9.ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΡΑΠΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΜΕ ΛΥΣΗ 16.2.2018

Πρακτικά Διοικητικό ΝΣΚ

2Η ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ 16.2.2018

Με τη διάταξη του α’ εδαφίου της παρ. 3Α του άρθρου 28 του ν. Χ/2011, ορίζεται ότι με απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (στο εξής: ΕΕΕΠ) συνιστάται τριμελής Επιτροπή Ελέγχου, στην οποία το ένα μέλος προέρχεται από τα διορισμένα μέλη της Ε.Ε.Ε.Π., τα δε άλλα δύο επιλέγονται με τις προϋποθέσεις, τα προσόντα και τη διαδικασία που ορίζεται από τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων, ο οποίος (ήδη μετονομασθείς σε «Κανονισμό Παιγνίων») εκδίδεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. Χ/2011 εδ. α΄.

Με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 3Α ν. Χ/2011, ορίζεται ότι η Επιτροπή Ελέγχου είναι όργανο ειδικού ελέγχου, δεν διέπεται από τις διατάξεις περί συλλογικών οργάνων, οργάνων, ομάδων εργασίας και επιτροπών του Δημοσίου, βρίσκεται εκτός του δημόσιου τομέα και των διατάξεων που τον διέπουν και λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και της ιδιωτικής οικονομίας και δεν διαχειρίζεται δημόσια χρήματα καθώς και ότι το κόστος λειτουργίας της Επιτροπής καλύπτεται από την ΟΠΑΠ Α.Ε. Περαιτέρω με σειρά νομοθετημάτων έχει οριστεί ότι στην ελληνική επικράτεια οι συναφείς με τον τομέα των τυχερών παιγνίων δραστηριότητες υπόκεινται σε αυστηρό δημόσιο εποπτικό έλεγχο, ο οποίος διακρίνεται α) σε ρυθμιστικό και κατασταλτικό έλεγχο, ο οποίος ασκείται από την Ε.Ε.Ε.Π. σε όλο το φάσμα των σχετικών δραστηριοτήτων, και β) σε προληπτικό έλεγχο και εποπτεία επί της λειτουργίας και των δραστηριοτήτων της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. δηλαδή, της ανώνυμης εταιρείας στην οποία έχει παραχωρηθεί αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιγνίων σε ευρεία κλίμακα. Οι ελεγκτικές και εποπτικές αρμοδιότητες της ως άνω δεύτερης κατηγορίας έχουν ανατεθεί από το νόμο στην ως άνω τριμελή Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 28 παρ. 3Α του ν. Χ/2011. Η εν λόγω δε Επιτροπή, κατά τη λειτουργία της ασκεί τον έλεγχο της τήρησης, κατά την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε., όλης της σχετικής με τη ρύθμιση της αγοράς τυχερών παιγνίων κείμενης νομοθεσίας και εξικνούνται μέχρι την απονομή δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) επί της λήψης σχεδιαζόμενων εταιρικών αποφάσεων ή τη σύναψη συμβάσεων της εταιρείας με τρίτους (σε όλους, σχεδόν, τους τομείς της εταιρικής δράσης σχετιζόμενων με την εμπορική, διαφημιστική, τιμολογιακή πολιτική, τις συμβάσεις με τους πράκτορες κ.ά.), με κριτήριο τη διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων από τον εθισμό και την κατασπατάληση χρημάτων στα τυχερά παίγνια και την καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια αυτά απάτης και εγκληματικότητας και εν γένει την προστασία του Δημοσίου συμφέροντος από την άσκηση των τυχερών παιγνίων.

Με βάση τα ανωτέρω εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Ψ/5-6-2015, ΦΕΚ Β 16.7.2015 απόφαση της ΕΕΠΠ με την οποία καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις, τα προσόντα και η διαδικασία επιλογής των μελών της, σύμφωνα με τις διεξοδικές ρυθμίσεις του άρθρου 28 του Ν. Χ/2011 καθώς και η απόφαση Ω/18-6-2015 της Ε.Ε.Π.Π που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. Β΄ /16.7.2015 , με την οποία, συγκροτήθηκε η τριμελής Επιτροπή Ελέγχου της ΟΠΑΠ Α.Ε. με τριετή θητεία, και μέλη τους : α) Α μαθηματικό, πληροφορικό, μέλος της ΕΕΠΠ, Β ) Β Δικηγόρο Παρ΄Αρείω Πάγω και Γ) Γ μηχανολόγο -μηχανικό.

Στη συνεδρίαση της ΕΕΕΠ κατά την οποία εκδόθηκε η από 5.6.2015 απόφαση μετείχε το μέλος Α της ΕΕΕΠ, το οποίο είχε δηλώσει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής προ του διορισμού του στην ΕΕΕΠ την αρνητική του θέση για την εκμετάλλευση από την ΟΠΑΠ ΑΕ των παιγνιομηχανημάτων διεξαγωγής τυχερών παιγνίων.

Η ΟΠΑΠ ΑΕ που είναι η μόνη κρατικών συμφερόντων εταιρία εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων και παιγνιομηχανημάτων κατέθεσε αίτηση στην ΕΕΠΠ την 1.8.2015 με την οποία ζητούσε την ανάκληση των δυο αποφάσεων της επικαλούμενη ότι : α) Δεν εκλήθη να υποβάλλει τις απόψεις της πριν την έκδοση των αποφάσεων αυτών, β) ο καθορισμός των προσόντων , της διαδικασίας επιλογής κλπ των μελών της Επιτροπής έπρεπε να γίνει όχι με την πράξη Ψ αλλά με Προεδρικό διάταγμα και γ) παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας αφενός λόγω των θέσεων του Α που είχε στο παρελθόν ταχθεί δια του τύπου αλλά και στη διάσκεψη των Προέδρων στη Βουλή κατά του ΟΠΑΠ και αφετέρου ο Β και Γ διατηρούν σχέση ελεύθερης συμβίωσης που έχει λάβει νόμιμη μορφή δυνάμει του υπ΄αριθμ. Ε/2016 συμβολαιογραφικού εγγράφου και του Ν.4365/2015 περί συμφώνου συμβίωσης και δ) διότι η πράξη Ω έπρεπε να δημοσιευθεί στο ΦΕΚ.

Την 1.10.2015 ο ΟΠΑΠ ΑΕ , ο Πρόεδρος αυτού Π , η ένωση «φίλοι του τζόγου» και ο Τζον Ταραμοσαλάτας , γνωστός παίχτης τυχηρών παιγνίων παγκοσμίως και Έλληνας πολίτης, κατέθεσαν κοινή αίτηση ακυρώσεως στο   ΚΑΠΗ του Δήμου Θέρμης απευθυνόμενη στο ΣτΕ και στρεφόμενη : 1) Κατά της πράξης Ψ, 2) της πράξης Ω, 3) της σιωπηράς απόρριψης της από 1.8.2015 αιτήσεως ανακλήσεως του πρώτου των αιτούντων.

Λόγους ακυρώσεως επικαλέσθηκαν τους λόγους της ανακλήσεως καθώς και ότι υπήρχε υποχρέωση ανακλήσεως βάσει της νομολογίας των ομοίων πράξεων βάσει του λόγου Β’ .

Ο ΕΕΠΠ με το έγγραφο των απόψεων της υποστήριξε ότι : α) Η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου διότι με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 3Α ν. Χ/2011, ορίζεται ότι η Επιτροπή Ελέγχου είναι όργανο ειδικού ελέγχου, δεν διέπεται από τις διατάξεις περί συλλογικών οργάνων, οργάνων, ομάδων εργασίας και επιτροπών του Δημοσίου. Β) το άρθρο 7 του ΚΔΔσιας δεν εφαρμόζεται στις Ανεξάρτητες Αρχές.

