1.ΠτΔ, Κυβέρνηση, Δικαστήρια. 10.10.2017

Σημειώσεις Συνταγματικό ΝΣΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ι. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

334. Τι είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Είναι το αιρετό μονοπρόσωπο όργανο , άμεσο, ρυθμιστής του πολιτεύματος και όχι εγγυητής, αρχηγός του κράτους, δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας. Την εκτελεστική εξουσία όμως ουσιαστικά την ασκεί η κυβέρνηση, αφού οι περισσότερες πράξεις τους χρήζουν της υπουργικής προσυπογραφής (35). Συνεπώς κατά βάση δρα σχηματίζοντας σύνθετο όργανο με τους υπουργούς, με ελάχιστες εξαιρέσεις (35παρ.2).

Το άρθρο 1 του Σ. ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος από το 1975 και εντεύθεν ως «Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική Δημοκρατία». Ο όρος «Προεδρευόμενη» είναι ελληνική επινόηση του Ε΄ Αναθεωρητικού Νομοθέτη και τέθηκε ως αντιδιαστολή προς την «βασιλευομένη κοινοβουλευτική Δημοκρατία» αλλά και προς την «Προεδρική», όπου και εκεί αρχηγός του κράτους είναι ο βασιλεύς ή ο ΠτΔ. Βεβαίως ο μεν αβασίλευτος χαρακτήρας προέκυπτε από το δημοψήφισμα της 22ας/11/1974 ενώ ο μη Προεδρικός από τον όρο «κοινοβουλευτική».

Αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των τριών εξουσιών.

335. Ρυθμιστής του πολιτεύματος

Είναι το μοναδικό όργανο για το οποίο το Σύνταγμα ορίζει όχι μόνο τι κάνει, δηλαδή ποιες αρμοδιότητες έχει αλλά και τι είναι : Είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος (30παρ.1 α).  ο ΠτΔ έχει εκ του συντάγματος αρμοδιότητα να  παρεμβάλλεται νομικά ανάμεσα στη βουλή και την Κυβέρνηση ώστε να διατηρείται η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση, αλλά και μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Είναι ο «μαέστρος της πολιτειακής ορχήστρας». Αυτός που με την μετριαστική του εξουσία βρίσκεται υπεράνω και αίρει τις συγκρούσεις εκφράζοντας της ενότητα του έθνους.

Κατά συνθήκη του πολιτεύματος και στα πλαίσια της ουδέτερης μετριαστικής του εξουσίας συγκαλεί το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών , που δεν είναι όργανο του κράτος αλλά συνάντηση των σημαντικότερων πολιτικών παραγόντων με σκοπό την επίτευξη ενιαίας γραμμής σε κρίσιμα εθνικά θέματα.

336. Η εκλογιμότητα (προσόντα).

Για να εκλεγεί κανείς πρόεδρος πρέπει να είναι :

Α) Έλληνας πολίτης από πενταετίας,

Β) Να έχει πατέρα ή μητέρα με ελληνική καταγωγή,

Γ) Να έχει συμπληρώσει τα σαράντα έτη και

Δ) Να έχει νόμιμη την ικανότητα του εκλέγειν.

Παραδείγματα : α) ο πρώην υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ Μάικλ Δουκάκης

Μπορεί να είναι υποψήφιος ΠτΔ εάν έχει αποκτήσει την ελλ. Ιθαγένεια προς 5τιας από την εκλογή του.

Β) Αυστραλός υπήκοος 40 κατά την ημέρα της εκλογής που έχει λάβει από το 2010 την ιθαγένεια μας με Αυστραλό πατέρα μπορεί να είναι υποψήφιος και υπο τον όρο ότι δεν έχει στερηθεί των πολιτικών το δικαιωμάτων με δικαστική απόφαση (νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν).

Ο όρκος που δίδει σύμφωνα με το άρθρο 33 είναι χριστιανορθόδοξος. Κατά την κρατούσα άποψη μπορεί όμως με συστηματική ερμηνεία με το άρθρο 13 να ορκιστεί στο τύπο της θρησκείας που πρεσβεύει ή να διαβεβαιώσει στην τιμή του , δεδομένου ότι το άρθρο 13 παρ1 ορίζει ότι η απόλαυση των πολιτικών δικαιωμάτων  δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Το Σύνταγμα του 1952 απαιτούσε ρητά ο διάδοχος του θρόνου να είναι ορθόδοξος

337. Η θητεία (33)

Είναι πενταετής και αρχίζει από την ορκωμοσία του . Θεωρείται όμως ότι ανέλαβε τα καθήκοντα τους  από την επομένη της ημέρας λήξεως του απερχόμενου ΠτΔ ή σε άλλη περίπτωση από την επομένη της εκλογής του. Μέχρι να εκλεγεί νέος ΠτΔ ,ασκεί τα καθήκοντα του ο απερχόμενος ή ελλείψει αυτού ο αναπληρωτής ΠτΔ.

Σε περίπτωση πολέμου η θητεία  του , όπως και της βουλής, παρατείνεται έως τη λήξη του πολέμου.

338. Κωλύματα εκλογιμότητας

Προβλέπονται δύο :

1.Κανείς δε μπορεί να εκλεγεί πάνω από δυο φορές.

2.Ο  ΠτΔ που παραιτείται πριν από τη λήξη της θητείας του (πρόωρα)  δεν μπορεί να είναι υποψήφιος στην επακολουθείσασα εκλογή εξαιτίας της παραίτησής του. Εξυπακούεται ότι παραιτηθεί αφού έληξε η θητεία του, δηλαδή κατά το χρόνο που παραμένει στο αξίωμα ενώ η Βουλή έχει συγκληθεί σε ειδική σύνοδο για την εκλογή νέου ΠτΔ , δεν υπάρχει κώλυμα. ΠΧ Επι της πρώτης θητείας του Προέδρου Κωνσταντίνου Καραμανλή , αυτός παραιτήθηκε ενώ είχε λήξει η θητεία του και είχε οριστεί ειδική σύνοδος της Βουλής για εκλογή νέου ΠτΔ. Θεωρητικά ο ΠτΔ μπορεί να προκαλέσει εκλογές παραιτούμενος και υπο τον όρο ότι οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις δεν θα συμφωνήσουν με τουλάχιστον 180 ψήφους για νέο υποψήφιο , αλλά δεν θα μπορεί ο ίδιος να είναι υποψήφιος στην νέα εκλογή για ΠτΔ.

Το άρ. 30 παρ.2 Σ ορίζει ότι ο ΠτΔ έχει απόλυτο ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε έργο, αξίωμα ή θέση, χωρίς όμως να προβλέπει κύρωση. Βεβαίως το σχετικό ασυμβίβαστο συνδυάζεται και με τα ατομική δικαιώματα που έχει ο ΠτΔ όπως και κάθε άλλο πρόσωπο , συνεπώς μπορεί πχ να ασκεί πνευματικό – συγγραφικό έργο χωρίς όμως οικονομικές απολαβές.

Για το λόγο αυτό προβλέπεται χορηγία  υπέρ του ΠτΔ διπλάσια των απολαβών των Βουλευτών (33παρ3).

339. Πως εκλέγεται (32).

Τον εκλέγει η βουλή με ονομαστική ψηφοφορία (μετά την αναθεώρηση του 1986) και σε ειδική συνεδρίαση που συγκαλείται από τον πρόεδρο της βουλής ένα τουλάχιστον μήνα πριν λήξη η θητεία του εν ενεργεία ΠτΔ. Πρόκειται για έμμεση εκλογή στην ευρεία έννοια από τον λαό.

Αν η προεδρική θητεία λήξει προώρως, η συνεδρίαση για την εκλογή νέου Προέδρου συγκαλείται μέσα σε 10 ημέρες το αργότερο από αυτό το γεγονός. Πρόωρη λήξη έχουμε αν έχει αδυναμία να ασκήσει  τα καθήκοντά του, αρρωστήσει, πεθάνει, παραιτηθεί ή κηρυχθεί έκπτωτος (34).

Ο Κανονισμός προβλέπει ότι οι κοινοβουλευτικές ομάδες κάνουν πρόταση για το πρόσωπο που θα στηρίξουν ως υποψήφιο πρόεδρο, χωρίς να προηγείται συζήτηση (140 ΚΑΒ). Υποψηφιότητες με άλλο τρόπο δεν επιτρέπονται.

Διαδικασία εκλογής : Προβλέπονται δυο κύκλοι , ο δεύτερος είναι ενδεχόμενος. Κάθε κύκλος περιέχει τρείς ψηφοφορίες. Εάν δεν ευδοκιμήσει καμία από τις τρείς του πρώτου κύκλου , η Βουλή διαλύεται εντός 10 ημερών με διάταγμα του απερχομένου ΠτΔ ή του αναπληρωτή (Προεδρική διάλυση) και προκηρύσσονται εκλογές.  Το Δγμα εάν αρνηθεί να το  προσυπογράψει ο πρωθυπουργός εκδίδεται υπογεγραμμένο από τον ΠτΔ. (35παρ.2γ). Ειδικότερα :

Πρώτη βουλή Δεύτερη βουλή
1η ψηφοφορία : 200/300 4η ψηφοφορία : 180/300
2η ψηφοφορία : 200/300 5η ψηφοφορία : 151/300
3η ψηφοφορία : 180/300 6η ψηφοφορία : Όποιος έρθει πρώτος από τους 2 της 5ης
Διάλυση βουλής και εκλογές Αν ισοψηφία στην 6η, κλήρωση.

Οι κοινοβουλευτικές ομάδες σε όλες τις ψηφοφορίες μπορεί να αλλάζουν τον υποψήφιο τους εκτός από την 6η στην οποία μετέχουν μόνο οι δυο που πήραν τις περισσότερες ψήφους στην 5η ψηφοφορία.

Στην  σπάνια περίπτωση που στην 6η ψηφοφορία υπάρξει ισοψηφία το Σ δεν προβλέπει. Το άρθρο 67 που προβλέπει επανάληψη ψηφοφορίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί διότι μπορεί να οδηγήσει φαύλο κύκλο. Προτείνεται η κλήρωση ως λύση.

Οι ενδιάμεσες ενδεχόμενες εκλογές λειτουργούν ως πίεση και ενδεχόμενη στα κόμματα να βρουν υποψήφιο ΠτΔ κοινής αποδοχής. Πάντως είναι συνταγματικά επιτρεπτό κάποιο κόμμα να μην συμπράξει ώστε να επιτύχει διάλυση της βουλής και εκλογές (ΣΥΡΙΖΑ 2014, ΝΔ 1990). Άλλο είναι το θέμα της πολιτικής ευθύνης τους . Εξ΄άλλου τον ΠτΔ τον ψηφίζουν οι Βουλευτές και όχι τα κόμματα.

