ΑΕΔ 28/11,Προφορική Σύμβαση Προμήθειας ΟΤΑ με ιδιώτη δεν είναι Διοικητική σύμβαση αλλά ιδιωτική διότι προφορικά δεν δημιουργείται έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.ΟΜΟΙΕΣ ΑΕΔ 11,12 /2013

ΑΕΔ

28/2011 ΑΕΔ

Δικονομία ΑΕΔ. Αίτηση για την άρση αμφισβήτησης περί της δικαιοδοσίας των πολιτικών ή των διοικητικών δικαστηρίων επί διαφοράς που ανακύπτει μεταξύ εταιρείας και Δήμου και αφορά την καταβολή ποσού λόγω πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών στον Δήμο. Η τελεσιδικία ως προϋπόθεση του παραδεκτού της υποβολής της σχετικής αιτήσεως προς το ΑΕΔ και για τον υπολογισμό της σχετικής προθεσμίας. Κρίση ότι από άκυρη, ελλείψει του εγγράφου τύπου, σύμβαση προμήθειας, δεν δημιουργείται σχέση δημοσίου δικαίου, από την οποία να προκύπτει διαφορά από αδικαιολόγητο πλουτισμό, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.

Αριθμός 28/2011

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σταυρόπουλο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύοντα, (κωλυομένου του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Γεωργίου Καλαμίδα και του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτη Πικραμμένου), Ελισσάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων), Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων), Αναστάσιο Γκότση, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Παναγιώτας Καρλή), Δημήτριο Αλεξανδρή, Κίμωνα-Παναγιώτη Ευστρατίου-Εισηγητή, Συμβούλους της Επικρατείας, Βασίλειο Λυκούδη, Αρεοπαγίτη, Βασιλική Καλαντζή, Σύμβουλο της Επικρατείας, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Σαράντη Δρινέα, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Δήμητρας Παπαντωνοπούλου), Νικόλαο-Μιχαήλ Αλιβιζάτο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτριο Μανιώτη, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Χρήστου Κούσουλα), Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης, ως μέλη, και τον Γραμματέα Γρηγόριο Ψύλλια.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 13 Απριλίου 2011, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……………» και διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στο Αμαρούσιο του Ν. Αττικής, η οποία παρέστη διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Κωνσταντίνας Κάσσαρη (Α.Μ. 15422).

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Δήμου Ερέτριας, που εδρεύει στην Ερέτρια του Ν. Ευβοίας, ο οποίος δεν παρέστη.

Η αιτούσα με την από 10 Ιουνίου 2010 αίτησή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 27/11-6-2010, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

Έπειτα ο Εισηγητής Κίμων-Παναγιώτης Ευστρατίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την έκθεσή του.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια δικηγόρο της αιτούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις της.

Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η άρση της αποφατικής συγκρούσεως, που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις 483/2007 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 319/2009 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με τις οποίες τα δύο αυτά δικαστήρια έκριναν ότι δεν έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αυτής διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ της αιτούσας εταιρίας και του Δήμου Ερέτριας και αφορά την καταβολή στην αιτούσα ποσού 66.663,95 ευρώ από την, κατά τους ισχυρισμούς της, πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών στον εν λόγω Δήμο με βάση προφορικώς συναφθείσες με αυτόν συμφωνίες.

2. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» (Α΄ 87) ορίζονται τα εξής: «1. Οι δήμοι είναι αυτοδιοικούμενα κατά τόπο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αποτελούν τον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. Οι πρωτοβάθμιοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης συνιστώνται ανά νομό ως εξής: … 12. ΝΟΜΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ Α. Συνιστώνται οι κατωτέρω δήμοι. 1. … 3. Δήμος Ερέτριας με έδρα την Ερέτρια αποτελούμενος από τους δήμους α. Ερέτριας και β. Αμαρυνθίων, οι οποίοι καταργούνται». Κατά δε την παράγραφο 1 του άρθρου 283 του ανωτέρω νόμου «Οι δήμοι που συνιστώνται με το άρθρο 1 υπεισέρχονται αυτοδικαίως από την έναρξη λειτουργίας τους και χωρίς άλλη διατύπωση σε όλα τα ενοχικά και εμπράγματα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δήμων και κοινοτήτων που συνενώνονται, … Οι εκκρεμείς δίκες, στις οποίες διάδικο μέρος είναι ΟΤΑ πρώτου βαθμού που συνενώνεται, συνεχίζονται από το νέο δήμο αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικαστική πράξη συνέχισης για καθεμία από αυτές …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 286 του ως άνω νόμου, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 παρ. 10ιε του ν. 3870/2010 (Α΄ 138), η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει, κατ’ αρχήν, από 1.1.2011. Ενόψει των ανωτέρω, νομιμοποιείται ως διάδικος στην προκειμένη δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ο συσταθείς με το άρθρο 1 παρ. 2 υποπαρ. 12 περ. Α. 3 του ν. 3852/2010 Δήμος Ερέτριας, ο οποίος προήλθε από τη συγχώνευση του Δήμου Αμαρυνθίων και του Δήμου Ερέτριας, που ήταν διάδικος ενώπιον των δικαστηρίων, τα οποία εξέδωσαν τις αποφάσεις, από τις οποίες προέκυψε η επίμαχη αποφατική σύγκρουση ως προς τη δικαιοδοσία μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου.

