εισαγωγικού δικογράφου, προκειμένου το τελευταίο να πληροί τις προδιαγραφές που απαιτεί ο δικονομικός νομοθέτης για την παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής. Το οικείο δικόγραφο πρέπει να περιέχει αφενός μεν τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που ορίζονται στο άρθρο 45 του ΚΔΔ, αφετέρου δε τα στοιχεία που απαιτούν οι ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 73 του ίδου Κώδικα.

          1. Γενικά

          Τα ελάχιστα στοιχεία (essentialia negotii) του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής καθορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 45 ΚΔΔ . Σύμφωνα με αυτές, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούν ειδικότερες διατάξεις, πρέπει να προσδιορίζει σαφώς το είδος και το αντικείμενό του και να αναφέρει: α) το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, β) τον τόπο και το χρόνο της σύνταξής του και γ) αν υποβάλλεται μεν από φυσικό πρόσωπο, το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του ίδιου, του νόμιμου αντιπροσώπου του και, αν υπάρχουν, του δικαστικού πληρεξουσίου και του αντικλήτου του, αν υποβάλλεται δε από νομικό πρόσωπο, ένωση προσώπων ή ομάδα περιουσίας, την επωνυμία και την έδρα τους, καθώς και το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του εκπροσώπου τους και, αν υπάρχουν, του δικαστικού πληρεξουσίου και του αντικλήτου τους, ενώ, αν υποβάλλεται από το Δημόσιο, τον τίτλο της δημόσιας υπηρεσίας και το όργανο που το εκπροσωπεί.

          Εξάλλου, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου ως άνω άρθρου, το δικόγραφο της αγωγής υπογράφεται από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων, με εξαίρεση, στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 27, όπου μπορεί να υπογράφεται, κατά περίπτωση, από τους ίδιους τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους ή τους εκπροσώπους τους.

          2. Ο νομικός χαρακτηρισμός του δικογράφου

          Ενόψει των ανωτέρω, ένα από τα πρώτα υποχρεωτικά στοιχεία κάθε δικογράφου, και επομένως και εκείνου της αγωγής, είναι ο προσδιορισμός του είδους αυτού, αν δηλαδή πρόκειται περί αγωγής προσφυγής, ανακοπής κλπ. Ωστόσο, ο ορθός χαρακτηρισμός του είδους του δικογράφου γίνεται από το δικαστήριο με βάση το όλο περιεχόμενο και ιδίως τα διατυπούμενα με αυτό αιτήματα, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο τίτλο τον οποίο φέρει . Τούτο αποτελεί ειδικότερη έκφραση της αρχής «jura novit curia» κατά την οποία η ανεύρεση και ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου και εν γένει η διαμόρφωση της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού, αλλά και η υπαγωγή, είναι αποκλειστικό καθήκον του δικαστή, ο οποίος δεν δεσμεύεται από τους νομικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους προβαίνουν οι διάδικοι . Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το αντικείμενο της διοικητικής δίκης επί αγωγής, όπως ακριβώς και της αντίστοιχης πολιτικής δίκης, προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, εφόσον ο νομικός χαρακτηρισμός και η τελική νομική θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος αποτελούν αποκλειστικό έργο του δικαστή, ούτε ο ενάγων έχει κάποια υποχρέωση ή δικονομικό βάρος για την παράθεση νομικού ερείσματος στην αγωγή του, ήτοι δεν χρειάζεται να προσδέσει το αίτημά του σε συγκεκριμένη νομική διάταξη, ούτε δημιουργείται, καταρχήν, κάποια δέσμευση του δικαστή προς εξέταση της υπόθεσης από ορισμένη και μόνο νομική οπτική αν τυχόν ο ενάγων έχει προβεί στην εν λόγω νομική θεμελίωση του αιτήματός του .

          Σημειωτέον δε, ότιμε το υπόμνημα δεν μπορεί να συμπληρωθεί το πρώτον ο χαρακτηρισμός του ενδίκου βοηθήματοςπου φέρεται προς κρίση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Πάντως, ο ορθός ή μη χαρακτηρισμός του εισαγωγικού δικογράφου από τον δικαστή της ουσίας ελέγχεται τόσο κατ’ έφεση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο ή Διοικητικό Εφετείο, κατά περίπτωση), όσο και κατ’ αναίρεση από το αναιρετικό δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας).

          3. Ο προσδιορισμός του αντικειμένου της αγωγής

          Με το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια και πληρότητα το αντικείμενο της διαφοράς ], δηλαδή στην περίπτωση της αγωγής, και ανάλογα με το αίτημα αυτής (αναγνωριστικό, καταψηφιστικό) , η δικονομική αξίωση  εκείνου που ζητά δικαστική προστασία για κάποια έννομη συνέπεια, η οποία στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και θεμελιώνει αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό ή διαπλαστικό αίτημα, προς έκδοση δικαστικής απόφασης σύμφωνα με το εν λόγω αίτημα .

          Για την ύπαρξη της κατά τα ανωτέρω πληρότητας και ακρίβειας του αντικειμένου της δίκης απαιτείται η παράθεση όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό της επικαλούμενης έννομης συνέπειας, σύμφωνα με τον κρίσιμο κανόνα δικαίου, κατά τα αναπτυσσόμενα παρακάτω. Αν δεν προσδιορίζεται το αντικείμενο της διαφοράς κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, τότε η αγωγή ελέγχεται από το διοικητικό δικαστήριο απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω ακυρότητας του δικογράφου αυτής που επιφέρει η αοριστία της.

          Ο προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης επί αγωγής από τον ενάγοντα έχει ως συνέπειαότι ο δικαστής δεν μπορείπαρά να παρακολουθήσει και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια του διαγραφέντος αντικειμένου – εκτός αν ο δικονομικός νομοθέτης ορίζει σε κάποια περίπτωση διαφορετικά-, ήτοι οφείλει να μην υπερβεί το αντικείμενο αυτό είτε κατά το αίτημα(λ.χ επιδίκαση πέραν του αιτηθέντος ή μη αιτηθέν) είτε κατά την ιστορική αιτία. Άλλως, η απόφαση που θα εκδοθεί πάσχει από σφάλμα που θα διαπιστωθεί είτε από τον δευτεροβάθμιο είτε από τον αναιρετικό δικαστή και θα οδηγήσει μοιραία στην εξαφάνισή της, κατά το αντίστοιχο μέρος, λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας .

          4. Η υπογραφή του δικογράφου

          Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να φέρει, με ποινή το απαράδεκτο, την ιδιόχειρη υπογραφή πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, εκτός από τις περιπτώσεις που κατ’ εξαίρεση ο νόμος προβλέπει διαφορετικά, όπως λ.χ όταν πρόκειται για μικρό χρηματικό αντικείμενο (βλ. άρθρο 27 ΚΔΔ) . Ήδη η νομολογία του ΣτΕ δέχθηκε ότι αναπληρώνεται η έλλειψη ιδιόχειρης υπογραφής εφόσον ο δικηγόρος υπέγραψε στο βιβλίων ασκηθέντων ενδίκων βοηθημάτων και παρίσταται επ΄ακροατηρίου ζητώντας να δικασθεί η υπόθεση του διότι έτσι αποδεικνύεται η σοβαρά πρόθεση εκδικάσεως του ενδίκου βοηθήματος.

          5. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του ενάγοντος και το δικαστήριο που καλείται να επιληφθεί του αιτήματος δικαστικής προστασίας

          Στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει επίσης να αναφέρονται τόσο το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, όσο και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν την ταυτότητα του ενάγοντος, φυσικού ή νομικού προσώπου, και του εναγομένου.  Δεν είναι αόριστη πάντως η αγωγή που κατονομάζει μόνο το νπδδ και όχι τα συγκεκριμένα όργανα που αδικοπράγησαν εφόσον αναφέρει επακριβώς την παράνομη πράξη (ΣτΕ 740/01).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ της ΑΓΩΓΗΣ

          Τα Δικαστήρια δέχονται ότι το αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι η καταψήφιση ή η αναγνώριση ΑΞΙΩΣΗΣ και όχι η αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ δημοσίου δικαίουή δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής. Για το λόγοαυτό το ΤΔΠΑ με την 6379/2004απόφαση έκρινε ότι αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί το εναγόμενο ασφαλιστικό Ταμείο: α) να ασφαλίσει τα απασχολούμενα στην ενάγουσα πρόσωπα (μια κατηγορία εργαζομένων) β) να αναγνωριστεί ότι κανένας από τους ίδιους απασχολούμενους δεν είναι ασφαλιστέος στο ΙΚΑ και γ) ότι παράνομα επιβλήθηκαν σε βάρος της ενάγουσας από το ΙΚΑ εισφορές, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

          Με το υπόμνημα προ της συζητήσεως εξάλλου, μπορεί να μετατραπεί το αίτημα από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό ή να περιοριστεί αντίστροφα.

          Συμβολαιογράφος κατέβαλε στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ένα ποσό ως «συμβολαιογραφικά δικαιώματα» προς κοινή διανομή για τη σύνταξη κρατικού συμβολαίου αγοραπωλησίας. Όμως, επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για «κρατικό» συμβόλαιο, ο Συμβολαιογράφος με αγωγή ισχυρίστηκεότι η καταβολή έγινε χωρίς νόμιμη αιτίακαι ζήτησε την επιστροφή του ποσού αυτού. Το ΤΔΠΑθ με την 3091/2005 απόφαση έκρινε ότι η αγωγή ασκείται παραδεκτώς μόνο ως αδικαιολόγητου πλουτισμού γιατί δεν μπορεί να ασκηθεί ευθεία, αφού δεν στηρίζεται σε διατάξεις βάσει των οποίων είναι απαιτητό το ποσό, ούτε αποζημιωτική, αφού δεν καθορίζει συγκεκριμένες παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις του εναγομένου, εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκε η διαφορά.

          Με παρεμπίπτουσα αγωγή ζητήθηκε η καταβολή της ΑΤΑ για το ίδιο χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείτο με προγενέστερη αγωγή η καταβολή του οικογενειακού επιδόματος. Το ΤΔΠΑ με την 901/2003 απόφαση έκρινε ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή και τις συνεκδίκασε.

          6. Δικονομικές συνέπειες ελλείψεων του περιεχομένου του δικογράφου

          Κατά τη ρητή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 46 ΚΔΔ: «Δικόγραφο, που δεν περιέχει τα προβλεπόμενα από τις παρ. 1 και 5 του προηγούμενου άρθρου στοιχεία, είναι άκυρο, εκτός αν αυτά προκύπτουν από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου του» . Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη από το δικαστήριο ακυρότητα του δικογράφου, την οποία επισύρει η αοριστία του δίχως εξάρτηση από κάποια άλλη προϋπόθεση ή όρο, όπως λχ. βλάβη του αντιδίκου κλπ . Η εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής και ο χαρακτηρισμός του ως αόριστου και ανεπίδεκτου δικαστικής εκτιμήσεως από το διοικητικό δικαστήριο αποτελεί αντικείμενο ελέγχου του αναιρετικού δικαστή, αφού πρόκειται για διαδικαστικό έγγραφο.

          Γ. Τα κατ’ άρθρο 73 ΚΔΔ ειδικά στοιχεία του δικογράφου της αγωγής

          Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 73 ΚΔΔ: «1. Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να περιέχει και: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα. 2….».

          1. Η ιστορική βάση της αγωγής – Ο καθορισμός της έννομης σχέσης που θεμελιώνει την επίδικη αξίωση

           Όπως προεκτέθηκε, στον χώρο του διοικητικού δικονομικού δικαίου το ένδικο βοήθημα της αγωγής (ευθεία, αποζημιωτική, αδικαιολόγητου πλουτισμού) μπορεί να ασκηθεί μόνο για την ικανοποίηση χρηματικής, και όχι οιασδήποτε άλλης αξίωσης που πηγάζει από έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου.

          Ενόψει τούτου, την ιστορική βάση της αγωγής συγκροτούν τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για τη θεμελίωση της επικαλούμενης έννομης συνέπειας, ήτοι όλα τα απαιτούμενα στοιχεία κατά το οικείο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την γέννηση της επίδικης χρηματικής αξίωσης από την οικεία έννομη σχέση δημοσίου δικαίου . Όταντο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου αποτελείταιαπό αξιολογικές έννοιες, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί τα πραγματικά γεγονότα που τις εξειδικεύουν,ούτως ώστε το δικόγραφο να είναι επιδεκτικό δικαστικής εκτίμησης 

          Με το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να καθορίζεται η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η αξίωση, αν λ.χ πρόκειται για χρηματική αξίωση από συμβατική έννομη σχέση ή από αδικοπραξία οργάνων του Δημοσίου κλπ., και επιπλέον να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένοι λόγοι που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγική αξίωση, ήτοι τα παράπονα ή αιτιάσεις που αποδίδονται από τον ενάγοντα στη διοικητική ενέργεια (νομική πράξη ή υλική ενέργεια, πράξη ή παράλειψη) και που αποτελούν την αιτία γέννησης της επίμαχης αξίωσης . Όταν η αγωγή περιέχει, εκτός από την κύρια, και μία ή περισσότερες επικουρικές πραγματικές ή νομικές βάσεις, δηλαδή βάσεις που ισχύουν υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης (βλ. άρθρο 74 παρ.2 ΚΔΔ), τότε τα προεκτεθέντα ισχύουν για όλες τις επικαλούμενες βάσεις.

          Πάντως, μνεία στην ιστορική βάση της αγωγής της αφορμής προς έγερση αγωγής για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσης,και μάλιστα της ρήτρας όχλησης (clausula monitoria) δεν απαιτείται. Επομένως,δεν είναι απαραίτητο να εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του αν και οχλήθηκε από τον δικαιούχο της αξίωσης ενάγοντα. Διαφορετικά, βέβαια, τίθεται το ζήτημα όταν η αφορμή της προσφυγής στη δικαστική επίλυση της διαφοράς συνιστά στοιχείο του πραγματικού του εφαρμοστέου στην συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου για την επέλευση της κρίσιμης έννομης συνέπειας, της οποίας ζητείται η αυθεντική διάγνωση από το δικαστήριο, δηλαδή όταν είναι απαραίτητη κατά νόμο η συνδρομή της για την γέννηση ή υπόσταση της επίμαχης αξίωσης . Η σύγχρονη θεωρία του δικονομικού δικαίου έχει αποδεχθεί ως προς την ιστορική βάση τη λεγόμενη θεωρία του πραγματικού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Tatbestandslehre) ],που στηρίζεται στη δομή του κανόνα δικαίου ως δεοντολογικής προτάσεως υποθετικής μορφής, που περιέχει επιταγές ή διαταγές εννόμων συνεπειών ή έννομα αποτελέσματα, ήτοι καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων , που συνδέονται με το πραγματικό (Tatbestand)  ή την «αφηρημένη νομοτυπική μορφή» του κανόνα δικαίου . Ο κανόνας δικαίου, δηλαδή, εκφράζει ένα «δέον» που εξαρτάται από ένα όρο και συγκεκριμένα από τον όρο εκείνο που περιέχεται στο πραγματικό. Με τον τρόπο αυτό, ιδρύεται in abstracto με σχέση εξάρτησης ανάμεσα στο πραγματικό και στην έννομη συνέπεια, στα πλαίσια της οποίας ο εφαρμοστής του δικαίου  θα επιχειρήσει να διαπιστώσει in concreto το νομικό δέον με την συναγωγή της ελάσσονος προτάσεως. Με αφετηρία τη δικονομική θεώρηση του αντικειμένου της αγωγής σε συνάρτηση με τη θεωρία για τη δομή και λειτουργία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ο ενάγων έχει το βάρος να επικαλεσθεί εκείνα τα γεγονότα, υπό την ευρεία έννοια του όρου (εμπειρικές, αξιολογικές έννοιες, προδικαστικές έννομες συνέπειες κλπ.), τα οποία στο πλαίσιο του κρίσιμου (εφαρμοστέου) κανόνα δικαίου, συνιστούν τους όρους γέννησης της επίδικης αξιώσεως.

          Επομένως, με βάση την εν λόγω διδασκαλία, που αποτελεί εξέλιξη της θεωρίας του συγκεκριμένου προσδιορισμού ,πρέπει να εκθέσει στο οικείο δικόγραφο τα πραγματικά γεγονότα που στοιχειοθετούν το λόγο επαγωγής της ζητούμενης να διαγνωσθεί από το δικαστήριο έννομης συνέπειας δημοσίου δικαίου,ότι δηλαδή έχουν συντρέξει εν προκειμένω οι προϋποθέσεις γέννησης της χρηματικής αξιώσεώς του κατά του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., ή αντιστρόφως, αν εναγόμενος είναι ιδιώτης στα πλαίσια σύμβασης διοικητικού δικαίου ή άλλης έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου , ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις γέννησης του δικαιώματος του δημοσίου νομικού προσώπου κατ’ αυτού, όπως λ.χ για να αναγνωρισθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας σύμβασης, η εγγύηση της προμηθεύτριας εταιρίας, νομικού προσώπου του ιδιωτικού δικαίου είχε ορισθεί στην πραγματοποίηση 60.000 τομών ετησίως και να καταδικασθεί αυτή σε δήλωση βουλήσεως, κατά το άρθρο 949 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προς σύναψη αναλόγου περιεχομένου σύμβασης τεχνικής υποστηρίξεως των τομογράφων για το μετά την λήξη της εγγυήσεως καλής λειτουργίας τους διάστημα ή ότι, κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 547 επ. του Αστικού Κώδικα, έχει δικαίωμα αναστροφής της προμήθειας και έντοκης απόδοσης του τιμήματος που έχει καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο .

          2. Η νομική βάση της αγωγής

          Ως νομική βάση (ή νόμιμο λόγο) της αγωγής νοείται ο κανόνας δικαίου, με την εφαρμογή των διατάξεων του οποίου στο σύμπλεγμα των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, που αποτυπώνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, διαπιστώνεται αν θεμελιώνεται ή όχι η επίδικη αξίωση για την ικανοποίηση της οποίας ασκήθηκε το ένδικο βοήθημα της αγωγής ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Τούτο πραγματοποιείται από το δικαστή με τη διαπίστωση, σε περισσότερες διαδοχικές φάσεις, που τελούν όμως σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, του νομικού δέοντος in concreto, και στη συνέχει με την ερμηνεία του κανόνα δικαίου, και τη σύνδεση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών με τη μείζονα νομική πρόταση , ή με άλλα λόγια με την υπαγωγή (ένταξη) των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων στην τάξη των περιπτώσεων που χαρακτηρίζονται από τη νομική έννοια ή το αφηρημένο πραγματικό του νομικού κανόνα.

          Η νομική βάση τηςαγωγήςαναζητείται αυτεπάγγελτα  από το δικαστήριοκατ’εφαρμογή του προαναφερθέντος κανόνα iura novit curia και επομένως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικογράφου της αγωγής, όπως άλλωστε προκύπτει σαφώς και από τις διατάξεις του άρθρου 73 ΚΔΔ, από τις οποίες απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στη νομική βάση ως προσδιοριστικού στοιχείου του αντικειμένου της δίκης επί αγωγής . Κατά συνέπεια, ο οποιοσδήποτε νομικός χαρακτηρισμός λαμβάνει χώρα από τον ενάγοντα, δηλαδή η υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη νομική διάταξη, δεν συνεπάγεται, καταρχήν, κάποιου είδους δέσμευση για το δικαστήριο.

          Άλλωστε, και από άλλη οπτική, όπως ορθά επισημαίνεται , ο γενόμενος εκ μέρους του ενάγοντος με το οικείο δικόγραφο νομικός χαρακτηρισμός, από μόνος του σε συνδυασμό με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, δεν θα εξυπηρετούσε σε καμιά περίπτωση τον προσδιορισμό και την αποσαφήνιση του αντικειμένου της διοικητικής δίκης και την αποκατάσταση της βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων σε μία μόνο δίκη, καθόσον αποφασιστική σημασία έχει η αυθεντική διάγνωση από το δικαστήριο της ισχύος συγκεκριμένης αξίωσης, ως έννομης συνέπειας της συνδρομής των όρων του πραγματικού του κρίσιμου κανόνα δικαίου, την ικανοποίηση της οποίας επιδιώκει ο ενάγων.

          Η αποδοχή των προεκτεθέντων οδηγεί αναγκαστικά και στον χώρο της διοικητικής δίκης σε διαφοροποίηση του αντικειμένου της αγωγής και της επ’ αυτής δίκης από το αντικείμενο της απόφασης επί αυτής ,και συνεπώς του δεδικασμένου, αφού το μεν πρώτο οριοθετείται χωρίς τη νομική αιτία, ενώ το δεύτερο και από τη νομική αιτία, με αποτέλεσμα το δεδικασμένο για το κριθέν δικαίωμα να αναπτύσσεται όχι μόνο σε αναφορά με την ιστορική βάση που προτάθηκε και κρίθηκε, αλλά και σε αναφορά με τη συγκεκριμένη νομική αιτία της αγωγής .

          3.Το αίτημα της αγωγής

          3.1. Η απαίτηση του δικονομικού νομοθέτη για την ύπαρξη κύριου αιτήματος

          Κατά τη ρητή διάταξη της παρ.2 του άρθρου 73 ΚΔΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει αναγκαστικά να περιέχει μεταξύ των στοιχείων του «αίτημα» για το είδος και την έκταση της ζητούμενης δικαστικής προστασίας, κατ’ επιλογή του ενάγοντος. Το αίτημα πρέπει να τελεί σε σχέση λογικής ακολουθίας με την παρατιθέμενη ιστορική (και ενδεχόμενα νομική) βάση, έτσι ώστε να εμφανίζεται ως το συμπέρασμα του χαρακτηρισμού και της υπαγωγής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, δηλαδή του νομικού συλλογισμού που συγκροτείται με μείζονα πρόταση τον εν λόγω κανόνα και ελάσσονα πρόταση, που μεταφέρει το νομικό δέον στη συγκεκριμένη περίπτωση, την συγκροτούμενη από την ιστορική βάση του δικογράφου της αγωγής . Υπό το ισχύον σύστημα διοικητικού δικονομικού δικαίου, η αγωγή που ασκείται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηριών, με το προαναφερόμενο αντικείμενο ,μπορεί να είναι μόνο αναγνωριστική ή καταψηφιστική . Η αγωγή  είναι καταψηφιστική, όταν το αίτημα προσανατολίζεται στην καταδίκη του εναγόμενου δημοσίου ή ν.π.δ.δ. στην οφειλόμενη χρηματική παροχή είτε απλά αναγνωριστική όταν με αυτή επιδιώκεται η δικαστική αναγνώριση της σχετικής αξίωσης. Αρνητική αναγνωριστική αγωγή δεν προβλέπεται. Σε αντιστοιχία με τους παραπάνω, αποδεκτούς κατά τον ΚΔΔ, τύπους αγωγών, τελούν και οι εκδιδόμενες επ’ αυτών αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων. Συνεπώς, η απόφαση είναι καταψηφιστική, όταν με αυτή καταδικάζεται το εναγόμενο (δημόσιο ή ν.π.δ.δ.) στην καταβολή της χρηματικής αξιώσεως, ενώ τυγχάνει αναγνωριστική όταν αρκείται σε αναγνώριση της κατά το ουσιαστικό δίκαιο απαίτησης.

          Η διαπίστωση της μορφής του αιτήματος της αγωγής ως αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού από το δικαστήριο έχει αξιόλογες νομικές συνέπειες: Καταρχήν, όπως ορίζεται στο άρθρο 274 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής, είτε αυτή ασκείται αυτοτελώς είτε σωρευτικώς με προσφυγή, (το ίδιο ισχύει και για το παραδεκτό της αντίστοιχης κύριας παρέμβασης), καταβάλλεται το τέλος δικαστικού ενσήμου που προβλέπεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως εκάστοτε ισχύει. Εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου καθιερώνει ο νομοθέτης ειδικά για τις διαφορές ανάμεσα στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και τους αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένους σε αυτούς, αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει  τα 6.000 €

          Το τέλος δικαστικού ενσήμου καταβάλλεται ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Αν ως τότε δεν καταβληθεί ή καταβληθεί ελλιπές, το δικαστήριο, με απόφασή του, αναστέλλει την πρόοδο της δίκης, ώστε να καταβληθεί το ελλείπον τέλος δικαστικού ενσήμου, ορίζοντας συγχρόνως ημερομηνία για τη νέα συζήτηση της υπόθεσης. Αν και ως τη νέα αυτή συζήτηση τούτο δεν καταβληθεί, η αγωγή, ή η κύρια παρέμβαση, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Προηγουμένως, ωστόσο, πρέπει να τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που προβλέπουν υποχρέωση του δικαστηρίου να καλέσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο να καταβάλει το οικείο τέλος δικαστικού ενσήμου.

Εάν η αγωγή ασκήθηκε στα πολιτικά δικαστήρια και απορρίφθηκε λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας και ασκηθεί εκ νέου στα ΤΔΔ , τότε αυτά οφείλουν να ερευνήσουν εάν είχε καταβληθεί δικαστικό ένσημο στο πολιτικό δικαστήριο (ΣτΕ 2754/00).

          Κατά δεύτερον, όταν ασκείται αναγνωριστική αγωγή ο ενάγων έχει το βάρος επίκλησης και απόδειξης των γεγονότων εκείνων που θεμελιώνουν ειδικό έννομο συμφέρον για την άσκηση απλώς αναγνωριστικής αγωγής, ενώ, επί υποβολής καταψηφιστικού αιτήματος, η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος είναι δεδομένη από τη φύση του εν λόγω αιτήματος, καθόσον με την καταψηφιστική αγωγή επιδιώκεται να εξοπλισθεί η επίδικη χρηματική αξίωση με εκτελεστό τίτλο. Τρίτον, η μορφή του αιτήματος και της δικαστικής απόφασης επί της αγωγής έχει σημασία και για την αναγκαστική εκτέλεση αυτής .

          Ο νόμος 3900/10 προβλέπει στο άρθρο 33 ότι Στο άρθρο 199 του ΚΔΔ προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «4. Οι τελεσίδικες και οι ανέκκλητες αναγνωριστικές αποφάσεις καθίστανται καταψηφιστικές με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου που τις εξέδωσε, εφόσον καταβληθεί το κατά το άρθρο 274 τέλος δικαστικού ενσήμου.»

Επίσης προβλέπεται  στο άρθρο 44 και ευεργέτημα πενίας ως προς το δικαστικό ένσημο: «1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 276 του ΚΔΔ αντικαθίσταται ως εξής:«1. Ο διάδικος μπορεί να απαλλαγεί από την προκαταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, αν αποδεικνύει ότι η προκαταβολή αυτή δημιουργεί κίνδυνο περιορισμού των απαραίτητων μέσων για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του (ευεργέτημα πενίας).Η απαλλαγή αυτή μπορεί να χορηγηθεί και σε νομικά πρόσωπα που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό, καθώς και σε ενώσεις προσώπων που έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι αν αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή του πιο πάνω ποσού, καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους.»

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 276 του ΚΔΔ αντικαθίστανται ως εξής:

«4. Η απαλλαγή χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαδίκου που υποβάλλεται είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης.Η αίτηση απαλλαγής σε κάθε περίπτωση πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.»

3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 276 του ΚΔΔ αντικαθίστανται ως εξής:

«6. Αν η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αίτηση απορριφθεί, ο αιτών υποχρεούται να καταβάλει το προβλεπόμενο ποσό έως την πρώτη συζήτηση του ένδικου βοηθήματος ή μέσου.Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ο διάδικος απαλλάσσεται από την προκαταβολή του πιο πάνω ποσού. Τούτο δεν επηρεάζει την τυχόν υποχρέωσή του προς καταβολή του, αν με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου καταλογιστούν σε αυτόν τα δικαστικά έξοδα της δίκης.»

          3.2. Επικουρικό αίτημα δικαστικής προστασίας

          3.2.1. Ο κανόνας της απαγόρευσης άσκησης αγωγής υπό αίρεση

           Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του ΚΔΔ, «άσκηση αγωγής υπό αίρεση δεν επιτρέπεται». Περαιτέρω, δεν επιτρέπεται η διαζευκτική διατύπωση της αγωγής είτε ως προς τα πρόσωπα είτε ως προς την ιστορική βάση, παρά μόνο αν συντρέχουν οι όροι της επικουρικής άσκησης, κατά τα εκτιθέμενα αμέσως παρακάτω.

          3.2.2. Η εξαίρεση για την επιβοηθητική άσκηση της αγωγής

          Ο νομοθέτης επιτρέπει την επικουρική αίτηση δικαστικής προστασίας, ήτοι εκείνη που υποβάλλεται για την περίπτωση της απόρριψης της άμεσης ή κύριας αίτησης . Έτσι, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 74 του ΚΔΔ, η αγωγή μπορεί να έχει, εκτός από την κύρια, και μια ή περισσότερες επικουρικές πραγματικές ή νομικές βάσεις.

          4. Τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης

          Στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος προς άσκηση αυτής, δηλαδή που δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου  και περαιτέρω συνιστούν την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση . Πάντως, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου αρκεί να προκύπτει από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής και δεν χρειάζεται κάποια πανηγυρική διατύπωση στην επικεφαλίδα αυτού.

          Δ. Οι συνέπειες της παραλείψεως των στοιχείων του δικογράφου

          1.Η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης

          Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής ως προς την ιστορική της αιτία ή το αίτημα αυτής οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, δίχως να υπάρχει δυνατότητα θεραπείας της αοριστίας με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων  ή το υπόμνημα.

          Εν προκειμένω, υποστηρίζεται η άποψη ότι, η διάταξη του άρθρου 73 ΚΔΔ είναι lex imperfecta και επομένως η κύρωση πρέπει να συνίσταται στην κατ’ αίτηση του εναγομένου απαγγελία της ακυρότητας, εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 62 παρ.2 περ. β΄ ΚΔΔ. , δηλαδή μόνο αν ο εναγόμενος υφίσταται βλάβη από την παράλειψη παράθεσης στο δικόγραφο της αγωγής των ανωτέρω στοιχείων, η οποία (βλάβη) δεν μπορεί να θεραπευθεί αν δεν απαγγελθεί ακυρότητα. Ο ίδιος ως άνω συγγραφέας ξεπερνά τον προβληματισμό που δημιουργείται ως προς την τύχη του δικογράφου της αγωγής σε περίπτωση που ο εναγόμενος δεν προβάλλει, για οποιονδήποτε λόγο, την ένσταση του άρθρου 62 ΚΔΔ και ο δικαστής της ουσίας περιέρχεται, ως εκ τούτου, σε αδυναμία «σχηματισμού δικανικής κρίσης για την ένδικη διαφορά», με τη σκέψη ότι τότε όλα εξαρτώνται από «την κρίση του δικαστηρίου, το οποίο, αν δεν μπορεί έτσι να εκτιμήσει το περιεχόμενο της αγωγής, την απορρίπτει λόγω ακυρότητας του δικογράφου συνεπεία της αοριστίας του».

          Εδώ, πρέπει να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις: Κατά πρώτον, εφόσον το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο σε τέτοιο βαθμό που ο δικαστής αδυνατεί να το εκτιμήσει, επειδή δεν περιγράφονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα, τότε η αγωγή απορρίπτεται για τυπικούς λόγους ως απαράδεκτη και μάλιστα αυτεπάγγελτα, όπως είπαμε, από το δικαστήριο χωρίς να χρειάζεται η υποβολή σχετικής ένστασης από τον αντίδικο, δοθέντος ότι πρόκειται για ζήτημα που αφορά το τύποις παραδεκτό του υποβληθέντος αιτήματος δικαστικής προστασίας και θέμα δημόσιας τάξης . Αν, όμως, η αοριστία του οικείου δικογράφου συνίσταται στο ότι δεν αναφέρονται σ’αυτό όλα τα παραγωγικά του επίδικου δικαιώματος γεγονότα, σύμφωνα με τον κρίσιμο (εφαρμοστέο) κανόνα δικαίου, τότε η αγωγή ελέγχεται απορριπτέα όχι ως απαράδεκτη, αλλά ως (νόμω) αβάσιμη, επειδή τα γεγονότα που επικαλείται ο ενάγων δεν είναι αρκετά για να επιφέρουν το επιδιωκόμενο να αναγνωρισθεί από το δικαστήριο με την απόφαση έννομο αποτέλεσμα, δηλαδή λείπει ένας απαραίτητος όρος για την κατ’ ουσία αυθεντική διάγνωση της εν λόγω έννομης συνέπειας .

 Εξάλλου, είναι αόριστο και συνεπώς άκυρο δικόγραφο αγωγής το οποίο αρκείται στην επίκληση συγκεκριμένης νομικής διάταξης και αιτήματος δίχως να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ώστε να μπορεί να συναχθεί το αντικείμενο της διαφοράς.

Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ .

Σε αντίθεση με τα ισχύοντα στη πολιτική δικονομία (215 ΚΠολΔ) η αγωγή στη διοικητική δικονομία ,όπως και τα λοιπά ένδικα βοηθήματα  ασκείται με μια διαδικαστική πράξη την κατάθεση στη γραμματεία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Όμως με βάση τον ν.3900/10 οπώς προείπαμε εισάγεται σοβαρά απόκλιση από το ανακριτικό σύστημα , αφού ο ενάγων θα πρέπει για να επέλθουν τα ουσιαστικά αποτελέσματα της αγωγής και κυρίως η διακοπή της παραγραφής και η τοκοφορία να κοινοποιήσει ο ίδιος στο εναγόμενο δημόσιο ή νπδδ την αγωγή. Κατά τα λοιπά η παράλειψη κοινοποιήσεως συνεπάγεται όχι το απαράδεκτο της αγωγής αλλά της συζήτησης εφόσον δεν παρασταθεί ο εναγόμενος ή παρασταθεί και αντιλέξει (ΣτΕ 3419-20/01,3369/03). Τυχόν αντίθετες διατάξεις ειδικών νόμων περί κοινοποιήσεως στο εναγόμενο νπδδ εντός ειδικής προθεσμίας δεν ισχύουν πχ στον ΟΛΠ (όταν ήταν νπδδ) εντός τριμήνου (ΣτΕ 3369/03).

ΙΙΙ. Το βάσιμο της αγωγής αποζημίωσης

          Α. Γενικές παρατηρήσεις

          Για τη βασιμότητα της αγωγής αποζημίωσης απαιτείται η συνδρομή του συνόλου των όρων της αστικής ευθύνης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, τους οποίους πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει ο ενάγων. Πρέπει να τονισθεί ότι, στο πλαίσιο της εκδίκασης της αγωγής αποζημίωσης, ακόμη και οι λόγοι που θεμελιώνουν τη νομική βασιμότητα αυτής δεν ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, αλλά πρέπει να προτείνονται από τον ενάγοντα, και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, είτε με το αρχικό δικόγραφο είτε το δικόγραφο πρόσθετων λόγων του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος. Και τούτο σε αντίθεση με την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή ουσίας του άρθρου 63 του ΚΔΔ, όπου ορισμένοι λόγοι λ.χ. αναρμοδιότητα εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως, ήτοι χωρίς επίκλησή τους από τον αιτούντα .

 Γ. Εξουσία δικαστηρίου επί αγωγής

          Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 90 του ΚΔΔ, σε περίπτωση αγωγής το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την αγωγή εν όλω ή εν μέρει και, ανάλογα με το αίτημά της, επιδικάζει την παροχή ή απλώς αναγνωρίζει τη σχετική αξίωση, είτε απορρίπτει την αγωγή. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση διαδίκου, να κηρύξει την απόφασή του εν όλω ή εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που συνηγορούν προς τούτο ή αν η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στο διάδικο που νίκησε. Στις προσωρινώς εκτελεστές αποφάσεις, η προθεσμία, καθώς και η παραδεκτή άσκηση της έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση, εκτός αν αυτή πρόκειται να γίνει κατά τρίτου.

Το αναιρετικό δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον τα δικαστήρια της ουσίας παρέμειναν εντός των ορίων ελέγχου που διαγράφει ο Κ.Δ.Δ.

Ειδικώς, στην περίπτωση του παρεμπίπτοντος ελέγχου στον οποίο προβαίνει το δικαστήριο της αγωγής όταν η ζημιογόνος πράξη υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως δεν υφίσταται ευθύνη αν έχει χωρήσει ακύρωση της πράξεως αυτής για τυπικό λόγο ενώ για την έκδοση της παρέχεται από τη νομοθεσία στη Διοίκηση διακριτική ευχέρεια (ΣΕ 1763/2006). Το ζήτημα τίθεται με μεγαλύτερη οξύτητα σε περίπτωση παρανόμου παραλείψεως εκδόσεως θετικής για το διοικούμενο πράξεως από τη Διοίκηση όταν προαπαιτούμενο της εκδόσεως είναι η παρεμβολή κρίσεως επιστημονικού οργάνου  με την ΣΕ 2168/07, Α τμ. 7μ.( υπόθεση ΕΟΦ) κρίθηκε ότι ο αποζημιωτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση του διοικητικού οργάνου.

         Δ. Η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης επί της αγωγής

          Η αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδουν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά του δημοσίου ή ν.π.δ.δ. , ρυθμίζεται από τοάρθρο 199 ΚΔΔ υπότον τίτλο «Αναγκαστική εκτέλεση». Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του ΚΠολΔ. Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων».

          Κατά συνέπεια, εκτελεστό τίτλο αποτελούν αποκλειστικά και μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων  και όχι εκείνες που δέχονται (ή απορρίπτουν) αναγνωριστικές αγωγές. Τούτο προκύπτει αβίαστα από το γράμμα της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 199 ΚΔΔ , χωρίς να χρειάζονται επιχειρήματα ή ερμηνευτικοί ελιγμοί με τη μορφή της «συσταλτικής ερμηνείας ή ερμηνευτικής συστολής», όπως συμβαίνει στον χώρο της πολιτικής δικονομίας, όπου η γενικότητα της διατυπώσεως του οικείου άρθρου 904 παρ. 2 περ. α΄, προκάλεσε επιστημονικές έριδες ως προς την έκταση απονομής της εκτελεστότητας. Ωστόσο, και υπό το δικονομικό καθεστώς του ΚΠολΔ γίνεται δεκτό από την κρατούσα γνώμη  ότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εκτελεστό τίτλο.

          Πάντως, ανεξάρτητα από το ζήτημα της δογματικής υφής και τη λειτουργικής αποστολής της αναγνωριστικής αγωγής στο χώρο του διοικητικού δικαίου, η επιλογή του νομοθέτη του ΚΔΔ περί απονομής της εκτελεστότητας μόνο στις καταψηφιστικές αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι και στις αναγνωριστικές, δεν φαίνεται να συνδέεται με αμιγώς δικονομικά κριτήρια, αλλά μάλλον με δημοσιονομικά . Και τούτο διότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη της παρ.1 του άρθρου 274 ΚΔΔ «για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής είτε αυτή ασκείται αυτοτελώς είτε σωρευτικά με προσφυγή,….., καταβάλλεται το τέλος δικαστικού ενσήμου που προβλέπεται ….». Ακριβώς για το λόγο αυτό, και προς αποφυγή αιτιάσεων περί προσκρούσεως της σχετικής ρύθμισης του άρθρου 199 ΚΔΔ στις συνταγματικές και διεθνείς διατάξεις που περιχαρακώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας , προτείνεται, de lege ferenda, όπως ή αναγνωριστική απόφαση επί αγωγής καθίσταται εκτελεστός τίτλος με μόνη την καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 274 ΚΔΔ δικαστικού ενσήμου, κατά την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό, ο οποίος στο στάδιο αυτό θα ελέγχει και την καταβολή του δικαστικού ενσήμου. Η λύση αυτή επιβάλλεται, εκτός άλλων, από το γεγονός ότι για την απόκτηση τίτλου εκτελέσεως οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να εγείρουν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καταψηφιστική αγωγή για το ίδιο αντικείμενο διαφοράς, ως προς το οποίο υπάρχει ήδη το δεδικασμένο της αναγνωριστικής αποφάσεως, δοθέντος ότι στο ελληνικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός με εκείνον του ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρ. 623 επ. ΚΠολΔ). Ήδη με το νέο νόμο προβλέπεται η δυνατότητα αυτή ως ανωτέρω εξετέθη.

          Εκτός της καταψηφιστικής απόφασης του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου επί της σχετικής αγωγής, τίτλο εκτελέσεως, κατά το άρθρο 199 ΚΔΔ, αποτελεί και η απόφαση εκείνη που δέχεται ως παραδεκτή και βάσιμη την κύρια παρέμβαση και καταδικάζει το εναγόμενο δημόσιο ή ν.π.δ.δ. στη χρηματική παροχή. Τούτο συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 112, 197 παρ. 1 και 3 [130], 199 και 274 παρ.1 ΚΔΔ , και από το γεγονός ότι η κύρια παρέμβαση είναι, κατά την άρχουσα γνώμη , ως προς τη φύση της, ένδικο βοήθημα με λειτουργικό περιεχόμενο όμοιο περίπου με την αγωγή, έχει δε ως αποτέλεσμα την διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της έννομης σχέσης της ουσιαστικής διοικητικής δίκης, καθιστώντας διάδικο τον κυρίως παρεμβαίνοντα. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος, ως διάδικος στην τακτική διαγνωστική δίκη, υπέρ και κατά του οποίου ισχύει το παραχθέν δεδικασμένο, νομιμοποιείται ενεργητικά προς επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του παθητικά νομιμοποιούμενου εν προκειμένω δημοσίου ή ν.π.δ.δ.

          

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ

          Στο θέμα αυτό είναι πάγια η νομολογία των ΤΔΔ ότι οι αποφάσεις επί αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι δυνατόν να κηρυχθούν προσωρινώς εκτελεστές (ΤΔΠΑ 10110/2005,7775/2005 ). Στις περιπτώσεις καταψηφιστικών αγωγών αποφάσεις κηρύσσονται προσωρινώς εκτελεστές, εάν υπάρχουν εξαιρετικοί λόγοι ή όταν η επιβράδυνση θα επιφέρει στον ενάγοντα ανεπανόρθωτη βλάβη και εφόσον το ζητήσει ο ενάγων. Έτσι, σε περίπτωση ιατρικού λάθους, όπου οι ιατροί άσκησαν πλημμελώς τα καθήκοντά τους, με αποτέλεσμα την εγκεφαλική βλάβη (σπαστική τετραπάρεση) του ενάγοντα, ηλικίας 47 ετών, το ΤΔΠΑ με την 388/2004 απόφαση επιδίκασε σε αυτόν αποζημίωση ύψους 1.174.000 ευρώ και δεχόμενο στη συνέχεια ότι ο ενάγων λόγω της κατάστασης της υγείας του έχει αυξημένες δαπάνες (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ανάγκη πρόσληψης βοηθού για την εξυπηρέτησή του κλπ) κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή κατά το μέρος που αφορούσε στο ¼ των επιδικασθέντων ποσών.

          Επίσης, σε περίπτωση τραυματισμού στρατιώτη από λανθασμένη εκπυρσοκρότηση όπλου ανωτέρου του σε ώρα εκπαίδευσης, ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις μόνιμη αναπηρία, – διαταραχή προφορικού και γραπτού λόγου, διαταραχή από τα οπτικά πεδία και κρίσεις επιληψίας και χρειάζεται συνεχή ιατρική παρακολούθηση και ιατρικές εξετάσεις, το ΤΔΠΑ με την 16312/2003απόφαση, αφού έλαβε υπόψη την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος που απαιτεί συνεχή ιατρική παρακολούθηση τόσο για τα προβλήματα λόγου που παρουσιάζει όσο και για την ψυχολογική του υποστήριξη και συνεκτιμώντας την έλλειψη εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων του, κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση για ποσό 10.000 ευρώ, για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που του επιδίκασε.

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ(211 ΚΔΔ)

          Για την προσωρινή επιδίκαση μέρους (έως ½) της απαίτησης απαιτείται η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής για ζημία , λόγο δε επιδίκασης μπορεί να θεμελιώσει η αδυναμία ή η ιδιαίτερη δυσχέρεια για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του ενάγοντος, ενώ αποκλείεται αν η αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, όπως με την ΤΔΠΑ159/2007απόφαση κρίθηκε ως προδήλως αβάσιμη η αγωγή και απορρίφθηκε η σχετική αίτηση. Αντίθετα ο λόγος αυτός δεν συντρέχει όταν ζητείται καταψήφιση χρηματικής ικανοποίησης και κατά την κρατούσα άποψη θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ένδικη αίτηση προσωρινής επιδίκασης μόνο για χρηματική ικανοποίηση.

          Σε περίπτωση πτώσης αυτοκινήτου σε λακκούβα, τραυματισμού του οδηγού, νοσηλείας του κλπ. το ΔΠΑθ με την 1992/2003 απόφαση δέχτηκε ότι εξ αιτίας του ατυχήματος ο αιτών πάσχει από μερική πάρεση κάτω άκρων, μετατραυματική αρθρίτιδα, υποβάλλεται σε ειδικό πρόγραμμα υδροκινησιοθεραπείας σε θερμαινόμενη πισίνα, χρειάζεται καθημερινή μεταφορά με ταξί, είναι απαραίτητη η συνέχιση του προγράμματος επί 2 έτη, και λαμβάνοντας υπόψη τα πολύ χαμηλά εισοδήματά του και το ότι του συνεστήθη αποχή από την εργασία του για 6 μήνες, έκρινε ότι πιθανολογείται αδυναμία του αιτούντος προς αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών διαβίωσής του. Ενόψει δε του ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι που να αποκλείουν την προσωρινή επιδίκαση, υποχρέωσε το Δήμο να καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ. Στη συνέχεια, με την ΤΔΠΑ 4464/2004 απόφαση επί της καταψηφιστικής αγωγής, αφαιρέθηκε το ποσό των 30.000 ευρώ που επιδικάστηκε προσωρινώς.

          Με τηνΤΔΠΑ529/2006 απόφαση, σε περίπτωση αναπηρίας (παραπληγία) από πτώση οδηγού μηχανής σε λακκούβα, επιδικάστηκε σε βάρος του Δήμου προσωρινά από την κατάθεση της καταψηφιστικής αγωγής έως την έκδοση οριστικής απόφασης ποσό 1.000 ευρώ μηνιαίως λόγω ανάγκης χρήσης αποκλειστικής νοσοκόμου και υποβολής σε δαπάνες φυσιοθεραπειών.

Η προσωρινή επιδίκαση δεν σωρεύεται με την αίτηση αναστολής του 200 ΚΔΔ διότι πέραν των άλλων η προσωρινή επιδίκαση εκδικάζεται σε δημόσια συνεδρίαση ενώ η αναστολή σε μυστική. Απαράδεκτη ομοίως και η σώρευση με προσωρινή ρύθμιση λόγω διαφορετικής διαδικασίας (ΔΠΑ 1162/99).

ΕΚ ΤΩΝ ΠΟΡΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

          Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εν σχέσει, με την αστική ευθύνη του Δημοσίου, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι:

1) Το Δημόσιο, οι ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ υποχρεούνται, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, σε αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, τα Δικαστήρια δε της ουσίας δύνανται, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος των ανωτέρω εύλογο χρηματική ικανοποίηση σε εκείνον που υπέστη προσβολή, μεταξύ άλλων, της υγείας, κατ’ ανάλογο εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΑΚ, του ύψους της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως, ως κρίσεως ουσιαστικής, μη υποκειμένης στον αναιρετικό έλεγχο (ΣτΕ 2463/1998).

2) Κατ’ άρθρο 105 και 106 ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο, οι ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ υποχρεούνται, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων αυτών, σε αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, τα Δικαστήρια δε της ουσίας δύνανται επί πλέον, να επιδικάσουν, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, εύλογη χρηματική ικανοποίηση στην οικογένεια αυτού λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 εδ. γ΄ του ΑΚ (ΣτΕ 2320/2003).

3) Κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ευθύνη του Δημοσίου συντρέχει, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον οσάκις με πράξη ή παράλειψη οργάνου της Διοικήσεως παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και οσάκις παραλείπονται τα εκ της κειμένης εν γένει νομοθεσίας και τα κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως προσιδιάζοντα στη συγκεκριμένη Υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Για τη θεμελίωση δε της ευθύνης του Δημοσίου, απαιτείται να υπάρχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της, κατά τα ανωτέρω, παράνομης πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσης ζημίας (ΣτΕ 2146/2004, 3102/1999, 4776/1997).

4) Κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ η επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας του ενάγοντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως, λόγω παρανόμου πράξεως οργάνων του Δημοσίου (ΣτΕ 3773/2006).

5) Κατ’ άρθρο 105 και 106 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό προς το άρθρο 298 ΑΚ, η αποζημίωση την οποία οφείλει το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της παρούσης περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε εάν δεν συνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός. Οσάκις από το εν λόγω γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφελείας. Τέτοιος σύνδεσμος, όμως, δεν υπάρχει όταν ζημία και ωφέλεια στηρίζονται σε διαφορετική η καθεμία αιτία (ΣτΕ 2803/2000).

6) Η συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος ερευνάται μόνον αν η ζημιογόνος πράξη του Δημοσίου είναι παράνομη, οπότε, αν διαπιστωθεί η συνδρομή πταίσματος, η ευθύνη για τη ζημία κατανέμεται μεταξύ ζημιώσαντος και ζημιωθέντος (ΣτΕ 85/2006).

7) Ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Προκειμένου περί του διαφυγόντος κέρδους, το οποίο κατά κανόνα δεν είναι επιδεκτικό πλήρους δικανικής πεποίθησης, επιτρέπεται στο δικαστή να αρκεστεί στην πιθανότητα, η οποία υφίσταται όταν συντρέχουν ικανοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της αληθείας και δεν προκύπτει κάτι το αντίθετο (ΣτΕ 1410/2006).

8) Για την επιδίκαση αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξης ή παραλείψεως ή υλικής ενεργείας ή παραλείψεως υλικής ενεργείας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υπάρχει όταν η πράξη ή η υλική ενέργεια ή η παράλειψή της, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΣτΕ 3696/2006, 1794/2001)

9) Αιτιώδης σύνδεσμος για την στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου από παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνων του υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 1023/2005).

10) Ο παράνομος χαρακτήρας ζημιογόνου πράξεως, παραλείψεως ή υλικής ενεργείας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του.

Από τις διατάξεις του ν. 1566/1985 και της υ.α. Ε2/4832/28.11.1990 και τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας δεν προσδιορίζονται ειδικώς οι υποχρεώσεις των συνοδών καθηγητών σε σχολικές εκδρομές. Προκύπτει, όμως, από αυτές ότι οι συνοδοί καθηγητές είναι επιφορτισμένοι με την επιτήρηση των μαθητών προκειμένου η συμπεριφορά των τελευταίων να μη δημιουργεί προβλήματα στους ίδιους, σε τρίτους και στο περιβάλλον. Η επιμελής επιτήρηση των μαθητών κατά τη διάρκεια της εκδρομής επιβάλλει στους συνοδούς Καθηγητές να παρατηρούν τους μαθητές, να απευθύνουν σ’ αυτούς συστάσεις και συμβουλές, να τους καθοδηγούν και να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο και ανάλογο με τις περιστάσεις μέτρο για την ομαλή διεξαγωγή της εκδρομής. Κατά συνέπεια, η ευθύνη του Δημοσίου για πράξεις ή παραλείψεις των συνοδών καθηγητών σε σχολική εκδρομή, ερευνάται αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΣτΕ 1413/2006).

11) Ναι μεν η Διοίκηση μπορεί είτε ν’ ανακαλέσει την παράνομη πράξη, εκδίδοντας νέα νόμιμη πράξη, προσδίδοντας, μάλιστα, σ’ αυτή αναδρομική δύναμη, είτε να εκδώσει τη νέα αυτή νόμιμη πράξη μετά την ακύρωση, με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, της αρχικής παράνομης πράξης, με αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις αυτές, να μην υφίσταται πλέον παράνομη διοικητική πράξη και να διασπάται, έτσι, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της ζημίας, πλην, σε περίπτωση που η αρχικώς εκδοθείσα παράνομη διοικητική πράξη έχει εφαρμοσθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι την έκδοση της νεότερης νόμιμης πράξης, εξακολουθεί να υφίσταται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω παρανομίας και της ζημίας και συνεπώς, εξακολουθεί να συντρέχει η προϋπόθεση που θεσπίζουν τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Η προϋπόθεση αυτή συντρέχει πολύ περισσότερο, στην περίπτωση που δεν εκδοθεί, τελικώς, νόμιμη διοικητική πράξη (ΣτΕ 2884/1999).

12) Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για το αν ο παθών υπέστη ηθική βλάβη και ποίο το ύψος της βλάβης αυτής είναι κυριαρχική και συνεπώς είναι μερικώς ανέλεγκτη (ΣτΕ 1410/2006).

13) Δικαιούνται να αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης και τα Νομικά πρόσωπα αν υπέστησαν προσβολή από τον αντίκτυπο που είχε στην πίστη, το κύρος και τη φήμη τους η άδικη πράξη που τελέσθηκε σε βάρος τους, δεν είναι δε απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη αυτή, όταν από τη φύση της πράξης είναι δυνατόν να επέλθει τέτοια βλάβη (ΣτΕ 1732/2005).

14) Υπάρχει υποχρέωση του Δημοσίου να αποκαταστήσει τον ενδιαφερόμενο για την ηθική βλάβη που υπέστη από την έκδοση παρανόμου, λόγω μη κλήσεώς του προς παροχή εξηγήσεων Υπουργικής Αποφάσεως, με την οποία διετάχθη η σφράγιση του γραφείου του, διότι με αυτή ανετράπη η υπάρχουσα γι’ αυτόν ευνοϊκή πραγματική κατάσταση, η λειτουργία δηλαδή του δικηγορικού του γραφείου (ΣτΕ 2732/2004).

15) Εφ’ όσον ο ζημιωθείς είχε κατά την ημέρα του ατυχήματος ηλικία μικρότερη των 10 ετών, δεν υπείχε κατ’ άρθρο 916 ΑΚ ευθύνη για τη ζημία που θα προξενούσε σε τρίτο πρόσωπο και επομένως, δεν ήταν δυνατή και η κατ’ αυτού προβολή από τον ζημιώσαντα της κατ’ άρθρο 300 του ΑΚ ενστάσεως της συνυπαιτιότητας, λόγω συντρέχοντος πταίσματος αυτού στην επέλευση ή την επέκταση της ζημίας του. Εξ άλλου εφόσον την αγωγή αποζημιώσεως, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, άσκησε ο ίδιος ο ανήλικος εκπροσωπούμενος βεβαίως, λόγω της ανικανότητας αυτού να είναι ιδίω ονόματι διάδικος, από τους ασκούντες τη γονική επ’ αυτού μέριμνα γονείς του, όχι δε οι γονείς του, ιδίω αυτών ονόματι, προς ανόρθωση της ζημίας που επήλθε σ’ αυτούς ατομικώς, δεν ήταν δυνατή η προβολή κατά του ιδίου του ανηλίκου ενστάσεως περί συνυπαιτιότητας των γονέων του, λόγω της τυχόν παραμέλησης της ασκήσεως εποπτείας επ’ αυτού, διότι επί εξωσυμβατικής ζημίας δεν υφίσταται ο ζημιωθείς τις συνέπειες τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του νομίμου αντιπροσώπου του (ΣτΕ 740/2001)

16) Από το άρθρο 932 του ΑΚ προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν υπόψιν του οι διάδικοι και με βάση τους κοινούς κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθώς και ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζονται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (ΣτΕ 1042/2007).

17) Το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και στα δικαιοδοτικά, κατά την στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του επιδιωκομένου σκοπού. Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει ούτε να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας ασήμαντα χαμηλό ποσό, ούτε να καταλήγει με ακραίες εκτιμήσεις, στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη που απέβλεψε στην αποκατάσταση της τρωθείσης με την αδικοπραξία κοινωνικής ειρήνης (ΣτΕ 3256/2006).

18) Το άρθρο 932 του ΑΚ που προβλέπει την αποζημίωση της οικογένειας, λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου προσώπου εξαιτίας αδικοπραξίας, ενώ σε περίπτωση τραυματισμού μόνο την αποζημίωση του παθόντος δεν παραβιάζει το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος … ούτε τα άρθρα 5 παρ. 1 και 9 του Συντάγματος και τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ, 23 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και 10 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και τούτο διότι προεχόντως με τις διατάξεις αυτές που αφορούν την προστασία ατομικών δικαιωμάτων, ουδόλως υποχρεούται ο νομοθέτης να θεσπίσει συγκεκριμένη παροχή, και ειδικότερα αποζημίωση της έμμεσης ηθικής βλάβης των γονέων σε περίπτωση τραυματισμού του ενηλίκου τέκνου τους (ΣτΕ 2796/2006).

19) Και ναι μεν επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης όταν το μέλος της οικογένειας του θανόντος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του τελευταίου σχηματισμένη ήδη ηθική προσωπικότητα και συναισθηματικό κόσμο, ώστε να επιδέχεται τις επιδράσεις από τον εξωτερικό κόσμο και τις ψυχικές συγκινήσεις από το θάνατο γεγονός το οποίο κρίνεται από το δικαστήρια κατά τους κανόνες της κοινής πείρας με βάση τα περιστατικά που τίθενται υπόψη του. Τα δικαστήρια, όμως, μπορούν επίσης να αποκαταστήσουν όχι μόνο τη ενεστώσα αλλά και τη μέλλουσα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, όπως ακριβώς μπορούν να αποκαταστήσουν τη μέλλουσα περιουσιακή ζημία. Έτσι, τα δικαστήρια μπορούν να επιδικάσουν χρηματική ικανοποίηση και σε βρέφος και σε ανήλικο τέκνο, το οποίο διανύει τους πρώτους μήνες ή τα πρώτα έτη της ζωής του για την ψυχική οδύνη που είναι βέβαιο ότι θα δοκιμάσει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αργότερα, όταν θα φθάσει σε ηλικία, κατά την οποία θα μπορεί να δέχεται τις ψυχικές επιδράσεις του εξωτερικού κόσμου και να αισθάνεται τον ψυχικό πόνο και την έλλειψη του συγγενικού του προσώπου που θανατώθηκε. Συνεπώς, τα ανωτέρω πρόσωπα δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης (ΣτΕ 1222/2002).

20) Ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον όταν με τη σχετική πράξη ή παράλειψη των οργάνων της Διοικήσεως παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου αλλά και όταν παραλείπονται τα προσιδιάζοντα στη συγκεκριμένη Υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις, τα οποία επιβάλλονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία και κανονισμούς, από τα δεδομένα της κοινής πείρας και από τις αρχές της καλής πίστεως. Περαιτέρω, το Δημόσιο, οι ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ υποχρεούνται σε ανόρθωση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, τα Δικαστήρια δε της ουσίας δύνανται, επιπλέον να επιδικάσουν, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου εύλογη χρηματική ικανοποίηση στην οικογένεια αυτού, λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 232 ΑΚ. Η τελευταία αυτή αποσκοπεί στην ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση των μελών της οικογενείας του θανόντος, όσο αυτό γίνεται, από τον ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν κατά τον χρόνο του θανάτου αυτού. Το ύψος δε της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως ως ουσιαστική κρίση δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΣτΕ 1221/2002, 2146/2004, 4776/1997).

21) Γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, από τη θέσπιση κανόνος δικαίου από τα αρμόδια, προς τούτο, κατά το Σύνταγμα, όργανα, εάν ο κανόνας αυτός αντίκειται σε άλλον υπερκείμενο και, ως εκ τούτου, επικρατούντα (ΣτΕ 1686/2002).

22) Κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως εκτελεστής διοικητικής πράξεως, αλλά και από υλικές ενέργειες των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών, στις περιπτώσεις, βεβαίως, που οι υλικές αυτές ενέργειες απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών αυτών, όχι δε και όταν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε έξω από τον κύκλο των υπηρεσιακών καθηκόντων του (ΣτΕ 842/1998, 3045/1992 Ολ., ΑΕΔ 5/1995).

… Απαραίτητη πάντως προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας (ΣτΕ 2739/2000).

23) Στην περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου από νομοθετική πράξη ή παράλειψη νομοθετήσεως, ευθύνη του, Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος, γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν δε και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου, αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (ΣτΕ 1038/2006).

24) Από το άρθρο 300 του ΑΚ συνάγεται ότι, αν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας, υπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημιώσεως. Η κατ’ ενάσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση (ΣτΕ 1408/2006).

25) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 6, 9, 14 παρ. 1 ν. 1897/1990, και 40 παρ. 1 ν. 1947/1991, το Δημόσιο οφείλει να αποζημιώσει όχι μόνο τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1897/1990 πρόσωπα για τις υλικές ζημιές που έχουν υποστεί, εξ αιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικών πράξεων, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 1947/1991 και τους τρίτους για τις υλικές ζημιές που έχουν υποστεί ως άμεση συνέπεια βομβιστικής ενέργειας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι τρίτοι δεν είναι υποχρεωμένοι να επιδιώξουν την αποζημίωσή τους από το Δημόσιο αποκλειστικά με τις πιο πάνω διατάξεις, αλλά μπορούν να την επιδιώξουν και με βάση τη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και με τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση και ο ασφαλιστής, ο οποίος αποζημίωσε τον τρίτο για τη ζημία των πραγμάτων που έχουν ασφαλιστεί και, κατόπιν τούτου, υποκαθίσταται έναντι των τρίτων, όπως το Δημόσιο, στα δικαιώματα τα οποία, λόγω της ζημίας ανήκουν στον ασφαλισμένο, μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 210 του Εμπορικού Νόμου, εγείροντας αγωγή με βάση το άρθρο 105 ΝΑΚ (ΣτΕ 4067/2005).

26) Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αξιώσεις αποζημιώσεως για λόγους που συνδέονται, με παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όπως όταν κατακρατούνται παρανόμως κινητά πράγματα, τα οποία δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο της απαλλοτριώσεως (ΣτΕ 1917/2007).

27) Εάν Όργανο του Κράτους απομακρυνθεί της Δημοσίας Υπηρεσίας, συνεπεία παρανόμου πράξεως της Διοικήσεως, δικαιούται το όργανον τούτο να αξιώσει από το Ελληνικόν Δημόσιον αποζημίωσιν προς αποκατάστασιν της ζημίας, την οποίαν υπέστη εκ του ότι κατά την διάρκειαν της παρανόμου απομακρύνσεώς του εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας, δεν εισέπραξεν το σύνολον των αποδοχών, τας οποίας θα εισέπραττεν, εάν δεν είχε παρανόμως απομακρυνθεί της Δημοσίας Υπηρεσίας. Εις το σύνολον δε των αποδοχών τούτων περιλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως και οιασδήποτε μορφής επιδόματα, τα οποία καταβάλλονται εις τα εν ενεργώ υπηρεσία τελούντα όργανα του Κράτους, έστω και αν τα επιδόματα ταύτα συναρτώνται, είτε κατά τον νόμον, είτε κατά την φύσιν των, προς ενεργόν, εν τοις πράγμασιν, υπηρεσίαν, υπό μόνην την προϋπόθεσιν ότι τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα εις τους τελούντας εν ενεργώ υπηρεσία, ο τυχόν δε προσπορισμός ωφελείας εκ μέρους του παρανόμως απομακρυνθέντος της δημοσίας υπηρεσίας, λόγω ανυπαρξίας, κατά την διάρκειαν της παρανόμου παραμονής του εκτός της δημοσίας υπηρεσίας, των ειδικών συνθηκών, επί τη συνδρομή των οποίων χορηγούνται τα επιδόματα ταύτα, μη αίρων την έννοιαν της ζημίας, επί της οποίας θεμελιούται η ειδική αδικοπραξία του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αλλά αποτελών, κατόπιν εκτιμήσεως των αποδείξεων, λόγον μειώσεως ή εκμηδενισμού της αποζημιώσεως, απαιτεί την προβολήν εκ μέρους του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου σχετικής ενστάσεως προς συμψηφισμόν ζημίας και κέρδους. Η έγερσις δε τοιαύτης αξιώσεως υπό του παρανόμως απομακρυθέντος της Δημοσίας Υπηρεσίας δεν κωλύεται εκ του άρθρου 16 παρ. 1 και 2 του ν. 1405/83 (ΣτΕ 2171/2000).