Να κρίνετε κάθε θέμα Παραδεκτού και Βασίμου.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Να τηρήσετε την σειρά εξέτασης παραδεκτού και λόγων, Να μην αναφέρετε θέματα παραδεκτού που δεν ζητούνται, να μην επαναλαμβάνετε το ως άνω ιστορικό με την μορφή αφηγήματος, να τηρήσετε παραγράφους. Οι απαντήσεις να είναι εύστοχες , λιτές με τήρηση του δικανικού συλλογισμού : ήτοι τρεις προτάσεις: α) Διάταξη, β) γεγονότα και γ ) συμπέρασμα.

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ι. Ζητήματα παραδεκτού.

1. Δικαιοδοσία- Αρμοδιότητα : Πρόκειται για διοικητική διαφορά που ανήκει στο Δ΄τμήμα του ΣτΕ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 95 παράγραφος 1 εδ. α΄ και 94 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος [όπως το άρθρο 94 ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84)], προκύπτει ότι διοικητική διαφορά (ακυρωτική ή, κατά περίπτωση, ουσίας)δεν προκαλεί κάθε πράξη, που φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς πράξεως της Διοικήσεως, από την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα,αλλά μόνον εκείνη, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν την διοικητική δράσηεκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας -με τη διατύπωση επιταγών ή απαγορεύσεων ή τη χορήγηση αδειών για ορισμένη ενέργεια ή, με την ενάσκηση διοικητικής εποπτείας- και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού. Οι λοιπές μονομερείς πράξεις της Διοικήσεως, όσες δηλαδή στερούνται του λειτουργικού τούτου στοιχείου και κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφορές, οι οποίες ανήκουν στη δικαιοδοσία που έχουν τα πολιτικά δικαστήρια στις περιπτώσεις προσβολής ιδιωτικών δικαιωμάτων, εκτός εάν ανήκουν σε κατηγορία ιδιωτικών διαφορών, η εκδίκαση των οποίων, κατά την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 94, έχει ανατεθεί στα διοικητικά δικαστήρια .

Οι ελεγκτικές και εποπτικές αρμοδιότητες της που έχουν ανατεθεί από το νόμο στην τριμελή Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 28 παρ. 3Α του ν. Χ/2011 ασκούνται αναγκαίως με διοικητικές πράξεις αφού επιδιώκουν δημόσιο σκοπό, ήτοι την προστασία του κοινού από τα τυχηρά παίγνιαΗ εν λόγω δε Επιτροπή, κατά τη λειτουργία της, ασκεί διοικητικό έργο, λόγω του ότι τα καθήκοντά της συνιστούν άσκηση δημόσιας εποπτείας, υπό την ανωτέρω έννοια, στην αγορά των τυχερών παιγνίων.

Ο χαρακτήρας δε αυτός της Επιτροπής Ελέγχου δεν επηρεάζεται από τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 3Α ν. Χ/2011, με τις οποίες ορίζεται ότι «Η Επιτροπή Ελέγχου είναι όργανο ειδικού ελέγχου, δεν διέπεται από τις διατάξεις περί συλλογικών οργάνων, οργάνων, ομάδων εργασίας και επιτροπών του Δημοσίου, βρίσκεται εκτός του δημόσιου τομέα και των διατάξεων που τον διέπουν και λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και της ιδιωτικής οικονομίας και δεν διαχειρίζεται δημόσια χρήματα» καθώς και ότι «Το κόστος λειτουργίας της Επιτροπής καλύπτεται από την ΟΠΑΠ Α.Ε.». Και τούτο διότι κρίσιμο για το χαρακτηρισμό της φύσης του έργου που ασκείται από ένα μονοπρόσωπο ή συλλογικό όργανο, ως διοικητικού ή ιδιωτικού είναι το δίκαιο στο οποίο εντάσσονται οι αρμοδιότητές του(εν προκειμένω, όσον αφορά την Επιτροπή Ελέγχου της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε., το δίκαιο της δημόσιας εποπτείας επί της αγοράς τυχερών παιγνίων) και όχι το δίκαιο που, κατά την επιλογή του νομοθέτη, διέπει την υπηρεσιακή κατάσταση των μελών του, ή τους κανόνες λειτουργίας του, σε αντίθεση με όσα αβασίμως υποστηρίζει με το έγγραφο των απόψεων της η ΕΕΠΠ.