3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, εκτός των άλλων, «Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α΄ 141), εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου δια καταθέσεως σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας αποφάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Κώδικα, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους.

4. Επειδή, κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 46 παρ. 1 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ο όρος της τελεσιδικίας, που τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της υποβολής της αιτήσεως προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, συντρέχει όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι αποφάσεις των δικαστηρίων που δημιούργησαν την αποφατική σύγκρουση δεν υπέκειντο από της εκδόσεώς τους σε έφεση, διότι εκδόθηκαν από δευτεροβάθμια δικαστήρια ή πρωτοβάθμια μεν, ανεκκλήτως όμως κατά το νόμο, αλλά και όταν υπέκειντο μεν κατά τον χρόνο της εκδόσεώς τους σε έφεση, ακολούθως όμως κατέστησαν τελεσίδικες με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο και ειδικότερα δια της παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως κατ’ αυτών ή δια της αποδοχής τους εκ μέρους του έχοντος δικαίωμα εφέσεως. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία των ενενήντα ημερών αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως εκείνης, που κατέστη τελεσίδικη τελευταία (βλ. Α.Ε.Δ. 18/2009, 14/2003, 8/2002, 5/2001). Εξάλλου, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της εφέσεως κατ’ αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου είναι τριάντα ημέρες και, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα ημέρες και αρχίζει και στις δύο περιπτώσεις από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της εφέσεως είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Κατά δε το άρθρο 94 παρ. 1 και 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου είναι εξήντα ημέρες από την επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση αν έχουν περάσει τρία χρόνια από τη δημοσίευση της αποφάσεως.

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση 483/2007 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 6.2.2007 και της οποίας δεν προκύπτει η επίδοση στην αιτούσα, κατέστη τελεσίδικη στις 7.2.2010 με την πάροδο τριετίας χωρίς να έχει ασκηθεί έφεση κατ’ αυτής. Η δε απόφαση 319/2009 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 17.7.2009, επιδόθηκε στην αιτούσα στις 13.1.2010 και κατέστη τελεσίδικη στις 14.3.2010 με την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας από την εν λόγω επίδοση για την άσκηση εφέσεως κατ’ αυτής. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στις 11.6.2010 (με αριθμό 27/11.6.2010), ασκήθηκε εμπροθέσμως εντός ενενήντα ημερών από την τελεσιδικία της αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας, έχει δε ασκηθεί και κατά τα λοιπά παραδεκτώς. Εξάλλου, η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση, εφόσον, όπως προκύπτει από τα ευρισκόμενα στο φάκελο αποδεικτικά επιδόσεως, έχουν διενεργηθεί οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 45, 46 παρ. 2 και 47 παρ. 1 και 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου κοινοποιήσεις.

6. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται ο ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές και ως ιδιωτικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι διοικητικές. Επιτρέπει όμως σε αυτόν, σε αντίθεση με το προηγούμενο συνταγματικό καθεστώς, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή αντιστρόφως (βλ. Α.Ε.Δ. 18/2009). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι΄), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. Α.Ε.Δ. 18, 21/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, 10/1992). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 18/2009, 2/1993, 42/1990).

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα δικόγραφα των αγωγών της αιτούσας εταιρίας και τις επ’ αυτών εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις προκύπτουν τα εξής : Η αιτούσα εταιρία στις αρχές του μήνα Ιουλίου του έτους 2002 συμφώνησε προφορικώς με το Δήμαρχο Ερέτριας, ως νόμιμο εκπρόσωπο του καθ’ ου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση Δήμου Ερέτριας, να πωλήσει στον εν λόγω Δήμο διάφορες ποσότητες ασφαλτομίγματος και συναφών ειδών και να παράσχει σε αυτόν τις σχετικές υπηρεσίες μεταφοράς και διαστρώσεως, ενόψει της εκτελέσεως δημοτικών έργων οδοποιίας στην πόλη της Ερέτριας. Για την πώληση των ανωτέρω ειδών και την παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών η αιτούσα εξέδωσε, κατά το χρονικό διάστημα από 31.7.2002 έως 31.10.2002, τιμολόγια πωλήσεως αγαθών και παροχής υπηρεσιών με πίστωση, συνολικής αξίας, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, 67.264,34 ευρώ. Παρά το γεγονός δε ότι, κατά την αιτούσα εταιρία, ο προαναφερθείς Δήμος παρέλαβε τα ως άνω εμπορεύματα και αποδέχθηκε τις παρασχεθείσες υπηρεσίες μεταφοράς και εκτελέσεως εργασιών διαστρώσεως, από το ως άνω συνολικώς οφειλόμενο, κατ’ αυτήν, ποσό, κατέβαλε μόνον το ποσό των 600,39 ευρώ και όχι και το υπόλοιπο ποσό των 66.663,95 ευρώ. Κατόπιν τούτου η αιτούσα εταιρία, με την από 4.7.2005 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δήμος Ερέτριας να της καταβάλει το εν λόγω ποσό των 66.663,95 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και έως την εξόφληση, κατ’ επίκληση της συμβατικής υποχρεώσεως του Δήμου, που απορρέει από τις συναφθείσες, κατά την εταιρεία, ως άνω συμφωνίες, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον, όπως αναφέρεται στην αγωγή, οι συμβάσεις πωλήσεως και παροχής υπηρεσιών που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εταιρίας και του Δήμου είναι μεν άκυρες, αφού δεν περιεβλήθησαν τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, αλλά με την παραλαβή των εμπορευμάτων και την αποδοχή των υπηρεσιών, χωρίς καταβολή της αξίας τους, ο Δήμος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος με ζημία της εταιρίας και διατηρεί τον πλουτισμό αυτό. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 483/2007 απόφασή του, απέρριψε την ασκηθείσα ενώπιόν του αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή, «η υπό κρίση διαφορά αφορά συμβάσεις εκτέλεσης δημοτικών και άμεσου δημόσιου σκοπού έργων, η δικαστική δε επίλυση αυτής υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ακόμη και αν οι συμβάσεις αυτές, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι άκυρες, λόγω μη τήρησης των νομίμων διαδιακασιών».

Ακολούθως, η αιτούσα εταιρία άσκησε την από 21.11.2007 αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδος, με την οποία ζήτησε, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ενόψει της, κατ’ αυτήν, ακυρότητας των συναφθεισών συμβάσεων, λόγω της μη υποβολής τους στον κατά νόμο απαιτούμενο έγγραφο τύπο, να υποχρεωθεί ο Δήμος Ερέτριας να της καταβάλει το προαναφερθέν ποσό των 66.663,95 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της ασκηθείσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 4.7.2005 αγωγής της, άλλως από την επίδοση της νεότερης αγωγής της και έως την εξόφληση. Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χαλκίδος, με την 319/2009 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή, «Για την έγκυρη … κατάρτιση συμβάσεως … προμήθειας, μεταφοράς και εκτελέσεως εργασίας, με απευθείας ανάθεση, την περαιτέρω διερεύνηση του είδους της συμβάσεως αυτής ως φέρουσας τον χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και εντεύθεν τη δημιουργία διοικητικής διαφοράς ουσίας από την εκτέλεσή της, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η σύνταξη και υπογραφή εγγράφου μεταξύ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως και του αναδόχου. Από αυτά έπεται ότι από άκυρη, ελλείψει του εγγράφου τύπου, σύμβαση προμήθειας, μεταφοράς και εκτελέσεως εργασίας μεταξύ οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως και αναδόχου δεν δημιουργείται σχέση δημοσίου δικαίου, από την οποία ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας να προκύπτει διαφορά από αδικαιολόγητο πλουτισμό του οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων». Ενόψει δε των ανωτέρω το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ένδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού έλαβε υπόψη ότι η εκ μέρους της αιτούσας εταιρίας αναζήτηση από το Δήμο Ερέτριας της ωφέλειας αυτού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω του ότι οι μεταξύ τους συναφθείσες συμβάσεις προμήθειας, μεταφοράς και εκτελέσεως εργασιών, μη περιβληθείσες τον έγγραφο τύπο, ήταν άκυρες, δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, καθόσον δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, η οποία να συνδέει τους διαδίκους.

8. Επειδή, με τα ανωτέρω εκτεθέντα δεδομένα, και λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη του προφορικού χαρακτήρα των συμφωνιών, που φέρονται ότι έχουν συναφθεί μεταξύ της αιτούσας εταιρίας και του Δήμου Ερέτριας, ενόψει του οποίου δεν είναι δυνατή η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τις εν λόγω συμφωνίες και η διαπίστωση της προβλέψεως ή μη σε αυτές ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και, συνακόλουθα, η διαπίστωση της υπάρξεως σχέσεως δημοσίου δικαίου που να συνδέει την αιτούσα με το Δήμο, η ένδικη διαφορά που απορρέει από τις συμφωνίες αυτές, είναι ιδιωτική, ανεξαρτήτως του σκοπού στον οποίο οι εν λόγω συμφωνίες απέβλεπαν. Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εσφαλμένως έκρινε, με την 483/2007 απόφασή του, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την επίδικη διαφορά και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξαφανισθεί η εν λόγω απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ως άνω δικαστήριο. Το Δικαστήριο δε, εκτιμώντας τις περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του Κώδικα περί του εν λόγω Δικαστηρίου, κρίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να απαλλαγούν εν όλω από τη δικαστική δαπάνη.

Δια ταύτα

Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου