Αριθμός απόφασης: 6395/2018
Γ.Α.Κ.: 13546/2011
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
Τμήμα 31o Τριμελές
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 11η Δεκεμβρίου 2017, με δικαστές: την Αρτεμησία Δαρατσιανού, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, την Τσαμπίκα Μαριά, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και τον Νεκτάριο Πίττα (εισηγητή), Πάρεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Ειρήνη Χατζηλία, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή-αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 10.5.2011,
του Ιωάννη Δρούγα του Δημητρίου, κατοίκου Η.Π.Α. (8660 Buccili Dr. Apt. 303 Orlando Fl. 32829), ο οποίος παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Χατζητζανή,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παρέστη με την από 6.12.2017 κατατεθείσα δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α, 97), της Δικαστικής Πληρεξούσιας Α΄ του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελευθερίας Χριστοπούλου.
Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παρέστη ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συζήτηση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
σκέφθηκε κατά το νόμο.
1.Επειδή με την κρινόμενη προσφυγή – αγωγή ο προσφεύγων – ενάγων, μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος Νεοκλή Δρούγα (σχ. το 436/9.6.2011 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου της Γραμματέως του Τμήματος Εκούσιας Δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου της Αθήνας), ο οποίος (Νεοκλής Δρούγας) ήταν, μαζί με τον προσφεύγοντα – ενάγοντα, μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Κωνσταντίνου Δρούγα (σχ. το 71/19.1.1996 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου της Γραμματέως του Τμήματος Εκούσιας Δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου της Αθήνας), κατά το κεφάλαιο που αποτελεί προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε αναλογικό παράβολο 263,60 ευρώ (βλ. τα με αριθμό 2940753, 2182267, 2182265, σειράς Α΄, ειδικά έντυπα παραβόλου, καθώς και το με αριθμό 5430/8.12.2017, σειράς Θ΄, διπλότυπο είσπραξης, τύπου Α, του Τμήματος Εσόδων της Δ.Ο.Υ. Νέας Ιωνίας Αττικής, σε συνδυασμό με το με αριθμό 53537/5.12.2017 ειδικό σημείωμα παραβόλου του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού), ζητεί την ακύρωση, αλλιώς, επικουρικά, την τροποποίηση, της με αριθμό 31064/23.3.2011 αρνητικής απάντησης του Τμηματάρχη του Τμήματος Δ-Ε της 45ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε η 31064/24.2.2011 αίτηση του προσφεύγοντος περί απόδοσης ποσών κρατήσεων, που αντιστοιχούσαν σε ποσά φόρου εισοδήματος, κράτησης για υγειονομική περίθαλψη, καθώς και σε ποσά τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. επί τελών χαρτοσήμου και τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, παρανόμως επιβλήθηκαν επί του ποσού των 31.448,00 ευρώ, που επιδικάστηκε, νομιμοτόκως από 15.11.2001 με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, υπέρ του ίδιου (προσφεύγοντος) και του Νεοκλή Δρούγα, ως κληρονόμων του Κωνσταντίνου Δρούγα (εν ζωή συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού), με την 3235/2009 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη χρονική περίοδο από 1.1.1987 έως 30.4.1991. Η ακύρωση ή τροποποίηση της εν λόγω αρνητικής απάντησης ζητείται προς το σκοπό να αποδοθεί στον προσφεύγοντα το ποσό των εν λόγω κρατήσεων, ύψους, κατά τους υπολογισμούς της προσφυγής, 13.179,29 ευρώ, άλλως, 8.330,07 ευρώ, άλλως, 13.117,76 ευρώ, άλλως, 12.829,29 ευρώ, άλλως, 7.980,07 ευρώ, άλλως, 12.767,76 ευρώ, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του δικογράφου, νομιμοτόκως με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, από 13.12.1994 (ημερομηνία άσκησης της αρχικής αγωγής του προαναφερθέντος συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων), άλλως από 22.11.2001 (ημερομηνία άσκησης της όμοιου περιεχομένου αγωγής αποζημίωσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω 3235/2009 απόφαση), άλλως από την 13.5.2011, ημερομηνία επίδοσης της υπό κρίση προσφυγής. Περαιτέρω, κατά το μέρος του υπό κρίση ένδικου βοηθήματος που αποτελεί αγωγή, ο ενάγων ζητεί, μετά την νομότυπη μετατροπή του σχετικού αιτήματος, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατόπιν σχετικής δήλωσης της πληρεξούσιάς του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (βλ. τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, της 11.12.2017), η οποία επαναλήφθηκε με το από 14.12.2017 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημά του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλλει, νομιμοτόκως με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, από 13.12.1994, άλλως από 22.11.2001, άλλως από την 13.5.2011, ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου (άρθρο 105 Εισ Ν.Α.Κ.) : α) το ποσό των 13.179,29 ευρώ, άλλως, 8.330,07 ευρώ, άλλως, 13.117,76 ευρώ, άλλως, 12.829,29 ευρώ, άλλως, 7.980,07 ευρώ, άλλως, 12.767,76 ευρώ, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του δικογράφου, που αντιστοιχεί στην υλική ζημία που, κατά τα προβαλλόμενα, υπέστη από την παράνομη επιβολή των προαναφερθεισών κρατήσεων και β) το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στον ίδιο (και στους προαναφερθέντες δικαιοπαρόχους του) από την επιβολή κρατήσεων στο επιδικασθέν χρηματικό ποσό αλλά και από τη μακρά διαδικαστική καθυστέρηση επίλυσης της διαφοράς. Η προσφυγή – αγωγή εξετάζεται ως προς τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων του παραδεκτού της άσκησής της.
2.Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί με την 28/2004 απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος : α) στο Ελεγκτικό Συνέδριο ανήκει (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄ του Συντάγματος), μεταξύ άλλων, και «η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων», υπό την έννοια, προδήλως, ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι αρμόδιο, ως δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας, για την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και τον κανονισμό της σύνταξης από το Δημόσιο των υπαλλήλων, οι οποίοι εξέρχονται από την υπηρεσία, καθώς και των προσώπων που έλκουν από αυτούς συνταξιοδοτικά δικαιώματα και β) στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ως δικαστήρια γενικής αρμοδιότητας (άρθρα 93 παρ. 1 και 94 παρ. 1 του Συντάγματος), ανήκει η εκδίκαση του συνόλου των διοικητικών διαφορών ουσίας (βλ. και Σ.τ.Ε. 3603/2009, 914/2009, 1004-5/2008). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 (εδ. α και β) του ν. 3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, προαγωγή των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στο βαθμό του συμβούλου Επικρατείας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α, 274) ορίζεται ότι: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει.», στο δε άρθρο 2 παρ. 1 εδ. δ του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: «1. Η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπόμενων στο άρθρο 3 μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές συμβούλιο: α)… δ) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού. …».
Λαμβάνοντας υπόψη : α) το περιεχόμενο του υπό κρίση ένδικου βοηθήματος όπως εκτέθηκε στην πρώτη σκέψη της παρούσας και β) ότι η μετέπειτα εκκαθάριση του επιδικασθέντος με την 3235/2009 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ποσού και η επιβολή των επίμαχων κρατήσεων επ’ αυτού αποτελεί ζήτημα επόμενο και, σε κάθε περίπτωση, διάφορο εκείνου που κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ώστε η τυχόν αμφισβήτησή της επιβολής των κρατήσεων αυτών δεν γεννάει ζήτημα συμμόρφωσης του Ελληνικού Δημοσίου με την απόφαση αυτή, ούτε, εξάλλου, δεδομένων και των λόγων που προβάλλονται, προϋποθέτει νέα κρίση επί της ύπαρξης και έκτασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του δικαιοπαρόχου του προσφεύγοντος – ενάγοντος (ζητήματα επί των οποίων, σε κάθε περίπτωση, αποφάνθηκε οριστικά το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο της ανωτέρω απόφασής του), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν γεννάται, από το υπό κρίση δικόγραφο, διαφορά εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά, αντιθέτως, ανακύπτει διοικητική διαφορά ουσίας για την οποία αρμόδια, κατά τα ανωτέρω, είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του καθ’ ου – εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται με το από 14.12.2017 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημά του, πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι.
3. Επειδή, εξάλλου, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το μεν μέρος που αυτό συνιστά προσφυγή ζητείται η ακύρωση πράξης που εκδόθηκε από όργανα του Ελληνικού Δημοσίου [και συγκεκριμένα της 31064/23.3.2011 αρνητικής απάντησης του Τμηματάρχη της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία απορρίπτεται αίτηση του προσφεύγοντος περί απόδοσης, μεταξύ πολλών, της έχουσας παρεπόμενο, προς τα επιβαλλόμενα τέλη χαρτοσήμου ειδικής κοινωνικής εισφοράς, χαρακτήρα, που διατίθεται, περαιτέρω, από το Ελληνικό Δημόσιο στον Ο.Γ.Α. (βλ. Σ.τ.Ε. 1561/2003, Δ.Εφ.Αθ. 1217/2012)], κατά το δε μέρος που συνιστά αγωγή ζητείται αποζημίωση ίση με το ποσό των κρατήσεων που επιβλήθηκαν με ενιαία πράξη του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τα άρθρα 65 παρ.1 και 72 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, νομιμοποιείται παθητικώς το Ελληνικό Δημόσιο, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα ομοίως με το αναφερθέν υπόμνημά του, πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμα.
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 71 παρ. 1 και 4 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου …, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. 2. … 3. … 4. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αγωγή είναι απαράδεκτη αν πρόκειται για αξίωση φορολογικού εν γένει περιεχομένου.».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται μεταξύ φορολογούσας αρχής και φορολογούμενου, συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών που αφορούν στην άρνηση απόδοσης τυχόν παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών τελών και φόρων, ο φορολογούμενος δεν διαθέτει τη δυνατότητα να ασκήσει το ένδικο βοήθημα της αγωγής, ζητώντας αποζημίωση από την υλική ζημία που τυχόν προήλθε από την ισχύ της εν λόγω άρνησης, καθόσον η αξίωση του είναι τότε αμιγώς φορολογικού περιεχομένου. Σε μια τέτοια περίπτωση ο φορολογούμενος δύναται να ασκήσει ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου αποκλειστικώς και μόνο το ένδικο βοήθημα της προσφυγής (βλ. Σ.τ.Ε. 1574-1573/2017, 2123/2015, 1703/2015, 3363/2013, 3340/2010). Με δεδομένα αυτά, το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση, δυνάμει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, αποζημίωσης λόγω υλικής ζημίας που υπέστη ο ενάγων από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς του, άρνηση απόδοσης επιβληθέντος φόρου εισοδήματος και τελών χαρτοσήμου επί επιδικασθέντος χρηματικού ποσού πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Κατά τα λοιπά, το υπό κρίση ένδικο βοήθημα ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσία του.
5. Επειδή, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, τα χρηματικά εν γένει ποσά, τα οποία προέρχονται, μεταξύ άλλων, από την συνταξιοδοτική σχέση και έχουν ως βάση τη σχέση αυτή αλλά καταβάλλονται σε συνταξιούχους αναδρομικά δυνάμει δικαστικών αποφάσεων, δεν χάνουν τον χαρακτήρα τους ως συντάξεων εκ του λόγου ότι κατά παράβαση νόμου δεν καταβλήθηκαν στους δικαιούχους κατά τον δέοντα χρόνο και, ως εκ τούτου, παρέστη ανάγκη έκδοσης σχετικής δικαστικής απόφασης, δυνάμει της οποίας επιδικάσθηκαν ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, αλλά υπόκεινται καταρχήν σε όλες τις νόμιμες κρατήσεις, όπως και τα κανονικώς καταβαλλόμενα ποσά, τις οποίες οφείλει η Διοίκηση να παρακρατήσει κατά την εκτέλεση της απόφασης (πρβλ. Α.Ε.Δ. 33/1999, πρβλ. Σ.τ.Ε. 296/2015, 1792/2007, βλ. Δ.Εφ.Αθ. 1976/2011 ad hoc, πρβλ. και Δ.Εφ. Αθ. 6033/2017, 2169/2017, 3547/2016). Στις κρατήσεις αυτές ανήκει ο φόρος εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών και η κράτηση για υγειονομική περίθαλψη (ποσοστό 1% επί των κάθε φύσης αποδοχών) κατά τις διατάξεις του β.δ. 665 της 6/18.10.1962 (Φ.Ε.Κ. Α, 167) (βλ. Σ.τ.Ε. 296/2015, 1792/2007).
6.Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 1968/1991 «Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης» (Φ.Ε.Κ Α, 150) παρασχέθηκε εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Οικονομικών να καθορίσουν, με κοινή απόφασή τους, το ύψος και τον τρόπο εξόφλησης των οφειλόμενων στους δικαστικούς λειτουργούς ποσών, λόγω της διαφοράς των αποδοχών τους με τις αποδοχές των διευθυντών γιατρών του Ε.Σ.Υ., είτε είχαν εγείρει αγωγές είτε όχι. Βάσει της εξουσιοδότησης αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 2019812/1209/0022/1992 «Καταβολή διαφοράς αποδοχών στους δικαστικούς λειτουργούς» (Φ.Ε.Κ. Β, 232) κοινή απόφαση των ανωτέρω υπουργών, σύμφωνα με την οποία: «1. Απαιτήσεις δικαστικών λειτουργών που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις, λόγω διαφοράς των αποδοχών τους με τις αποδοχές των διευθυντών – γιατρών του Ε.Σ.Υ. για το από 1.1.1987 μέχρι 30.11.1991 χρονικό διάστημα, εξοφλούνται κατά μισθολογικό βαθμό ως εξής: ….. 2. …. 3. ….. 4. ….. 5. Τα ποσά αυτά υπόκεινται στη φορολογία εισοδήματος και στις κρατήσεις των τακτικών αποδοχών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. … ».
7. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 45 (παρ. 1 εδ. α και παρ. 4 εδ. γ και δ) του κατά τον κρίσιμο χρόνο ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2238/1994 (Φ.Ε.Κ. Α, 151), ορίζεται ότι: «1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά από κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα η προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους…. 2. …. 3. …. 4. Δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: α) … γ) Η παροχή που καταβάλλεται εφάπαξ από τα ταμεία προνοίας και τους άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς στους ασφαλισμένους και τις οικογένειές τους, το εφάπαξ βοήθημα που παρέχεται σε δημόσιους υπαλλήλους και βοηθητικό προσωπικό λόγω εθελουσίας εξόδου από την υπηρεσία με παραίτηση, καθώς και τα εφάπαξ βοηθήματα, που χορηγούνται σύμφωνα με τους ν. 4153/1961 (Φ.Ε.Κ. 45 Α), α.ν. 513/1968 (Φ.Ε.Κ. 186 Α), ν. 103/1975 (Φ.Ε.Κ. 167 Α) και ν. 303/1976 (Φ.Ε.Κ. 94 Α). δ) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) από τις κάθε είδους καθαρές αποδοχές, πρόσθετες αμοιβές, αποζημιώσεις και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, σε μισθωτούς ή συνταξιούχους με βάση νόμο, δικαστική απόφαση. …» και στην παρ. 1 του άρθρου 46 [όπως αυτή ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά την αντικατάσταση του δεύτερου εδαφίου της από το άρθρο 4 παρ. 3β του ν. 3842/2010 (Φ.Ε.Κ. Α, 58/23.4.2010)] (ορίζεται) ότι: «Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα είσπραξής του. Ειδικά, προκειμένου για αποδοχές και συντάξεις, που καταβάλλονται σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους, με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής τους δύναται να θεωρείται ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους. Σε περίπτωση επιλογής φορολόγησης κατά το χρόνο είσπραξής τους εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 45. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 57 του ίδιου, ως άνω, Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζονται τα εξής: «1. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ο φόρος παρακρατείται από εκείνον που απασχολεί κατά σύστημα έμμισθο ή ημερομίσθιο προσωπικό είτε καταβάλλει συντάξεις, επιχορηγήσεις και κάθε άλλη παροχή. Η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή και ο φόρος υπολογίζεται ως εξής: α) … δ) (όπως το εδάφιο δ ισχύει μετά το ν. 2579/1998, Φ.Ε.Κ. Α, 31/17.2.1998) Στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 46, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό, ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά. ε)…».
8. Επειδή, άλλωστε, στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ίδιου ως άνω Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3842/2010, ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ` της παρ. 4 του άρθρου 45, φορολογούνται αυτοτελώς, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρεώσεως, τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους με βάση: α) το άρθρο 1 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920 (Φ.Ε.Κ. 158 Α`), β) το ν. 2112/1920 (Φ.Ε.Κ. 67 Α`), γ) το άρθρο 94 του ν.δ. 3026/1954 (Φ.Ε.Κ. 235 Α`). … Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ` της παραγράφου 4 του άρθρου 45, οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται αναλόγως και για κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει τον φορέα με τον δικαιούχο της αποζημίωσης. …».
9.Επειδή, κατά τις γενικές διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος (ν. 2238/1994) και κατά τις διατάξεις που αναφέρονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, η αποζημίωση, σκοπούσα στην ανόρθωση ορισμένης ζημίας, δηλαδή ως αντικρύζουσα και καλύπτουσα τη ζημία αυτή, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος μη αποτελούσα πράγματι εισόδημα. Τέτοια όμως αποζημίωση δεν αποτελούν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, τα χρηματικά εν γένει ποσά, τα οποία, προερχόμενα από την υπαλληλική ή συνταξιοδοτική σχέση και έχοντα ως βάση τη σχέση αυτή, καταβάλλονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους αναδρομικά δυνάμει δικαστικών αποφάσεων και τα οποία ειδικότερα όσον αφορά στη φορολόγησή τους αποτελούν, όπως και τα κανονικώς καταβαλλόμενα ποσά, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Τούτου έπεται ότι και τα ποσά αυτά υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, κατά τις ειδικές περί τούτων διατάξεις, όπως, άλλωστε, ως φορολογούμενο εισόδημα αντιμετωπίζονται από τις ως άνω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 45, 46 και 57 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, οι οποίες προσδιορίζουν και τον κρίσιμο χρόνο κτήσης του εισοδήματος αυτού (βλ. Δ.Εφ.Αθ. 1976/2011, πρβλ. Α.Ε.Δ. 33/1999, Σ.τ.Ε. 296/2015, 1393/2000, 331/2000). Όπως εξάλλου γίνεται δεκτό, η φορολόγηση αναδρομικών αποδοχών κατά το χρόνο που εισπράττονται θεσπίσθηκε μεν για την αποφυγή γραφειοκρατικών διατυπώσεων (υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων, νέες εκκαθαρίσεις και βεβαιώσεις φόρων) αλλά και για τη μη φορολόγηση των εισοδημάτων αυτών με παρωχημένες κλίμακες, προϋποθέτει όμως ότι οι εν λόγω αποδοχές υπόκεινταν σε φορολογία κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται γιατί αλλιώς θα υπήρχε δυσμενής διάκριση σε βάρος των μισθωτών και συνταξιούχων που εισπράττουν αναδρομικά τις αποδοχές τους σε σχέση με αυτούς που τις εισπράττουν κατά το χρόνο που απέκτησαν το δικαίωμα είσπραξής τους, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος (βλ. Σ.τ.Ε. 3150/1999 7μ, πρβλ Σ.τ.Ε. 4239/2011). Κατά το φορολογητέο δε μέρος τους αυτό (ήτοι το μέρος αυτό κατά το οποίο οι εν λόγω αποδοχές και συντάξεις υπόκεινταν σε φορολογία κατά τον χρόνο στον οποίο αυτές ανάγονται) έχει περαιτέρω εφαρμογή η διάταξη της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σύμφωνα με την οποία δεν φορολογείται ποσοστό 20% των αναδρομικά καταβαλλόμενων ποσών.
10.Επειδή, περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Φ.Ε.Κ. Α, 23), όπως ισχύει υπό την αρχική του μορφή, ορίσθηκε ότι: «Εκ της βουλευτικής αποζημιώσεως, μετά την αφαίρεσιν των κατά το άρθρο 1 κρατήσεων, το ήμισυ αυτής, θεωρούμενον ως εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών, υπόκειται εις φόρον αυτοτελώς επί τη βάσει της φορολογικής κλίμακος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος’’ του ετέρου ημίσεος θεωρουμένου ως καλύπτοντος τας δαπάνας παραστάσεως, κινήσεως και επικοινωνίας του Βουλευτού. …».