Περαιτέρω αρμόδιο για εκδίκαση είναι το Δ΄ τμήμα του ΣτΕ λόγω της φύσης της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης που είναι κανονιστική αλλά και εν γένει της διαφοράς που ανήκει στην κατά το άρθρο 95§1 Σ στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ, ελλείψει διαφορετική δικονομικής πρόβλεψης.

(3 βαθμοί)

2. Παραδεκτή η άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως στο ΚΑΠΗ του Θέρμης δυνάμει του άρθρου 19§2 πδ 18/89. Το ΚΑΠΗ είναι ΝΠΔΔ ήτοι δημόσια αρχή. (1 βαθμός)

3. Συνάφεια-φύση προσβαλλόμενων πράξεων :

Η πράξη Ψ είναι κανονιστική πράξη που συστήνει συλλογικό διοικητικό όργανο η δεύτερη προσβαλλόμενη ερείδεται επι της πρώτης που αποτελεί νόμιμο έρεισμα της και αποτελεί ατομική διοικητική πράξη συγκροτήσεως τριών προσώπων ως τακτικών μελών του συλλογικού οργάνου. Αντίθετα η τρίτη προσβαλλόμενη σιωπηρά απόρριψη της απλής προσφυγής του πρώτου των αιτούντων δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα διότι : ενόψει και της διατάξεως τουάρθρου 24 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία προβλέπει την υποβολή αιτήσεως θεραπείας κατ’ ατομικής διοικητικής πράξεως, δεν νοείται αίτηση θεραπείας κατά κανονιστικής πράξεως, δεδομένου ότι η Διοίκηση, ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση, δεν υποχρεούται να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει. Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν δύναται να έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, ενόψει του αιτήματος ανακλήσεως που περιείχε, χαρακτήρα αιτήσεως θεραπείας, στερείται εκτελεστού χαρακτήρος, και, ως εκ τούτου, απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση . Εξ άλλου, δεδομένου ότι η παράλειψη διοικητικού οργάνου να αποφανθεί επί απλής αίτησης θεραπείας δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως , απαραδέκτως η κρινόμενη αίτηση στρέφεται και κατά της σιωπηρής απόρριψης από την Ε.Ε.Ε.Π. (2 βαθμοί)

4. Ομοδικία -Έννομο συμφέρον :

Το πρώτο αιτούν νομικό πρόσωπο μεθ’ εννόμου συμφέροντος προσβάλλει τις ως άνω πράξεις δεδομένου ότι είναι η μόνη κρατικών συμφερόντων εταιρία εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων και παιγνιομηχανημάτων και θεωρεί ότι βλάπτεται και περιορίζεται η δράση της από τις προσβαλλόμενες κατά τους λόγους που αναφέρει στην αίτηση ακυρώσεως της και στην προγενεστέρως ασκηθείσα απλή προσφυγή της.

Ο δεύτερος όμως ως πρόσωπο δεν θίγεται , ούτε προβάλλει λόγους που να τον θίγουν προσωπικά. Η ιδιότητα του ως εκπροσώπου της πρώτης αιτούσας δικαιολογεί να την εκπροσωπεί αλλά δεν του προσδίδει προσωπικό έννομο συμφέρον.

Η ένωση, τρίτη αιτούσα, δεν έχει νομική προσωπικότητα κατά το άρθρο 47 και άρα απαραδέκτως ασκεί αίτηση ακύρωσης.

Ο τέταρτος, δεν εξειδικεύει σε τι ακριβώς βλάπτεται από τις προσβαλλόμενες και συνεπώς, μη αρκούσης της ιδιότητας του ως παίκτου τυχηρών παιγνίων, πρέπει να απορριφθεί και ως προς αυτόν η αίτηση, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις καταρχήν αφορούν αποκλειστικώς την δράση και τον τρόπο λειτουργίας της πρώτης αιτούσης. (2 βαθμοί).

4.Προθεσμία : Η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 46 του πδ 18/89 δεδομένου ότι ανεστάλη λόγω καλοκαιρινών διακοπών και άρχισε από 16.9.2015. (0,5)

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

1.Αναφορικά με τη φερόμενη παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως.

Καταρχήν προβάλλεται αλυσιτελώς διότι δεν αναφέρονται πραγματικοί ισχυρισμοί που θα προβάλλοντο ενώπιον της διοικήσεως.

Περαιτέρω είναι απαράδεκτο ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη διότι κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης των διοικουμένων αφορά τις ατομικές διοικητικές πράξεις και όχι τις πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 1558/2015, Ολ. 3690-2/2009, κ.ά.). Ως προς την δεύτερη προσβαλλόμενη δεν υπάρχει υποχρέωση ακροάσεως αφενός διότι ανεξαρτήτως του ότι η πρώτη αιτούσα άσκησε καταρχήν απλή προσφυγή και έτσι ακόμη και εάν υφίστατο τέτοιο δικαίωμα αυτό καλύφθηκε ως προς αυτήν, σε κάθε περίπτωση δεν τίθεται θέμα ακροάσεως δεδομένου ότι ως προς την πράξη συγκροτήσεως ενδιαφερόμενος είναι ο κατονομαζόμενος σε αυτήν και όχι τρίτοι όπως οι αιτούντες. Σε κάθε περίπτωση η πράξη συγκρότησης στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα για τους αιτούντες και δεν εκδίδεται συνεπεία παραβατικής συμπεριφοράς τους. (1 βαθμός)

2. Επί του λόγου τοι η πράξη συστάσεως του ΣΔΟ έπρεπε να γίνει με Προεδρικό διάταγμα.

 Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 43 προβλέπεται ότι φορέας της νομοθετικής εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως παρέχεται εξουσιοδότηση προς ρύθμιση, μεταξύ άλλων, «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης (βλ. ΣτΕ 2573, 3070/2015, 784/2014, 2325/2013, Ολ 2186/2013, Ολ 1210/2010, Ολ 2815/2004). Κατ’αρχάς, η εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 28 του Ν. Χ/2011 είναι ειδική και ορισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος, και απευθύνεται στον ΠτΔ . Συνεπώς ο λόγος είναι βάσιμος. Διότι ναι μεν μπορεί να πρόκειται για τεχνικό θέμα διότι προϋποθέτει τεχνικές γνώσεις όμως αυτό δεν αποκλείει ο νόμος να χορηγεί την νομοθετική εξουσιοδότηση στον ΠτΔ και για τεχνικά θέματα (επιχείρημα από το λιγότερο στο περισσότερο).

Θέμα παραβίασης της νομολογίας περί ομοίων πράξεων δεν τίθεται το πρώτον στο παρόν Δικαστήριο, αφού οι αιτούντες και ειδικά η πρώτη δεν υπέβαλλε τέτοιο αίτημα στην διοίκηση με την απλή προσφυγή της, ώστε να τεθεί ζήτημα μη νομίμου εξετάσεως του σχετικού αιτήματος .

(3 βαθμοί)

3.Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ο οποίος Κώδικας, όπως έχει ήδη τροποποιηθεί από τον Ν. 4250/2014 – Α΄ 161 και το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4325/2015 – Α΄ 47 εφαρμόζεται και στις ανεξάρτητες αρχές, βλ. ΣτΕ Ολ 1662/2009, 1967/2011,3073/2012), στην οποία αποτυπώνεται γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, τα συλλογικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα διοικητικά όργανα και, ειδικότερα, τα μέλη των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης όχι μόνο όταν έχουν προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης είτε ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους, αλλά και όταν, κατά την έννοια της παρ. 2 περ. γ΄ του ανωτέρω άρθρου, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι το διοικητικό όργανο έχει ήδη σχηματισμένη και, συνεπώς, προκατειλημμένη γνώμη επί της υπόθεσης την οποία πρόκειται να κρίνει. Συνεπώς, η συνδρομή τέτοιων λόγων σε ατομικά διοικητικά όργανα ή σε μέλη της συνθέσεως συλλογικών διοικητικών οργάνων συνεπάγεται ακυρότητα της εκδιδομένης από τα όργανα αυτά διοικητικής πράξεως, λόγω του δημιουργουμένου τεκμηρίου επηρεασμού του ενεργήσαντος οργάνου, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η επί του θέματος εκδοθείσα διοικητική πράξη υπήρξε πράγματι μεροληπτική (όλως ενδεικτικώς ΣτΕ 3237/2015, 4928/2013, 2804/2012, 419/2011, 3578/2010, 3056/2006, Ολ. 676/2005, 1087/1977, Ολ. 876/1977, 1976/1972, 160/1961, Ολ. 131/1950 κ.ά.). Εν προκειμένω, όμως, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως περί κακής συνθέσεως της ΕΕΕΠ είναι απορριπτέος ως αόριστος. Και τούτο διότι, όπως προβάλλεται, ούτε προκύπτει ούτε δύναται να συναχθεί λογικός σύνδεσμος μεταξύ των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που εκθέτει η ΟΠΑΠ ΑΕ (ως αποτελούντων ένδειξη μεροληπτικής διάθεσης) και του συγκεκριμένου περιεχομένου της κανονιστικής ρύθμισης της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης –το αντικείμενο της οποίας δεν αφορά την ΟΠΑΠ ΑΕ, αλλά τον καθορισμό των προσόντων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας επιλογής των μελών της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 28 παρ. 3Α του Ν. 4002/2011- ώστε να μπορεί να συγκροτηθεί, ευλόγως, η αξιολογική κρίση ότι κατά τη λήψη της ως άνω κανονιστικής απόφασης τα μέλη της ΕΕΕΠ δεν άσκησαν αμερόληπτα τα καθήκοντά τους.

Ειδικά όμως ως προς τον ισχυρισμό της ελεύθερης συμβίωσης που ο Β και Γ διατηρούν και έχει λάβει νόμιμη μορφή δυνάμει του υπ΄αριθμ. Ε/2016 συμβολαιογραφικού εγγράφου και του Ν.4365/2015 περί συμφώνου συμβίωσης τίθεται θέμα παραβίασης της διάταξης του άρθρου 14§6 του ΚΔΔσιας. Δεδομένου ότι το καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης προσομοιάζει με αυτό του γάμου και της σχέσεως των συζύγων. Όμως εν προκειμένω ο λόγος προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος δεδομένου ότι η παραβίαση της αμεροληψίας προϋποθέτει λήψη απόφασης προς βλάβη του αιτούντος. Εν προκειμένω η τριμελής επιτροπή δεν έχει λάβει υπο αυτή την συγκρότηση απόφαση εναντίον των αιτούντων. (3 βαθμοί)

4. Ομοίως ο τέταρτος λόγος είναι αβάσιμος δεδομένου ότι η πράξη συγκρότησης ως ατομική καταρχήν δεν χρήζει δημοσίευσης εάν δεν το ορίζει ο Νόμος , εν προκειμένω δε η πράξη αυτή έχει δημοσιευτεί στο ΦΕΚ. (1 βαθμός)