ΔΕΦΑΘ 2465/2017, ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΕ ΚΑΤΟΙΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ, ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΑΡΘ.66 ΚΔΔ, ΕΑΝ ΕΧΕΙ ΟΡΙΣΕΙ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΗ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ

ΔΕΦΑΘ

Αριθμός Απoφάσεως:2465/2017

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 7ο Μονομελές

Αποτελούμενο από την από την Ελένη Ιατρού, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα την Μαρία Κούτρα-Σφυρή, δικαστική υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την από 13-3-2015 (αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ 897/14-4-2015) έφεση, 

τ ο υ Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών (Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.) Αθηνών, και δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε μετά την υποβολή της από 24-10-2016 δηλώσεως, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 2915/2001, της Δικαστικής Πληρεξουσίας Ν.Σ.Κ. Γεωργίας Κούζιου,

κ α τ ά του Κωνσταντίνου Εξαδάκτυλου, κατοίκου Λευκωσίας Κύπρου (οδός Γρηγορίου Αυξεντίου αριθμ.16), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ανδρέα Τσουρουφλή

κ α ι της υπ’ αριθμ.8015/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο 

α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σε τη δικογραφία 

σ κ έ φ τ η κ ε κατά το νόμο.

1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, -για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου [άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α’ 31) και άρθρο 285 παρ. 2 περίπτωση ζ’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α’ 97)]-, επιδιώκεται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ.8015/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η από 15-7-2005 ασκηθείσα προσφυγή του ήδη εφεσιβλήτου και ακυρώθηκε το υπ’ αριθμ.133/12-12-2003 φύλλο ελέγχου φόρου μεταβιβάσεως μετοχών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, με το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του διαφορά κυρίου φόρου, ύψους 1.843.873 δραχμών (ή 5.411,22 ευρώ) και προσαύξηση, ποσού 3.706.185 δραχμών (ή 10.876,55 ευρώ), λόγω διαφοράς, η οποία προέκυψε στην αξία των μεταβιβασθέντων από τον προσφεύγοντα-ήδη εφεσίβλητο μετοχών της εταιρείας με την επωνυμία “ΜΠΑΛΕΞ A.E.”, κατά τη χρήση 1998.

2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας [(Κ.Δ.Δικ.), Ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97) ορίζει «1. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει: Α Σε περίπτωση ρητής πράξης: α) Για εκείνους τους οποίους αφορά: ι. από την κατά νόμο επίδοσή τους σε αυτούς, ή ιι. σε κάθε άλλη περίπτωση, από τότε που αυτοί έλαβαν αποδεδειγμένως πλήρη γνώση του περιεχομένου της……6. Αν ο νομιμοποιούμενος προς άσκηση προσφυγής διαμένει στην αλλοδαπή, οι αντίστοιχες προθεσμίες ορίζονται σε ενενήντα (90) ημέρες.», (άρθρο 66), «1. Αν η διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας εκείνου τον οποίο αφορά η επίδοση, του νομίμου αντιπροσώπου και του δικαστικού πληρεξουσίου του, η οποία έχει δηλωθεί, βρίσκεται στην αλλοδαπή, η επίδοση προς αυτούς, αν δεν υπάρχει αντίκλητος, γίνεται με παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στον Υπουργό Εξωτερικών ή στον εξουσιοδοτημένο από αυτόν υπάλληλο, ο οποίος οφείλει να το παραδώσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σε εκείνον που αφορά η επίδοση, με έγγραφη απόδειξη, την οποία και υποχρεούνται να διαβιβάσει στη γραμματεία του οικείου Δικαστηρίου. 2…. .» (άρθρο 54).

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή κατά πράξεως, εκδιδομένης εις βάρος του, ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες (έναντι της γενικής εξηκονθήμερης προθεσμίας) και αρχίζει από την επίδοση της πράξεως στον αντίκλητο, τον οποίο το πρόσωπο αυτό έχει ορίσει ή, εάν δεν έχει ορίσει τέτοιον, από την παράδοσή της στον Υπουργό Εξωτερικών ή τον εξουσιοδοτημένο από αυτόν υπάλληλο. Με την πρόβλεψη, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, πλασματικής επιδόσεως διασφαλίζεται η προστασία του δικαιώματος σε έννομη προστασία, συμφώνως με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται και η ανάγκη προσδιορισμού ενός χρονικού σημείου για την επέλευση σειράς συνεπειών, όπως η διακοπή της παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου, καθώς και η ταχεία και οριστική εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα στις σχέσεις Διοικήσεως και διοικουμένων και η εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης (πρβλ. ΣΕ 3388/1994, 3398/1998, 426/2004, 2385/2006). Εξ άλλου, όταν ο ενδιαφερόμενος έχει ορίσει αντίκλητο, η επίδοση της πράξεως γίνεται, κατ’ αρχήν, προς αυτόν, τυχόν δε επίδοση στον Υπουργό Εξωτερικών ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτόν υπάλληλο δεν είναι νόμιμη (πρβλ. ΣτΕ 2666/1989, 3494/1989), έτσι ώστε να περιορίζονται οι κίνδυνοι, οι οποίοι προκαλούνται από μία πλασματική, αντί πραγματικής, επίδοση, για τα δικαιώματα του προς ον η επίδοση προσώπου (ΣτΕ 2437/2012 7μ., 65/1991).

3. Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994 ΦΕΚ Α΄ 151), ορίζει ότι: « Αντίγραφο του φύλλου ελέγχου, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68, κοινοποιείται στον υπόχρεο μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου. Αν ο φορολογούμενος έχει διορίσει αντί-κλητο στην έδρα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η κοινοποίηση μπορεί να γίνει στον αντίκλητο. Για την επίδοση του φύλλου ελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας….. » (άρθρο 69), «1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας.» (άρθρο 84). Εξ άλλου, το μεν άρθρο 19 του Ν. 3091/2002 (ΦΕΚ Α΄ 330) ορίζει ότι: «19. Οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, οι οποίες λήγουν την 31η Δεκεμβρίου των ετών 2002, 2004 και 2005, λήγουν αντί των ημερομηνιών αυτών, την 31η Δεκεμβρίου 2003…», το δε άρθρο 22 του Ν. 3212/2003 (ΦΕΚ Α΄ 308) ότι: «1. Οι προθεσμίες παραγραφής που λήγουν στις 31.12.2003, ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρων, τελών, εισφορών και προστίμων, παρατείνονται μέχρι 27.2.2004. ..». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 84 του Ν. 2238/1994, η οποία καθιέρωσε πενταετή παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου και πράξεων επιβολής του φόρου, εφαρμόζεται σε υποθέσεις των οικονομικών ετών 1996 (χρήση 1995) και μετά, ενώ για τις υποθέσεις των οικονομικών ετών 1990 έως και 1995 (χρήσεις 1989 έως και 1994), ισχύει η δεκαετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 68 του Ν. 2238/1994.

