ΑΕΔ 21/2005,ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ, ΕΦΕΣΟΝ Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΠΡΑΞΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Ή ΝΠΔΔ, ΑΡΝΗΣΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ, ΑΣΧΕΤΑ ΕΑΝ ΜΕΤΑ ΘΑ ΣΥΝΑΦΘΕΙ ΣΥΜΒΑΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΕΔ

Αριθμός 21/2005 
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο, Φώτιο Στεργιόπουλο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, (κωλυομένου του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Γεωργίου Παναγιωτόπουλου), Ιωάννη Καραβοκύρη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Νικόλαο Σακελλαρίου, Δημήτριο Μπριόλα, (αναπληρωματικό μέλος κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Σκλία), Σύμβουλους της Επικρατείας, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Αρεοπαγίτη, Μαρία Καραμανώφ, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλους της Επικρατείας, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Βούλγαρη-Εισηγητή, Δημήτριο Κιτρίδη, Αρεοπαγίτες, Κωνσταντίνο Καλαβρό, Καθηγητή Νομική Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Σκανδάμη), Αναστασία Γραμματικάκη-Αλεξίου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, ως μέλη, και το Γραμματέα Μιχαήλ Καλαντζή, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Οκρωβρίου 2005, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των: 
ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ευαγγελίας Xαρ. Χαραλάμπους, κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με την ιδιότητά της ως δικηγόρου (Α.Μ. 9286). 
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς” (ΤΑΠ-ΗΣΑΠ), νόμιμα εκπροσωπούμενο το οποίο παραστάθηκε με το δικηγόρο Γεώργιο Δελλή (ΑΜ. 15582), με απόσπασμα πρακτικών της 1141/30-9-2005 Συνεδρίασης του. 
Η αιτούσα με την από 20 Μαΐου 2005 αίτηση της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 4/20-5-2005, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. 
Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Γεώργιο Βούλγαρη, Αρεοπαγίτη. 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αιτούσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του καθ΄ ου Ταμείου, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις του. 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα 
Σκέφθηκε κατά νόμο. 

Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχουν γίνει οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 9 παρ. 3, 10 παρ. 2, 45, 46 παρ. 2 και 47 παρ. 1 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976), κοινοποιήσεις, ζητείται η άρση της αποφατικής σύγκρουσης που δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις 1771/2004 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 800/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες και τα δύο δικαστήρια έκριναν ότι δεν έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ίδιας διαφοράς. 
Επειδή, το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 ορίζει ότι: “1. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά : α) … η) την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα”.

Όταν δηλονότι, σύμφωνα με τις δύο τελευταίες αυτές διατάξεις, η ευθύνη προς αποζημίωση απορρέει από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου και των εν λόγω νομικών προσώπων κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί και η παράνομη συμπεριφορά συντελείται με εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων τους ή παραλείψεις προς έκδοση τοιούτων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας τους εφόσον όμως δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας τους, ούτε οφείλονται σε πταίσμα του οργάνου, το οποίον ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 3/2004, ΑΕΔ 5/1995). 


Εξάλλου, το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1649/1986 ορίζει ότι ” Η πρόσληψη δικηγόρων με πάγια αντιμισθία ή με αποκλειστική ή συστηματική ανάθεση υποθέσεων με πάγια αμοιβή από νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 9 του ν. 1232/1982 και στο άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη … . Όσοι δικηγόροι υπηρετούν ήδη στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός αναφέρεται στο εδάφιο α΄ της παρ. 1 του άρθρου αυτού, με πάγια αντιμισθία ή με αποκλειστική ή συστηματική ανάθεση υποθέσεων με πάγια αμοιβή, θα καταλαμβάνουν τις αντίστοιχες θέσεις που θα προβλέπονται από τους οικείους οργανισμούς, χωρίς να τηρούνται οι διαδικασίες και προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό, το δε άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 1868/1989 ορίζει ότι: “Προσλήψεις δικηγόρων που υπηρετούσαν ή υπηρετούν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 9 του ν. 1232/1982 και στο άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, με πάγια αντιμισθία ή συστηματική ανάθεση υποθέσεων με πάγια αμοιβή στις αντίστοιχες θέσεις που προέβλεπαν οι οικείοι οργανισμοί, χωρίς να τηρηθούν οι διαδικασίες και οι προϋποθέσεις του ν. 1649/1986, είναι έγκυρες και έχουν τις ίδιες συνέπειες…”. Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα με την από 30-12-1998 αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε τα εξής: Ότι από 1.6.1984 παρείχε τις υπηρεσίες της ως δικηγόρος στο εναγόμενο Ταμείο, που αποτελεί ΝΠΔΔ, με σχέση έμμισθης εντολής, καλύπτουσα πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και παρέχουσα σε αυτό τις υπηρεσίες της έως 21.2.1991. Από το έτος 1986 συμφώνησε με το εναγόμενο, λόγω της έλλειψης οργανικής θέσης δικηγόρου, να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της με σχέση έμμισθης εντολής, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία σύστασης οργανικής θέσης δικηγόρου, την οποία και θα καταλάμβανε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 1649/1986 και της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 1868/1989, οπότε και θα της καταβάλλονταν πλέον οι δεδουλευμένες και οφειλόμενες αμοιβές της, όπως αυτές περιλαμβάνονταν στον ετήσιο προϋπολογισμό του εναγομένου και εφεξής από τη σύσταση της οργανικής θέσης η προβλεπόμενη από το νόμο μηνιαία αντιμισθία. Ότι με το π.δ. 311/1990 συνεστήθη στο εναγόμενο ταμείο, μετά από αίτησή του, μία θέση δικηγόρου με έμμισθη εντολή, την οποία ζήτησε να καταλάβει η αιτούσα με την από 23-10-1990 αίτησή της. Ότι η τελευταία απορρίφθηκε σιωπηρά διά της παρελεύσεως τριμήνου χωρίς να γίνει πρόσληψη της αιτούσας. Ότι την ακύρωση της τεκμαιρόμενης άρνησης του Ταμείου ζήτησε η αιτούσα με αίτηση που κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την 5-2-1991, επακολούθησε δε η έκδοση της 812/1991 απόφασης του Ταμείου, με την οποία η αίτησή της απορρίφθηκε και ρητώς. Ότι η τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως με την 4908/1997 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκρινε ότι η πρόσληψη της αιτούσας ήταν υποχρεωτική, κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 1649/1986. Ότι παρά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Ταμείο εξακολουθούσε να μη προσλαμβάνει την αιτούσα, η άρνησή του δε αυτή συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά εις βάρος της, από την οποία ζημιώθηκε κατά το ποσό των 85.684,02 Ευρώ, το οποίο θα ελάμβανε ως αποδοχές (πάγια αντιμισθία) κατά το χρονικό διάστημα από 23-10-1990 έως 30-12-1998, αν προσλαμβανόταν κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 3 του ν. 1868/1984 στο εναγόμενο Ταμείο ως δικηγόρος του και τελούσε με αυτό σε σχέση έμμισθης εντολής, την επιδίκαση δε του ανωτέρω ποσού ως αποζημίωση ζήτησε η αιτούσα με τη μνησθείσα αγωγή της. Ότι η ενλόγω αγωγή της απορρίφθηκε κατ΄ ουσίαν με την 1292/1990 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι κατ΄ αυτής η αιτούσα άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την 1967/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και επιδίκασε στην αιτούσα ως αποζημίωση για την ως άνω αιτία το ποσό των 28.480.731 δραχμών. Ότι κατά της ανωτέρω απόφασης του Εφετείου το Ταμείο άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία έγινε δεκτή με την 1771/2004 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο έκρινε ότι η ένδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και απέρριψε την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη. Ότι μετά ταύτα η αιτούσα άσκησε την από 7-7-2004 αγωγή της με το αυτό περιεχόμενο και αίτημα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την 800/2005 απόφασή του απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως έφεσης κατά αυτής. Συνεπώς, με τις ανωτέρω τελεσίδικες απορριπτικές κρίσεις ανέκυψε αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας, κατά το άρθρο 6 περ. δ΄ του ν. 345/1976, της οποίας η άρση επιδιώκεται νομίμως με την κρινόμενη αίτηση της ανωτέρω ενάγουσας, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 345/1976. 
Επειδή, όπως προκύπτει από την από 30/12/1998 αγωγή της αιτούσης (και την ομοίου περιεχομένου από 7/7/2004 άλλη) αυτή επικαλείται παρανομία οργάνου του καθ΄ ου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου καθόσον αφορά την μη πρόσληψή της από 23/9/1990 έως 30/12/1998 ως δικηγόρου του καθ΄ου, δηλαδή του διοικητικού του συμβουλίου, στηρίζει δε την αγωγή της στα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Η αναφορά στις αποδοχές (αντιμισθία), τις οποίες θα ελάμβανε ως δικηγόρος του καθ΄ου ταμείου αν δεν μεσολαβούσε η παρανομία (μη πρόσληψη) την οποία επικαλείται, γίνεται μόνο για τον υπολογισμό της έκτασης της ζημίας, την οποία επέφερε στην αιτούσα η παρανομία αυτή. Με τα δεδομένα αυτά η διαφορά από την άνω αγωγή υπάγεται, κατά την πλειοφηφούσα γνώμη, στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, με βάση τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος και της περ. η΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983, οι οποίες έχουν παρατεθεί σε προηγούμενη σκέψη. Συνεπώς, πρέπει να αρθεί υπέρ της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων η αποφατική σύγκρουση η οποία δημιουργήθηκε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, να εξαφανισθεί σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα ΑΕΔ η αντίθετη απόφαση 1771/2004 του Συμβουλίου της Επικρατείας και να παραπεμφθεί η υπόθεση (ήτοι η από 30-12-1998 αγωγή της αιτούσης) στο δικαστήριο αυτό προς τελική κρίση. 
Κατά τη μειοψηφούσα όμως γνώμη του δικαστηρίου, που διατύπωσαν οι δικαστές Ρωμύλος Κεδίκογλου, Πρόεδρος του Δικαστηρίου τούτου και Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Νικόλαος Σακελλαρίου, Δημήτριος Μπριόλας, Μαρία Καραμανώφ, Ιωάννης Μαντζουράνης, Σύμβουλοι της Επικρατείας και Γεώργιος Βούλγαρης, Αρεοπαγίτης, από τις αναφερόμενες στην αρχή της δευτέρας παραγράφου διατάξεις συνάγεται ότι όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ., αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια συντελέσθηκε μέσα στα πλαίσια εννόμου σχέσεως (συμβάσεως) ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνδέει το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με τον εργαζόμενο που ζημιώθηκε, οι εντεύθεν ανακύπτουσες διαφορές από τη φύση τους δεν είναι διοικητικές, αλλά ιδιωτικές, και υπάγονται στα έχοντα από το Σύνταγμα (άρθρο 94 παρ. 2) γενική δικαιοδοσία πολιτικά δικαστήρια. Τέτοιες είναι και οι διαφορές μεταξύ των δικηγόρων και των Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίοι προσλαμβάνονται από τα εν λόγω Ν.Π.Δ.Δ. κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 3 του Ν. 1868/1989 (χωρίς τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1649/1986), και αφορούν τις αποδοχές τους, αφού και η έννομη σχέση των δικηγόρων αυτών με τα ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. μετά την πρόσληψή τους είναι η σχέση της έμμισθης εντολής, η οποία διέπεται από τον Δικηγορικό Κώδικα (άρθρα 91, 92 και 63) και τον Αστικό Κώδικα (άρθρ. 713). Οι διαφορές αυτές ως ιδιωτικές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/200442/1990). Συνεπώς, με τις έχουσες ταυτόσημο περιεχόμενο ως άνω αγωγές της αιτούσας, με τις οποίες αυτή ζητούσε να της επιδικασθεί αποζημίωση από τη στέρηση αποδοχών τις οποίες θα αποκτούσε αν προσλαμβανόταν κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 3 του Ν. 1648/1986 στο καθ΄ ου Ν.Π.Δ.Δ. με σύμβαση έμμισθης εντολής, εισήχθη ιδιωτική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 94 παρ. 2 του ήδη ισχύοντος Συντάγματος έχουν τα Πολιτικά Δικαστήρια και υπέρ της δικαιοδοσίας αυτών έπρεπε, κατά την άποψη της μειοψηφούσας γνώμης του Δικαστηρίου, να αρθεί η ως άνω ανακύψασα αποφατική σύγκρουση. 
Η δικαστική δαπάνη κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 3 εδαφ. τελευταίο του Ν. 345/1976 πρέπει να συμψηφιστεί. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αίρει υπέρ της δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων την αποφατική σύγκρουση κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό. 
Εξαφανίζει την αριθ. 1771/2004 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. 
Παραπέμπει την υπόθεση στο αυτό Δικαστήριο προς κρίση. 
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη. 
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου 2005 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στις 13 Δεκεμβρίου 2005. 

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας 

Ρωμύλος Κεδίκογλου Μιχαήλ Καλαντζής 

Αριθμός 21/2005