ΔΕΦΑΘ 804/2016,ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ, ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΕΣ ΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟΚΟΙ ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΟΧΙ ΜΕ ΑΓΩΓΗ, 71§4 ΚΔΔ

ΔΕΦΑΘ

Αριθμός απόφασης: 804/2016

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 10ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Γεωργία Δούρου, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Βρυσηίδα Μακρή και Οδυσσέα Σπαχή (Εισηγητή), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την Ελισσάβετ Ανδρέου, δικαστική υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2015,για να δικάσει την από 30-12-2013 (αριθμ. καταχ. ΠΡΦ 1735/31-12-2013 ) «προσφυγή – αγωγή», 

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΤΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ – ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ – ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ΑΤΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ. 19),νόμιμα εκπροσωπούμενης, και η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Φερετζάνη,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών (Φ.Α.Ε.) Αθηνών και ήδη από τον Προϊστάμενο του Κέντρου Μεγάλων Επιχειρήσεων,για τον οποίο παραστάθηκε η δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαρία Ρουσάκη, σύμφωνα με την από 24-9-2015 έγγραφη δήλωσή της (άρθρο 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.), την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.

Mετά τη δημόσια συνεδρίαση, τo Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και, 

αφού μελέτησε τη δικογραφία,

σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

Η κρίση του είναι η εξής:

1.Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, που τιτλοφορείται «προσφυγή – αγωγή », η ανώνυμη εταιρεία που το ασκεί ζητά: « 1) την επιστροφή προς αυτήν νοµιµοτόκως από την 31.05.2010, ηµεροµηνία διενέργειας του συμψηφισμού, άλλως από την κατάθεση της προσφυγής-αγωγής, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού ύψους 1.666.433,89 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε βεβαιωµένες οφειλές της, λόγω της σε βάρος της επιβολής πολεοδοµικών προστίµων, οι οποίες συµψηφίστηκαν παρανόµως µε εκκαθαρισµένη απαίτησή της από φόρο εισοδήµατος (οικ. έτους 2010) και 2) σε κάθε περίπτωση την επιστροφή προς αυτήν νοµιµοτόκως από την 31.05.2010, ηµεροµηνία διενέργειας του συµψηφισµού, άλλως από την κατάθεση της προσφυγής – αγωγής : α) ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, ποσού ύψους 486.087,38 ευρώ, λόγω της ακύρωσης της µε αριθµ. 16269/19-12-2006 ταµειακής βεβαίωσης, δυνάµει της 5162/2013 απόφασης του 120υ Μονοµελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, β) ως αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού ύψους 881.156,91 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην παρανόµως εκδοθείσα 12459/24-10-2003 ταµειακή βεβαίωση της ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών.» 

2.Επειδή, στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999 {Φ.Ε.Κ. Α΄, 97 } ) ορίζονται τα εξής: «1. Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139α.(…)2.(…)3. Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δέκα χιλιάδων ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης.…»Στην προκείμενη περίπτωση η «προσφεύγουσα – ενάγουσα», θεωρώντας ότι με την άσκηση του κρινόμενου ένδικου βοηθήματος δημιουργείται διαφορά της προαναφερόμενης παρ. 3 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ, «ήτοι χρηματικού περιεχομένου φορολογική εν γένει διαφορά», ζήτησε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 32825/13-6-2014 αίτησή της,κατ’ επίκληση της παρ. 4 του άρθρου 277 ΚΔΔ, έκδοση σημειώματος υπολογισμού παραβόλου από την αρμόδια φορολογική αρχή (ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών),η οποία και εξέδωσε το υπ’ αριθμ. πρωτ. 32825/2014 «σημείωμα πληρωμής παραβόλου» και όπου προσδιορίζεται το αντικείμενο της φορολογικής διαφοράς στο ποσό του 1.666.433,89 ευρώ.Εξάλλου,από την «προσφεύγουσα – ενάγουσα» καταβλήθηκε το κατ’ ελάχιστον, προβλεπόμενο στο νόμο, παράβολο ποσού τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 ευρώ),όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα υπ’ αριθμ. 22230/2014,31461/2014 διπλότυπα είσπραξης της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών.

3.Επειδή, στο άρθρο 63 του προαναφερόμενου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζονται τα εξής: « 1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή….».Περαιτέρω,στο άρθρο 71 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: « 1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.(…)4. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αγωγή είναι απαράδεκτη αν πρόκειται για αξίωση φορολογικού εν γένει περιεχομένου…».