Η συνταγματικοπολιτική μας πραγματικότητα πάντως δείχνει  ότι εκτός από τις παραπάνω εξαιρέσεις τα κόμματα ακολουθούν μετριοπαθή στάση στην οποία προσαρμόζονται και οι βουλευτές τους και εκλέγουν εως την Τρίτη ψηφοφορία του πρώτου κύκλου Πρόεδρο κοινής αποδοχής.

Π.Χ Το 1975 εκλέγεται με 210 ο Κ. Τσάτσος υποστηριζόμενος από τη ΝΔ. Το 1980 ο Κ. Καραμανλής με 183 στη Τρίτη ψηφοφορία υποστηριζόμενος από τη ΝΔ.  Το 1985 εκλέγεται στη Τρίτη ψηφοφορία ο Χ Σαρτζετάκης με 180 ψήφους ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ

Το 1990 εκλέγεται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη β΄ ψηφοφορία του δεύτερου κύκλου με 153 . Το 1995 εκλέγεται ο Κ. Στεφανόπουλος με 181 προτεινόμενος από την Πολιτική Άνοιξη (11) και το ΠΑΣΟΚ (170). Το 2000 επανεκλέγεται με τις ψήφους ΠΑΣΟΚ και  ΝΔ από τη πρώτη ψηφοφορία , με 269. Το 2004 ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εκλέγουν τον Κ. Παπούλια από την πρώτη ψηφοφορία  με ρεκόρ ψήφων 279 και επανεκλέγεται και το 2009 με 266 , ενώ το 2014 ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ  εκλέγουν το Π. Παυλόπουλο με 233.

340. Η αναπλήρωση (34).

Το Σύνταγμα  αντιμετωπίζει ενιαία την υπο στενή έννοια αναπλήρωση με την χηρεία του αξιώματος και ορίζει πέντε (5) περιπτώσεις για αναπλήρωση του Προέδρου και ποιο όργανο την ασκεί : «τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες, αν πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε  λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, τον αναπληρώνει προσωρινά ο Πρόεδρος της βουλής, αν δεν υπάρχει βουλή, ο Πρόεδρος της τελευταίας βουλής και αν αυτός αρνείται η κυβέρνηση συλλογικά».

Ο ΠτΒ δεν μπορεί να αρνηθεί την αναπλήρωση διότι διαπράττει ποινικά παράβαση καθήκοντος (259 ΠΚ) πέραν της πολιτικής ευθύνης του. Μπορεί όμως ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής λόγω ρητής πρόβλεψης του Σ. και έλλειψης πολιτικής ευθύνης του.

Ο ΠτΒ  δεν χάνει το βουλευτικό του αξίωμα και ψηφίζει για την εκλογή νέου ΠτΔ διότι άλλως νοθεύεται το εκλογικό αποτέλεσμα , ενώ οι περιορισμοί στα πολιτικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται ρητά και εδώ δεν προβλέπεται (περίπτωση οριακής ψήφου  Αλευρά επι οριακής εκλογής Σαρτζετάκη (180). Προηγούμενο υπάρχει το 1929 (Σ. το 1927) όπου δεν προσέρχεται ο ΠτΒ Ζαΐμης που όμως εξελέγη ο ίδιος ΠτΔ.

Αν η αδυναμία του ΠτΔ να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται πέρα από 30 ημέρες συγκαλείται υποχρεωτικά η βουλή, ακόμη και αν αυτή  έχει διαλυθεί, για να αποφασίσει με την πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των μελών της αν συντρέχει λόγος για εκλογή νέου ΠτΔ. Πάντως η αναπλήρωση λόγω αδυναμίας δεν μπορεί να ξεπεράσει τους 6 μήνες.

Σε καμία περίπτωση η αναπλήρωση δεν μπορεί να διαρκέσει παραπάνω από έξι συνολικά μήνες.

Αρμοδιότητες αναπληρωτή :Έχει όλες τις αρμοδιότητες του ΠτΔ εκτός από το να διαλύσει την Βουλή με εξαίρεση : α)  την Προεδρική , αυτοδίκαιη διάλυση όταν η βουλή αποτυγχάνει να εκλέξει ΠτΔ με αυξημένη πλειοψηφία . Μπορεί επίσης να υπογράψει το διάταγμα των εκλογών λόγω λήξεως της Βουλευτικής περιόδου.και β) Δεν μπορεί να παύσει  την κυβέρνηση καθώς και δεν μπορεί να  εκδώσει το δγμα για  δημοψήφισμα.

Στο άρθρο 34 παρ1β έχει ξεχαστεί παρά την αναθεώρηση του 1986 και ότι «δεν μπορεί να παύσει την κυβέρνηση» αλλά πλέον μετά το 1986 παύση δεν μπορεί να κάνει ούτε ο ΠτΔ.

ΙΙ. ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ

341. Η αρχή της νομιμότητας

Ο ΠτΔ δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι σε αυτό (50). Από υυτό το άρθρο μαζί με τα άρθρα 25 παρ.1, 26, 43, 82, 83, 95παρ1 , απορρέει μια συνταγματικής περιωπής γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, η σημαντικότερη ίσως, που αποτελεί και έκφανση του κράτους δικαίου : Η Αρχή της Νομιμότητας της δράσης της εκτελεστικής εξουσίας.

Κατά  την παραδοσιακή  διδασκαλία που δέχεται την διάκριση των λειτουργιών οι Προεδρικές αρμοδιότητες διακρίνονται σε 5 είδη :

1.Νομοθετικές :  Η κανονιστική του αρμοδιότητα (43παρ2), Η έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ, 44παρ.1 )  και η δημοσίευση της απόφασης της Βουλής για κατάσταση πολιορκίας (48 παρ.1).

2.Διοικητικές :  Η έκδοση του διατάγματος κατάστασης πολιορκίας (48παρ2), διορισμός δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων , αρχηγία ενόπλων δυνάμεων (τυπικά),  έκδοση και δημοσίευση νόμων, αναπομπή (42).

3. Ρυθμιστικές : Η διάλυσης της Βουλής, Η σύγκλησή, η αναστολή εργασιών της,ο διορισμός του πρωθυπουργού και η απαλλαγή της κυβερνήσεως, εκδοση διαγγελμάτων.

4. Διεθνούς παραστάτου : εκπροσωπεί την χώρα, συνομολογεί διεθνείς συνθήκες (εξ. 36παρ2), κηρύσσει τον πόλεμο.

5. Δικαστικές: Η απονομή χάριτος (47).

342. Ο κανόνας της υπουργικής προσυπογραφής (35παρ1).

Καμία πράξη του ΠτΔ δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την “προς” υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος και χωρίς την δημοσίευση στην ΕτΚ. Δηλαδή κατά κανόνα δρα ως σύνθετο όργανο.

Όλες οι πράξεις του ΠτΔ ονομάζονται  προεδρικά διατάγματα, πλην των ΠΝΠ και της έκδοσης και δημοσίευσης των Νόμων  και πρέπει να για να είναι υποστατές να συντρέχουν  δυο όροι υποστατού  :  α) Δημοσίευση στο ΦΕΚ , ο όρος είναι απαρέγκλιτος και  β)  προσυπογραφή  (εκτός της παρ.2 του α.35). Άλλως πρόκειται για σχέδια.

Τα προεδρικά διατάγματα τα καταρτίζει εξ ολοκλήρου ο υπουργός και αφού γίνουν οι απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργειες και διαπιστώσεις τα στέλνει στον Πρόεδρο “προς” υπογεγραμμένα. Πριν ο Πρόεδρος υπογράψει έχει περιορισμένη δυνατότητα να ελέγξει το διάταγμα. Αφενός όσον αφορά τη νομιμότητα μπορεί να ελέγξει μόνο αν το σχέδιο διατάγματος είναι προφανώς παράνομο ενώ όσον αφορά την σκοπιμότητα να εκφράσει εμπιστευτικά τη γνώμη του στον υπουργό. Αν ο υπουργός μαζί με τον πρωθυπουργό επιμένουν ο πρόεδρος μπορεί να αρνηθεί να υπογράψει μόνο εφόσον η άρνησή του δεν συνεπάγεται ποινική του ευθύνη. Αν το διάταγμα είναι κανονιστικό ή ατομικό ο Πρόεδρος οφείλει πάντοτε να υποχωρήσει. Σε κάθε περίπτωση εφόσον είναι κανονιστικό πάντα προηγείται η γνωμοδότηση του ΣτΕ (95παρ1περ.ε).

344. Οι εξαιρέσεις από την προσυπογραφή

Οι πράξεις χωρίς προσυπογραφή είναι οι ακόλουθες :

          1. Ο διορισμός του πρωθυπουργού (37)

2.  Η ανάθεση διερευνητικής εντολής (37παρ.2)

3.  Η διάλυση της βουλής αν δεν την προσυπογράψει ο Πρωθυπουργός και η προκήρυξη εκλογών μόλις λήξει η βουλευτική περίοδος αν δεν προσυπογράψει το υπουργικό συμβούλιο (32παρ4 και 41παρ1)

       4. Η αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή προτάσεως νόμου (42)

       5. Ο διορισμός του προσωπικού της Προεδρία της Δημοκρατίας

       6. Η απαλλαγή από τα καθήκοντά της Κυβερνήσεως που παραιτήθηκε    ή από την οποία η βουλή απέσυρε  την εμπιστοσύνη της αν δεν προσυπογράψει ο πρωθυπουργός (35παρ1β).

Επίσης αν και δεν αναφέρονται διότι είναι πράξεις πλέον προσώπου : α) Η παραίτηση του ΠτΔ και όταν δηλώνει κώλυμα ασκήσεως των καθηκόντων του.

Το δημοψήφισμα το προσυπογράφει ο ΠτΒ (35παρ3).

343. Τα διαγγέλματα (44παρ3).

 Είναι τυπικές απευθυντέες πράξεις του Προέδρου  προς τον λαό που δεν περιέχουν κανόνες δικαίου. Τα διαγγέλματα απευθύνονται στο λαό και προσυπογράφονται από τον Πρωθυπουργό και δημοσιεύονται στην ΕτΚ. Εως σήμερα δεν έχει λειτουργήσει ο θεσμός. Αντίθετα ως συνθήκη πολιτεύματος συνηθίζεται το άτυπο διάγγελμα της πρωτοχρονιάς, εθνικών επετείων καθώς και για διάφορα  γεγονότα πχ Κ.Καραμανλής  προ των ευρωπαϊκών εκλογών του 1984.

ΙΙΙ.  Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ

345.Τα τρία είδη ευθύνης.

Το Σύνταγμα ρυθμίζει σε γενικές γραμμές την ποινική ευθύνη του ΠτΔ και παραπέμπει στο εκτελεστικό νόμο περί ευθύνης του ΠτΔ (265/76) για τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεών του. Αστικώς, ο Πρόεδρος ευθύνεται όπως όλα τα φυσικά πρόσωπα δηλαδή ενάγεται στα πολιτικά δικαστήρια.  Πολιτική ευθύνη δεν έχει λόγω της προσυπογραφής και του ότι την πολιτική γραμμή δεν την καθορίζει αυτός αλλά΄ η κυβέρνηση (αρθ.82).

347. Πότε ο Πρόεδρος ευθύνεται ποινικά (49).

Σε αντίθεση με τον βασιλιά που ήταν ποινικά ανεύθυνος για όλες του τις πράξεις, ο Πρόεδρος είναι ποινικά υπεύθυνος για τα εγκλήματα που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του. Αναστέλλεται όμως η ποινική δίωξη για όσο χρόνο διατηρεί το αξίωμα του και δεν επιτρέπεται κανένας περιορισμός του. Άλλο είναι το θέμα των πολιτικών και ηθικών πιέσεων που μπορεί να τον οδηγήσουν σε παραίτηση εάν υπάρξει τέτοια αναστολή.

Αντίθετα για τα εγκλήματα που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του ευθύνεται μόνο για δυο : α)  για εσχάτη προδοσία  και β) για παραβίαση, με πρόθεση του Συντάγματος.

Η ευθύνη ισχύει και για τον ΠτΒ όταν αναπληρώνει τον ΠτΔ, αφού δεν εξαιρείται από το άρθρο 34παρ2β.

347. Τα δύο εγκλήματα (α.2 Ν.265/76).

Α) Το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας σημαίνει ότι ο ΠτΔ εκμεταλλευόμενος το αξίωμα του με δόλο προσπάθησε να καταλύσει το πολίτευμα. Η προσυπογραφή των πράξεων δεν αίρει την ευθύνη.

Είναι ένα μη γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα διότι μπορεί να τελεστεί από όποιον έχει την προεδρική ιδιότητα κατά το άρθρο 2 του Ν.265/76 αλλά  και από κάθε πρόσωπο κατά το αρθ.134  ΠΚ. Το έγκλημα τιμωρείται ως τετελεσμένο ακόμη και στο στάδιο της απόπειρας με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη, έκπτωση από το αξίωμα και ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

Π.χ Ο Αλ. Ζαΐμης το 1935 ως ΠτΔ διέπραξε εσχάτη προδοσία τόσο υπο το Σ 1927 όσο και το σημερινό υπογράφοντας τη συντακτική πράξη περί διαλύσεως της Γερουσίας.

Β) Το έγκλημα της παραβίασης με πρόθεση του Σ. προϋποθέτει ως αντικειμενική υπόσταση ότι ο Πρόεδρος να προβεί με πρόθεση σε έκδοση πράξης ή άλλης ενέργειας ή υποπίπτει σε παράλειψη ασκώντας ατομικώς δεσμία  αρμοδιότητά  του η οποία αντιβαίνει σε επιτακτική διάταξη του Σ.

Η ποινή είναι απλώς η έκπτωση από το αξίωμά του και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από δύο μέχρι δέκα έτη, για την δυσλειτουργία που προξένησε στο πολίτευμα .

Πρόκειται για πράξεις ή συμπεριφορές που ασκούνται με δεσμία αρμοδιότητα και  δεν χρήζουν της προσυπογραφής ή αφορούν την αδικαιολόγητη άρνηση προσυπογραφής. Αντίθετα εάν η πράξη που πρόκειται να προσυπογράψει είναι παράνομη αίρεται ο άδικος χαρακτήρας αφού πρέπει να τηρεί την αρχή της νομιμότητας.

Είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα αποτελέσματος, αφού προϋποθέτει να επήλθε η σοβαρή διατάραξη. Η απόπειρα τιμωρείται κατά τις γενικές διατάξεις.

ΠΧ α)  Ο ΠτΔ αρνείται να υπογράψει κανονιστικό διάταγμα περί νομιμοποιήσεως αυθαιρέτων κατασκευών σε δάση διότι το Ε’  τμ. του ΣτΕ έκρινε κατά την νομοτεχνική επεξεργασία ότι είναι αντισυνταγματικό. Ο υπουργός επιμένει. Δεν υπάρχει ευθύνη του ΠτΔ αίρεται λόγω της αντισυνταγματικότητας (πρόδηλη παρανομία).

Β) Ο ΠτΔ αρνείται να υπογράψει το δγμα διάλυσης της Βουλής για κρίσιμο εθνικό θέμα θεωρώντας οτι το θέμα δεν είναι κρίσιμο. Έχει ευθύνη για εκ προθέσεως παραβίαση (44παρ1).

Γ) Ο ΠτΔ δεν δίνει την τρίτη διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου κόμματος αλλά διορίζει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του ΣτΕ και εν συνεχεία διαλύει την Βουλή , προκηρύσσει εκλογές και διορίζει εν συνεχεία πρωθυπουργό  τον έχοντα την δεδηλωμένη κατά το 37. Γεννάται θέμα ευθύνης του για απόπειρα εκ προθέσεως παραβίασης του Σ.

348. Η διαδικασία.

Η πρόταση για κατηγορία και παραπομπή του ΠτΔ σε δίκη υποβάλλεται στη Βουλή υπογραμμένη από το ένα τρίτο τουλάχιστον των μελών της (100/300) και γίνεται αποδεκτή με απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών της δηλ. από 200 βουλευτές.

 Αρμόδιο δικαστήριο είναι του άρθρου 89 το λεγόμενο και «Υπουργοδικείο».

Το σύστημα της ποινικής ευθύνης του ΠτΔ είναι πολύ δυσκίνητο και μόνο μία περίπτωση καταδίκης Προέδρου δημοκρατικής χώρας είναι γνωστή : του Προέδρου της Βραζιλίας CollordeMello  το 1992 για παθητική δωροδοκία. Ενώ η DilmaRusseffΠροέδρος της Βραζιλίας κατηγορήθηκε και εξέπεσε το Μάιο του 2016 και ο διάδοχος της Temer ήδη παραπέμπεται για δωροδοκία!

Στις ΗΠΑ έχουν μόνο δυο Πρόεδροι κατηγορηθεί (impeached) : ο AndrewJonshon  και ο BillClinton

349. Διεθνής ποινική ευθύνη

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθώς και οποιοσδήποτε άλλος δεν εξαιρείται από την ποινική ευθύνη ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που εδρεύει στη Χάγη. Αυτό έχει δικαιοδοσία, επικουρικώς προς τα εθνικά δικαστήρια, για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου (ν.3003/02).

IV. ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ, ΙΔΙΩΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΥΠΟΓΡΑΦΗ

Α. Διορισμός πρωθυπουργού

350.Δέσμια επιλογή (37)

Ο ΠτΔ δεν μπορεί να διορίζει πρωθυπουργό όποιον θέλει (θεωρία του κηπουρού). Είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά την ενημέρωση που θα του κάνει ο ΠτΒ για τους συσχετισμούς των Βουλευτών να διορίσει πρωθυπουργό το πρόσωπο εκείνο που δηλώνουν φανερά και με τη σαφή τους στάση ότι το στηρίζουν 151 Βουλευτές (αρχή της δεδηλωμένης 37 παρ1).

Τον πρωθυπουργό τον διορίζει ο ΠτΔ σύμφωνα με τους λεπτομερείς συνταγματικούς κανόνες του αρθ.37  με δέσμια αρμοδιότητα στην επιλογή του προσώπου. Ο διορισμός εξαιρείται από την υπουργική προσυπογραφή  και ο Πρόεδρος έχει ποινική ευθύνη, αν τους παραβεί. 

Από τον διορισμό του Πρωθυπουργού που γίνεται με προεδρικό διάταγμα διαφέρει η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως που δίδεται προφορικά και σημαίνει ότι ο Πρόεδρος δεσμεύεται να διορίσει πρωθυπουργό τον εντολοδόχο και υπουργούς τα πρόσωπα που αυτός θα προτείνει. Όλη τη διαδικασία τη διέπει η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της βουλής. Η αρχή αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση που πρέπει ο ΠτΔ να διορίσει Πρωθυπουργό. Δηλαδή μετά από εκλογές ή μετά από παραίτηση του Πρωθυπουργού και επιλογή νέου από την κοινοβουλευτική ομάδα πχ επι Α. Παπανδρέου το 1995 με επιλογή Σημίτη ή επι παραιτήσεως Σημίτη ή Γ. Παπανδρέου και επιλογή Παπαδήμου καθώς και όταν παραιτείται η κυβέρνηση διότι δεν έχασε την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Η αρχή της δεδηλωμένης δεν πρέπει να συγχέεται με την ψήφο εμπιστοσύνης (84) της Βουλής προς την κυβέρνηση. Η αρχή της δεδηλωμένης προηγείται και είναι άτυπη, συνάγεται από τον ΠτΔ με βάση τον συσχετισμός των δυνάμεων στη Βουλή. Αυτός και φέρει την σχετική ευθύνη να διορίσει τον Πρωθυπουργό που συνάγεται ότι έχει την δεδηλωμένη . Με πρόταση δε αυτού ο ΠτΔ διορίζει τα λοιπά μέλη της κυβέρνησης. Τα δυο προεδρικά διατάγματα εκδίδονται  την ίδια μέρα. Μετά όμως και εντός το αργότερο 15 ημερών ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνησή του, στη πράξη μόλις η Βουλή συγκροτηθεί σε σώμα , δηλαδή μια -δυο ημέρες μετά, εμφανίζεται στη Βουλή όπου αυτή σε ειδική σύνοδο αποφασίζει για την ψήφο εμπιστοσύνης. Η κυβέρνηση πρέπει να λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων Βουλευτών που δεν μπορεί να είναι κάτω από 120/300 και οι αρνητικές ψήφοι εννοείται ότι πρέπει να είναι έστω και κατά μια λιγότερες. Συνεπώς θεωρητικά η κυβέρνηση μπορεί να μείνει στη εξουσία με 120 Υπερ και 119 κατά υπό τον όρο ότι οι λοιποί  εξήντα ένας βουλευτές απέχουν. Η αποχή τους αυτή σημαίνει ψήφο ανοχής προς την Κυβέρνηση δηλαδή βούλησή τους να παραμείνει στην εξουσία.

Σκοπός Κυβέρνησης Καθήκοντα ΠτΔ
Να εμφανισθεί στη βουλή

Αν κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία:

→ο Π διορίζει τον αρχηγό πρωθυπουργό.

Αν κανένα κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία:

→1η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 1ου κόμματος.

→2η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 2ου κόμματος.

→3η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 3ου κόμματος.

→Σύσκεψη αρχηγών:

       →Κυβέρνηση που να έχει εμπιστοσύνη βουλής.

Εκλογές μετά από διάλυση βουλής

→Κυβέρνηση από όλα τα κόμματα.

→Κυβέρνηση υπό πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου.

351. Ο διορισμός πρωθυπουργού που θα εμφανισθεί στη βουλή.

Σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ2α του Σ. « Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών».

Είναι σαφές ότι Σ δεν αποκλείει και συνασπισμό κομμάτων. Εξ΄άλλου Μπορεί ο αρχηγός του κόμματος ή συνασπισμού να μην θέλει να διοριστεί πρωθυπουργός  και να προταθεί άλλο πρόσωπο εξωκοινοβουλευτικό που αρκεί να έχει τα προσόντα να διοριστεί Πρωθυπουργός πχ Ζολώτας, Παπαδήμος , Τζανετάκης.

Τι γίνεται όμως αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών;  Τότε ο ΠτΔ κατά δεσμία αρμοδιότητα πρέπει να τηρήσει την διαδικασία των τριών ή τεσσάρων διερευνητικών εντολών. Οι διερευνητικές εντολές είναι άτυπες προσκλήσεις του ΠτΔ για σχηματισμό κυβέρνησης και κατ΄ακολουθίαν δεν χρήζουν προσυπογραφής.

Καταρχάς προβλέπονται τρεις διερευνητικές εντολές δηλαδή εντολές σχηματισμού Κυβέρνησης υπό την αναβλητική αίρεση ότι ο εντολοδόχος θα βρει κοινοβουλευτικούς συμμάχους, ώστε να σχηματίσει Κυβέρνηση που να απολαμβάνει την δεδηλωμένη  εμπιστοσύνη της βουλής, δηλαδή να στηρίζεται ανοικτά από 151 βουλευτές στη δεδομένη χρονική στιγμή. Είναι αδιάφορο εάν μεταγενέστερα κατά την ψήφο εμπιστοσύνης ο αριθμός μειωθεί.

Το Σύνταγμα προβλέπει κατ΄αρχήν τρεις διερευνητικές εντολές ώστε να επωφελούνται τα δύο μεγάλα κόμματα και το τρίτο. Πριν την κάθε διερευνητική ο ΠτΒ ενημερώνει τον ΠτΔ για την δύναμη των κομμάτων στη Βουλή ώστε αυτός εν επιγνώσει να ασκήσει τα καθήκοντα του και να έχει βεβαίως και την σχετική ευθύνη κατά το άρθρο 49.

Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Βέβαια στην πράξη ο αρχηγός του κόμματος μπορεί μόλις την λάβει να την καταθέσει στον ΠτΔ εάν δεν υπάρχει δυνατότητα σχηματισμού δεδηλωμένης , για να μειωθεί ο χρόνος προς τις εκλογές.

Τέσσερεις διερευνητικές μπορεί να δοθούν  όταν δυο κόμματα είναι ισοδύναμα σε έδρες , οπότε προηγείται αυτό που πήρε τις περισσότερες ψήφους καθώς και νεοσχηματισμένο κόμμα , δηλαδή κόμμα που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές  έπεται του παλαιότερου.

Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν ο ΠτΔ καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων της Βουλής σε κοινή σύσκεψη.  Στη σύσκεψη συμμετέχουν οι αρχηγοί των κομμάτων , ακόμη και εάν έχουν ένα μόνο βουλευτή . Στη σύσκεψη πρέπει να επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής ώστε να δικαιολογείται η επόμενη φάση που συνεπάγεται εκλογές. Το 2012 ο ΠτΔ κάλεσε ξεχωριστά τους αρχηγούς σε σύσκεψη για να μην συσκεφθούν , προφανώς ήδη είχαν αρνηθεί ατύπως , με τον αρχηγό του Κόμματος της Χρυσής Αυγής.

Στη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα οι διερευνητικές έχουν καταστεί ΄χάσιμο χρόνου διότι συνήθως οι αρχηγοί των κομμάτων είναι αδιάλλακτοι πριν λάβουν την διερευνητική ακριβώς για να την λάβουν και να προβληθούν επι τριήμερο ενώ εν συνεχεία στη διάσκεψη των αρχηγών συμφωνούν το σχηματισμό διακομματικής κυβέρνησης ΠΧ Κυβέρνηση Τζανετάκη το 1989  με ΝΔ και ΚΚΕ, Κυβέρνηση Ζολώτα .

Σκοπός Κυβερνήσεως Καθήκοντα ΠτΔ
Να εμφανισθεί στη βουλή

Αν κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία:

            Ο ΠτΔ διορίζει τον αρχηγό του πρωθυπουργό

Αν κανένα κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία:

            1η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 1ουκόμματος

            2η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 2ουκόμματος

            3η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 3ουκόμματος

Σύσκεψη αρχηγών :

            Κυβέρνηση που να έχει εμπιστοσύνη βουλής

Εκλογές μετά από διάλυση της βουλής

            Κυβέρνηση από όλα τα κόμματα

            Κυβέρνηση υπό πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου

352. Ο διορισμός πρωθυπουργού που θα διενεργήσει εκλογές.

Αν η σύσκεψη δεν δώσει Κυβέρνηση με εμπιστοσύνη βουλής δεν τελειώνει αλλά αλλάζει το αντικείμενο της : ο σχηματισμός διακομματικής προεκλογικής κυβέρνησης. Ο ΠτΔ επιδιώκει σχηματισμός προεκλογικής από όλα τα κόμματα της Βουλής (37παρ3γ). Η σχηματισθείσα κυβέρνηση δεν ζητά ψήφο εμπιστοσύνης ενώπιον της Βουλής αλλά ετοιμάζει τις εκλογές. ΠτΔ θα διαλύσει την Βουλή με διάταγμα που προσυπογράφεται κατά το άρθρο 41 παρ3.

Σε περίπτωση νέας αποτυχίας ο ΠτΔ αναθέτει στον Πρόεδρο του ΣτΕ ή του Αρείου Πάγου ή του ΕΣ, εδώ έχει απόλυτη ευχέρεια επιλογής ο ΠτΔ ενώ οι δικαστικοί λειτουργοί δεσμία αρμοδιότητα,  το σχηματισμό  προεκλογικής κυβέρνησης όσο το δυνατό ευρύτερης αποδοχής  για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη βουλή.  ΠΧ 2015 Κυβέρνηση  Πικραμένου.  Η ευρύτερη αποδοχή σημαίνει ότι όλα τα κόμματα έχουν λόγο για την σύνθεσή της, δεν σημαίνει όμως δεδηλωμένη εμπιστοσύνη.

Στη συνέχεια ο ΠτΔ διαλύει  τη βουλή με διάταγμα που προσυπογράφει ο Πρωθυπουργός.

Τόσο η διακομματική όσο και η «δικαστική» προεκλογική κυβέρνηση είναι κατά την ορολογία του Σ 1952 υπηρεσιακές κυβερνήσεις. Δηλαδή δεν φέρουν πολιτική ευθύνη παρά μόνο για την διεξαγωγή των εκλογών.

Η διάλυση της βουλής όταν τα κόμματα αποτυγχάνουν να δώσουν κυβέρνηση, λειτουργεί ως κύρωση.  Η διάλυση μπορεί να γίνει και πριν η Βουλή εκλέξει Προεδρείο με επιχείρημα από το 41 παρ3Σ κατά τον Α. Παντελή. Εάν η Βουλή είχε διαλυθεί διότι δεν είχε εκλέξει ΠτΔ πρέπει πρώτα να τελειώσει η διαδικασία εκλογής του ΠτΔ και μετά να γίνει η διαδικασία των διερευνητικών (αρθ.32παρ4β που ορίζει ότι η Βουλή που αναδεικνύεται από τις νέες εκλογές εκλέγει ΠτΔ).

354. Το τέλος της κυβερνήσεως

Επέρχεται αφενός λόγω καταψηφίσεως της κυβερνήσεως ή  αφετέρου λόγω παραίτησης πχ για λόγους υγείας, του Πρωθυπουργού Π.Χ. Α. Γ. Παπανδρέου  το 1996.

Η κυβέρνηση ταυτίζεται με το πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Αλλαγή του Πρωθυπουργού πχ λόγω παραιτήσεως σημαίνει διορισμό νέου και άρα και διορισμό νέας κυβέρνησης , ακόμη και εάν δεν αλλάζει κανείς Υπουργός. Πάλι ο νέος Πρωθυπουργός πρέπει να διατηρεί ή να έχει την δεδηλωμένη.

Η περίπτωση αυτή αντιμετωπίζεται σαφέστερα  μετά την αναθεώρηση του 2001 στο άρθρο 38 παρ2. Εάν ο Πρωθυπουργός παραιτηθεί ή εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα καθήκοντα του η κοινοβουλευτική ομάδα προτείνει νέο εάν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, άλλως ο ΠτΔ ακολουθεί την διαδικασία των διερευνητικών (37παρ2 επ). Η αδυναμία για λόγους υγείας διαπιστώνεται από τη Βουλή με ειδική απόφαση 151 βουλευτών μετά από πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας ή των 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Αναπληρωτής πρωθυπουργός είναι ο αντιπρόεδρος ή εάν δεν υπάρχει ο πρώτος της τάξει Υπουργός , των Οικονομικών.

Ο ΠτΔ απαλλάσσει από τα καθήκοντά της τη Κυβέρνηση αν αυτή παραιτηθεί ή χάσει την εμπιστοσύνη της βουλής πχ παραίτηση Κυβερνήσεως Στεφανόπουλου το 1966. Στη συνέχεια ακολουθείται ο δρόμος του άρθρου 37 παρ3 (διερευνητικές κλπ) εκτός εάν η απαλλασσόμενη κυβέρνηση έχει την πλειοψηφία οπότε ο ΠτΔ συγκαλεί τη διάσκεψη των πολιτικών αρχηγών για επίτευξη διακομματική κλπ (βλ. παραπάνω).

Β. Η διάλυση της βουλής

335. Τα τρία είδη.

     1.         Με κυβερνητική πρόταση, άρθρο 41 παρ.2 (κρίσιμο εθνικό θέμα).

     2.     Με προεδρική πρωτοβουλία, άρθρο 41 παρ.1 (Κοινοβουλευτική αστάθεια)

     3.    Υποχρεωτική εκ του Συντάγματος, άρθρα 32 παρ.4 εδ.α (Μη εκλογή ΠτΔ)  και 37παρ.3 εδ.γ. (¨Ελλείψει δεδηλωμένης).

Είδος Προϋποθέσεις Ευθύνη

Με κυβερνητική πρόταση

(αρ41§2)

Η Κυβέρνηση έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Προσυπογραφή υπουργικού συμβουλίου
Με προεδρική πρωτοβουλία (αρ41§1) 2 πτώσεις Κυβέρνησης κ σύνθεση βουλής δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα.

Αν ο πρωθυπουργός αρνείται, χωρίς προσυπογραφή

Υποχρεωτική εκ του

Συντάγματος

(αρ32§4 κ 37§3)

Με εκλογή ΠτΔ
Η σύσκεψη των αρχηγών δε δίνει Κυβέρνηση με δεδηλωμένη Προσυπογραφή Πρωθυπουργού

Προεκλογική κυβέρνηση  είναι η κυβέρνηση που έχει την εξουσία με εξαίρεση την περίπτωση που η κυβέρνηση  αν και πλειοψηφίας παραιτηθεί, οπότε ο ΠτΔ πάει στη διάσκεψη των αρχηγών ή την δικαστική κυβέρνηση που θα είναι και οι προεκλογικές κυβερνήσεις.

356. Η διάλυση με κυβερνητική πρόταση (κρίσιμο εθνικό θέμα 41 παρ2).

Ο ΠτΔ διαλύει τη βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης για ανανέωση λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.

Την πρωτοβουλία την έχει η Κυβέρνηση που έχει ψήφο εμπιστοσύνης. Ακόμη και εάν επίκειται να την χάσει αλλά δεν έχει διενεργηθεί η ψηφοφορία ΠΧ κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1993 όπου αποχώρησε ο Σαμαράς με βουλευτές και πλέον μετά την αποχώρησή και του βουλευτή Συμπιλίδη η ΝΔ έμενε με 150. Ο Μητσοτάκης ζήτησε απο τον ΠτΔ  Κ. Καραμανλή διάλυση Βουλής  για σειρά κρίσιμων εθνικών θεμάτων και ιδίως το Σκοπιανό.

Με τη διάλυση επιτυγχάνεται ανανέωση της λαϊκής εντολής και λύνεται η έριδα κυβέρνησης και κοινοβουλίου. Από το 1977 που έγινε η πρώτη διάλυση ο τέτοιου τύπου έχει δημιουργηθεί συνθήκη του πολιτεύματος κατά την οποία ο Πρωθυπουργός  μπορεί κατά τα Αγγλικά πρότυπα να διαλύει την Βουλή επικαλούμενος κάποιο ή κάποια κρίσιμα κατά την άποψη του θέματα πχ το κυπριακό  ή Ευρωπαϊκή πορεία κλπ.

Ο Πρόεδρος είναι υποχρεωμένος να προσυπογράψει (γραμματική ερμηνεία του «διαλύει» σε ενεστώτα σημαίνει δεσμία αρμοδιότητα). Το αν το θέμα που επικαλείται η Κυβέρνηση είναι όντως τέτοιο το ελέγχει μόνο πολιτικά ο λαός με την ψήφο του. Δεν το ελέγχει ο ΠτΔ διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με χάραξη πολιτικής και από τον ΠτΔ (82 μόνο η κυβέρνηση).

Το Σύνταγμα βάζει δυο όμως δυο φραγμούς :  α) Αποκλείεται η διάλυση της επόμενης βουλής για το ίδιο θέμα και β) η εκλεγείσα Βουλή δεν μπορεί να διαλυθεί πριν περάσει ένα έτος  για κρίσιμο εθνικό θέμα , οι άλλες διαλύσεις μπορεί να γίνουν (41παρ4).

358. Ο χρονικός περιορισμός στη διάλυση

Η βουλή που εκλέχθηκε μετά τη διάλυση της προηγούμενης δεν μπορεί να διαλυθεί πριν περάσει ένα έτος αφότου άρχισε τις εργασίες της (41παρ4) . Η απαγόρευση δεν ισχύει αν η προηγούμενη βουλή δεν διαλύθηκε αλλά έληξε η θητεία της καθώς και για την περίπτωση του άρθρου 41 παρ1 ή λόγω παραίτησης της κυβέρνησης. Ισχύει δηλαδή μόνο για τη διάλυση για κρίσιμο εθνικό θέμα (41παρ2) αλλά μπορεί να παρακαμφθεί με παραίτηση της κυβέρνησης.  Η μόνη απώλεια θα είναι ότι η παραιτούμενη κυβέρνηση πλειοψηφίας δεν θα κάνει τις εκλογές αλλά θα τις διενεργήσει υπηρεσιακή κυβέρνηση με την προεδρία ενός εκ των τριών Προέδρων των ανωτάτων Δικαστηρίων. ΠΧ  Τον Αύγουστο του 2015 Η κυβέρνηση του Τσίπρα αποφασίζει την διεξαγωγή εκλογών χωρίς να έχει περάσει ένα έτος από τη ν διάλυση της προηγούμενης  Βουλής  που έχει διαλυθεί για κρίσιμο εθνικό θέμα Τότε  η κυβέρνηση Τσίπρα παραιτείται  , διορίζεται  υπηρεσιακή προεκλογική κυβέρνηση με πρόεδρο την Προέδρο του Αρείου Πάγου Β. θάνου ( είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός)  και η Βουλή διαλύεται από τον ΠτΔ (Παυλόπουλος) με προσυπογραφή της.

357. Η διάλυση με προεδρική πρωτοβουλία (41παρ1).

Ο ΠτΔ μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. Αν ο πρωθυπουργός αρνηθεί να προσυπογράψει το σχετικό προεδρικό διάταγμα δημοσιεύεται χωρίς την υπογραφή του. Με άλλα λόγια η διάλυση αποτελεί εδώ διακριτική ευχέρεια του ΠτΔ

Πρέπει όμως να συντρέχουν δυο (2) προϋποθέσεις σωρευτικά , μια αντικειμενική και μια υποκειμενική :

  1. Να έχουν πέσει δυο κυβερνήσεις είτε με καταψήφιση είτε με παραίτηση. Η προσωπική παραίτηση του πρωθυπουργού δεν μετράει.
  2. Η σύνθεση του Κοινοβουλίου, δηλαδή η καταβολή των εδρών δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα παρά το ότι μπορεί να δώσει εμπιστοσύνη και σε Τρίτη κυβέρνηση , ο βίος της θα είναι βραχύς.

Στη πράξη τέτοια διάλυση δεν έχει συμβεί λόγω του ατελή δικομματισμού.

Αφότου συντρέξουν  οι δύο προϋποθέσεις ο Πρόεδρος αποκτά το δικαίωμα να διαλύσει τη βουλή αλλά δεν υποχρεούται να την διαλύσει αμέσως. Μπορεί να διαλύσει τη βουλή αρκετό χρόνο ύστερα από τη δεύτερη πτώση. Οι εκλογές που ακολουθούν τις διενεργεί η Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. Προεκλογική είναι η κυβέρνηση πλειοψηφίας (41παρ1β) αλλά μετά την αναθεώρηση του 1986 ο ΠτΔ δεν μπορεί να πάψει  κυβέρνηση πλειοψηφίας. Προφανώς με διορθωτική ερμηνεία τις εκλογές θα διενεργήσει διακομματική κυβέρνηση ή δικαστική με βάση το άρθρο 37 παρ.3 infine.

Γ. Η αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου

359. Τι προβλέπει το Σύνταγμα (42).

Ο ΠτΔ μπορεί χωρίς προσυπογραφή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή του, να αναπέμψει στη βουλή νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής. Τότε αυτό εισάγεται στην Ολομέλεια της βουλής και αν επιψηφιστεί και πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών ο Πρόεδρος το εκδίδει και το δημοσιεύει υποχρεωτικά μέσα σε δέκα ημέρες από την επιψήφισή του.

Πρόκειται για το λεγόμενο  αναβλητικό veto του ΠτΔ ή δικαίωμα (αρμοδιότητα)  αρνησικυρίας ή αναπομπής. Ο ΠτΔ αρνείται την έκδοση του Νόμου για διαδικαστικά θέματα και όχι για θέματα περιεχομένου ρυθμίσεων (ουσίας) αφού η κύρωση έχει καταργηθεί  με την αναθεώρηση του 1986. Μπορεί όμως να προκαλέσει έμμεση ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση που είχε την πρωτοβουλία του νομοσχεδίου. ΄Όμως μπροστά στην κυβερνητική πλειοψηφία η αναπομπή είναι χάρτινο σπαθί. Λειτουργία επίσης σαν μια ανομολόγητη κύρωση αφού η βουλή θα συζητήσει και επι της ουσίας το αναπεμφθέν νομοσχέδιο.

Πότε έως σήμερα υπο το ισχύον Σύνταγμα δεν έχει γίνει αναπομπή  άρα πρόκειται για μια ανύπαρκτη εξουσία. Ο εκάστοτε ΠτΔ κατά συνθήκη του πολιτεύματος δεν έχει ασκηθεί. Ακόμη και επι Γεωργίου του Α με το Σ του 1864 και υπο την ισχύ της κύρωσης των νόμων ο Βασιλεύς δεν είχε αρνηθεί να υπογράψει Νόμο. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Ι. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

361. Τι είναι η Κυβέρνηση.

Σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ2 του Συντάγματος ασκεί την εκτελεστική εξουσία μαζί με τον ΠτΔ .

Είναι άμεσο συλλογικό όργανο, από νομική άποψη στο ανώτατο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας μετά τον ΠτΔ και από ουσιαστική το κύριο όργανο διακυβέρνησης του κράτους αφού χαράσσει και κατευθύνει την κυβερνητική πολιτική  (αρθ.82).

363.Συγκρότηση.

Κατά το άρθρο 81 παρ.1 α Σ. : «Την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς καθώς και τους αντιπροέδρους» .

Υπό την ευρεία έννοια περιλαμβάνει και τους αναπληρωτές υπουργούς, τους υπουργούς χωρίς χαρτοφυλάκιο (επικρατείας) και τους υφυπουργούς. Οι υφυπουργοί όμως είναι μέλη όταν το προβλέπει ο Νόμος , σήμερα δεν το προβλέπει ο νόμος περί υπουργικού συμβουλίου.

Ο αριθμός των Υπουργείων καθορίζεται από τον Νόμο, όπως και η ιεραρχία μεταξύ τους. Σήμερα πρώτο τη τάξει είναι το Υπουργείο Εσωτερικών.

Μεταξύ των Υπουργών και Υφυπουργών η σχέση δεν είναι ιεραρχική αλλά πολιτική – εμπιστευτική. Οι υφυπουργοί ασκούν ΄όσες αρμοδιότητες τους εκχωρεί ο Πρωθυπουργός σε συναπόφαση με τον οικείο Υπουργό (83 παρ2).

