1792/2017 ΣΤΕ
Αγωγή και δυνητική ομοδικία των εναγόντων. Εξουσίες του δικαστηρίου που διαπιστώνει την έλλειψη ομοδικίας. Η έφεση ασκείται παραδεκτά μόνο κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται οριστικά το ένδικο βοήθημα ως απαράδεκτο λόγω μη χωρισμού του δικογράφου, ενώ θεωρείται συμπροσβαλλόμενη η προηγηθείσα αρχική απόφαση, ως προς την σχετική με την έλλειψη ομοδικίας κρίση της, εφόσον αμφισβητηθεί. Το τμήμα της αποφάσεως, με το οποίο η εκδίκαση της αγωγής αναβάλλεται, προκειμένου να χωρήσει χωρισμός της, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα. Παραδεκτά με την έφεση οι αναιρεσείοντες αμφισβητούσαν την περί ελλείψεως ομοδικίας κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως, το σχετικό κεφάλαιο της οποίας θεωρείται συμπροσβαλλόμενο. Μη νόμιμη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την αριθ. 2996/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
Αριθμός 1792/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Ο. Ζύγουρα, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Αικ. Ρωξάνα, Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 18 Μαΐου 2009 αίτηση:
των: 1) ……… , κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής (…..), ο οποίος δεν παρέστη, 2) ………., κατοίκου Γραμματικού Αττικής (…………), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 3) ……., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (……..), ο οποίος δεν παρέστη, 4) ……….. , κατοίκου Χίου (….), 5) …….. …….., κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (….), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 6) έως και 14) ο οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 15) ………. ……, ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι κληρονόμοι του: α) ……., το γένος ………, κάτοικος Λαρίσης (οδός ………… ..) και β) ……….., κάτοικος Μπάνμπριτζ Βόρειας Ιρλανδίας (……….), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά νομιμοποίησαν την υπογράφουσα το δικόγραφο δικηγόρο με συμβολαιογραφικά πληρεξούσια, 16)….. , ο οποίος δεν παρέστη και 17) …….. , ο οποίος δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Ευσταθία Καλαντζή (Α.Μ. 16331), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 2996/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα..
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου Ταμείου, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή με την υπό κρίση αίτηση, ασκηθείσα στις 29-5-2009, για την οποία κατεβλήθη το κατά νόμον παράβολο (ειδικά δελτία υπ` αριθμ. ……….., …/2009, σειράς Α΄), όπως αυτή συμπληρώνεται με το υποβληθέν από τους 2ο έως 17ο των αναιρεσειόντων, από 27-9-2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η αναίρεση της 2996/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 262/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, αγωγή των ιδίων, με την οποία εζητείτο να αναγνωρισθή η υποχρέωση της ..να τους καταβάλη διαφορές εφ΄ άπαξ παροχής, είχε απορριφθή, ως αβάσιμη, κατά το μέρος που ασκείτο από τον προτασσόμενο στο δικόγραφο ενάγοντα – ήδη αναιρεσείοντα, και ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείτο από τους λοιπούς 16 ενάγοντας – ήδη αναιρεσείοντες, λόγω μη καταθέσεως από αυτούς αυτοτελών δικογράφων εντός της προθεσμίας που είχε ταχθή με την προηγηθείσα 7995/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε διαταχθή, ως προς αυτούς, ο χωρισμός του αρχικού κοινού δικογράφου, ελλείψει ομοδικίας.
2. Επειδή με τα από 9-10-2012 και 23-9-2014 υπομνήματα, που υπέβαλαν οι λοιποί πλην του πρώτου των αναιρεσειόντων, το μικρό όνομα του 12ου και το επώνυμο του 17ου των αναιρεσειόντων διορθώνονται στο ορθό «…………» και «………..», αντιστοίχως.
3. Επειδή το δικόγραφο της αιτήσεως υπογράφεται από δικηγόρο, ως πληρεξουσία των αιτούντων. Κατετέθησαν δε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας συμβολαιογραφικές πράξεις παροχής πληρεξουσιότητος προς την ως άνω δικηγόρο εκ μέρους των 2ου, 4ου, 5ου, 7ου, 8ου, 9ου, 10ου, 12ου, 14ου, 17ου, καθώς και εκ μέρους των κληρονόμων του 15ου των αιτούντων. Κατά την επ` ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως οι αναιρεσείοντες δεν παρέστησαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Εξ άλλου, οι λοιποί αιτούντες, ήτοι οι 1ος, 3ος, 6ος, 11ος, 13ος και 16ος, δεν ενεφανίσθησαν αυτοπροσώπως ενώπιον του ακροατηρίου για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου μέσου, ούτε κατετέθη εκ μέρους των έως την συζήτηση της υποθέσεως στην Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας συμβολαιογραφική πράξη περί παροχής εκ μέρους των πληρεξουσιότητος προς άσκηση της αιτήσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (άρθρ. 27 του πδ 18/1989, όπως ισχύει), κατά το μέρος που ασκείται από τους τελευταίους αυτούς αιτούντες (……….. και ….).
