Πρόλογος
Σύμφωνα με μία ρήση του Κάντ «όποιος κοιτάζει στον καθρέφτη και αναγνωρίζει στον εαυτό του το δικαίωμα να είναι άνθρωπος, δεν ανέχεται την άσκηση βίας από άνθρωπο σε άνθρωπο». Ανατρέχοντας όμως κανείς στην ιστορία της ανθρωπότητας διαπιστώνει ότι η μέθοδος των βασανιστηρίων ακολουθεί την πορεία του ανθρώπου από την αρχαιότητα έως σήμερα στην είσοδό του στην τρίτη χιλιετία μ. Χ.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Βία ήταν η αδερφή του Κράτους που ενσωμάτωνε την ισχύ της οργανωμένης κοινωνίας απέναντι στην αυτονομία της ατομικής βούλησης[1] , ενώ στην απώτερη αρχαιότητα χρησιμοποιείται ως μέσο κολασμού των κατώτερων κοινωνικά τάξεων και κυρίως των δούλων για πράξεις οι οποίες συνιστούσαν «ύβρη» κατά των κρατικών θεσμών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται φανερή η μεταχείριση των κοινωνικά μειονεκτούντων αυτών ομάδων όχι ως ανθρώπων αλλά ως πραγμάτων.
Η απαγόρευση των βασανιστηρίων ανάγεται στις ιδέες του Διαφωτισμού και διατυπώνεται και σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα που συνέστησαν το ελληνικό κράτος δικαίου όπως τα Συντάγματα της επανάστασης του 1821 και εκείνα μετά το 1844. Επίσης από τη γέννηση της σύγχρονης διεθνούς έννομης τάξης με την Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ στις 10.12.1948 έως και σήμερα όλα τα διεθνή και εσωτερικά νομοθετήματα που αφορούν στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αποκλείουν κατά τρόπο απόλυτο τη χρήση βασανιστηρίων χωρίς να επιτρέπουν οποιαδήποτε εξαίρεση που να δικαιολογεί τη χρήση βίας.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγορεύει ρητά την υποβολή κάθε ανθρώπου αδιακρίτως «εις βασάνους και εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς» ενώ στο ελληνικό Σύνταγμα η προστασία και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθιερώνονται με το άρθρο 2 και μάλιστα ανάγονται ως πρωταρχικό καθήκον της Πολιτείας. Αυτό σημαίνει ότι το συγκεκριμένο άρθρο έχει διττό περιεχόμενο. Τα κρατικά όργανα υποχρεώνονται όχι μόνον να σέβονται και να μην θίγουν με τις ενέργειές τους την αξιοπρέπεια του ανθρώπου αλλά και να την προστατεύουν με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων από κάθε προσβολή είτε αυτή προέρχεται από ιδιώτες είτε από κρατικά όργανα με αφορμή την άσκηση κρατικής εξουσίας[2].
Ως ανθρώπινη αξιοπρέπεια νοείται η αξία που πρέπει να έχει ο άνθρωπος ως λογικό και συνειδητό ον, ως πρόσωπο που προσβάλλεται από πράξεις που τον υποβιβάζουν στο επίπεδο του ζώου ή του πράγματος, δηλ. ενός αντικειμένου ή μέσου για την επίτευξη ενός αλλότριου σκοπού. Τέτοιες πράξεις είναι κατ’ εξοχήν τα βασανιστήρια με τα οποία ο δράστης εκμεταλλευόμενος τον ανθρώπινο πόνο, επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το θύμα του για την εκπλήρωση του σκοπού του προσβάλλοντας έτσι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια η οποία είναι το κατ’ εξοχήν προστατευόμενο έννομο αγαθό και αποτελεί συνάμα και τον πυρήνα όλων των άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών αγαθών όπως είναι η ανθρώπινη ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η τιμή, η γενετήσια αξιοπρέπεια τα οποία συμπροσβάλλονται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσω της χρήσης βασανιστηρίων.
Η συνταγματική απαγόρευση είναι γενική και ανεξαίρετη καθώς η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού πολιτεύματος και τη βασικότερη αρχή ενός κράτους δικαίου. Ένα κράτος που συστηματικά ανέχεται ή μάλιστα οργανώνει βασανιστήρια, βρίσκεται σε κατάσταση βαρβαρότητας[3].
Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων
Από το 1984 με το Ν. 1500/1984 τα βασανιστήρια και η ανθρώπινη κακομεταχείριση έχουν κηρυχτεί εκτός νόμου με τα άρθρα 137Α έως 137Δ του ΠΚ τα οποία σύμφωνα με τον αντιεισαγγελέα εφετών Αθηνών κ. Αθανάσιο Κ. Κονταξή ενισχύουν βαθύτατα το δημοκρατικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει κρατική εξουσία και προσδίδεται έτσι στη σχετική ποινική διάταξη σοβαρός παιδαγωγικός χαρακτήρας τόσο για την τωρινή όσο και για τις επόμενες γενιές[4]. Αναμφίβολα όμως το συγκεκριμένο άρθρο το οποίο αναγάγει τα βασανιστήρια σε αυτοτελές έγκλημα έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση ενός κινδύνου που ελλοχεύει σε κάθε κρατική εξουσία, να μεταβληθεί η βία σε μέσο άσκησης της κρατικής εξουσίας, γεγονός που έχουμε δει να συμβαίνει σε διάφορες ιστορικές περιόδους κατά το παρελθόν στη χώρα μας με αποκορύφωμα την δραματική επταετία αλλά που δυστυχώς βλέπουμε να βρίσκεται σε μεγάλη έξαρση και στη σύγχρονη εποχή, καθώς καθημερινά μεγάλο μέρος του τηλεοπτικού χρόνου των δελτίων ειδήσεων καλύπτεται από περιστατικά τραυματισμών ή θανάτων πολιτών από αστυνομικά πυρά τα οποία ουδόλως κολακεύουν την δημόσια εικόνα της αστυνομίας καλλιεργώντας συνάμα και ένα κλίμα δυσπιστίας προς αυτήν.
Ακόμη πιο συχνά είναι τα φαινόμενα χρήσης βίας από τα αστυνομικά όργανα είτε κατά τη διάρκεια συλλήψεων και προσαγωγών των υπόπτων, είτε ως μέσο απόσπασης ομολογίας, κατάθεσης ή δήλωσης, είτε ως μέσο καταστολής, είτε γενικότερα ως μέσο εκφοβισμού σε βαθμό που ξεπερνά πολλές φορές τα όρια που τίθενται από τους οργανικούς νόμους που διέπουν τη λειτουργία του συγκεκριμένου σώματος και φτάνουν να προσβάλλουν θεμελιώδεις ελευθερίες και δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις που έχει κυρώσει κατά καιρούς η χώρα μας.
Στο 137Α τυποποιούνται δύο μορφές συμπεριφοράς. Αφ’ ενός η υποβολή του θύματος σε βασανιστήρια, η οποία τιμωρείται με κάθειρξη (παρ. 1), και αφ’ ετέρου η πρόκληση σωματικών βλαβών, η άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που δεν εντάσσεται στην έννοια των βασανιστηρίων και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών (παρ. 3).
Στην παράγραφο 2 δίνεται ο ορισμός των βασανιστηρίων ο οποίος είναι ανάλογος με εκείνον που υιοθέτησε η Διεθνής Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων τον Δεκέμβριο του 1984 στη Ν. Υόρκη[5].
Τέλος η παράγραφος 4 τίθεται για να οριοθετηθούν σωστά νόμιμες ενέργειες και να αποτραπεί η δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων ενώ ξεκαθαρίζεται ότι συνέπειες συμφυείς προς νόμιμες στερήσεις της ελευθερίας και νόμιμα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού όπως πχ. η σωματική έρευνα, η υποβολή σε αλκοτέστ και διάφορες μορφές ιατρικής ή άλλης πραγματογνωμοσύνης δεν εμπίπτουν στις προτεινόμενες διατάξεις[6].
Στο άρθρο 137Β τυποποιούνται οι διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος ενώ στο 137Γ ορίζονται οι παρεπόμενες ποινές που συνεπιβάλλονται μαζί με τις κύριες στους δράστες των εγκλημάτων των άρθρων 137Α και 137Β. Τέλος με το άρθρο 137Δ επιδιώκεται να πάψει η επίκληση της «εκτελέσεως διαταγής» να αποτελεί νομικό καταφύγιο για τους κατηγορούμενους βασανιστές το οποίο είναι πολύ συχνό φαινόμενο στη διεθνή αλλά και ελληνική πραγματικότητα και κάθε δράστης να γνωρίζει ότι αναλαμβάνει ακέραια την ευθύνη των πράξεών του[7] .
Σύμφωνα με το αρ. 13 στοιχ. δ΄ του ΠΚ «σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα». Παρατηρείται εδώ ότι δεν υπάρχει σαφής ορισμός της σωματικής βίας αλλά δίνεται μόνο μια επέκταση αυτής σε περιπτώσεις χρήσεις χαπιών ή ναρκωτικών ή άλλων μέσων που έχουν σαν αποτέλεσμα την περιαγωγή του άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή κάμπτουν κάθε ικανότητά του για αντίσταση. Άρα η σωματική βία είναι μια αόριστη νομική έννοια που προσδιορίζεται μέσω της επιστήμης. Σύμφωνα με τον κ. Μανωλεδάκη[8] σωματική βία είναι η άμεση επί του σώματος κάποιου ανθρώπου επενέργεια, με την οποία εξαναγκάζεται αυτός σε ορισμένη συμπεριφορά και διακρίνεται σε «απόλυτη» (vis absoluta) όταν κάμπτεται κάθε αντίσταση του θύματος και δεν καταλείπεται σε αυτό κανένα περιθώριο αυτοβούλου ενέργειας δηλαδή όταν το ίδιο το θύμα δεν κυριαρχεί στο σώμα του και στις κινήσεις του και σε «εξαναγκάζουσα» όπου ναι μεν υπάρχει κυριαρχία στις σωματικές κινήσεις από πλευράς του θύματος η οποία όμως είναι προϊόν ψυχολογικού καταναγκασμού. Η βία μπορεί ακόμη να ασκηθεί και με παράλειψη πχ μη παροχή τροφής που πάλι έχει ως σκοπό τον εξαναγκασμό του θύματος σε ορισμένη συμπεριφορά αλλά χωρίς αυτοπρόσωπη ενέργεια του δράστη.
Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας η χρήση βίας κατά πολιτών και η προσβολή των εννόμων αγαθών τους δικαιολογείται μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπεται ρητά από συγκεκριμένες διατάξεις νόμου και μόνον για το σκοπό που αυτές ορίζουν όπως είναι για παράδειγμα το άρθρο 120 του Συντάγματος, στην τέταρτη παράγραφο του οποίου ορίζεται ότι οι Έλληνες «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Πολλώ δε μάλλον η αρχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις της χρήσης όπλων από τα αστυνομικά όργανα καθώς όχι μόνον πρέπει να υπάρχει νομική πρόβλεψη γι’ αυτήν αλλά και ο ακριβής της τρόπος περιγράφεται με σαφήνεια στο νόμο, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε παρέκκλιση από το αστυνομικό όργανο να καθίσταται παράνομη.
Αναφορικά με την αρχή της αναγκαιότητας, η κρατική επέμβαση θα δικαιολογείται να πλήξει κάποιο ατομικό αγαθό μόνο σε περιπτώσεις που συντρέχουν λόγοι προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Δικαιολογείται λοιπόν η χρήση της απολύτως αναγκαίας σωματικής βίας από τον αστυνομικό επί του επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενου δράστη ο οποίος επιχειρεί να διαφύγει ενώ σε περίπτωση που συνεχίσει να υπάρχει ανυπακοή ή αν ο δράστης είναι οπλισμένος απαιτείται αυξημένου βαθμού χρήση βίας πχ πρόταξη του περιστρόφου ή ρίψη στον αέρα για εκφοβισμό εφόσον βέβαια δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος για τον τραυματισμό ανυποψίαστων πολιτών.
Τέλος σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει μεταξύ της προσβολής του εννόμου αγαθού και του εξυπηρετούμενου δημοσίου συμφέροντος να υπάρχει σχέση αναλογίας δηλαδή το μέτρο που λαμβάνεται να είναι το πλέον κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να έχει τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα για τον πολίτη[9]. Γίνεται φανερό λοιπόν πως η χρήση όπλων από τους αστυνομικούς που μπορούν να επιφέρουν ακόμα και το θάνατο θα πρέπει να θεωρηθεί ως εντελώς εξαιρετικό και ύστατο μέσο καθώς είναι το πλέον επαχθές και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι υπάρχει απόλυτη προστασία του δικαιώματος της ζωής σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος το οποίο και καταργεί τη θανατική ποινή άλλως πως θα στερούνταν της σημασίας του και δε θα είχε κανένα λογικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Κατ’ εξαίρεση νομική θεμελίωση του επιτρεπτού της βλάβης της υγείας ή του θανάτου ανθρώπων μπορεί να γίνει μόνο βάση της ιδιαίτερης πρόβλεψης του άρθρου 7 παρ. 3 του Συντάγματος το οποίο επιτρέπει την επιβολή της θανατικής ποινής μόνο για περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν καθώς και βάση των άρθρων 22, 23 του ΠΚ όταν υπάρχει περίπτωση νόμιμης άμυνας ή κατάστασης ανάγκης σύμφωνα με το 25 ΠΚ αλλά πάντοτε εντός των ορίων που προσδιορίζονται με τις συγκεκριμένες διατάξεις. Έτσι οποιαδήποτε συμπεριφορά υπερβαίνει σε έκταση και σε ένταση το αναγκαίο για την περίπτωση μέτρο υπάγεται στην έννοια των διατάξεων του 137Α.
Παραδείγματα αστυνομικής βίας
Η ΕΛ.ΑΣ αποτελεί ένα ιδιαίτερο ένοπλο σώμα ασφαλείας που λειτουργεί με τους δικούς του οργανικούς νόμους και έχει ως κύρια αποστολή του την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών και την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης[10]. Στα πλαίσια όμως ενάσκησης των συγκεκριμένων καθηκόντων τους, τα αστυνομικά όργανα είτε αναλόγως της βουλήσεώς τους είτε λόγω της ιδιομορφίας και της ιδιαιτερότητας της κάθε αντιμετωπιζόμενης κατάστασης, προβαίνουν σε ενέργειες που φθάνουν πολλές φορές και στη χρήση βίας η οποία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές και να είναι είτε σωματική είτε ψυχολογική.
Η ασκούμενη από τα αστυνομικά όργανα βία μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές από ηπιότερες που είναι περιπτώσεις ανόργανης σωματικής βίας μέχρι βαρύτερες μορφές στις οποίες συγκαταλέγονται οι περιπτώσεις της ενόργανης βίας όπου γίνεται χρήση μηχανικών μέσων όπως πχ του οπλισμού των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ[11]. Παραδείγματα της πρώτης κατηγορίας είναι η υποβολή του υπόπτου σε συνεχή ορθοστασία από προανακριτικούς υπαλλήλους με σκοπό την πλήρη εξάντλησή του για απόσπαση ομολογίας, η διάλυση δημόσιας συνάθροισης με βίαιη απώθηση του πλήθους, η απομάκρυνση περιπλανώμενων φιλάθλων από το χώρο του γηπέδου εφόσον δε διαπιστώνεται πρόθεση εισόδου αυτών στον αγωνιστικό χώρο, η βίαιη προσαγωγή στα αστυνομικά τμήματα ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους σε χώρους που θεωρούνται «ύποπτοι» από την αστυνομία, ενώ στη δεύτερη κατηγορία συναντάμε περιπτώσεις όπως η βίαιη διάλυση παράνομης συγκέντρωσης με χρήση καπνογόνων, δακρυγόνων, αστυνομικών ράβδων (γκλομπς), η επέμβαση επί του σώματος κάποιου για τη λήψη με κατάλληλα μέσα γενετικού υλικού (DNA) με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του, η αναγκαστική σίτιση κρατουμένου που επιχειρεί απεργία πείνας καθώς και πολλά άλλα παραδείγματα στα οποία η χρήση αστυνομικής βίας φτάνει να πλήττει άμεσα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες του πολίτη φτάνοντας πολλές φορές και σε ολοκληρωτική αφάνιση αυτών.
Η βία αυτή βέβαια έχει μια δικαιολογητική βάση και κατ’ αρχήν ένα τεκμήριο νομιμότητας καθώς εμφανίζεται ως ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο που αίρει σύμφωνα με το άρθρο 20ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Το στοιχείο αυτό όμως τις περισσότερες φορές λειτουργεί αρνητικά καθώς οι ίδιοι οι αστυνομικοί πιστεύουν ότι ακολουθώντας το γράμμα του νόμου όπως αυτοί το αντιλαμβάνονται, τηρούν τις προϋποθέσεις της νόμιμης δράσης χωρίς να γνωρίζουν ότι οι προϋποθέσεις αυτές αλλά και τα όρια της νόμιμης δράσης και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών καθορίζονται από το ίδιο το Σύνταγμα και τις διεθνής συμβάσεις που έχουν κυρωθεί κατά καιρούς από τη χώρα μας. Συνεπεία των ως άνω εκτεθέντων κάθε φορά που τα αστυνομικά όργανα αναγκάζονται να μετέλθουν βία εναντίων ατόμων κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, για να είναι νόμιμη η δράση τους , θα πρέπει πάντοτε να διέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος καθώς και από τις αρχές της σκοπιμότητας, της αναγκαιότητας αλλά και της αναλογικότητας εν στενή εννοία που απορρέουν από αυτήν και αποτελούν περιορισμούς της αστυνομικής εξουσίας αλλά και βασική παράμετρο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιλογή μέτρων που αρμόζουν για να προληφθεί ορισμένος κίνδυνος ή για να αποκατασταθεί η δημόσια τάξη κατά τρόπο έγκαιρο και αποτελεσματικό.
Σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ΄ του ΠΔ 141/1991 δίνεται στους αστυνομικούς το δικαίωμα να οδηγούν στα αστυνομικά τμήματα άτομα που στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή που εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας[12]. Η διάταξη αυτή όμως πολλές φορές παραφράζεται από τα αστυνομικά όργανα με αποτέλεσμα να οδηγούνται στο αστυνομικό τμήμα άτομα που ενώ είναι σε θέση να πιστοποιήσουν την ταυτότητά τους δεν μπορούν να δώσουν μια «πειστική» εξήγηση για την παρουσία τους σε περιοχές που θεωρούνται «υψηλής» εγκληματικότητας. Έχουν κριθεί π.χ. ύποπτοι για τέλεση εγκλήματος, έχουν δεσμευθεί με χειροπέδες και έχουν οδηγηθεί στο αστυνομικό τμήμα άτομα που δήλωσαν ότι πάνε για μπάνιο, ενώ λόγω του ότι φορούσαν τζιν παντελόνια και μπλούζες δεν έγιναν πιστευτοί από τα αστυνομικά όργανα[13].
Γίνεται φανερό ότι το συγκεκριμένο μέτρο είτε πρόκειται για περιοριστικό ή στερητικό της ελευθερίας είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ καθώς για την πρώτη περίπτωση απαιτείται νομοθετική πρόβλεψη ενώ για τη δεύτερη επιπλέον δικαστικές εγγυήσεις που περιγράφονται στο άρθρο 6 παρ. 1 του Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, όπως κατ’ επανάληψη έχει τονίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τα μέτρα περιορισμού της ελευθερίας και οι προϋποθέσεις τους πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια ώστε το άτομο να είναι σε θέση να προβλέπει την προσβολή της ελευθερίας του ως πιθανή συνέπεια συγκεκριμένης πράξης ή παράλειψής του, η οποία θα πρέπει επομένως να είναι πράξη που απαγορεύεται στο ισχύον δίκαιο. Άρα για να οδηγηθεί κάποιο άτομο στο αστυνομικό τμήμα δεν αρκεί η υποκειμενική κρίση του κάθε αστυνομικού αλλά θα πρέπει να υπάρχουν εξατομικευμένα ατομικά στοιχεία και πληροφορίες για την τέλεση αξιόποινων πράξεων ώστε λογικά να μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στο συμπέρασμα της εμπλοκής σε αξιόποινη πράξη. Ελλείψει όλων αυτών δεν είναι δικαιολογημένη η προσαγωγή κάποιου στο αστυνομικό τμήμα έστω κι αν ακόμα βρίσκεται σε περιοχή «υψηλής εγκληματικότητας» καθώς από κανένα νόμο δεν απαγορεύεται σε κανέναν να κινείται σε ορισμένους χώρους και ούτε επιβάλλεται συγκεκριμένος τρόπος αμφίεσης.
Το άρθρο 278 παρ. 2 του ΚΠΔ ορίζει ότι τα αστυνομικά όργανα οφείλουν κατά τη σύλληψη κάποιου να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια σε αυτόν και να σέβονται την τιμή του ενώ θα πρέπει να καταφεύγουν στη χρήση βίας παρά μόνον αν υπάρχει ανάγκη και δεν επιτρέπεται να τον δεσμεύουν παρά μόνο όταν ο συλλαμβανόμενος αντιστέκεται ή είναι ύποπτος φυγής. Αυτό όμως που συμβαίνει στην πράξη είναι η χρήση βίας και η δέσμευση με χειροπέδες να αποτελούν μια τακτική η οποία εφαρμόζεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων από τους αστυνομικούς χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά μην έχοντας κανένα νομικό έρεισμα διατηρεί τον άδικο χαρακτήρα της ενώ ανάλογα με το αν ξεπερνά τον αναγκαίο βαθμό ταπείνωσης που συνεπάγεται κάθε νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και αν έχει ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης ένα ελάχιστο επίπεδο βαρύτητας μπορεί να θεωρηθεί ως προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της τιμής που απαγορεύονται κατά απόλυτο τρόπο όπως έχει ήδη λεχθεί από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Άλλο ένα παράδειγμα συμπεριφοράς από πλευράς των αρχών που προσβάλλει τα ατομικά αγαθά είναι η υποβολή του ατόμου σε απαξιωτικές συνθήκες κράτησης η οποία έχει κριθεί ως απάνθρωπη και εξευτελιστική ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο από πλευράς του έχει επανειλημμένα τονίσει ότι τα κράτη πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε το άτομο να κρατείται σε συνθήκες συμβατές με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να μην υφίσταται προσβολές που υπερβαίνουν το αναγκαίο για την κράτηση όριο και να απολαμβάνει ιατρικής περίθαλψης ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η υγεία και η καλή του σωματική κατάσταση[14]. Παραδείγματα τέτοιων απαξιωτικών συνθηκών αποτελούν η κράτηση σε χώρους με υπερδιπλάσιο αριθμό ατόμων σε συνδυασμό με το μεγάλο χρόνο κράτησης, η κράτηση σε χώρους με υπερβολική ζέστη ή υπερβολικό κρύο, ο περιορισμός του ατόμου σε ένα κρεβάτι ή σε ένα κελί χωρίς παράθυρο για το μεγαλύτερο μέρος του εικοσιτετραώρου καθώς και η έλλειψη ιδιωτικότητας ακόμη και στην εκπλήρωση των φυσικών αναγκών που μπορούν να δημιουργήσουν στο άτομο αισθήματα κατωτερότητας ικανά να το ταπεινώσουν και να το εξευτελίσουν.
Δυστυχώς για τη χώρα μας έχουν υπάρξει καταδίκες της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[15]. Πράξη που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει επίσης κριθεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η συνεχής παρακολούθηση των κρατουμένων μέσω κλειστού κυκλώματος[16], καθώς έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη συνθηκών κράτησης που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ΕΔΔΑ σύμφωνα με το οποίο και μόνη η παράλειψη του κράτους να λαμβάνει μέτρα ώστε να βελτιώνονται οι συνθήκες κράτησης συνιστά καθαυτή έλλειψη σεβασμού προς το άτομο ακόμη και αν δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να συναχθεί ο σκοπός ταπείνωσης.
Βαρύτερες μορφές αστυνομικής βίας οι οποίες θεωρούνται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι εμπίπτουν στην έννοια των βασανιστηρίων εφόσον πρόκειται για πράξεις που ασκούνται χωρίς να έχουν καταστεί απολύτως αναγκαίες από τη συμπεριφορά των κρατουμένων είναι ο ξυλοδαρμός και η πρόκληση σωματικών βλαβών για απόσπαση ομολογίας, το δέσιμο οι εξυβρίσεις, οι απειλές, η στέρηση ύπνου και η μείωση τροφής με σκοπό την τιμώρηση ατόμων που βρίσκονται υπό κράτηση καθώς και η κάθε παρόμοια εξευτελιστική για το ανθρώπινο ον μεταχείριση. Οι συμπεριφορές αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πολλές φορές τα βασανιστήρια κατά ανθρώπων που έχουν με το μέρος τους το τεκμήριο της αθωότητας αφού δεν έχει αποδειχτεί ακόμη η ενοχή τους[17]. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αν ένα άτομο είναι σε καλή κατάσταση υγείας όταν τίθεται υπό κράτηση, ενώ όταν απολύεται φέρει τραύματα, το κράτος οφείλει να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκαν οι κακώσεις.
Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η θανάτωση κάποιου με πρόθεση μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη όταν αυτή έχει καταστεί απολύτως αναγκαία για την υπεράσπιση προσώπου από παράνομη βία, για την πραγματοποίηση νόμιμης σύλληψης ή την παρεμπόδιση απόδρασης και για την καταστολή, σύμφωνα με το νόμο, στάσης ή ανταρσίας. Η χρήση του όρου «απολύτως» επιτείνει την έννοια της αναγκαιότητας δίνοντάς της ένα πολύ στενό περιεχόμενο καθώς η χρησιμοποιούμενη βία θα πρέπει να είναι απολύτως ανάλογης βαρύτητας με την επιτυχία των επιδιωκόμενων στόχων ενώ δεν αρκεί απλά η εξάντληση από πλευράς των αστυνομικών όλων των ηπιότερων μέσων[18].
Σημαντική διευκρίνιση στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το «απολύτως αναγκαίο» κρίνεται από το συνδυασμό των αντικειμενικών όρων αλλά και την πεποίθηση που δημιουργούν αυτοί στους αστυνομικούς ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη χρήση επιτρεπτής βίας έστω και αν εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι αυτές δεν υπήρχαν καθώς η απαίτηση αποδεδειγμένης ύπαρξης πραγματικού κινδύνου θα μπορούσε να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των ατόμων που υπηρετούν στις δυνάμεις ασφαλείας αλλά πιθανότατα και άλλων ατόμων. Εν πάση περιπτώσει όμως θα πρέπει να υπάρχει η αναλογία μεταξύ χρήσης θανατηφόρας βίας και επιδιωκόμενου σκοπού διαφορετικά είναι παράνομη και αποδοκιμαστέα. Βάση των προαναφερθέντων συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πρόκληση θανατηφόρας σωματικής βλάβης έστω και αν γίνεται αποκλειστικά για την πραγμάτωση των 4 στόχων που τίθενται από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ και είναι: η υπεράσπιση του ατόμου από παράνομη βία, η πραγματοποίηση νόμιμης σύλληψης, η παρεμπόδιση απόδρασης νομίμως κρατουμένου και η καταστολή στάσης ή ανταρσίας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο όταν το άτομο δημιουργεί άμεσο κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα άλλων.
Ειδικότερα τα ζητήματα οπλοκατοχής, οπλοφορίας και οπλοχρησίας των αστυνομικών οργάνων, ρυθμίζονται με πληρότητα και σαφήνεια από το νόμο 3169/2003. Συγκεκριμένα ο νόμος διακρίνει τέσσερις περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η χρήση όπλου από τους αστυνομικούς. Η πρώτη είναι με σκοπό εκφοβισμού του δράστη και γι’ αυτό γίνεται συνήθως στον αέρα, στη δεύτερη υπάγεται ο πυροβολισμός κατά πραγμάτων με σκοπό την παρεμπόδιση του δράστη να δραπετεύσει, στην τρίτη εντάσσεται ο πυροβολισμός ακινητοποίησης ο οποίος έχει στόχο τον ίδιο το δράστη, όχι όμως και κάποιο ζωτικό του όργανο. Ενώ στην τέταρτη περίπτωση συναντάμε τον πυροβολισμό εξουδετέρωσης ο οποίος έχει στόχο του θάνατο του δράστη γι’ αυτό και πλήττει ζωτική του όργανα. Ο νόμος καθορίζει σε κάθε περίπτωση τις ειδικότερες προϋποθέσεις οπλοχρησίας με τις αυστηρότερες να τίθενται στην τελευταία περίπτωση η οποία γίνεται επιτρεπτή μόνο σε περίπτωση που κινδυνεύει η ζωή του αστυνομικού ή κάποιου άλλου ατόμου και ποτέ άλλοτε.
Ένα άλλο φαινόμενο που χρήζει αναφοράς και έχει πάρει τα τελευταία χρόνια τεράστιες διαστάσεις στη χώρα μας είναι η κακομεταχείριση μεταναστών και αιτούντων άσυλο. Εδώ και κάποια χρόνια η Ελλάδα έχει γίνει το κύριο σημείο εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεγάλου αριθμού παράνομων μεταναστών και αιτούντων άσυλο με τις συνθήκες υποδοχής και κράτησής τους να παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πολλοί από τους ισχυρισμούς που ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια αφορούσαν βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης μεταναστών ενώ πολλοί από αυτούς ανέφεραν ότι η κακομεταχείρισή τους διαπράχθηκε αφού ζήτησαν κάποια διευκόλυνση ή παραπονέθηκαν για τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής τους.
Στις 3 Απριλίου 2009, ο Αριβάν Οσμάν Αζίζ, Κούρδος Ιρακινός μετανάστης, σύμφωνα με τις καταγγελίες χτυπήθηκε σοβαρά από λιμενοφύλακα στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Ο Αριβάν πέθανε από τα τραύματά του στις 27 Ιουλίου 2009. Η ιατροδικαστική έκθεση που παραγγέλθηκε στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας συμπέρανε ότι ο Αριβάν υπέστη σοβαρά τραύματα στο κεφάλι που προκλήθηκαν από βία, είτε επειδή έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος, ή επειδή του χτύπησαν το κεφάλι πάνω σε αμβλεία επιφάνεια. Η νεκροψία έδειξε ότι ο θάνατος του Αριβάν προκλήθηκε από σοβαρό κρανιοεγκεφαλικό τραύμα και από την επιδείνωση της υγείας του κατά την τετράμηνη παραμονή του στη μονάδα εντατικής θεραπείας[19].
Τον Μάιο του 2011, απεσταλμένοι της Διεθνούς Αμνηστίας επισκέφθηκαν το κέντρο κράτησης Φυλακίου και τους σταθμούς συνοριακής φύλαξης Φερών, Σουφλίου και Τυχερού στην περιοχή του Έβρου (του χερσαίου συνόρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας), όπου κρατούνταν αιτούντες άσυλο και παράτυποι μετανάστες, μεταξύ των οποίων ασυνόδευτα παιδιά, για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα σε συνθήκες που ισοδυναμούσαν με απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση. Η Διεθνής Αμνηστία επισκέφθηκε επίσης τα αστυνομικά τμήματα Ομονοίας, Αγίου Παντελεήμονα και Εξαρχείων στην Αθήνα, όπου κρατούνταν για λόγους μετανάστευσης παράτυποι μετανάστες και αιτούντες άσυλο, μαζί με άτομα ύποπτα για ποινικά αδικήματα. Οι συνθήκες σε εκείνα τα κελιά ήταν πολύ κακές. Μερικοί κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων ένας ασυνόδευτος ανήλικος, ισχυρίστηκαν ότι τους χτύπησαν ή/και τους έβρισαν αστυνομικοί ή συνοριοφύλακες κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Όσοι ερωτήθηκαν δεν ήθελαν να καταγγελθούν τα περιστατικά στους διοικητές των κέντρων ή των αστυνομικών τμημάτων διότι φοβούνταν αντίποινα.
Ο Χ., αιτών άσυλο που κρατούταν στο αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων στην Αθήνα, το οποίο επισκέφθηκε η Διεθνής Αμνηστία τον Μάιο του 2011, δήλωσε:
«Πριν τρεις μήνες, τρεις αστυνομικοί ντυμένοι με μαύρες στολές ήρθαν γύρω στις 2 π.μ., με πήραν από το κελί μου και με πήγαν στον τέταρτο όροφο του τμήματος. Με κλότσησαν και με χτύπησαν και μου έσπασαν τη μύτη και τα δόντια. Μετά από αυτό, με πήγαν στο νοσοκομείο, έπειτα με έφεραν ξανά στο αστυνομικό τμήμα, και τότε προσπάθησα να αυτοκτονήσω. Δέκα μέρες αργότερα με ξαναχτύπησαν. Τότε προσπάθησα ξανά να σκοτωθώ. Προσπάθησα να σκοτωθώ τρεις φορές, γιατί πονούσα πολύ από το ξύλο…»[20].
Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα που παρατίθενται από τη Διεθνή Αμνηστία, ενώ υπάρχουν ακόμα πάρα πολλές περιπτώσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και πάρα πολλές άλλες που εκτυλίσσονται καθημερινά και ποτέ δε γίνονται γνωστές.
Και ενώ σε όλες τις ανωτέρω αναφερθείσες περιπτώσεις η χρήση βίας από τα αστυνομικά όργανα η οποία ξεπερνά τα όρια που θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι είναι μια αρχικά και τελικά άδικη πράξη που απαιτεί τον ποινικό κολασμό του δράστη, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα σε ό, τι αφορά το ενδεχόμενο βασανισμού ενός τρομοκράτη που έχει τοποθετήσει βόμβα εντός κάποιου δημοσίου κτιρίου ή εντός αεροσκάφους με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν ζωές αθώων αμέτοχων πολιτών ή ενός απαγωγέα που απειλεί να σκοτώσει τα θύματά του. Το συγκεκριμένο ζήτημα έχει διχάσει την κοινή γνώμη και έχει προκαλέσει ιδιαίτερο προβληματισμό στους θεωρητικούς. Συγκεκριμένα ο Χαραλαμπάκης για το ζήτημα αυτό διατυπώνει την εξής θέση: «Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων η τυχόν κακομεταχείριση του δράστη, προκειμένου να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες και να σωθεί η ζωή των αθώων πολιτών. Εν πάση δε περιπτώσει, μια τέτοια ανελαστική παρέμβαση στην συστηματική των λόγων άρσεως του αδίκου είναι οπωσδήποτε επιβαρυντική για την λειτουργικότητά τους. Η επίλυση των σχετικών προβλημάτων θα έπρεπε μάλλον να είχε αφεθεί στην κρίση της νομολογίας και στην ανάπτυξη του ποινικού δόγματος», ενώ σύμφωνα με τη θέση του Μυλωνόπουλου «Όταν π.χ. πληρούνται οι προϋποθέσεις της άμυνας, τότε η πράξη που στρέφεται κατά της επιθέσεως δεν μπορεί ήδη εννοιολογικά να χαρακτηρισθεί ως βασανιστήριο»[21]. Και εδώ όμως ο δρόμος είναι μονόδρομος και καταλήγει στην απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων. Εν τούτοις, oι προθέσεις του βασανιστή δεν μπορούν να δικαιολογήσουν αυτό που αντικειμενικώς είναι αδικαιολόγητο αλλά ούτε και ο καλός σκοπός του βασανιστή μπορεί να επηρεάσει την απόλυτη απαγόρευση χρήσης βασανιστηρίων. Αν θεωρήσουμε ότι κατάσταση ανάγκης ή άμυνα υπέρ τρίτου αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης θα οδηγούμασταν σε καταστρατήγηση της νομοθετικής πρόβλεψης[22].
Πολύ χαρακτηριστική όσον αφορά την απόλυτη χωρίς καμία εξαίρεση απαγόρευση των βασανιστηρίων είναι η αναφορά στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Οι αδελφοί Καραμαζώφ», όπου (στο κεφ. V) τίθεται το εξής δίλημμα:
«ΙΒΑΝ: Απάντησέ μου ειλικρινά, Αλιόσα. Φαντάσου πως οι τύχες της ανθρωπότητας βρίσκονται στα χέρια σου και πως, για να γίνουν όλοι μια για πάντα ευτυχισμένοι, για να τους δώσεις την γαλήνη και την ανάπαυση, είναι απαραίτητο να βασανίσεις έστω έναν μόνο άνθρωπο, ένα παιδί, και να στηρίξεις πάνω στα δάκρυά του τη μελλοντική ευτυχία. Θα δεχόσουν, κάτω από αυτούς τους όρους να εξασφαλίσεις μια τέτοια ευτυχία; Απάντησέ μου, δίχως να μου πεις ψέματα.
ΑΛΙΟΣΑ: Όχι, δεν θα δεχόμουν».
Νομική αντιμετώπιση του θέματος
Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός καταδικών για παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (εξευτελιστική, απάνθρωπη μεταχείριση και βασανιστήρια) αφορά και την Ελλάδα.
Περαιτέρω πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ θεωρεί ότι στις περιπτώσεις που μόνον οι αρχές έχουν, συνολικά ή εν μέρει, γνώση των επίμαχων περιστατικών, όπως στην περίπτωση προσώπων που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους καθώς τελούν υπό κράτηση, προκύπτουν ισχυρά τεκμήρια για τα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της κράτησης. Μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί ότι το βάρος της αποδείξεως ανήκει στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να παράσχουν ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις».
Παρόλο που οι περιπτώσεις άσκησης βίας και βασανισμού είναι πάρα πολλές εν τούτοις σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία ένας πολύ μικρός αριθμός υποθέσεων στις οποίες μέλη των σωμάτων ασφαλείας έχουν κατηγορηθεί και παραπεμφθεί σε δίκη για βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μετά τη θέσπιση του άρθρου 137Α. Μεταξύ των ετών 1988 και 2012, η οργάνωση έχει καταγράψει 12 υποθέσεις, στις οποίες μέλη των σωμάτων ασφαλείας έχουν διωχθεί ποινικά και παραπεμφθεί σε δίκη με βάση τα Άρθρα 137Α (1), (2) ή (3) [23].
Στις 13 Δεκεμβρίου 2011, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών καταδίκασε ομόφωνα τον αστυνομικό Χρήστο Ευθυμίου για κακουργηματικά βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ κατά συρροή σε βάρος δύο νέων, του Ιωάννη Παπακώστα και του Γεώργιου Σιδηρόπουλου, στο αστυνομικό τμήμα Ασπροπύργου το 2002. Το Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι ετών συνοδευόμενη από δεκαετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του και με ανασταλτικό χαρακτήρα για την έφεση, που υποβλήθηκε αμέσως και εξακολουθούσε να εκκρεμεί τον Μάιο του 2012[24].
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1999, μία άλλη θεωρητικός του Ποινικού Δικαίου, η Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, παρατηρεί, ότι «ανατρέχοντας κάποιος στα ποινικά περιοδικά των 14 τελευταίων ετών, από τότε που με το Ν 1500/1984 προστέθηκαν στον Ποινικό μας Κώδικα ειδικές διατάξεις για την αντιμετώπιση των βασανιστηρίων, δε θα βρει ούτε μία καταδικαστική απόφαση για το συγκεκριμένο έγκλημα». Η συγγραφέας καταλήγει στη διαπίστωση, ότι στη δικαστηριακή πρακτική «η βίαιη συμπεριφορά της κρατικής εξουσίας αντιμετωπίζεται με υπερβολική εύνοια που φτάνει μέχρι του σημείου να αγνοούνται χωρίς καμιά αιτιολογία σαφείς ενδείξεις ενοχής», παρ’ ότι ο νομοθέτης θέλησε να αντιμετωπίσει «τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε κάθε κρατική εξουσία να μεταβάλλεται η βία σε μέσο άσκησής» της[25].
Βεβαίως πρέπει να καταγραφεί και η ορθή εφαρμογή των ειδικών διατάξεων για τα βασανιστήρια και τις άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με δύο βουλεύματα στρατιωτικών δικαστηρίων. Αξιοσημείωτες είναι, όσον αφορά το προ του ν.1500/1984 ποινικό δίκαιο, η απόφαση ΑΠ 1117/1991, σχετικά με το θάνατο κατά την ανάκριση κρατουμένου στη διάρκεια του καθεστώτος της 21.4.1967, και το βούλευμα ΣυμβΑΠ 2061/198, το οποίο αναίρεσε ως αναιτιολόγητο απαλλακτικό βούλευμα για κατάχρηση εξουσίας με την άσκηση βασανισμών, που έγιναν σε αστυνομικό χώρο κράτησης[26].
Επίλογος
Το ευνομούμενο δημοκρατικό κράτος ταυτίζεται με την εδραίωση «ασφαλούς περιβάλλοντος» και με τη μείωση της ανασφάλειας των πολιτών η οποία όμως δεν μειώνεται όταν το κράτος περιορίζει «για λόγους ασφάλειας» τις ατομικές ελευθερίες. Ασφάλεια και ελευθερίες πρέπει να συνυπάρχουν και να συνοδοιπορούν[27].
Για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού απαιτείται η σύγχρονη και αδιάκοπη εκπαίδευση των αστυνομικών καθώς και η επιμόρφωσή τους ώστε κατά την εκπλήρωση του έργου τους να μπορούν να εφαρμόζουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της νομιμότητας και της επιείκειας και η χρήση βίας να αποτελεί το ύστατο και εξαιρετικό μέτρο άσκησης της αστυνομικής εξουσίας μόνο στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται στο νόμο και στο μέτρο που δικαιολογείται ένεκα συγκεκριμένων κάθε φορά περιστατικών που την καθιστά απολύτως αναγκαία.
Η απαγόρευση και η αποδοκιμασία των βασανιστηρίων ως μεθόδου άσκησης της κρατικής εξουσίας είναι απόλυτη για το λόγο ότι συνιστά κρατική αυθαιρεσία και γεγονός άκρως αντίθετο προς το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Για να μπορούμε όμως να μιλάμε για πραγματική ασφάλεια, δεν αρκεί η θέσπιση διατάξεων για των κολασμό των βασανιστηρίων και κάθε μορφής βίας από τα κρατικά όργανα αλλά θα πρέπει να υπάρξει και μια πολιτική πρόληψης τέτοιων πράξεων το οποίο επιτυγχάνεται με διάφορα μέσα που έχουν προταθεί από τη Διεθνή Αμνηστία όπως η εξήγηση στον κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του, η ελεύθερη επικοινωνία του με το συνήγορό του, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των κρατουμένων, η άμεση διερεύνηση καταγγελιών και πληροφοριών για κακομεταχείριση κρατουμένων, η άμεση απαλλαγή όσων καταγγέλλονται για βαναυσότητες από την άσκηση καθηκόντων ανάκρισης ή φύλαξης και ακόμα η δημιουργία μιας ανεξάρτητης επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με αρμοδιότητα αιφνίδιων επισκέψεων σε κρατητήρια και σωφρονιστικά καταστήματα, διερεύνηση καταγγελιών και έλεγχο της αντιμετώπισής τους[28], αλλά και η παραδειγματική τιμωρία των δραστών των συγκεκριμένων εγκλημάτων η οποία θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη αλλά θα αποτελούσε και αποτρεπτικό παράγοντα για πιθανούς επόμενους δράστες.
[1] Χ. Αργυρόπουλος. «Οι ποινικές διατάξεις για τα βασανιστήρια», Ποιν. Δικ. 7/2002, 5ος τόμος σελ. 772.
[2] Αθανάσιος Κ. Κονταξής. Ποινικός Κώδικας, Έκδοση Γ΄ Αθήνα 2000, σελ. 1440
[3] Χ. Αργυρόπουλος. «Οι ποινικές διατάξεις για τα βασανιστήρια», Ποιν. Δικ. 7/2002, 5ος τόμος.
[4] Αθανάσιος Κ. Κονταξής, αντιεισαγγελέας εφετών, Ποινικός Κώδικας, Έκδοση Γ΄ Αθήνα 2000, σελ. 1433.
[5] Αθανάσιος Κ. Κονταξής, αντιεισαγγελέας εφετών, Ποινικός Κώδικας, Έκδοση Γ΄ Αθήνα 2000, σελ. 1436.
[6] Εισηγητική Έκθεσις Ν. 1500/1984
[7] Αθανάσιος Κ. Κονταξής, αντιεισαγγελέας εφετών, Ποινικός Κώδικας, Έκδοση Γ΄ Αθήνα 2000, σελ. 1445.
[8] Ποινικό Δίκαιο, ειδικό μέρος α΄ , σελ. 121-123.
[9] Δαγτόγλου, Ανθρώπινα Δικαιώματα.
[10] Λ. Σοφουλάκης, «Η χρήση βίας από τα αστυνομικά όργανα ως υλικό μέτρο άσκησης αστυνομικής εξουσίας»
[11] Όπως παραπάνω.
[12] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Αστυνομική βία και ανθρώπινα δικαιώματα».
[13] Όπως παραπάνω.
[14] Υποθέσεις Aerts κατά Βελγίου (30.7.1998), παρ. 64 επ., Kudla κατά Πολωνίας (26.10.2000), παρ. 94, Kuznetsov κατά Ουκρανίας (29.4.2003), παρ. 112, κατά παραπομπή Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Αστυνομική βία και ανθρώπινα δικαιώματα».
[15] Υποθέσεις Dougoz κατά Ελλάδας (6.3.2001), παρ. 46-48, Peers κατά Ελλάδας (19.4.2001), παρ. 74/75.
[16] ΓνωμΕισΑΠ 10/2000 ,ΠοινΧρ 2000,1017.
[17] Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, Τραγικά Διλήματα στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» Από τη σανίδα του Καρνεάδη στο «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού», μέρος β΄ «τραγικά διλλήματα και εχθροί» σελ. 309.
[18] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Αστυνομική βία και ανθρώπινα δικαιώματα».
[19] Η αστυνομική βία στην Ελλάδα, όχι μόνο «μεμονωμένα περιστατικά», Διεθνής Αμνηστία.
[20] Η αστυνομική βία στην Ελλάδα, όχι μόνο «μεμονωμένα περιστατικά», Διεθνής Αμνηστία.
[21] Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, Τραγικά Διλήματα στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» Από τη σανίδα του Καρνεάδη στο «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού», μέρος β΄ «τραγικά διλλήματα και εχθροί» σελ. 282επ , Mylonopoulos, ZStW 2009, σ. 85, του ιδίου, ΠοινΔ, ΓενΜ Ι, 2007, σ. 467.
[22] Όπως παραπάνω – Επ’ αυτού βλ. και Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα …, σ. 284 επ.
[23] Η αστυνομική βία στην Ελλάδα, όχι μόνο «μεμονωμένα περιστατικά», Διεθνής Αμνηστία.
[24] Όπως παραπάνω.
[25] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου παρατηρήσεις στα βουλεύματα ΣυμβΠλημΘεσ 1437/1997 και ΣυμβΕφΘεσ 608/1998,κατά παραπομπή Αργυρόπουλου.
[26] ΣυμβΝαυτΠειρ 213/1997 ΠοινΧρ ΜΘ΄,267 και ΣυμβΣτρΛάρισας 111/1995 Υπερ 7(1997),398,κατά παραπομπή Χ. Αργυρόπουλου «Οι ποινικές διατάξεις για τα βασανιστήρια», Ποιν. Δικ.. 7/2002 5ος τόμος.
[27] Γ. Πανούσης, Ανασφάλεια – Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης.
[28] Χ. Αργυρόπουλος «Οι ποινικές διατάξεις για τα βασανιστήρια», Ποιν. Δικ.. 7/2002 5ος τόμος.