11.Επειδή, εξάλλου, όπως κρίθηκε με την απόφαση 3670/1994 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι δικαστικοί λειτουργοί, βάσει των διατάξεων των άρθρων 26, 87 παρ.1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος, δικαιούνται αποδοχών όχι κατώτερων των αποδοχών των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών. Επομένως, χορήγηση στα τελευταία αυτά όργανα αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στους δικαστές παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Ως αποδοχές νοούνται οι χορηγούμενες με οποιοδήποτε τρόπο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η θέσπιση ιδιαίτερης φορολογικής μεταχείρισής τους. Δεδομένων αυτών καθώς και της εξίσωσης, με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής [διατηρηθείσα σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε´ Αναθεωρητικής Βουλής, το οποίο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 111 του Συντάγματος, εξακολουθεί να ισχύει εωσότου τροποποιηθεί ή καταργηθεί με νόμο], της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος, με την οποία αυξήθηκε το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης με την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος του μισού ποσού της, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών των δικαστών προς διαφύλαξη των συνταγματικών αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοτιμίας και ισοδυναμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. Περαιτέρω, ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, που επιβάλλει την εφαρμογή των αναφερόμενων στην φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης των βουλευτών διατάξεων του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής και στις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, συντρέχει για την εφαρμογή των ίδιων διατάξεων και στις συντάξεις των αποχωρησάντων από την υπηρεσία δικαστών. Τούτο δε διότι αποτελεί ουσιώδη, αναγκαία και αυτονόητη εγγύηση για την εξασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού να γνωρίζει, κατά το χρόνο που είναι εν ενεργεία και ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του, ότι, και μετά την έξοδό του από την υπηρεσία (που είναι ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί και για την διαφύλαξη της προσωπικής και λειτουργικής δικαστικής του ανεξαρτησίας), θα εξακολουθήσει να έχει την αυτή ως προς τις αποδοχές του μεταχείριση και πάντως όχι δυσμενέστερη από τους εν ενεργεία συναδέλφους του (βλ. και Σ.τ.Ε. 4305/2005, 3541/2003 Ολομ).
12.Επειδή, ακολούθως, με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 2459/1997 «Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α, 17), η οποία ίσχυσε για εισοδήματα αποκτώμενα από 1.1.1997, σύμφωνα με το άρθρο 40 περ. β’ του ν. 2459/1997, αντικαταστάθηκε το ανωτέρω άρθρο 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων ως εξής: «1. Το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση από τη βουλευτική αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος οικογενειακών βαρών του άρθρου 11 του ν. 1505/1984, των ποσών των κρατήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, όπως διαμορφώνεται κάθε φορά με νόμους, καθώς και της κράτησης για ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο σύνταξης, που βαρύνουν αυτό το εισόδημα, θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και φορολογείται αυτοτελώς με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης για το εισόδημα αυτό. … 2. Το ποσό του φόρου εισοδήματος, που παρακρατείται από το τμήμα της βουλευτικής αποζημίωσης που υπόκειται σε αυτοτελή φορολογία, υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τον προσδιορισμό του φόρου που παρακρατείται από το εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών. Η παρακράτηση του φόρου ενεργείται κατά την καταβολή της βουλευτικής αποζημίωσης στους δικαιούχους. 3. … ».
13.Επειδή, από 1.1.1997, οπότε άρχισαν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, καταργήθηκε η φορολογική απαλλαγή του μισού του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης και προβλέφθηκε η αυτοτελής φορολόγησή της σε σχέση με άλλα εισοδήματα που αποκτά ο βουλευτής, η κατάργηση δε αυτή συνεπάγεται και την κατάργηση της φορολογικής απαλλαγής του μισού ποσού των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών (εν ενεργεία και συνταξιούχων) που προέρχονται από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματός τους και αποκτώνται από 1.1.1997 και την αυτοτελή, έκτοτε, φορολόγησή τους. Όμως, όπως κρίθηκε με την 168/2008 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος, η κατάργηση της εν λόγω φορολογικής απαλλαγής δεν καταλαμβάνει και τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών (εν ενεργεία και συνταξιούχων) που καταβάλλονται αναδρομικά, αναγόμενες σε χρόνο πριν την 1.1.1997, μεταξύ δε αυτών συγκαταλέγονται και οι αποδοχές που οι δικαστικοί λειτουργοί (εν ενεργεία και συνταξιούχοι) δικαιούνται δυνάμει των διατάξεων της ανωτέρω, με αριθμό 2019812/1209/0022/1992 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών εφόσον, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στην έκτη σκέψη, οι αποδοχές αυτές ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 1.1.1987 έως 30.11.1991.
14.Επειδή, άλλωστε, με το άρθρο 24 παρ.1 περ. γ΄ του ως άνω Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως η περίπτωση αυτή γ΄ αντικαταστάθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000 (Φ.Ε.Κ. Α, 285) ορίζεται ότι: «1. Εισόδημα από κινητές αξίες είναι αυτό που αποκτάται κάθε οικονομικό έτος από κάθε δικαιούχο κινητών αξιών, το οποίο προκύπτει: α)… β)… γ) … Ομοίως, το εισόδημα από τόκους που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, … δ)… ». Εξάλλου, στο άρθρο 54 παρ. 5 και 6 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. … 5. (όπως η παράγραφος αυτή αναριθμήθηκε από 4 σε 5 με την παρ. 3 του άρθρου 16α του ν. 2459/1997) Στα λοιπά εισοδήματα των άρθρων 24 και 25 ενεργείται παρακράτηση έναντι του φόρου που αναλογεί, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), … 6. (όπως η παράγραφος αυτή αναριθμήθηκε από 4 σε 5 με την παρ. 3 του άρθρου 16α του ν. 2459/1997). Η παρακράτηση φόρου ενεργείται: α)… β)… ε) Για τόκους από την καταβολή τους …».
15.Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι τυχόν επιδικαζόμενοι με δικαστική απόφαση τόκοι υπερημερίας φορολογούνται ιδιαιτέρως δυνάμει της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 1 περ. γ΄ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, από δε την ανωτέρω διατύπωση της σχετικής διάταξης και από την απουσία οποιασδήποτε διάκρισης στο κείμενο της συνάγεται ότι ο νομοθέτης επιδίωξε την φορολόγηση, ως ιδιαίτερης πηγής εισοδήματος, κάθε ποσού τόκων που επιδικάζεται με δικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως της αιτίας γέννησης της κύριας απαίτησης και του εάν η απαίτηση αυτή καθαυτή συνιστά εισόδημα φορολογητέο κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2238/1994 (βλ. Σ.τ.Ε. 3485/2000, πρβλ. Α.Π. 565/1997). Ειδικώς δε, οι τόκοι υπερημερίας που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση επί αγωγής αποτελούν, κατά την ρητή πρόβλεψη του άρθρου 24 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 2238/1994, εισόδημα από κινητές αξίες.
16.Επειδή, εξάλλου, στον Κώδικα Νόμων περί Τελών Χαρτοσήμου (Κ.Ν.Τ.Χ., π.δ. της 28.7.1931, ΦΕΚ Α, 239) ορίζεται, στο άρθρο 12, όπως αντικαταστάθηκε με το πρώτο άρθρο του β.δ. της 6/7 Ιουνίου 1951, ότι: 1. Επί των συμβολαίων και των εγγράφων, των κατονομαζομένων εν τω επομένω άρθρω 13, το τέλος ορίζεται εις 3% της εν αυτοίς διαλαμβανόμενης αξίας … », στο άρθρο 13, ότι: «Εις το κατά την παρ.1 του προηγούμενου άρθρου 12 τέλος υπόκεινται 1)… 4) (όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 2246/1952) Πάσαι εις τα δημόσια, δημοτικά ή κοινοτικά ταμεία ή τα ταμεία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή εις πάντας εν γένει τους κατ` εντολήν και δια λογαριασμόν αυτών ενεργούντας χρηματικάς δοσοληψίας διδόμεναι εξοφλητικαί αποδείξεις, εκτός αν δια το εξοφλούμενον ποσόν προκατεβλήθη το κατά το άρθρ. 12 αναλογικόν τέλος, οπότε αι αποδείξεις αύται υπόκεινται εις το πάγιον τέλος του εδ. β` της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζονται επί των περιπτώσεων, περί ων άλλως ορίζεται εν τω παρόντι» και, τέλος, στο άρθρο 15 ότι: 1)… 18.Α) Εις τέλος χαρτοσήμου, εν επί τοις εκατόν (1%) ανεξαρτήτως ποσού υπόκεινται: α)… β)… γ) αι εξοφλήσεις συντάξεων, μερισμάτων, και άλλων ασφαλιστικών παροχών ή βοηθημάτων καταβαλλομένων προς ησφαλισμένους (πλην των Δημοσίων Υπαλλήλων) υπό των οικείων Ταμείων ή Οργανισμών Συντάξεων, Πρόνοιας ή Ασφαλίσεως. δ)…». Άλλωστε με το άρθρο 2 του ν. 2990/2002 «Κύρωση της από 21 Δεκεμβρίου 2001 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “Αρμοδιότητα των δικαστηρίων σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, φορολογικές και τελωνειακές ρυθμίσεις”» (Φ.Ε.Κ. Α, 30) ορίσθηκε ότι από 1.1.2002 (βλ. άρθρο 3 του εν λόγω νόμου) : «1.Καταργούνται τα τέλη χαρτοσήμου που επιβάλλονται στις κατωτέρω περιπτώσεις: α) … β) … γ) στις εξοφλήσεις κάθε είδους συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών ή βοηθημάτων που καταβάλλονται στους δικαιούχους από τον οικείο φορέα ή ασφαλιστικό οργανισμό, δ)…».
17.Επειδή, επιπλέον, με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. Γ εδ. α΄ του ν. 4169/1961 «Περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Φ.Ε.Κ. Α, 81), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 του ν. 4435/1964 (Φ.Ε.Κ. Α, 127), προβλέφθηκε η επιβολή ειδικής κοινωνικής εισφοράς υπέρ του Ο.Γ.Α. σε ποσοστό 20% επί των κατά τις διατάξεις του Κ.Ν.Τ.Χ. και λοιπών νόμων και διαταγμάτων προβλεπόμενων πάσης φύσεως αναλογικών και πάγιων τελών χαρτοσήμου, ως προς τα οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα (βλ. τρίτη σκέψη), η οποία εισπράττεται με το διπλότυπο είσπραξης του χαρτοσήμου, αναγράφεται δε ως πρόσθετο ποσοστό υπέρ Ο.Γ.Α., όπου τελικώς αποδίδεται.
18. Επειδή, άλλωστε, στο άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984 «Μεταρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α, 127), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (Φ.Ε.Κ. Α, 24), ακολούθως, η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 28 του ν. 2386/1996 (Φ.Ε.Κ. Α, 43), το εν λόγω δε άρθρο συμπληρώθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 68 παρ. 1 του ν. 3842/2010 (Φ.Ε.Κ. Α, 58/23.4.2010), ορίζεται ότι : «Κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή δασμός, κύριος ή πρόσθετος, ή πρόστιμο, που έχει καταβληθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει, για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της υποβολής της δήλωσης του φορολογούμενου. …».
19. Επειδή, με την 2190/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κ.λπ., που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά τα κριθέντα με οριστική δικαστική απόφαση, η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επόμενου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της δικαστικής απόφασης, έχουν ως συνέπεια τη μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από την διαγνωσθείσα ως εξαρχής αχρεώστητη καταβολή του φόρου. Τούτο δε διότι η υποχρέωση καταβολής τόκων, που εξ ορισμού έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιορίζεται στο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επόμενου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή, που αφήνει ακάλυπτο μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που βρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι, κυρίως, ο χρόνος συζήτησης της υπόθεσης και της δημοσίευσης και κοινοποίησης της απόφασης, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Φ.Ε.Κ. Α, 256), περί προστασίας της ιδιοκτησίας και, κατ’ ακολουθίαν, ανίσχυρη. Περαιτέρω, με την αυτή απόφαση (2190/2014) κρίθηκε ότι οι ίδιες διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν κατά τα προαναφερόμενα, κατά το μέρος που προβλέπουν, επί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δασμών και συναφών προστίμων, την καταβολή τόκων με το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1, 4 παρ. 5, 78 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τούτο, διότι το εν προκειμένω επιλεγέν από το νομοθέτη κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους του επιτοκίου, που είναι εφαρμοστέο για την έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, είναι πρόσφορο, συναφές με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν εισάγει άνιση ρύθμιση. Πράγματι, το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου είναι εκείνο, με το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, το Δημόσιο δανείζεται για να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς τα πρόσωπα, προς τα οποία έχει χρηματικές οφειλές, όπως είναι οι αχρεωστήτως καταβαλόντες σ’ αυτό φόρους. Ευλόγως, επομένως, σε συμφωνία δε με τους κανόνες των συναλλαγών και της κοινής πείρας, εξοφλεί και αυτό τους δανειστές του με το ίδιο επιτόκιο, με το οποίο κατά βάση δανείστηκε τα χρήματα που επιστρέφει. Άλλωστε, στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλών, δηλαδή την πληρωμή ή επιστροφή φόρων, εφαρμόζεται πλέον, δυνάμει της επίμαχης διάταξης, η έντοκη καταβολή τόσο για το Δημόσιο όσο και για τους ιδιώτες. Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι σε άλλες, διαφορετικές, κατηγορίες οφειλών του Δημοσίου εφαρμόζεται διαφορετικό επιτόκιο, διότι δεν απαγορεύεται, αλλ’, αντιθέτως, υπαγορεύεται από την αρχή της ισότητας η διαφορετική μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών οφειλών. Άλλωστε και στις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών προβλέπονται διαφορετικά, κατά περίπτωση, επιτόκια (συμβατικό, νόμιμο), χωρίς αυτό να προσκρούει σε συνταγματικό κανόνα ή αρχή. Εξάλλου, η κρίση του ζητήματος αν διάταξη νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα διαμορφώνεται εν όψει και των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της, είναι όμως γενική και αφηρημένη με την έννοια ότι δεν διαφοροποιείται κατά περίπτωση, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι η κατ’ αρχήν συμπορευόμενη με το Σύνταγμα νομοθετική αυτή διάταξη τρέπεται σε, κατά περίπτωση, αντισυνταγματική όταν, συγκυριακώς, το επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου διαμορφώνεται σε ύψος κατώτερο από το γενικώς ισχύον, κατά τον Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, επιτόκιο 6% για τις οφειλές του Δημοσίου, δεδομένου, άλλωστε, ότι, στην περίπτωση αυτή, θα εισαγόταν ανισότητα μεταξύ προσώπων της αυτής κατηγορίας, δηλαδή των αχρεωστήτως καταβαλόντων στο Δημόσιο φόρους, ανάλογα με τον χρόνο της εξόφλησης, το δε κριτήριο καθορισμού του επιτοκίου θα ήταν τυχαίο και όχι σταθερό. Εξάλλου, όπως ήδη εκτέθηκε, δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα η αυτή μεταχείριση, από πλευράς επιτοκίου, διαφορετικών κατηγοριών οφειλών, ενώ θα παρατηρείτο και ανισορροπία στη θέση του Δημοσίου ως οφειλέτη και δανειστή, αφού θα ήταν υποχρεωμένο να εξοφλεί τις υποχρεώσεις του με επιτόκιο διαφορετικό από εκείνο με το οποίο δανείζεται. Κρίθηκε, συνεπώς, με την αυτή απόφαση (2190/2014) ότι για αξιώσεις του φορολογούμενου προς επιδίκαση τόκων κατά την επιστροφή φόρων κ.λπ. αχρεωστήτως καταβληθέντων ισχύουν οι ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν κατά τα προαναφερόμενα και του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, για το ζήτημα αυτό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 340 έως 346 και 910-911 του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, ως προς το ύψος του επιτοκίου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκε κατά τα παραπάνω, ο δε χρόνος έναρξης της τοκοφορίας, εν όψει της αντισυνταγματικότητας κατά το μέρος αυτό των εν λόγω διατάξεων, ρυθμίζεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944, η οποία έχει εφαρμογή και σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημοσίου δικαίου, όπως η φορολογική, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις. Εξάλλου, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή φόρου κ.λπ. που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως (βλ. αντί πολλών Σ.τ.Ε. 678/2017).
20. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Φ.Ε.Κ. Α, 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…» και στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984) ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης …». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται, μεταξύ άλλων, παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας (βλ. Σ.τ.Ε. 1634/2017, 2437/2016, 1943/2013 7μ.). Παρανομία δε, συντρέχει όταν με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου παραβιάστηκε συγκεκριμένη διάταξη νόμου που προστατεύει ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (βλ. Σ.τ.Ε. 3587/1997). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 1501/2014Ολομ., 2168/2016 7μ.,1330/2016), εφόσον το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5) δεν ανέχεται να παραμένουν δίχως αποζημίωση ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή και σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των δικαστικών οργάνων, η οποία, όμως, μπορεί να αποδοθεί, μόνον σε πρόδηλο σφάλμα αυτών, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης περίπτωσης βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (πρβλ. και Δ.Ε.Κ. C- 224/01 30.9.2003 Kοbler κατά Αυστρίας, C 173/2003 Traghetti del Mediterraneo). Τέλος, σε περίπτωση συνδρομής του συνόλου των προϋποθέσεων εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 105, τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν να επιδικάσουν σε βάρος του Δημοσίου χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (βλ. Σ.τ.Ε. 451/2013 7μ, 2736/2007, 521/2006). Η ύπαρξη ηθικής βλάβης διαπιστώνεται βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής και καθορίζεται, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, βάσει των υπόψη του τιθέμενων πραγματικών περιστατικών, όπως ο βαθμός πταίσματος, το είδος, η έκταση και οι συνέπειες της προσβολής, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η περιουσιακή, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του παθόντος (βλ. Σ.τ.Ε. 3256/2006, 2840/2005).
21.Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Κωνσταντίνος Δρούγας, ήδη αποβιώσας από 26.6.1995, εν ζωή δικαστικός λειτουργός (Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων) και μετέπειτα συνταξιούχος, έλαβε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, την 30.6.1986. Ακολούθως, με την 1213/1994 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανακαθορίσθηκε (αυξήθηκε) η μηνιαία σύνταξή του αναδρομικά τρία (3) έτη από την πρώτη του μήνα έκδοσης της απόφασης αυτής, με βάση το σύνολο των αποδοχών των Διευθυντών ιατρών του Ε.Σ.Υ., τις οποίες δικαιώθηκαν οι ομοιόβαθμοί του εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 1968/1991 και την 2019812/1209/022/1992 κοινή υπουργική απόφαση. Στη συνέχεια, ο ως άνω συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός άσκησε αρχικά την από 12.12.1994 ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αγωγή του, με την οποία ζήτησε να του καταβληθεί, για το πέραν της τριετίας από την έκδοση της ως άνω απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα από 1.1.1987 έως 30.4.1991, ως αποζημίωση, κατ΄ άρθρον 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., η διαφορά της σύνταξης μεταξύ εκείνης που είχε λάβει με την απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και εκείνης που καθόρισε το Ελεγκτικό Συνέδριο. Κατόπιν δε της τελεσίδικης απόρριψης της ως άνω αγωγής, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, δυνάμει της 5544/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθήνας, οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι ο αδερφός του, Νεοκλής Δρούγας και ο ήδη προσφεύγων – ενάγων, υιός του επίσης αποβιώσαντος κατά τον χρόνο εκείνο αδερφού του, Δημήτριου Δρούγα, άσκησαν την όμοιου περιεχομένου, από 15.11.2001 αγωγή τους, ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αρχικά η απορριπτική, με αριθμό 828/2004 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία εν συνεχεία αναιρέθηκε δυνάμει της 342/2007 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατόπιν τούτου, η προαναφερθείσα αγωγή των κληρονόμων του Κωνσταντίνου Δρούγα συζητήθηκε εκ νέου ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο, αρχικά εξέδωσε την 2171/2008 προδικαστική απόφαση, διατάσσοντας συμπλήρωση των αποδείξεων και εν τέλει την 3235/2009 απόφαση, με την οποία έκρινε ότι οι ανωτέρω κληρονόμοι του Κωνσταντίνου Δρούγα δικαιούνται κατ’ ισομοιρία αποζημίωσης ύψους 31.448 ευρώ, ποσού δηλαδή ίσου με το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών διαφορών συντάξεων που δεν καταβλήθηκαν στον δικαιοπάροχό τους κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, το δε ποσό αυτό διατάχθηκε, με την ίδια ως άνω απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να τους καταβληθεί νομιμοτόκως από την επίδοση της από 15.11.2001 αγωγής τους, υπολογιζόμενου του τόκου με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης, μετά από την υποβολή των 54867/30.4.2010 και 80790/17.6.2010 αιτήσεων του ήδη προσφεύγοντος – ενάγοντος με τις οποίες γνωστοποιήθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ο θάνατος, στις 14.7.2009, του έτερου δικαιούχου του επιδικασθέντος κατ’ ισομοιρία χρηματικού ποσού Νεοκλή Δρούγα (σχετ. η με αριθμό 140-Ω/16.7.2009 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξίαρχου του Δήμου Παπάγου), προς καταβολή του επιδικασθέντος ποσού εκδόθηκε η με αριθμ. 29754/6ος.2010 πράξη της Διευθύντριας της 45ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους στην οποία γίνεται ανάλυση του πληρωτέου ποσού καθώς και των κρατήσεων που αναλογούν σε αυτό. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω πράξη, το ποσό των τόκων υπερημερίας, που κατά τα ήδη εκτεθέντα επιδικάσθηκαν με την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπολογίσθηκε σε 29.167,26 ευρώ (ακαθάριστο ποσό), με αποτέλεσμα το συνολικό επιδικασθέν ποσό να ανέρχεται σε (31.448+ 29167,26=) 60.615,26 ευρώ (ομοίως ακαθάριστο ποσό), περαιτέρω δε και κατόπιν της σχετικής εκκαθάρισης παρακρατήθηκε από το μεν επιδικασθέν ποσό αποζημίωσης, φόρος εισοδήματος σε ποσοστό 20% (συνολικού ύψους 6.235,54 ευρώ) και κράτηση περίθαλψης σε ποσοστό 1% (συνολικού ύψους 270,28 ευρώ), από το δε επιδικασθέν ποσό τόκων φόρος εισοδήματος σε ποσοστό 20% (συνολικού ύψους 5.623,25 ευρώ) καθώς και τέλη χαρτοσήμου σε ποσοστό 3% και αντίστοιχη εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. σε ποσοστό 20% επί των τελών χαρτοσήμου (συνολικού ύψους 875,02 ευρώ και 175 ευρώ αντίστοιχα). Κατόπιν της ως άνω εκκαθάρισης, με την ίδια ανωτέρω πράξη της Διευθύντριας της 45ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους διαβιβάστηκε η υπόθεση στην αρμόδια Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να ενεργήσει για την έκδοση χρηματικού εντάλματος με συνολικό πληρωτέο ποσό (24.942,17 + 22.493,79=) 47.435,96 ευρώ. Ακολούθως, ο προσφεύγων – ενάγων, μοναδικός δικαιούχος του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού κατά τα προαναφερόμενα (βλ. και πρώτη σκέψη της παρούσας), με την 31064/24.2.2011 αίτησή του ζήτησε, μεταξύ άλλων, την απόδοση των παρακρατηθέντων ποσών, με την έκδοση νέου χρηματικού εντάλματος πληρωμής (συμπληρωματικού του ήδη, κατά τον χρόνο της αίτησης, εκδοθέντος), διότι, κατά τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στη σχετική αίτηση, τα ποσά που του καταβλήθηκαν με την ως άνω δικαστική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχουν το χαρακτήρα αποζημίωσης του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., δηλαδή χαρακτήρα αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς των συνταξιοδοτικών οργάνων και δεν υπόκεινται σε κρατήσεις. Το αίτημά του απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη κατά το οικείο κεφάλαιό της με αριθμ. 31064/23.3.2011 αρνητική απάντηση του Τμηματάρχη του Τμήματος Δ-Ε της 45ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
22.Επειδή, ήδη με την προσφυγή – αγωγή, όπως αναπτύσσεται με τα από 14.12.2017 και 19.12.2017 νομοτύπως κατατεθέντα υπομνήματά του, ο προσφεύγων – ενάγων ζητεί, κατά μεν το κεφάλαιο της προσφυγής, τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη, για τους λόγους που προβάλλονται ευθύς κατωτέρω, κατά δε το (παραδεκτώς ασκούμενο σύμφωνα με τα ρηθέντα) μέρος της αγωγής του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλλει το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στον ίδιο και στους δικαιοπαρόχους του από την επιβολή των παράνομων, κατ’ αυτόν, κρατήσεων στην επιδικασθείσα αποζημίωση, καθώς και από τη μακρά διαδικαστική καθυστέρηση επίλυσης της διαφοράς, κατά παράβαση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α που εγγυάται την εύλογη διάρκεια μιας δίκης. Εξάλλου, το καθ’ ου – εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με την από 25.11.2011 κατατεθείσα έκθεση απόψεών του και το από 14.12.2017 υπόμνημά του, ζητεί, περαιτέρω, την απόρριψη του υπό κρίση ένδικου βοηθήματος ως αβάσιμου.
23.Επειδή, ειδικότερα, κατά το κεφάλαιο της προσφυγής, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η επιβολή κρατήσεων στο σύνολο του επιδικασθέντος ποσού δεδομένου του χαρακτήρα του ποσού αυτού ως αποζημίωσης, έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η εν λόγω αποζημίωση μη πλήρης, κατά παράβαση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της νομιμότητας, καθώς και των υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Ο εν λόγω ισχυρισμός : α) κατά μεν το μέρος που αφορά στην επιβολή των κρατήσεων σε καθεαυτό το ποσό αποζημίωσης (ήτοι το ποσό των 31.448 ευρώ) πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι το εν λόγω ποσό, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, ανεξαρτήτως του ότι επιδικάστηκε ως αποζημίωση, λόγω παράνομης παράλειψης των συνταξιοδοτικών οργάνων να αναπροσαρμόσουν τη σύνταξή του δικαιοπαρόχου του προσφεύγοντος Κωνσταντίνου Δρούγα, αντιστοιχεί στις συντάξεις στις οποίες, αν είχε αναπροσαρμοσθεί η σύνταξή του, θα δικαιούταν ο ανωτέρω συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός και θα εισέπραττε πλέον των όσων εισέπραξε, συνεπώς, νομίμως κατ’ αρχάς επιβλήθηκαν σε αυτό κρατήσεις για φόρο εισοδήματος και υγειονομική περίθαλψη (ποσοστό 1%) και β) κατά δε το μέρος που αφορά στις κρατήσεις στο ποσό των 29.167,26 ευρώ είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς το ποσό αυτό αντιστοιχεί στους τόκους υπερημερίας (και όχι σε αποζημίωση) που επιδικάσθηκαν δυνάμει της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 14 και 15 της παρούσας, αποτελούν εισόδημα από κινητές αξίες υποκείμενο σε φόρο, υπολογιζόμενο με συντελεστή 20%.