4. Επειδή στις 6-8-2013, ήτοι μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, απεβίωσε ο δέκατος πέμπτος από τους αιτούντες ……… (βλ. το 917/17-9-2013 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου ………). Νομίμως δε συνεχίζουν την δίκη, με σχετική δήλωσή τους, η οποία έχει περιληφθή στο από 23-9-2014 υπόμνημα των αιτούντων, οι φερόμενοι ως πλησιέστεροι συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τούτου, ήτοι η σύζυγός του, …….., θυγατέρα … και …………….. , και ο υιός του, ……… (βλ. το από 17-9-2013 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου …….. το ……/2014 πιστοποιητικό περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης του Ειρηνοδικείου Λαρίσης, το …../15- 9-2014 πιστοποιητικό περί μη αποποιήσεως κληρονομιάς του Ειρηνοδικείου Λάρισας και το από 15-9-2014 πιστοποιητικό περί μη αμφισβητήσεως κληρονομικού δικαιώματος της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Λαρίσης), οι οποίοι, όπως ήδη εξετέθη, έχουν νομιμοποιήσει την υπογράφουσα το δικόγραφο δικηγόρο με συμβολαιογραφικά πληρεξούσια.
5. Επειδή νομίμως παρίσταται, νομιμοποιούμενο παθητικώς ως διάδικος, το συσταθέν με το άρθρο 70 παρ. 1 του ν. 3655/2008 (φ. 58 τ. Α΄) Ταμείο Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ), στο οποίο ενετάγη (άρθρο 70 παρ. 3 εδ. Β περ. β), ως … ο κλάδος Πρόνοιας του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού – …, του οποίου το ΤΑΥΤΕΚΩ αποτελεί καθολικό διάδοχο και συνεχίζει τις δίκες χωρίς διακοπή, κατ΄ άρθρ. 83 παρ. 1 και 2 του ιδίου νόμου.
6. Επειδή οι αναιρεσείοντες ομοδικούν παραδεκτώς, προβάλλοντες κοινούς λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους αμφισβητούν την κρίση του διοικητικού εφετείου περί απαραδέκτου ασκήσεως της εφέσεώς τους.
7. Επειδή στο άρθρο 115 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως η παρ. 1 αυτού αντικατεστάθη με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (φ. 24 τ. Α΄/4-2-2004), το οποίο, κατά την παρ. 10 αυτού, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω ν. 3226/2004 (4-2-2004, κατά το άρθρο 33 αυτού), οι δε παρ. 3 επ. αυτού αναριθμήθηκαν μετά την προσθήκη νέας παρ. 3 με το άρθρο 11 του ν. 2944/2001 (φ. 222 τ. Α΄), ορίζονται τα εξής, ως προς την δυνητική ομοδικία: «1. Περισσότεροι μπορούν με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση ή κοινή αγωγή, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους συνδέονται με κοινή υποχρέωση ή οι υποχρεώσεις τους πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική αιτία. 3. … 4. Η δυνητική ομοδικία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων. Οι διαδικαστικές πράξεις του ενός δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους. 5 Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα, κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου ως την πρώτη συζήτηση να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα, οπότε ως χρονολογία άσκησής του θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου». Στο άρθρο 121 του ιδίου Κώδικος, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής των αναιρεσειόντων, ορίζεται: «1. … 2. Το ένδικο βοήθημα, αν κατά την άσκησή του, δεν συντρέχουν οι κατά την παρ. 1 του άρθρου 115 … προϋποθέσεις της ομοδικίας, απορρίπτεται ως προς όλους. Στην περίπτωση αυτήν, αν οι ίδιοι διάδικοι, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την προς αυτούς επίδοση της απορριπτικής απόφασης, ασκήσουν, χωριστά, νέα ένδικα βοηθήματα, ως χρονολογία άσκησης των νέων ένδικων βοηθημάτων θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου. 3. …». Εν συνεχεία, με την παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004, που, όπως εξετέθη, καταλαμβάνει, κατά την παρ. 10 αυτού, και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές, αντικατεστάθησαν οι παρ. 2, 3 του ανωτέρω άρθρου 121, ως εξής: «2. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομόδικους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους υπόλοιπους. 3. Με την απόφαση που διατάσσει το χωρισμό προσδιορίζονται, κατά προτίμηση, σε συγκεκριμένη δικάσιμο, για να δικασθούν οι χωριστές υποθέσεις». Εξ άλλου, στο άρθρο 83 ΚΔΔ ορίζεται: «1. Σε ένδικα μέσα υπόκεινται μόνο οι οριστικές αποφάσεις, Με την προσβολή τους θεωρείται ότι συμπροσβάλλονται και όλες οι μη οριστικές. … 2. Το παραδεκτό των ένδικων μέσων κρίνεται σύμφωνα με τον νόμο ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση», στο δε άρθρο 92, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της 262/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ορίζεται: «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 590 ευρώ (200.000). Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση. … Σε περίπτωση … ομοδικίας, το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε … ομόδικο, εκτός αν, στην τελευταία περίπτωση, συντρέχει ενοχή σε ολόκληρο. 3. …» και στο άρθρο 93: «1. Δικαίωμα να ασκήσουν έφεση έχουν οι κατά την πρωτόδικη δίκη διάδικοι, εφόσον έχουν προς τούτο έννομο συμφέρον. 2. …».
8. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 115 του ΚΔΔ, πλείονες ενάγοντες συνδέονται με τον δεσμό της (δυνητικής) ομοδικίας, εφ` όσον η αγωγή τους ερείδεται στην αυτή ιστορική και νομική αιτία (ΣτΕ 3453/2003, 1176/2006, 1305/2014). Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν αγωγή ασκουμένη υπό πλειόνων στηρίζεται στην αυτή ιστορική και νομική βάση, ως εκ του ότι με την αγωγή αυτή αμφισβητείται το κύρος διοικητικών πράξεων ταυτοσήμου περιεχομένου με επίκληση της αυτής νομικής πλημμελείας (βλ. ΣτΕ 3351/2010, 1305/2014 κ.ά.). Περαιτέρω, όταν ένα ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκείται από περισσοτέρους ή κατά περισσοτέρων, οι οποίοι συνδέονται με δεσμό δυνητικής («απλής», κατά τον ΚΠολΔ) ομοδικίας, δημιουργούνται πλείονες αυτοτελείς σχέσεις δίκης (ΣτΕ 2333/2015, 4696/2014, 1616-7/2011, 1954/2009) η δε κρίση του δικαστηρίου ως προς κάποιον από τους ομοδίκους δεν επηρεάζει την δίκη ως προς τους λοιπούς (παρ. 4 άρθρου 115 ΚΔΔ) (ΣτΕ 2333/2015, 1616-7/2011). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 83 παρ. 1 ΚΔΔ οριστικές αποφάσεις είναι οι τελειωτικές, δηλαδή εκείνες, με τις οποίες το δικαστήριο αποφαίνεται τελικώς για την όλη υπόθεση και απεκδύεται πάσης εξουσίας επ` αυτής (πρβλ. ΣτΕ 2613/2008 επταμ., πρβλ. 3138/1989 Ολ., 2564/1981 κ.ά.). Σε περίπτωση δυνητικής ομοδικίας, αν το δικαστήριο αποφανθή τελειωτικά για κάποιον ή κάποιους από τους δυνητικούς ομοδίκους και ως προς τους λοιπούς αναβάλη την έκδοση οριστικής αποφάσεως για οποιοδήποτε λόγο, η απόφασή του υπόκειται σε ένδικα μέσα, κατά το μέρος που δέχεται ή απορρίπτει το ένδικο βοήθημα ή μέσο ως προς ορισμένους από τους δυνητικούς ομοδίκους, χωρίς να εφαρμόζεται ο δικονομικός κανόνας, κατά τον οποίο δεν χωρεί ένδικο μέσο κατ` αποφάσεως εν μέρει οριστικής, ούτε κατά των οριστικών διατάξεων αυτής. Τούτο, διότι ο κανόνας αυτός αναφέρεται στην περίπτωση που η εν μέρει οριστική απόφαση αφορά στην ίδια έννομη σχέση δίκης, δηλαδή τη δίκη ως προς ένα από τους δυνητικούς ομοδίκους, χωρίς η απόφαση αυτή να αποφαίνεται τελειωτικά επί της δίκης αυτής και μόνον (ΣτΕ 2333/2015, 3047/2013, 1616-7/2011, 1592/2010 επταμ., πρβλ. 2910/1984). Περαιτέρω, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκείται υπό πλειόνων, επ` αυτού δε εκδίδεται απόφαση, με την οποία το δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας και το ένδικο τούτο βοήθημα ή μέσο κρίνεται μεν οριστικώς ως προς ένα των διαδίκων, κατά τα λοιπά δε η δίκη αναβάλλεται προκειμένου να χωρήση χωρισμός της, το τμήμα αυτό της αποφάσεως, με το οποίο η δίκη αναβάλλεται για τον ως άνω λόγο δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα. Και τούτο, διότι, ναι μεν η κρίση του δικαστηρίου περί ελλείψεως ομοδικίας και ανάγκης, ως εκ τούτου, χωρισμού του δικογράφου είναι οριστική, το σχετικό όμως με την αναβολή και τον χωρισμό του αρχικού δικογράφου κεφάλαιο της αποφάσεως δεν έχει τελειωτικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι η κρίση του δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες της ελλείψεως ομοδικίας ολοκληρώνεται και προσλαμβάνει τελειωτικό χαρακτήρα μόνο με την επέλευση του συνόλου των συνεπειών αυτών,δηλαδή με την απόφαση του δικαστηρίου με την οποία κρίνεται οριστικώς το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου σε σχέση με το ανωτέρω ζήτημα. Μόνο, άλλως τε, με την προσβολή της τελειωτικής αυτής αποφάσεως καθίσταται εφικτή, σε περίπτωση αποδοχής του ενδίκου μέσου, η πλήρης άρση των σχετικών συνεπειών, δηλαδή η εξαφάνιση από τον νομικό κόσμο τόσο της τελειωτικής αποφάσεως, όσο και των διατάξεων της προηγηθείσης αποφάσεως για την αναβολή της συζητήσεως και τον χωρισμό του αρχικού δικογράφου λόγω ελλείψεως ομοδικίας, οι οποίες θεωρούνται στην περίπτωση αυτή συμπροσβαλλόμενες με την οριστική απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 3679/2014). Συνεπώς, το ένδικο μέσο της εφέσεως μπορεί να ασκηθή παραδεκτώς μόνο κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται οριστικά το ένδικο βοήθημα, ως προς τους διαδίκους για τους οποίους είχε διαταχθή ο χωρισμός του δικογράφου, ως απαράδεκτο λόγω μη χωρισμού του δικογράφου, με την ίδια δε οριστική απόφαση θεωρείται συμπροσβαλλόμενη η προηγηθείσα αρχική απόφαση, ως προς την σχετική με την έλλειψη ομοδικίας κρίση της, εφ` όσον η κρίση αυτή αμφισβητηθή (πρβλ. ΣτΕ 2492/2015, 3679/2014).
9. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, οι αναιρεσείοντες είχαν ασκήσει ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κοινή αγωγή, κατατεθείσα την 21-11-2001, με την οποία ζητούσαν, όπως το αίτημα μετετράπη με υπόμνημα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθή η υποχρέωση της ….. να καταβάλει, νομιμοτόκως, σε καθέναν από αυτούς, ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, τα εκεί αναφερόμενα ποσά (από 6.924,64 μέχρι 19.082,44 ευρώ), τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντιστοιχούσαν στην διαφορά που προέκυπτε μεταξύ του μειωμένου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2084/1992, εφ` άπαξ χρηματικού βοηθήματος που τους είχε πράγματι καταβληθή, λόγω της εξόδου τους από την υπηρεσία, και του βοηθήματος που θα ελάμβαναν, εάν δεν είχε εφαρμοσθή ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις αυτές περιορισμός. Επί της αγωγής αυτής, εξεδόθη, αρχικώς, η 8001/2005 αναβλητική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την εκρίθη ότι δεν ενομιμοποιείτο παθητικώς ως διάδικος η …., της οποίας διετάχθη η αποβολή από την δίκη, περαιτέρω δε εκρίθη, ότι παθητικώς νομιμοποιούμενος διάδικος ήτο ο Οργανισμός Ασφαλίσεως Προσωπικού της … διετάχθη η κλήτευση τούτου, καθώς και η αποστολή από τον οργανισμό αυτό (……) στο δικαστήριο του φακέλου και των απόψεων του επί των προβαλλομένων με το δικόγραφο της αγωγής ισχυρισμών. Η υπόθεση εισήχθη εκ νέου προς συζήτηση, επ’ αυτής δε εξεδόθη η 7995/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη, ως αβάσιμη, η αγωγή ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο ………… , ενώ διετάχθη ο χωρισμός του δικογράφου ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες (2ο έως 17ο), με την κατάθεση αυτοτελών δικογράφων εντός τριακονθήμερης προθεσμίας από της επιδόσεως της αποφάσεως (20-10-2006), κριθέντος ότι μεταξύ των εναγόντων δεν συνέτρεχαν οι κατ’ άρθρο 115 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. προϋποθέσεις της απλής ομοδικίας. Ειδικώτερα το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι αξιώσεις των εναγόντων – ήδη αναιρεσειόντων δεν εστηρίζοντο σε όμοια πραγματική βάση, «εφ’ όσον καθένας από αυτούς έχει διαφορετικό χρόνο πρόσληψης και αποχώρησης από την υπηρεσία, δηλαδή, διαφορετικό χρόνο πραγματικής υπηρεσίας και διαφορετικό μέσο όρο τακτικών αποδοχών στη ….., οι οποίες τελούν σε συνάρτηση προς το χρόνο υπηρεσίας τους, με αποτέλεσμα να επιδιώκουν την αναγνώριση υποχρέωσης καταβολής διαφορετικού ποσού εφ’ άπαξ βοηθήματος». Οι εν λόγω διάδικοι (2ος- 17ος των ήδη αναιρεσειόντων) δεν προέβησαν σε χωρισμό του δικογράφου εντός της, κατά τα ανωτέρω, ταχθείσης προθεσμίας, με κατάθεση αυτοτελών δικογράφων, κατά το άρθρ. 121 παρ. 2 και 3 του Κ.Δ.Δ. Για τον λόγο δε αυτόν, με την 262/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απερρίφθη ως απαράδεκτη, η αγωγή, κατά το μέρος που είχε ασκηθή από τους εν λόγω ενάγοντες, λόγω μη χωρισμού δικογράφου. Κατά της αποφάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν έφεση, επί της οποίας εξεδόθη η ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
10. Επειδή οι αναιρεσείοντες, με την έφεση των κατά της 262/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προέβαλαν αφ΄ ενός μεν ισχυρισμούς, με τους οποίους υπεστήριζαν ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας και συναφείας κατά την άσκηση της προαναφερθείσης κοινής αγωγής των, αφ` ετέρου δε ισχυρισμούς περί του ότι ο περιορισμός της εφ` άπαξ παροχής των δεν ήτο νόμιμος, ως ερειδόμενος σε διατάξεις αντίθετες προς το Σύνταγμα, κατά τα ειδικώτερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της εφέσεως. Με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη 2996/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών εκρίθη ότι: «Οι λόγοι της κρινόμενης έφεσης ως προς την ομοδικία των εναγόντων και τον περιορισμό του εφάπαξ βοηθήματος του άρθρου 46 παρ. 2 του ν. 2084/1992 δεν αφορούν αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, αλλά της πιο πάνω 7995/2006 απόφασης, με την οποία, αφού κρίθηκε οριστικά ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας μεταξύ των εναγόντων, η αγωγή κρατήθηκε, δικάσθηκε και απορρίφθηκε στην ουσία ως προς τον πρώτο από τους (τότε) ενάγοντες (……………….), ενώ διατάχθηκε ο χωρισμός της ως προς τον καθένα από τους δεύτερο έως δέκατο έβδομο και υποχρεώθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος αυτών να καταθέσει ισάριθμα δικόγραφα εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής…». Περαιτέρω δε εκρίθη ότι το δικόγραφο της εφέσεως ήτο αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως «αφού δεν αναφέρει καμία αιτίαση κατά της αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης» και για τον λόγο αυτό απερρίφθη η έφεση.
11. Επειδή η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν παρίσταται νόμιμη. Ειδικώτερα, κατά τα προεκτεθέντα (βλ. σκ. 7) η 7995/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος της, με το οποίο διετάχθη ο χωρισμός του δικογράφου λόγω ελλείψεως ομοδικίας και ανεβλήθη η δίκη ως προς τους λοιπούς πλήν του πρώτου αναιρεσείοντες, δεν ήταν αυτοτελώς προσβλητή με ένδικα μέσα. Η αγωγή δε των αναιρεσειόντων απερρίφθη τελειωτικώς, ως προς τους λοιπούς, πλήν του προτασσομένου στο δικόγραφο αυτής ………. , ενάγοντες – ήδη αναιρεσείοντες, ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ομοδικίας, με ως άνω 262/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία και μόνη είχε, κατά τούτο, οριστικό χαρακτήρα. Συνεπώς, παραδεκτώς με την κατ΄ αυτής ασκηθείσα έφεση οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ισχυρισμούς, με τους οποίους αμφισβητούσαν την περί ελλείψεως ομοδικίας κρίση της 7995/2006 αποφάσεως, το σχετικό κεφάλαιο της οποίας θεωρείται συμπροσβαλλόμενο με την εν λόγω έφεση και, επομένως είναι μη νόμιμη η περί του αντιθέτου κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου. Για τον λόγο δε αυτό η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνη δεκτή και να αναιρεθή η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η δε υπόθεση να παραπεμφθή στο δικάσαν δικαστήριο, προκειμένου αυτό να κρίνη επί του βασίμου του προβληθέντος με την έφεση των αναιρεσειόντων λόγου σχετικά με την συνδρομή ή μη εν προκειμένω των προϋποθέσεων της ομοδικίας.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από τους 1ο, 3ο, 6ο, 11ο, 13ο και 16ο των αναιρεσειόντων (……., ……. και …..).
Επιβάλλει συμμέτρως σε βάρος των αναιρεσειόντων αυτών την δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ύψους 460 ευρώ.
Δέχεται την αίτηση κατά τα λοιπά.
Αναιρεί την 2996/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα νόμιμη κρίση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσιβλήτου την δικαστική δαπάνη των ως άνω αναιρεσειόντων ύψους 460 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Ιουλίου 2017.
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Αν. Γκότσης Β. Ραφαηλάκη
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.
