ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΓΕΡΓΜΑΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΑΡΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΜΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ
Σχέση Ενωσιακού δικαίου και Συνταγματικών διατάξεων ή αρχών περί θεμελιωδών δικαιωμάτωντων κρατών μελών – Περιορισμός της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου με βάση τις συνταγματικές επιταγές περί θεμελιωδών δικαιωμάτων
[Bundesverfassungsgericht 15.12.2015 – 2 BvR 2735/14]
Σχόλια : Ι. Δημητρακόπουλου, Παρέδρου ΣτΕ
Με απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στα τέλη του 2015, ολοκληρώθηκε κατά βάση η προσέγγισή του για τη σχέση του γερμανικού Συντάγματος με το δίκαιο της ΕΕ, τόσο γενικώς όσο και ειδικότερα στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και, συνακόλουθα για τη σχέση του ίδιου με το ΔΕΕ. Η σχέση αυτή στηρίζεται σε δύο θεμελιώδεις αρχές, μια ενωσιακή, την αρχή της υπεροχής (και αποτελεσματικότητας) του ευρωπαϊκού δικαίου, και μια εθνική, την αρχή της διαφύλαξης της συνταγματικής ταυτότητας, δηλαδή των βασικών (και μη υποκείμενων σε αναθεώρηση) διατάξεων και αρχών του Συντάγματος, όπως είναι ιδίως οι αναφερόμενες σε θεμελιώδη δικαιώματα, ως προς τις οποίες δεν νοείται μεταφορά εθνικής κυριαρχίας στην ΕΕ. Από την παραπάνω αρχή του δικαίου της ΕΕ συνάγεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση ερμηνείας του Συντάγματος κατά τρόπο “φιλικό” (αλλά όχι υποχρεωτικά σύμφωνο) προς το ευρωπαϊκό δίκαιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. BVerfG 4.5.2011, 2 BvR 2365/09). Στον αντίποδα, η αρχή της (απόλυτης) υπεροχής της συνταγματικής ταυτότητας περιορίζει την κανονιστική εμβέλεια της πρώτης ως άνω αρχής, καθιστώντας την σχετική, και συνεπάγεται την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου (και των οικείων εθνικών διατάξεων) κατά τρόπο σύμφωνο προς το περιεχόμενο της ταυτότητας αυτής, περαιτέρω δε, αν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, τη μη εφαρμογή του ενωσιακού κανόνα που παραβιάζει την (παρέχουσα μείζονα προστασία) συνταγματική τάξη, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη απόφαση του ΔΕΕ επί σχετικού προδικαστικού ερωτήματος.
Η προεκτεθείσα προσέγγιση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου συνιστά, από την οπτική του εθνικού δικαστή, μια εύλογη μέθοδο συγκερασμού αφενός, της ανάγκης τήρησης των επιταγών που συγκροτούν τον “σκληρό πηρήνα” της εθνικής έννομης τάξης και, αφετέρου, του συμφέροντος της ενότητας και της αποτελεσματικότητας της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Ο εθνικός δικαστής, προκειμένου να αποφύγει συγκρούσεις μεταξύ του ενωσιακού δικαίου και του εθνικού Συντάγματος, από το οποίο και αντλεί την εξουσία του, πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια, σε πρώτο χρόνο, υιοθέτησης συνάδουσας προς το ευρωπαϊκό δίκαιο (δίκαιο της ΕΕ και ΕΣΔΑ) ερμηνείας του Συντάγματος και, επικουρικά, σε δεύτερο χρόνο, διενέργειας, έστω έμμεσα ή σιωπηρά, σύμφωνης με το Σύνταγμα (καθώς και με την ΕΣΔΑ, ενόψει και του άρθρου 52 παρ. 3 του Χάρτη ΘΔΕΕ) ερμηνείας του δικαίου της ΕΕ, καταρχάς του πρωτογενούς (Χάρτη ΘΔΕΕ και γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου), και στη συνέχεια, ενόψει τούτου, του παράγωγου ενωσιακού κανόνα που τον προβληματίζει.
Αν δεν παρίσταται εφικτή ούτε τέτοια ερμηνεία, λαμβανομένης υπόψη και της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ και της συναφούς ανάγκης ενιαίας ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, η μη εφαρμογή της αντίθετης προς θεμελιώδη συνταγματική επιταγή ενωσιακής διάταξης, που θίγει θεμελιώδες δικαίωμα, μοιάζει μονόδρομος για τον εθνικό δικαστή. 3 Το ζήτημα που ανακύπτει περαιτέρω είναι εκείνο της εφαρμογής της ανωτέρω μεθόδου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Εν προκειμένω, το Bundesverfassungsgericht, ερμήνευσε την απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, καθώς και τη σχετική εθνική νομοθεσία, κατά τρόπο σύμφωνο με το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (αρχές του κράτους δικαίου και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από τις οποίες συνάγεται ο κανόνας περί προσωπικής ευθύνης ως προϋπόθεσης για ποινική καταδίκη) και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ενόψει και του άρ. 52 παρ. 3 του Χάρτη ΘΔΕΕ) δικαίωμα παράστασης στη δίκη και άμυνας του κατηγορουμένου, καθώς και παραίτησης από αυτό, σε περίπτωση καταδίκης in absentia προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση σε άλλη χώρα, ώστε να εκτελεσθεί η σε βάρος του ποινή. Η εν λόγω ερμηνεία, σε ορισμένα σημεία της, φαίνεται να υπερβαίνει εκείνη που υιοθετήθηκε από τη μείζονα σύνθεση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-399/11 Melloni (όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, για την εκτέλεση ποινής σε βάρος καταδικασθέντος ερήμην, καθώς και τη σχετική ερμηνεία του άρθρου 4α παρ. 1 της απόφασης-πλαίσιο 2002-584), κατά τρόπο ώστε να απαιτεί από τον εθνικό δικαστή ενδελεχέστερο έλεγχο της νομικής κατάστασης στον αιτούν την έκδοση κράτος και να οδηγεί σε δυνητικά μεγαλύτερη (έναντι της προκύπτουσας από τη Melloni) προστασία των δικαιωμάτων του καταδικασθέντος και κινδυνεύοντος να εκδοθεί στο κράτος αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το Bundesverfassungsgericht απορρίπτει σαφώς τη θέση της Melloni ότι η εναρμόνιση που πραγματοποιείται μέσω κανόνα του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, εφόσον κρίνεται συνάδουσα προς τις επιταγές του Χάρτη ΘΔΕΕ, δεσμεύει τα κράτη μέλη, τα οποία δεν μπορούν να αποκλίνουν από αυτόν, κατ’ επίκληση εθνικής διάταξης, ακόμα και συνταγματικής, που παρέχει στον ενδιαφερόμενο μείζονα προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σε σχέση με την προβλεπόμενη από τον επίμαχο ενωσιακό κανόνα. Εξάλλου, με μια προσαρμοσμένη στο συλλογισμό του, μεταλλαγμένη εκδοχή της θεωρίας της “acte clair”, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, αφού δεν είχε εύλογες αμφιβολίες για τον τρόπο ορθής (σύμφωνης με το Θεμελιώδη Νόμο) εφαρμογής της απόφασης-πλαίσιο 2002-584 και, συνεπώς, το ΔΕΕ δεν θα είχε κάτι χρήσιμο να του πει επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Οι προεκτεθείσες κρίσεις του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη και του αυξημένου κύρους του, επιφέρουν δύο αισθητά πλήγματα στην εξουσία του ΔΕΕ, καθώς δημιουργούν ρήγμα στην κυριαρχική αρμοδιότητα του τελευταίου, αφενός, για αυθεντική ερμηνεία των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και, αφετέρου, για την κήρυξή τους ως μη εφαρμοστέων, λόγω αντίθεσής τους προς υπέρτερους κανόνες ή αρχές. Αναμένεται με ενδιαφέρον η αντίδραση του ΔΕΕ, όταν του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία, αλλά και των ανωτάτων δικαστηρίων άλλων κρατών μελών, που δεν αποκλείεται να στοιχηθούν προς το Bundesverfassungsgericht (ήδη, σε συνέχεια της Melloni, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας διατύπωσε σχετική επιφύλαξη) και να ενστερνισθούν την παραπάνω νομολογία του, όσον αφορά ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων.