ΣτΕ 366/2008, Δ τμ. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΟΡΙΟΥ ΤΙΜΩΝ ΕΙΔΩΝ ΕΚΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ, ΕΣΔΙΛ ΘΕΜΑ 2020, ΑΙΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ, ΔΕΣΜΙΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΣΤΕ

Αριθμός 366/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2007, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Π. Κοτσώνης, Ε. Νίκα, Σύμβουλοι, Η. Τσακόπουλος, Β. Κίντζιου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ρίπη.
Για να δικάσει την από 31 Οκτωβρίου 2005 αίτηση:
των 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “OLYMPIC CATERING Α.Ε.”, που εδρεύει στα Σπάτα Αττικής (Νέο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών) «Ελ. Βε.», κτίριο 14Β και 2) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «OLYMPUS PLAZA CATERING Ε.Π.Ε. Εκμετάλλευση και Τροφοδοσία εστιατορίων-κυλικείων-μπαρ-πλοίων-αεροπλάνων και επιχειρήσεων έτοιμου φαγητού», που εδρεύει στον Πειραιά (Ακτή Μιαούλη 87), οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Β. Βουτσάκη (Α.Μ. 11052 ΔΣΑ), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος παρέστη με τον Ε. Μαρίνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες εταιρείες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Α2-3249/31-8-2005 (ΦΕΚ Β΄ 1270/12-9-2005) απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτουσών εταιρειών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1817847 και 2526496/2005 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. Α2-3249/31.8.2005 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης «Περί κατατάξεως στην αγορανομική κατηγορία των διατιμημένων ή ελεγχομένου κέρδους και καθορισμού ανωτάτων τιμών, για ορισμένα είδη, που διατίθενται και προσφέρονται σε ορισμένους χώρους-σημεία, όπου εξ αντικειμένου δε μπορεί να λειτουργήσει ο υγιής ανταγωνισμός» (Αγορανομική Διάταξη υπ’ αριθμ.4) (ΦΕΚ Β΄ 1270/12.9.2005).

3. Επειδή, από τα προσκομιζόμενα καταστατικά των αιτουσών εταιριών προκύπτει ότι ο σκοπός αυτών συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην εκμετάλλευση εν γένει εστιατορίων, κυλικείων, μπάρ και λοιπών παρομοίων επιχειρήσεων εστιάσεως. Εν όψει τούτου και δοθέντος ότι η κανονιστική ρύθμιση που εισάγεται με την προσβαλλομένη απόφαση αφορά τους όρους διαθέσεως ορισμένων τροφίμων και ποτών από ευρεία κατηγορία καταστημάτων εστιάσεως και αναψυχής, με κοινό έννομο συμφέρον οι αιτούσες εταιρίες ασκούν την υπό κρίση αίτηση (βλ. 1598/2005).
4. Επειδή, το ν.δ. 136/1946 «Περί κυρώσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 10/11.5.1946 Ν.Δ. «περί Αγορανομικού Κώδικος» (ΦΕΚ Α΄298) ορίζει στο άρθρο 1 αυτού, όπως αυτό ισχύει, τα εξής: «1. Δι’ αγορανομικών διατάξεων εκδιδομένων υπό του Υπουργού Εφοδιασμού δύνανται να ρυθμίζωνται γενικώς μεν πάν μέτρον δια τον κανονισμόν των τιμών αντικειμένων και παροχών παντός είδους, ως και δια την επάρκειαν ειδών βιωτικών αναγκών, ιδία δε: α) … δ) Αι ανώταται τιμαί, το ποσοστιαίον κέρδος ή το τοιούτον εκπεφρασμένον εις απολύτους μονάδας (δραχμικόν κέρδος),επί πωλήσεως χονδρικής και λιανικής, αντικειμένων βιοτικών αναγκών ε) Αι ανώταται τιμαί, το ποσοστιαίον κέρδος ή το τοιούτον εκπεφρασμένον εις απολύτους μονάδας (δραχμικόν κέρδος), επί παροχών πάσης φύσεως εξυπηρετουσών αμέσως ή εμέσως βιοτικάς ανάγκας, στ) … ιστ) Αι ανώταται τιμαί, το ποσοστιαίον κέρδος ή το τοιούτον εκπεφρασμένον εις απολύτους μονάδας (δραχμικόν κέρδος), επί πωλήσεως χονδρικής και λιανικής, αντικειμένων βιοτικών αναγκών ή αι ανώταται τιμαί παροχής υπηρεσιών, κατά κλάδους ομοειδών επιχειρήσεων, τούτων συναγομένων βάσει των εφαρμοσθεισών υπ’ αυτών τούτων των επιχειρήσεων, κατά περίπτωσιν, τιμών, κατά προγενέστερον της εκδηλώσεως του ρυθμιστικού μέτρου χρονικόν διάστημα». Ακολούθως, στο άρθρο 2 προβλέπεται η κατάταξη των διαφόρων ειδών βιοτικών αναγκών και παροχών σε δύο κατηγορίες: α) ελεγχόμενα και β) μη ελεγχόμενα. Περαιτέρω τα ελεγχόμενα διακρίνονται σε ελεγχόμενα για υπερβολικό κέρδος και σε διατιμημένα ή ελεγχομένου κέρδους. Οι διακρίσεις έχουν σημασία για την εφαρμογή διατάξεων του Αγορανομικού Κώδικα περί καθορισμού ανωτάτων τιμών, ποσοστιαίου ή δραχμικού κέρδους (άρθρα 1 παρ.1 περιπτ. δ΄, ε΄ και ιστ΄, 5, 7 παρ.1 και 2) καθώς και του συστήματος ποινικής καταστολής των αδικημάτων (άρθρο 30 παρ.1). Ειδικώτερα το άρθρο 2 του Αγορανομικού Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ.1 του ν. 1682/1987 (ΦΕΚ Α΄14), ορίζει τα εξής: «1. Με αγορανομικές διατάξεις, που εκδίδονται από τον Υπουργό Εμπορίου (ήδη Ανάπτυξης) μετά από γνωμοδότηση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Τιμών [ήδη καταργηθείσα βάσει του άρθρου 4 του ν. 2026/1992 (ΦΕΚ Α΄43) με την υπ’ αριθμ. Β3-340/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εμπορίου (ΦΕΚ Β΄552)] … τα αντικείμενα, οι παροχές και τα είδη βιοτικής ανάγκης κατατάσσονται στις παρακάτω αγορανομικές κατηγορίες: α) «Ελεγχόμενα» β) «Μη ελεγχόμενα». Η κατά το προηγούμενο εδάφιο κατάταξη των αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης σε ελεγχόμενα και σε μη ελεγχόμενα μπορεί να είναι ολόκληρη ή μερική, ίδια σε ολόκληρο το κράτος ή και διαφορετική ανάλογα με τις περιφέρειες. Εφ’ όσον αντικείμενο, παροχή και κάποιο είδος δεν ήθελε χαρακτηρισθεί με αγορανομική διάταξη ως ελεγχόμενο, θεωρείται ως μη ελεγχόμενο. Επί των αντικειμένων, παροχών και ειδών που δεν ελέγχονται κάθε φορά και για όσο χρόνο θα διαρκεί ο χαρακτηρισμός τους ως μη ελεγχομένων δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις: α) του άρθρου 1 παράγραφος 1, στοιχ δ΄, ε΄ και ιστ΄ β) του άρθρου 5 γ) του άρθρου 7 παρ.1,2 δ) του άρθρου 30 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου. Με απόφαση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων, που θα εκδοθεί εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, καθορίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και οι λοιποί όροι για την κατάταξη αντικειμένων και παροχών στις παραπάνω κατηγορίες καθώς και για την μετάταξή τους από μία κατηγορία σε άλλη. 2. Με αγορανομικές διατάξεις που εκδίδονται κατά τον τρόπο που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο τα ελεγχόμενα αντικείμενα, οι παροχές και τα είδη βιοτικής ανάγκης διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) Σε ελεγχόμενα για υπερβολικό κέρδος β) Σε διατιμημένα ή ελεγχομένου κέρδους. Εφ’ όσον αντικείμενο, παροχή ή κάποιο είδος δεν χαρακτηρίζεται με αγορανομική διάταξη σαν διατιμημένο ή προκαθορισμένου ποσοστιαίου ή απόλυτου δραχμικού κέρδους, θεωρείται ως ελεγχόμενο για υπερβολικό κέρδος. Επί των αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης που κάθε φορά χαρακτηρίζονται και είναι καταταγμένα στην αγορανομική κατηγορία των ελεγχομένων για υπερβολικό κέρδος δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις: α) του άρθρου 1 παράγραφος 1, στοιχ δ΄, ε΄ και ιστ΄ β) του άρθρου 5 γ) του άρθρου 7 παρ.1,2 του παρόντος νόμου. 3. …».
5. Επειδή, με τις υπ’ αριθμ. 1600/2005 και 1601/2005 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι σύμφωνα με τις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 2 του Αγορανομικού Κώδικα, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν. 1682/1987, προϋπόθεση της εκδόσεως από τον Υπουργό Ανάπτυξης αγορανομικής διατάξεως, με την οποία κατατάσσονται ή μετατάσσονται διάφορα είδη βιοτικών αγαθών και παροχών στην κατηγορία των «ελεγχομένων», αποτελεί η προηγούμενη έκδοση κανονιστικής αποφάσεως της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων, ήδη δε του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών [βλ. άρθρο 3 παρ.5 της υπ’ αριθμ. 88/4.4.1996 Πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 65), με την οποία καταργήθηκε η Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας], με την οποία απόφαση να καθορίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και οι λοιποί όροι που θα διέπουν αυτήν την κατάταξη ή μετάταξη. Περαιτέρω δε, με τις αποφάσεις αυτές ακυρώθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 1 και του άρθρου 2 παρ.2 της υπ’ αριθμ. Α2/2451/6.11.2003 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης «Υπαγωγή στην αγορανομική κατηγορία των διατιμημένων ή ελεγχομένου κέρδους των τιμών α) εδωδίμων προϊόντων (τρόφιμα-ποτά) και β) ορισμένων ειδών (καφέδες, χυμοί, σοκολάτα ρόφημα, τσάϊ) που διατίθενται ή προσφέρονται από επιχειρήσεις και λοιπούς πωλητές σε συγκεκριμένους χώρους και σημεία…» (Αγορανομική Διάταξη Αριθμ. 16) (ΦΕΚ Β΄1668), με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω αγορανομική διάταξη δεν ερείδετο σε προηγούμενη απόφαση καθορισμού των προϋποθέσεων, κριτηρίων και λοιπών όρων για την επίμαχη κατάταξη. Μετά ταύτα εκδόθηκε σχετικώς η υπ’ αριθμ. 28795/293/29.7.2005 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «Καθορισμός προϋποθέσεων, κριτηρίων και όρων για την κατάταξη αντικειμένων και παροχών σε αγορανομικές κατηγορίες καθώς και για τη μετάταξη αυτών από μια κατηγορία σε άλλη» (ΦΕΚ Β΄1124/10.8.2005), με την οποία προσδιορίσθηκαν ως κριτήρια, που θα πρέπει να εκτιμώνται κατά την έκδοση αγορανομικών διατάξεων του άρθρου 2 του Αγορανομικού Κώδικα για την κατάταξη ειδών στην κατηγορία των ελεγχομένων, τα ακόλουθα: α) το κριτήριο «Διασφάλιση των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού και προστασία της Εθνικής Οικονομίας» και β) το κριτήριο «Εκμετάλλευση της θέσεως λειτουργίας των επιχειρήσεων σε χώρους σημεία όπου εξ αντικειμένου είναι ανέφικτο να λειτουργήσει ο υγιής ανταγωνισμός, με συνέπεια να διαμορφώνονται στα είδη υπέρμετρα υψηλές τιμές σε βάρος του καταναλωτικού κοινού, αφού ο περιορισμένος χώρος λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών στερεί τη δυνατότητα στον καταναλωτή να ερευνά ελεύθερα την αγορά προς επιλογή ειδών της αρεσκείας του και στις συμφέρουσες γι’ αυτό τιμές». Επακολούθησε η έκδοση της προσβαλλομένης αγορανομικής διατάξεως, στο προοίμιο της οποίας γίνεται επίκληση, μεταξύ άλλων, του ν.δ. 136/1946, της ως άνω υπ’ αριθμ. 28795/293/ 29.7.2005 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθώς και της προαναφερθείσης υπ’ αριθμ. 1600/2005 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Επειδή, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αγορανομικής διατάξεως αντικαταστάθηκε το άρθρο 1α του Κεφαλαίου 1 της Αγορανομικής Διατάξεως 14/1989 (ΦΕΚ Β΄343) και κατατάχθηκαν στην κατηγορία «των διατιμημένων ή ελεγχομένου κέρδους» ορισμένα είδη βιοτικής ανάγκης που διατίθενται ή παρέχονται σε συγκεκριμένους χώρους και σημεία. Ειδικότερα κατατάχθηκαν στην ανωτέρω αγορανομική κατηγορία «α) εμφιαλωμένα νερά (εγχώρια και μη) σε συσκευασία των 500 ml και 750 ml β) καφέδες σε ρόφημα μονοί … και τσάϊ σε ρόφημα γ) τόστ με ζαμπόν και τυρί και σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί», εφ’ όσον προσφέρονται σε ορθίους πελάτες από επιχειρήσεις (κυλικεία, αναψυκτήρια,μπάρ, καφέ μπάρ, εστιατόρια, καντίνες και άλλα καταστήματα) καθώς και από άλλους πωλητές που ευρίσκονται και λειτουργούν εντός των κατωτέρω χώρων κα σημείων διάθεσης: «α) Εντός της ζώνης δικαιοδοσίας των Αεροδρομίων της Χώρας. β) Εντός της ζώνης δικαιοδοσίας αθλητικών χώρων (στάδια, γήπεδα κ.λ.π.), έστω και αν οι χώροι αυτοί παραχωρούνται και για άλλες εκδηλώσεις, πέραν των διεξαγομένων αθλητικών οργανώσεων. γ) Εντός της ζώνης δικαιοδοσίας αρχαιολογικών χώρων, ανεξαρτήτως αν στους χώρους αυτούς λειτουργεί ή όχι μουσείο αρχαιοτήτων. Χώροι περιφραγμένοι, εντός των οποίων λειτουργεί μουσείο αρχαιοτήτων, κείμενοι εκτός ζώνης δικαιοδοσίας αρχαιολογικών χώρων, θεωρούνται ως τέτοιοι χώροι. δ) Εντός των επιβατικών πλοίων πάσης φύσεως (οχηματαγωγών ή μη), που εκτελούν αποκλειστικά και μόνο πλόες εσωτερικών γραμμών. ε) Εντός των επιβατικών αμαξοστοιχιών του Ο.Σ.Ε. και των Σιδηροδρομικών Σταθμών του Ο.Σ.Ε. στ) Εντός των Κινηματογράφων και Θεάτρων. ζ) Εντός των Νοσοκομείων, Κλινικών και Ευαγών Ιδρυμάτων. η) Εντός των Σταθμών Υπεραστικών Λεωφορείων. θ) Εντός των Ιδρυμάτων Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, των Τεχνικών Σχολών και των λοιπών Σχολών, μη κατονομαζομένων». Περαιτέρω, με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αντικαταστάθηκε το άρθρο 67β του Κεφαλαίου 3 της Αγορανομικής Διατάξεως 14/1989 και καθορίσθηκαν ανώτατες τιμές διάθεσης για τα προαναφερθέντα είδη, όταν προσφέρονται σε ορθίους πελάτες στους παραπάνω χώρους και σημεία, ως εξής: εμφιαλωμένα νερά (εγχώρια ή μη) σε συσκευασία των 500 ml μέχρι 0,50 ευρώ μαζί με τον Φ.Π.Α., εμφιαλωμένα νερά (εγχώρια ή μη) σε συσκευασία των 750 ml μέχρι 0,70 ευρώ μαζί με τον Φ.Π.Α., καφέδες σε ρόφημα μονοί μέχρι 1,50 ευρώ μαζί με τον Φ.Π.Α., τσάϊ σε ρόφημα μέχρι 1,50 ευρώ μαζί με τον Φ.Π.Α., τόστ με ζαμπόν και τυρί και σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί μέχρι 1,50 ευρώ μαζί με τον Φ.Π.Α. Ειδικότερα, όσον αφορά τα επιβατικά πλοία οι παραπάνω καθοριζόμενες ανώτατες τιμές ισχύουν μόνο για τις θέσεις Β, Γ και Τουριστική. Εξ άλλου, με τις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου άρθρου 3 της προσβαλλομένης εισάγονται περαιτέρω ρυθμίσεις συμπληρωματικές του καθορισμού ανωτάτων τιμών για τα προαναφερθέντα είδη. Ειδικότερα, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας των επιχειρήσεων κλπ. της παραγράφου 1 και στα επιβατικά πλοία και στα αεροδρόμια καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου, επιβάλλονται μεταξύ άλλων, τα εξής: «α) Η κατοχή και διάθεση για τον καταναλωτή εμφιαλωμένων νερών σε συσκευασία των 500 ML και 750 ML είναι υποχρεωτική. β) Η παρασκευή, κατοχή και διάθεση για τον καταναλωτή των τόστ με ζαμπόν και τυρί και σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί είναι μεν υποχρεωτική αλλά συνδέεται ευθέως με την επιλογή των υπόχρεων για παρασκευή, κατοχή και διάθεση ενός εκ των ως άνω δύο ειδών ή και των δύο αυτών ειδών. γ) Η παρασκευή, κατοχή και διάθεση για τον καταναλωτή των ροφημάτων καφέ «ελληνικός, γαλλικός (φίλτρου) και στιγμιαίος (νεσκαφέ φραπέ κ.λ.π.)» και του ροφήματος τσάι είναι υποχρεωτική. δ) Η παρασκευή και διάθεση για τον καταναλωτή του ροφήματος καφέ «εσπρέσσο» είναι υποχρεωτική, εφόσον οι υπόχρεοι διαθέτουν το σχετικό, για την παρασκευή του εν λόγω καφέ, μηχάνημα».
7. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 16 παρ.1 του ν. 3377/2005 (ΦΕΚ Α΄202/19.8.2005) ορίσθηκαν τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται τα βασικά είδη βιοτικής ανάγκης, τα οποία προσφέρονται υποχρεωτικά στα κυλικεία που λειτουργούν σε χώρους, των οποίων την κυριότητα ή εκμετάλλευση έχουν το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις, καθώς και το ανώτατο όριο των τιμών λιανικής πώλησης των προϊόντων αυτών και το ποσοστιαίο κέρδος που υπολογίζεται επί των τιμών αυτών. Με απόφαση του ίδιου Υπουργού, μπορεί να ορίζεται ποσοστιαία, κατ’ έτος, αύξηση στις τιμές ορισμένων από τα προϊόντα του προηγούμενου εδαφίου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, μπορεί, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου, κατά περίπτωση, δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, να εξαιρούνται από την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου χώροι που ανήκουν στην κυριότητα ή εκμετάλλευση των αντίστοιχων δήμων και κοινοτήτων». Επί τη βάσει της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Α2-96/9.1.2007 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης «Τιμές προϊόντων σε περιοχές ελεγχόμενης πρόσβασης, κατά εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. 3377/2005 κλπ. ρυθμίσεις» (ΦΕΚ Β΄55/24.1.2007). Με την απόφαση αυτή τα εμφιαλωμένα νερά σε συσκευασία των 500 ml και 750 ml, οι καφέδες σε ρόφημα (μονοί), το τσάϊ σε ρόφημα, τα τόστ με ζαμπόν και τυρί και τα σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί, εφ’ όσον προσφέρονται σε ορθίους πελάτες από τα κυλικεία που λειτουργούν σε χώρους, των οποίων την κυριότητα ή εκμετάλλευση έχουν το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις, κατετάχθησαν στην κατηγορία του ελεγχομένου κέρδους και καθορίσθηκαν ανώτατες τιμές διάθεσης αυτών ως εξής: εμφιαλωμένα νερά σε συσκευασία των 500 ml μέχρι 0,50 ευρώ (με τον Φ.Π.Α.), εμφιαλωμένα νερά σε συσκευασία των 750 ml μέχρι 0,70 ευρώ (με τον Φ.Π.Α.), καφέδες σε ρόφημα μονοί μέχρι 1,50 ευρώ (με τον Φ.Π.Α.), τσάϊ σε ρόφημα μέχρι 1,50 ευρώ (με τον Φ.Π.Α.), τόστ με ζαμπόν και τυρί και σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί μέχρι 1,50 ευρώ (με τον Φ.Π.Α.) (άρθρα 1-2). Κατά το άρθρο 3 δε της εν λόγω αποφάσεως «Τα Κυλικεία του άρθρου 1 της παρούσας, υποχρεούνται όπως, όλες τις ημέρες και ώρες λειτουργίας τους κατέχουν, παρασκευάζουν και διαθέτουν, για την πελατεία τους τα είδη, που αναφέρονται στο ως άνω άρθρο 2 και με τιμές διάθεσης τους, μέχρι τα ανώτατα όρια που ορίζονται παραπάνω. Ειδικά όμως για το είδος “Καφές ρόφημα μονός εσπρέσσο”, η εν λόγω υποχρέωση ισχύει, εφόσον τα Κυλικεία αυτά διαθέτουν το σχετικό, με την παρασκευή του εν λόγω καφέ, μηχάνημα. Όσον αφορά τα είδη “Τοστ με ζαμπόν και τυρί και Σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί” η ως άνω υποχρέωση συνδέεται ευθέως με την επιλογή των υπόχρεων για κατοχή, παρασκευή και διάθεση ενός εκ των δύο αυτών ειδών ή και των δύο». Τέλος, στο άρθρο 6 παρ.1 της αποφάσεως αυτής ορίσθηκε ότι «οι ρυθμίσεις της παρούσας ισχύουν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 67Β της Αγορανομικής Διάταξης 14/1989, όπως αντικαταστάθηκε με την όμοια 4/2005».
8. Επειδή, κατά την αληθή έννοια των ως άνω ρυθμίσεων του άρθρου 16 του ν. 3377/2005 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως, από της δημοσιεύσεως της τελευταίας αυτής αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (24.1.2007), οι διατάξεις της προγενέστερης και προσβαλλομένης με την κρινομένη αίτηση υπ’ αριθμ. 4/2005 αγορανομικής διατάξεως καταργήθηκαν κατά το μέρος που αφορούν τα είδη βιοτικής ανάγκης που ήδη εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νεώτερης αυτής υπουργικής αποφάσεως και, συνεπώς, κατά το μέρος αυτό η παρούσα δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, διατηρεί, όμως, το αντικείμενο της για τα ρυθμιζόμενα υπό της προσβαλλομένης αγορανομικής διατάξεως είδη βιοτικής ανάγκης που πωλούνται εκτός των χώρων των οποίων την κυριότητα ή εκμετάλλευση έχουν το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις.

9. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη αγορανομική διάταξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της χρηστής Διοικήσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως αφορά την εφαρμογή από τη Διοίκηση του νόμου με ατομικές πράξεις και όχι τη θέσπιση απ’ αυτή, βάσει εξουσιοδοτήσεως νόμου, κανόνων δικαίου (ΣτΕ 959/2003160/1991).