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το υπ’ αριθμ.133/12-12-2003 φύλλο ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών καταλογίσθηκε στον εφεσίβλητο διαφορά φόρου υπεραξίας από την πώληση των μετοχών της εταιρείας με την επωνυμία ” ΜΠΑΛΕΞ Α.Ε. ” κατά τη χρήση 1998, ύψους 1.843.873 δραχμών (ή 5.411,22 ευρώ), καθώς και προσαύξηση αυτού, ποσοστού 201% και ποσού 3.706.185 δραχμών (ή 10.876,55 ευρώ). Ο εφεσίβλητος στην εν λόγω πράξη αναφέρεται ως μόνιμος κάτοικος Λευκωσίας Κύπρου, σε γνωστή διεύθυνση (οδός Γρ. Αυξεντίου αρ. 16, Δαλί Λευκωσίας Κύπρου), την κατοικία του δε αυτή είχε αναγράψει και στην υπ’ αριθμ.41/28-9-1998 δήλωση φόρου μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο [παραγράφου 3 του άρθρου 24 του Ν.2214/1994 (” Αντικειμενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις ”, ΦΕΚ Α’ 75 της 11-5-1994), οι διατάξεις του οποίου, οι σχετικές με θέματα φορολογίας εισοδήματος περιελήφθησαν στον ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, κυρωθέντα με το Ν. 2238/1994], υποβληθείσα στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ.. Άλλωστε, στην εν λόγω έντυπη δήλωση, ο εφεσίβλητος διόρισε, ως αντίκλητο, το δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Τσαγκαράκη (οδός Πανεπιστημίου αριθμ. 64, Αθήνα). Το προ-αναφερθέν φύλλο ελέγχου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τα οποία η διάδικος φορολογική Αρχή διεβίβασε στο Δικαστήριο πρωτοδίκως, επεδόθη στην υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών Αικατερίνη Ρούσσου στις 22-12-2003 (σχ. το από 22-12-2003 αποδεικτικό του εφοριακού Γεωργίου Βουδούρη). Αμφισβητήσας την ορθότητα του φύλλου αυτού, ο εφεσίβλητος με την από 15-7-2005 ασκηθείσα προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε την ακύρωσή του και ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι: 1) η προσφυγή του είναι εμπρόθεσμη, διότι δεν τηρήθηκε η από τον Κ.Δ.Δικ. προβλεπόμενη διαδικασία, αφού ο ίδιος είναι μόνιμος κάτοικος Λευκωσίας, δεν αναζητήθηκε ο ορισθείς αντίκλητός του, -τα στοιχεία του οποίου ήσαν γνωστά στη φορολογική αρχή από της υποβολής της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως μετοχών-, έλαβε δε γνώση του φύλλου αυτού μόλις την 21η Απριλίου 2005, όταν του κοινοποιήθηκε η υπ’ αριθμ. 4979/22-2-2005 ειδοποίηση της Δ.Ο.Υ. Βύρωνα και 2) το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του ένδικου φόρου έχει υποκύψει σε παραγραφή, κατά τα άρθρα 84 παρ.1 του Ν. 2238/1994, 19 του Ν. 3091/2002 και 22 του Ν. 3212/2003. Εξ άλλου, η διάδικη αρχή με την από 12-12-2006 κατατεθείσα έκθεση του άρθρου 129 του Κ.Δ.Δικ. ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, και προέβαλε ότι το ένδικο φύλλο ελέγχου επεδόθη στις ”27-1-2004 στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Κύπρο, όπως αυτό προκύπτει από το υπ’ αριθμ. Φ676-22/ΑΣ.241 έγγραφο.”. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπ’ όψιν: α) ότι η οριζόμενη στο άρθρο 84 παρ. 1 του Ν. 2238/1994 παραγραφή, η οποία είχε ως αφετηρία την 31η-12-1998 (λήξη της διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας όφειλε ο υπόχρεος να υποβάλει τη σχετική δήλωση), έληξε στις 27-2-2004, όπως συνομολογείται και από τη διάδικη φορολογική Αρχή, β) ότι, εν προκειμένω, ο προσφεύγων, κάτοικος αλλοδαπής με γνωστή διεύθυνση κατοικίας, είχε διορίσει αντίκλητό του στην Ελλάδα τον προαναφερθέντα δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Τσαγκαράκη και γ) ότι ο εφοριακός Γεώργιος Βουδούρης επέδωσε το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου στον Υπουργό Εξωτερικών, χωρίς προηγουμένως να αναζητήσει τον ορισθέντα ως αντίκλητο του προσφεύγοντος προαναφερόμενο δικηγόρο, ενώ αλυσιτελώς προβάλλεται από τη φορολογική Αρχή ότι το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου επεδόθη στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Κύπρο, ανεξαρτήτως και του ότι δεν προσκομίσθηκε, αφού, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε πρώτα να αναζητηθεί ο ορισθείς από τον προσφεύγοντα αντίκλητος, έκρινε ότι η επίδοση του προσβαλλόμενου φύλλου ελέγχου ήταν άκυρη και δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, το δικαίωμα του Δημοσίου προς κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξεως είχε υποκύψει σε παραγραφή, και με την υπ’ αριθμ.8015/2014 οριστική απόφαση έκανε δεκτή την ασκηθείσα προσφυγή και ακύρωσε αυτό.

5. Επειδή, ήδη με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν, βάλον κατά της ανωτέρω αποφάσεως ζητεί την εξαφάνισή της και προβάλλει ότι ” Από έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στην εφαρμογή του <<Μητρώου>> στο ηλεκτρονικό σύστημα ΤΑΧΙS, διαπιστώθηκε ότι ο ελεγχόμενος ουδέποτε έχει προβεί στις απαραίτητες διαδικασίες ορισμού αντικλήτου, ως όφειλε να κάνει, προκειμένου να αποδεικνύεται η ύπαρξη νόμιμης σχέσης μεταξύ αυτού και του δικηγόρου Γεώργιου Τσαγκαράκη. Κατά συνέπεια αυτού και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το άρθρο 54 του Ν. 2717/1999……σε συνδυασμό με την παρ.1 του άρθρου 22 του Ν. 3212/2003 που προβλέπει την παράταση των προθεσμιών παραγραφής που λήγουν στις 31/12/2003 μέχρι τις 27/2/2004, η επίδοση του Φύλλου Ελέγχου πραγματοποιήθηκε εμπροθέσμως στις 27/1/2004, μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ.Φ676-22/ΑΣ.241 έγγραφο της Πρεσβείας της Ελλάδος στην Κύπρο. ”. Εξ άλλου, ο εφεσίβλητος με το από 7-11-2016 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα ζητεί την απόρριψη της εφέσεως, προβάλλων όσα υποστήριξε και πρωτοδίκως και επιπροσθέτως, ότι στην υποβληθείσα δήλωση φόρου μεταβιβάσεως μετοχών στην οικεία θέση αναγραφής του Α.Φ.Μ. έχει αναγραφεί ο αριθμός του Κυπριακού Δελτίου Ταυτότητάς του, αφού η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία δεν απαιτούσε Α.Φ.Μ. για την κατοχή μετοχών σε Ελληνική Α.Ε. και για τη μεταβίβασή τους, και για το λόγο αυτό δε διέθετε Ελληνικό Α.Φ.Μ.. Άλλωστε, στην ανωτέρω επίσημη έντυπη δήλωση υπάρχει διακεκριμένος χώρος για την αναγραφή των στοιχείων του αντικλήτου, ο οποίος και συνεπληρώθη πλήρως, αυτή δε (δήλωση) έγινε δεκτή από τη φορολογική αρχή, συνεπώς, ο ορισμός του Γεωργίου Τσαγκαράκη, δικηγόρου, ως αντικλήτου, του ήτο έγκυρος και έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν από αυτήν (αρχή), η οποία και του εδημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι η δήλωση των στοιχείων αντικλήτου στο εν λόγω έντυπο ήτο επαρκής, ενώ δεν του ζητήθηκε να διενεργήσει κάποια άλλη ενέργεια σχετικώς με το διορισμό αντικλήτου.

6. Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνον υπ’ όψιν ότι: 1) κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η επίδοση των πράξεων της φορολογικής αρχής διενεργείται, συμφώνως με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, 2) σε περίπτωση κατά την οποία ο, γνωστής διαμονής στην αλλοδαπή, φορολογούμενος έχει διορίσει αντίκλητο, είναι υποχρεωτική η επίδοση πράξεως της φορολογικής αρχής εις αυτόν, κατά τα γενόμενα ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά, 3) η φορολογική αρχή εν προκειμένω αποδέχεται ότι ο εφεσίβλητος κατά τον κρίσιμο χρόνο είναι κάτοικος αλλοδαπής, 4) ο εφεσίβλητος στο επίσημο έντυπο της υποβληθείσας προς τη φορολογική αρχή δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως μετοχών (υπ’ αριθμ.41/1998), το οποίο φέρει ειδικό πεδίο για την αναγραφή στοιχείων αντικλήτου, συνεπλήρωσε αυτό πλήρως, δηλαδή διόρισε ως αντίκλητό του το δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Τσαγκαράκη, η νομιμότητα δε αυτού του διορισμού δεν αμφισβητήθηκε από την αρχή κατά την παραλαβή της δηλώσεως αυτής και 5) ο εφεσίβλητος κατά το χρόνο υποβολής της δηλώσεως δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε διαδικασίες ορισμού αντικλήτου στο ηλεκτρονικό σύστημα TAXIS, εφ’ όσον αυτό αρχίζει να ισχύει από 22-10-2001, συμφώνως με την υπ’ αριθμ. 1014179/258/Α0012-/ΠΟΛ1036 Υπουργική Απόφαση ”Όροι και προϋποθέσεις υποβολής δηλώσεων Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων με ηλεκτρονικά μέσα ” ΦΕΚ Β’ 182), με την οποία, άλλωστε, καθιερώθηκε δυνητικώς ο τρόπος υποβολής φορολογικών δηλώσεων (άρθρο 1), καθορίσθηκε δε και η διαδικασία μεταβολής προσωπικών (σταθερών) στοιχείων στο <<Μητρώο>> (άρθρα 3, 4), κρίνει, ότι η φορολογική αρχή έπρεπε να επιδώσει την ένδικη πράξη, στο νομίμως διορισθέντα αντίκλητο του εφεσιβλήτου προαναφερθέντα δικηγόρο και όχι στον Υπουργό των Εξωτερικών. Άλλωστε, η επίκληση από το εκκαλούν της επιδόσεως του φύλλου ελέγχου στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Κύπρο, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδεικνύεται, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο τρόπο κοινοποιήσεως τέτοιων πράξεων, κατά τα γενόμενα δεκτά σε προηγούμενη σκέψη. Περαιτέρω, εν όψει του ότι η ένδικη πράξη δεν κοινοποιήθηκε εγκύρως εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, -η οποία για τη χρήση 1998 έληγε, όπως και το εκκαλούν δέχεται στις 27-2-2004-, το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του ενδίκου φόρου υπέπεσε σε παραγραφή. Τα αυτά κρίναν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως.

7. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η έφεση πρέπει να απορριφθεί, να απαλλαγεί, όμως, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το εκκαλούν των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου, κατ’ άρθρο 275 παρ.1 του Κ.Δ.Δικ..

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α

Απορρίπτει την έφεση.

Απαλλάσσει το εκκαλούν των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Απριλίου 2017, όπου και δημοσιεύθηκε στις 27 Απριλίου 2017 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΛΕΝΗ ΙΑΤΡΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΤΡΑ-ΣΦΥΡΗ