Αθήνα, …………………………………………………..
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Ρ.Κ.
67/2016 ΔΕΦ ΑΘ ( 723594)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Διοικητική δικονομία. Ομοδικία. Χωρισμός δικογράφου. Η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η μετά τον χωρισμό αγωγή του εκκαλούντος ως δεύτερη αγωγή, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο περί δεύτερης αγωγής, αλλά ασκήθηκε κατά χωρισμό του αρχικού δικογράφου, έσφαλε. ΤΑΥΤΕΚΩ. ΤΑΠΠ – ΟΣΕ. Καταβολή αποζημίωσης. Εφάπαξ βοήθημα. Μη νομίμως υπολογίστηκε το ένδικο εφάπαξ βοήθημα με περιορισμό κατά 10% της βάσης υπολογισμού του. Η έφεση έγινε δεκτή.
Αριθμός απόφασης:367/2016
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 11ο Μονομελές
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2015, με δικαστή την Αικατερίνη Καρφάκη, εφέτη Δ.Δ. και γραμματέα την Μάρθα Παπανδρεάδη,
για να δικάσει την με χρονολογία 1 Απριλίου 2014 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ 1588/11-7-2014) έφεση,
τ ο υ …, κατοίκου .. Αττικής (οδός …… αρ..), ο οποίος δεν παραστάθηκε
κ α τ ά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας» (ΤΑΥΤΕΚΩ), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πατησίων αρ.54) και παραστάθηκε με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ανδρομάχη Βασιλικοπούλου, σύμφωνα με την από 9-10-2015 έγγραφη δήλωση (άρθρου 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ.), την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.
Το Δ ι κ α σ τ ή ρ ι ο,
μ ε λ έ τ η σ ε τη δικογραφία και
σ κ έ φ τ η κ ε σύμφωνα με το νόμο.
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (4918582, 2108807 και 3787748 ειδικά έντυπα παραβόλου σειρά Α`), ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 5979/2013 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 10-8-2006 αγωγή του εκκαλούντος, με την οποία ζητούσε, μετά τον περιορισμό του αιτήματος της, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του ν. π. δ. δ. με την επωνυμία «Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΤΑΠΠ – ΟΣΕ)» – καθολικός διάδοχος του οποίου, κατ` άρθρο 83 του ν.3655/2008 (Α` 58) είναι το εφεσίβλητο – να του καταβάλει το ποσό των 4.825 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της από 31-12-2003 προγενέστερης (κοινής) αγωγής, αλλιώς από την επίδοση της παρούσας, ως διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που, εδικαιούτο και, εκείνου που του είχε καταβληθεί κατά την αποχώρηση του από την υπηρεσία.
2. Επειδή, η κρινόμενη έφεση νομίμως συζητείται, χωρίς την παρουσία του εφεσίβλητου, ο οποίος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (βλ. το από 3-9-20014 αποδεικτικό επίδοσης της πράξης κλήτευσης του Γραμματέα ΔΕΑ Νικήτα Δεναξά σε συνδυασμό με τα πρακτικά της συνεδρίασης της 8-12-2014).
3. Επειδή, στο άρθρο 115 παρ. 5 του ΚΔΔ ορίζεται ότι: «Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα, κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου ως την πρώτη συζήτηση, να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα, οπότε ως χρονολογία άσκησής του θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου».
4. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας της κρινόμενης υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών, με την από 31 Δεκεμβρίου 2003 αγωγή (ΓΑΚ 47907/2003 ) την οποία άσκησε μαζί με άλλους, ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του προαναφερόμενου νομικού προσώπου να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που έλαβε και εκείνου που κατά τους ισχυρισμούς του εδικαιούτο. Πριν από τη συζήτηση της αγωγής του στις 2 Μαρτίου 2007 ενώπιον του 15ου Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ο εκκαλών προέβη σε χωρισμό του κοινού δικογράφου της από 31-12-2003 αγωγής (ΓΑΚ 47907/2003) και άσκησε την από 10-8-2006 αγωγή (ΓΑΚ 30923/2006), στην οποία αναφέρει ότι την ασκεί κατά χωρισμό δικογράφου από την με ΓΑΚ 47907/2003 αγωγή του και παραιτείται από το δικόγραφο αυτής. Με την 14272/2012 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών επί της από 31-12-2003 αγωγής (ΓΑΚ 47907/2003), αυτή απορρίφθηκε ως προς τον εκκαλούντα (ο οποίος είχε προβεί σε χωρισμό από το κοινό δικόγραφο της αγωγής) με την αιτιολογία της μη νομιμοποίησης της υπογράφουσας το δικόγραφο δικηγόρου. Στη συνέχεια, η από 10-8-2006 αγωγή του που ασκήθηκε κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου, μετά από παραπομπή με την 5892/2011 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, απορρίφθηκε με την 5979/2013 απόφαση του (εκκαλούμενη) ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι αποτελεί δεύτερη αγωγή μεταξύ των ίδιων διαδίκων με το ίδιο αντικείμενο, καθόσον η παραίτηση από την κοινή αγωγή με το δικόγραφο της από 10-8-2006 αγωγής δε συνιστά νόμιμο τρόπο παραίτησης, κατ` άρθρο 143 του Κ.Δ.Δ.
5. Επειδή η από 10-8-2006 αγωγή του εκκαλούντος ασκήθηκε κατά χωρισμό του δικογράφου της από 31-12-2003 αγωγής του, δηλαδή πριν από την πρώτη συζήτηση της πρώτης αγωγής του στις 2-3-2007. Επομένως, ο χωρισμός του δικογράφου έγινε νομίμως πριν από την πρώτη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ. 5 του ΚΔΔ, έσφαλε δε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η μετά τον χωρισμό αγωγή του εκκαλούντος ως δεύτερη αγωγή, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο περί δεύτερης αγωγής, αλλά ασκήθηκε κατά χωρισμό του αρχικού δικογράφου, όπως ρητά αναφέρεται στο κείμενο αυτής. Ενόψει των παραπάνω, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η έφεσή, να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο στον εκκαλούντα και να δικασθεί η αγωγή.
6. Επειδή, στο άρθρο 2 του Καταστατικού του τέως ΤΑΠΠ – ΟΣΕ (Α.Υ.Ε: 22359/1938, 228 τ. Παράρτημα) που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 59 του α. ν της 11ης Νοεμβρίου 1935, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ορίζεται ότι σκοπός του Ταμείου είναι η παροχή εφάπαξ βοηθήματος στους μετόχους του υπό τους όρους και περιορισμούς του Καταστατικού. Ειδικότερα, με άρθρο 17, όπως η παρ. 2 αυτού τροποποιήθηκε με την Φ.269/1100/10-7-1991 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β` 580), ορίστηκε ότι:: «Ως βάση υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνεται το 90% του μέσου όρου των αποδοχών που ελάμβανε ο μέτοχος κατά την τελευταία διετία προ της εξόδου του από την υπηρεσία ή της ημερομηνίας του θανάτου του. Ως αποδοχές νοούνται το εκάστοτε μισθολογικό κλιμάκιο ή ο βασικός μισθός, το χρονοεπίδομα, η ΑΤΑ, οι τριετίες και οι πολυετίες. Επίσης λαμβάνονται υπόψη και οι κατά το άρθρο 9 του καταστατικού δευτερεύουσες απολαβές…… Η εν λόγω υπουργική απόφαση είχε εκδοθεί κατ` επίκληση: α) της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 59 παρ. 1 του α.ν. της 11-11-1935 (αρθρ. 1 του α. ν. 694/1937, Α` 196), σύμφωνα με την οποία «πάσα έγκρισις ή τροποποίησις των….καταστατικών….των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας, γίνεται δια πράξεως του Υπουργού Εργασίας δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως….» και β) του ν. δ. 2520/1953 (Α` 220), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζονται τα εξής: «1. Η υπό του άρθρου 59 του Α.Ν. της 1 Νοεμβρίου 1935 “περί οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας”, ως ούτος μεταγενεστέρως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη διαγραφόμενη διαδικασία εφαρμόζεται μόνον προκειμένου περί μη βασικών διατάξεων, ως τοιούτων νοουμένων ειδικώτερον των απαριθμουμένων εν τη επομένη παραγράφω. 2. Ως μη βασικαί διατάξεις υπαγόμεναι εις την κατά την προηγουμένην παράγραφον διαδικασίαν νοούνται αι ορίζουσαι περί…..των προϋποθέσεων, της εκτάσεως, του είδους, του ύψους των χορηγητέων πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών…..Αντιθέτως, ως βασικαί διατάξεις θεωρούνται αι αφορώσαι την σύστασιν ή κατάργησιν Οργανισμού Κοιν. Ασφαλίσεως, καθιέρωσιν υπέρ αυτών κοινωνικών εισφορών και την επιβολήν ποινικών κυρώσεων».
7. Επειδή, όπως έχει παγίως νομολογηθεί από το ΣτΕ και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 17 του Καταστατικού του τέως ΤΑΠΠ – ΟΣΕ, όπως είχε τροποποιηθεί με την Φ.269/1100/10-7-1991 υπουργική απόφαση, ειδικότερα δε, κατά το μέρος που με αυτήν περιοριζόταν η βάση υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος στο 90% του μέσου όρου των αποδοχών των ασφαλισμένων του Ταμείου, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό αυτό και επί του συνόλου των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές, δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, γιατί η εν λόγω διάταξη κείται εκτός των διατάξεων, κατ` εξουσιοδότηση των οποίων εκδόθηκε (ανεξαρτήτως μάλιστα και της συνταγματικότητας ή μη τούτων), αφού δεν καλύπτεται ειδικώς από το γράμμα καμιάς από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. δ. 2520/1953 (ΣτΕ 1293, 1824/2010, 1475/2008, 235/2007, 2431/2006, 4272, 222/2005, 2458, 3226/2004 κ. α).
