Πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας, που εκδίδεται ηλεκτρονικά με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ, από συμμετέχον στη Σύμβαση κράτος μέλος της ΕΕ και απευθύνεται σε ένα άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, θεωρείται νομίμως υπογεγραμμένο και έχει ισχύ πρωτοτύπου με την έκδοσή του και μόνο, χωρίς να απαιτείται να τεθεί επ’ αυτού η επισημείωση (Apostille), είτε αυτό προσκομίζεται αυτούσιο, ήτοι σε ηλεκτρονική μορφή, είτε σε εκτυπωμένη μορφή.
1739/2016 ΤΜΗΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ – ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Ιουνίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Πρόεδρος, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι. Γραμματέας ο Γεώργιος Καρασαββίδης.
Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας: Μιχαήλ Ζυμής.
Για να αποφασίσει σχετικά με :
α) την από 11.5.2016 (ΑΒΔ 833/2016) αίτησητης ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.», που εδρεύει στον Άλιμο Αθηνών (οδός Σολωμού 20) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Γεωργίου Δαούτη (ΑΜ ΔΣΑ 1764) και Αναστάσιου- Ευγένιου Χριστοφιλόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ 24563), για αναθεώρηση της 760/2016 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
β) την από 11.5.2016 (ΑΒΔ 835/2016) αίτησητης ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καρόλου 27) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Χριστοδούλου (ΑΜ ΔΣΑ 12919), για την αναθεώρηση της ίδιας ως άνω απόφασης.
Στην υπόθεση παρεμβαίνει κατά των αιτήσεων αναθεώρησης και υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης η εταιρεία “GD INFRASTRUTTURE S.R.L”που εδρεύει στη Ρώμη (οδός Lima 3) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκεδια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Αριστείδη Παπασπύρου (ΑΜ ΔΣΑ 33371) και Γεωργίου Γεραρή (ΑΜ ΔΣΑ 21016).
Το Ελληνικό Δημόσιο παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αιτουσών εταιρειών, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναθεώρησης και ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις τους.
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους της παρεμβαίνουσας εταιρείας «GDINFRASTRUTTURES.R.L.», οι οποίοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η παρέμβαση και να απορριφθούν οι αιτήσεις αναθεώρησης των δύο ως άνω εταιρειών.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου,ο οποίος δήλωσε ότι επαφίεται στη κρίση του Δικαστηρίου. Και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 8.6.2016 γνώμη του και πρότεινε τη συνεκδίκαση των αιτήσεων αναθεώρησης και την απόρριψη αυτών.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Ευαγγελίας – Ελισάβετ Κουλουμπίνη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο και
Αποφάσισε τα ακόλουθα:
I. Με την 8/2016 πράξη του Ε’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ των εταιρειών «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.» και «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.», για την εκτέλεση του έργου «Κατασκευή έργων υποδομής της νέας διπλής σιδηροδρομικής γραμμής από Χ.Θ. 113+000 – 123+500 στο Τμήμα Ψαθόπυργος – Περιοχή Ρίου (A.Δ. 716)», προϋπολογισθείσας δαπάνης 175.500.000,00 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. Με την 760/2016 απόφαση του VI Τμήματος απορρίφθηκαν οι συνεκδικασθείσες αιτήσεις ανάκλησης που άσκησαν τόσο η «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.»όσο και η«ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.», ενώ έγινε δεκτή η από 19-2-2015 παρέμβαση της εταιρείας «GDINFRASTRUTTURES.R.L.», δεν ανακλήθηκε η 8/2016 πράξη του Ε’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίουκαι κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του ανωτέρω σχεδίου σύμβασης.
Με: α) την από, 11.5.2016, αίτηση της εταιρείαςμε την επωνυμία «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.»,όπως αυτή παραδεκτά αναπτύσσεται με το από 13.6.2016 υπόμνημα, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το ειδικό έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου 2546818 Σειράς Α’) και β) την, από 11.5.2016, αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.», όπως παραδεκτά αναπτύσσεται με το από 13.6.2016 υπόμνημα, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 5612/13.6.2016 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ της ΔΟΥ Δ΄ Αθηνών),ζητείται η αναθεώρηση της 760/2016 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκαν οι αιτήσεις ανάκλησης των δύο ως άνω εταιρειών κατά της 8/2016 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έγινε δεκτή η παρέμβαση της εταιρείας «GDINFRASTRUTTURES.R.L.».Οι ένδικες αιτήσεις πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης του VI Τμήματος και αφορούν στην ίδια διαγωνιστική διαδικασία ως εκ τούτου, πρέπει, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, να κριθούν ενιαία. Δεδομένου δε ότι έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους. Στη διαδικασία παραδεκτά, μετ’ εννόμου συμφέροντος, παρενέβη κατά των αιτουσών και υπέρ της διατήρησης του κύρους της πληττόμενης απόφασης η ανωτέρω εταιρεία «GDINFRASTRUTTURES.R.L.» (Τμ. Μείζ. Επτ. Σύνθ. 6026/2015).