4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, Α΄,116) και του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» (Α΄, 131), οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., εξακολουθούν να ισχύουν (ΣτΕ 2123/2015, 4603/2012,834/2010 Ολομ, κ.ά.), για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται μεταξύ φορολογικής αρχής και φορολογουμένου, συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου αποκλειστικώς και μόνο το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, όχι δε και το ένδικο βοήθημα της αγωγής (πρβλ. ΣτΕ 2123/2015, 2950/2003, 1794/1994 7μ.).Συνεπώς,το ασκηθέν στις 31-12-2013 κρινόμενο ένδικο βοήθημα (βλ. την από 31-12-2013 πράξη κατάθεσης της δικαστικής υπαλλήλου Ουρανίας Μεγαλοοικονόμου),ακριβές αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε προς το Ελληνικό Δημόσιο στις 31-12-2013 (βλ. την υπ’ αριθμ. 7862Δ/31-12-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Πειραιά Ηλία Αρκουμάνη), πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος αυτού που ασκήθηκε ως αγωγή, να γίνει τυπικά δεκτό μόνον ως προσφυγή και να εξετασθεί κατ’ ουσίαν. 

5.Επειδή,στη διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου 8 παρ. 4 περίπτ. ε΄ του ν.δ. 4486/1965 ορίζεται ότι η αληθής έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 73 του ΚΦΔ είναι ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών φορολογικών (ήδη διοικητικών) δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές μεταξύ φορολογικής αρχής και φορολογουμένου για την επιστροφή φόρων, τελών, εισφορών κλπ. Εξάλλου, στο μεν άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού κλπ» (Α΄,247), ορίζεται ότι: « 2. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ’ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη από της καταβολής», στο δε άρθρο 93 αυτού ότι: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α)… β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία, που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή.…».Στο δε άρθρο 94 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «…Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια». 

6. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου,ο φορολογούμενος που τον κατέβαλε νομιμοποιείται να αναζητήσει το φόρο αυτό, η δε αξίωσή του για την επιστροφή του φόρου μπορεί να ασκηθεί με προσφυγή, απευθυνόμενη ευθέως στο Δικαστήριο, χωρίς δέσμευση από τις περί προθεσμίας διατάξεις, ανεξαρτήτως αν αυτός έχει απευθυνθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή, εκτός αν η τελευταία απέρριψε το περί επιστροφής αίτημα με ρητή πράξη, οπότε χωρεί μόνον προσφυγή κατά της πράξης αυτής, μέσα στη νόμιμη προθεσμία από την κοινοποίησή της (πρβλ. ΣτΕ 641/2002, 4751/1996 ). Σε κάθε δε περίπτωση, το αίτημα για την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου πρέπει να υποβληθεί πριν από την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής της σχετικής αξίωσης του φορολογουμένου (πρβλ. ΣτΕ 819/1998), η οποία είναι τριετής και αρχίζει σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995, από την καταβολή (ή παρακράτηση) του φόρου, γιατί από το χρονικό αυτό υφίσταται η σχετική αξίωση και είναι δικαστικά επιδιώξιμη. 

