ΔΕΦ Θεσ/κης (ακυρωτικό) 226/14, ΕΑ, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ, ΑΝΑΣΤΟΛΗ , ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ 52 ΠΔ 18/89 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ, ΔΕΝ ΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

ΔΕΘεσ/κης

ΔΕΦ Θεσ/κης (ακυρωτικό) 226/14, ΕΑ, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ, ΑΝΑΣΤΟΛΗ , ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ 52 ΠΔ 18/89 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ, ΔΕΝ ΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Πρόεδρος: Κ. Πετρίδης, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ

Εισηγητής: Κ. Παππάς, Εφέτης ΔΔ

Δικηγόροι: Γ. Χριστοδουλόπουλος, Γ. Κανάβας, Σ. Κυβέλος

«Δεύτερη» αίτηση αναστολής κατά της ίδιας πράξης γίνεται δεκτή μόνον όταν γίνεται επίκληση νεότερων στοιχείων ή υπάρχει μεταβολή δεδομένων, τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από το λόγο απόρριψης της πρώτης αίτησης αναστολής. Αίτηση, από το δικόγραφο της οποίας έγινε παραίτηση, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, και επομένως, η κρινόμενη αίτηση δεν αποτελεί δεύτερη αίτηση της αιτούσας κατά της ίδιας πράξης. Δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία απόρριψης ένστασης οικονομικής προσφοράς η διαπίστωση, ότι όλες οι οικονομικές προσφορές είναι περίπου ισοδύναμες, με ασήμαντες διαφοροποιήσεις και επουσιώδεις οικονομικές αποκλίσεις, χωρίς να εξειδικεύεται ποιές αποκλίσεις θεωρούνται σημαντικές και χωρίς να αιτιολογείται κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, κατά πόσο το προσφερόμενο από τη μειοδότρια ως άνω εταιρεία διοικητικό κόστος, ενόψει του ύψους του, είναι εν προκειμένω εύλογο, όπως απαιτεί η διακήρυξη, ώστε να καλύπτεται στοιχειωδώς το κόστος εκτέλεσης της υπό σύναψη σύμβασης.

Διατάξεις: άρθρα 30 [παρ. 5], 58 ΠΔ 18/1989.

[…] 2. Επειδή, με την 5/2014 διακήρυξη του καθού ΤΕΙ … προκηρύχθηκε τακτικός ανοικτός διαγωνισμός, για την «Ανάδειξη αναδόχου για τη φύλαξη χώρων του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας στην Κοζάνη, τη Φλώρινα, την Καστοριά, τα Γρεβενά και την Πτολεμαΐδα», με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή για το χρονικό διάστημα από 1.5.2014 έως 31.5.2015, προϋπολογισθείσας δαπάνης 221.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Ο διαγωνισμός διενεργήθηκε στις 28.3.2014, έλαβαν δε μέρος σ’ αυτόν, μεταξύ άλλων, η αιτούσα και η «… – ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Μονοπρόσωπη ΕΠΕ». Με το από 20.5.2014 (αριθμ. 3) Πρακτικό της η Επιτροπή του Διαγωνισμού γνωμοδότησε, ότι λόγω ποσού έκπτωσης (18,22%) ανάδοχος πρέπει να κηρυχθεί η εν λόγω ΕΠΕ, αφού η επόμενη προσφέρουσα εταιρεία, που είναι η αιτούσα, προσέφερε ποσοστό έκπτωσης 15,01676%. Το Πρακτικό αυτό εγκρίθηκε με την …/4.6.2014 (θέμα 9°) απόφαση της Συνέλευσης του καθού, με την οποία και αποφασίστηκε η κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού υπέρ της ως άνω ΕΠΕ. Κατά της απόφασης αυτής η αιτούσα κατέθεσε την …/13.6.2014 ένστασή της, η οποία, κατ’ έγκριση του από 20.6.2014 Πρακτικού της Επιτροπής αξιολόγησης ενστάσεων, απορρίφθηκε με την …/25.6.2014 (θέμα 42°) απόφαση της Συνέλευσης του καθού ΤΕΙ …, της οποίας και ζητείται η αναστολή εκτέλεσης. Κατά των ανωτέρω αποφάσεων η αιτούσα έχει ασκήσει αίτηση ακύρωσης, για την οποία δεν έχει ορισθεί δικάσιμος. Επίσης, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της …/3.9.2014 (θέμα 17°) απόφασης της ίδιας Συνέλευσης του καθού, με την οποία κατακυρώθηκε οριστικά το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στην ως άνω ΕΠΕ

3. Επειδή, υπόμνημα, με το οποίο ζητεί την απόρριψη της αίτησης, έχει υποβάλει η «… – ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Μονοπρόσωττη ΕΠΕ», στην οποία κατακυρώθηκε το ανωτέρω έργο.

4. Επειδή, ο επίδικος διαγωνισμός, από τη φύση του και το ύψος της προϋπολογισθείσης δαπάνης (221.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (EE L 134), συνεπώς, η διαφορά δεν διέπεται από τις διατάξεις του Ν 3886/2010 (ΑΊ73) και παραδεκτώς η κρινόμενη αίτηση ασκείται ως αίτηση αναστολής, ενώ εκκρεμεί η ως άνω αίτηση ακύρωσης.

5. Επειδή, κατά της …/25.6.2014 (θέμα 42°) ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης η αιτούσα είχε ασκήσει αίτηση ακύρωσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η δικάσιμος της οποίας είχε ορισθεί για τις 15.12.2014, καθώς και την από 8.9.2014 αίτηση αναστολής, με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτέλεσής της. Επί της αίτησης αυτής αναστολής εκδόθηκε η 187/19.9.2014 απόφαση του Δικαστηρίου (σε Συμβούλιο), με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι δεν είχε κατατεθεί το αυξημένο παράβολο που προβλέπεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις (άρθρο 36 του ΠΔ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 του Ν 4274/2014, με ισχύ την 14.7.2014). Στη συνέχεια, η αιτούσα, αφού παραιτήθηκε από την αίτηση ακύρωσης (βλ. σχετική δήλωσή της στο Δικαστήριο με αριθμ. πρωτ. …/25.9.2014), άσκησε την από 25.9.2014 εμπρόθεσμη αίτηση ακύρωσης κατά της ίδιας ως άνω απόφασης του καθού (άρθρο 46 του ΠΔ/τος 18/1989, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 4 παρ. 1α του Ν 2479/1997, Α΄ 67, για αναστολή της εξηκονθήμερης προθεσμίας άσκησης της αίτησης ακύρωσης για το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου), την ίδια δε ημέρα και την κρινόμενη αίτηση αναστολής. Η τελευταία κοινοποιήθηκε στο καθού αρχικά στις 26.9.2014 και έπειτα στις 30.9.2014 μαζί με την από 29.9.2014 πράξη του Προέδρου του Τμήματος με τη σχετική παραγγελία κοινοποίησης και ορισμό εισηγητή.

6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, παρόλο που αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης κοινοποιήθηκε στο καθού στις 26.9.2014 και αυτό όφειλε να μη προβεί στην υπογραφή της σχετικής σύμβασης, έχοντας τη σχετική ευθύνη (ΣτΕ ΕΑ 396/2009, 945/2006, κ.ά.), την 1.10.2014 υπεγράφη η σύμβαση για την εκτέλεση της επίμαχης παροχής υπηρεσιών μεταξύ του καθού ΤΕΙ και της εταιρείας «… – ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Μονοπρόσωπη ΕΠΕ». Η κατά τα ως άνω υπογραφή της σύμβασης, ωστόσο, δεν κωλύει την εξέταση της κρινόμενης αίτησης αναστολής, δεδομένου ότι αυτή έλαβε χώρα μετά την κοινοποίηση, στις 30.9.2014, εκ μέρους της αιτούσας της κρινόμενης αίτησης και της οικείας πράξης του Προέδρου του Δ΄ Τμήματος του παρόντος Δικαστηρίου προς το καθού ΝΠΔΔ (ΣτΕ ΕΑ 548/2009, 368/2009, 860/2007).

7. Επειδή, η ως άνω μειοδότρια ΕΠΕ με το υπόμνημά της, επικαλούμενη την παρ. 9 του άρθρου 52 του ΠΔ/τος 18/1989, διατείνεται, όπως και το καθού με την έκθεση των απόψεών του, ότι «δεύτερη» αίτηση αναστολής κατά της ίδιας πράξης γίνεται δεκτή μόνο όταν γίνεται επίκληση νεότερων στοιχείων ή υπάρχει μεταβολή δεδομένων, τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από το λόγο απόρριψης της πρώτης αίτησης αναστολής και ότι, επομένως, ενόψει της απόρριψης της από 8.9.2014 αίτησης αναστολής με την 187/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (σε Συμβούλιο), η κρινόμενη αίτηση αναστολής, που στρέφεται κατά της ίδιας πράξης, συνιστά «δεύτερη» αίτηση και πρέπει ν’ απορριφθεί ως τέτοια, αφού η αιτούσα δεν επικαλείται ύπαρξη νεότερων στοιχείων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 30 του ΠΔ/τος 18/1989, αίτηση, από το δικόγραφο της οποίας έγινε παραίτηση, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, και επομένως, η κρινόμενη αίτηση δεν αποτελεί δεύτερη αίτηση της αιτούσας κατά της ίδιας πράξης (βλ. ΣτΕ 2112/2010, 2516/2005, 3433/2004).

8. Επειδή, στο άρθρο 52 του ΠΔ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιημένο ισχύει, οι διατάξεις του οποίου τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής και κατά την ενώπιον των Διοικητικών Εφετείων ακυρωτική διαδικασία (άρθρο 4 Ν 702/1977), ορίζονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «1. … 2. Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο, μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση η οποία εκδίδεται σε συμβούλιο… 3. … 4. … 7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. 8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων…».

[…] 10. Επειδή, από τις ανωτέρω ρήτρες της διακήρυξης συνάγεται ότι απορρίπτεται ως απαράδεκτη οικονομική προσφορά διαγωνιζομένου, η οποία δεν καλύπτει το ελάχιστο εργατικό κόστος για την παροχή των προς ανάθεση υπηρεσιών. Όπως δε έχει κριθεί, η οικονομική προσφορά διαγωνιζομένου δεν μπορεί κατά κοινή αντίληψη να συντίθεται μόνον από το κόστος της μισθοδοσίας του προσωπικού που θ’ απασχοληθεί στην παροχή των επίμαχων υπηρεσιών φύλαξης, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει και το λειτουργικό (διοικητικό) κόστος, καθώς επίσης και να καταλείπει και κάποιο περιθώριο κέρδους, ώστε να μη θέτει σε κίνδυνο την εκτέλεση της σχετικής σύμβασης (βλ. ΕΑ 675/2002, 272/2008, 1257, 1262, 1297, 1299/2009, 970/2010. βλ. και ΕΑ 187/2013, 198/2013). Σε περίπτωση, επομένως, κατά την οποία κατά τη διακήρυξη απαιτείται ο συνυπολογισμός στην οικονομική προσφορά και ενός ευλόγου ποσοστού διοικητικού κόστους παροχής των επίμαχων υπηρεσιών, η αναθέτουσα Αρχή οφείλει να εξετάσει, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της διενεργούμενης διαγωνιστικής διαδικασίας, εν όψει και των τυχόν παρεχόμενων από τον διαγωνιζόμενο επί του θέματος διευκρινίσεων, το προσφερόμενο από αυτόν ποσοστό διοικητικού κόστους είναι εύλογο, εις τρόπον ώστε να καλύπτονται στοιχειωδώς οι λειτουργικές ανάγκες εκτέλεσης της υπό σύναψη σύμβασης (βλ. ΕΑ 187/2013, 198/2013).

11. Επειδή, με την ως άνω …/13.6.2014 ένσταση της κατά της …/4.6.2014 (θέμα 9°) απόφασης της Συνέλευσης του καθού, η αιτούσα ισχυρίστηκε, ότι με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε παραδεκτή η οικονομική προσφορά της εταιρείας «…», η οποία προσέφερε ποσοστό έκπτωσης 18,22% επί της προϋπολογισθείσας δαπάνης και συνολική προσφερόμενη τιμή 29.387,61 ευρώ, παρότι τα ποσά, που έχουν δηλωθεί απ’ αυτή, δεν επαρκούν για την κάλυψη του κόστους εκτέλεσης της σύμβασης, ως προς ό,τι αφορά ειδικότερα ελάχιστο νόμιμο εργατικό κόστος, το κόστος διοικητικής υποστήριξης, αναλωσίμων και λοιπών τεχνικών μέσων, ώστε, μετά την αφαίρεσή του, να καταλείπεται έστω και ελάχιστο περιθώριο κέρδους. Ειδικότερα, η αιτούσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, με την ένστασή της, όπως και με την αίτηση ακύρωσής της, το κείμενο της οποίας αυτούσιο παραθέτει στην κρινόμενη αίτηση αναστολής, ότι α) όσον αφορά το κατώτερο νόμιμο εργατικό κόστος για την παροχή υπηρεσιών φύλαξης ανά φυλασσόμενη εγκατάσταση του καθού ΤΕΙ ανέρχεται στο ποσό των 29.436,74 ευρώ για το σύνολο των 13 μηνών, παραθέτοντας προς τούτο αναλυτικούς αριθμητικούς υπολογισμούς των επιμέρους στοιχείων κόστους των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ενώ η μειοδότρια ως άνω ΕΠΕ υπολόγισε ως εργατικό κόστος το ποσό των 28.451,93 ευρώ ανά φυλασσόμενη εγκατάσταση και β) όσον αφορά το διοικητικό κόστος, η εν λόγω μειοδότρια δεν ανέγραψε στην προσφορά της, ως όφειλε από τις διατάξεις της διακήρυξης, ποσοστό διοικητικού κόστους και, ότι σε κάθε περίπτωση το ποσό των 13,75 ευρώ που δήλωσε η εταιρεία αυτή ως διοικητικό κόστος, έναντι του δικού της διοικητικού κόστους από 608,15 ευρώ, δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογο, καθόσον δεν μπορεί να καλύψει απολύτως αναγκαίες δαπάνες που αφορούν την εκτέλεση της σύμβασης. Σύμφωνα δε με τη διακήρυξη, συνεχίζει η αιτούσα, ο ανάδοχος οφείλει να διαθέτει ασύρματες συσκευές (τηλέφωνα) για τις ανάγκες επικοινωνίας (σελ. 32), βιβλίο παρουσίας και βιβλίο συμβάντων (σελ. 25) για την κύρια εγκατάσταση του ΤΕΙ και καθένα από τα παραρτήματα, καθώς επίσης και όλον τον αναγκαίο εξοπλισμό, ενόψει της φύσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως τις προβλεπόμενες από το νόμο στολές του προσωπικού, αλεξίσφαιρα γιλέκα, επαγγελματικούς φακούς ισχυρής δέσμης φωτός, σφυρίχτρες, κ.λπ.). Γίνεται ευχερώς αντιληπτό, ότι ακόμη και εάν κάποια από τα ανωτέρω τεχνικά μέσα θεωρούνται πάγια στοιχεία, που ενδεχομένως βρίσκονται ήδη στη διάθεση του αναδόχου, πάντως, είναι απαραίτητη η πραγματοποίηση δαπάνης για την αγορά και αντικατάσταση των χρησιμοποιούμενων βιβλίων παρουσίας και βιβλίων συμβάντων, μπαταριών για τους φακούς και τα ασύρματα μέσα επικοινωνίας, αλλά και για τη συντήρηση, τις επιδιορθώσεις/επισκευές και διατήρηση σε καλή κατάσταση του εξοπλισμού κ.λπ., όλα αυτά δε συνιστούν καταδήλως διοικητικό κόστος και κόστος αναλωσίμων που είναι απαραίτητο για την εκτέλεση της σύμβασης και, επομένως, αποτελούν αναπόφευκτα κόστος που βαρύνει το έργο της φύλαξης, το οποίο, προφανώς, δεν μπορεί να καλυφθεί με το ποσό των 2,75 ευρώ σε ετήσια βάση ανά εγκατάσταση, που δηλώνεται από την εταιρία ως άνω μειοδότρια. Από τα προαναφερθέντα, καταλήγει η αιτούσα, καθίσταται σαφές, ότι τα ποσά που έχουν δηλωθεί από την εν λόγω εταιρεία για διοικητικό κόστος και κόστος αναλωσίμων, είναι αδικαιολόγητα χαμηλά και δεν επαρκούν προδήλως για την κάλυψη του κόστους που απαιτείται για την εκτέλεση της σύμβασης, όφειλε δε η αναθέτουσα αρχή να ζητήσει γι’ αυτό διευκρινίσεις, αφού, το πραγματικά προαναφερόμενο απαιτούμενο κόστος θα απομειώσει αναπόφευκτα το δηλωθέν ποσό για την καταβολή των αμοιβών του προσωπικού και των αναλογουσών επ’ αυτών ασφαλιστικών εισφορών. Με την …/25.6.2014 (θέμα 42°) προσβαλλόμενη απόφαση της Συνέλευσης του καθού ΤΕΙ κατ’ έγκριση του από 20.6.2014 Πρακτικού της Επιτροπής αξιολόγησης ενστάσεων, απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση της αιτούσας με την εξής αιτιολογία: «α) η προσφορά της αναδόχου εταιρίας … SECURITY Μον. ΕΠΕ που προέκυψε από το διαγωνισμό της 28.3.2014 με την τελική συμμετοχή τεσσάρων (4) είναι αποδεκτή, καθώς καλύπτει τους όρους και τις προϋποθέσεις της διακήρυξης, άλλωστε κριτήριο κατακύρωσης του εν λόγω διαγωνισμού ήτανε η χαμηλότερη τιμή, β) προσέτι ακόμη και από τον έλεγχο των οικονομικών προσφορών των εταιριών που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό και κατά την επιμέρους ανάλυση των κατατεθειμένων αναλυτικών οικονομικών στοιχείων των συμμετασχόντων στο διαγωνισμό εταιριών (ΠΙΝΑΚΑΣ Β΄ – ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ), διαπίστωσε ότι όλες οι οικονομικές προσφορές είναι περίπου ισοδύναμες, με ασήμαντες διαφοροποιήσεις και επουσιώδεις οικονομικές αποκλίσεις, οι οποίες δεν κρίνονται ικανές να ανατρέψουν την κρίση της Επιτροπής διενέργειας του διαγωνισμού, δεν δημιουργείται αμφιβολία για την αξιοπιστία της προσφοράς του αναδόχου, δεδομένου ότι κριτήριο ήταν η χαμηλότερη τιμή προσφοράς, ούτε δε μπορεί να παραβλεφθεί η ύπαρξη του δημοσίου συμφέροντος».

12. Επειδή, οι ως άνω ουσιώδεις αιτιάσεις της αιτούσας, που προβλήθηκαν ενώπιον της Διοίκησης με την ένστασή της, έχρηζαν συγκεκριμένης και αιτιολογημένης απάντησης από την αναθέτουσα αρχή, καθόσον στηρίζονται σε συγκεκριμένα δεδομένα και στα αποτελέσματα αναλυτικών μαθηματικών υπολογισμών, κατ’ επίκληση της εργατικής νομοθεσίας και της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης εργασίας. Δεν συνιστά δε επαρκή αιτιολογία η διαπίστωση, ότι η προσφορά της μειοδότριας εταιρείας είναι αποδεκτή, αφού καλύπτει τους όρους και τις προϋποθέσεις της διακήρυξης και ότι κριτήριο κατακύρωσης του διαγωνισμού είναι η χαμηλότερη τιμή. Εξάλλου, δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία ούτε η διαπίστωση, ότι όλες οι οικονομικές προσφορές είναι περίπου ισοδύναμες, με ασήμαντες διαφοροποιήσεις και επουσιώδεις οικονομικές αποκλίσεις, χωρίς να εξειδικεύεται ποιές αποκλίσεις θεωρούνται σημαντικές και χωρίς να αιτιολογείται κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, κατά πόσο το προσφερόμενο από τη μειοδότρια ως άνω εταιρεία διοικητικό κόστος, ενόψει του ύψους του, είναι εν προκειμένω εύλογο, όπως απαιτεί η διακήρυξη, ώστε να καλύπτεται στοιχειωδώς το κόστος εκτέλεσης της υπό σύναψη σύμβασης (βλ. και ΕΑ 187/2013, 198/2013). Επομένως, ενόψει αυτών, η αίτηση ακύρωσης που άσκησε η αιτούσα παρίσταται προδήλως βάσιμη, κατά τον σχετικό προβαλλόμενο λόγο της.

