Αριθμός απόφασης 1/2018
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Σακελλαρίου, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλείου Πέππα, Μαρία Βλαχάκη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ανδρονίκης Θεοτοκάτου και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων, Γεώργιο Ποταμιά, Ευθύμιο Αντωνόπουλο, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Συμβούλους της Επικρατείας, τακτικά μέλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Αναστασάκο, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, τακτικά μέλη, Αβροκόμη Θούα πρώτο αναπληρωματικό μέλος ελλείποντος τακτικού μέλους, Αρεοπαγίτες, Ιωάννη Σύμπλη Σύμβουλο της Επικρατείας, τακτικό μέλος και τη Γραμματέα Ελένη Γκίκα, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Θωμά Δήμα του Δημητρίου, κατοίκου Ηγουμενίτσας, του Ν. Θεσπρωτίας, ο οποίος παρέστη μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων του: 1) Κωνσταντίνου Χρυσόγονου του Χρυσογόνου (Α.Μ./Δ.Σ.Θ.:2387), 2) Λάμπρου Μπρεάνου του Βασιλείου (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:9452) και 3) Αθανάσιου Κοντοθανάση του Λεωνίδα (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:4544).
ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Βασιλείου Γιόγιακα του Νικολάου, Βουλευτή του κόμματος με την επωνυμία «ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» στην εκλογική περιφέρεια του Ν. Θεσπρωτίας, κατοίκου Ηγουμενίτσας του Ν. Θεσπρωτίας, ο οποίος παρέστη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σπυρίδωνος Φλογαΐτη του Ιωάννη (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:7043).
Ο αιτών με την από 10 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στην Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 1/10.2.2017, καθώς και τους από 27 Απριλίου 2017 πρόσθετους λόγους του, που κατέθεσε κατά νόμο στη Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 4/28.4.2017, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό τους.
Ακολούθως, η Εισηγήτρια Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτης, ανέγνωσε την από 5.5.2017 έκθεσή της.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.
Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ο Θωμάς Δήμας, ο οποίος είναι εκλογέας εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της εκλογικής περιφέρειας του Νομού Θεσπρωτίας, ζητεί παραδεκτώς, κατά τις διατάξεις του άρθρου 100 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγματος και 39 παρ. 1 περ. γ΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 Κώδικος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, να κηρυχθεί έκπτωτος από το βουλευτικό αξίωμα ο καθού η αίτηση Βασίλειος Γιόγιακας, ο οποίος εξελέγη βουλευτής στην ανωτέρω εκλογική περιφέρεια κατά τις βουλευτικές εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου 2015.
Επειδή στο άρθρο 57 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά τις αναθεωρήσεις των ετών 2001 και 2008, ορίζονται τα εξής: «1. Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία: α) Αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα. β) ….. δ) Ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής ωφέλειας ….. Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ….. Με ειδικό νόμο μπορεί να καθορίζονται επαγγελματικές δραστηριότητες, πέραν αυτών που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η άσκηση των οποίων δεν επιτρέπεται στους βουλευτές. Η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει. 2. Βουλευτές που υπάγονται στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου οφείλουν, μέσα σε οκτώ ημέρες, αφότου η εκλογή τους γίνει οριστική, να επιλέξουν με δήλωσή τους μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των παραπάνω έργων ή ιδιοτήτων. Αν παραλειφθεί αυτή η εμπρόθεσμη δήλωση, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα του βουλευτή. 3. …..».
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η ιδιότητα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με τα έργα και τις ιδιότητες του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχειρήσεως, η οποία, μεταξύ άλλων, αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα, ή ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής ωφέλειας. Με το Δημόσιο εξομοιώνονται, μεταξύ άλλων, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. [ Σ.Σ ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΤΟ Σ. ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΣΕ ΤΡΙΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΝΑ ΣΥΝΑΠΤΟΥΝ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΕΤΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΕΜΜΕΣΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ].
Ως “επιχείρηση”, εξ άλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων νοείται το σύνολο υλικών ή άυλων στοιχείων (πραγμάτων, δικαιωμάτων, καταστάσεων, πελατεία, φήμη κλπ.), τα οποία είναι απαραίτητα για την άσκηση της σχετικής δραστηριότητας και έχουν οργανωθεί από τον φορέα τους σε αυτόνομη οικονομική ενότητα με σκοπό το κέρδος (Α.Ε.Δ. 11/2008, 1/2002, 22/2001).
Οι ως άνω περιπτώσεις ασυμβιβάστου με το αξίωμα του βουλευτή ρυθμίζονται κατά τρόπο πλήρη και αποκλειστικό, δεδομένου ότι συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, οι σχετικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενώς (Α.Ε.Δ. 11/2008, 16/2001), οποιεσδήποτε δε άλλες δραστηριότητες, πέραν αυτών που ρητώς μνημονεύονται στις εν λόγω διατάξεις, δεν αποτελούν ασυμβίβαστο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με ειδικό νόμο (βλ. Πρακτικά Ολομέλειας της Βουλής, Συνεδρίαση ΠΒ’/20.2.2007, ιδίως σελ. 220 και 241).
Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31), όπως ισχύει, συνεστήθη νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), το οποίο αποτελεί Φορέα Κοινωνικής Ασφαλίσεως και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Υγείας. Με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του ως άνω άρθρου προβλέφθηκε η μεταφορά στον Ε.Ο.Π.Π.Υ. ασφαλιστικών οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας ή κλάδων υγείας των οργανισμών αυτών και με το άρθρο 18 ορίστηκε ότι: “1. Σκοπός του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας είναι: α. Η παροχή υπηρεσιών υγείας στους εν ενεργεία ασφαλισμένους, συνταξιούχους και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους, των μεταφερόμενων φορέων, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 30 Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του παρόντος νόμου. β. ….. δ. Ο καθορισμός των κριτηρίων και των όρων σύναψης συμβάσεων για παροχή πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης με φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και με συμβεβλημένους ιατρούς, καθώς και η αναθεώρηση και τροποποίηση των όρων αυτών, όπου και όποτε αυτό απαιτείται. 2. ….. “Με το άρθρο 27 παρ. 3 του ν. 3918/2011 ορίζεται ότι “O Ε.Ο.Π.Π.Υ. μπορεί να συνάπτει συμβάσεις μίσθωσης έργου με θεραπευτές και ελεγκτές ιατρούς και οδοντιάτρους, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις”. Επακολούθησε ο ν. 4238/2014 “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Π.Υ. και λοιπές διατάξεις” (Α΄38/17.2.2014), με τον οποίο συνεστήθη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας το “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.) που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε) της Χώρας” (άρθρο 1 παρ. 2). Στις δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών του Π.Ε.Δ.Υ. εντάχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του Ε.Ο.Π.Π.Υ., εξαιρουμένων των Φαρμακείων (άρθρο 2 παρ. 3), ενώ για του μόνιμους και με σχέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρούς και οδοντιάτρους προβλέφθηκε η μετάταξη ή μεταφορά τους σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως των οικείων Δ.Υ.Πε (άρθρα 16-18). Εν όψει των ανωτέρω μεταβλήθηκε αντιστοίχως και ο σκοπός του Ε.Ο.Π.Π.Υ., ο οποίος καθορίζεται πλέον με το άρθρο 8 του ν. 4238/2014 ως εξής: “1. Σκοπός του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας είναι: α) Η αγορά υπηρεσιών υγείας για τους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους, καθώς και για τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους, των μεταφερθέντων φορέων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του Οργανισμού …., όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει κάθε φορά. β) ….. γ) Ο καθορισμός των κριτηρίων και των όρων σύναψης συμβάσεων για αγορά υπηρεσιών υγείας με φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και με συμβαλλόμενους ιατρούς, καθώς και η αναθεώρηση και η τροποποίηση των όρων αυτών, όπου και όπως αυτό απαιτείται. δ) ….. ”. Με το άρθρο 19 του ν. 4238/2014 προβλέφθηκε ότι προϋφιστάμενες του νόμου αυτού συμβάσεις του Ε.Ο.Π.Π.Υ. με ιδιώτες θεραπευτές ιατρούς παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν, αζημίως για τον Οργανισμό, όμως με το άρθρο 20 του ν. 4238/2014, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 182 παρ. 6 του ν. 4261/2014 (Α΄107/5.5.2014), προβλέφθηκε ότι Ε.Ο.Π.Π.Υ. μπορούσε “να συνάψει συμβάσεις για χρονικό διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών”, μεταξύ άλλων, και με τους ιατρούς που ενέπιπταν στο ως άνω άρθρο 19 του ν. 4238/2014. Εξ άλλου, μετά την ίδρυση του Ε.Ο.Π.Π.Υ. με τον ν. 3918/2011 προβλέφθηκε, με διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις, η ανανέωση, καθώς και η παράταση της ισχύος υφισταμένων συμβάσεων του Οργανισμού και ιδιωτών θεραπευτών ιατρών, εωσότου συναφθούν νέες συμβάσεις μισθώσεως έργου με ιδιώτες ιατρούς για την παροχή υπηρεσιών στους ασφαλισμένους του Ε.Ο.Π.Π.Υ. [άρθρα 54 παρ. 3 του ν. 4223/2013 (Α΄287), 1 παρ. Ι υποπαρ. Ι.4 του ν. 4254/2014 (Α΄85), 52 του ν. 4272/2014 (Α΄145), 20 του ν. 4302/2014 (Α΄225), 66 παρ. 3 του ν. 4316/2014 (Α΄270), 26 παρ. 1 της από 30/12/2015 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄184), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4366/2016 (Α΄18), και 52 παρ. 4 του ν. 4410/2016 (Α΄141)].
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο καθού η αίτηση Βασίλειος Γιόγιακας, ιατρός-καρδιολόγος, εξελέγη βουλευτής στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 με το κόμμα της “Νέας Δημοκρατίας” και η εκλογή του κατέστη έκτοτε οριστική. Κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση, ο τελευταίος παρέχει ιατρικές υπηρεσίες προς τον Ε.Ο.Π.Π.Υ., με τον οποίο έχει ενεργό σύμβαση από τις 16.5.2014, δραστηριοποιείται δε ως ελεύθερος επαγγελματίας-ιδιώτης ιατρός, διατηρώντας ιατρείο στην Ηγουμενίτσα. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμβάσεως, ο καθού η αίτηση παρέχει τις υπηρεσίες του στον Ε.Ο.Π.Π.Υ. για την περίθαλψη των ασφαλισμένων του, έναντι πάγιας αμοιβής, καθοριζόμενης από τον Οργανισμό, οι δε λοιποί όροι παροχής των υπηρεσιών καθορίζονται στη σχετική σύμβασή του με τον Ε.Ο.Π.Π.Υ. Με τα δεδομένα αυτά, η σύναψη, κατά τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, συμβάσεως μισθώσεως έργου μεταξύ του Ε.Ο.Π.Π.Υ. και του καθού η αίτηση, ως ιδιώτη ιατρού, δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις ασυμβιβάστου με το βουλευτικό αξίωμα που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 του Συντάγματος, εφ’ όσον, άλλωστε, ούτε ο αιτών προέβαλε ειδικότερους ισχυρισμούς ούτε από τα προσκομισθέντα στοιχεία προκύπτει ότι ο καθού η αίτηση ασκεί οργανωμένη επιχειρηματική δραστηριότητα, συνισταμένη στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή άλλους, εξομοιούμενους με το Δημόσιο φορείς, παρά μόνο ατομική δραστηριότητα ελευθέρου επαγγελματία, η οποία συνίσταται, κατά το ουσιώδες μέρος της, στην παροχή προσωπικής εργασίας από τον ίδιο, ο οποίος επιλέγεται ελευθέρως από τους ασφαλισμένους του Ε.Ο.Π.Π.Υ., όπως και από οποιονδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο. Το ενδεχόμενο, εξ άλλου, μια ατομική επαγγελματική δραστηριότητα, όπως αυτή που ασκεί ο καθού η αίτηση, να χαρακτηρίζεται ως “επιχείρηση” από άλλες διατάξεις, οι οποίες αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 148/2015), δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, διότι η έννοια της “επιχειρήσεως”, κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 του Συντάγματος, είναι αυτόνομη, οι διατάξεις δε αυτές, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, επιβάλλεται να ερμηνεύονται στενά, ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός τους με τον μικρότερο αναγκαίο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Εν όψει των ανωτέρω, οι λόγοι που προβάλλει ο αιτών με το κύριο και το πρόσθετο δικόγραφο, κατά τους οποίους ο καθού η αίτηση θα έπρεπε να κηρυχθεί έκπτωτος από το βουλευτικό αξίωμα λόγω συνδρομής στο πρόσωπό του ασυμβιβάστου κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 περ. α’ και δ’ και παρ. 2 του Συντάγματος, διότι είχε συνάψει σύμβαση παροχής υπηρεσιών προς νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, άλλως σύμβαση έχουσα χαρακτήρα παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς να επιλέξει με δήλωσή του, εντός οκτώ ημερών αφότου η εκλογή του έγινε οριστική, μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των σχετικών έργων, είναι απορριπτέοι στο σύνολό τους ως αβάσιμοι.
Επειδή μειοψήφησε το μέλος του Δικαστηρίου Διονυσία Μπιτζούνη, η οποία υποστήριξε τα εξής: Από τις μνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος προκύπτει ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέσπισε τον κανόνα, ότι η ιδιότητα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με τα έργα και τις ιδιότητες του ιδιοκτήτη, εταίρου, μετόχου, διοικητή, διαχειριστή, μέλους διοικητικού συμβουλίου, γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία, μεταξύ άλλων, αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή την παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με αυτό συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα. Επιδιώκει δε η ως άνω συνταγματική ρύθμιση να αποτρέψει την ευδοκίμηση των όρων που χορηγούν την δυνατότητα ή που δημιουργούν έστω την εντύπωση ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί η βουλευτική ιδιότητα προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, ενισχύει τον θεσμικό και πολιτικό ρόλο του βουλευτή και αποτρέπει φαινόμενα κατάχρησης της οιασδήποτε σχέσης που τον συνδέει με το ελληνικό Δημόσιο σε βάρος των υπολοίπων υποψήφιων κατά την επόμενη εκλογική μάχη. Η καθιέρωση του ασυμβίβαστου αποτρέπει τη δημιουργία δεσμών οικονομικής εξάρτησης μεταξύ του βουλευτή και οικονομικών φορέων, οι οποίοι με τη σειρά τους τελούν σε σχέση εξάρτησης από την πολιτεία, στοχεύει δηλαδή στη διασφάλιση της «κατά συνείδηση» (άρθρο 60 παρ. 1 Συντ.) γνώμης και ψήφου του βουλευτή (Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 2014, σελ. 449, Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Β, 1993, σελ. 250-1). Για την συνδρομή του ασυμβίβαστου πρέπει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να υπάρχει επιχείρηση, στην οποία ο βουλευτής να δραστηριοποιείται με τις παραπάνω ιδιότητες και η επιχείρηση αυτή να συμβάλλεται με το Δημόσιο ή με τα, κατά τις ως άνω διατάξεις, εξομοιούμενα προς αυτό πρόσωπα, για μία από τις προαναφερθείσες δραστηριότητες (Α.Ε.Δ. 11/2008). Έτσι πρωτεύον στοιχείο του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής της επίμαχης συνταγματικής διάταξης είναι η έννοια της «επιχείρησης», δηλαδή οικονομικής ενότητας λειτουργούσας, με σκοπό την επίτευξη κέρδους (Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. 2014. 450), ή άλλως, όπως έχει νομολογηθεί (Α.Ε.Δ. 11/2008, Α.Ε.Δ. 1/2002, Α.Ε.Δ. 22/2001) το σύνολο υλικών ή άυλων στοιχείων (πραγμάτων, δικαιωμάτων, πραγματικών καταστάσεων, πελατεία, φήμη κλπ.) που είναι απαραίτητα για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και έχουν οργανωθεί από το φορέα τους σε αυτόνομη οικονομική ενότητα προς επίτευξη οικονομικού ή παραγωγικού σκοπού, επί κέρδει. Ορισμένα επιχειρηματικά έργα και δραστηριότητες απαγορεύονται από το άνω άρθρο, είτε με αναφορά στο αντικείμενό τους, είτε σε ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που τα διέπουν και τα συνάπτουν με την κρατική εξουσία. Ειδικότερα, η απαγορευόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο μεταξύ άλλων, την ανάληψη έργων ή μελετών ή προμηθειών του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή σύναψη συναφών συμβάσεων αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα. Πρόκειται ιδίως για σύναψη δημοσίων συμβάσεων ή και άλλων συμβάσεων συναφών με αυτές, δηλαδή τελουσών σε σχέση αναγκαιότητας, παρακολουθηματικότητας κλπ με τις παροχές των κυρίων συμβάσεων. Επίσης, ανεξαρτήτως της ένταξής της σε κάποιο από τα αναφερόμενα στο παραπάνω άρθρο αντικείμενα, είναι ασυμβίβαστη κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα που συνοδεύεται από απόλαυση ειδικών προνομίων για την επιχείρηση, δηλαδή εξαιρετικών ευνοϊκών ρυθμίσεων που δεν συνδέονται με την ένταξη της επιχείρησης σε κάποια κατηγορία επιχειρήσεων, αλλά αποδίδονται ατομικά με συγκεκριμένη επιχείρηση. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το κριτήριο για την ενέργεια ασυμβίβαστων έργων από την επιχείρηση είναι ουσιαστικό, δεν είναι δηλαδή αναγκαίο οι ανωτέρω επιχειρηματικές δραστηριότητες να ανήκουν στους καταστατικούς σκοπούς της επιχείρησης, ούτε είναι επαρκές η επιχείρηση να συνδέεται μόνο τυπικά με το ασυμβίβαστο επιχειρηματικό αντικείμενο. Ασυμβίβαστη είναι η πραγματική τέλεση από την επιχείρηση των ανωτέρω έργων και πράξεων. Γι’ αυτό το λόγο σε κάθε περίπτωση, η συνδρομή ασυμβίβαστων αποτελεί ζήτημα ουσιαστικής έρευνας, δηλαδή εξέταση πραγματικών γεγονότων (Κ. Χρυσόγονο, οπ). Ασυμβίβαστη δηλαδή δεν είναι η σύνδεση του βουλευτή με ορισμένη επιχείρηση, αλλά η σύνδεσή του με επιχείρηση που προβαίνει σε συγκεκριμένα ασυμβίβαστα έργα και πράξεις (βλ. Παπανικολάου, υπό άρθρο 57, σελ. 1046, Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σπυρόπουλος, Κοντιάδης, Ανθόπουλος, Γεραπετρίτης). Εξάλλου, από την άποψη υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των ασυμβίβαστων, ασυμβίβαστη είναι η τήρηση ορισμένης σχέσης του βουλευτή με την επιχείρηση, η οποία προβαίνει σε ασυμβίβαστα έργα ή πράξεις. Τα στοιχεία της εξ υποκειμένου σχέσης του βουλευτή με την επιχείρηση ορίζονται διαζευκτικά στο άνω άρθρο 57 του Συντάγματος, ως ορισμένες θέσεις ευθύνης ή περιουσιακής ωφέλειας του βουλευτή από τη λειτουργία της επιχείρησης. Περαιτέρω η επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί τόσο με εταιρική μορφή όσο και ως ατομική επιχείρηση, ενώ υπό το πρίσμα των παραδοχών αυτών η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 Συντ. καταλαμβάνει πέραν πάσης αμφισβήτησης αμφότερες τις περιπτώσεις. Κατ’ ορθή λοιπόν ερμηνεία, ο όρος «ιδιοκτήτης επιχείρησης» που χρησιμοποιείται από τον συνταγματικό νομοθέτη αναφέρεται σε ατομική επιχείρηση, ενώ οι όροι «εταίρος ή μέτοχος» αναφέρονται σε επιχειρήσεις που λειτουργούν ως εταιρείες. Έτσι, ασυμβίβαστη είναι η ιδιότητα ή τα έργα του ιδιοκτήτη σε ατομική επιχείρηση, του εταίρου σε προσωπική εταιρία ή σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης, του μετόχου σε ανώνυμη εταιρία, του μέλους διοικητικού συμβουλίου σε ανώνυμη εταιρία και εν γένει του διοικητή, διαχειριστή ή γενικού διευθυντή, ακόμη και των αναπληρωτών του. Και πάλι η σύνδεση του βουλευτή με τις ανωτέρω θέσεις δεν είναι τυπική, αλλά ουσιαστική, διότι δεν εξαντλείται στην τυπική κατοχή των αναφερόμενων θέσεων ευθύνης και ωφέλειας, αλλά είναι κρίσιμη ακόμη και η ενέργεια από το βουλευτή αντίστοιχων έργων στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως καταδεικνύεται από την αναφορά της διάταξης όχι μόνο στις ως άνω ιδιότητες του βουλευτή εντός της επιχείρησης, αλλά και σε ασυμβίβαστα έργα, που προσιδιάζουν στις ανωτέρω ιδιότητες (βλ. Παπανικολάου, οπ. σελ. 1048). Περαιτέρω, με την άνω αναθεωρημένη διάταξη, καταργήθηκε το ασυμβίβαστο των καθηκόντων του βουλευτή με τη άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, που συμπεριλήφθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 57, κατά την αναθεώρηση του έτους 2001. Τα ασυμβίβαστα του άνω άρθρου, κατά την αρχική διατύπωση της διάταξης, εξυπηρετούσαν αφενός την αποτροπή δημιουργίας δεσμών οικονομικής εξάρτησης, μεταξύ του βουλευτή και οικονομικών φορέων, οι οποίοι με τη σειρά τους τελούσαν σε σχέση εξάρτησης από την πολιτεία, δηλαδή τη διασφάλιση της κατά συνείδηση (αρθρ. 60 παρ. Συντ.) γνώμης και ψήφου του βουλευτή και αφετέρου την αποτροπή της εκμετάλλευσης τους αξιώματός του για την επίτευξη οικονομικού κέρδους εκ μέρους του βουλευτή, με όλες τις συμπαρομαρτούσες αρνητικές συνέπειες για την αξιοπιστία των κοινοβουλευτικών θεσμών. Και οι δύο αυτοί σκοποί, περισσότερο ο πρώτος, ανιχνεύονται και στην παρ. 1 του άρθρου 57 Συντ., όπως διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του έτους 2001. Παράλληλα, όμως, με την αναθεώρηση του 2001, διαπιστώθηκε διεύρυνση της ratio, αλλά και της έκτασης των ασυμβίβαστων, τόσο προς την κατεύθυνση της αποτροπής της σώρευσης θεσμικής και εξωθεσμικής πολιτικής ισχύος (όπως πχ. ταυτόχρονη κατοχή του βουλευτικού αξιώματος και μέσων μαζικής ενημέρωσης), όσο και προς εκείνη της επιβολής της αφοσίωσης των βουλευτών στα καθήκοντά τους (επαγγελματικό ασυμβίβαστο). Με την παραπάνω νέα παρ. 1 του άρθρου 57 του Συντ., όπως διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του 2001, επιχειρήθηκε η ουσιαστικοποίηση των ασυμβίβαστων, με την έννοια ότι κρίσιμη κατέστη πλέον όχι μόνο η τυπική συνδρομή της ιδιότητας του διοικητή, διαχειριστή κλπ συγκεκριμένων επιχειρήσεων, αλλά και η άσκηση στην πράξη των αντίστοιχων έργων. Έτσι, οι έννοιες του διοικητή, διαχειριστή κλπ, δεν προϋποθέτουν κάποια συγκεκριμένη νομική σχέση του προσώπου με την επιχείρηση, ενώ όσον αφορά την έννοια της επιχείρησης, αυτή είναι επίσης ανεξάρτητη από τη νομική μορφή της, υποστηρίζεται, όμως, ότι εμπεριέχει πάντως, τον κερδοσκοπικό προορισμό της (Χρυσόγονος, οπ). Ειδικότερα η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος συγκεκριμένα ως ελευθέριου επαγγέλματος, αποτελεί βεβαίως έκφραση συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας κατά το άρθρ. 5 παρ.1 του Συντάγματος, και οι ιατροί ως ελεύθεροι επαγγελματίες παρέχοντες υπηρεσίες υγειονομικής φροντίδας στους πολίτες έναντι αμοιβής, ασκούν άρα οικονομική δραστηριότητα αναλαμβάνοντας τους επιχειρηματικούς κινδύνους και τις εκπορευόμενες από τη δραστηριότητα αυτή ωφέλειες, εμπίπτοντας έτσι αδιαμφισβήτητα στην έννοια της επιχείρησης και δη της ατομικής. Περαιτέρω, δεύτερη προϋπόθεση, ως προελέχθη, για τη συνδρομή του ασυμβιβάστου είναι η επιχείρηση αυτή να συμβάλλεται με το Δημόσιο ή με τα, κατά τις ως άνω διατάξεις, εξομοιούμενα προς αυτό πρόσωπα για τη δραστηριότητα εν προκειμένω της παροχής υπηρεσιών σ’ αυτό. Με το Δημόσιο δε, όπως αναφέρθηκε, εξομοιώνονται για τους σκοπούς της παρ. 1 του άνω άρθρου, μεταξύ άλλων, και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τέτοιο δε νομικό πρόσωπο αποτελεί και ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ο οποίος συστάθηκε, με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του ν. 3918/2011 (ΦΕΚ Α΄ 31/2.3.2011). Ειδικότερα με τις διατάξεις αυτές, όπως η πρώτη παράγραφος τροποποιήθηκε με τα άρθρο 72 παρ. 2 ν. 3984/2011, ΦΕΚ Α΄ 150/27.6.2011, 10 παρ. 1 και 13 παρ. 1 ν. 4052/2012, ΦΕΚ Α΄ 41/1.3.2012) συστάθηκε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή Οργανισμός), που αποτελεί Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης με σκοπό την παροχή υπηρεσιών υγείας στους εν ενεργεία ασφαλισμένους, συνταξιούχους και προστατευόμενα μέλη των οικογενειών, των μεταφερόμενων σε αυτόν φορέων και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με έναρξη λειτουργίας του 6 μήνες μετά την ως άνω δημοσίευση του νόμου. Στον Οργανισμό αυτό, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 3918/2011, μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό και μόνο ως προς τις παροχές σε είδος (βλ. και άρθρο 19Α του ίδιου νόμου, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 72 του ν. 3984/2011), ο κλάδος υγείας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) με τις μονάδες υγείας του, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με το σύνολο του εξοπλισμού του, οι κλάδοι υγείας του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) και του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), καθώς και ο Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.), όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του ν. 3655/2008, ενώ στην παρ. 3 του ως άνω άρθρου 17 ορίστηκε ότι, «με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να μεταφέρονται στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί παροχής υγείας που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου». Στη συνέχεια, με το άρθρο 8 του ν. 4238/2014, Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας, αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις, ορίστηκε ότι: «1. Σκοπός του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας είναι: α) Η αγορά υπηρεσιών υγείας για τους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους, καθώς και για τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους, των μεταφερθέντων φορέων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του Οργανισμού, ο οποίος έχει εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. Φ. 90380/25916/3294 (Β΄ 2456), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει κάθε φορά, β) Η θέσπιση κανόνων σχεδιασμού, ποιότητας, ανάπτυξης, αξιολόγησης, ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της αγοράς υπηρεσιών υγείας, η διαχείριση και ο έλεγχος της χρηματοδότησης, καθώς και η ορθολογική αξιοποίηση των διατιθέμενων πόρων, γ) Ο καθορισμός των κριτηρίων και των όρων σύναψης συμβάσεων για αγορά υπηρεσιών υγείας με φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και με συμβαλλόμενους ιατρούς, καθώς και η αναθεώρηση και η τροποποίηση των όρων αυτών, όπου και όποτε αυτό απαιτείται. δ) Η διαπραγμάτευση με όλους τους συμβαλλόμενους παρόχους των αμοιβών τους, των όρων των συμβάσεων του Οργανισμού, των τιμών των ιατροτεχνολογικών υλικών και φαρμάκων». Ακολούθως, με το άρθρο 19 του νόμου αυτού ορίστηκε, ότι συμβάσεις ιατρών, οδοντιάτρων και λοιπού προσωπικού, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 17 και οι οποίοι διατηρούν οποιασδήποτε μορφής εργασιακή σχέση με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., πλην μονίμων και Ι.Δ.Α.Χ., οι οποίες συνήφθησαν οποτεδήποτε πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν, αζημίως για τον Οργανισμό, ενώ με το άρθρο 20 παρ. 2 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι, «ο ΕΟΠΥΥ δύναται να συνάψει συμβάσεις για χρονικό διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών, α) με τους γιατρούς και οδοντιάτρους που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα με το νόμο 4238/2014 και δεν υπέβαλαν την αίτηση του άρθρου 17 παρ. 1 του νόμου αυτού, β) με τους ιατρούς και οδοντιάτρους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 4238/2014, γ) τους ιατρούς και οδοντιάτρους, των οποίων οι συμβάσεις μίσθωσης έργου με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που παρατάθηκαν με το άρθρο 23 του ν. 4208/2013 και έληξαν μέχρι 31.12.2013 … Όσον αφορά στους ιατρούς των παραπάνω κατηγοριών ορίζεται ανώτατος μηνιαίος αριθμός επισκέψεων έως διακόσιες (200) και αποζημίωση δέκα (10) ευρώ, ανά επίσκεψη». Στα πλαίσια των διατάξεων αυτών, ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ., νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργεί ως αγοραστής Υπηρεσιών Υγείας, καταρτίζοντας συμβάσεις με ιδιώτες γιατρούς, ώστε να παρέχουν εκείνοι υπηρεσίες υγείας στους παραπάνω ασφαλισμένους, καταβάλλοντας ο ίδιος την αμοιβή τους. Στην προκείμενη περίπτωση, στο κρίσιμο ζήτημα της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας από τον καθ’ ού η αίτηση, βουλευτή του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας της περιφέρειας Θεσπρωτίας και δη της επαγγελματικής δραστηριότητας του ιατρού, με την ειδικότητα του καρδιολόγου, έχοντος ενεργή σύμβαση με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν νόμιμα και υπάρχουν στο φάκελο που σχηματίσθηκε για την υπόθεση αυτή, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο καθού, Βασίλειος Γιόγιακας, ιατρός – καρδιολόγος, κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές της 20.9.2015, αναδείχθηκε βουλευτής του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, στην εκλογική περιφέρεια Θεσπρωτίας και έκτοτε η εκλογή του κατέστη οριστική. Κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση, ο τελευταίος παρέχει ιατρικές υπηρεσίες προς το Δημόσιο, καθώς έχει ενεργή σύμβαση με τον «Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από 16.5.2014. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ο Οργανισμός αυτός (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και, ελλείψει επάρκειας δομών υγειονομικής περίθαλψης, για την περίθαλψη των ασφαλισμένων του, αγοράζει υπηρεσίες υγείας, μέσω συμβάσεων που συνάπτει με συγκεκριμένο αριθμό ιδιωτών γιατρών, ώστε να παρέχουν οι τελευταίοι τις συγκεκριμένες υπηρεσίες, το κόστος των οποίων επιβαρύνεται ο ίδιος (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.). Μία τέτοια δε σύμβαση έχει καταρτίσει με τον καθ’ ού η αίτηση, ο οποίος δραστηριοποιείται ως ελεύθερος επαγγελματίας – ιδιώτης γιατρός, διατηρώντας ιατρείο στην Ηγουμενίτσα. Στα πλαίσια της σύμβασης αυτής, ο καθού παρέχει τις υπηρεσίες του στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για την περίθαλψη των ασφαλισμένων του, έναντι πάγιας αμοιβής, καθοριζόμενης από τον τελευταίο Οργανισμό. Αυτή λοιπόν η παροχή υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους είναι η υπηρεσία του καθ’ ού προς το Δημόσιο. Οι δε όροι παροχής υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους καθορίζονται στη σύμβαση με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Η προαναφερθείσα δραστηριότητα του καθού, ως ελεύθερου επαγγελματία – ιδιώτη γιατρού, ο οποίος διατηρεί ενεργή σύμβαση με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., εμπίπτει στην έννοια της επιχείρησης, με τη μορφή της ατομικής, όπως αναφέρθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, στα έργα της οποίας εντάσσεται η σύμβαση με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Μέσω δε της σύμβασης αυτής, ο καθού παρέχει υπηρεσίες στον τελευταίο Οργανισμό, ο οποίος καταβάλλει την αμοιβή του. Συνακόλουθα, ο καθού, εμπίπτει στις προαναφερόμενες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 57 του Συντάγματος, για το ασυμβίβαστο των βουλευτών, διότι η συναφθείσα σύμβαση παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων, αποτελεί σύμβαση οικονομικής συναλλαγής, με ν.π.δ.δ., όπως είναι ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ., με σκοπό την αποκομιδή κέρδους, η οποία πράγματι εξασφαλίζει σε αυτόν οικονομικά ωφελήματα, πέραν της βουλευτικής αποζημίωσης και δεν συνάδει με το βουλευτικό αξίωμα, αφού θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των κοινοβουλευτικών θεσμών. Εν όψει των ανωτέρω απορριπτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί του καθού. Και συγκεκριμένα, α) ο ισχυρισμός του καθού ότι, ναι μεν υπάρχει σύμβαση μεταξύ ιατρού και Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ο οποίος αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (άρθρο 17 παρ. 1 ν. 3918/2011), αλλά οι παρεχόμενες δυνάμει της σύμβασης αυτής ιατρικές υπηρεσίες, παρέχονται προς τους ασφαλισμένους και όχι προς τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και επομένως, η παροχή ιατρικών υπηρεσιών δυνάμει σύμβασης με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. δεν αποτελεί παροχή υπηρεσιών «προς το Δημόσιο» και, άρα, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 57 παρ. 1 περ. α’ του Συντάγματος, είναι αβάσιμος, διότι το γεγονός ότι η παροχή υπηρεσιών των συμβεβλημένων με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ιατρών ωφελεί και τους ασφαλισμένους, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει σχέση αυτών (ιατρών) με το Δημόσιο, του οποίου, όπως προελέχθη, καλύπτουν ελλείψεις παροχής υγειονομικής περίθαλψης. Και β) ο ισχυρισμός του καθού ότι η ιδιότητα του ιδιοκτήτη επιχείρησης (ιατρείου), η οποία παρέχει ιατρικές υπηρεσίες δυνάμει σύμβασης με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς τους ασφαλισμένους του, δεν εμπίπτει στο ασυμβίβαστο της διάταξης του άρθρου 57 παρ. 1 περ. α’ του Συντάγματος, διότι δεν καταλαμβάνεται από τη ratio της διάταξης, καθόσον δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης εκ μέρους του βουλευτή, προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, ούτε κλονίζει την ανεξαρτησία του ως βουλευτή, αφού η σύμβαση δεν έγινε κατόπιν διαγωνισμού και δεν αποκλείει κανέναν ενδιαφερόμενο ιατρό να συμβληθεί και εκείνος με το Δημόσιο ή άλλως η κρίσιμη συναλλαγή δεν έχει το χαρακτήρα ειδικής και ad hοc καταρτιζόμενης σύμβασης, είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι πέραν του ότι δεν απαιτείται η ύπαρξη ειδικής διαδικασίας ως προϋπόθεση υπαγωγής των σχετικών συμβάσεων στο άρθρο 57 παρ. 1 του Συντάγματος, αρκούμενης της διάταξης στην ύπαρξη οποιουδήποτε είδους συμβατικής σχέσης με το Δημόσιο και τα λοιπά νομικά πρόσωπα που κατονομάζονται ρητά χωρίς την παραμικρή πρόβλεψη αναφορικά με τον τρόπο κατάρτισης αυτής, δεν απαιτείται ούτε η απόδειξη κλονισμού της ανεξαρτησίας ή ακεραιότητας του εμπλεκόμενου βουλευτή. Η τελευταία τεκμαίρεται για τον συνταγματικό νομοθέτη από μόνη την ύπαρξη της σχέσης που σε επίπεδο αφηρημένων εκτιμήσεων έχει κριθεί ως ασυμβίβαστη. Επιπλέον η ύπαρξη ειδικών όρων (ευνοϊκής μεταχείρισης) στις σχετικές συμβάσεις δεν προβλέπεται από το συνταγματικό κείμενο ως προϋπόθεση υπαγωγής των σχετικών συμβάσεων στο πεδίο εφαρμογής της του άρ. 57 Συντ. Το τυχόν πλεονέκτημα δε δεν προκύπτει μόνον κατά τη σύναψη της σύμβασης, αλλά και κατά την εκτέλεσή της. Το γεγονός ότι μπορούν και άλλοι, εκτός από αυτόν, να συμβληθούν με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να εκτελεί τη σύμβαση που έχει με αυτόν κατά προνομιακό τρόπο σε σχέση με τις άλλες συμβάσεις. Καταλαμβάνεται επομένως από τo σκοπό της διάταξης η οποιαδήποτε οικονομική εξάρτηση του βουλευτή από το Δημόσιο καθόσον δημιουργεί αμφιβολίες για την ακεραιότητά του, και πλήττει συνολικά το κύρος της Βουλής. Τέλος, ισχυρίσθηκε ο καθ’ ου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατά την ακροαματική διαδικασία πως 28 ακόμη ιατροί μέλη του Κοινοβουλίου θα κινδύνευαν να εκπέσουν από το βουλευτικό αξίωμα σε περίπτωση αποδοχής της προκείμενης αιτήσεώς μας, ισχυρισμός που ανεξαρτήτως της αλήθειας ή αναλήθειάς του δεν ασκεί την παραμικρή νομική επίδραση. Έτσι, ενόψει και του ότι, όπως εκτίθεται στην ένδικη αίτηση, ο καθού δεν έχει υποβάλει σχετική δήλωση επιλογής μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και της παραπάνω ιδιότητας, κατά το προαναφερθέν άρθρο 57 παρ. 2 του Συντ. πρέπει, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, να γίνει δεκτό ότι εξέπεσε αυτοδικαίως, του βουλευτικού αξιώματος.
Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση. Και
Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του καθού η αίτηση, η οποία ανέρχεται συνολικώς στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2017.
O Πρόεδρος Η Γραμματέας
Νικόλαος Σακελλαρίου Ελένη Γκίκα
Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 23 Μαΐου 2018.
O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Αθανάσιος Ράντος Ελένη Γκίκα