8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων – εκκαλών , πρώην υπάλληλος του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ), ασφαλίσθηκε στο τέως ΤΑΠΠ – ΟΣΕ από την πρόσληψη του στον ΟΣΕ μέχρι και την αποχώρηση του από την υπηρεσία, στις 28-12-1999. Με την 2787/3/22-3-2000 απόφαση του Δ.Σ του Ταμείου του χορηγήθηκε εφάπαξ βοήθημα, ίσο προς το 90% του μέσου όρου των αποδοχών του κατά την τελευταία διετία πριν από την έξοδό του από την υπηρεσία, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των ετών υπηρεσίας του. Συγκεκριμένα, ο ενάγων έλαβε 14.796.200 δρχ. και ήδη 43.422,45 ευρώ(12.330.240 δρχ. επί 90% ίσον 11.097.216 δρχ. δια 24 μήνες ίσον 462.384 δρχ. επί 32 μισθούς), κατ΄εφαρμογή του άρθρου 17 του Καταστατικού του Ταμείου τούτου, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με την Φ.269/1100/10.7.1991 απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που ίσχυε κατά τον χρόνο της αποχώρησής του (βλ. σχετ. έντυπο υπολογισμού εφάπαξ βοηθήματος). Ωστόσο, ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή και, αμφισβητώντας τη νομιμότητα του περιορισμού, κατά 10%, του ποσού του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούται, ισχυρίζεται ότι ο περιορισμός αυτός έγινε βάσει της πιο πάνω υπουργικής απόφασης, η οποία στερείται κύρους, και είναι αντισυνταγματική. Ζητά δε, μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος με το υπόμνημα να αναγνωριστεί η υποχρέωση του ΤΑΠΠ-ΟΣΕ να του καταβάλει ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105-106 του Εισ. Ν.Α.Κ., την αναλογούσα διαφορά εφάπαξ βοηθήματος, την οποία υπολόγισε στο ποσό των 4.825 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την κοινοποίηση της προαναφερόμενης κοινής αγωγής, αλλιώς από την επίδοση της ένδικης αγωγής.
9. Επειδή, λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά (έβδομη σκέψη), η υπουργική απόφαση Φ.269/1100/17-7-1991 κατά το μέρος που περιορίζει τη βάση υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος, το οποίο ήδη χορηγεί ο Τομέας Πρόνοιας Προσωπικού ΟΣΕ του ΤΑΥΤΕΚΩ στους ασφαλισμένους του, στο 90% του λαμβανόμενου υπόψη μέσου όρου αποδοχών τους, κείται εκτός εξουσιοδότησης και δεν είναι νόμιμη και εφαρμοστέα, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως υπολογίστηκε το ένδικο εφάπαξ βοήθημα με περιορισμό κατά 10% της βάσης υπολογισμού του, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό του ενάγοντος. Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ταμείου να καταβάλει στον ενάγοντα, ως διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που έλαβε και αυτού που εδικαιούτο, χωρίς την κατά τα παραπάνω περικοπή σε ποσοστό 10% της βάσης υπολογισμού του μέσου όρου των αποδοχών της τελευταίας πριν από την αποχώρησή του διετίας, το ποσό των 4.825 ευρώ (16.440.320 δρχ. ή 48.247,45 ευρώ, δηλαδή μέσο όρο μισθού διετίας 513.760 δρχ. επί 32 μισθοί μείον 14.796.000 δρχ. ή 43.422,45 ευρώ που έλαβε).
10. Επειδή, κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον εκκαλούντα, να δικασθεί η αγωγή του, να γίνει αυτή δεκτή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου – εναγόμενου νομικού προσώπου να καταβάλει στον εκκαλούντα – ενάγοντα το ποσό των 4.825 ευρώ, νομιμοτόκως, από την άσκηση της αγωγής του στις 31-12-2003 και, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί το εφεσίβλητο – εναγόμενο από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος- ενάγοντος (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την 5979/2013 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου
Δικάζει την αγωγή.
Δέχεται αυτήν.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (ΤΑΥΤΕΚΩ) να καταβάλει στον εκκαλούντα – ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε (4.825) ευρώ, νομιμοτόκως, από την άσκηση της αγωγής του στις 31-12-2003.
Απαλλάσσει το εφεσίβλητο – εναγόμενο από τα δικαστικά έξοδα.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2016.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΡΦΑΚΗ ΜΑΡΘΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΑΔΗ
Π.Β.