13. Επειδή, τη διαρκή και αποτελεσματική φύλαξη των χώρων του καθού ΤΕΙ … στην Κοζάνη, τη Φλώρινα, την Καστοριά, τα Γρεβενά και την Πτολεμαΐδα, στους οποίους υπάρχουν εγκαταστάσεις σχετικές με την εκπαίδευση με ανάλογο εξοπλισμό (εργαστήρια κ.λπ.), επιβάλλουν προφανείς λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Λόγοι, όμως, δημοσίου συμφέροντος επιτάσσουν εξίσου την τήρηση της νομιμότητας κατά τη διαδικασία διαγωνισμών προς σύναψη δημοσίων συμβάσεων, ώστε η ανάθεση να γίνει σε ανάδοχο που έχει επιλεγεί νομίμως. Κατ’ ακολουθίαν, ενόψει της πρόδηλης βασιμότητας του ως άνω προβαλλόμενου από την αιτούσα λόγου, το Δικαστήριο, σταθμίζοντας το δημόσιο συμφέρον και υπό τις δύο παραπάνω πτυχές του, καθώς και τη διασφάλιση της φύλαξης των ως άνω χώρων, κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ανασταλεί η εκτέλεση τόσο της προαναφερόμενης …/25.6.2014 (θέμα 42°) απόφασης της Συνέλευσης, όσο και της …/3.9.2014 (θέμα 17°) απόφασης της ίδιας Συνέλευσης του καθού, με την οποία κατακυρώθηκε οριστικά το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στην ως άνω παρεμβαίνουσα ΕΠΕ, καθώς και της από 1.10.2014 σύμβασης που υπεγράφη μεταξύ του καθού ΤΕΙ και της εν λόγω εταιρείας, από 1.1.2015 και στο εξής, να επιτραπεί, όμως, η εκτέλεσή της για το μεταξύ διάστημα, μέσα στο οποίο το καθού μπορεί ευλόγως να ρυθμίσει, με νόμιμο τρόπο, το ζήτημα της φύλαξης των προαναφερόμενων χώρων του (πρβλ. ΣτΕ ΕΑ 1347/2010, ΕΑ 1090/2006). Μετά την αποδοχή της κρινόμενης αίτησης, πρέπει να αποδοθεί το παράβολο που κατατέθηκε και να επιβληθούν συμμέτρως σε βάρος του καθού και της ως άνω ΕΠΕ τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, ύψους 288 ευρώ.

[Δέχεται την αίτηση. Αναστέλλει την εκτέλεση….]

Παρατηρήσεις

Η δικονομική μεταχείριση της αίτησης αναστολής επί παραίτησης από το κύριο ένδικο βοήθημα

Εισαγωγικά

Αφορμή για όσα κατωτέρω εκτίθενται αποτέλεσε η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (ακυρωτικός σχηματισμός σε συμβούλιο) με αριθμό 226/2014 και ειδικότερα συγκεκριμένη κρίση της (κρίσιμα τα σκεπτικά 2, 5 και 7 αυτής). Παρατίθενται αμέσως παρακάτω ένα ιδιαίτερα σύντομο ιστορικό αυτής, η κρίσιμη σκέψη της και τα σχετιζόμενα επιχειρήματα διαδίκων, με μοναδικό στόχο την ανάδειξη των σημείων που αποτέλεσαν τη βάση για τον παρόντα σχολιασμό.

Στο πλαίσιο διαγωνισμού για την ανάδειξη αναδόχου σύμβασης φύλαξης, η αιτούσα εταιρεία απορρίφθηκε και άσκησε αίτηση ακύρωσης και αίτηση αναστολής κατά των σχετικών με την απόρριψή της πράξεων. Εκδόθηκε απόφαση επί της αίτησης αναστολής, με την οποία αυτή απορρίφθηκε λόγω μη καταβολής του προβλεπόμενου παραβόλου. Αμέσως μετά, η αιτούσα παραιτήθηκε από την αρχικώς ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης, άσκησε δε («νέα») αίτηση ακύρωσης και («νέα») αίτηση αναστολής κατά των αυτών πράξεων.

Το κρίσιμο σημείο της σχολιαζόμενης απόφασης έγκειται στη δικονομική μεταχείριση της («νέας») αίτησης αναστολής, που αποτελεί το επίδικο αντικείμενό της, καθώς αυτή ασκήθηκε από το ίδιο πρόσωπο κατά των αυτών διοικητικών πράξεων. Το ερώτημα, συνεπώς, που ανέκυψε είναι: Η αίτηση αναστολής αυτή αποτελεί νέα (δεύτερη) αίτηση αναστολής (καθώς ασκήθηκε από το ίδιο πρόσωπο κατά των αυτών πράξεων, ως προς την αρχική αίτηση αναστολής επί της οποίας υπήρξε δικαστική απόφαση), οπότε θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με βάση το άρθρο 52 παρ. 9 του ΠΔ 18/1989, ή όχι (καθώς ασκείται στο πλαίσιο αίτησης ακύρωσης η οποία ασκήθηκε μετά από παραίτηση από την αρχική αίτηση ακύρωσης, με βάση ιδίως το άρθρο 30 παρ. 5 του ΠΔ 18/1989);

Το δικαστήριο κατέληξε (ομόφωνα) στη δεύτερη από τις προαναφερόμενες θέσεις, κρίνοντας συγκεκριμένα (σκ. 7): «[Σ]ύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 30 του ΠΔ/τος 18/1989, αίτηση, από το δικόγραφο της οποίας έγινε παραίτηση, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, και επομένως, η κρινόμενη αίτηση δεν αποτελεί δεύτερη αίτηση της αιτούσας κατά της ίδιας πράξης». Με τη σκέψη αυτή, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του καθ’ ού (και της παρεμβαίνουσας), ο οποίος διατυπώνεται συνοπτικά στη σχολιαζόμενη απόφαση ως εξής (σκ. 7): «”[Δ]εύτερη” αίτηση αναστολής κατά της ίδιας πράξης γίνεται δεκτή μόνο όταν γίνεται επίκληση νεότερων στοιχείων ή υπάρχει μεταβολή δεδομένων, τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από το λόγο απόρριψης της πρώτης αίτησης αναστολής», συνεπώς, ενόψει της απόρριψης της αρχικής αίτησης αναστολής, «η κρινόμενη αίτηση αναστολής, που στρέφεται κατά της ίδιας πράξης, συνιστά «δεύτερη» αίτηση και πρέπει ν’ απορριφθεί ως τέτοια, αφού η αιτούσα δεν επικαλείται ύπαρξη νεότερων στοιχείων».

Με αφορμή τα επιχειρήματα αυτά, παρακάτω διατυπώνονται πληρέστερα δύο συν μία θέσεις: Κατά την πρώτη (κατωτέρω, υπό Ι), η οποία φαίνεται να ακολουθείται από τη σχολιαζόμενη απόφαση, η αίτηση αναστολής αντιμετωπίζεται ως δικονομικά «πλήρως εξαρτώμενη» από το κύριο ένδικο βοήθημα, με συνέπεια να είναι πάντα δυνατή η άσκηση αίτησης αναστολής στο πλαίσιο άσκησης «νέου» κύριου ένδικου βοηθήματος μετά από παραίτηση από προηγουμένως ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα. Κατά τη δεύτερη (κατωτέρω, υπό ΙΙ), η οποία φαίνεται να αποτελεί εν μέρει τη βάση της αντίκρουσης της θέσης που ακολούθησε το δικαστήριο στη σχολιαζόμενη απόφαση, η αίτηση αναστολής αντιμετωπίζεται ως έχουσα μια σημαντική δικονομική «αυτοτέλεια» έναντι του κύριου ένδικου βοηθήματος, με συνέπεια η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα και η άσκηση «νέου» να μην επηρεάζει την αίτηση αναστολής. Η τρίτη θέση (κατωτέρω, υπό ΙΙΙ), συνεκτιμώντας τα επιμέρους επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα των δύο πρώτων θέσεων, θεωρεί κρίσιμο στοιχείο για τη δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής μετά την άσκηση «νέου» κύριου ένδικου βοηθήματος (έπειτα από παραίτηση από αρχικά ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα) το εάν υπήρξε κρίση επί της αρχικής αίτησης αναστολής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω θέσεις διατυπώνονται κυρίως στο πλαίσιο της παραίτησης από το αρχικό ένδικο βοήθημα, δηλαδή δε στοχεύουν στο να αναδείξουν πλήρως, ως προς κάθε δικονομικό ζήτημα, τη σχέση της αίτησης αναστολής με το κύριο ένδικο βοήθημα.

Ι. Θέση πρώτη: Πλήρης εξάρτηση της αίτησης αναστολής από το κύριο ένδικο βοήθημα

Κατά την πρώτη θέση (που φαίνεται να ακολουθεί και το δικαστήριο στη σχολιαζόμενη απόφαση), η αίτηση αναστολής αντιμετωπίζεται ως «πλήρως εξαρτώμενη» από το κύριο ένδικο βοήθημα. Τα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να στηρίξουν την εν λόγω άποψη αναπτύσσονται αμέσως παρακάτω.

Πρώτα απ’ όλα, η αίτηση αναστολής ασκείται κατά κανόνα μετά την άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήματος [29] , συνεπώς η ίδια η δυνατότητα ύπαρξής της εξαρτάται από την ύπαρξη κύριου ένδικου βοηθήματος [30] . Επιπλέον, η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης αναστολής εξαρτάται από το προδήλως παραδεκτό (ή απαράδεκτο) και το προδήλως βάσιμο (ή αβάσιμο) του κύριου ένδικου βοηθήματος, καθώς επί προδήλως βάσιμου κύριου ένδικου βοηθήματος γίνεται δεκτή η αίτηση αναστολής, ενώ, αντίστροφα, επί προδήλως απαράδεκτου ή αβάσιμου κύριου ένδικου βοηθήματος, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται [31] . Ακόμη, η απόφαση που δέχεται την αίτηση αναστολής, επιφέρει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης έως την έκδοση απόφασης επί του κύριου ένδικου βοηθήματος [32], με δυνατότητα να ορισθεί κάτι διαφορετικό στη σχετική απόφαση, για παράδειγμα να ισχύει η απόφαση επί της αίτησης αναστολής έως τη συζήτηση στο ακροατήριο της αίτησης ακύρωσης. Η άμεση δικονομική σύνδεση της αίτησης αναστολής με το κύριο ένδικο βοήθημα είναι εμφανής και στην απόρριψη της αίτησης αναστολής ως άνευ αντικειμένου σε περίπτωση που αυτή δικασθεί μετά την έκδοση απόφασης επί του κύριου ένδικου βοηθήματος [33] .

Η δικονομική αυτή εξάρτηση της αίτησης αναστολής από το κύριο ένδικο βοήθημα δικαιολογείται από την ίδια τη φύση και το λόγο πρόβλεψής της. Η αίτηση αναστολής, εντασσόμενη στην προσωρινή δικαστική προστασία, αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την πληρότητα και ιδιαίτερα την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, συγκεκριμένα του κύριου ένδικου βοηθήματος. Έτσι, στην απόφαση με την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε τη συνταγματική κατοχύρωση της αίτησης αναστολής, κρίθηκε συγκεκριμένα [34] ότι: «[Α]πό τον συνδυασμό του άρθρου 20 παρ. 1 του Συν/τος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, και του άρθρου 95 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το ένδικο μέσο της αίτησης ακυρώσεως, συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την αξίωση για παροχή έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Η προστασία δε αυτή, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, δεν είναι μόνο η οριστική επίλυση της ένδικης διαφοράς, δηλαδή η έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά κι η προσωρινή έννομη προστασία, η λήψη δηλαδή του κατάλληλου μέτρου για να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη που κατά περίπτωση συνδέεται με την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης, ήτοι να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το ένδικο μέσο της αίτησης ακυρώσεως» και συνεχίζει: «Το σύστημα αυτό προσωρινής προστασίας, που αποσκοπεί στην διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της έννομης προστασίας που παρέχεται με την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, θεσπίζεται, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στην προηγούμενη σκέψη, κατ` επιταγή των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 Συντ. και κατοχυρώνεται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις». Μπορεί, λοιπόν, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αίτηση αναστολής υπάρχει για να διαφυλάξει την ουσία του κύριου ένδικου βοηθήματος.

Ερχόμενοι πιο κοντά στο σχολιαζόμενο ζήτημα, επιχείρημα υπέρ της άποψης που αναπτύσσεται στο σημείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί και το γεγονός της απόρριψης της αίτησης αναστολής ως άνευ αντικειμένου, μετά την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα. Μάλιστα, γίνεται παγίως νομολογιακά δεκτό ότι, για την απόρριψη της αίτησης αναστολής ως άνευ αντικειμένου, δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί και δικαστική κρίση επί του κύριου ένδικου βοηθήματος, μετά την παραίτηση από αυτό (δικαστική κρίση είτε με τη μορφή δικαστικής απόφασης, που αποφαίνεται την κατάργηση της δίκης [35] , είτε με τη μορφή πράξης εάν η δήλωση παραίτησης κατατέθηκε πριν τη συζήτηση στο ακροατήριο [36] ). Δηλαδή, όταν το δικαστήριο της αίτησης αναστολής διαπιστώνει ότι υπήρξε παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, προβαίνει στην απόρριψη της αίτησης αναστολής ως άνευ αντικειμένου, χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί απόφαση περί κατάργησης της δίκης του κύριου ένδικου βοηθήματος [37] . Η θέση αυτή στηρίζεται στο ότι τα έννομα αποτελέσματα της παραίτησης επέρχονται κατά το χρόνο που γίνεται η δήλωση παραίτησης [38] .

Τα παραπάνω επηρεάζουν τελικά και την αντιμετώπιση του ζητήματος της δικονομικής μεταχείρισης της αίτησης αναστολής μετά την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα. Η εν λόγω αντιμετώπιση στηρίζεται στην έννοια και τις συνέπειες της παραίτησης από το κύριο ένδικο βοήθημα: Η παραίτηση, έχοντας την έννοια της ανάκλησης της διαδικαστικής πράξης της άσκησης του ένδικου βοηθήματος, επιφέρει ως συνέπεια την αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων της άσκησης αυτής, οπότε και το ένδικο βοήθημα, από το δικόγραφο του οποίου γίνεται παραίτηση, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε [39] . Έτσι, ένδικο βοήθημα που ασκείται μετά την παραίτηση από προηγούμενο ένδικο βοήθημα του αυτού διαδίκου κατά της αυτής πράξης δε θεωρείται «δεύτερο» και άρα δεν απορρίπτεται ως τέτοιο [40] . Κατά συνέπεια, εφόσον το αρχικά ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, έτσι και η ασκηθείσα στο πλαίσιο του αρχικού ένδικου βοηθήματος αίτηση αναστολής θεωρείται επίσης ότι δεν ασκήθηκε, συνεπώς είναι παραδεκτή η εκ νέου άσκηση αίτησης αναστολής, μετά την εκ νέου άσκηση κύριου ένδικου βοηθήματος.

Καθίσταται, λοιπόν, εμφανής η πλήρης εξάρτηση της αίτησης αναστολής από το κύριο ένδικο βοήθημα και από το τελευταίο αυτό συμπέρασμα. Η αίτηση αναστολής αντιμετωπίζεται ως μία από τις συνέπειες της άσκησης του κύριου ένδικου βοηθήματος, συγκεκριμένα ως μία δυνατότητα που επέρχεται ως συνέπεια της άσκησής του, καθώς ο διάδικος πρέπει να ασκήσει και την αίτηση αναστολής, καθώς η αίτηση αναστολής δεν επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της άσκησης του κύριου ένδικου βοηθήματος, αλλά πρέπει να ασκηθεί από το διάδικο. Για το λόγο αυτό, καθίσταται δικονομικά ανύπαρκτη η ασκηθείσα αίτηση αναστολής, με την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, ακριβώς λόγω της πλήρους εξάρτησής της από το τελευταίο, μια εξάρτηση η οποία μειώνει (ή εξαφανίζει) μια κάποια αυτοτέλεια που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχει η αίτηση αναστολής, σε σχέση με το κύριο ένδικο βοήθημα.

ΙΙ. Θέση δεύτερη: αυτοτέλεια της αίτησης αναστολής ως προς το κύριο ένδικο βοήθημα

Η δεύτερη θέση, ως προς τη σχέση της αίτησης αναστολής με το κύριο ένδικο βοήθημα, δίνει έμφαση στα σημεία εκείνα από τα οποία μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αίτηση αναστολής έχει μία (σημαντική) αυτοτέλεια έναντι του κύριου ένδικου βοηθήματος, στο πλαίσιο του οποίου ασκείται. Τα εν λόγω σημεία παρατίθενται αμέσως παρακάτω.

Δικονομικά, ναι μεν η αίτηση αναστολής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη, το παραδεκτό και το βάσιμο του κύριου ένδικου βοηθήματος (όπως αναλύθηκε ανωτέρω), αλλά υπόκειται (και) σε αυτοτελείς προϋποθέσεις παραδεκτού και βάσιμου. Ο δικονομικός νομοθέτης [41] αναφέρεται αναλυτικά στην αίτηση αναστολής, τόσο ως προς τις δικονομικές προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησής της, όσο και ως προς τις προϋποθέσεις αποδοχής της[42] . Λαμβάνοντας υπόψη και τις δικονομικές διατάξεις περί των γενικών προϋποθέσεων παραδεκτού [43] , που εφαρμόζονται και επί των αιτήσεων παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθίσταται σαφές ότι η αίτηση αναστολής ρυθμίζεται από ένα πλήρες πλέγμα δικονομικών διατάξεων, με συνέπεια η αποδοχή ή η απόρριψή της να μη στηρίζεται αποκλειστικά, ή πρωτίστως, στο κύριο ένδικο βοήθημα. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή όχι μόνο επί προδήλως βάσιμου κύριου ένδικου βοηθήματος, αλλά και όταν διαπιστώνεται (ενδεχόμενο) πρόκλησης ανεπανόρθωτης (ή δυσχερώς επανορθώσιμης) βλάβης από την άμεση εκτέλεση της πράξης [44] , δηλαδή το βάσιμο της αίτησης αναστολής δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το προδήλως βάσιμο του κύριου ένδικου βοηθήματος. Έτσι, είναι πιθανό να υπάρξει, τελικά, αποδοχή της αίτησης αναστολής και απόρριψη του κύριου ένδικου βοηθήματος ή το αντίστροφο, πιθανότητα που αναδεικνύει την αυτοτέλεια της αίτησης αναστολής.

Τα εν λόγω επιχειρήματα ενισχύονται με την αναφορά στη δικονομική μεταχείριση της παραίτησης, τόσο από το κύριο ένδικο βοήθημα, όσο και από την αίτηση αναστολής. Το σημαντικότερο είναι ότι είναι διακριτή η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, σε σχέση με την παραίτηση από την αίτηση αναστολής. Η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα επιφέρει κατάργηση της δίκης αυτού με πράξη ή απόφαση και απόρριψη της αίτησης αναστολής ως άνευ αντικειμένου (όπως αναλυτικότερα αναφέρεται ανωτέρω, υπό Ι). Από την άλλη πλευρά, η παραίτηση από την αίτηση αναστολής [45] (που είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι γίνεται δεκτή ως δυνατότητα, ανεξάρτητα από τυχόν παραίτηση ή όχι από το κύριο ένδικο βοήθημα), επιφέρει κατάργηση της δίκης της αίτησης αναστολής [46] , οπότε και δυνατότητα άσκησής της εκ νέου, χωρίς να θεωρείται «δεύτερη» ή «νέα». Έτσι, η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα δεν μπορεί να θεωρείται ότι επιφέρει ως συνέπεια και την αντιμετώπιση της αίτησης αναστολής που ασκήθηκε στο πλαίσιο αυτού του ένδικου βοηθήματος ως μη ασκηθείσας, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα επιφέρει την κατάργηση της δίκης αυτού, αλλά όχι και την κατάργηση της δίκης της αίτησης αναστολής. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη και το ότι η απόφαση επί της αίτησης αναστολής ισχύει μέχρι την έκδοση απόφασης επί του κύριου ένδικου βοηθήματος (όπως αναλυτικότερα εκτέθηκε ανωτέρω, υπό Ι), αντιλαμβανόμαστε ότι, σε περίπτωση που είναι θετική η απόφαση επί της αίτησης αναστολής, η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης δεν παύει να ισχύει με την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, αλλά αφότου διαγνωσθεί η συνέπεια της εν λόγω παραίτησης από το δικαστήριο της αίτησης αναστολής (η συνέπεια είναι η απόρριψη της αίτησης αναστολής ως άνευ αντικειμένου).

Πιο συγκεκριμένα, ως προς το σχολιαζόμενο ζήτημα, σύμφωνα με τη θέση που στο παρόν σημείο αναπτύσσεται, η αίτηση αναστολής προσδιορίζεται κατά βάση από το πρόσωπο που την ασκεί και την πράξη κατά της οποίας στρέφεται (επιχείρημα το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο της σχολιαζόμενης απόφασης από το καθ’ ού και την παρεμβαίνουσα). Συνεπώς, εφόσον το ίδιο πρόσωπο ασκήσει εκ νέου αίτηση αναστολής κατά της αυτής πράξης, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως δεύτερη, στο πλαίσιο της αρχής της άπαξ άσκησης των ένδικων βοηθημάτων [47] . Έτσι, η αίτηση αναστολής αντιμετωπίζεται ως διακριτό ένδικο βοήθημα, σε σχέση με το κύριο, οπότε συμπεραίνεται και «απεξάρτησή» της από το τελευταίο.

Συνεχίζοντας την επιχειρηματολογία της θέσης αυτής, εφόσον ασκηθεί δεύτερη αίτηση αναστολής από το ίδιο πρόσωπο κατά της ίδιας πράξης, αυτή μπορεί να εξετασθεί μόνο ως «νέα αίτηση αναστολής», σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί το άρθρο 52 παρ. 10 του ΠΔ 18/1989, ή ως «αίτηση ανάκλησης» της απόφασης επί της πρώτης αίτησης αναστολής, σύμφωνα με την ορολογία του άρθρου 205 παρ. 5 του ΚΔΔ [48] . Απαιτείται, λοιπόν, αρχικά να έχει προηγηθεί απόφαση επί της αρχικής αίτησης αναστολής, και μάλιστα απορριπτική, για να εξετασθεί η δεύτερη ως «νέα αίτηση αναστολής» ή ως «αίτηση ανάκλησης». Η βασική προϋπόθεση αποδοχής της «νέας αίτησης αναστολής» και της «αίτησης ανάκλησης», κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΠΔ 18/1989 και του ΚΔΔ, είναι αυτή να στηρίζεται σε «νεότερα κρίσιμα στοιχεία» ή σε «μεταβολή δεδομένων» (κατά το ΠΔ 18/1989) ή σε «νέα στοιχεία» (κατά τον ΚΔΔ). Ως τέτοια στοιχεία θεωρούνται εκείνα που δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που δίκασε την αρχική αίτηση αναστολής [49] .

Συμπέρασμα όλων των παραπάνω είναι ότι επί παραίτησης από το κύριο ένδικο βοήθημα, η αίτηση αναστολής που είχε ήδη ασκηθεί πριν την παραίτηση δε θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Έτσι, εάν μεταγενέστερα ασκηθεί εκ νέου κύριο ένδικο βοήθημα από το ίδιο πρόσωπο κατά της αυτής πράξης, τότε η τυχόν ασκηθείσα εκ νέου αίτηση αναστολής θεωρείται «δεύτερη» και μπορεί να αντιμετωπισθεί ως «νέα αίτηση αναστολής» ή «αίτηση ανάκλησης», υπό την προϋπόθεση επίκλησης νέων στοιχείων ή μεταβολής των δεδομένων, διαφορετικά απορρίπτεται (ως απαράδεκτη), παρότι το εκ νέου ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα δε θεωρείται «νέο» ή «δεύτερο», ακριβώς γιατί υπήρξε παραίτηση από αυτό και όχι από την αίτηση αναστολής, άρα οι συνέπειες άσκησης του κύριου ένδικου βοηθήματος (και όχι της αίτησης αναστολής) αίρονται αναδρομικά με την παραίτηση από αυτό.

ΙΙΙ. Τρίτη (ενδιάμεση) θέση: Μερική εξάρτηση και μερική αυτοτέλεια της αίτησης αναστολής ως προς το κύριο ένδικο βοήθημα

Οι δύο θέσεις που αναπτύχθηκαν ανωτέρω χαρακτηρίζονται από μία εμφανή «καθαρότητα». Στηρίζονται, δηλαδή, σε θεμελιώδεις δικονομικούς κανόνες, με βάση τους οποίους αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα και το σχολιαζόμενο ζήτημα, αυτό της μεταχείρισης της εκ νέου ασκηθείσας αίτησης αναστολής επί εκ νέου άσκησης κύριου ένδικου βοηθήματος, μετά την παραίτηση από το αρχικά ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα. Στη βάση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, αναδείχθηκαν οι θέσεις αυτές ως προς την ένταση της «εξάρτησης» ή της «αυτοτέλειας» της αίτησης αναστολής έναντι του κύριου ένδικου βοηθήματος. Συνεκτιμώντας τα επιχειρήματα αυτά, μπορεί να διατυπωθεί και μια τρίτη, ενδιάμεση άποψη, η οποία αποδέχεται τα θεμέλια των αμοιβαίων επιχειρημάτων των δύο πρώτων θέσεων, αλλά επιμένει στην πιο προσεκτική εξέταση του σχολιαζόμενου ζητήματος.

Αρχικά, είναι χρήσιμο να εντοπισθούν κάποια προβληματικά σημεία που (θα μπορούσε να) επιφέρει η υιοθέτηση καθεμιάς από τις δύο προαναφερόμενες θέσεις, ειδικότερα ως προς το ζήτημα της τύχης της αίτησης αναστολής μετά την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα.

Αρχικά, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η πρώτη θέση, δηλαδή η θεώρηση της ασκηθείσας αίτησης αναστολής μετά την παραίτηση από το αρχικά ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα ως «πρώτης», φαίνεται να αγνοεί τυχόν προηγούμενα ασκηθείσα αίτηση αναστολής επί του αρχικού κύριου ένδικου βοηθήματος, από το οποίο υπήρξε παραίτηση, ενώ φαίνεται επίσης να αγνοεί τυχόν εκδοθείσα απόφαση επί τυχόν προηγούμενα (επί του αρχικού ένδικου βοηθήματος, από το οποίο υπήρξε παραίτηση) ασκηθείσας αίτησης αναστολής. Με απλά λόγια, ακολουθώντας τη θέση αυτή, ο διάδικος βρίσκεται μπροστά σε μια πολύ σημαντική δικονομική ευχέρεια: ασκεί κύριο ένδικο βοήθημα και αίτηση αναστολής επ’ αυτού, δικάζεται η αίτηση αναστολής και εάν απορριφθεί αυτή, παραιτείται από το αρχικό κύριο ένδικο βοήθημα και το ασκεί εκ νέου (χωρίς το τελευταίο να θεωρείται «δεύτερο»), καταθέτει εκ νέου αίτηση αναστολής παραδεκτά (μιας και αυτή δε θεωρείται «δεύτερη») κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί τελικά να υπάρχει μία απόφαση (για το παραδεκτό και το βάσιμο) ως προς το κύριο ένδικο βοήθημα, ενώ να υπάρχουν περισσότερες αποφάσεις σχετικά με τη δικαστική αναστολή. Το γεγονός αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί «καταχρηστικά» από την πλευρά του διαδίκου, ανατρέποντας κατ’ ουσίαν την αρχή της άπαξ άσκησης του ένδικου βοηθήματος, που εφαρμόζεται και επί των αιτήσεων παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας [50] , έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να επανασκεί την αυτή κατ’ ουσίαν αίτηση αναστολής, λαμβάνοντας υπόψη ήδη υπάρχουσα δικαστική κρίση ως προς αυτήν, καθώς θα έχει ήδη εκδοθεί απόφαση επί της αρχικής αίτησης αναστολής, προβαίνοντας έτσι και σε απαιτούμενες «διορθώσεις» ή «προσθαφαιρέσεις» στο νέο δικόγραφο [51] .

Επιπλέον, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η πρώτη θέση, δε φαίνεται να είναι επαρκώς θεμελιωμένο. Συγκεκριμένα, στηριζόμενη στις συνέπειες που επιφέρει η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, καταλήγει αυτόματα στο ότι η εκ νέου ασκηθείσα αίτηση αναστολής δε θεωρείται «δεύτερη», καθώς «δεύτερο» δε θεωρείται ούτε και το εκ νέου ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα. Όμως, στις συνέπειες αυτές [52] δε συγκαταλέγεται και η θεώρηση της άσκησης της αρχικής αίτησης αναστολής ως μη γενόμενης. Άλλωστε, όπως αναπτύχθηκε και παραπάνω (βλ. ανωτέρω, υπό ΙΙ), η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα διακρίνεται από την παραίτηση από την αίτηση αναστολής, ενώ η πρώτη από τις προαναφερόμενες θέσεις φαίνεται να ταυτίζει την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα με την παραίτηση από την αίτηση αναστολής.

Σχετικά με τη δεύτερη από τις αναφερόμενες θέσεις, αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η «πλήρης απεξάρτηση» της αίτησης αναστολής από το κύριο ένδικο βοήθημα δεν μπορεί να βρει επαρκές έρεισμα. Όπως ήδη αναλύθηκε (ανωτέρω, υπό Ι), δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αν όχι η εξάρτηση, τότε η άμεση σύνδεση της αίτησης αναστολής με το κύριο ένδικο βοήθημα. Έτσι, η αίτηση αναστολής δεν προσδιορίζεται μόνο από το πρόσωπο που την ασκεί και την πράξη την αναστολή εκτέλεσης της οποίας επιδιώκει, ώστε η δικονομική τύχη του κύριου ένδικου βοηθήματος και ιδίως η παραίτηση από αυτό να μην την επηρεάζει σχετικά με την εκ νέου άσκηση αίτησης αναστολής, αλλά και (ή πρωτίστως) από το κύριο ένδικο βοήθημα στο πλαίσιο του οποίου ασκείται, όπως γίνεται αντιληπτό από τη συνολική δικονομική αντιμετώπιση της αίτησης αναστολής. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η αίτηση αναστολής εντάσσεται στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας, λειτουργώντας «επιβοηθητικά» ως προς το κύριο ένδικο βοήθημα, ειδικότερα ως προς την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας που επιδιώκεται με αυτό.

Περαιτέρω, η προβληματική συνέπεια στην οποία θα μπορούσε να οδηγήσει η δεύτερη από τις αναφερόμενες θέσεις, έγκειται ακριβώς στην πλήρη «απεξάρτηση» της αίτησης αναστολής από το κύριο ένδικο βοήθημα, εφόσον υπάρξει παραίτηση από το τελευταίο. Συγκεκριμένα, εάν υπάρξει παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, ενώ έχει ασκηθεί ήδη αίτηση αναστολής, και ασκηθεί εκ νέου κύριο ένδικο βοήθημα, η εκ νέου ασκηθείσα αίτηση αναστολής στη βάση του τελευταίου κύριου ένδικου βοηθήματος, θα θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως «δεύτερη», οπότε (όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, υπό ΙΙ), θα απορρίπτεται ως τέτοια, ενώ η μόνη δυνατότητα να διασωθεί θα είναι να αντιμετωπισθεί ως «νέα αίτηση αναστολής» ή «αίτηση ανάκλησης» της απόφασης επί της αίτησης αναστολής. Το συμπέρασμα αυτό δε λαμβάνει υπόψη ορισμένα κρίσιμα στοιχεία, που μπορεί να εμφανίζονται στην πράξη: Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει πιθανότητα να μην υπήρξε απόφαση επί της ουσίας ως προς την αρχική αίτησης αναστολής, εφόσον η παραίτηση από το αρχικό κύριο ένδικο βοήθημα έγινε πριν την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής, με την έννοια ότι το δικαστήριο της αίτησης αναστολής στην περίπτωση αυτή θα απορρίψει την αίτηση αναστολής ως άνευ αντικειμένου, αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της παραίτησης από το κύριο ένδικο βοήθημα (όπως αναλυτικότερα εκτίθεται ανωτέρω, υπό Ι). Έτσι, κρίσιμο καθίσταται το τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «νεότερο κρίσιμο στοιχείο» ή «μεταβολή δεδομένων» (κατά το άρθρο 52 παρ. 10 του ΠΔ 18/1989) ή «νέο στοιχεία» (κατά το άρθρο 205 παρ. 5 του ΚΔΔ), ώστε η αίτηση αναστολής που ασκείται μετά την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα να μπορεί να εξετασθεί ως «νέα αίτηση αναστολής» ή «αίτηση ανάκλησης», καθώς και εάν -τελικά- εντάσσεται στις έννοιες αυτές και η προκειμένη περίπτωση. Αν θεωρήσουμε ότι δεν μπορεί να ενταχθεί, τότε υπάρχει σημαντικός περιορισμός της δυνατότητας παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθώς ουδέποτε θα δύναται να εξετασθεί επί της ουσίας η αίτηση αναστολής στην περίπτωση παραίτησης από το αρχικό ένδικο βοήθημα, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί η εν λόγω συνέπεια αντισυνταγματική [53] . Από την άλλη πλευρά, εάν θεωρηθεί ότι η παραίτηση από το αρχικά ασκηθέν κύριο ένδικο βοήθημα και η εκ νέου άσκηση αυτού εντάσσονται στα «νεότερα κρίσιμα στοιχεία» ή τα «νέα στοιχεία» [54] , η δεύτερη θέση χάνει κάθε σημασία ως προς το κρινόμενο ζήτημα, καθώς καταλήγει να ταυτίζεται με την πρώτη θέση, μιας και στην περίπτωση αυτή πάντοτε θα μπορεί να διασωθεί η άσκηση αίτησης αναστολής μετά την παραίτηση από το αρχικό κύριο ένδικο βοήθημα και την εκ νέου άσκησή του, ακόμη και εάν είχε συζητηθεί επί της ουσίας η αρχικά ασκηθείσα αίτηση αναστολής.

Από τα παραπάνω, θα μπορούσε να συναχθεί το βασικό επιχείρημα της τρίτης (ενδιάμεσης) θέσης: Κρίσιμο στοιχείο σχετικά με το συγκεκριμένα σχολιαζόμενο ζήτημα είναι ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, σε σχέση με το εάν και πότε εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας ως προς την αρχική αίτηση αναστολής. Συγκεκριμένα, κατά τη θέση αυτή, θεωρείται δυνατή η άσκηση αίτησης αναστολής, μετά από παραίτηση από το αρχικό ένδικο βοήθημα και εκ νέου άσκηση αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχική αίτηση αναστολής δεν είχε συζητηθεί επί της ουσίας, δηλαδή εφόσον η εν λόγω παραίτηση πραγματοποιήθηκε πριν την εκδίκαση της αρχικής αίτησης αναστολής [55] . Με τον τρόπο αυτό, αφενός δεν αποσυνδέεται πλήρως από το κύριο ένδικο βοήθημα αλλά ούτε προσκολλάται απόλυτα σε αυτό, αφετέρου αντιμετωπίζονται τα σημεία εκείνα των πρώτων δύο θέσεων που αμέσως προηγούμενα αναπτύχθηκαν και τα οποία μπορεί να επιφέρουν δυσμενή αποτελέσματα.

Η θέση αυτή, πέραν του ότι λαμβάνει υπόψη τα βασικά επιχειρήματα των δύο πρώτων θέσεων και τα αντεπιχειρήματα ως προς αυτές, μπορεί να στηριχθεί και σε ένα ακόμη στοιχείο. Εκκινώντας από την κοινή παραδοχή ότι η παραίτηση από το ένδικο βοήθημα εξαρτάται αποκλειστικά από την ελεύθερη βούληση του ασκούντος αυτό, οπότε η παραίτηση γίνεται δεκτή έως και την τελευταία (όχι αποκλειστικά έως την πρώτη) συζήτηση [56] , γίνεται παγίως δεκτό ότι μετά τη συζήτηση (στο ακροατήριο) του ένδικου βοηθήματος, δε γίνεται δεκτή η παραίτηση από αυτό, καθώς έχει παύσει το δικαίωμα του διαδίκου να απευθύνεται στο δικαστήριο [57] . Με τον τρόπο αυτό, αναγνωρίζεται δυνατότητα του διαδίκου να παραιτηθεί από το ένδικο βοήθημα έως τη συζήτηση στο ακροατήριο και εάν ακολουθήσει τη χρονική αυτή προϋπόθεση, δύναται να ασκήσει εκ νέου το ένδικο βοήθημα, χωρίς να θεωρηθεί αυτό «δεύτερο» και να απορριφθεί ως τέτοιο. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι μετά τη συζήτηση του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο εκδίδει μία οριστική απόφαση επ’ αυτού, χωρίς να δύναται ο διάδικος να προκαλέσει την έκδοση νέας απόφασης επί του αυτού (κατά περιεχόμενο) ένδικου βοηθήματος [58] . Καθώς ο ανωτέρω κανόνας γίνεται δεκτός και επί αιτήσεων αναστολής [59] , μπορούμε να συμπεράνουμε ότι εφόσον υπήρξε δικαστική απόφαση επί της αίτησης αναστολής πριν την παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, τότε ο διάδικος δε δύναται να προκαλέσει έκδοση νέας απόφασης επί της ουσίας ως προς την αναστολή εκτέλεσης της αυτής πράξης (με την εκ νέου άσκηση αίτησης αναστολής, μετά την εκ νέου άσκηση κύριου ένδικου βοηθήματος). Τέτοια δυνατότητα θα είχε σε περίπτωση που παραιτούνταν συγκεκριμένα από την αρχική αίτηση αναστολής ή εφόσον το δικαστήριο της αναστολής δεν είχε τη δυνατότητα να κρίνει την αρχική αίτηση αναστολής επί της ουσίας, επειδή υπήρξε παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα πριν την εκδίκαση της αρχικής αίτησης αναστολής.

Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που ο δικονομικός νομοθέτης δίνει, κατ’ εξαίρεση, τη δυνατότητα επανάσκησης του (κύριου) ένδικου βοηθήματος υπό προϋποθέσεις [60] , θα πρέπει, φυσικά, να θεωρείται δυνατή και η άσκηση εκ νέου αίτησης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας [61] . Διότι στις περιπτώσεις αυτές, ο δικονομικός νομοθέτης δίνει τη δυνατότητα εκ νέου δικαστικής εξέτασης μιας υπόθεσης, παρότι προηγήθηκε δικαστική κρίση ως προς την υπόθεση αυτή [62] , χωρίς μάλιστα, κατά τη νομολογία του ΣτΕ, να υπάρχει συνταγματική υποχρέωση πρόβλεψης δυνατότητας επανάσκησης ένδικου βοηθήματος όταν το πρώτο απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους.

Τελικά, η θέση που αναπτύσσεται εν προκειμένω, ειδικότερα ως προς το σχολιαζόμενο ζήτημα της μεταχείρισης της αίτησης αναστολής μετά από παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, χαρακτηρίζεται «ενδιάμεση» ως προς τις δύο πρώτες θέσεις, γιατί αντιμετωπίζει την αίτηση αναστολής ως εν μέρει εξαρτώμενη από το κύριο ένδικο βοήθημα και εν μέρει αυτοτελή σε σχέση με αυτό. Αντίστοιχα είναι και τα συμπεράσματα ως προς την άσκηση εκ νέου αίτησης αναστολής μετά από παραίτηση από το αρχικό κύριο ένδικο βοήθημα, καθώς δε θεωρείται πάντα δυνατή ή πάντα αδύνατη η εν λόγω άσκηση.

Συμπερασματικά

Παραπάνω παρατέθηκαν δύο συν μία θέσεις σχετικά με το ζήτημα που προέκυψε με αφορμή τη σχολιαζόμενη απόφαση. Φυσικά, οι επιμέρους αυτές θέσεις δεν έχουν αναπτυχθεί σε επίπεδο νομολογίας ή θεωρίας, αφενός γιατί τα δικαστήρια δεν φαίνεται να έχουν αντιμετωπίσει ξανά το ζήτημα αυτό, αφετέρου γιατί η θεωρία είναι μεν ιδιαίτερα γοητευτική, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει τη δυνατότητα να υποθέσει (άλλως, να φαντασθεί) διάφορες καταστάσεις που πρακτικά θα μπορούσαν να προκύψουν.

Εν περιλήψει, η πρώτη θέση δίνει την «καθαρή» λύση της πάντοτε δυνατής εκ νέου άσκησης αίτησης αναστολής μετά από παραίτηση από το αρχικό κύριο ένδικο βοήθημα και την εκ νέου άσκηση κύριου ένδικου βοηθήματος. Η δεύτερη θέση είναι επίσης «καθαρή», καθώς, κατ’ αυτήν, η άσκηση εκ νέου αίτησης αναστολής από το ίδιο πρόσωπο κατά της ίδιας πράξης την καθιστά «δεύτερη» και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια, οπότε να απορρίπτεται, εκτός εάν υπάρχουν «νέα» ή «νεότερα» στοιχεία. Η τρίτη θέση θεωρεί αδύνατη την άσκηση αίτησης αναστολής μετά την εκδίκαση της πρώτης στην ουσία της, εφόσον δηλαδή η παραίτηση από το αρχικό κύριο ένδικο βοήθημα έγινε μετά την έκδοση απόφασης επί της αρχικής αίτησης αναστολής.

Σκοπός του γράφοντος το παρόν σχόλιο δεν ήταν να αναδείξει κάποια από τις θέσεις αυτές ως «ορθή» ή ως «εσφαλμένη». Κύριος σκοπός ήταν να αναπτύξει περαιτέρω τα επιχειρήματα που συνοπτικά αναφέρονται στη σχολιαζόμενη απόφαση, ώστε να διαγνωσθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι βάσεις στις οποίες στηρίζονται (χωρίς να ταυτίζονται πλήρως τα αμοιβαία επιχειρήματα που διατυπώνονται στη σχολιαζόμενη απόφαση με κάποια από τις τρεις επιμέρους θέσεις που αναπτύχθηκαν παραπάνω), αλλά και τα σημεία στα οποία τα εν λόγω επιχειρήματα καταλήγουν σε προβληματικές συνέπειες. Ίσως κατέστη εμφανές ότι ο γράφων βρίσκεται πιο κοντά στην τρίτη από τις προαναφερόμενες θέσεις, χωρίς όμως να αμφισβητεί εκ βάσεως τις άλλες δύο και χωρίς να αρνείται προβληματικά σημεία και στη θέση αυτή [63] .

Καθώς όμως είναι πιθανή η επανεμφάνιση μιας αντίστοιχης (με αυτή της σχολιαζόμενης απόφασης) περίπτωσης, αλλά και γιατί ακόμα και όχι πολύ συχνές στην πράξη περιπτώσεις μπορεί να αναδεικνύουν ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα (όπως εν προκειμένω η σύνδεση της αίτησης αναστολής με το κύριο ένδικο βοήθημα), η ανάπτυξη της συζήτησης στα θέματα που προκύπτουν με αφορμή το σχολιαζόμενο ζήτημα μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα εποικοδομητική.

Αναστάσιος Α. Σεντής, Δικηγόρος, Υπ. Δ.Ν.


29 ]. Όπως με σαφήνεια συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 52 του ΠΔ 18/1989 (καθώς στην παρ. 2 ορίζεται «μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως» και 200 του ΚΔΔ (καθώς στην παρ. 1 ορίζεται «ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή»). Γίνεται πάντως δεκτή και η πρόβλεψη εξαιρέσεων από τον κανόνα αυτό. Έτσι, νομοθετικά προβλέπεται η άσκηση αίτησης αναστολής πριν την άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήματος στο άρθρο 54 του Ν 3900/2010 (σχετικά με τις ακυρωτικές διαφορές αρμοδιότητας Διοικητικού Πρωτοδικείου, που αφορούν στη νομοθεσία περί αλλοδαπών, βλ. άρθρο 15 παρ. 1, 2 και 4 του Ν 3068/2002). Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στο στάδιο που προηγείται της σύναψης δημόσιων συμβάσεων (βλ. άρθρο 5 του Ν 3886/2010).

30 ]. Ακόμα και στις περιπτώσεις που κατ’ εξαίρεση προβλέπεται η άσκηση αίτησης αναστολής πριν την άσκηση κύριου ένδικου βοηθήματος, η σχετική νομοθεσία δεν αίρει την εξάρτηση της αίτησης αναστολής από την άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήματος. Έτσι, στο άρθρο 54 του Ν 3900/2010, που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη σημείωση, προβλέπεται: «Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος υποχρεούται να ασκήσει την αίτηση μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεση της αίτησης αναστολής και πάντως όχι πέραν της προθεσμίας του άρθρου 46 του ΠΔ 18/1989».

31 ]. Άρθρο 52 παρ. 7 του ΠΔ 18/1989 και άρθρο 202 παρ. 1 και 3 του ΚΔΔ.

32 ]. Αυτό ορίζεται ρητά στον ΚΔΔ (άρθρο 205 παρ. 2) και συνάγεται με σαφήνεια από το άρθρο 52 του ΠΔ 18/1989. Νομολογιακά γίνεται παγίως δεκτό και υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στις αποφάσεις που αφορούν στην έννοια του προσωρινού δεδικασμένου, το οποίο παράγεται από τις αποφάσεις που δέχονται αίτηση αναστολής. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι οι αποφάσεις επί αίτησης αναστολής παράγουν προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο διαρκεί έως την έκδοση απόφασης του δικαστικού σχηματισμού επί του κύριου ένδικου βοηθήματος (βλ. μεταξύ άλλων ΣτΕ 4611/2009)

33 ]. Μπορεί να φαίνεται ότι αποτελεί σπάνια περίπτωση, καθώς η αίτηση αναστολής (πρέπει να) δικάζεται σύντομα, αλλά εμφανίζεται ιδίως στις περιπτώσεις που ο διάδικος άσκησε την αίτηση αναστολής σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο του χρόνου άσκησης του κύριου ένδικου βοηθήματος (καθώς η αίτηση αναστολής, σε αντίθεση με το κύριο ένδικο βοήθημα -πλην της αγωγής- δεν υπόκειται σε προθεσμία άσκησης), αλλά και στις περιπτώσεις που το κύριο ένδικο βοήθημα εισάγεται σε «συμβούλιο φιλτραρίσματος» (άρθρα 34Α και 34Β του ΠΔ 18/1989 και 126Α του ΚΔΔ, οπότε εκδίδεται πρώτα απόφαση του εν λόγω συμβουλίου και έπειτα απόφαση επί της αίτησης αναστολής. Βλ. εντελώς ενδεικτικά ΣτΕ(ΕΑ) 21/2010, 31/2010, 671/2008).

34 ]. ΣτΕ (Ολ-ΕΑ) 718/1993. Πρόκειται για την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε στη συνταγματική κατοχύρωση της αίτησης αναστολής, καθώς πριν από αυτήν, διατυπωνόταν και αντίθετη άποψη. Η εν λόγω απόφαση ακολουθείται παγίως νομολογιακά (όχι μόνο για τις ακυρωτικές διαφορές, στις οποίες συγκεκριμένα αναφέρεται η εν λόγω απόφαση, αλλά για όλες τις διοικητικές διαφορές), ιδίως στις περιπτώσεις που κρίνεται η συνταγματικότητα δικονομικών διατάξεων που αυστηροποιούν τις δικονομικές προϋποθέσεις εισόδου στην προσωρινή δικαστική προστασία και αποδοχής των αιτήσεων παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθώς και διατάξεων που αφορούν στη μεταχείριση αποφάσεων που δέχονται την αίτηση παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. μεταξύ άλλων τις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες αποφάσεις ΣτΕ(7μ) 2164/2012 και ΣτΕ(ΕΑ) 496/2011).

35 ]. Άρθρο 30 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 και 142 παρ. 1 περίπτ. β’ του ΚΔΔ.

36 ]. Άρθρο 30 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989 και 143 παρ. 7 του ΚΔΔ.

37 ]. Βλ. ΔΕφΑθ (ακυρωτ-συμβ) 75/2009, όπου δικάσθηκε η αίτηση αναστολής και απορρίφθηκε αυτή ως άνευ αντικειμένου πριν την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ακύρωσης, ενώ στην ΣτΕ (ΕΑ) 264/2007 απορρίπτεται η αίτηση αναστολής ως άνευ αντικειμένου καθώς ήδη είχε εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης ακύρωσης.

38 ]. Όπως ρητά ορίζεται αυτό στο άρθρο 143 παρ. 6 του ΚΔΔ μάλιστα, λόγω της συγκεκριμένης παραδοχής, γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται να εκδοθεί απόφαση ή πράξη επί της παραίτησης για να καταστεί δυνατή η άσκηση ένδικου βοηθήματος μετά την παραίτηση από προηγούμενο ένδικο βοήθημα του αυτού διαδίκου κατά της αυτής πράξης.

39 ]. Ν. Χατζητζανή, Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας (Ερμηνεία κατ’ άρθρον), 2002, σελ. 901. Ρητά μάλιστα αναφέρεται αυτό στο άρθρο 30 παρ. 5 του ΠΔ 18/1989, καθώς και στα άρθρα 70 παρ. 2 και 76 παρ. 3 του ΚΔΔ, ενώ αυτό γίνεται παγίως δεκτό και νομολογιακά, βλ. εντελώς ενδεικτικά ΣτΕ 2679/2003.

40 ]. Βλ., μεταξύ πολλών, ΣτΕ 3433/2004.

41 ]. Η αίτηση αναστολής, στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος, νομοθετικά ρυθμίζεται: επί υπαλληλικής προσφυγής στο άρθρο 42 του ΠΔ 18/1989 (ενώ μπορεί να υπάρχουν και ειδικότερες σχετικές διατάξεις, όπως το άρθρο 142 του Ν 3528/2007), επί αίτησης ακύρωσης στο άρθρο 52 (και 52Α) του ΠΔ 18/1989, επί προσφυγής (πέραν της υπαλληλικής) στα άρθρα 200-205Α του ΚΔΔ, επί ανακοπής εκτέλεσης στο άρθρο 225 του ΚΔΔ. Σημειώνεται ότι το άρθρο 265 του ΚΔΔ ορίζει ότι επί ένστασης εκλογών ΟΤΑ (και ΝΠΔΔ, κατ’ ανάλογη εφαρμογή με βάση το άρθρο 272 του ΚΔΔ) δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αίτησης αναστολής. Τέλος, σε κάθε περίπτωση μπορεί ειδική νομοθεσία να ενέχει ειδικότερες προβλέψεις σχετικά με την αίτηση αναστολής.

42 ]. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι συνήθως τα δικαστήρια απορρίπτουν ή δέχονται την αίτηση αναστολής, χωρίς να εξειδικεύουν το εάν ο λόγος απόρριψης ή αποδοχής εντάσσεται στο παραδεκτό ή το βάσιμο της αίτησης αναστολής.

43 ]. Όπως η, καταρχήν, απαίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων με δικαστικό πληρεξούσιο (βλ. τα άρθρα 17 παρ. 4 και 5 και 27 του ΠΔ 18/1989, καθώς και τα άρθρα 27 επ. του ΚΔΔ) ή η απαίτηση ύπαρξης δικανικής ικανότητας (βλ. τα άρθρα 40 ΠΔ 18/1989 και 63 επ. του ΚΠολΔ, καθώς και τα άρθρα 24 επ. του ΚΔΔ).

44 ]. Άρθρο 52 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989 και άρθρο 202 παρ. 1 του ΚΔΔ. Σημειώνεται ότι κατά την προαναφερόμενη διάταξη του ΠΔ 18/1989, η βλάβη από την άμεση εκτέλεση της πράξης πρέπει να θεωρείται «ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη», ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του ΚΔΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 34 του Ν 3900/2010) η βλάβη πρέπει να χαρακτηρίζεται «ανεπανόρθωτη». Σχετικά με τη σημασία του προσδιορισμού της βλάβης αποκλειστικά ως «ανεπανόρθωτης» στον ΚΔΔ, ιδιαίτερα σημαντική ερμηνεία δόθηκε με την απόφαση ΣτΕ (ΕΑ) 496/2011.

45 ]. Η δικονομική δυνατότητα παραίτησης από την αίτηση αναστολής θα μπορούσε να προκύπτει από τις γενικότερες διατάξεις των άρθρων 30 του ΠΔ 18/1989 και 143 του ΚΔΔ, αλλά με μεγαλύτερη σαφήνεια προκύπτει από το συνδυασμό αυτών με τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 11 του ΠΔ 18/1989 και 205 παρ. 6 του ΚΔΔ, οι οποίες αναφέρονται σε μέρος της δικονομικής μεταχείρισης της παραίτησης από την αίτηση αναστολής.

46 ]. Με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 30 του ΠΔ 18/1989 και 142 παρ. 1 περίπτ. β’ και 143 του ΚΔΔ. Έτσι οι αποφάσεις ΔΕφΑθ (ακυρωτ. σε συμβ.) 42/2008 και ΔΕφΠειρ (ασφαλ.) 6/2013. Βέβαια, στην απόφαση ΔΕφΠειρ (ασφαλ.) 1/2013 αναφέρεται ότι επί παραίτησης από την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αυτή απορρίπτεται, δηλαδή δεν καταργείται η δίκη. Η θέση της τελευταίας αυτής απόφασης δε φαίνεται να στηρίζεται στις σχετιζόμενες δικονομικές διατάξεις (άρθρα 52 του ΠΔ 18/1989 και 202 του ΚΔΔ), οι οποίες προσδιορίζουν το πότε απορρίπτεται η αίτηση αναστολής, συνεπώς ορθότερη κρίνεται η θέση περί κατάργησης της δίκης της αίτησης αναστολής.

47 ]. Η αρχή αυτή ρητά διατυπώνεται στον ΚΔΔ (άρθρο 70, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με τα άρθρα 83 του Ν 4139/2013 και 24 του Ν 4274/2014, και άρθρο 76, όπως ισχύει μετά την προσθήκη νέας παραγράφου και την τροποποίηση με το άρθρο 8 παρ. 1 τουΝ 3659/2008), με πρόβλεψη με εξαιρέσεων (υπό ορισμένες προϋποθέσεις, με κυριότερη το να απορρίφθηκε η προσφυγή ή η αγωγή για τυπικούς λόγους). Στο ΠΔ 18/1989 δεν υπάρχει ρητή αντίστοιχη πρόβλεψη, με συνέπεια να έχει διατυπωθεί στη θεωρία η άποψη ότι είναι δυνατή η επανάσκηση του ένδικου βοηθήματος, μιας και το άρθρο 50 παρ. 5 του ΠΔ 18/1989 αναφέρει ότι το δεδικασμένο καλύπτει το «διοικητικής φύσης» ζήτημα που κρίθηκε, άρα όχι και τα «δικονομικά» ζητήματα που κρίθηκαν (βλ. Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 20146, σελ. 665). Η θέση αυτή της θεωρίας παγίως δε γίνεται δεκτή από τη νομολογία, βλ. ΣτΕ 1813/2008, Ολ 1574/2001 είναι ενδιαφέρον ότι η εν λόγω νομολογία βασίζει την κρίση της στο ίδιο το άρθρο 50 του ΠΔ 18/1989.

48 ]. Σημειώνεται ότι το δικαστήριο δε δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό του δικογράφου ως «νέας αίτησης» ή ως «αίτησης ανάκλησης», καθώς εκείνο προβαίνει στον ορθό κατά τη δικονομία χαρακτηρισμό του, βλ. ενδεικτικά την απόφαση ΣτΕ (ΕΑ) 33/2010.

49 ]. Βλ. σχετικά με την δικαστηριακή κρίση περί των στοιχείων αυτών ενδεικτικά τις αποφάσεις ΣτΕ (ΕΑ) 661/2010, 468/2009, 104/2009, 1346/2007.

50 ]. Λόγω της προθεσμίας στην οποία υπόκεινται τα ένδικα βοηθήματα της διοικητικής δικονομίας (πλην της αγωγής), ίσως να φαίνεται σχεδόν απίθανο να διατηρείται η προθεσμία για εκ νέου άσκηση κύριου ένδικου βοηθήματος μετά την παραίτηση από το αρχικά ασκηθέν και μετά την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής. Αν λάβουμε όμως υπόψη αφενός ότι από τη φύση τους οι αιτήσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας (πρέπει να) δικάζονται σε σύντομο χρόνο από την άσκησή τους, αφετέρου ότι κατά το χρόνο των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από 1ης Ιουλίου έως 15ης Σεπτεμβρίου (βλ. το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 1756/1988), αναστέλλεται η προθεσμία άσκησης των ένδικων βοηθημάτων όταν διάδικος είναι το δημόσιο (σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΒΔ της 26.6-10.7.1944/ΚΝΔΔ, όπου για τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές προβλέπεται αναστολή μόνο για το μήνα Αύγουστο), καθίσταται σαφές ότι θα μπορούσε να υπάρξει η εν λόγω πιθανότητα, πιθανότητα η οποία προέκυψε και στη σχολιαζόμενη απόφαση.

51 ]. Περαιτέρω, ο διάδικος θα έχει τη δυνατότητα να προβεί και σε αντίστοιχες «διορθώσεις» και ως προς το κύριο ένδικο βοήθημα, σε περίπτωση που στην απόφαση επί της αίτησης αναστολής υπάρχει μια κρίση ως προς το προδήλως απαράδεκτο ή/και το προδήλως αβάσιμο του κύριου ένδικου βοηθήματος, στοιχεία τα οποία εξετάζονται στο πλαίσιο της αίτησης αναστολής (βλ. τα άρθρα 52 παρ. 7 του ΠΔ 18/1989 και 202 παρ. 1 και 3 του ΚΔΔ). Έτσι, η θέση αυτή μπορεί να καταλήξει στην ανατροπή της αρχής της άπαξ άσκησης του κύριου ένδικου βοηθήματος, με την έννοια της άπαξ δικαστικής κρίσης επ’ αυτού (καθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μπορεί στην απόφαση επί της αρχικής αίτησης αναστολής να υπάρχει μια έμμεση έστω δικαστική κρίση ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του κύριου ένδικου βοηθήματος).

52 ]. Για μια συνοπτική αναφορά στις συνέπειες παραίτησης από το κύριο ένδικο βοήθημα, βλ. Ν. Χατζητζανή, ό.π. (σημ. 11).

53 ]. Καθώς, όπως προαναφέρθηκε, παγίως γίνεται δεκτή η συνταγματική κατοχύρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. ανωτέρω, υπό Ι και ιδίως τη σημ. 6).

54 ]. Θεώρηση η οποία αντιμετωπίζει την αντισυνταγματικότητα του συμπεράσματος στο οποίο καταλήξαμε αμέσως προηγούμενα.

55 ]. Καθώς, όπως προαναφέρθηκε (ανωτέρω, υπό Ι), η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα, εφόσον έγινε πριν την εκδίκαση της αίτησης αναστολής, έχει ως συνέπεια την απόρριψη αυτής ως άνευ αντικειμένου, οπότε το δικαστήριο δεν την έκρινε στην ουσία της (ο όρος «στην ουσία» εν προκειμένω δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο βάσιμο της αίτησης αναστολής, αλλά χρησιμοποιείται για την αντιπαραβολή με την απόφαση που απορρίπτει ως άνευ αντικειμένου την αίτηση αναστολής μόνο εξαιτίας της παραίτησης από το κύριο ένδικο βοήθημα).

56 ]. Αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΔΔ, ενώ γίνεται παγίως νομολογιακά δεκτό και για τις δίκες που υπάγονται στο ΠΔ 18/1989, παρότι το άρθρο 30 παρ. 1 αυτού ορίζει ότι η παραίτηση «επιτρέπεται έως τη συζήτηση», χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα σε ποια συζήτηση αναφέρεται, βλ. μεταξύ πολλών ΣτΕ 2581/2000 και ΔΕφΑθ (ακυρ) 1287/2007.

57 ]. Βλ. ΣτΕ 5224/2012, (Ολ) 3476/2011, 3581/2008, 1858/2008, 3341/2007, 2342/2000, 3226/1999, 1777/1993. Επίσης βλ. ΣτΕ (ΕΑ) 495/2009, 1263/2006, 488, 669/2004, όπου ακολουθείται η εν λόγω κρίση και επί παραίτησης από αιτήσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας.

58 ]. Είναι διακριτή η περίπτωση της άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης, καθώς τότε κρίνεται (αρχικά) η ύπαρξη τυχόν ελαττωμάτων στην προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, στα περισσότερα δε ένδικα μέσα τα εν λόγω ελαττώματα που κρίνει το δικαστήριο είναι συγκεκριμένα (για παράδειγμα, επί ανακοπής ερημοδικίας, εξετάζεται αρχικά μόνο ο λόγος της μη παράστασης διαδίκου κατά τη συζήτηση, βλ. άρθρο 89 του ΚΔΔ).

59 ]. Βλ. ανωτέρω σημ. 29.

60 ]. Άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με τα άρθρα 83 του Ν 4139/2013 και 24 του Ν 4274/2014) και άρθρο 76 παρ. 2 του ΚΔΔ (όπως ισχύει μετά την προσθήκη νέας παραγράφου και την τροποποίηση με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν 3659/2008), που αναφέρονται στη δυνατότητα επανάσκησης προσφυγής και αγωγής αντίστοιχα, εφόσον η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους και υπό ορισμένες ακόμη προϋποθέσεις.

61 ]. Δεν αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην αίτηση αναστολής εδώ, καθώς επί προσφυγής υπάρχει δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής (άρθρα 200 επ. του ΚΔΔ) και αίτησης προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (άρθρο 210 του ΚΔΔ), ενώ επί αγωγής υπάρχει δυνατότητα άσκησης προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρο 210 του ΚΔΔ) και προσωρινής επιδίκασης απαίτησης (άρθρα 211 επ. του ΚΔΔ).

62 ]. Μάλιστα, το ΣτΕ είχε ήδη κρίνει, πριν τη νομοθετική πρόβλεψη της δυνατότητας επανάσκησης ένδικου, ότι δεν είναι αντισυνταγματική η ανυπαρξία τέτοιας πρόβλεψης στις περιπτώσεις που το πρώτο ένδικο βοήθημα απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Βλ. την απόφαση ΣτΕ (Ολ) 3840/2009, όπου η κρίση περί ανυπαρξιας αντισυνταγματικότητας διατυπώθηκε εν προκειμένω κυρίως «εν όψει και των αρχών της άπαξ ασκήσεως των ένδικων βοηθημάτων και της σταθερότητος των διοικητικών καταστάσεων που ισχύουν γενικότερα στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο» (σκ. 7).

63 ]. Όπως το ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τυχαίο το κρίσιμο για τη θέση αυτή στοιχείο (δηλαδή το εάν η παραίτηση από το κύριο ένδικο βοήθημα έγινε πριν ή μετά την απόφαση επί της αίτησης αναστολής), ή το ότι μπορεί να καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που να θεωρηθεί ίσως ιδιαίτερα αυστηρό (ευρισκόμενο, συνεπώς, στα όρια της συνταγματικότητας, καθώς και η προσωρινή δικαστική προστασία κατοχυρώνεται συνταγματικά, όπως αναπτύχθηκε παραπάνω).