ΣτΕ 4575/1996, Ολομ., ΤΙΤΛΟΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΑΝΤΙ ΕΠΩΝΥΜΟΥ, ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ Ως ΠΡΟς ΤΟ ΟΝΟΜΑ, Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΕΩΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΤΙΤΛΟ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ (ΜΕΙΟΨ). ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

4575/1996 ΣΤΕ  Ολομ.

Διοικητική Δικονομία. Αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως Υπουργού Οικονομικών

βάσει της οποίας συγκροτήθηκε η επιτροπή του άρθ. 3 παρ. 1 Ν. 2215/94

με τίτλο “Ρύθμιση θεμάτων της απαλλοτριωμένης περιουσίας της έκπτωτης

βασιλικής οικογένειας”. Πρόσθετη παρέμβαση Δήμου Κερκυραίων. Απαράδεκτη

λόγω μη προσαγωγής αποφάσεως της Δημαρχιακής Επιτροπής για την άσκηση

της παρέμβασης. Μη θεραπεία της έλλειψης με απόφαση του ΔΣ του Δήμου ή

με πληρεξούσιο. Παραδεκτή η αίτηση ακυρώσεως παρά την χρήση τίτλου

ευγενείας “βασιλεύς των Ελλήνων”, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων δεν

είχαν επίθετο. Πρόβλεψη απαλλοτριώσεως βασιλικής περιουσίας από το

Σ/1968 και νδ 225/73. Διατήρηση του τελευταίου μετά την πτώση της

δικτατορίας και την εφαρμογή του Σ/1952. ΝΔ 72/74 : ανάθεση σε ειδική

Επιτροπή του Δημοσίου της διοίκησης της βασιλικής περιουσίας μέχρι τον

οριστικό καθορισμό του πολιτεύματος Ν. 2086/92 κύρωση συμβολαίου που

προϋπέθετε την αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή του τέως βασιλιά

στο ακίνητο του Τατοϊου. Ν. 2215/94 : κατάργηση αναδρομική του Ν.

2086/92. Επιλογή Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας με δημοψήφισμα κι

οριστική περιέλευση της βασιλικής περιουσίας στο Δημόσιο. Μη

αντισυνταγματικότητα Ν. 2115/94. (αρθ. 17Σ). Αντίθετη κρίση ΑΠ.

Παραπομπή ζητήματος στο ΑΕΔ.

  

ΣΤΕ 4575/1996

Πρόεδρος:Β.Μποτόπουλος

Εισηγητής:Γ.Ανεμογιάνης,Σύμβουλος

Δικηγόροι:Ι.Μπράβος,Β.Χασαπογιάννης,Π.Ν.Σ.Κ.,Π.Μηλιαράκης

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχουν καταβληθεί τα

νόμιμα τέλη (8681361 και 8681362/1994 διπλότυπα της Δ.Ο γ δικαστικών

εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (2678595 και 6266724 ειδικά

γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, ο αιτών ζητεί να ακυρωθεί η 1 1 0 1 1 9 1 /722/00 06Α/8.9.

1994 απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών. Με την απόφαση αυτή

συγκροτήθηκε η επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν.

2215/1994 με τίτλο “Ρύθμιση θεμάτων της απαλλοτριωμένης περιουσίας της

έκπτωτης βασιλικής οικογενείας” (φ.77Α).

3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει, υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης

απόφασης, ο Δήμος Κερκυραίων. Το δικόγραφο της παρέμβασης υπογράφεται

από δικηγόρο, ο οποίος παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο

ακροατήριο. Ο Δήμος όμως Κερκυραίων δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο

απόφαση της Νομαρχιακής επιτροπής για να ασκηθεί η παρέμβαση ή να

εγκριθεί η άσκησή της όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 2

στοιχ. στ και 101 παρ. 2 του δηματικού και κοινατικού κώδικα (π.δ.

323/1989, 146 Α) για τη νόμιμη άσκηση της παρέμβασης. Η έλλειψη αυτή

δεν κκλύπτεται από το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με αριθμό

33182/12.10.1995 του συμβολαιογράφου Κέρκυρας Γ. Ζωχιού, με το οποίο ο

Δήμαρχος Κερκυραίων έδωσε εντολή στο δικηγόρο που παρέστη ενώπιον του

Δικαστηρίου και προσκόμισε το πληρεξούσιο αυτό να ασκήσει παρέμβαση στη

συγκεκριμένη υπόθεση και να εκπροσωπήσει το δήμο κατά τη συζήτηση της

υπόθεσης στο ακροατήριο. Δεν καλύπτεται επίσης ούτε από την απόφαση

(26-277/1 0. 1 0. 1995), με την οποία το Δημοτικό Συμβούλιο Κερκυραίων

ενέκρινε την παρέμβαση που είχε ασκηθεί. `Οπως προκύπτει από το άρθρο

93 του πιό πάνω κώδικα, το δηματικό συμβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να

εγκρίνει την άσκηση ένδικων μέσων. Συνεπώς, η κρινόμενη παρέμβαση

πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος “καθένας

έχει δικαίωμα στην παροχή έννομηςπροστασίας από τα δικαστήρια και

μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή

συμφέροντά του, όπως ορίζει ο νόμος”. Από τη διόταξη αυτή, που

επιφυλάσσει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας,

προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίζει δικονομικές

προυποθέσεις για το έγκυρο της άσκησης των ένδικων μέσων και την πρόοδο

της δίκης, για να είναι όμως συνταγματικώς ανεκτά τα θεσπιζόμενα αυτά

μέτρα πρέπει να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την

απονομή από αυτά δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια πέρα από τα

οποία ισοδυναμούν με κατάλυση άμεση ή έμμεση του ατομικού δικαιώματος

που προστατεύεται με την παραπάνω συνταγματική διάταξη. Το άρθρο 6 παρ.

4του ν. 2215/1994 (77 Α) ορίζει τα ακόλουθα: “4. `Ενδικα βοηθήματα ή

μέσα, ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, απορρίπτονται ως απαράδεκτα, αν

ο διάδικος χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του

παλαιούς τίτλους ευγενείας ή την ονομασία πολιτειακού αξιώματος που

κατείχε, ακόμη και με την ένδειξη πρώην ή τέως ή άλλη συναφή”.

Ο αιτών,τέως βασιλιάς των Ελλήνων,έκπτωτος ήδη,σύμφωνα με το αποτέλεσμα

του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, στερείται επωνύμου λόγω των

ιστορικών περιστάσεων και ειδικότερα γιατί οι βασιλιάδες των Ελλήνων

δεν είχαν επώνυμο (βλ. συναφώς ψήφισμα της Β των Ελλήνων συνέλευσης της

18.3.1963, σύμφωνα με το οποίο ο ιδρυτής της δυναστείας …………,

…………., ………., ………., ………., δευτερότοκος γιός του

πρίγκηπα ……… της Δανίας, ανακηρύσσεται Συνταγματικός βασιλεύς

των Ελλήνων με το όνομα “………. Α Βασιλεύς των Ελλήνων, καθώς και το

έγγραφο του Γραφείου Πρωθυπουργού της Δανίας με ημερομηνίο 1.7.1983, το

οποίο πιστοποιεί ότι “από το βασιλιά …………. και εφεξής κανείς

Δανός βασιλιάς ή μέλος της δανικής βασιλικής οικογένειας δεν φέρει ή

έφερε το όνομα …………….. ή οποιοδήπατε άλλο επώνυμο”).

Από τις ανωτέρω περιστάσεις ο αιτών έχει δικαίωμα να τύχει δικαστικής

προστασίας κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος, απευθυνόμενος στο

δικαστήριο με το κύριο όνομάτου, αρκεί να προκύπτει κάθε φορά, από το

περιεχόμενο του δικογράφου, η ταυτότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση,

ο αιτών για να προσδιορίσει την ταυτότητά του, αναφέρει στο δικόγραφο

της κρινόμενης αίτησης, ότι η αίτηση αυτή ασκείται από τον Κωνσταντίνο,

πρώην βασιλιά των Ελλήνων. Η ονομασία αυτή,”πρώην βασιλιάς”, αναφέρεται

στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το

Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιορισθεί η ταυτότητα του

αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν,

επωνύμου.

`Εχει, δηλαδή, την έννοια ότι ο αιτών είναι ο Κωνσταντίνος εκείνος

που διατέλεσε βασιλιώς των Ελλήνων έως την έκπτωσή του. Πρόκειται για

αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και άλλα στοιχεία, μπορεί

πράγματι να προσδιορίσει την ταυτότητα του πιό πάνω προσώπου,

προκειμένου το πρόσωπο αυτό να τύχει δικαστικής προστασίας. Υπό τις

ανωτέρω λοιπόν περιστάσεις, και από την άποψη ειδικώς του άρθρου 20 του

Συντάγματος,ο αιτών, εφόσον η ταυτότητά του προκύπτει από το

περιεχόμενο του δικογράφου, νομιμοποιείται, ευθέως βάσει του άρθρου 20

του Συντάγματος, να ζητήσει δικαστική προστασία, όταν προσβάλλεται

δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς

ασκείται από την πιό πάνω άποψη.

Μειοψήφισαν οι Σύμβουλοι Γ.Σταυρόπουλος, Κ. Μενουδάκος, Γ. Ανεμογιάννης, Δ. Πετρούλιας και Αικ.Συγγούνα, με την γνώμη των οποίων συντάχθηκε και η Πάρεδρος Κ.

Φιλοπούλου. Η άποψη της μειοψηφίας είναι η ακόλουθη: μετά την έκδοση

του δημοψηφίσματος του έτους 1974 υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο

νομοθέτης της πιό πάνω διόταξης του ν. 2215/1994 θεωρεί ότι ο αιτών, ο

οποίος για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, χρησιμοποιεί την

ονομασίσ πολιτειακού αξιώματος που κατείχε, έστω και με την ένδειξη

πρώην ή τέως, αμφισβητεί ή δεν αναγνωρίζει το πολίτευμα της

Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το απατέλεσμα του

δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, με το οποίο καθορίστηκε η μορφή

του πολιτεύματος. `Ετσι, με την παραπάνω διάταξη, όπως αναφέρεται και

στην εισηγητική έκθεση του νόμου,”τίθεται φραγμός στη δικανική χρήση

τίτλων και προσδιοριστικών στοιχείων του καταργηθέντος πολιτειακού

αξιώματος που θίγουν την ευαισθησία του ελληνικού λοού”. Συνεπώς, κατά

τη γνώμη της μειοψηφίας, η πιό πάνω διάταξη του νόμου 2215/1994 θέτει

προυπόθεση που βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 1 του Συντάγματος, γιατί

αποβλέπει στην παρεμπόδιση των πιό πάνω αμφισβητήσεων του πολιτεύματος,

και δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 αυτού. Εξάλλου, από την άποψη

αυτή δεν έχει σημασία άτι ο αιτών, όπως ισχυρίζεται, δεν έχει επώνυμο,

αφού μπορεί να χρησιμοποιήσει, για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του,

άλλα προσδιοριστικά στοιχεία εκτός από την ονομασία πολιτειακού

αξιώματος που κατείχε. Επομένως, κατά τη γνώμη που μειοψήφισε, η

κρινόμενη αίτηση έπρεπε ν` απορριφθεί ως απαράδεκτη.

5. Επειδή, ο αιτών τέως βασιλιάς νομιμοποιείται στην άσκηση της

κρινόμενης αίτησης και από την άποψη του αντικειμένου της αίτησής του

καθώς και του εννόμου συ μφέροντός του προς ακύρωση της προσβαλλομένης

πράξης, γιατί με την πράξη αυτή συγκρατείται επιτροπή από δημόσιους

λειτουργούς με έργο την άσκηση δημοσίας λειτουργίας και ειδικότερα με

αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ν.

2215/1994, τη διοίκηση και διαχείριση της αναφερόμενης στην παρ. 1 του

άρθρου 2 του ίδιου νόμου ακίνητης και κινητής τέως βασιλικής

περιουσίας, με τελικό σκοπό την “παράδοση των παραπάνω πραγμάτων στις

δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και

4 του άρθρου 4 του νόμου αυτού”, δηλαδή “στις δημόσιες υπηρεσίες,

νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του

δημόσιου τομέα, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς τοπικής

αυτοδιοίκησης οποιουδήπατε βαθμού, επιχειρήσεις που τελούν υπό τον

άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Κράτους, ανεξάρτητα από την νομική τους

μορφή, που καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται

ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και του κατά

περίπτωση αρμόδιου υπουργού” (άρθρ. 4 παρ. 1, καθώς και σε ιδρύματα,

για την ανέγερση νοσηλευτικών μονάδων ή κέντρων ιατρικών ερευνών (άρθρ.

4 παρ.4) . Μειοψήφισαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος και Αδ. Φαρμάκης, οι

οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι εφόσον ο αιτών, προς θεμελίωση του

εννόμου συμφέροντος αυτού και των λόγων ακυρώσεως επικαλείται

ιδιωτικά δικαιώματα κυριότητας επί της περιουσίας, την οποία

διαχειρίζεται η πιο πάνω επιτροπή, η κρινόμενη αίτηση είναι

απαράδεκτη, δεδομένου ότι η προστασίο των δικαιωμάτων αυτών

επιτυγχάνεται με την άσκηση των προσηκόντων ένδικων μέσων ενώπιον των

αρμοδίων προς τούτο πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, ο Σύμβουλος Φ.

Κατζούρος μειοψήφισε και ως προς το έννομο συμφέρον του αιτούντος και

ειδικότερα διατύπωσε τη γνώμη ότι ο αιτών δεν έχει έννομο συμφέρον να

αμφισβητήσει τη νομιμότητα της πράξης με την οποία συγκροτήθηκε η

επιτροπή του άρθρου 3 του ν. 2215/1994, δεδομένου ότι η πράξη αυτή δεν

επιφέρει,καθ εαυτή, ζημία στα συμφέροντά του.

6. Επειδή, το “συνταγματικό” κείμενο του 1968 όπως διαμορφώθηκε με το

π.δ. 370/1973 (266 Α), στο άρθρο 134 παρ. 3 όριζε τα εξής: “Δια νόμου

εφ` άπαξ εκδιδομένου ορίζεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου

21 του Συντάγματος, η απαλλατριουμένη ακίνητος και κινητή περιουσία του

εκπτώτου βασιλέως και μελών της οικογενείας η οποία εβασίλευσεν εν

Ελλάδι. Δια του ως άνω νόμου, δια της δημοσιεύσεως του οποίου

κηρύσσεται και συνάμα συντελείται υπέρ του Δημοσίου η απαλλοτρίωσις,

ορίζονται ρητώς το ποσόν της αποζημιώσεως, ο χρόνος και ο τόπος

καταβολής ταύτης, τα δικαιούχα πρόσωπα και τα της χρήσεως ή διαθέσεως

των καθ` έκαστον εκ των απαλλοτριουμένων πραγμάτων. Βάσει της διάταξης

αυτής εκδόθηκε το ν.δ. 225/1973 (278 Α), με το οποίο απαλλατριώθηκε η

ακίνητη και κινητή περιουσία του έκτπωτου βασιλιά και των μελών της

βασιλικής στο άρθρο 1 του ν.δ/τος αυτού ορίζονται τα εξής: “1.

Κηρύσσεται αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα και απαλλοτριούται, περιερχομένη

αυτοδικαίως από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εις την κυριότητα

του Δημοσίου άνευ ετέρας διατυπώσεως η περιουσία του τέως Βασιλέως και

μελών της   οικογενείας, η οποία εβασίλευσεν εν Ελλάδι, μετά πάντων των

εν αυτή κτισμάτων, εγκαταστάσεων και των εν γένει παραρτημάτων ταύτης:

α) Κτήμα Δεκελείας (Τατοϊου Αττικής ) β) Κτήμα ……….. κείμενον εν

Κέρκυρα… γ) Κτήμα Πολυδενδρίου Αγυιάς του Νομού Λαρίσης … δ) Παν

έτερον ακίνητον ανήκον εις την κυριότητα εξ ολοκλήρου ή κατ` ιδανικόν

μερίδιον, του τέως Βασιλέως ………………., της τέως Βασιλομήτορος

………… ή της τέως πριγκηπίσσης ………”. Περαιτέρω στο άρθρο 2

ορίζεται ότι “Η κατάληψις της όλης εκτάσεως των εντω προηγουμένω όρθρω

ακινήτων, ως ταύτα προσδιορίζονται και οριοθετούνται αυτόθι, και η

εγκαστάστασις του Δημοσίου εις την νομήν αυτών, θεωρούνται

συντελεσθείσαι, συνεπαγόμεναι την υπ` αυτού άσκησιν πάντων των συναφών

δικαιώματων και εξουσιών, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.

Διατάξεις για την απαλλοτρίωση των κινητών πραγμάτων του έκπτωτου

βασιλιά και των μελών της βασιλικής οικογένειας περιέχονται στο άρθρο 3

του ν.δ/τος αυτού. Ακολούθως, στο άρθρο 4 ορίζονται τα εξής: “1. Η

αποζημίωσις δια την απαλλοτρίωσιν των εν τοις προηγουμένοις άρθροις

ακινήτων και κινητών πραγμάτων ορίζεται συνολικώς εις το ποσόν των

δραχμών εκατόν είκοσι εκατομμυρίων (120.000.000). Η αποζημίωσις αυτή

δεν υπέκειται εις φόρον, τέλος ή οιανδήπατε ετέραν κράτησιν. 2. Εκ της

ως άνω οριζομένης συνολικής αποζημιώσεως καταβάλλονται: α) Εις τον τέως

Βασιλέα Κωνσταντίνον, δραχμαί ενενήκοντα τέσσερα εκατομμύρια

(94.000.000) β) Εις την τέως Βασιλομήτορα Φρειδερίκην, δραχμαί δέκα

τέσσερα εκατομμύρια (14.000.000). γ) Εις την τέως πριγκήπισσαν Ειρήνην,

δραχμαί δώδεκα εκατομμύρια (1 2.000.000)….” Ρυθμίσεις για την

καταβολή της αποζημίωσης περιέχειτο άρθρο 5, ορίζοντας τα εξής:”l . Η

καταβολή της αποζημιώσεως ενεργείται εκ των διαθεσιμων του τακτικού

προυπολογισμού του Κράτους, δι` εντάλματος εκδιδομένου υπό του

Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών επ` ονόματι ενός εκάστου των

εν άρθρο 4 παρ. 2 προσώπων. 2. Το ένταλμα εκτελείται δια καταθέσεως του

εν αυτώ αναγραφομένου ποσού εις την Τράπεζα της Ελλάδος και εις

ελεύθερον λογαριασμόν υπέρ των εν αυτών αναγραφομένων δικαιούχων. 3)

…. 5) Ο κατά την παράγραφον 2 λογαριασμός διατηρείται και η είσπραξις

του ορισθέντος ποσού υπό των δικαιούχων προσώπων ενεργείται κατά τ`

ανωτέρω μέχρι της 31ης Δεκεμβρίαυ 1975. Παρερχομένης της προθεσμίας

ταύτης άνευ του ορισθέντος ποσού ή μέρους τούτου υπό τινος των

δικαιούχων προσώπων, τούτο ή το μη αναληφθέν υπόλοιπον, αποδίδεται άνευ

ετέρου εις το Δημόσιο. Τέλος, στο άρθρο 8 του πιό πάνω ν.δ/τος ορίζεται

ότι “πάντα τα δια του παρόντος απαλλοτριούμενα υπέρ του Δημοσίου

ακίνητα πράγματα παραμένουν εσαεί εις την κυριότητα και την νομην αυτου

και διατηρούν τον χαρακτήρα και τον εκ της φύσεως προορισμών των …”.

Μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος και ειδικότερα με τη

Συντακτική Πράξη της 1.8.1974 “Περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής

νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου μέχριτου οριστικού

κα8ορισμού του Πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου Συντάγματος της

χώρας” (213 Α) επανατέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του έτους 1952 “μέχρι

της ψηφίσεως του οριστικού Συντάγματος της χώρας”, εκτός από τις

διατάξεις που καθόριζαν τη μορφή του Πολιτεύματος (άρθ. 1 της ΣΠ).

Περαιτέρω, στο άρθρο 2 ορίστηκε ότι “μέχρι του οριστικού καθορισμού της

μορφής του Πολιτεύματος δια της ελευθέρας εκφράσεως της βουλήσεως του

Ελληνικού Λαού”τα καθήκοντα του Ανώτατου `Αρχοντα ασκούνται από τον

Πρόεδρο της Δημοκρατίας.Ακολούθως, στο άρθρο 10 της πιό πάνω

Συντακτικής Πράξης ορίστηκαν τα εξής: “1. Μέχρι της συγκλήσεως της

Εθνικής Αντιπροσωπείας η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του

Υπουργικού Συμβουλίου δια νομοθετικών διαταγμάτων κυρουμένων,

εκδιδομένων και δημοσιευομένων υπό του Ανωτάτου `Αρχοντος. 2. Δια

τοιούτων νομοθετικών διαταγμάτων δύναται να ρυθμίζωνται και μετ`

αναδρομικής δυνάμεως θέματα προκύπτοντα εκ των από της 21ης Απριλίου

1967 και εφ` εξής εκδοθεισών Συντακτικών ή συνταγματικού χαρακτήρος

Πράξεων ως και παν έτερον θέμα σχετικόν προς την αποκατάστασιν της

δημοκρατικής νομιμότητος και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών ως

και προς την ανάκλησιν, κατάργησιν ή άρσιν των συνεπειών πάσης φύσεως

γενικού ή ατομικού χαρακτήρος πράξεων γενομένων κατά την ως άνω

περίοδον”. Ακολούθησε η δεύτερη Συντακτική Πράξη της 5.8. 1974 (217 Α),

που ίσχυσε αναδρομικά από 1.8.1974 (άρθρ. 12), δηλαδή από το χρόνο που

ίσχυσε και η πρώτη Συντακτική Πράξη της 1.8. 1974.

Με την παρ. 1 του άρθρου 10 της δεύτερης αυτής Συντακτικής Πράξης

αναδιατυπώθηκε, χωρίς να μεταβληθεί το νοηματικό του περιεχόμενο, το

άρθρο 15 της πρώτης και ορίστηκε ότι καταργούνται οι συντακτικές ή

συντακτικού χαρακτήρα πράξεις της δικτατορίας. Με την παρ. δε 2του

ίδιου άρθρου ορίστηκαν τα ακόλουθα: “Νομοθετικαί διατάξεις εκδοθείσαι

βάσει του δημοσιευθέντος την 15ην Νοεμβρίου 1968 κειμένου συντάγματος ή

βάσει των τροποποιητικών αυτού διατάξεων, ή τέλος, βάσει των εν τη

προηγουμένη παραγράφω αναφερομένων συντακτικών πράξεων, διατηρούνται

προσωρινώς εν ισχυι καθ` ο μέρος αύται δεν αντιβαίνουν εις τας

διατάξεις του επανατεθέντος εν ισχυι Συντάγματος της lης Ιανουαρίου

1952, ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια της καταστατικής

Συντακτικής Πράξεως της lης Αυγούστου 1974 και της παρούσης. Αι ως άνω

νομοθετικαί διατάξεις δύναται να συμπληρούνται, τροποποιούνται και

καταργούνται δια νομοθετικών διαταγμάτων εκδιδομένων κατά το άρθρον 10

παρ. 1 της ως άνω καταστατικής Συντακτικής Πράξεως”. Κατά τη διάρκεια

της μεταβατικής περιόδου της Μεταπολίτευσης, δηλαδή πριν από τη

διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και την ψήφιση του νέου Συντάγματος,

εκδόθηκε το ν.δ. 72/1974 “Περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της

περιουσίας της βασιλικής οικογενείας” (Φ68 Α), επικαλούμενο στο

προοίμιό του τις διατάξεις των άρθρων 1 και 10 παράγραφοι 1 και 2 της

πρώτης Συντακτικής Πράξης της 1.8. 1974. Το ν.δ/γμα αυτό ανέθεσε σε

ειδική επιτροπή του Δημοσίου τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας

της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας, ορ(ζοντας πλέον ρητώς (άρθρ. 1

παρ. 1) ότι η ρύθμιση αυτή γίνεται “μέχρι του οριστικού καθορισμού της

μορφής του πολιτεύματος κατά τα εν άρθρω 2 της Καταστατικής Συντακτικής

Πράξεως της 1/1.8.1974 οριζόμενα”. Τέλος, επακολούθησε η Συντακτική

Πράξη της 3.10. 1974 “Περί προσφυγής εις την λαϊκήν ετυμηγορίαν προς

ολοκλήρωσιν της δημοκρατικής νομιμότητος” (282 Α). Στην παρ. 1 του

άρθρου 1 αυτής ορίζεται ότι “Εντός 15 το βραδύτερον ημερών από της

διενέργειας εκλογών Εθνικής Αντιπροσωπείας, η εξ αυτής προερχομένη

Κυβέρνησις υποχρεούται όπως προκηρύξη δημοψήφισμα προς καθορισμό της

μορφής του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας δια της αμέσου και

ελευθέρας εκφράσεως της βουλήσεως του Ελληνικού Λαου…”.Στο άρθρο 2 δε

της ίδιας Συντακτικής Πράξης ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Η εκ των υπό

προκήρυξιν εκλογών Εθνική Αντιπροσωπεία δικαιούται να τροποποιήση,

καταργήση και συμπληρώση και τας θεμελιώδεις διατάξεις του

Συντάγματος, πλην των καθοριζουσών την μορφήν του πολιτεύματος, περί

της οποίας θα αποφανθεί αμέσως ο Ελληνικός Λαός, κατά τα εις το

προηγούμενον οριζόμενα. 2. Εις την περίπτωσιν καθιερώσεως της

αβασιλεύτου δημοκρατίας, η Εθνική Αντιπροσωπεία εκλέγει δια της

απολύτου πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των μελών αυτής, προσωρινόν

Πρόεδρον της Δημοκρατίας, `Ελληναν πολίτην, συμπληρώσαντα το 50όν έτος

της ηλικίας του, όστις θα ασκή τας εκ του ισχύοντος προσωρινώς

Συντάγματοςτης lης Ιανουαρίου 1952 αρμοδιότητας του αρχηγού του

Κράτους, μέχρι της ψηφίσεως του οριστικού Συντάγματος της χώρας και της

κατά τας διατάξεις αυτού εκλογής οριστικού Προέδρου της Δημοκρατίας.

Προκριθείσης της βασιλευομένης δημοκρατίας, δια της λαϊκής ετυμηγορίας,

ο Βασιλεύς αναλαμβάνει αυτοδικαίως την άσκησιν των εκ του Συντάγματος

της lης Ιανουαρίου 1952 αρμοδιοτήτων αυτού, μέχρι της επιψηφίσεως του

νέου Συντάγματος, κατά τα εις την παράγραφον 1 του άρθρου τούτου

οριζόμενα, από ταύτας δε τας αρμοδιότητας, ως θέλουν αύται διαμορφωθή

δια του νέου Συντάγματος. Το δημοψήφισμα έγινε και απέβη κατά της

βασιλείας και υπέρ της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Η

μορφή του πολιτεύματος καθορίστηκε πανηγυρικά από το άρθρο 1 του

Συντάγματος και η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων που

δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση (άρθρ. 110 παρ. 1). Ακολούθως, με τα άρθρο

1 του ν. 10573/1992 (172 Α) κυρώθηκε η από 3.6.1992 αριθ. 10573/1992

πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής Χαντζιάραλη και ορίστηκε ότι

από την πιό πάνω χρονολογία έχουν ισχυ νόμων οι περιεχόμενες σ` αυτή

δικαιοπραξίες, καθώς και το λοιπό περιεχόμενο της πράξης αυτής. Στην

πιό πάνω πράξη, στην οποία συμβαλλόμενοι ήταν ο έως βασιλιάς και το

Ελληνικό Δημόσιο, περιγράφονται οι εκκρεμείς φορολογικές δίκες μεταξύ

Ελληνικού Δημοσίου και έκπτωτου βασιλιά και μελών της πρώην βασιλικής

οικογένειας, καθώς και οι εκκρεμείς οφειλές των τελευταίων προς το

Ελληνικό Δημόσιο από φόρους εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας και

κληρονομίας πραγμάτων της βασιλικής περιουσίας που είχαν αποκτήσει τα

πιό πάνω πρόσωπα ως κληρονόμοι του άλλοτε βασιλιά ………… και της

συζύγου του (παραγρ. Α). Ακολούθως ορίζεται ότι ο έκπτωτος βασιλιάς και

το Ελληνικό Δημόσιο παραιτούνται από ειδικώς αναφερόμενα ένδικα μέσα

(παραγρ. Β). Τέλος, περιγράφεται ακίνητο με την ονομασία “Δεκέλεια” ή

“Τατόϊ”, εκτάσεως 41.900 στρεμμάτων, για το οποίο δηλώνεται άτι ανήκει

στην αποκλειστική κυριάτητα, νομή και κατοχή του τέως βασιλιά (παραγρ.

Γ.) Τμήμα του τελευταίου αυτού ακινήτου εκτάσεως 4.000 περίπου

στρεμμάτων αναφέρεται ότι διαφυλάσσεται στην κυριότητα του έκπτωτου

βασιλιά, άλλα δε τμήματατου ίδιου ακινήτου ο τέως βασιλιάς μεταβίβασε

στο Ελληνικό Δημόσιο και δώρισε σε κοινωφελές ίδρυμα και το μεγαλύτερο

τμήμα εκτάσεως 37.500 περίπου στρεμμότων, παραχώρησε στο κοινωφελές (μη

κερδοσκοπικό) ίδρυμα με την επωνυμία “Εθνικός Δρυμός Τατοϊου”, που είχε

συσταθεί με την πιό πάνω συμβολαιογραφική πράξη (παραγρ. 1). Μεταξύ των

σκοπών του ιδρύματος αυτού περιλαμβάνονται η λήψη και εφαρμογή όλων των

αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση και ανάδειξη του δασοκτήματος Τατοϊου

ως εθνικού δρυμού (παραγρ. 12).

Ορίζεται δε περαιτέρω ότι “η πραγμάτωσις των σκοπών του Ιδρύματος θα

γίνει: α) Δια του διατιθεμένου δια του παρόντος εις αυτό κατά πλήρη

κυριότητα, νομήν και κατοχήν τμήματος του ανωτέρω περιγραφέντος

δασοκτήματος υπό την ονομασίσν “Δεκέλεια” ή “Τατόϊ”, εμβαδού 37.426

(τριάντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι έξι) περίπου στρεμμάτων”

(παραγρ. 1 5) και ότι “αι διατάξεις του άρθρ. 109 του Συντάγματος έχουν

συνεφαρμογήν και επί του δια της παρούσης συνιστωμένου Ιδρύματος της

τηρήσεως των διατάξεων και της βουλήσεως του ιδρυτού και δωρητού

αποτελούσης απαραίτητον όρον προς διατήρησην της προσφοράς του και της

ισχύος της επ` αυτού μεταβιβάσεως εις το ίδρυμα του ως άνω περιουσιακού

στοιχείου ή και άλλων δωρηθησομένων μελλοντικώς υπ` αυτού κινητών ή

ακινήτων” (παραγρ. 1 8). Επακολούθησε ο νόμος 2215/1994 (77 Α), στο

άρθρο 1 ταυ οποίου ορίζονται τα εξής: “1 Ο ν. 2086/1992 “Κύρωση της

μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του τέως Βασιλέως …………..

σύμβασης που καταρτίστηκε με την υπ` αριθ. 10573/1992 πράξη της

συμβ/φου Αθηνών Στυλιανής Χαντζιάρα-Λέλη (ΦΕΚ 172 Α), καταργείται από

την ημέρα που ίσχυσε 2. Η 10573/3.6.1992 Συμβολαιογράφου Αθηνών

10573/3.6. 1992 πράξη της συμ/φου Αθηνών Σ.Χαντζιάρα-Λέλη θεωρείται

άκυρη από την ημέρα που υπογράφηκε. 3. Αίρονται, από τότε που επήλθαν,

οι κάθε είδους έννομες συνέπειες του ν. 2086/1992 και της

10573/3.6.1992 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής

Χαντζιάρα-Λέλη”. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζονταιτα

ακόλουθα: “1. Ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά κυριότητα, νομή και

κατοχή η κινητή και ακίνητη και περιουσία του έκπτωτου Βασιλιά

Κωνσταντίνου Γλυξμπουργκ και των μελών της ρώην βασιλικής οικογένειας,

που περιγράφεται ν.δ. 225/1973 “Περί απαλλοτριώσεως ακινήτου και

κινητής περιουσίας του τέως Βασιλέως και μελών της βασιλικής

οικογένειας ” (~ΕΚ 278 Α), που διατηρήθηκε σε ισχύ με τα άρθρα 1 και 2

της Συντακτικής Πράξης της 1/1.8.1974 (ΦΕΚ 213 Α) και με το απατέλεσμα

του Δημοψηφίσματος της 8. 12.1974, με το οποίο καθορίστηκε η μορφή του

Πολιτεύματος και το οποία ενσωματώθηκε στις διατάξεις των άρθρων 1 και

1 10 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στους συνημμένους στο παραπάνω

ν.δ. πίνακες απαλλατριωθέντων κινητών πραγμάτων και σχεδιαγράμματα των

απαλλοτριωθέντων ακινήτων, ανεξάρτητα από το ειδικό νομικό καθεστώς των

επί μέρους πραγμάτων που ίσχυε κατά την συντέλεση της απαλλατρίωσης. Ως

προς τα πράγματα που ανήκαν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, η

συντέλεση της απαλλατρίωσης κατά το ν.δ. 225/1973 νοείται ως επαναφορά

των πραγμάτων αυτών στη νομή, κατοχή και χρήση του Ελληνικού Δημοσίου.

2 Στα βιβλία μεταγραφών και υποθηκών γίνεται μνεία του νόμου αυτού,

είτε αυτεπάγγελτα είτε με αίτηση του Υπουργού Οικονομικών ή του

Προέδρου της Επιτροπής, που συνίσταται με τις διατάξεις του άρθρου 3

του επόμενου άρθρου”.

Με το άρθρο 3 του νόμου συνίσταται επταμελής επιτροπή (παρ. 1), η

συγκρότηση της οποίας γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (παρ.

2), στις αρμοδιότητες δε της επιτροπής ανήκουν: α) Η απογραφή των

πραγμάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, ως και η

διεκδίκηση όσων δεν βρίσκονται σήμερα υπό τον έλεγχο, εποπτεία και

φύλαξη του κρότους, β) η διενέργεια όλων των αναγκαίων πράξεων

διοίκησης και διαχείρισης των πραγμάτων αυτών, γ) η παράδοση των

παραπάνω πραγμάτων στις δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα ή

επιχειρήσεις της παραγράφου 1 και 4 του νόμου αυτού και δ) η άσκηση

κάθε άλλης αρμοδιότητας, που θα ανατεθεί σε αυτήν με απόφαση του

Υπουργού Οικονομικών σε σχέση με τα πράγματα αυτά (παρ. 3). Τέλος, στο

άρθρο 4 του πιό πάνω νόμου ορίζεται ότι το ακίνητο ………… που

βρίσκεται στην Κέρκυρα παραχωρείται κατά κυριότητα στο λήμο Κερκυραίων

(παρ. 2) και άτι τα κτήματα Δεκελείας (Τατοϊου) Αττικής και

Πολυδενδρίου Αγιάς Λάρισας περιέρχονται στη διοίκηση και διαχείρισητου

Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο διοικεί και διαχειρίζεται αυτά κατά τις

ισχύουσες διατάξεις (παρ. 3).

7. Επειδή, κάθε φορά που στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας,

καταργείτο η βασιλεία, το ζήτημα της τύχης της “βασιλικής περιουσίας”

ήταν αντικείμενο ρυθμίσεων συνταγματικού ή συντακτικού, γενικότερα

χαρακτήρα (βλ. το από 25.3.1924 ψήφισμα της Δ Συνταγματικής Συνέλευσης,

φ. 64 Α, σε συνδυασμό με το ν. 3213/1924, φ. 199 Α, τον α.ν. της 22.

1.1936, φ. 39 Α, και το ν.δ. 1136/1949, φ. 248 Α).`Ετσι συνέβη και με

την πρόσφατη κατάργηση της βασιλείας. Συντακτικές πράξεις, ειδικοί

νόμοι και το ίδιο το Σύνταγμα, τελικώς ρύθμισαν την τύχη της περιουσίας

αυτής και όχι συνήθεις αστικοί νόμοι (κανονιστικές ρυθμίσεις σε επίπεδο

σχέσεων αστικού δικαίου). Τούτο δε γιατί το ζήτημα αυτό συνδέθηκε ab

initio από το συντακτικό νομοθέτη μετη μορφή του πολιτεύματος,

ειδικότερα δε, στην κρίσιμη εν προκειμένω ιστορική περίοδο, με τις

ευθύνες του τέως βασιλιά στο διάστημα της δικτατορίας. Υπήρξε δηλαδή,

εξ αρχής, ζήτημα πολιτικό, αυτόχρημα πολιτειακό, που ρυθμίστηκε νομικά

σε συνταγματικό επίπεδο ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Η πιό πάνω

λοιπόν περιουσία απαλλοτριώθηκε από το δικτατορικό καθεστώς βάσει

διάταξης του “συνταγματικού” κειμένου του 1968 (άρθρ. 134 παρ. 3),

εξαιτίας της στάσης του βασιλιά έναντι του δικτάτορα σε κάποιο στάδιο

της διαδρομής της δικτατορίας. Συνδέθηκε από τη Μεταπολίτευση με την

έκβαση του δημοψηφίοματος υπέρ ή εναντίον της βασιλείος, και τούτο

γιατί το ζήτημα των πολιτικών ευθυνών του τέως βασιλιά για την κατάλυση

της δημοκρατίας, από την χρύντα ήταν, έως το δημαψήφισμα, ένα ανοιχτό

ζήτημα ήταν, ακριβώς, ο πυρήνας του πολιτικού ζητήματος το οποίο

σύμφωνα με τις συντακτικές πράξεις της Μεταπολίτευσης (άρθρα 1 και 2

της πρώτης Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974 και άρθρ. 1 παρ. 1 της

σχετικής με το δημοψήφισμα Συντακτικής Πράξης της 3.lO. 1974), θα

κρινόταν από το δημοψήφισμα. Ειδικότερα, με το ν.δ. 225/1973, που

εκδόθηκε βάσει της πιό πάνω διάταξης του “συνταγματικού” κειμένου του

έτους 1968, τα στοιχεία της Βασιλικής περιουσίας απαλλοτριώθηκαν, με

αποζημίωση που καθόρισε ο ίδιος ο νόμος και όχι τα πολιτικά δικαστήρια,

και περιήλθαν αυτοδικαίως στην κυριότητα του Δημοσίαυ από την έναρξη

της ισχύος του νόμου αυτού (άρθρ. 1 παρ. 1) από τότε δε, έως και την

ψήφιση του Συντάγματος του έτους 1975, κανένα κανονιστικό κείμενο –

ούτε συντακτική πράξη, ούτε νομοθετικό διόταγμα, ούτε νόμος – δεν

απέδωσε την περιουσίσ αυτη, ουτε πρόβλεψε την απόδοσή της, στον τέως

βασιλιά. Αναλυτικάτερα: όπως έχει εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, μετά

την κατάρρευση της δικτατορίας επανήλθε σε ισχύ, με τη Συντακτική Πράξη

της 1.8.1974, το Σύνταγμα του έτους 1 952 “μέχρι της ψηφίσεως του

οριστικού Συντάγματος της χώρας”, εκτός από τις διατάξεις που καθόριζαν

τη μορφή του Πολιτεύματος (άρθρο l,της ΣΠ).

Περαιτέρω δε, με το άρθρο 10 παρ. 2 της πιό πάνω Συντακτικής Πράξης

ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι θέματα που προέκυπταν από συνταγματικού

χαρακτήρα πράξεις της δικτατορίας μπορούσαν να ρυθμίζονται με

νομοθετικά διατάγματα και τα σχετικά μέτρα γενικού ή ατομικού χαρακτήρα

να ανακαλούνται, καταργούνται κ.λπ. Τέτοιο θέμα, δηλαδή θέμα που

προέκυπτε από “συνταγματικού” χαρακτήρα μέτρο του δικτατορικού

καθεστώτος της 21ης Απριλίου, ήταν και το θέμα της βασιλικής

περιουσίας, η οποία, όπως έχει πιό πάνω εκτεθεί, απαλλατριώθηκε το έτος

1973 βάσει του”συνταγματικού” κειμένου του έτους 1968 και κατ` απόκλιση

από τις κοινές περί απαλλατριώσεως συνταγματικές διατάξεις. Επομένως,

σύμφωνα με την πιό πάνω διόταξη της Συντακτικής αυτής Πράξης της

Μεταπολίτευσης, και το παραπάνω θέμα μπορούσε να ρυθμιστεί, μεταξύ

άλλων, από τη νομοθετική εξουσία μέχρι τη σύγκλιση της Εθνικής

Αντιπροσωπείας (παρ. 2 άρθρου 10 σε συνδυασμό με παρ. 1 ίδιου άρθρου),

με νομοθετικό διάταγμα κυρούμενο, εκδιδόμενο και δημοσιευόμενο από τον

Πρόεδρο της Δημοκρατίας (άρθρ. 10 παρ. 1 της Συντακτικής Πράξης). Η

βασιλική περιουσία είχε λοιπόν απαλλατριωθεί με το ν.δ. 225/1973 (που

αποτελούσε “τυπικό απλώς νόμο”, άθροισμα ουσιαστικών διοικητικών

πράξεων) και είχε περιέλθει αυτοδικαίως στην κυριότητα του Ελληνικού

Δημοσίου, όπως όριζε το νομοθετικό αυτό διάταγμα, του οποίου, έτσι, το

περιεχόμενο εξαντλήθηκε, η αφαίρεση όμως αυτής της περιουσίας από τον

τέως βασιλιά, που επήλθε με το “συνταγματικό” κείμενο του 1968 και

βάσει αυτού με το πιό πάνω νομοθετικό διάταγμα,δε θεωρήθηκε από τη

Μεταπολίτευση οριστική, αφού αποτελούσε θέμα που θα μπορούσε να

ρυθμιστεί με νομοθ. διόταγμα μέχρι τη σύγκλιση της Εθνικής

Αντιπροσωπείας σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 της πρωτης Συντακτικής

Πράξης της 1.8.1974 υπο την έννοια ότι η βούληση του συντακτικού

νομοθέτη της Μεταπολίτευσης, συναγόμενη από το συνδυασμό του άρθρου 10

παρ. 2 προς το άρθρο 2 της πιό πάνω Συντακτικής Πράξης, το οποίο

προέβλεψε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ως προς τη μορφή του

πολιτεύματος, ήταν να συνδεθεί η οριστική τύχη της βασιλικής περιουσίας

με την έκβαση του δημοψηφίσματος, δηλαδή με τη μορφή του πολιτεύματος,

και εωσότου διεξαχθεί το δημοψήφισμα το θέμα αυτό να παραμείνει

εκκρεμές.

Περαιτέρω δε η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 της δεύτερης

Συντακτικής Πράξης της 5.8.1974, ορίζοντας ότι νομοθετικές διατάξεις

που εκδόθηκαν βάσει του “συνταγματικού” κειμένου της 15. 11.1968

διατηρούνται προσωρινά σε ισχύ κατά το μέρος που δεν αντίκεινται στο

Σύνταγμα του έτους 1952, δεν απέδωσε τη βασιλική περιουσία στον τέως

βασιλιά, ούτε πρόβλεψε την απόδοσή της, ούτε έθιξε με οποιοδήπατε

τρόπο, τη μνημονευομένη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 της πρώτης

Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974, αλλά ενόψει της ιστορικής συνεχείας

του Κράτους και προς αποφυγή περαιτέρω αναστατώσεων, διατήρησε σε ισχύ,

εφόσον δεν αντέκειντο στο Σύνταγμα του έτους 1952, νομοθετικές

διατάξεις της δικτατορίας που δεν αφορούσαν θέματα συνταγματικού

χαρακτήρα (περί αυτών, όπως έχει εκτεθεί, είχε προνοήσει ήδη το άρθρο

10 παρ. 2 της πρώτης Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974), υπό την

αυτονόητη, βέβαια, προυπόθεση ότι το περιεχόμενο των νομοθετικών αυτών

διατάξεων δεν είχε εξαντληθεί με την εφαρμογή τους. Επομένως, η πιό

πάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 της δεύτερης Συντακτικής Πράξης,

δεν συνδέεται με το θέμα της βασιλικής περιουσίας, το οποίο ανάμεσα σε

άλλα θέματα συντακτικού χαρακτήρα, αποτελεί το αντικείμενο των

ρυθμίσεων του άρθρου 10 παρ. 2 της πρώτης Συντακτικής Πράξης. Βάσει

ακριβώς των ρυθμίσεων αυτών και κατ` επίκλησή τους δημοσιεύθηκε κατά τη

διάρκεια της μεταβατικής περιόδου της Μεταπολίτευσης, δηλαδή πριν από

τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, τη σύγκλιση της Εθνικής Αντιπροσωπείας

και την ψήφιση του νέου Συντάγματος, το ν.δ. 72/1974, το οποίο ανέθεσε

σε ειδική επιτροπή του Δημοσίου τη διοίκηση και διαχείριση της

μνημονευομένης περιουσίας, ορίζοντας πλέον ρητώς (άρθρ. 1 παρ. 1) ότι η

ρύθμιση αυτή γίνεται μέχρι του οριστικού καθορισμού της μορφής του

πολιτεύματος κατά τα εν άρθρω 2 της Καταστατικής Συντακτικής Πράξεως

της 1/1.8. 1974 οριζόμενα”. Επομένως, το νομοθετικό αυτό διάταγμα δεν

απέδωσε στον τέως βασιλιά και τα μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας

τη λεγόμενη βασιλική περιουσία αλλά, τουναντίον, συστοίχως δε προς τις

ρυθμίσεις της πρώτης Συντακτικής Πράξης(άρθρα 1, 2 και 10 παρ. 2), ο

κοινός νομοθέτης της Μεταπολίτευσης, όπως και πριν από αυτόν ο

συντακτικός, συνέδεσε την οριστική τύχη της περιουσίας αυτής με τα

απατελέσματα του δημοψηφίσματος και τον οριστικό καθορισμό της μορφής

του πολιτεύματος. `Ετσι και το νομοθετικό διάταγμα 72/1974 της

Μεταπολίτευσης εξυπονοεί οτι η περιουσία είχε περιέλθει – όπως πράγματι

είχε περιέλθει, με το ν.δ. 225/1973 – στο Δημόσιο, γι` αυτό το παραπάνω

νομοθετικό διάταγμα όρισε επιτροπή για τη διοίκηση και διαχείρισή της

-(λογικώς,καθώς και από συνταγματική άποψη, δεν ήταν δυνατό να ορίσει ο

νόμος διαχειριστή της περιουσίας το Δημόσιο, αν η περιουσία αυτή είχε

επανέλθει στον τέως βασιλιά και τα μέλη της πρώην βασιλικής

οικογένειας), αλλά συγχρόνως όρισε ότι η οριστική ρύθμιση της τύχης της

πιό πάνω περιουσίας συναρτάτο προς την έκβαση του δημοψηφίσματος, υπό

την έννοια άτι, αν το δημοψήφισμα απέβαινε υπέρ της βασιλείας, το θέμα

της βασιλικής περιουσίας, ενόψει του απατελέσματος αυτού, θα ρυθμιζόταν

εκ νέου.

Το δημοψήφισμα έγινε και απέβη κατά της βασιλείας και υπέρ της

Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Η μορφή του πολιτεύματος

καθορίστηκε πανηγυρικά από το άρθρο 1 του Συντάγματος. Ο λαός δεν

ρωτήθηκε μεν, ούτε αποφάνθηκε, για την τύχη της βασιλικής περιουσίας,

το ζήτημα όμως αυτό δεν ήταν αναγκαίο να τεθεί δια του δημοψηφίσματος.

`Ηταν ζήτημα που θα ρυθμιζόταν από το Σύνταγμα και το νόμο. Ο λαός

ρωτήθηκε μόνο για τη μορφή του πολιτεύματος. Και απάντησε. Βασιλική

περιουσία και μορφή του πολιτεύματος είχαν συνδεθεί από τη

Μεταπολίτευση (πρώτη Συντακτική Πράξη της 1.8. 1 974 και ν.δ. 72/1974).

`Οταν λοιπόν το Σύνταγμα, με το άρθρο 1 , ορίζει τη μορφή του

πολιτεύματος, με την ίδια αυτή διάταξη, ερμηνευόμενη ιστορικά, στο

πλαίσιο της πολιτικής και συνταγματικής συγκυρίας που περιγράφηκε πιό

πάνω και υπό την οποία ψηφίστηκε, κατ` ακολουθίαν των ρυθμίσεων της

πρώτης Συντακτικής Πράξης και του ν.δ. 72/1974 που εκδόθηκε βάσειτου

άρθρου 10 αυτής, επιλύει και το ζήτημα της βασιλικής περιουσίας.

Οριστικοποιεί, δηλαδή,την περιέλευση της περιουσίας αυτής στο Δημόσιο,

έτσι ώστε η δια νόμου απόδοσή της στον τέως βασιλιά να μην συνάδει

πλέον στο Σύνταγμα. Επομένως, το άρθρο 1 του νόμου 2086/1992, που έχει

ήδη παρατεθεί, οι ρυθμίσεις του οποίου υπονοούν ότι η τέως βασιλική

περιουσία εξακολουθούσε να ανήκει στον έκπτωτο μονάρχη και στα μέλη της

βασιλικής οικογένειας της πρωην γένειας και ουσιαστικά αποδίδουν στα

πιό πάνω πρόσωπα την περιουσία αυτή, αντίκειται στο Σύνταγμα. Αντιθέτως

το άρθρο 1 του νόμου που κατάργησε αναδρομικά το νόμο 2086/1992,

θεώρησε τη μνημονευόμενη συμβολαιογραφική πράξη και όρισε άτι έχουν

αρθεί, από τότε που επήλθαν, οι κάθε είδους έννομες συνέπειες του ν.

2086/1992, δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Επίσης δεν

αντίκειται στη συνταγματική αυτή διάταξη το άρθρο 2 του ν. συνταγματικη

αυτη 2215/1994, που όρισε άτι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά

κυριότητα, νομή και κατοχή, η ακίνητη και κινητή περιουσία του έκπτωτου

βασιλιά και των μελών της πρώην βασιλικής οικογένειας, καθώς και το

άρθρο 3 του ίδιου νόμου που όρισε επιτροπή από δημόσιους λειτουργούς

για την απογραφή, διοίκηση και διαχείριση των πραγμάτων της

μνημονευομένης περιουσίας και την τελική παράδοσή τους στις δημόσιες

υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.

   Αβασίμως δε προβάλλεται ότι οι πιό πάνω διατάξεις του ν. 2215/1994

αντίκεινται στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση

των δικαιωμάτων του ανθρώπου και στο άρθρο 1 του πρόσθετου στη σύμβαση

αυτή πρωτοκόλλου,που κυρώθηκαν με το ν.δ. 53/1974, γιατί οι

μνημονευόμενες διατάξεις της πιό πάνω διεθνούς συνθήκης και του

πρόσθετου πρωτοκόλλου δεν συνδέονται με το επίδικο ζήτημα, το οποίο,

όπως έχει εκτεθεί, είναι το ζήτημα αν η απαλλατριωθείσα υπό το

“συνταγματικό” κείμενο του 1968 βασιλική περιουσία αποδόθηκε στον

έκπτωτο βασιλιά και στα μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας με νομική

πράξη συντακτικού επιπέδου ή επιπέδου τυπικού νόμου όπως δε έχει επίσης

εκτεθεί τυπικός νόμος θα απέδιδε την περιουσια αυτή στα πιο πάνω

πρόσωπα θα αντέκειτο, υπό του ισχύοντος Συντάγματος (όπως ο νόμος

2086/1992), στο Σύνταγμα και ειδικότερα στα άρθρα 1 παρ. 1 και 110

παρ. 1 αυτού. Μειοψήφισαν οι Σύμβουλοι Αδ.Φαρμάκης, Λ. Οικονόμου

Π.Παραράς, Π. Χριστόφορος Μ. Βροντάκης, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν.

Ντούβας, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σακελλαρίου, οι οποίοι διατύπωσαν

την ακόλουθη γνώμη: με τα άρθρα 1 και 2 της Συντακτικής Πράξης της

1.8.1974 επανατέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με αξαίρεση της

διατάξεις περί της μορφής του πολιτεύματος, για τον καθορισμό της

οποίας προβλέφθηκε η διενέργεια δημοψηφίσματος και ορίσθηκε συνάμα άτι,

μέχρι τη διενέργεια τούτου, τα καθήκοντα του Ανώτατου `Αρχοντα θα

ασκούνται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, με το άρθρο 15

της ίδιας Συντακτικής Πράξης, όπως επαναδιατυπώθηκε ακριβώς με το άρθρο

10 της Συντακτικής Πράξης της 5.8. 1974, αφενός μεν καταργήθηκαν το

“συνταγματικό κείμενο” 1968/1973, όπως διαμορφώθηκε με το π.δ.

370/1973, καθώς και κάθε συντακτική ή συντακτικού χαρακτήρα πράξη που

εκδόθηκε από 21.7. 1967 και εφεξής, αφετέρου δε καταργήθηκαν όλες

αδιακρίτως οι “νομοθετικές διατάξεις” οι οποίες εκδόθηκαν βάσει τούτων

και αντέβαιναν στο Σύνταγμα του 1952 που επαναφέρθηκε σε ισχύ. Εκείνες

δε από τις πιό πάνω “νομοθετικές διατάξεις” που δεν αντέβαιναν στο

Σύνταγμα του 1952, διατηρήθηκαν προσωρινώς σε ισχύ, και προβλέφθηκε

δυνατότητα συμπλήρωσης, τροποποίησης και κατάργησής τους με νομοθετικά

διατάγματα, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 της Συντακτικής Πράξης της 1.8.

1974. Τέλος, με την παρ. 1 του άρθρου 10 της ίδιας Συντακτικής Πράξης,

ορίστηκε ότι, μέχρι τη σύγκληση της Εθνικής Αντιπροσωπείας, η

νομοθετική εξουσία θα ενεργείται από το Υπουργικό Συμβούλιο με

νομοθετικά διατάγματα κυρούμενα, εκδιδόμενα και δημοσιευόμενα από τον

Ανώτατο Αρχοντα.

Με την παρ. δε 2 του πιό πάνω άρθρου, και με πρόδηλο σκοπό την πλήρη

ανατροπή του αυθαίρετου θεσμικού οικοδομήματος της δικτατορίας, πέραν

της κατάργησης του “συνταγματικού κειμένου 1968/1973”, των συντακτικών

ή συντακτικού χαρακτήρα πράξεων, καθώς και των νομοθετικών διατάξεων

που εκδόθηκαν βάσει τούτων και αντέβαιναν στο Σύνταγμα του 1952,

παρασχέθηκε η δυνατότητα της θετικής ρύθμισης, με νομοθετικά

διατάγματα, παντός θέματος που προέκυπτε από τις εκδοθείσες από 21 4

1967 και εφεξής συντακτικού ή συνταγματικού χαρακτήρα πράξεις, καθώς

και παντός άλλου θέματος σχετικού προς την αποκατάσταση της

δημοκρατικής νομιμότητας και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών,

καθώς και προς την ανάκληση, κατάργηση ή άρση των συνεπειών κάθε είδους

γενικού ή ατομικού χαρακτήτα πράξεων οι οποίες έγιναν κατά την πιό πάνω

περίοδο. Κατ` ακολουθίαν τούτων, από 1.8.1974 καταργήθηκαν, δυνάμει του

άρθρου 15 της Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974, όπως επαναδιατυπώθηκε

ακριβώς με το άρθρο 10 της Συντακτικής Πράξης της 1.8. 1974, l)το άρθρο

134 παρ. 3 του συνταγματικού κειμένου 1968/1973, που προέβλεψε την κατά

παρέκκλιστΙ από το άρθρο 21 του Συντάγματος απαλλοτρίωση της ακίνητης

και κινητής περιουσίας του έκπτωτου βασιλιά και μελών της οικογένειας

που βασίλευσε στην Ελλάδα, καθώς και 2) το ν.δ. 225/1973, που εκδό8ηκε

βάσειτης πιό πάνω διάταξης και αντέβαινε στο επαναφερθέν σε ισχύ

Σύνταγμα του 1952. Αντέβαινε δε το πιό πάνω νομοθ. διάταγμα στο

Σύνταγμα του 1952, γιατί το τελευταίο αυτό αναγνώριζε αποκλειστικώς και

μόνο το θεσμό της αναγκαατικής απαλλατρίωσης ως συνταγματικό επιτρεπτό

τρόπο αναγκαστικής αφαίρεσης ιδιοκτησίας, υπό τους τασσόμενους όρους

και προυποθέσεις, η δε αναγκαστική αφαίρεση της περιουσίας του τέως

βασιλιά και μελών της τέως βασιλικής οικογένειας, που προβλέφθηκε από

το άρθρο 134 παρ. 3 του “συνταγματικού κειμένου” 1968/1973 και το ν.δ.

225/1973, δεν ανταποκρινόταν, παρά τον χαρακτηρισμό της ως

απαλλοτρίωσης, στον περιγραφόμενο από το Σύνταγμα θεσμό της

αναγκαστικής απκλλατρίωσης αλλά συνιστούσε στην πραγματικότητα

ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα γενική δήμευση, που επιβλήθηκε με ειδικό

νόμο εις βάρος των οριζομένων προσώπων. Τούτο δε γιατί 1) αντικείμενο

αυτής της αναγκαστικής αφαίρεσης δεν ήταν συγκεκριμένο αντικείμενο της

ιδιοκτησίας αλλά το σύνολο της ακίνητης περιουσίας των πληττόμενων

προσώπων, 2) αυτή η αναγκαστική αφαίρεση του συνόλου της ακίνητης

περιουσίας των οριζόμενων προσώπων απατελούσε, κατά το γράμμα και το

πνεύμα των πιό πάνω διατάξεων, αυτοσκοπό και δεν συνιστούσε απαραίτητο

μέσο προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένως οριζόμενου νόμιμου σκοπού δημόσιας

ωφέλειας και 3) με τις πιο πάνω διατάξεις ορίσθηκε άτιτα έννομα

απατελέσματα αυτής της αναγκαστικής αφαίρεσης επέρχονται “αυτοδικαίως

άνευ ετέρας διατυπώσεως”, χωρίς να προηγηθεί δικαστικός καθορισμός και

καταβολή πλήρους αποζημίωσης. Εξάλλου, μετά την κατάργηση από 1.8.1974,

η οποία έχει επέλθει όπως πιό πάνω έχει εκτεθεί, του άρθρου 134 παρ. 3

του “συνταγματικού κειμένου” 1968/1973 και του ν.δ. 225/1973, εκδόθηκε

το ν.δ. 72/1974 περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της περιουσίος της

βασιλικής οικογενείας”.

Με το νομοθ. διόταγμα αυτό ρυθμίστηκαν τα σχετικά με τη διοίκηση και

διαχείριση της κατονομαζομένης και οριζόμενης ως περιουσίας της

βασιλικής οικογένειας”, έως τον οριστικό καθορισμό της μορφής του

πολιτεύματος με δημοψήφισμα, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συντακτικής

Πράξης της 1.8.1974. Ερμηνευτική εκδοχή περί διατηρήσεως με το πιό πάνω

νομοθ. διάταγμα, σε εκκρεμότητα, έως τη διενέργεια δημοψηφίσματος προς

οριστικό καθορισμό της μορφής του πολιτεύματος της παραπάνω

αναγκαστικής αφαίρεσης της περιουσίας του τέως βασιλιά και μελών της

τέως βασιλικής οικογένειας, η οποία είχε επιβληθεί από τη δικτατορία,

δεν είναι βάσιμη. Διότι, 1) είχε ήδη επέλθει προηγουμένως, από

1.8.1974, όπως έχει εκτεθεί, κατάργηση του άρθρου 134 παρ. 3 του

“συνταγματικού κειμένου” 1968/1973 και του ν.δ. 225/1973, που είχαν

προβλέψει την αναγκαστική αυτή αφαίρεση, και ήταν συνταγματικώς

ανεπίτρεπτη, μετά την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, η

αναβίωση του αυθαίρετου τούτου θεσμικού καθεστώτος. 2) Το ν. δ. 72/1974

επικαλείται στο προοίμιό του το άρθρο 1 της Συντακτικής Πράξης της

1.8.1974, που προέβλεψε την επαναφορά της συνταγματικής νομιμότητας και

την παρ. 2 του άρθρου 10 της ίδιας Συντακτικής Πράξης, που όπως έχει

εκτεθεί πρόβλεψε τη δυνατότητα της θετικής ρύθμισης, με νομοθ.

διατάγματα, ακόμη και με αναδρομική δύναμη, παντός θέματος που

προέκυτπε από τις εκδοθείσες από 21.4.1967 και εφεξής συντακτικές και

συνταγματικού χαρακτήρα πράξεις, καθώς και κάθε άλλου θέματος σχετικού

προς την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας και των ατομικών και

πολιτικών ελευθεριών, καθώς και προς ανάκληση, κατάργηση ή άρση των

συνεπειών κάθε είδους γενικού ή ατομικού χαρακτήρα πράξεων, οι οποίες

έγιναν κατά την πιό πάνω περίοδο. Με την τελευταία αυτή διόταξη καθόλου

δεν παρασχέθηκε η δυνατότητα να διατηρηθούν κατ` εξαίρεση σε ισχύ, με

νομοθ. διατάγματα, αυθαίρετες ρυθμίσεις της δικτατορίας, που ενέχουν

προσβολή της δημοκρατικής νομιμότητας και των ατομικών και πολιτικών

ελευθεριών. 3) Το ν.δ. 72/1974, πέραν του ότι κατονομάζει και ορίζει ως

περιουσία της βασιλικής οικογένειας εκείνη της οποίας ρυθμίζειτη

διοίκηση και διαχείριση,πρόβλεψε την υπαγωγή της περιουσίας αυτής, όχι

στο καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης των δημόσιων κτημάτων, αλλά στο

καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης της βασιλικής περιουσίας, που

ορίσθηκε με το άρθρο 19 του ν.δ. 1298/1949 “περί βασιλικής οικογενείας”

και ίσχυσε υπό τα Συντάγματα του 1911 και του 1952, τα οποία πρόβλεπαν

κληρονομικό ανώτατο άρχοντα.

Το ότι δε το ν.δ. 72/1974 όρισε ότι αυτός ο τρόπος διοίκησης και

διαχείρισης της πιό πάνω περιουσίας θα ίσχυε μέχρι τον οριστικό

καθορισμό της μορφής του πολιτεύματος με δημοψήφισμα, κατά το άρθρο 2

της Συντακτικής Πράξης της 1 .8.1974, ανταποκρίνεται στην πρόδηλη

λογική άτι, στην περίπτωση πρόκρισης από τον ελληνικό λαό, με το

δημοψήφισμα της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας ω μορφής πολιτεύματος, δεν

θα συνέτρεχε πλέον λόγος να διατηρηθεί σε ισχύ ένας τέτοιος τρόπος

διοίκησης και διαχείρισης της πιό πάνω περιουσίας, γιατί αυτή θα

αναλαμβανόταν πλέον από τους ιδιοκτήτες της προς διοίκηση και

διαχείρισή της από τους ίδιους ή από τους οριζόμενους από αυτούς

αντιπροσώπους τους,όπως,εξάλλου, πράγματι συνέβη στην προκείμενη

περίπτωση. Πέραν όμως των λόγων τούτων, η πιό πάνω ερμηνεία του ν.δ.

72/1974 παρίσταται επίσης επιβεβλημένη, ώστε η ρύθμιση του ν.δ/ος

τούτου να είναι κατά περιεχόμενό της σύμφωνη 1) προς την ανεξαίρετη –

από την άποψη της άρσης των προσβολών των ατομικών δικαιωμάτων που

προξένησε η δικτατορία αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας και

2) προς τις κατοχυρώνουσες την προστασία της ιδιοκτησίας διατάξεις του

άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του από 20.3.1952 προσθέτου

πρωτοκόλλου, που συμπλήρωσε την από 4. 1 1.1950 Ευρωπαϊκή Σύμβαση των

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και μαζί με τη σύμβαση αυτή κυρώθηκαν με το

ν.δ. 53/1974. Κατ` ακολουθίαν όσων έχουν εκτεθεί, η διάταξη του άρθρου

2 του ν. 2215/1994, με διατύπωση μάλιστα που προσιδιάζει σε επίλυση

ιδιοκτησιακής διαφοράς, κατά τρόπο μη συμβιβαστό προς την κατοχυρωμένη

από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διακρίσεως των εξουσιών,

είναι, και κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, αντισυνταγματική.

Συγκεκριμένα η διόταξη αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 17 του Συντάγματος,

γιατί επανεπιβάλλει ανεπιτρέπτως την αναγκαστική αφαίρεση της

περιουσίας των πιό πάνω προσώπων, η οποία είχε επιβληθεί από τη

δικτατορία με τις διατάξεις του άρθρου 134 παρ. 3 του “συνταγματικού”

κειμένου 1968/1973 και του ν.δ. 225/1973, που είχαν καταργηθεί από 1.8.

1974.

Η διατυπούμενη δε στη διάταξη αυτή εκδοχή περί της, κατά την αντίληψη

της νομοθετικής εξουσίας, διατήρησης σε ισχύ του ν.δ. 225/1973 “με τα

άρθρα 1 και 2 της Συντακτικής Πράξης της 1/1.8.1974 και με το

αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος της 8. 12. 1974″, είναι καταδήλως

εσφαλμένη, αφού όπως έχει προεκτεθεί, με τα άρθρα 1 και 2 της πιό πάνω

Συντακτικής Πράξης παντελώς άσχετα προς το επίδικο ζήτημα, που

αναφέρεται στην άρση της προσγενόμενης από τη δικτατορία προσβολής

ατομικών δικαιωμάτων των πιό πάνω προσώπων, άρση η οποία επήλθε με την

αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας επανατέθηκε σε ισχύ το

Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση μόνο τις διατάξεις περί της μορφής του

πολιτεύματος, για τον καθορισμό της οπο ίος προβλέφθηκε η διενέργεια

δημοψηφίσματος, το δε δημοψήφισμα της 8.12. 1974 μόνο αντικείμενο

μπορούσε να έχει, κατά τα άρθρα 2 της Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974

και 1 παρ. 1 της Συντακτικής Πράξης της 3. 10.1974, και όντως

αποκλειστικώς και μόνο είχε, κατάτο π.δ. 804/1974 περί προκηρύξεως

Δημοψηφίσματος δια τον καθορισμόν της μορφής του δημοκρατικού της

χώρας, τη μορφή του πολιτεύματος, όπως εμφαίνεται και από το ερώτημα

που διατυπώθηκε στον ελληνικό λαό με το πιό πάνω π.δ/γμα. Μειοψήφισε

επίσης ο Σύμβουλος Φ. Κατζούρος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη:

μετά την κατάργηση, με το άρθρο 15 της Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974,

του συνταγματικού κειμένου του έτους 1973, έπαυσαν τα αποτελέσματα των

διατάξεων του άρθρου 134 παρ. 3 αυτού και του ν.δ. 225/1973, οι οποίες

είναι απόρροια της τότε κατάστασης. Με το ν.δ. 72/1974 η ιδιωτικής

φύσεως βασιλική περιουσία τέθηκε υπό προσωρινό καθεστώς κρατικής

διοίκησης και διαχείρισης μέχρι τον οριστικό καθορισμό της μορφής του

πολπεύματος με δημοψήφισμα, η έκβαση του οποίου δεν είχε αναγκαίως ως

συνέπεια την απώλεια ιδιωτικών δικαιωμότων κυριότητας ή την επικύρωση

του ν.δ. 225/1973. Η πιό πάνω εκκρεμότητα έχει αρθεί με το ν. 2086/1992

και τη συμβολαιογραφική πράξη που κυρώθηκε με το νόμο αυτόν, από το

περιεχόμενο των οποίων συνάγεται ότι η πολιτεία αναγνώρισε τα ιδιωτικά

δικαιώματα επί της περιουσίας αυτής, αφού επικυρώθηκε η διάθεση μέρους

αυτής από το δικαιούχο και μάλιστα, μεταξύ άλλων, προς μερική εξόφληση

οφειλών από φόρους που είχαν επιβλη9εί επί της περιουσίας αυτής ως

ιδιωτικής. Η ρύθμιση δε αυτή, επειδή αφορά ιδιωτικά δικαιώματα

κυριότητας,τελεί εφεξής υπό την προστασία του άρθρου 17 ταυ ισχύοντος

Συντάγματος. Συνεπώς, ο ν. 221 5/1994, με τον οποίο ανατρέπεται η

ρύθμιση αυτή και διακηρύσσεται η κυριότητα του Δημοσίου επί της

περιουσίας αυτής, αντίκειται στη συνταγματική αυτή διάταξη, εφόσον

μάλιστα οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της Συντακτικής Πράξης της

1.8.1974, καθώς και 1 και 110 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως

διαμορφώθηκε μετά το δημοψήφισμα του έτους 1974, των οποίων γίνεται

επίκληση στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2215/1994, δεν αφορούν δικαιώματα

επί ιδιωτικής περιουσίας.

8. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, είναι αβάσιμοι οι

λόγοι ακυρώσεως 1) ότι η πρώην βασιλική περιουσία έχει επανέλθει στα

αναφερόμενα στο ν.δ. 225/1973 πρόσωπα και 2) ότι οι διατάξεις του ν.

2215/1994 που έχουν αναφερθεί, αντίκεινται στο άρθρο 17 του

Συντάγματος. Συνεπώς, κατά τη γνώμη που πλειοψήφισε, η κρινόμενη αίτηση

είναι στο σύνολό της αβάσιμη και απορριπτέα.

9. Επειδή, με την 1/1996 απόφαση της Ολομέλείας του. ο `Αρειος Πάγος

έκρινε, με τις αιτιολογίες που περιέχονται στην πιό πάνω απόφαση, ότι ο

νόμος 2215/1994 (άρθρα 1 και 2), που κατάργησε αναδρομικά και εζαφάνισε

τις συνέπειες του νόμου 2086/1992, αντίκειται στο άρθρο 17 του

Συντάγματος. Η κρίση όμως αυτή που Αρείου Πάγου ως προς την

αντισυνταγματικότητα του επίμαχου νόμου 2215/1994 είναι αντίθετη προς

την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εκφερόμενη με την παρούσα

απόφαση, σύμφωνα με την οποία οι μνημονευμένες διατάξεις του νόμου

2215/1994 είναι συνταγματικές. Για το λόγο αυτό συντρέχει περίπτωση

παραπομπής του θέματος της συνταγματικότητας στο Ανώτατο Ειδικό

Δικαστήριο για να αρθεί η πιό πάνω αμφισβήτηση, σύμφωνα με τα άρθρα 100

περίπτ. ε του Συντάγματος και 48 του νόμου 345/1976 (141 Α).