ΙΙ. Α. Το π.δ. 150/2001 «Προσαρμογή στην Οδηγία 99/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές» (ΦΕΚ Α΄125) ορίζει, στο άρθρο 2 ότι: «Για την εφαρμογή του παρόντος Διατάγματος νοούνται ως: 1. «ηλεκτρονική υπογραφή»: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με αυτά και τα οποία χρησιμεύουν ως μέθοδος απόδειξης της γνησιότητας. 2. «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή» ή «ψηφιακή υπογραφή»: ηλεκτρονική υπογραφή, που πληροί τους εξής όρους: α) συνδέεται μονοσήμαντα με τον υπογράφοντα, β) είναι ικανή να καθορίσει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητα του υπογράφοντος, γ) δημιουργείται με μέσα τα οποία ο υπογράφων μπορεί να διατηρήσει υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο και δ) συνδέεται με τα δεδομένα στα οποία αναφέρεται κατά τρόπο, ώστε να μπορεί να εντοπισθεί οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλοίωση των εν λόγω δεδομένων. … 9. «πιστοποιητικό»: ηλεκτρονική βεβαίωση, η οποία συνδέει δεδομένα επαλήθευσης υπογραφής με ένα άτομο και επιβεβαιώνει την ταυτότητά του. 10. «αναγνωρισμένο πιστοποιητικό»: πιστοποιητικό που πληροί τους όρους του Παραρτήματος Ι και εκδίδεται από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, ο οποίος πληροί τους οριζόμενους στο Παράρτημα ΙΙ όρους … 12. “προϊόν ηλεκτρονικής υπογραφής”: υλικό ή λογισμικό ή συναφή συστατικά στοιχεία τους, που προορίζονται προς χρήση από τον πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης για την προσφορά υπηρεσιών ηλεκτρονικής υπογραφής ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ή επαλήθευση ηλεκτρονικών υπογραφών… », στο άρθρο 3 ότι: «1. Η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που βασίζεται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και δημιουργείται από ασφαλή ιάταξη δημιουργίας υπογραφής επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό δίκαιο. 2. Η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής ή το παραδεκτό της ως αποδεικτικού στοιχείου δεν αποκλείεται από μόνο τον λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου», στο άρθρο 5 ότι: «1. … 2. Υπηρεσίες πιστοποίησης στους καλυπτόμενους από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρονική υπογραφή τομείς, εφόσον προέρχονται από άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες συνέπειες με τις αντίστοιχες υπηρεσίες πιστοποίησης, που παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. 3. Προϊόντα ηλεκτρονικής υπογραφής, τα οποία συνάδουν με την κείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες συνέπειες με τα αντίστοιχα προϊόντα ηλεκτρονικής υπογραφής, τα οποία προέρχονται από την Ελλάδα. Ιδιαίτερα, η διαπίστωση συμμόρφωσης προς την κείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορά προϋποθέσεις για ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας της υπογραφής από φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί η διαπίστωση αυτή σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει άμεση ισχύ και στην Ελλάδα. 4. …».
Β.Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα : α) ως «ηλεκτρονική υπογραφή» νοείται ένα σύνολο δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία χρησιμεύουν ως μέθοδος απόδειξης της γνησιότητας, ενώ ως «ψηφιακή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή» νοείται εκείνη που συνδέεται μονοσήμαντα με τον υπογράφοντα και είναι ικανή να καθορίσει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητά του, έχει δημιουργηθεί με μέσα που ο υπογράφων μπορεί να διατηρήσει υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο και συνδέεται με τα δεδομένα στα οποία αναφέρεται, με τρόπο ώστε να μπορεί να εντοπισθεί επακόλουθη αλλοίωση των δεδομένων, β) για τη δημιουργία ψηφιακής υπογραφής απαιτείται ο υπογράφων να κατέχει διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή των «δεδομένων δημιουργίας της υπογραφής», για την επαλήθευση των οποίων απαιτείται η χρήση των «δεδομένων επαλήθευσης υπογραφής» (κώδικες ή δημόσια κρυπτογραφικά κλειδιά) και η έκδοση ηλεκτρονικής βεβαίωσης, ήτοι ψηφιακού πιστοποιητικού που συνδέει μονοσήμαντα τα «δεδομένα επαλήθευσης μιας υπογραφής» (ή δημόσιο κλειδί) με ένα συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο και επιβεβαιώνει την ταυτότητά του, εξασφαλίζει τη γνησιότητα του υπογραφόμενου κατ’ αυτόν τον τρόπο εγγράφου, την ακεραιότητά του, την εμπιστευτικότητα και τη μη αποποίηση της ευθύνης του υπογράφοντος, γ) η ψηφιακή υπογραφή που βασίζεται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό, ήτοι ηλεκτρονική βεβαίωση που εκδίδεται από«πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης» και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής, ήτοι από διάταξη που διασφαλίζει, αφενός ότι τα δεδομένα δημιουργίας υπογραφής που χρησιμοποιήθηκαν είναι κατ’ ουσίαν μοναδικά και απόρρητα και δεν μπορούν με εύλογη βεβαιότητα να αντληθούν από αλλού, ενώ προστατεύονται αποτελεσματικά από το νομίμως υπογράφοντα κατά της χρησιμοποίησής τους από τρίτους και αφετέρου ότι η υπογραφή προστατεύεται από πλαστογραφία με τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας, επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής, τόσο κατά το ουσιαστικό όσο και κατά το δικονομικό δίκαιο, ενώ συνιστά μέθοδο απόδειξης της γνησιότητας του ηλεκτρονικού εγγράφου. Επομένως,τα ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν ασφαλή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή εξομοιώνονται, από πλευράς έννομων συνεπειών, πλήρως, με τα ιδιοχείρως υπογεγραμμένα έγγραφα και αναπτύσσουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη (άρθρο 445 ΚΠολΔ) και, εφόσον η γνησιότητα του περιεχομένου τους δεν αμφισβητείται, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον ψηφιακώς υπογράφοντα και δ) τα πιστοποιητικά δημιουργίας ψηφιακής υπογραφής που έχουν εκδοθεί από φορέα παροχής υπηρεσιών πιστοποίησης εγκατεστημένο σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους καλυπτόμενους από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρονική υπογραφή τομείς, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες συνέπειες με τις αντίστοιχες υπηρεσίες πιστοποίησης, που παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, τα δε προϊόντα ψηφιακής υπογραφής, τα οποία συνάδουν με την κείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες συνέπειες με τα αντίστοιχα προϊόντα ψηφιακής υπογραφής, τα οποία προέρχονται από την Ελλάδα, ε) ηλεκτρονικό έγγραφο είναι το σύνολο των δεδομένων, τα οποία, αφού εγγραφούν στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ, αποτυπώνονται στη συνέχεια, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, στην οθόνη του Η/Υ ή εκτυπώνονται στον προσαρτημένο εκτυπωτή (print – out) και αποτελούν απεικόνιση της εγγραφής που έχει καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Ως εκ τούτου, το εκτύπωμα (print – out) ενός ηλεκτρονικού εγγράφου αποτελεί το πρωτογενές ηλεκτρονικό έγγραφο (ΑΠ 35/2011, 570/2010, 441/2007, 1094/2006, 902/2006, 578/2005). Συνεπώς, δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ηλεκτρονικά, με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ, από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απευθύνονται σε ένα άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ελλάδα, θεωρούνται νομίμως υπογεγραμμένα, έχουν δε την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα έγγραφα που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα και έχουν ισχύ πρωτοτύπου και στην Ελλάδα με την έκδοσή τους και μόνο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε επικύρωσή τους.
ΙΙΙ. Α. Ο ν. 1497/1984 «Κύρωση Σύμβασης που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων» (ΦΕΚ Α΄188) ορίζει, στο άρθρο 1 ότι: «Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στα δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους και πρέπει να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου Κράτους. Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης, ως δημόσια έγγραφα θεωρούνται: (α) τα έγγραφα που προέρχονται από αρχή ή δημόσιο υπάλληλο δικαιοδοτικού οργάνου του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων που προέρχονται από την εισαγγελική αρχή, δικαστικό γραμματέα ή δικαστικό επιμελητή, (β) τα διοικητικά έγγραφα, (γ) τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, (δ) οι επίσημες βεβαιώσεις, όπως βεβαιώσεις καταχωρίσεως, θεωρήσεις για βέβαιη χρονολογία και επικυρώσεις υπογραφής που τίθεται σε ιδιωτικό έγγραφο. …», στο άρθρο 2 ότι: «Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος απαλλάσσει από την επικύρωση τα έγγραφα στα οποία εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση και που πρέπει να προσαχθούν στο έδαφός του. Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης, η επικύρωση δεν καλύπτει παρά μόνο τη διατύπωση με την οποία οι διπλωματικοί ή προξενικοί πράκτορες της χώρας, στο έδαφος της οποίας πρέπει να προσαχθεί το έγγραφο, βεβαιώνουν τη γνησιότητα της υπογραφής, την ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχομένως, την ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο», στο άρθρο 3 ότι: «Η μόνη διατύπωση που είναι δυνατό να απαιτηθεί για να βεβαιωθεί η γνησιότητα της υπογραφής, η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχομένως, η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο είναι η επίθεση της επισημειώσεως της προβλεπομένης στο άρθρο 4, που χορηγείται από την αρμόδια αρχή του Κράτους από το οποίο προέρχεται το έγγραφο. Η διατύπωση που προβλέπεται ωστόσο στην προηγούμενη παράγραφο δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί αν είτε οι νόμοι, οι κανονισμοί ή οι συνήθειες που ισχύουν στο Κράτος όπου προσάγεται το έγγραφο, είτε συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων συμβαλλόμενων Κρατών την αποκλείουν, την απλοποιούν ή απαλλάσσουν το έγγραφο από την επικύρωση», στο άρθρο 4 ότι: «Η επισημείωση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1 τίθεται στο ίδιο το έγγραφο ή σε πρόσθεμα. Πρέπει να είναι σύμφωνη με το υπόδειγμα που είναι προσαρτημένο στη Σύμβαση. … Ο τίτλος “Apostille” (Convention de lα Ηaye du 5 Octobre 1961) “Επισημείωση” (Σύμβαση της Χάγης της 5 Οκτωβρίου 1961) πρέπει να αναφέρεται στη γαλλική γλώσσα» και στο άρθρο 5 ότι: «Η επισημείωση χορηγείται με αίτηση του υπογράφοντος το έγγραφο ή κάθε κομιστή του εγγράφου. Δεόντως συμπληρωμένη, πιστοποιεί τη γνησιότητα της υπογραφής, την ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο, και, ενδεχομένως, την ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο. Η υπογραφή, η σφραγίδα ή το επίσημα πάνω στην επισημείωση απαλλάσσονται από κάθε πιστοποίηση».
Β. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η επισημείωση/Apostille που προβλέπεται στη Σύμβαση της Χάγης της 5 Οκτωβρίου 1961, είναι η σφραγίδα, η οποία απαιτείται να τεθεί στα πρωτότυπα δηµόσια έγγραφα ή στα ακριβή αντίγραφα αυτών, που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους και πρέπει να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, προκειµένου να βεβαιωθεί η γνησιότητα της υπογραφής και η ιδιότητα µε την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχοµένως, η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήµατος που φέρει το έγγραφο. Ως δηµόσια δε έγγραφα, επί των οποίων τίθεται η εν λόγω επισημείωση, είναι εκείνα που εκδίδονται από δημόσια αρχή ή υπάλληλο δικαιοδοτικού οργάνου, τα διοικητικά και συμβολαιογραφικά έγγραφα και οι επίσηµες βεβαιώσεις που τίθενται σε ιδιωτικά έγγραφα (βεβαιώσεις- θεωρήσεις- επικυρώσεις). Η τήρηση της διατύπωσης αυτής (επίθεση Apostille) δεν απαιτείται στην περίπτωση που είτε οι νόμοι, οι κανονισμοί ή οι συνήθειες που ισχύουν στο Κράτος όπου προσάγεται το έγγραφο, είτε συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων συμβαλλόμενων Κρατών την αποκλείουν, την απλοποιούν ή απαλλάσσουν το έγγραφο από την υποχρέωση επικύρωσης. Επομένως, η επίθεση Apostille δεν απαιτείται στην περίπτωση των δημόσιων εγγράφων που εκδίδονται ηλεκτρονικά με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οδηγίας 99/93/ΕΚ), από κράτος μέλος αυτής και απευθύνονται σε άλλο κράτος μέλος της, όπως η Ελλάδα, και τα οποία, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 (παρ. 3) του π.δ. 150/2001, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες συνέπειες με τα αντίστοιχα προϊόντα ηλεκτρονικής υπογραφής, τα οποία προέρχονται από την Ελλάδα, ήτοι έχουν άμεση ισχύ, χωρίς να απαιτείται επικύρωσή τους. Εξάλλου, η επισημείωση (Apostille) δεν δύναται να τεθεί στο σώμα εκτυπωθέντος δημόσιου εγγράφου που έχει εκδοθεί ηλεκτρονικά με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής και δεν φέρει, για το λόγο αυτό, ιδιόχειρη ή μηχανική υπογραφή και σφραγίδα της εκδούσας υπηρεσίας, αφού, η εν λόγω επισημείωση στοχεύει αποκλειστικά στην πιστοποίηση της γνησιότητας της υπογραφής και της ιδιότητας του υπογράφοντος. Επομένως, πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας, που εκδίδεται ηλεκτρονικά με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ, από συμμετέχον στη Σύμβαση κράτος μέλος της ΕΕ και απευθύνεται σε ένα άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, θεωρείται νομίμως υπογεγραμμένο και έχει ισχύ πρωτοτύπου με την έκδοσή του και μόνο, χωρίς να απαιτείται να τεθεί επ’ αυτού η επισημείωση (Apostille), είτε αυτό προσκομίζεται αυτούσιο, ήτοι σε ηλεκτρονική μορφή, είτε σε εκτυπωμένη μορφή.
ΙV. Α. Με τη διακήρυξη που διέπει τον επίμαχο διαγωνισμό ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: α) στο διαγωνισμό δικαιούνται να συμμετάσχουν μεμονωμένες εργοληπτικές επιχειρήσεις, που προέρχονται από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον είναι εγγεγραμμένες στους επίσημους καταλόγους αναγνωρισμένων εργοληπτών (άρθρο 21.1), β) κάθε εργοληπτική επιχείρηση που μετέχει στο διαγωνισμό μεμονωμένα ή ως μέλος κοινοπραξίας οφείλει να έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά στην καταβολή των εισφορών Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με την ισχύουσα Ελληνική νομοθεσία ή σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας όπου είναι εγκατεστημένη (άρθρο 22.3), γ) οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.Ε.Π. θα προσκομίσουν «Ενημερότητα Πτυχίου» για χρήση σε δημοπρασίες, στην περίπτωση δε που η ασφαλιστική ενημερότητα που αναγράφεται στην Ενημερότητα Πτυχίου έχει λήξει, συνυποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση (του μεμονωμένου υποψηφίου ή του μέλους της υποψήφιας κοινοπραξίας) ότι ο συμμετέχων είναι ασφαλιστικά ενήμερος κατά την ημέρα του διαγωνισμού (τόσο μεμονωμένα όσο και ως μέλος κοινοπραξιών στις οποίες τυχόν μετέχει, για το χρονικό διάστημα από της υπογραφής της Σύμβασης μέχρι εκδόσεως βεβαίωσης περάτωσης εργασιών – Εγκύκλιος 10/2010 – Αρ. πρωτ. Δ17α/120/4/ΦΝ 437 Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων) και ότι είναι σε θέση να αποδείξει την ενημερότητα αυτή εφόσον αναδειχθεί μειοδότης (άρθρο 23.2.1), δ) οι αλλοδαπές εργοληπτικές επιχειρήσεις θα προσκομίσουν για την απόδειξη της ασφαλιστικής τους ενημερότητας πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την αρμόδια αρχή του κράτους εγκατάστασης περί του ότι έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις όσον αφορά στην καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους εγκατάστασης και αν σε κάποιο κράτος δεν εκδίδεται το εν λόγω πιστοποιητικό, ένορκη βεβαίωση και εφόσον δεν προβλέπεται η έκδοσή της, υπεύθυνη δήλωση, αν δε διαπιστωθεί με οποιονδήποτε τρόπο ότι στην εν λόγω χώρα εκδίδονται τα υπόψη πιστοποιητικά, η προσφορά του διαγωνιζόμενου είναι απαράδεκτη (άρθρο 23.2.2 περιπ.γ΄-ε΄ ), ε) αλλοδαπές εργοληπτικές επιχειρήσεις, εγγεγραμμένες σε επίσημους καταλόγους αναγνωρισμένων εργοληπτών της χώρας τους, κατά την έννοια του άρθρου 151 του ΚΔΕ (άρθρου 52 της οδηγίας 2004/18), απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής των δικαιολογητικών που μνημονεύονται στο πιστοποιητικό έγγραφής τους (άρθρο 23.2.2 στ΄) και στ) τα έγγραφα και δικαιολογητικά που θα κατατεθούν από αλλοδαπές επιχειρήσεις πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να είναι νομίμως επικυρωμένα, είτε από το Αρμόδιο Προξενείο της χώρας της διαγωνιζόμενης, είτε με την επίθεση της σφραγίδας «Apostille», σύμφωνα με τη συνθήκη της Χάγης της 5.10.1961 (που κυρώθηκε με το Ν. 1497/1984), ώστε να πιστοποιείται η γνησιότητά τους (άρθρο 6.2).
Β. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, σε περίπτωση που στον διαγωνισμό συμμετέχει εταιρεία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, συμβαλλόμενο, επίσης, μέρος της Σύμβασης της Χάγης της 5.10.1961, και εγγεγραμμένη στους επίσημους καταλόγους αναγνωρισμένων εργοληπτών του κράτους αυτού, το πιστοποιητικό όμως εγγραφής της στους οικείους καταλόγους δεν αποδεικνύει την ασφαλιστική της ενημερότητα στο συγκεκριμένο κράτος, αυτή οφείλει να προσκομίσει, επί ποινή αποκλεισμού, ως δικαιολογητικό συμμετοχής της στον διαγωνισμό, είτε νομίμως μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους, εφόσον αυτό εκδίδεται, ή ακριβές του αντίγραφο, νομίμως επικυρωμένο, είτε από το Αρμόδιο Προξενείο της χώρας της διαγωνιζόμενης, είτε με την επίθεση της επισημείωσης (‘Apostille’), σύμφωνα με τη συνθήκη της Χάγης, είτε, εφόσον τέτοιο πιστοποιητικό δεν εκδίδεται, ένορκη βεβαίωση και εφόσον δεν προβλέπεται η έκδοσή της, υπεύθυνη δήλωση περί της ασφαλιστικής της ενημερότητας.
Κατά τα ήδη εκτεθέντα στην σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, στην περίπτωση κατά την οποία, το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται αποκλειστικώς ηλεκτρονικά με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής, σύμφωνης με τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ, με συνέπεια να μην φέρει φυσική ή έστω μηχανική υπογραφή, και προσκομίζεται σε εκτυπωμένη μορφή, θεωρείται νομίμως υπογεγραμμένο και έχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. 150/2001, ισχύ πρωτοτύπου και στην Ελλάδα, με την έκδοσή του και μόνο, χωρίς να απαιτείται η επίθεση επισημείωσης (Apostille) επ’ αυτού.
Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή προσκρούει στις βασικές αρχές καθώς και στους θεμελιώδεις κανόνες των άρθρων 49 και 56 (πρώην άρθρα 43 και 49, αντίστοιχα, ΣEΚ, βλ. ΔΕΕ C-206/08, C-324/07), της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί διαφάνειας, ανάπτυξης ελεύθερου ανταγωνισμού, αναλογικότητας, αμοιβαίας αναγνώρισης, μη διάκρισης και ίσης μεταχείρισης, όπως αναλυτικά παρατίθενται στην ερμηνευτική εγκύκλιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2006/C79/02, και, τέλος, στο άρθρο 10 του π.δ. 59/2007 (άρθρο 10 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ), που ορίζει ότι οι αναθέτοντες φορείς αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, ενεργώντας με διαφάνεια. Ομοίως, η ίδια εκδοχή προσκρούει στις διατάξεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ που μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 150/2001 και ρυθμίζει δεσμευτικά για όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση της αποδοχής εγγράφων σε ηλεκτρονική υπογραφή και της αναγνώρισης εκείνων που εκδίδονται ηλεκτρονικά με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής, που πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ, από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απευθύνονται σε ένα άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ελλάδα, της ίδιας νομικής και αποδεικτικής ισχύς με εκείνα που εκδίδονται στην Ελλάδα, απαλλάσσοντας τους εκδότες ή κομιστές αυτών από την υποχρέωση επίθεσης επ’ αυτών της σχετικής επισημείωσης (apostille).
V. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 3128/29.12.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της «ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.», εγκρίθηκε η δημοπράτηση του έργου «Κατασκευή έργων υποδομής της νέας διπλής σιδηροδρομικής γραμμής από Χ.Θ. 113+000 – 123+500 στο Τμήμα Ψαθόπυργος – Περιοχή Ρίου (A.Δ. 716)», με διακήρυξη και τεύχη δημοπράτησης σύμφωνα με τα πρότυπα τεύχη διακήρυξης Τύπου Α΄ της 487/2013 απόφασης της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΦΕΚ Β΄ 2897). Στη διακήρυξη ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η επιλογή του αναδόχου για το έργο, θα γίνει με ανοικτή δημοπρασία (άρθρα 111 παρ. 10 παρ. α και 123 του ν. 3669/2008), με σύστημα υποβολής προσφορών αυτό των επιμέρους ποσοστών έκπτωσης κατά ομάδες τιμών (άρθρο 6 του ν. 3669/2008) και με κριτήριο ανάθεσης τη χαμηλότερη τιμή (άρθρο 26 του ν. 3669/2008). Κατά την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού (24.3.2015) προσήλθαν και υπέβαλαν προσφορές επτά (7) εργοληπτικές εταιρείες. Η επιτροπή του διαγωνισμού απέρριψε την προσφορά της πρώτης κατά σειρά μειοδότριας εταιρείας «GDINFRASTRUTTUREsrl» (με προσφερθείσα μέση τεκμαρτή έκπτωση ύψους 45,207% επί του προϋπολογισμού μελέτης και συνολική τιμή 96.049.725,140 ευρώ χωρίς ΦΠΑ), που είναι εγκατεστημένη στην Ιταλία, ήτοι σε κράτος μέλος της ΕΕ και συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης, και είναι εγγεγραμμένη σε επίσημους καταλόγους αναγνωρισμένων εργοληπτών της Ιταλίας, με την αιτιολογία ότι αυτή προσκόμισε ευκρινές αντίγραφο πιστοποιητικού κοινωνικής ασφάλισης, όσον αφορά στις υποχρεώσεις της στην Ιταλία, το οποίο δεν πληροί την επί ποινή αποκλεισμού απαίτηση των άρθρων 6.2 και 23.2.2 της διακήρυξης, και β) έκανε δεκτές τις προσφορές όλων των υπολοίπων διαγωνιζόμενων εταιρειών. Σύμφωνα δε με τον καταρτισθέντα από την Επιτροπή κατά σειρά μειοδοσίας πίνακα, πρώτη μεταξύ των μη απορριφθεισών διαγωνιζόμενων εταιρειών κατατάχθηκε η «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.» που προσέφερε μέση τεκμαρτή έκπτωση ύψους 36,78% επί του προϋπολογισμού μελέτης, στην οποία κατακυρώθηκε εν τέλει το αποτέλεσμα του εν λόγω διαγωνισμού.
VΙ. Σχέδιο σύμβασης με την εταιρεία «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ Α.Ε.» υποβλήθηκε σε προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας ενώπιον του Ε’ Κλιμακίου, το οποίο με την 8/2016 πράξη του έκρινε ότι κωλύεται η υπογραφή του για τους ακόλουθους λόγους: α) μη νομίμως απορρίφθηκε η προσφορά της εταιρείας «GDINFRASTRUTTUREsrl», καθώς και η ασκηθείσα από αυτήν ένσταση και προδικαστική προσφυγή, δοθέντος ότι για την απόδειξη της ασφαλιστικής ενημερότητάς της νομίμως προσκόμισε μεταφρασμένο πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας εκδοθέν από την αρμόδια αρχή της Ιταλίας, το οποίο είναι αποκλειστικώς ηλεκτρονικά εκδιδόμενο έγγραφο, εκδίδεται με προηγμένη ηλεκτρονική (ψηφιακή) υπογραφή, η οποία ικανοποιεί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ και αποστέλλεται αποκλειστικώς ηλεκτρονικά, μέσω πιστοποιημένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, από την εκδούσα αυτό Αρχή της Ιταλίας σε επιχειρήσεις, όπως η ανωτέρω εταιρεία, για τη συμμετοχή τους σε δημόσιο διαγωνισμό σε άλλο πλην της Ιταλίας κράτος Εναλλακτικά, η ως άνω εταιρεία νομίμως προσκόμισε μεταφρασμένη ένορκη βεβαίωση του νόμιμου εκπροσώπου της σε συμβολαιογράφο της Ιταλίας ότι είναι ασφαλιστικά ενήμερη, συνοδευόμενη με επισημείωση Apostille (πρβλ. ΣτΕ 2362/2014, ΕπΑν ΣτΕ 92/2014) και υπεύθυνη δήλωση υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπό της ότι είναι ασφαλιστικά ενήμερη, που αποτελούν νόμιμα δικαιολογητικά συμμετοχής της και αποδεικνύουν την ασφαλιστική της ενημερότητα, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν στο διαγωνισμό που επιβάλλει την ισότιμη μεταχείριση της ως άνω εταιρείας με τις εγγεγραμμένες στο ΜΕΕΠ ημεδαπές επιχειρήσεις, για τις οποίες επιτρέπεται η προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης του νόμιμου εκπροσώπου τους σχετικά με την ασφαλιστική τους ενημερότητα, σε περίπτωση που η ενημερότητα πτυχίου ΜΕΕΠ που αυτές προσκομίζουν δεν την αποδεικνύει, λόγω λήξης της και β) σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό του επίμαχου νομίμως μεταφρασθέντος πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας και του από 21.10.2015 εγγράφου της εκδούσας αρχής αποδεικνύεται πλήρως και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ανωτέρω εταιρεία ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο ασφαλιστικώς ενήμερη στην Ιταλία, οπότε έχει συμμορφωθεί επί της ουσίας με τους προαναφερόμενους επίμαχους όρους της διακήρυξης, σκοπός των οποίων είναι η διαπίστωση της ασφαλιστικής της ενημερότητας προκειμένου αυτή να συμμετάσχει στον διαγωνισμό.
VΙΙ. Ακολούθως, με την προσβαλλόμενη απόφαση του VIΤμήματος κρίθηκε ότι, μη νομίμως, απορρίφθηκε η προσφορά της εταιρείας «GDINFRASTRUTTUREsrl», η οποία προς απόδειξη της ασφαλιστικής της ενημερότητας, προσκόμισε, σε εκτυπωμένη μορφή, το, από 23.3.2015, νομίμως μεταφρασμένο πρωτότυπο και αποκλειστικώς ηλεκτρονικά εκδιδόμενο πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας (DURC) εκδοθέν από την αρμόδια ιταλική αρχή (CASSAEDILEDIROMΑ EPROVINCIA), που εστάλη σε αυτήν, μέσω ασφαλούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ως συνημμένο, σε μορφή PDF έγγραφο στο από 23.3.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα (email) της εκδούσας αρχής, που επίσης προσκόμισε νομίμως μεταφρασμένο. Και τούτο διότι το εν λόγω πιστοποιητικό, όπως βεβαιώνεται στο ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα (email) της εκδούσας αρχής, φέρει προηγμένη ηλεκτρονική (ψηφιακή) υπογραφή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ και παράγει τις ίδιες έννομες συνέπειες με τα αντίστοιχα προϊόντα ηλεκτρονικής υπογραφής, τα οποία προέρχονται από την Ελλάδα. ‘Ήτοι έχει άμεση ισχύ, χωρίς να απαιτείται η επίθεση επ’ αυτού επισημείωσης (apostille), εφόσον, δε, η γνησιότητα του περιεχομένου του δεν αμφισβητήθηκε από την αναθέτουσα αρχή, αποτελεί πλήρη απόδειξη, τόσο ως προς την ακρίβεια των πραγματικών γεγονότων ή πραγμάτων που καταγράφονται ή απεικονίζονται επ’ αυτού (δεκτική ανταπόδειξης, άρθρο 448 παρ. 2 ΚΠολΔ), όσο και ως προς το ότι η περιεχόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον ψηφιακώς υπογράφοντα (άρθρο 445 ΚΠολΔ). Συναφώς, κρίθηκε ότι: α) η αποδοχή από την εταιρεία «GDINFRASTRUTTUREsrl» του όρου 6.2 της διακήρυξης που αφορά στην επί ποινή απαραδέκτου της προσφοράς προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας με την επισημείωση (Apostille) της σύμβασης της Χάγης αφορά αποκλειστικά εκείνα τα πιστοποιητικά, για τα οποία απαιτείται μεν η εν λόγω διατύπωση, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δεκτικά της σχετικής επισημείωσης. Εξάλλου, η εξαίρεση των ηλεκτρονικών εγγράφων από την επισημείωση δεν απαιτείτο να προβλέπεται στη διακήρυξη, αφού προβλέπεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 150/2001 και επιβάλλεται από τη φύση του ίδιου του εγγράφου, β) η (εναλλακτικώς) προσκομισθείσα νομίμως μεταφρασμένη ένορκη βεβαίωση του νόμιμου εκπροσώπου της «GDINFRASTRUTTUREsrl» ενώπιον συμβολαιογράφου της Ιταλίας, ότι αυτή είναι ασφαλιστικά ενήμερη, νομίμως προσκομίστηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23.2.2 της διακήρυξης, για την απόδειξη της ασφαλιστικής ενημερότητας της ως άνω εταιρείας, εφόσον το απαιτούμενο από τη διακήρυξη και την αναθέτουσα αρχή πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας, συνοδευόμενο με επισημείωση (Apostille) δεν μπορεί να εκδοθεί στην Ιταλία και γ) η υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο της παρεμβαίνουσας υπεύθυνη δήλωση ότι είναι ασφαλιστικά ενήμερη, συνιστά επίσης νόμιμο δικαιολογητικό συμμετοχής, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας που επιβάλλει την, χωρίς διακρίσεις, αντιμετώπιση των συμμετεχουσών στο διαγωνισμό εταιρειών (άρθρο 10 του π.δ. 59/2007), ήτοι της ως άνω εταιρείας, με τις εγγεγραμμένες στο ΜΕΕΠ ημεδαπές επιχειρήσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 23.2.1. της διακήρυξης, επιτρέπεται για την απόδειξη της ασφαλιστικής τους ενημερότητας να προσκομίσουν σχετική υπεύθυνη δήλωση του νόμιμου εκπροσώπου τους, στην περίπτωση κατά την οποία, η ενημερότητα πτυχίου ΜΕΕΠ που αυτές προσκομίζουν δεν την αποδεικνύει, λόγω λήξης της.
VΙΙΙ. Ενόψει των ανωτέρω, ορθώς το δικάσαν VIΤμήμα έκρινε ότι το πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας, το οποίο εκδίδεται ηλεκτρονικά με χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής, που πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ, από συμβαλλόμενο στη Σύμβαση της Χάγης κράτος μέλος της ΕΕ, όπως η Ιταλία, και απευθύνεται σε ένα άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, θεωρείται νομίμως υπογεγραμμένο και έχει ισχύ πρωτοτύπου, με την έκδοσή του και μόνο, χωρίς να απαιτείται η επίθεση επισημείωσης (Apostille), είτε αυτό προσκομίζεται αυτούσιο, ήτοι σε ηλεκτρονική μορφή, είτε σε εκτυπωμένη μορφή. Όπως άλλωστε προκύπτει τόσο, από το από 23.3.2015, νομίμως μεταφρασμένο ηλεκτρονικό μήνυμα (email) της αρμόδιας εκδούσας διοικητικής ιταλικής αρχής (CASSAEDILEDIROMΑ EPROVINCIA), όσο και από το από 21.10.2015 νομίμως μεταφρασμένο έγγραφο της ίδιας αρχής, το ως άνω πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας (DURC) εκδίδεται αποκλειστικά σε ηλεκτρονική μορφή και φέρει ψηφιακή υπογραφή, η οποία ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ ως εκ τούτου δε και τις απαιτήσεις των άρθρων 6.2 και 23.2.2 της διακήρυξης (Α.Δ. 716) του εν λόγω διαγωνισμού. Συνεπώς, μη νομίμως απορρίφθηκε η προσφορά της εταιρείας « CDINFRASTRUTTUREsrl» για το λόγο ότι το πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας που προσκόμισε δεν πληρούσε την επί ποινή αποκλεισμού απαίτηση των ως άνω άρθρων της διακήρυξης. Σε κάθε περίπτωση δε η επίθεση επισημείωσης (Apostille) στο προσκομισθέν εκτύπωμα του επίμαχου ηλεκτρονικού εγγράφου,(DURC)δεν ήταν δυνατή, αφού αρμόδιο όργανο για την βεβαίωση της γνησιότητας του εκτυπωθέντος πιστοποιητικού (DURC)μπορεί να είναι μόνο εκείνο που διαθέτει το απαραίτητο λογισμικό πρόσβασης στο οικείο ηλεκτρονικό αρχείο, ήτοι, είτε η αρχή που το εξέδωσε είτε η συμμετέχουσα εταιρεία, ενώ τέτοια επικύρωση δεν είναι δυνατή από συμβολαιογράφο. Τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τις αιτούσες εταιρείες πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη και Σταμάτιος Πουλής, κατά τη γνώμη των οποίων,νομίμως, απορρίφθηκε η προσφορά της εταιρείας «GDINFRASTRUTTUREsrl» από την επιτροπή διαγωνισμού, καθώς και η ασκηθείσα από αυτήν ένσταση και προδικαστική προσφυγή, για το λόγο ότι, τοπιστοποιητικό που αυτή προσκόμισε για την απόδειξη της ασφαλιστικής ενημερότητάς της δεν πληροί τους όρους των άρθρων 6.2 και 23.2.2 της διακήρυξης του εν λόγω διαγωνισμού, που προβλέπονται επί ποινή απαραδέκτου της προσφοράς της, αφού το εν λόγω πιστοποιητικό δεν ήταν επικυρωμένο, ούτε από το αρμόδιο Προξενείο της Ιταλίας, ούτε με την επίθεση της σφραγίδας «Apostille». Το γεγονός δε ότι το οικείο πιστοποιητικόασφαλιστικής ενημερότητάς της (DURC) εκδόθηκε ηλεκτρονικά και φέρει προηγμένη ηλεκτρονική (ψηφιακή) υπογραφή, δεν απαλλάσσει την εταιρεία «GDINFRASTRUTTUREsrl» από την υποχρέωση της επίθεσης επ’ αυτού της σφραγίδας “Apostille”, αφού, κατά το άρθρο 3 του π.δ. 150/2001, μόνη συνέπεια της προηγμένης ηλεκτρονικής/ψηφιακής υπογραφής σε αναγνωρισμένα πιστοποιητικά, που δημιουργείται από ασφαλή διάταξη υπογραφής, είναι η ισοδύναμη αποδεικτική της αξία μ’ αυτή της ιδιόχειρης υπογραφής ενώ σε κάθε περίπτωση, δεν καταργείται με την διάταξη αυτή η υποχρέωση επίθεσης της σφραγίδας “Apostille”, σε περίπτωση που αυτή απαιτείται, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Και αυτό διότι, η επίθεση της σφραγίδας “Apostille”, που προβλέπεται από τη διεθνή σύμβαση της Χάγης,- κυρωθείσα στην Χώρα μας με το ν. 1497/1984, στην οποία έχει προσχωρήσει και η Ιταλία- αφορά στα δημόσια έγγραφα(πρωτότυπα ή ακριβή αντίγραφα αυτών) που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους, τα οποία για να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου Κράτους πρέπει να πιστοποιηθείη γνησιότητα της υπογραφής,η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο καθώς και η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο. Κατά τα ήδη εκτεθέντα, είναι προφανές ότι, το π.δ. 150/2001 με το οποίο έγινε η προσαρμογή του ελληνικού δικαίου στην Οδηγία 99/93 Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ηλεκτρονικές υπογραφές έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής από αυτό των άρθρων 3 και 4 της Διεθνής Σύμβασης της Χάγης, δοθέντος ότι, το μεν πρώτο, ρυθμίζει την αποδεικτική αξία της ηλεκτρονικής υπογραφής και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια προηγμένη ηλεκτρονική (ψηφιακή) υπογραφή, ως έχει και υφίσταται, ως ηλεκτρονική οντότητα, μπορεί να εξομοιωθεί με την ιδιόχειρη υπογραφή, το δε η δεύτερη, ρυθμίζει το πώς ένα αποδεικτικό έγγραφο, με οποιοδήποτε τρόπο ή τύπο και αν παράγεται, δύναται να μεταφερθεί έγκυρα, ήτοι με την ίδια αποδεικτική ισχύ σε άλλη χώρα. Διαφορετική ερμηνεία, ήτοι ότι σ’ ένα δημόσιο ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική/ψηφιακή υπογραφή, δεν απαιτείται πλέον η επ’ αυτού επίθεση της σφραγίδας της σύμβασης της Χάγης, το μεν προσδίδει στην εν λόγω ηλεκτρονική υπογραφή συνέπειες που δεν προβλέπονται από καμία διάταξη του π.δ. 150/2001 (βλ. και το άρθρο 1 του π.δ. αυτού, σύμφωνα με το οποίο, δεν θίγονται διατάξεις που, αναφορικά με την εν γένει σύσταση νομικών υποχρεώσεων, επιβάλλουν τη χρήση ορισμένου τύπου, καθώς και τα 98/2001 Πρακτικά Επεξεργασίας του π.δ. 150/2001 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οποία η Οδηγία 99/93/ΕΚ που ενσωματώθηκε με το π.δ. αυτό, δεν καθορίζει τους τομείς στους οποίους θα χρησιμοποιούνται τα ηλεκτρονικά έγγραφα και οι ηλεκτρονικές υπογραφές, αλλά αφήνει τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων στον εθνικό νομοθέτη) το δε, καταργεί, στην ουσία την Διεθνή σύμβαση της Χάγης για τα δημόσια ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν ψηφιακή υπογραφή. Ακολούθως, κατά την άποψη αυτή, όλα τα έγγραφα, αδιακρίτως από τον τρόπο της παραγωγής τους. με ψηφιακή ή μη υπογραφή, υπόκεινται σε επικύρωση με την σφραγίδα της Σύμβασης της Χάγης, ανεξάρτητα από τη διαδικασία για την επίθεση της σφραγίδας αυτής, ζήτημα το οποίο ανάγεται στην εθνική έννομη τάξη κάθε χώρας. Εξάλλου όσον αφορά την, εν τοις πράγμασι, δυνατότητα επίθεσης της σφραγίδας “Apostille” στο επίμαχο, από 23.3.2015, πιστοποιητικόασφαλιστικής ενημερότητας της εταιρείας «GDINFRASTRUTTUREsrl», που εκδίδεται μόνο ηλεκτρονικά, όπως βεβαιώνεται με το 2150/ΑΣ 21/5.2.2016 έγγραφο της Πρεσβείας της Ελλάδας στη Ρώμη, η αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχίας της Ρώμης, ως μία εκ των αρμόδιων αρχών στην Ιταλία να θέτει τη σφραγίδα “Apostille”, δύναται να θέσει επισημείωση (Apostille) σε εκτύπωση ηλεκτρονικά εκδοθέντος πιστοποιητικού( DURC), υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα έχει πρώτα λάβει επί της εκτύπωσης του DURC, επικύρωση περί της γνησιότητάς αυτού (υπό την έννοια ότι η εκτύπωση αυτή πράγματι αντιστοιχεί στο περιεχόμενο του ηλεκτρονικού αρχείου). Η επικύρωση αυτή, κατ’ επιλογή του ενδιαφερομένου, πραγματοποιείται είτε από την Δημοτική Αρχή, είτε από Συμβολαιογράφο, η εναπόθεση δε της σφραγίδας Apostille τίθεται, στην πρώτη περίπτωση, από τη Νομαρχία και στη δεύτερη περίπτωση, από το αρμόδιο Γραφείο της Εισαγγελίας Ρώμης. Εξάλλου, η πλημμέλεια της μη επίθεσης της σφραγίδας “Apostille” επί του από 23.3.2015 πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας δεν θεραπεύεται με την προσκόμιση, εναλλακτικά, από την εταιρεία «GDINFRASTRUTTUREsrl», μεταφρασμένης ένορκης βεβαίωσης του νόμιμου εκπροσώπου της σε συμβολαιογράφο της Ιταλίας ότι η εταιρεία είναι ασφαλιστικά ενήμερη, συνοδευόμενη με επισημείωση Apostille, καθώς και υπεύθυνης δήλωσης υπογεγραμμένης από τον νόμιμο εκπρόσωπό της ότι είναι ασφαλιστικά ενήμερη. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 23.2.2 της διακήρυξης, τα ανωτέρω έγγραφα γίνονται δεκτά, μόνο σε περίπτωση που δεν εκδίδεται από το κράτος εγκατάστασηςπιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας, ενώ αν διαπιστωθεί με οποιονδήποτε τρόπο ότι στην εν λόγω χώρα εκδίδεται το πιστοποιητικό αυτό (όπως συμβαίνει εν προκειμένω), η προσφορά του διαγωνιζόμενου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κατόπιν αυτών, νομίμως κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού απορρίφθηκε η προσφορά της εταιρείας «GDINFRASTRUTTUREsrl»με την αιτιολογία ότι αυτή προσκόμισε αντίγραφο πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας, το οποίο δεν πληροί την, επί ποινή αποκλεισμού της, απαίτηση των άρθρων 6.2 και 23.2.2 της διακήρυξης, συνεπώς, πρέπει για το λόγο αυτό, να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις αναθεώρησης.Η γνώμη, όμως, αυτή δεν εκράτησε..
ΙΧ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι υπό κρίση αιτήσεις αναθεώρησης πρέπει να απορριφθούνκαι να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων παραβόλων υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του ν. 4129/2013, ΦΕΚ Α’ 52). Μετά δε την απόρριψη των αιτήσεων αναθεώρησης, παρέλκει κάθε εξέταση της πρόσθετης παρέμβασης που ασκήθηκε υπέρ της διατήρησης του κύρους της πληττόμενης απόφασης.
Για τους λόγους αυτούς
Συνεκδικάζει τις από 11.5.2016 (ΑΒΔ 833/2016 και 835/2016) αιτήσεις αναθεώρησης.
Απορρίπτει αυτές. Και
Διατάσσει την κατάπτωση των παραβόλων που κατατέθηκαν υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ | Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ |
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ | ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ – ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΥΛΟΥΜΠΙΝΗ |
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | |
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΗΣ |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Ιουλίου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ | Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ | ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΗΣ |