2/1999 ΑΕΔ
ΑΡΧΝ/1999 (19), Δ/ΝΗ/1999 (549), ΔΔΙΚΗ/1999 (446), ΔΔΙΚΗ/2000 (312), ΔΕΕ/1999 (1061), ΕΔΚΑ/1999 (182), ΦΟΡΕΠΙΘ/1999 (943), ΦΟΡΕΠΙΘ/2000 (1265) Σύνταγμα. Δικαίωμα ακροάσεως. `Αρση της αμφισβητήσεως μεταξύ ΑΠ και ΣτΕ και κρίση ότι η διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 του ΝΔ 356/74, με την οποία τάσσεται στον οφειλέτη τρίμηνη προθεσμία για άσκηση ανακοπής κατά πλειστηριασμού, αντίκειται στο Σύνταγμα. Αντίθετη μειοψηφία τεσσάρων μελών του ΑΕΔ. Βλ. σημείωση Χρήστου Δ. Νικολαϊδης στο Αρχ.Νομ. και παρατηρήσεις Θ.Γ.Ψ. στη ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 2/1999 Πρόεδρος: Βασίλειος Μποτόπουλος Εισηγήτρια: Ειρήνη Σαρπ, Σύμβουλος Δικηγόροι: Αντ. Πετρόγλου, Κων. Κεραμέας, Βασ. Αθανασίου 1. Επειδή, με την 3845/1997 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγμστος και των άρθρων 6 περ.ε και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976 (Φ. 141), η άρση της αμφισβητήσεως που προέκυψε από την αντίθεση της αποφάσεως αυτής προς την απόφαση 1121/1990 του Α` Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς τη συνταγματικότητα της διατάξεως του παρ. 2 εδ. β του Ν.Δ. 356/1974, κατά το μέρος που προβλέπει ότι ο οφειλέτης σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκήσει ανακοπή ακυρώσεως πλειστηριασμού μετά παρέλευση τριών μηνών από τη διενέργεια αυτού. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η προαναφερθείσα διάταξη αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ αντιθέτως ο Αρειος Πάγος με την ανωτέρω απόφασή του έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη είναι συνταγματική. 2. Επειδή, για την εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία και ειδικότερα έχουν διενεργηθεί οι υπό των άρθρων 10 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του Ν. 345/1976 προβλεπόμενες δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα. 3. Επειδή, το άρθρο 75 παρ. 2 του Ν.Δ. 356/1974 “περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” (Φ.90) ορίζει τα εξής: “Μετά παρέλευση 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν επιτρέπεται εις τον οφειλέτη ανακοπή ακυρώσεως των μέχρι του πλειστηριασμού πράξεων της εκτελέσεως. Ωσαύτως μετά παρέλευσιν 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν επιτρέπεται ανακοπή ακυρώσεως του πλειστηριασμού εις τον οφειλέτην και τους ενυποθήκους δανειστάς εάν εκοινοποιήθη εις αυτούς εγκύρως το πρόγραμμα του πλειστηριασμού ή οπωσδήποτε έλαβον γνώσιν αυτού μέχρι της ημέρας διενεργείας του, κατ` ουδεμίαν δε περίπτωσιν μετά παρέλευσιν 3 μηνών από ταύτης”. Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής – “κατ` ουδεμίαν δε περίπτωσιν μετά παρέλευσιν τριών μηνών” – δεν συγχωρείται στον οφειλέτη, ακόμη και αν δεν του κοινοποιήθηκε έγκυρα το πρόγραμμα του πλειστηριασμού και αγνοεί τελείως την διενέργειά του, η άσκηση ανακοπής μετά την πάροδο τριμήνου από τον πλειστηριασμό. 4. Επειδή, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει”. Από τη συνταγματική αυτή διάταξη δεν αποκλείεται στον νομοθέτη να θέτει περιορισμούς υπό τους οποίους τελεί το εν λόγω δικαίωμα, οι περιορισμοί, όμως, αυτοί δεν μπορούν να περιστείλουν την προσφυγή στα δικαστήρια κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο του τον πυρήνα. Δύναται, συνεπώς, ο νομοθέτης, θεσπίζοντας προϋποθέσεις προσφυγής στα δικαστήρια, να καθορίζει και προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει να ενεργήσει ο θιγόμενος. Ως αφετηρία, όμως, της προθεσμίας αυτής οφείλει ο νομοθέτης να ορίζει τη γνώση του θιγομένου για το βλαπτικό του οφειλέτη γεγονός, πράξη ή παράλειψη, γιατί χωρίς μια τέτοια γνώση δεν καθίσταται εφικτή η εκ μέρους του διεκδίκηση της παροχής έννομης προστασίας. Η γνώση αυτή του θιγομένου δεν απαιτείται μεν αναγκαίως να διαπιστώνεται από την επίδοση της βλαπτικής πράξεως στον ίδιο. Πρέπει, όμως, τουλάχιστον, να συνάγεται, κατά τρόπο ασφαλή, ότι εν όψει των συντρεχουσών, κατά περίπτωση, συνθηκών, μεταξύ των οποίων και ο χρόνος που μεσολάβησε, ο θιγόμενος, ως επιμελής άνθρωπος, πληροφορήθηκε το βλαπτικό γι` αυτόν γεγονός, πράξη ή παράλειψη, ώστε να είναι σε θέση να επιδιώξει την παροχή έννομης προστασίας. Πάντως δε γνώση μιας νομικής πράξης οπό προηγούμενες αυτής άκυρες νομικές πράξεις δεν επιτρέπεται να συναχθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, η έννοια του νόμου, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, είναι ότι η τρίμηνη προθεσμία ανακοπής για τον οφειλέτη στον οποίο δεν είχε κοινοποιηθεί έγκυρα το πρόγραμμα πλειστηριασμού από την διενέργειά του, ακόμα κι αν ο οφειλέτης την διενέργεια αυτή του πλειστηριασμού την αγνοεί τελείως. Ετσι, όμως, όπως έχει η διάταξη, γνώση του οφειλέτη τούτου για το γεγονός του πλειστηριασμού όχι μόνον δεν διαπιστώνεται αλλά ούτε καν συνάγεται, δεδομένου ότι ο ΚΕΔΕ, μη συνδέοντας τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού προς την γνώση του οφειλέτη (ούτε καν προς την από μέρους του γνώση της υπάρξεως της οφειλης του ή της κατασχέσεως του ακινήτου του, πρβλ. άρθρα 4 παρ. 1 και 3,7,9,36,37 και 41 παρ. 1,2α,4,5,6,7) και τάσσοντας με την κρίσιμη διάταξη συντομότατη προθεσμία προσβολής του πλειστηριασμού δεν παρέχει τη βάση συναγωγής τεκμηρίου γνώσεως του πλειστηριασμού. Συνεπώς, η διάταξη του β` εδαφίου του άρθρου 75 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, κατά το μέρας που τάσσει στον οφειλέτη, στον οποίο δεν είχε κοινοποιηθεί έγκυρα το πρόγραμμα του πλειστηριασμού, τρίμηνη προθεσμία ανακοπής, ακόμη και στην περίπτωση που ο οφειλέτης αυτός αγνοεί τον πλειστηριασμό, είναι ανίσχυρη και αντισυνταγμστική παρά τον προφανή λόγο δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο έχει θεσπισθεί, την ταχεία δηλαδή εκκαθάριση των σχετικών εκκρεμοτήτων για την ασφάλεια των συναλλαγών, διότι καταλήγει να θίγει στον πυρήνα του το δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά τη γνώμη όμως των εκ των μελών του Δικαστηρίου Στέφανου Ματθία, Ηλία Βλάσση, Σπυρίδωνα Γκιάφη και Χρήστου Παληοκώατα, η επίμαχη διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη αυτή, η οριζόμενη στο άρθρο 75 παρ. 2 εδ.β του ΚΕΔΕ τρίμηνη προθεσμία προβλέπεται για την εντός τακτού χρονικού διαστήματος άρση κάθε αβεβαιότητας ως προς το κύρος των πλειστηριασμών, ώστε να ενισχύεται η αξιοπιστία της ενεργούμενης από δημόσια όργανα εκτελεστικής διαδικασίας, να ενθαρρύνεται η συμμετοχή σ` αυτήν πλειοδοτών και να επιτυγχάνεται έτσι μεγαλύτερο πλειστηρίασμα. Καθεαυτή η ως άνω προθεσμία δεν είναι ανεπαρκής, ούτε η αφετηρία της μπορούσε στην περίπτωση παράλειψης επίδοσης ή άκυρης επίδοσης του προγράμματος να είναι άλλη από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, όπως άλλωστε ομοίως, κατά βάση, προβλέπεται και για την άσκηση ανακοπής κατά πλειστηριασμού σύμφωνα με την κοινή εκτελεστική διαδικασία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 934 παρ. 1 περίπ.γ). Η παράλειψη έγκυρης κοινοποίησης του προγράμμστος δεν σημαίνει άγνοια από τον οφειλέτη (καθ` ου) της οφειλής του ούτε της εις βάρος του επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού στον ΚΕΔΕ προβλέπεται όχι μόνον η προς αυτόν αποστολή ή κοινοποίηση “ατομικής ειδοποίησης”, η οποία πρέπει να διαλαμβάνει όλα τα σχετικά στοιχεία (άρθρο 4), αλλά και η επίδοση σ` αυτόν αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης, ακόμη και αν ήταν παρών και την είχε υπογράψει (άρθρο 37 και συνδ. προς 36 παρ. 4), το δε πρόγραμμα, ανεξάρτητα από την κοινοποίησή του, υποβάλλεται σε ευρεία δημοσιότητα (άρθρο 41 παρ. 4-6). Από τη διαδοχή των γεγονότων αυτών συνάγεται ασφαλής γνώση του οφειλέτη. Αυτός, άλλωστε, δικαιούται, αν δεν έλαβε γνώση, είτε από δόλιες ενέργειες, είτε εξαιτίας ανώτερης βίας, την οποία συνιστά και η, λόγω της μη (έγκυρης) επίδοσης του προγράμματος, άγνοια, να ζητήσει την, κατά τα άρθρα 152 επ. του ΚΠολΔ, επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση μέσα σε τριάντα μέρες αφότου εξέλιπε ο λόγος της ανώτερης βίας και έλαβε ή μπορούσε να λάβει γνώση του πλειστηριασμού ή των δολίων ενεργειών που τον είχαν στερήσει της γνώσης του (άρθρα 153 επ. ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 89 ΚΕΔΕ). Εξάλλου, αν η επίμαχη διόταξη κρινόταν αντισυνταγματική, θα ανέκυπτε το ερώτημα αν και ποία προθεσμία θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Η προβλεπόμενη στον ΚΠολΔ είναι ισόχρονη, η δε αφετηρία της επί πλειστηριασμού ακινήτων συμπίπτει κατ` ουσίαν, αφού η μεταγραφή κατά λίγες μόνον ημέρες απέχει από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Επομένως, η ανακοπή θα απέμενε στην περίπτωση αυτή απρόθεσμη, εκδοχή η οποία θα υπονόμευε την ασφάλεια των συναλλαγών και θα είχε όλες τις αρνητικές συνέπειες που σημειώθηκαν ανωτέρω. Η ασφάλεια των συναλλαγών θα κλονιζόταν επιπλέον και διότι ο οφειλέτης θα είχε τη δυνατότητα να προσβάλλει το κύρος του πλειστηριασμού επικαλούμενος οψίμως ακυρότητες της προς αυτόν κοινοποίησης του προγράμματος. 5. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο αίρει την αμφισβήτηση παυ ανέκυψε μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου ως προς τη συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 75 παρ. 2 εδ. β του Ν.Δ.356/1974 και αποφαίνεται ότι η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που τάσσει στον οφειλέτη, στον οποίο δεν έχει κοινοποιηθεί έγκυρα το πρόγραμμα πλειστηριασμού, τρίμηνη προθεσμία ανακοπής, ακόμη και στην περίπτωση που ο οφειλέτης αγνοεί τον πλειστηριασμό, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγμστος και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη. Δια ταύτα Αίρει την επίδικη αμφισβήτηση και αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 εδ. β του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), κατά το μέρος που τάσσει στον οφειλέτη, στον οποίο δεν έχει κοινοποιηθεί εγκύρως το πρόγραμμα πλειστηριασμού και ο οποίος αγνοεί την διενέργειά του, τρίμηνη προθεσμία ανακοπής, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό.