Αριθμός 19754/2018, Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών
(13 Τμήματος – Τριμελές)
Περίληψη: Δικαίωμα στην ιδιοκτησία (άρθρο 17 Συντ.). Αναγκαστική απαλλοτρίωση. Αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου από παράνομες παραλείψεις οργάνων του κατά την κατάρτιση της κτηματογράφησης στο πλαίσιο της διαδικασίας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου (άρθρο 105 ΕισΝΑΚ). Συντρέχον πταίσμα (άρθρο 300 Α.Κ.).Ο προσδιορισμός της αποζημιώσεως του ιδιοκτήτη συνεπεία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου του ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Αντιθέτως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αξιώσεις λόγω παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων της Διοικήσεως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, σε περίπτωση που τα αρμόδια διοικητικά όργανα που συνέταξαν τον κτηματολογικό πίνακα παραλείψουν να περιλάβουν σε αυτόν τα συστατικά ή
επικείμενα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, εξαιτίας δε της παραλείψεως αυτής, δεν καθορισθεί από το αστικό δικαστήριο αποζημίωση για τα επίμαχα συστατικά ή επικείμενα, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως διατηρεί την ευχέρεια να ασκήσει ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου αγωγή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ζητώντας ως αποζημίωση το ισόποσο της αξίας των συστατικών αυτών. Δέχεται την αγωγή.
Πρόεδρος:Β. Φαϊτάς, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγήτρια:Θ. Προφύρη, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Δικηγόροι:Απ. Παπακωνσταντίνου, Π. Γιωτάκου(Ν.Σ.Κ.),Στ. Μαυρομάτη
3. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – ΦΕΚ Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την
άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, ενόψει της συγκεκριμένης αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση ζητείται με την αγωγή (ΣτΕ 237/2011 επταμ., 2287/2012, 1632/2014, 1634/2017). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής
ενεργείας ή παραλείψεως υλικής ενεργείας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας (ΣτΕ 484/2018, 596/2017, 2937/2009 κ.ά.). Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού να
επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 484/2018, 596, 1414/2017, 332/2009 7μ.). Δεν αποκλείεται δε, κατ’ αρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφ’ όσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (βλ. ΣτΕ 484/2018, 473/2011, πρβ. Α.Π. 1653/2001, 53/2006). Η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενεστέρων όλως εξαιρετικών και απροβλέπτων γεγονότων, ιδίως δε ενέργειες τρίτων προσώπων (ΣτΕ 484/2018, 4410-4422/2015, 3124/2011). Εξ άλλου, στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικος, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει…». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήριο της ουσίας συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος, απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει
ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημιώσεως (βλ. ΣτΕ 484/2018, 596/2017, 1408/2006, 2539/2008, 1970, 1974/2009, βλ. επίσης Α.Π. 1483/1990). Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξεως του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την
έκταση της ζημίας (ΣτΕ 484/2018, βλ. Α.Π. 867/2001, 793, 1045/2007). Έτσι, αν προκληθεί σε κάποιον ζημία, περιουσιακή ή μη, και έχει ανακύψει θέμα ευθύνης άλλου για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζημιώθηκε, από αμέλεια, μη καταβολή δηλαδή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές και ειδικότερα της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου εντός του επαγγελματικού και λοιπού κύκλου αυτού, παρέλειψε θετική πράξη, την οποία όφειλε από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως να επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει τη ζημία, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 418/2016, 530/2014, 1718/2012).
4. Επειδή, εξάλλου, η κατά τα άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από την παράνομη δραστηριότητα των δημοσίων οργάνων περιλαμβάνει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας (διαφυγόν κέρδος) του ζημιωθέντος, κατ’ άρθρο 298 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση της ειδικής αδικαιοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου (ΣτΕ 2800, 1410, 1479/2006, 3629/2001 κ.ά.). Ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Προκειμένου περί του διαφυγόντος κέρδους, το οποίο κατά κανόνα δεν είναι επιδεκτικό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, επιτρέπεται στον δικαστή να αρκεσθεί στην πιθανότητα, η οποία υφίσταται όταν συντρέχουν ικανοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της αλήθειας και δεν προκύπτει κάτι το αντίθετο (ΣτΕ 1410, 1479/2006, πρβλ. Α.Π. 1249/1994, 79/1966). Τέλος, τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει, κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., να εκτίθενται στην αγωγή. Απαιτείται δηλαδή η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΣτΕ 1479/2006, πρβλ. Α.Π. 20/1992 Ολομ., 83/2002.).
5. Επειδή, στο άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1. … 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο … 3. … 4. Η αποζημίωση ορίζεται πάντοτε από τα πολιτικά δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου…». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο προσδιορισμός της αποζημιώσεως του ιδιοκτήτη συνεπεία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου του κατά την διαδικασία που διαγράφεται από την οικεία νομοθεσία ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και, γενικώς, δεν ανήκουν στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων αξιώσεις που συνδέονται με την εκτίμηση της αξίας του
απαλλοτριούμενου ακινήτου και του βάσει αυτής της εκτιμήσεως καθορισμού της αποζημιώσεως.
Αντιθέτως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. αξιώσεις λόγω παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων της Διοικήσεως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως (Α.Ε.Δ. 13/1992, ΣτΕ. 1958/2006, 2733/2007, 1936/2009, 2413/2009, 1869/2011, 265/2013).
6. Επειδή, το ν.δ. 797/1971 «Περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» (ΦΕΚ Α΄ 1), το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κηρύξεως της επίδικης απαλλοτριώσεως (το
έτος 2000), ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «1. Διά την έκδοσιν αποφάσεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως απαιτούνται: α) Κτηματολογικόν διάγραμμα, εικονίζον την απαλλοτριωτέαν και τας περιλαμβανομένας επί μέρους ιδιοκτησίας, β) Κτηματολογικός πίναξ, εμφαίνων τους εικαζομένους ιδιοκτήτας των απαλλοτριουμένων ακινήτων, το εμβαδόν εκάστου τούτων, ως και πάντα τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των επ’ αυτών υφισταμένων κατασκευών. 2. … 3. …», στο δε επόμενο άρθρο 3 ότι «Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις ακινήτου συνεπάγεται αυτοδικαίως και την απαλλοτρίωσιν παντός επ’ αυτού υπάρχοντος κτίσματος, μονίμου κατασκευής, δένδρου ή φυτείας, ως και πάντων των κατά τα άρθρα 953 και επόμενα του Αστικού Κώδικος συστατικών του πράγματος, έστω και αν ταύτα δεν περιελήφθησαν ρητώς εις την περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως απόφασιν». Εξάλλου, κατά το άρθρο 953 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164), ως «συστατικό μέρος πράγματος» ορίζεται το πράγμα «που δεν μπορεί να αποχωρισθεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού τους», κατά δε το άρθρο 954 του ίδιου Κώδικα: «Συστατικά του ακινήτου με την έννοια του προηγούμενου άρθρου είναι και: 1. τα πράγματα που έχουν συνδεθεί στερεά με το έδαφος, ιδίως οικοδομήματα, 2. τα προϊόντα του ακινήτου, εφόσον συνέχονται με το έδαφος, 3. …».
8. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευομένων υπό το φως των συνταγματικών προβλέψεων για την προστασία της ιδιοκτησίας, συνάγεται ότι, για την συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως,
απαιτείται η προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, η οποία, πέραν της αξίας του ακινήτου, περιλαμβάνει και την αξία των κατ’ άρθρο 953 του ΑΚ συστατικών του, τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη τόσο του προϊσχύσαντος άρθρου 3 του ν.δ/τος 797/1971 όσο και του ήδη ισχύοντος άρθρου 4 του ν. 2882/2001, συναπαλλοτριώνονται αυτοδικαίως, έστω και αν δεν έχουν περιληφθεί ρητώς στην απόφαση με την οποία κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση (ΣτΕ 1634/2017, 265/2013, ΑΠ 300/2009, 1543/2003, 1112/1995 κ.ά.). Ως εκ τούτου, το κτηματολογικό διάγραμμα και ο κτηματολογικός πίνακας που συντάσσονται κατά την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως πρέπει να
ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να απεικονίζουν την αληθή κατάσταση του απαλλοτριούμενου ακινήτου. Επομένως, σε περίπτωση που τα αρμόδια διοικητικά όργανα που συνέταξαν τον κτηματολογικό πίνακα (ο οποίος πρέπει να προσάγεται ενώπιον του αρμοδίου για τον καθορισμό της αποζημίωσης πολιτικού δικαστηρίου) παραλείψουν να περιλάβουν σε αυτόν τα συστατικά ή επικείμενα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, εξαιτίας δε της παραλείψεως αυτής, δεν καθορισθεί από το αστικό δικαστήριο αποζημίωση για τα επίμαχα συστατικά ή επικείμενα, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως διατηρεί την ευχέρεια να ασκήσει ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου αγωγή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ζητώντας ως αποζημίωση το ισόποσο της αξίας των συστατικών αυτών (ΣτΕ 1634/ 2017, 265/2013, 1867-9/2011, 1912/2011, 2413/2009, 1936/2009, 2835/2002, 3139/2002, ΑΠ 1199/1983, 522/2000, 5/2002).
9. Επειδή, περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων άρθρο 16 παρ. 1 και 17 παρ. 3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων συνάγεται ότι η προσαγωγή στη δίκη καθορισμού της αποζημίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, πλην άλλων στοιχείων, του κτηματολογικού πίνακα είναι στοιχείο της προδικασίας, άνευ δε αυτού η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 αναφέρεται στην ολοκληρωτική παράλειψη προσαγωγής κτηματολογικού πίνακα. Επομένως, αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία έστω και αν στον πίνακα αυτό δεν περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ως προς τα συστατικά δε, που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα, το πολιτικό δικαστήριο έχει εξουσία να προσδιορίζει τιμή μονάδας αποζημίωσης εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Έχει δε το δικαστήριο αυτό την ευχέρεια κατ’ άρθρο 20 παρ. 6 και 7 του ίδιου νόμου, είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του πίνακα είτε να προχωρήσει στον καθορισμό τιμής και για τα παραλειφθέντα συστατικά, βάσει των προσκομιζόμενων ή τασσόμενων και διεξαγόμενων αποδείξεων (λ.χ. πραγματογνωμοσύνης). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συμπληρωθεί, αν υπάρχει ανάγκη, εκ των υστέρων, προκειμένου να υπολογισθεί η συνολικώς καταβλητέα, για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, αποζημίωση (Ολ.ΑΠ 5/2002 ΑΠ 641/2004, 300/2009, 1234/2013, 326/2014, 653/2014, 1021/2017). Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 26 του παραπάνω Κώδικα, η απόφαση για την αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης από απαλλοτρίωση, η οποία αποφαίνεται αμετάκλητα με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεση του δικαστηρίου, χωρίς να περιορίζεται στον κτηματολογικό πίνακα και στο αντίστοιχο κτηματολογικό διάγραμμα, αποτελεί δεδικασμένο, έναντι πάντων, για το ποιος είναι δικαιούχος για την είσπραξη της αποζημίωσης και, επιπροσθέτως, για το εμβαδόν των απαλλοτριωμένων ακινήτων και τον όγκο των επ’ αυτών κτισμάτων (ΑΠ Ολομ. 7/2013), τα οποία το πολιτικό δικαστήριο ερευνά ελεύθερα, χωρίς να περιορίζεται στο εμβαδόν και τον όγκο που
αναγράφονται στα στοιχεία της κτηματογράφησης (κτηματολογικό πίνακα και διάγραμμα), ενώ το Μονομελές Πρωτοδικείο κατέστη αρμόδιο να αποφασίσει επί των θεμάτων αυτών οριστικά και αμετάκλητα (ΑΠ 356/2017, 647/2014). Με βάση το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων της αποζημίωσης από απαλλοτρίωση και εκείνη από την απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στο οποίο, κατ’ άρθρ. 8 του ν. 2882/2001, ο υπόχρεος για την πληρωμή της αποζημίωσης έχει καταθέσει την αποζημίωση υπέρ του δικαιούχου (και τη δικαστική δαπάνη και την αμοιβή των πληρεξούσιων δικηγόρων, υπέρ του οικείου δικηγορικού συλλόγου), είναι υποχρεωμένο να αποδώσει σε εκείνον που αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης το ποσό της αποζημίωσης που προκύπτει απ’ αυτές (ΑΠ 356/2017, 647/2014).
13. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, όπως ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι α) με την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου της ενάγουσας συναπαλλοτριώθηκαν αυτοδικαίως και τα επικείμενα – συστατικάτου, ήτοι ένα υπόγειο κατάστημα (φανοποιείο – βαφείο αυτοκινήτων) με τα αναφερόμενα στην
αγωγή συστατικά του, β) για τα ανωτέρω επικείμενα – συστατικά, οφείλεται πλήρης αποζημίωση, γ) η ενάγουσα άσκησε παρέμβαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και στο Εφετείο Πειραιώς, προβάλλοντας αφενός δικαίωμα κυριότητας, αφετέρου την ύπαρξη επικείμενων και συστατικών επί του
ακινήτου, τα οποία δεν είχαν περιληφθεί στους οικείους κτηματολογικούς πίνακες και δ) τα δικαστήρια αυτά εξέδωσαν αντίστοιχα τις 3599/2001 και 1169/2002 αποφάσεις τους, η αποζημίωση δε προσδιορίστηκε όχι μόνο για τα αναγραφομένα στον κτηματολογικό πίνακα στοιχεία, αλλά και για τα επίδικα
επικείμενα – συστατικά. Παρά το γεγονός, όμως, ότι κατέστη δυνατός ο καθορισμός τιμής μονάδας (προσωρινής ή οριστικής) για τα παραπάνω επικείμενα – συστατικά και, ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 6524/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης και ως προς αυτά, η μη αναγραφή του στον οικείο κτηματολογικό πίνακα δεν επέτρεψε την καταβολή οποιουδήποτε ποσού αποζημίωσης για αυτά. Η εν λόγω στέρηση αποζημίωσης οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην παράνομη παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. να συμπεριλάβουν, κατά την κατάρτιση του οικείου κτηματολογικού πίνακα το έτος 2000, αλλά και κατά τη διόρθωσή του το έτος 2001, τα επικείμενα – συστατικά που ανήκουν στο απαλλοτριωθέν ακίνητο της ενάγουσας. Η τελευταία άσκησε παρέμβαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και στο Εφετείο Πειραιώς, ωστόσο παρέλειψε να ζητήσει τη διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της ιδιοκτησίας της, είτε κατά την προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία, είτε δικαστικώς,
ήτοι στο στάδιο της αναγνώρισής της ως δικαιούχου της αποζημίωσης της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας της υποβάλλοντας ειδικό αίτημα κατά την παρ. 8 του άρθρου 16 του Κώδικα Αναγκαστικών
Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ως εκ τούτου, ναι μεν, δεν διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανομίας και της ζημίας λόγω της παράλειψης της ενάγουσας να ζητήσει τη διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της ιδιοκτησίας της, τα όσα δε
αντίθετα υποστηρίζει το Ελληνικό Δημόσιο είναι αβάσιμα, πλην όμως συντέλεσε και η ίδια με την εν λόγω παράλειψη στη ζημία της. Ενόψει της φύσης του εν λόγω οικείου πταίσματος και των ειδικότερων συνθηκών της υπό κρίση περίπτωσης, ιδίως δε του γεγονότος ότι το Δημόσιο τελούσε σε γνώση της ύπαρξης των επικειμένων και συστατικών του χώρου του ισογείου που απαλλοτριώθηκε, αφού, κατά την επίταξη της επίμαχης ιδιοκτησίας με την απόφαση Δ12/0/37154/12.12.2000 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. στον σχετικό πίνακα εμφανιζόταν το εν λόγω υπόγειο φανοποιείο – βαφείο αυτοκινήτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό κατά το οποίο η ενάγουσα συνετέλεσε στην πρόσκληση της ζημίας της εξαιτίας της εν λόγω παράλειψής της ανέρχεται σε 20%. Τέλος, από το γεγονός ότι με την πιο πάνω 6524/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί αναγνώρισης της ενάγουσας ως δικαιούχου αποζημίωσης, δεν κατονομάζονται ρητά τα επικείμενα – συστατικά του επίδικου ακινήτου και δεν τροποποιείται το αντίστοιχο κτηματολογικό διάγραμμα, δεν δημιουργείται δεδικασμένο, που να δεσμεύει το δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., ως προς την ύπαρξη ή μη υποχρέωσης, για αποζημίωση κατά το 105 ΕισΝΑΚ, προκειμένου για τμήματα ακινήτων που δεν είχαν περιληφθεί στο κτηματολογικό διάγραμμα και τον πίνακα της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως (βλ. ΣτΕ 2733/2007, ΑΠ 965/1996) και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου είναι αβάσιμος.