7.Επειδή,στον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974 {ΦΕΚ Α΄, 90}),ως ισχύει, ορίζονται τα εξής:Άρθρο 83 : «1. Συμψηφισμός απαιτήσεων οφειλέτου του Δημοσίου έναντι χρεών αυτού προς το Δημόσιον δύναται να αντιταχθή εις πάσαν περίπτωσιν, καθ’ ην ούτος έχει βεβαίαν χρηματικήν απαίτησιν κατά του Δημοσίου, εκκαθαρισμένην και αποδεικνυομένην εκ τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως ή εκ δημοσίου εγγράφου. Ο συμψηφισμός προτείνεται διά δηλώσεως υποβαλλομένης εις το Δημόσιον Ταμείον εις ο είναι βεβαιωμένον το χρέος. 2. Ωσαύτως συμψηφισμός επιτρέπεται υπό τας αυτάς προϋποθέσεις και δι’ οφειλάς προς το Δημόσιον εκ φόρων και τελών χαρτοσήμου, καταβαλλομένων συν τη δηλώσει εις τα Δημόσια Ταμεία. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο συμψηφισμός προτείνεται διά δηλώσεως υποβαλλομένης εις την αρμόδιαν Οικονομικήν Εφορίαν. Υποβολή δηλώσεως συμψηφισμού μετά την λήξιν της προθεσμίας υποβολής δηλώσεως του φόρου ή των τελών, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτην των συνεπειών της εκπροθέσμου υποβολής δηλώσεως του φόρου. 3.Ο συμψηφισμός ενεργείται και αυτεπαγγέλτως υπό του Δημοσίου Ταμείου, εφόσον εκ των παρ’ αυτώ στοιχείων αποδεικνύεται η απαίτησις του οφειλέτου.Διά του συμψηφισμού αι αμοιβαίαι απαιτήσεις αποσβέννυνται, αφ` ου χρόνου συνυπήρξαν, φυλαττομένης της διατάξεως του άρθρου 96 του Ν.Δ. 321/69 … 4. Κατά τα λοιπά ισχύουν αι διατάξεις του Αστικού Κώδικος εφ’ όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος. »Άρθρο 91: «1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Χρέη υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων που εισπράττονται από τις ΔΟΥ για λογαριασμό τους, εφόσον από τις ίδιες διατάξεις των δικαιούχων προβλέπεται επιβάρυνσή τους με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρόστιμα, τόκους υπερημερίας, ΦΠΑ και γενικώς πάσης φύσεως επιβαρύνσεις, αρχόμενες πριν από τη βεβαίωσή τους στις ΔΟΥ, αυτές θα αναγράφονται στον οικείο χρηματικό κατάλογο.(…). 3. Επί των συμβεβαιουμένων μετά των δημοσίων εσόδων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται εις πάσαν περίπτωσιν αι διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος και αι περί παραγραφής των δημοσίων εσόδων διατάξεις.» Εξάλλου, ορίζεται στο μεν άρθρο 440 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984,{ Α΄, 164}) ότι: «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», στο δε άρθρο 441 του ίδιου Κώδικα ότι :«Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν».

8. Επειδή, όπως συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις, το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. προβλέπει τη δυνατότητα συμψηφισμού βέβαιων και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων οφειλετών του Δημοσίου με χρέη τους προς το Δημόσιο (πρβλ. ΣΕ 1877/2009, 2006/2001, 2864/1996,3144/1994). Ο ανωτέρω συμψηφισμός καθιερώθηκε για λόγους έγκαιρης είσπραξης των δημόσιων εσόδων, οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και αποφυγής των δυσμενών συνεπειών της αφερεγγυότητας των οφειλετών του Δημοσίου.Με τον εν λόγω δε συμψηφισμό δεν διενεργείται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη των απαιτήσεων, που απορρέουν από τους οικείους νόμιμους τίτλους, αλλά αποσβένονται οι εκατέρωθεν απαιτήσεις με συνυπολογισμό, που υποκαθιστά την καταβολή των οφειλών (πρβλ. ΣτΕ 2146/2012).

9. Επειδή, σύμφωνα με το π.δ. 267/1998 (Α΄, 195), η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός του αυθαίρετου κτίσματος ή κατασκευής γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή προστίμων της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 (Α΄, 33). Τα πρόστιμα αυτά, μετά την οριστικοποίησή τους, ύστερα από απόρριψη σχετικής ένστασης από επιτροπή που συγκροτείται σε κάθε πολεοδομική υπηρεσία, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.). Στο δε άρθρο 19 του ν.δ/τος 1262/1972 (ΦΕΚ Α΄, 194),όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, ορίζεται ότι: « 1. Ιδρύεται Ειδικόν Ταμείον υπό την επωνυμίαν “Ειδικόν Ταμείον Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων”, όπερ αποτελεί νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, εδρεύει εν Αθήναις και τελεί υπο την εποπτείαν του Υπουργού Δημοσίων Εργων.2. Σκοπός του Ειδικού Ταμείου είναι: α) Η απ’ ευθείας χρηματοδότησις της εφαρμογής ρυθμιστικών και πολεοδομικών σχεδίων καθ’ άπασαν την χώραν, περιλαμβανομένης και της χρηματοδοτήσεως εκτελέσεως των σχετικών έργων υπό αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, ως και η επιδότησις ή δανειοδότησις Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Ν.Π.Δ.Δ. ή Οργανισμών κοινής ωφελείας διά τοιαύτας εφαρμογάς και εκτελέσεις έργων.(….) 3.Οι πόροι του Ειδικού Ταμείου προέρχονται εκ: α) κρατικής επιχορηγήσεως….» Το ως άνω “Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων”, μετονομάσθηκε σε “Πράσινο Ταμείο” με το άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3889/2010 (ΦΕΚ Α΄, 182).Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του ν. 2946/2001 (Α΄, 224) ορίζεται ότι: «1. Ποσοστό 50% των εισπραττόμενων πάσης φύσεως προστίμων…που επιβάλλονται από τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, αποτελεί έκτακτο έσοδο της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, εφόσον από άλλη διάταξη δεν ορίζεται μεγαλύτερο ποσοστό, και αποδίδεται σε αυτές κατά τα οριζόμενα με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης…».

10. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τ’ ακόλουθα: Σε βάρος της προσφεύγουσας επιβλήθηκαν από το Τµήµα Πολεοδοµίας και Πολεοδοµικών Εφαρµογών Μαρκοπούλου της Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής πρόστιµα λόγω πολεοδοµικών παραβάσεων. Οι εν λόγω οφειλές βεβαιώθηκαν, εν συνεχεία, από την αρμόδια υπηρεσία στους Κωδικούς Αριθµούς Είσπραξης Εσόδων (Κ.Α.Ε.) 3513 «Έσοδα υπέρ ΕΤΕΡΠΣ από πρόστιμα…», 3518 «Έσοδα υπέρ ΕΤΕΡΠΣ από εισφορές…»,καθώς και στον πενταψήφιο κωδικό αριθμό είσπραξης 83601 « υπέρ Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής…»(τριπλότυπα βεβαίωσης υπ’ αριθµ. 12459/24-10-2003, 12501/27-10-2003 και 16269/19-12- 2006). Ακολούθως, η προσφεύγουσα εταιρεία, µε την υπ’ αριθµ. πρωτ. 17661/ 31-05-2010 δήλωσή της, ζήτησε από την ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών την υπαγωγή των οφειλών που βεβαιώθηκαν στους ανωτέρω Κ.Α.Ε., ύψους 1.476.960,80 ευρώ, σε ρύθµιση του άρθρου 66 του ν. 3842/2010.Εξάλλου,κατά τα μνημονευόμενα στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 42589/20-9-2012 έγγραφο της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών: α) από την εκκαθάριση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της προσφεύγουσας οικ. έτους 2010 προέκυψε υποχρέωση της ανωτέρω φορολογικής αρχής για επιστροφή φόρου εισοδήματος προς την προσφεύγουσα ποσού 1.761.013,77 ευρώ και για το λόγο αυτό εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 938/ 31-5-2010 ΒΑΤΕΚ και β) η παραπάνω φορολογική αρχή « την 31-5-2010 προέβη στην εξόφληση του ανωτέρω τίτλου δια συμψηφισμού εξοφλώντας το πιο πάνω χρέος, το οποίο ανερχόταν μαζί με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής στο ποσό του 1.666.433,79 ευρώ και εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. 2053,10949 και 17933/31-5-2010 διπλότυπα συμψηφισμού.»

11.Επειδή, η προσφεύγουσα στο δικόγραφό της προβάλλει ότι :α) την 31η Μαΐου 2010 στην αρµόδια Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών είχε βεβαιωθεί προς επιστροφή υπέρ της ίδιας το ποσό του ενός εκατοµµυρίου, επτακοσίων εξήντα µία χιλιάδων,δεκατριών ευρώ και εβδοµήντα επτά λεπτών (1.761.013,77 ευρώ) από φόρο εισοδήµατος και β) το ποσό αυτό δεν επιστράφηκε, αλλά συμψηφίσθηκε µέχρι το ποσό του 1.666.433,89 ευρώ µε επιβληθέντα σε βάρος της πολεοδοµικά πρόστιµα και προσαυξήσεις επ’ αυτών, µε την υπ’ αριθµ. 938/2010 πράξη του Προϊσταµένου της ως άνω Δ.Ο.Υ., και παρακρατήθηκε από αυτήν, κατόπιν της µε αριθµ. 17661/31.5.2010 αίτησης ρύθµισης – διευκόλυνσης, την οποία είχε υποβάλλει µε επιφύλαξη.Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι «ο διενεργηθείς συµψηφισµός των ανωτέρω αναφερόµενων προστίµων προς το ποσό από επιστροφή φόρου εισοδήματος, που είχε βεβαιωθεί υπέρ αυτής, βάσει του άρθρου 67 παρ. 5 του ν. 3842/2010, στερείται νοµίµου ερείσµατος λόγω της έλλειψης αµοιβαιότητας των απαιτήσεων.»Και τούτο διότι, κατά την προσφεύγουσα, « αναγκαία προϋπόθεση διενέργειας συµψηφισµού τάσσεται η αµοιβαιότητα των απαιτήσεων, ήτοι ο οφειλέτης της μίας απαίτησης να είναι δανειστής της άλλης, η προϋπόθεση αυτή, ωστόσο, δεν συντρέχει,εν προκειµένω, καθώς η απαίτηση,που το Δηµόσιο πρόβαλε σε συµψηφισµό, είναι απαίτηση τρίτου προσώπου και όχι απαίτηση του Δηµοσίου.»Περαιτέρω, η προσφεύγουσα μνημονεύει στην προσφυγή της ότι η βεβαίωση των πολεοδοµικών προστίµων υπέρ του νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου ΕΤΕΡΠΣ (Πράσινο Ταμείο) και της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ως δηµοσίων εσόδων, αφορά αποκλειστικά στην εφαρµογή των διαδικαστικών διατάξεων του ΚΕΔΕ,στις οποίες η κείµενη νοµοθεσία ρητά παραπέµπει, η εφαρµογή, όμως, των διαδικαστικών αυτών διατάξεων δεν µεταβάλλει τον χαρακτήρα των πολεοδοµικών προστίµων ως εσόδων τρίτων, ούτε τα µετατρέπει σε έσοδο του Δηµοσίου. Στη συνέχει, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι µε την µε αριθµ. πρωτ. 8604/01.07.2010 αίτησή της, ζήτησε από το Υπουργείο Οικονοµικών την επιστροφή του παρακρατηθέντος από τη ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών ποσού ( 1.666.433,89 ευρώ) λόγω του παράνοµου χαρακτήρα του εν λόγω συµψηφισµού,αλλά στην ως άνω αίτησή της ουδέποτε απάντησε η Διοίκηση, όπως και σε καμία από τις αντιστοίχου περιεχοµένου αιτήσεις, που κατέθεσε µεταγενεστέρως.Η προσφεύγουσα ιστορεί επίσης ότι « με την ως άνω αίτησή της διακόπηκε επί εξάμηνο,σύμφωνα με τη διάταξη του β΄ εδαφίου της περίπτωσης β΄του άρθρου 93 του ν. 2362/1995,η προβλεπόμενη στο άρθρο 90 του αυτού νόμου παραγραφή».Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να επιστραφεί προς αυτήν το ανωτέρω παρακρατηθέν ποσό του 1.666.433,89 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, άλλως τα μνημονευόμενα στην πρώτη σκέψη ποσά (486.087,38 ευρώ και 881.156,91 ευρώ) λόγω του παράνοµου χαρακτήρα του επίδικου συµψηφισµού,αλλά και εν όψει της 5162/2013 απόφασης του Μονοµελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η µε αριθµ. 16269/19-12-2006 ταµειακή βεβαίωσης της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών,αλλά και καθίσταται παράνομη και η 12459/24-10-2003 βεβαίωση της ίδιας ΔΟΥ, επί τη βάσει και των οποίων διενεργήθηκε ο κατά τα ανωτέρω συµψηφισµός.

12.Επειδή, το Δημόσιο με το από 30-9-2015 υπόμνημά του ζητά την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι :1) Η έννοια του δημοσίου εσόδου στοιχειοθετείται από τη φύση του και από τις διατάξεις, που διέπουν την ταμειακή βεβαίωση και την είσπραξη – περιέλευσή του στο Κράτος και όχι από το σκοπό ή το νομικό πρόσωπο που προορίζονται για τυχόν περαιτέρω διάθεσή του.2)Στην προκείμενη περίπτωση οι χρηματικές οφειλές που βεβαιώθηκαν ταμειακώς στους ΚΑΕ 3513 και 3518 αποτελούν δημόσια έσοδα, διότι ως δημόσια έσοδα βεβαιώθηκαν ταμειακώς και δεν προκύπτει ότι ανατέθηκε στις ΔΟΥ η βεβαίωση και η είσπραξη αυτών υπέρ του ΕΤΕΡΠΣ. Εξάλλου, το Δημόσιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα οφείλει να αποδείξει την διακοπή της παραγραφής της απαίτησής της σε βάρος του με την υποβολή αίτησης μετά την διενέργεια του συμψηφισμού. Διαφορετικά, προβάλλει περαιτέρω το Δημόσιο,πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή της αντιδίκου του λόγω της συμπλήρωσης της τριετούς παραγραφής άρθρου 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995,δεδομένου ότι μεταξύ του χρόνου (31-5-2010) είσπραξης από την παραπάνω ΔΟΥ του ένδικου ποσού έως τον χρόνο άσκησης της προσφυγής (31-12-2013) έχει παρέλθει τριετία και, ως εκ τούτου, η αξίωση της προσφεύγουσας έχει υποκύψει σε παραγραφή.

13.Επειδή,στην προκείμενη περίπτωση, : α) οι ένδικες οφειλές της προσφεύγουσας από επιβολή προστίμων λόγω παράβασης της πολεοδομικής νομοθεσίας, για τις οποίες έγινε ο επίδικος συμψηφισμός, βεβαιώθηκαν, κατά τα προαναφερόμενα, από την αρμόδια υπηρεσία στους Κωδικούς Αριθµούς Είσπραξης Εσόδων (Κ.Α.Ε.) 3513 «Έσοδα υπέρ ΕΤΕΡΠΣ από πρόστιμα…», 3518 «Έσοδα υπέρ ΕΤΕΡΠΣ από εισφορές…» και στον πενταψήφιο κωδικό αριθμό είσπραξης 83601 « υπέρ Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής…»,β), ως εκ τούτων, οι εν λόγω οφειλές δεν συνιστούσαν απαιτήσεις του Δημοσίου, αλλά απαιτήσεις άλλων νομικών προσώπων, ήτοι του ΕΤΕΡΠΣ και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής. Συνεπώς,κατά το βάσιμο σχετικό λόγο της προσφυγής, ο ένδικος συμψηφισμός δεν ήταν νόμιμος, αφού δεν αφορούσε σε αμοιβαίες απαιτήσεις, τα ανωτέρω δε δεν αναιρούνται εκ μόνου του λόγου ότι τα ανωτέρω ποσά των ενδίκων προστίμων βεβαιώθηκαν από την αρμόδια υπηρεσία του Δημοσίου και εισπράττονται κατά την διαδικασία του ΚΕΔΕ. Κατ’ ακολουθία, υφίσταται νόμιμη αξίωση της προσφεύγουσας για την επιστροφή προς αυτήν του αιτούμενου με την προσφυγή ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, όσα δεν αντίθετα προβάλλονται από το Δημόσιο είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα. Μειοψήφησε ο εισηγητής Οδυσσέας Σπαχής, Εφέτης Δ.Δ.,που διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης (πρβλ. ΣτΕ 1858/2015). Στα πλαίσια αυτής της κρατικής λειτουργίας εντάσσεται η ίδρυση και λειτουργία του ανωτέρω ειδικού Ταμείου ( ΕΤΕΡΠΣ και ήδη Πράσινο Ταμείο), στο οποίο περιέρχονται τα προαναφερόμενα πρόστιμα, προκειμένου να διατεθούν για τη λήψη μέτρων, που αποβλέπουν στη διασφάλιση περιβαλλοντικού ισοζυγίου. Συνεπώς, τα ένδικα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν από την αρμόδια πολεοδομική αρχή σε βάρος της προσφεύγουσας, εισπράχθηκαν ως δημόσια έσοδα και συνιστούσαν απαιτήσεις του Δημοσίου κατ’ αυτής και όχι απαιτήσεις ενός άλλου νομικού προσώπου, δεν αναιρούνται δε τα παραπάνω, εκ μόνου του λόγου ότι με διάφορες διατάξεις ορίζεται απλώς, μετά από την είσπραξη των πολεοδομικών προστίμων, ο σκοπός για τον οποίο προορίζονται να διατεθούν. Επομένως, ο λόγος της κρινόμενης προσφυγής, ότι δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιείτο δια της αρμόδιας υπηρεσίας του να διενεργήσει τον επίμαχο συμψηφισμό, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Εξάλλου, ούτε η έκδοση της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 5162/2013 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών επηρεάζει την νομιμότητα του ένδικου συμψηφισμού, εφόσον είναι μεταγενέστερη του χρόνου διενέργειάς του. Συνεπώς, εφόσον ο επίδικος συμψηφισμός είναι νόμιμος, δεν υφίσταται νόμιμη αξίωση της προσφεύγουσας για την επιστροφή του επίμαχου ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, όσα δε αντίθετα προβάλλονται με την προσφυγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα. 

14.Επειδή, από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 39100/27-8-2012 αίτηση της προσφεύγουσας προς την αρμόδια φορολογική αρχή, με την οποία ζητούσε την ανάκληση του επίμαχου συμψηφισμού και την επιστροφή του ένδικου ποσού του φόρου, που περιλαμβάνεται στο φάκελο της δικογραφίας, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 40601/7-9-2012 συμπληρωματική αίτηση (βλ. και την περιλαμβανόμενη στο φάκελο της δικογραφίας από 28-9-2012 «κατεπείγουσα αίτηση» της προσφεύγουσας προς τη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής εντός του φακέλου της δικογραφίας), δεδομένα που μνημονεύονται και στην υπ’ αριθμ. 398/2013 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα διέκοψε την παραγραφή κατά το νόμο στις 27-8-2012 (αρθρ. 93 του ν. 2362/1995 ).Συνεπώς, εφόσον δεν προκύπτει έγγραφη απάντηση της Διοίκησης επί της παραπάνω αίτησης για επιστροφή του ένδικου ποσού του φόρου, η παραγραφή άρχισε να κινείται εκ νέου,κατά τις διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου, έξι (6) μήνες από την ανωτέρω ημερομηνία υποβολής της αίτησης της προσφεύγουσας και δεν είχε συμπληρωθεί έως τις 31-12-2013 (ημερομηνία άσκησης της προσφυγής και επίδοσης αυτής προς το Δημόσιο).Άλλωστε, η εν λόγω τριετής παραγραφή δεν είχε συμπληρωθεί ούτε και σε περίπτωση κατά την οποία θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει την αναφερόμενη στην προσφυγή της, προγενέστερη, υπ’ αριθμ. 8604/01.07.2010 αίτησή της προς τη Διοίκηση για επιστροφή του ως άνω ποσού του φόρου, η οποία (αίτηση) δεν έχει προσκομισθεί από την προσφεύγουσα,ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων του διοικητικού φακέλου,παρά το ότι η εν λόγω αίτηση μνημονεύεται ρητά στην προαναφερόμενη (398/2013) γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.Επομένως,ο ισχυρισμός του Δημοσίου περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης της προσφεύγουσας πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.

15.Επειδή,εν όψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Δημόσιο υποχρεούται να επιστρέψει προς την προσφεύγουσα, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου, εξακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων, τετρακοσίων τριάντα τριών ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (1.666.433,89 ευρώ) νομιμοτόκως,ήτοι με το επιτόκιο που ίσχυσε για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2190/2014), κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄, 127), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (ΦΕΚ Α΄, 24).Η τοκοφορία αρχίζει από την 31-12-2013 (χρονολογία της άσκησης της προσφυγής και επίδοσης αυτής προς το καθ’ου Δημόσιο) και όχι από 31-5-2010, όπως ζητά η προσφεύγουσα ( πρβλ. ΣτΕ 62/2015,ΣτΕ 7/2015,ΣτΕ Ολομ 2190/2014 κ.α. ). 

16.Επειδή,κατ’ ακολουθία των ανωτέρω,πρέπει,κατά τα προαναφερόμενα, να γίνει δεκτή η προσφυγή, να αποδοθεί προς την προσφεύγουσα το καταβληθέν από αυτήν παράβολο (αρθρ. 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.) και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (αρθρ. 275 παρ.1 Κ.Δ.Δ.). 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει το κρινόμενο ένδικο βοήθημα κατά το μέρος αυτού, που ασκείται ως αγωγή.

Δέχεται το κρινόμενο ένδικο βοήθημα κατά το μέρος αυτού που ασκείται ως προσφυγή,κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Υποχρεώνει το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει προς την προσφεύγουσα, για την αναφερόμενη στο σκεπτικό αιτία, το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου, εξακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων, τετρακοσίων τριάντα τριών ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (1.666.433,89 ευρώ) νομιμοτόκως,ήτοι με το επιτόκιο που ίσχυσε για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, από 31-12-2013 και μέχρι την εξόφληση.

Διατάσσει την απόδοση προς την προσφεύγουσα του καταβληθέντος από αυτήν παραβόλου.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 29 Φεβρουαρίου 2016.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΟΥΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΠΑΧΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