Αντιπρόεδρος ή (-οι) διορίζεται κάποιος εκ των υπουργών  με διάταγμα που προκαλεί ο Πρωθυπουργός   (81 παρ1). Εάν δεν υπάρχει αντιπρόεδρος ο Πρωθυπουργός μπορεί να ορίζει στις περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη έναν Υπουργό ως αναπληρωτή του (81παρ5).

Το υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να συνεδριάζει και με μικρότερους σχηματισμούς , ανάλογα με το αντικείμενο .Οι κυριότεροι είναι :

Α) Το Κυβερνητικό Συμβούλιο : Δεν μετέχουν οι αναπληρωτές Υπουργοί (λέγεται και μικρό Υπουργικό Συμβούλιο). Αποφασίζει για κάθε θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, παρακολουθεί την εκτέλεση των αποφάσεων του Υ.Σ. αποφασίζει για θέματα που παραπέμπει ο Πρωθυπουργός.

Β) το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ)Σε περίοδο κρίσης μετονομάζεται σε Πολεμικό Συμβούλιο. 

Γ) η Επιτροπή Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής (ΕΠΟΚΟΙΠ).

363. Αρμοδιότητες

Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων (82).

Για αυτό άλλωστε διαθέτει τη νομοθετική πρωτοβουλία όπως ακριβώς τη διαθέτουν και τα μέλη του νομοθετικού οργάνου.

Κατά συνθήκη πολιτεύματος Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί πρέπει να ενημερώνουν τον ΠτΔ για τα σοβαρά πολιτικά θέματα και ο ΠτΔ μπορεί να διατυπώνει εμπιστευτική γνώμη χωρίς να εμπλέκεται στη χάραξη της στρατηγικής και αντιμετώπιση αυτών.

Γενική πολιτική της χώρας είναι κυρίως οι διεθνείς σχέσεις, το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, οι αποφάσεις σε θέματα μείζονος σημασίας, η έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ).

 Όλος ο κρατικός μηχανισμός με εξαίρεση την Νομοθετική και Δικαστική εξουσία βρίσκεται υπο την ιεραρχία της Κυβερνήσεως.

364. Ο Πρωθυπουργός

Μέσα στην Κυβέρνηση δεσπόζει ο Πρωθυπουργός ( πρόεδρος της Κυβερνήσεως) ως solusprimus. Τον διορίζει ο ΠτΔ αλλά δεν μπορεί ποτέ να τον παύσει. Με πρόταση του πρωθυπουργού ο ΠτΔ διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς (37παρ1).

Η κυβέρνηση είναι πρωθυπουργοκεντρική δηλαδή εάν αυτός παραιτηθεί σημαίνει και παραίτηση όλη της κυβέρνησης. Κάθε Πρωθυπουργός ε΄χει τη «δική» του κυβέρνηση.

Ο πρωθυπουργός προεδρεύει στο Υπουργικό Συμβούλιο, την Κυβερνητική Επιτροπή και το ΚΥΣΕΑ.

Όταν το πολίτευμα λειτουργεί ομαλά, άρνηση υπουργού σε οποιαδήποτε υπόδειξη πρωθυπουργού δεν νοείται. Είτε ο υπουργός παραιτείται είτε ο πρωθυπουργός τον παύει δια του ΠτΔ.

Στο Αγγλικό πολίτευμα, που είναι πηγή του Κοινοβουλευτισμού,  ο πρωθυπουργός είναι «ισχυρός στους Βουλευτές  όσο είναι ισχυρός στο λαό». Τούτο σημαίνει ότι εάν καταστεί ανίκανος να κερδίσει τις εκλογές , χάσει δηλαδή φανερά την απήχηση του στις λαϊκές μάζες, οι βουλευτές τον αντικαθιστούν ΠΧ την Θάτσερ το 1990 με τον Μέιτζορ που κέρδισε δυο συνεχόμενες εκλογικές μάχες.

Ο Πρωθυπουργός εάν θέλει ελέγχει αποτελεσματικά όλη τη κρατική μηχανή και την νομοθετική εξουσία χάρη στην κοινοβουλευτική του πλειοψηφία και άρα έχει την απόλυτη πολιτική ευθύνη για την παραμικρή ανεπάρκεια της κρατικής μηχανής.

365. Προσόντα και ασυμβίβαστα (81παρ2).

Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός αν δεν συγκεντρώνει τα προσόντα του βουλευτή.  Τα μέλη της κυβερνήσεως πρέπει να έχουν τα προσόντα του Βουλευτή (55) αλλά δεν είναι απαραίτητο να έχουν εκλεγεί και Βουλευτές. Μπορεί θεωρητικά όλη η κυβέρνηση  και ο Πρωθυπουργός να είναι εξωκοινοβουλευτικοί.

Οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών και του προέδρου της βουλής αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους. Ενώ ο Νόμος μπορεί να ορίσει και άλλα ασυμβίβαστα. Ήδη ο Νόμος (πδ63/2005 ορίζει ότι αναστέλλεται η άσκηση καθηκόντων του δημόσιου τομέα, η  σύναψη δημοσίων συμβάσεων, συμμετοχή σε εταιρία που συνάπτει δημόσιες συμβάσεις. Η παράβαση συνεπάγεται ακυρότητας των πράξεων και ευθύνη του υπουργού με το νόμο περί ευθύνης υπουργών. Εννοείται ότι οι Υπουργοί που είναι και Βουλευτές έχουν σωρευτικά και τα ασυμβίβαστα του άρθρου 57 Σ.

Τέλος απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην κυβέρνηση πλην της περιπτώσεως του άρθρου 37παρ3 infine «προεκλογική Δικαστική Κυβέρνηση».

366.Η υπουργική αλληλεγγύη

Οι Υπουργοί επιβάλλεται να μην ασκούν σε άλλο υπουργό ή στην κυβέρνηση κριτική, διότι έτσι κριτικάρουν τον πρωθυπουργό.

Η Κυβέρνηση αποτελεί ενιαία νομική και πολιτική οντότητα μέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Είναι συλλογικό όργανο υπεύθυνο ενώπιον της βουλής. Όλοι οι υπουργοί που ο καθένας τους έχει διαφορετικές αρμοδιότητες εφαρμόζουν την ίδια κυβερνητική πολιτική και οφείλουν τη θέση τους στον υπουργό.

Ο υπουργός που δεν τηρεί την υπουργική αλληλεγγύη κανονικά παύεται.

367.Η αδυναμία του πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του

Η ασθένεια του Α.Γ. Παπανδρέου οδηγεί το 2001 στη συνταγματική πρόβλεψη διαδικασίας για απομάκρυνση του πρωθυπουργού που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας. Την αδυναμία τη διαπιστώνει η βουλή με απόφασή της που λαμβάνεται με ονομαστική ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία των εδρών (151/300), χρειάζεται όμως πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκει ο πρωθυπουργός.  Σε κάθε άλλη περίπτωση η πρόταση υποβάλλεται από τα δύο πέμπτα τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών (38παρ2). Η απόφαση της Βουλής ισοδυναμεί με παραίτηση του Πρωθυπουργού για προσωπικούς λόγους. Ο ΠτΔ θα διορίσει πρωθυπουργό τον πρόσωπο που θα εκλέξει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο και συνακόλουθα την δεδηλωμένη.

ΙΙΙ. Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

368.Τα τρία είδη ευθύνης

Σε αντίθεση με το ανεύθυνο των βουλευτών , οι υπουργοί έχουν ευθύνη κοινοβουλευτική, ποινική και αστική.

369. Η πολιτική ευθύνη έχει γίνει κοινοβουλευτική

Η Κυβέρνηση δεν παραμένει στην εξουσία αν δεν έχει ψήφο εμπιστοσύνης αλλιώς υποχρεούται να παραιτηθεί. Οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής (84) άλλως πρέπει να παραιτηθεί. Την παραίτηση την υποβάλλει ο πρωθυπουργός μόνος του και όχι το υπουργικό συμβούλιο.

ΠΧ Παύση όλως των υπουργών από τον Πρωθυπουργό και διορισμός νέων με Δγμα μετά από πρότασή του είναι ανασχηματισμός. Αντίθετα παραίτηση του Πρωθυπουργού και ανάληψη της θέσης από νέο που δεν αλλάζει κανένα υπουργό είναι νέα κυβέρνηση και θέλει νέα ψήφο εμπιστοσύνης. Στην ουσία δηλαδή η ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση είναι ψήφος εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του νέου Πρωθυπουργού.

Η κοινοβουλευτική εμπιστοσύνη σημαίνει ότι η Βουλή μπορεί να καταψηφίσει την κυβέρνηση εάν διαφωνεί με τις επιλογές του Πρωθυπουργού.

Η βουλή παρέχει ή αίρει την εμπιστοσύνη της προς την Κυβέρνηση με τυπική διαδικασία και μόνο μέσα σε ειδική σύνοδο.

Όταν η κυβέρνηση ζητά από τη Βουλή την στήριξη της τότε πρόκειται για ψήφο εμπιστοσύνης ενώ όταν βουλευτές ζητούν από τη Βουλή να εκφράσει την αποδοκιμασία της προς την κυβέρνηση λέγεται πρόταση δυσπιστίας.

Μολονότι δε το λέει το Σύνταγμα, η Κυβέρνηση αποδοκιμάζεται επίσης, αν η βουλή δεν εγκρίνει τον προϋπολογισμό. Το ίδιο ισχύει καταρχήν αν η βουλή απορρίψει οποιοδήποτε νομοσχέδιο. Καθώς και όταν παύσουν να τον στηρίζουν 151 βουλευτές, οπότε συνήθως ο πρωθυπουργός ζητά διάλυση για κρίσιμο εθνικό θέμα πριν την πρόταση δυσπιστίας ή παραιτείται.

Ο πρωθυπουργός δεν έχει ποτέ υποχρέωση να παραιτηθεί για ενέργειες, παραλείψεις ή δηλώσεις του ΠτΔ. Το αντίθετο θα ήταν Ορλεανικό χαρακτηριστικό ξένο στο πολίτευμα μας.

370.Η απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της (38).

Προ της αναθεωρήσεως του 1986 ο ΠτΔ μπορούσε να παύσει την κυβέρνηση. Η εξουσία αυτή άλλαξε από την Στ αναθεωρητική Βουλή και μετονομάστηκε σε «απαλλαγή» που κατ΄αρχήν την προσυπογράφει και ο απαλλασσόμενος πρωθυπουργός. Εάν όμως αρνηθεί ο παραιτούμενος πρωθυπουργός το υπογράφει μόνο ο ΠτΔ (35παρ1β).Το Διάταγμα απαλλαγής δημοσιεύεται μαζί με το διάταγμα διορισμού νέου πρωθυπουργού για να υπάρχει η συνέχεια του κράτους. Παραίτηση οφείλει να υποβάλει ο Πρωθυπουργός και μετά τις εκλογές ώστε να διοριστεί νέος με βάση την σχηματισθείσα μετεκλογική δεδηλωμένη. Μέχρι τον διορισμό των νέων υπουργών οι παλαιοί παραμένουν στις θέσεις τους και ασκούν περιορισμένα καθήκοντα διεκπεραίωσης τρεχουσών ν υποθέσεων.

Η Κυβέρνηση δεν είναι πλέον κυβέρνηση όταν ο ΠτΔ την απαλλάξει από τα καθήκοντά της με προεδρικό διάταγμα. Αυτό το προσυπογράφει ο πρωθυπουργός που παραιτείται για να αναλάβει τη σχετική ευθύνη.

371. Η πρόταση εμπιστοσύνης

Μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής (84παρ1β).

Η πρόταση εμπιστοσύνης συζητείται μαζί με τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης σε ειδική σύνοδο>. Μετά από εκλογές η ψήφος εμπιστοσύνης  είναι υποχρεωτική  αλλά πρέπει πρώτα να συγκροτηθεί η Βουλή σε σώμα με την εκλογή του προεδρείου της. Ομοίως υποχρεωτική είναι και σε κάθε περίπτωση σχηματισμού νέας κυβέρνησης.

Η Κυβέρνηση μπορεί επίσης να ζητεί την ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής και οποτεδήποτε άλλοτε.

372. Η πρόταση δυσπιστίας

Η βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας, εκτός εάν υπογράφεται από 151 βουλευτές. Πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών (50 /300) αρθ. 84 παρ.2-3.

Εως σήμερα δεν έχει αποσύρει η Βουλή εμπιστοσύνη από μέλος της κυβερνήσεως.

373.Συζήτηση και αναγκαία πλειοψηφία

Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο μέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξη της (βλ. αρθ.84παρ4-5).

Η κυβέρνηση έχει ευχέρεια να επιβάλλει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας ή να αναβληθεί για 48 ώρες.

Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών (120/300). Δηλαδή η κυβέρνηση ευκολότερα μένει με 120/300 εάν τα κατά είναι 119 και οι λοιποί βουλευτές απέχουν (ψήφος ανοχής ) παρά πέφτει , διότι η πρόταση δυσπιστίας θέλει 151/300. Πρόκειται για συνηθισμένη μέθοδος εξ ορθολογισμού του κοινοβουλευτισμού δηλαδή για ενίσχυση της ανεξαρτησίας της εκτελεστικής εξουσίας έναντι του κοινοβουλίου προκειμένου να επιτευχθεί κυβερνητική σταθερότητα.

Η ψηφοφορία είναι ονομαστική.

ΙΙΙ.Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

374.Το πλαίσιο και η αστική ευθύνη

Χωρίς τον φόβο της ποινικής ευθύνης η κοινοβουλευτική ευθύνη μπορεί να είναι αναποτελεσματική.  Έτσι σε αντίθεση με τους βουλευτές οι υπουργοί είναι ποινικά ανεύθυνοι. Υπόκεινται δε σε ειδικούς κανόνες κατά το άρθρο  86 Σ. και τίθεται θέμα ορίων σκοπιμότητας της ειδικής ποινικής προστασίας έναντι διώξεων και έναντι συντεχνιακών σκοπών. Οι σχετικοί νόμοι είναι : ΦΠΣΤ/1877, ΧΕ 1877, νδ802/71, 2509/77, ν.3961/2011.

Για την αστική ευθύνη των υπουργών δεν υπάρχουν ειδικοί διατάξεις. Κατά το άρθρο 105 και 106 ΕισΝΑΚ ευθύνεται και το Δημόσιο για παράνομες πράξεις οι παραλείψεις τους που προκάλεσαν ζημία σε άλλο πρόσωπο.

375.Ουσιαστικές ρυθμίσεις

Το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο δεν μεταχειρίζεται τους υπουργούς ούτε ευμενέστερα ούτε δυσμενέστερα από κάθε άλλον. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων (86παρ1β).

376. Οι ειδικές ρυθμίσεις

Η εξαιρετική μεταχείριση των υπουργών είναι κυρίως δικονομική και αφορά πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελέσθηκαν κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων τους. Αντίθετα εγκλήματα που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους δικάζονται από τα ποινικά δικαστήρια , αλλά αναστέλλεται η δίωξη όσο το πρόσωπο κατέχει την υπουργική θέση.

Η ευμενής μεταχείριση έγκειται στο ότι η Βουλή ελέγχει την διαδικασία , υπάρχουν σύντομές παραγραφές , ειδικό δικαστήριο (86).

Η διαδικασία αποτελείται από δύο μεγάλα μέρη. Πρώτα η βουλή και όχι ο εισαγγελέας διενεργεί προκαταρκτική εξέταση και ασκεί την ποινική δίωξη και ύστερα επιλαμβάνεται το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 παρ.4 . Αυτό συγκροτείται από 6 μέλη του ΣτΕ και 7 του Αρείου Πάγου και προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του ΑΠ που κληρώθηκαν ή άλλως ο αρχαιότερος.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου Νόμου περί ευθύνης είναι :

Α) Καθήκοντα Εισαγγελέα ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του ΑΠ που κληρώνεται και όχι τριμελής επιτροπή βουλευτών.

Β) Συμμετοχή 6 δικαστών του ΣτΕ.

377.Ο ρόλος της βουλής

Ο διενεργών ανάκριση , προανάκριση κλπ εάν προκύψουν στοιχεία κατά υπουργού τα διαβιβάζει στην Βουλή.

Για να επιληφθεί η βουλή πρέπει να υποβληθεί πρόταση για δίωξη από 30  βουλευτές.

Μόνη η Βουλή έχει αρμοδιότητα να ασκεί την δίωξη αλλά και τις προανακριτικές πράξεις κατά υπουργών και λοιπών μελών της κυβερνήσεως.

 Αν η πρόταση γίνει δεκτή η βουλή συγκροτεί κοινοβουλευτική επιτροπή που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση και της υποβάλλει πόρισμα. Αν η βουλή αποφασίσει την άσκηση δίωξης η υπόθεση περιέρχεται στην αρμοδιότητα του Ειδικού Δικαστηρίου. Πάντως η Βουλή μπορεί να ανακαλέσει την πρότασή  της και εν γένει αυτή ελέγχει την πρόοδο.

378. Η ενδιάμεση διαδικασία

Στο πλαίσιο του ειδικού δικαστηρίου προβλέπεται δικαστικό συμβούλιο και ανακριτής. Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου και ο εισαγγελέας κληρώνονται από τα μέλη του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η προδικασία λήγει με βούλευμα, παραπεμπτικό ή απαλλακτικό.

379.Στο ακροατήριο

Αν το βούλευμα είναι παραπεμπτικό γίνεται κλήρωση για τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου πάλι από τα μέλη των ίδιων δικαστηρίων. Ο κατηγορούμενος μπορεί να μην εμφανιστεί στο Δικαστήριο  και δικάζεται ωσεί παρόν. Στέρηση πολίτικών δικαιωμάτων δεν επιβάλλεται σε υπουργό εάν καταδικαστεί μόνο για πλημμέλημα (περίπτωση Τσοβόλα). Πλημμεληματικές ποινές είναι μετατρέψιμες υποχρεωτικά σε χρήμα.

Η διαδικασία στο ακροατήριο διεξάγεται κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και η απόφαση είναι αμετάκλητη.

380. Οι συμμέτοχοι

Αν παραπεμφθεί υπουργός συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι που δικάζονται μαζί με τον υπουργό (86παρ4 infine). Σε περίπτωση παραπομπής μόνο του συμμετόχου αρμόδιο είναι το κοινό ποινικό δικαστήριο.

381.Παραγραφή και αποσβεστική προθεσμία

Τα πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του παραγράφονται  σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (111-112 ΠΚ).

Η παραγραφή αναστέλλεται κατά τον ΠΚ αλλά και όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη  και όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας για αναστολή της δίωξης.

Το αξιόποινο των ίδιων πράξεων εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη.

383. Η χάρη σε υπουργό

Ο  ΠτΔ μόνο με συγκατάθεση της βουλής έχει το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε Υπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86. Στη πράξη ο Υπουργός δικαιοσύνης  υποβάλλει την πρόταση του στη Βουλή και εφόσον αυτή συγκατατίθεται τότε προτείνει την έκδοση του Διατάγματος (πχ 1993-1994 Δ. Τσοβόλας).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Ι. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥΣ

384.Τι είναι τα δικαστήρια

Είναι τα άμεσα και απλά όργανα του κράτους τα οποία είναι αρμόδια για την απονομή της δικαιοσύνης και συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία (87παρ.1). Ως απονομή δικαιοσύνης νοείται η επίλυση των διαφορών με δύναμη δεδικασμένου και ο ποινικός κολασμός.

Οι δικαστές είναι άμεσα όργανα όσο αφορά την απονομή της δικαιοσύνης και έμμεσα όσον αφορά την διοίκηση της.

Το σύνολο των δικαστηρίων αποτελεί την δικαστική εξουσία (87-100). Δικαστήρια μη κρατικά δεν υπάρχουν. Τα διαιτητικά δικαστήρια είναι ανεκτά μόνο στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων.

385.Εξαιρέσεις

Επειδή τα δικαστήρια παρουσιάζουν μεγαλύτερες εγγυήσεις ανεξαρτησίας από τα διοικητικά όργανα, το Σύνταγμα ή ο νόμος τους αναθέτουν και ορισμένες άλλες αρμοδιότητες εκτός από την απονομή δικαιοσύνης που αρμόζουν κυρίως  σε διοικητικά όργανα.

Έπειτα υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις από τον κανόνα ότι τη δικαιοσύνη την απονέμουν τα δικαστήρια:

1.     Η βουλή ασκεί ποινική δίωξη κατά υπουργών και ΠτΔ και δίνει άδεια δίωξη βουλευτή για συκοφαντική δυσφήμηση που διέπραξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

2.Ένορκοι δηλαδή απλοί πολίτες που αναδεικνύονται με κλήρωση μετέχουν μαζί με τακτικούς δικαστές στη συγκρότηση των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων.

3.   Με κλήρωση ορίζονται δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών της Χώρας και μετέχουν στο ΑΕΔ για την εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων.

4.Στα πρωτοβάθμια διαρκή στρατοδικεία μετέχουν μάχιμοι αξιωματικοί που γνωρίζουν στρατιωτική ψυχολογία.

5. Το δικαστήριο λειών το συγκροτούν κατά πλειοψηφία μη τακτικοί δικαστές από τη διοίκηση.

386. Διακρίσεις

Τα δικαστήρια διακρίνονται σε τακτικά, ειδικά, έκτακτα και εξαιρετικά.

Τακτικά χαρακτηρίζονται τα δικαστήρια που προβλέπονται από πάγιες διατάξεις και έχουν αρμοδιότητα να δικάζουν όλες τις διαφορές και όλες τις αξιόποινες πράξεις εκτός από όσες ορίζει το Σύνταγμα για τα Ειδικά Δικαστήρια. Τακτικά πολιτικά είναι τα ειρηνοδικεία, τα πρωτοδικεία, τα εφετεία και ο Άρειος Πάγος. Τακτικά ποινικά είναι τα πταισματοδικεία, τα πλημμελειοδικεία, τα εφετεία,, τα μεικτά ορκωτά και ο Άρειος Πάγος. Τακτικά διοικητικά είναι τα διοικητικά πρωτοδικεία, τα διοικητικά εφετεία και το Συμβούλιο Επικρατείας.

Και τα ειδικά δικαστήρια προβλέπονται από πάγιες διατάξεις αλλά είναι αρμόδια να δικάζουν μόνο ορισμένες υποθέσεις. Ειδικά είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Ειδικό Δικαστήριο Κακοδικίας και Μισθοδικείο, τα δικαστήρια ανηλίκων, τα διαρκή στρατοδικεία και αεροδικεία και τα δικαστήρια λειών.

Έκτακτα χαρακτηρίζονται τα ειδικά δικαστήρια που συγκροτούνται εκ των  υστέρων για να δικάσουν ορισμένο πρόσωπο ή ορισμένη υπόθεση. Το Σύνταγμα το απαγορεύει. Τέτοιο ήταν το Έκτακτο Στρατοδικείο που δίκασε τους Έξι. Τα έκτακτα Δικαστήρια συγκροτούντο για να καταδικάσουν παρά να δικάσουν και απαγορεύονται υπο το ισχύον Σύνταγμα το οποίο προβλέπει μόνο εξαιρετικά δικαστήρια.

Εξαιρετικά χαρακτηρίζονται τα δικαστήρια που μπορεί να συσταθούν όταν εφαρμόζεται ο νόμος περί καταστάσεως πολιορκίας. Αυτά είναι τα υπάρχοντα και άρα δεν είναι έκτακτα,  στρατοδικεία τα οποία όμως σε περίοδο πολιορκίας μπορεί να δικάζουν και πολίτες.

387.Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

Το Σύνταγμα συγκεντρώνει στο ΑΕΔ τις αρμοδιότητες που είχαν άλλοτε το Εκλογοδικείο και το Δικαστήριο συγκρούσεως καθηκόντων και του αναθέτει επί πλέον ορισμένες που αποβλέπουν ιδίως στην ενότητα της νομολογίας των τριών ανώτατων δικαστηρίων.

Συγκροτείται από τους Προέδρους του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τέσσερις συμβούλους της Επικρατείας και τέσσερις αρειοπαγίτες που ορίζονται με κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στο δικαστήριο προεδρεύει ο αρχαιότερος  στον βαθμό από τους προέδρους.

Όταν το ΑΕΔ δικάζει για την άρση των συγκρούσεων ή την άρση της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου μετέχουν και δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων νομικών σχολών της Χώρας που ορίζονται με κλήρωση.

Το Σύνταγμα ορίζει περιοριστικώς τις αρμοδιότητές του :

1.         Η εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών.

2.          Ο έλεγχος του κύρους των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος.

3.         Η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή.

4.        Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του ΣΤΕ και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου τέλος μεταξύ του ΕΣ και λοιπών δικαστηρίων.

5.        Η άρση της αμφισβήτηση για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν για αυτές  αντίθετες αποφάσεις του ΣτΕ ή του Αρείου Πάγου ή του ΕΣ.

6.       Η άρση της αμφισβήτησης για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεδεγμένων.

ΙΙ. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

388.Οι τακτικοί δικαστές

Είναι οι λειτουργοί που κατ΄ επάγγελμα απονέμουν δικαιοσύνη.  Διορίζονται με τη διαδικασία που ορίζει το Σύνταγμα και απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία ώστε να επιτελούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα εφαρμόζοντα τους κανόνες δικαίου αποκλειστικά με δική τους ανεπηρέαστη κρίση και γνώμονα τη συνείδησή τους. Αντίθετα οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους.

Η έννοια του δικαστικού λειτουργού είναι ευρύτερη από του τακτικού δικαστή και περιλαμβάνει και τους Εισαγγελικούς λειτουργούς.

Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία επιλογής τους. Ο νόμος καθιερώνει το σύστημα του διαγωνισμού για εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Ύστερα από εκπαιδευτική περίοδο τριών ετών οι διοριζόμενοι γίνονται τακτικοί οπότε απολαμβάνουν την ισοβιότητα.

Υπάρχουν και άλλα συστήματα ανάδειξης δικαστών όπως η εκλογή , που όμως ενέχει κίνδυνο συναλλαγής, ο διορισμός που υπονομεύει ομοίως την ανεξαρτησία και απαντάται στους Αγγλοσάξωνες όπου οι κοινωνίες τους είναι δομημένες σε εντελώς άλλες αξίες και αρχές.

389.Η λειτουργική ανεξαρτησία

Έτσι χαρακτηρίζεται η ανεξαρτησία απέναντι στις άλλες δύο εξουσίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική.

Τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόζουν το νόμο που το περιεχόμενό τους είναι αντίθετο στο Σύνταγμα (93παρ4). Εδώ θεμελιώνεται ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.

Δεν επιτρέπεται Νόμος να επέμβει και να καταργήσει συγκεκριμένες εκκρεμείς δίκες ή να καταλάβει ήδη υποθέσεις που κρίθηκαν με δύναμη δεδικασμένου και να το ανατρέψει ή ακόμη και εκκρεμείς δίκες που δεν έχει εκδοθεί απόφαση.

Απαγορεύεται ο ιεραρχικός έλεγχος από την εκτελεστική εξουσία και ιδίως τον υπουργό δικαιοσύνης. Η επιθεώρηση  τους γίνεται από δικαστές (87παρ3).

Παράλληλα όλα τα δικαστήρια και οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ανεξάρτητοι και από τα ανώτερα δικαστήρια και δικαστές. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους.

390.Η προσωπική ανεξαρτησία

Θωρακίζει τον Δικαστή από τις δυσμενείς μεταθέσεις και εν γένει την δυσμενή υπηρεσιακή του μεταχείριση.

Βάσει της προσωπικής ανεξαρτησίας είναι η ισοβιότητα. Αυτή όμως συνδυάζεται με όριο ηλικίας και έτσι καταντά ψιλό όνομα αφού δεν ισχύει εως ότου πεθάνει. Σημαίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός μισθοδοτείται μέχρι να τον καταλάβει το όριο ηλικίας δηλαδή ακόμη και στην απίθανη περίπτωση να καταργηθεί η θέση του.

Αν η θέση καταργηθεί ενώ η απόλυση του δημόσιου υπαλλήλου επιτρέπεται, του δικαστικού λειτουργού αποκλείεται και θα συνεχίσει να μισθοδοτείται.

Την ισοβιότητα συμπληρώνουν άλλες εγγυήσεις. 

Καταρχήν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών την κρίνουν δικαστήρια ή συλλογικά όργανα που συγκροτούν δικαστικοί λειτουργοί.  Ο διορισμός τους δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας. Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορεί να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια που βεβαιώνει ο νόμος και αφού τηρηθούν οι διατάξεις. Τα πειθαρχικά συμβούλια συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενίοτε καθηγητές πανεπιστημίου που είναι όμως δημόσιοι λειτουργοί.

Σε κατοχύρωση της ανεξαρτησίας αποβλέπει και η καθιέρωση ορισμένων ασυμβίβαστων για τους δικαστικούς λειτουργούς. Απαγορεύεται να παρέχουν άλλη μισθωτή εργασία καθώς και να ασκούν άλλο επάγγελμα. Κατ΄ εξαίρεση μπορούν να διδάσκουν. 

Απαγορεύεται η συμμετοχή τους στη Κυβέρνηση καθώς και οι συμμετοχή τους σε συλλογικά διοικητικά όργανα εκτός εάν είναι πειθαρχικά, δικαιοδοτικά, ελεγκτικά (δημοσιονομικά)  βλ. 89 παρ1 Σ.

391. Η φαλκίδευσή της

Τέσσερις άλλες ρυθμίσεις δύσκολα συνάδουν προς την ισοβιότητα και την προσωπική ανεξαρτησία.  Πρώτον η εγγύηση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου δεν ισχύει για την προαγωγή στις 34  θέσεις της ηγεσίας της δικαιοσύνης (90 παρ5). Οι προαγωγές αυτές γίνονται από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και είναι στη διακριτική ευχέρεια του κυβερνώντος κόμματος.

Δεύτερον το όριο ηλικίας κατά το οποίο οι ισόβιοι δικαστές συνταξιοδοτούνται είναι το 67 για του ανώτατους και το 65 για τους υπόλοιπους. Είναι χαμηλό με τα δεδομένα του σήμερα. Ενώ ωθεί κάποιους δικαστές να έρχονται σε επαφές με τα κόμματα για να πετύχουν μετά την συνταξιόδητησή  τους σε θέσεις στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές.

Τρίτον, το Σύνταγμα ορίζει ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Οι δικαστές πετυχαίνουν την αύξησή τους δικαστικά με επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας.

Τέλος, η διάταξη που επιτρέπει στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οδηγεί ορισμένους σε εξαρτήσεις ιδίως όταν δεν έχουν τη μονιμότητα ή δεν βρίσκονται στην ανώτατη ακαδημαϊκή βαθμίδα.

392.Οι εγγυήσεις για τα άτομα

Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια (ΜΟΕ) που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές (3) και ενόρκους πολίτες (4), όπως νόμος ορίζει.

Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν λόγοι προστασίας ιδιωτικής ζωής.

Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά.

Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις τους για τα δικαιώματα ή συμφέροντα όπως ο νόμος ορίζει (20 παρ1 και 6  και 14 ΕΣΔΑ).

Έτσι ιδρύεται ατομικό δικαίωμα, κάθε πρόσωπο μπορεί να αξιώσει από τη δικαστική εξουσία την προστασία του και δεν επιτρέπεται να δικάζεται αν δεν ακουσθεί.