Εξ άλλου, εάν ο ανωτέρω λόγος έχει την έννοια ότι μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας η Διοίκηση δεν μπορούσε να επανέλθει και αποκαθιστώντας την διαπιστωθείσα πλημμέλεια να επαναλάβει τις ακυρωθείσες κανονιστικές ρυθμίσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι εν όψει του λόγου για τον οποίο εχώρησε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η ακύρωση της προηγηθείσης ομοίας, κατά τα κύρια στοιχεία, αγορανομικής διατάξεως, δεν εκωλύετο η Διοίκηση επανερχομένη να εκδώσει νέα αγορανομική διάταξη με το ίδιο, όπως η ακυρωθείσα, περιεχόμενο, εφ’ όσον το περιεχόμενο αυτό δεν απετέλεσε αντικείμενο κρίσεως από τον ακυρωτικό δικαστή, η δε έκδοση της νεώτερης αυτής αγορανομικής διατάξεως καθ΄ ό χρόνο εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτηση ακυρώσεως κατά προηγουμένης ομοίου περιεχομένου αγορανομικής διατάξεως δεν παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας των αιτουσών, αφού στην εκκρεμή αυτή δίκη δύνανται, επικαλούμενες ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, να ζητήσουν τη συνέχιση της δίκης κατά το άρθρο 32 παρ.2 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄8) (πρβλ. ΣτΕ 4609/20053990/2004).


10. Επειδή, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 2 του Αγορανομικού Κώδικα, όπως αυτή ισχύει αντικατασταθείσα με το άρθρο 23 παρ.1 του ν. 1682/1987, επιβάλλει για την κατάταξη ειδών και υπηρεσιών βιοτικής ανάγκης στην αγορανομική κατηγορία των «ελεγχομένων» τη θέσπιση νομίμων και προσφόρων κριτηρίων. Με την υπ’ αριθμ. 28795/293/29.7.2005 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ως κριτήρια της ως άνω κατατάξεως ετέθησαν η προστασία του καταναλωτικού κοινού καθώς και η θέση/λειτουργία των επιχειρήσεων που πωλούν τα είδη βιοτικής ανάγκης σε χώρους και σημεία, στα οποία, εξ αντικειμένου, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, περαιτέρω δε, με βάση τα κριτήρια αυτά, προέβη στην επίδικη κατάταξη η προσβαλλομένη αγορανομική διάταξη, όπως τούτο προκύπτει από το περιεχόμενό της. Τα εν λόγω δε κριτήρια συνιστούν, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Αγορανομικού Κώδικα, νόμιμα και πρόσφορα κριτήρια για την κατάταξη στην αγορανομική κατηγορία των «ελεγχομένων». Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλομένη αγορανομική διάταξη, κατά το μέρος που προέβη σε κατάταξη ειδών στην κατηγορία των «ελεγχομένων», είναι ακυρωτέα ως ερειδομένη σε μη νόμιμη απόφαση καθορισμού κριτηρίων κατατάξεως.

11. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

Η διάταξη αυτή προστατεύει την ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ελευθερία ασκήσεως του εμπορίου, και αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της ελεύθερης οικονομικής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ώστε να μπορούν αυτές να εργάζονται κερδοσκοπικώς στα πλαίσια της ανταγωνιστικής αγοράς. Και ναι μεν η εν λόγω διάταξη δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη, ή, κατ’ εξουσιοδότηση τούτου, στη Διοίκηση, να θεσπίζει περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι περιορισμοί, όμως, αυτοί δεν επιτρέπεται να καθιστούν πράγματι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή την πραγματοποίηση και των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχειρήσεως ως οικονομικής μονάδας.

Ειδικώς τα αγορανομικά μέτρα, τα οποία προβλέπονται στον Αγορανομικό Κώδικα ή σε άλλες διατάξεις και στα οποία περιλαμβάνεται η ρύθμιση των τιμών των αγαθών προς προστασία του καταναλωτικού κοινού, συνιστούν θεμιτούς κατ’ αρχήν περιορισμούς στην άσκηση του εμπορίου, εφ’ όσον, όμως, δεν παρεμποδίζουν ουσιωδώς την οικονομική λειτουργία της επιχειρήσεως (βλ. ΣτΕ 3633/2004 Oλομ., 2998/1988 , Ολομ., 2112/1963 , Ολομ.).

 Ως εκ τούτου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ.1 του Αγορανομικού Κώδικα, όπως ισχύει, ερμηνευομένης στα πλαίσια του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, η καθοριζόμενη από αγορανομική διάταξη ανώτατη τιμή πωλήσεως προϊόντος όχι μόνο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του κόστους παραγωγής ή εμπορίας ορθολογικώς οργανωμένης επιχειρήσεως στον οικείο κλάδο παραγωγής ή εμπορίας, όπως το κόστος αυτό διαμορφώνεται υπό συγκεκριμένες, από άποψη τόπου και χρόνου, οικονομικοτεχνικές συνθήκες, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και εύλογο, επίσης από ορθολογικώς οργανωμένη επιχείρηση προσδοκώμενο, ποσοστό κέρδους.

 Η συνδρομή των όρων αυτών της κανονιστικής ρυθμίσεως πρέπει να βεβαιώνεται στην αγορανομική διάταξη ή στις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις, προκειμένου να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της εισαγομένης ρυθμίσεως (πρβλ. ΣτΕ 3551/20051109/20031686/20023100369/19892998/1988).

12. Επειδή, εν προκειμένω, με την προσβαλλομένη αγορανομική διάταξη θεσπίζεται υποχρέωση των επιχειρήσεων που αυτή αφορά να διαθέτουν τα προαναφερθέντα «ελεγχόμενα» είδη (εμφιαλωμένα νερά, καφέδες, τσάϊ, τόστ και σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί) καθ’ όλο τον χρόνο λειτουργίας τους και, ειδικότερα, στα επιβατικά πλοία και στα αεροδρόμια καθ΄ όλο το 24ωρο, ενώ, παράλληλα θεσπίζονται ανώτατες τιμές πωλήσεως αυτών. Όμως, ούτε από την προσβαλλομένη αγορανομική διάταξη ούτε από οποιοδήποτε στοιχείο του φακέλλου προκύπτει ότι οι καθορισθείσες ανώτατες τιμές πωλήσεως των επιδίκων «ελεγχομένων» και υποχρεωτικώς πωλουμένων ειδών βιοτικής ανάγκης δεν είναι κατώτερες του αντιστοίχου κόστους παραγωγής και διαθέσεως των εν λόγω προϊόντων και ότι περιλαμβάνουν και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, ορθολογικά οργανωμένης οικονομικής μονάδας του συγκεκριμένου κλάδου, το οποίο διαμορφώνεται υπό συγκεκριμένες κατά τόπο και χρόνο οικονομικές και τεχνικές συνθήκες.

Εν όψει των ανωτέρω, ο καθορισμός με την προσβαλλομένη αγορανομική διάταξη των ανωτάτων τιμών πωλήσεως των προαναφερθέντων ειδών παρίσταται αναιτιολόγητος και για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η διάταξη του άρθρου 3 της προσβαλλομένης Αγορανομικής Διατάξεως κατά το μέρος που καθόρισε ανώτατες τιμές πωλήσεως για τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 αυτής είδη βιοτικής ανάγκης που πωλούνται εκτός των χώρων των οποίων την κυριότητα ή εκμετάλλευση έχουν το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις, τους οποίους ήδη καταλαμβάνει η ρύθμιση της Α2-96/9.1.2007 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 55), κατά τα εκτεθέντα στην ογδόη σκέψη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Καταργεί εν μέρει την δίκη, κατά το σκεπτικό.
Κατά τα λοιπά.
Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.
Ακυρώνει το άρθρο 3 της υπ’ αριθμ. Α2-3249/31.8.2005 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης ως προς τον γενόμενο δι’ αυτού καθορισμό ανωτάτων τιμών πωλήσεως των αναφερομένων στο άρθρο 1 αυτής ειδών βιοτικής ανάγκης που πωλούνται εκτός των χώρων των οποίων την κυριότητα ή εκμετάλλευση έχουν το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις, κατά το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αιτουσών εταιριών που ανέρχεται συνολικώς στο ποσό των εννεακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 14η Μαρτίου 2007
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος  Η Γραμματέας

 Μ. Βροντάκης  Α. Ρίπη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 29 Ιανουαρίου 2008.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος  Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος

 Δ. Πετρούλιας  Α. Τριάδη