24.Επειδή, εξάλλου, με την προσφυγή προβάλλεται ότι και υπό την εκδοχή ότι το ποσό που επιδικάσθηκε με την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκειται σε φορολόγηση εισοδήματος, τότε πρέπει να φορολογηθεί αυτοτελώς, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν.2238/1994 και ο καταβλητέος φόρος να υπολογισθεί σύμφωνα με την οριζόμενη με τη διάταξη αυτή κλίμακα. Ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ομοίως ως νόμω αβάσιμος, επειδή η εν λόγω διάταξη, όπως προκύπτει από το γράμμα αυτής, αφορά στην φορολόγηση ποσών αποζημίωσης που καταβάλλονται στους δικαιούχους λόγω διακοπής της εργασιακής σχέσης και δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αναδρομικών ποσών συντάξεων, όπως εν προκειμένω.
25.Επειδή, περαιτέρω, με την προσφυγή, όσον αφορά στην επιβολή τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α., προβάλλεται ότι η επιβολή των σχετικών κρατήσεων, είναι παράνομη, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 του α.ν. 1819/1951 «Περί τρόπου διεξαγωγής των πάσης φύσεως συναλλαγών του Δημοσίου» (Φ.Ε.Κ Α, 149), σύμφωνα με την οποία οι επιταγές και εντολές μεταφοράς σε τραπεζικό λογαριασμό προς πληρωμή των οφειλών του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου. Επικουρικώς, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι είναι πλημμελής η, ως άνω, επιβολή τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. σε ποσό αποζημίωσης που αντιστοιχεί σε ποσό συντάξεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2990/2002, σε κάθε δε περίπτωση, η επιβάρυνση πρέπει να ανέρχεται σε 1% δοθείσης της διάταξης της περίπτωσης γ’ της παρ.18.Α του άρθρου 15 του Κώδικα Νόμων περί Τελών Χαρτοσήμου (σκέψη 16). Ο ισχυρισμός αυτός, κατά μεν το μέρος του που γίνεται επίκληση της διάταξης του άρθρου 6 του ν. 1819/1951, πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς, εν προκειμένω, δεν έλαβε χώρα εντολή μεταφοράς σε τραπεζικό λογαριασμό (περίπτωση στην οποία έχει εφαρμογή η ανωτέρω διάταξη που επικαλείται ο προσφεύγων) αλλά εκδόθηκε χρηματικό ένταλμα πληρωμής, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στο ιστορικό της παρούσας και συνομολογεί, εξάλλου, ο ίδιος, ο προσφεύγων στην 31064/24.2.2011 αίτησή του. Περαιτέρω, τα όσα ισχυρίζεται ο τελευταίος σχετικά με την επιβολή τελών χαρτοσήμου επί εξοφλήσεων που αφορούν σε ποσά συντάξεων και αποζημιώσεων πρέπει να απορριφθούν, ομοίως, ως ερειδόμενα σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα τέλη χαρτοσήμου και η εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. επιβλήθηκαν μόνο επί του ανωτέρω επιδικασθέντος ποσού τόκων υπερημερίας, όχι δε και επί του ποσού αποζημίωσης που αντιστοιχούσε στα ποσά συντάξεων που δεν καταβλήθηκαν στον δικαιοπάροχό του.
26. Επειδή, με την προσφυγή, τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η επιβολή φόρου εισοδήματος στο σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, που αφορά σε ποσά συντάξεων δικαστικού λειτουργού που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 1.1987 έως 30.4.1991, κατά το χρόνο είσπραξης του, είναι πλημμελής, καθόσον αφενός μεν δεν ελήφθη υπόψη η κατά τον ανωτέρω χρόνο απαλλαγή του μισού ποσού των εν λόγω αποδοχών από τη φορολόγηση, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Ζ’ Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, πριν την τροποποίησή της με το ν. 2459/1997, αφετέρου δε το υπόλοιπο ποσό πρέπει να φορολογηθεί κατόπιν αφαίρεσης του 20% αυτού, σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
27.Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και τις διατάξεις που παρατέθηκαν, όπως ερμηνεύτηκαν, κατά μεν το κεφάλαιο της προσφυγής του κρινόμενου ένδικου βοηθήματος και όσον αφορά ειδικότερα στην επιβολή φόρου εισοδήματος ποσοστού 20% επί του ποσού των επιδικασθείσας αποζημίωσης των 31.448 ευρώ (καθόσον το υπόλοιπο ποσό των τόκων νομίμως υπήχθη σε φόρο εισοδήματος στο σύνολό του, βλ. σκέψη 23), λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι : α) η κατά το χρόνο της είσπραξης φορολόγηση ποσών που αντιστοιχούν σε μισθούς και συντάξεις και ανάγονται σε παλαιότερα έτη είναι σύμφωνη με το άρθρο 4 του Συντάγματος, μόνον εφόσον οι αποδοχές αυτές φορολογούνταν πράγματι κατά το χρόνο στον οποίο ανάγονται, β) με την 3235/2009 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιδικάσθηκε ποσό αποζημίωσης ίσο με ακαθάριστα ποσά συντάξεων δικαστικού λειτουργού που εδικαιούτο αλλά δεν έλαβε ο δικαιοπάροχος του προσφεύγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1987 έως 30.4.1991, γ) κατά το τελευταίο αυτό χρονικό διάστημα οι αποδοχές των (εν ενεργεία και συνταξιούχων) δικαστικών λειτουργών φορολογούνταν κατά το ήμισυ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ’ Ψηφίσματος της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής, όπως τότε αυτή ίσχυε, περαιτέρω δε δ) η φορολόγηση των εν λόγω αποδοχών που αντιστοιχούν σε αναδρομικά ποσά συντάξεων έλαβε χώρα κατά την είσπραξή τους, δυνάμει της ειδικής ρύθμισης του άρθρου 57 παρ.1 περ. δ΄ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και ε) προκειμένου όμως για αποδοχές και συντάξεις, σε περίπτωση φορολόγησής τους κατά τον χρόνο είσπραξης, δεν λογίζεται ως εισόδημα και δεν φορολογείται ποσοστό 20% των αναδρομικά καταβαλλόμενων αποδοχών, σύμφωνα με την διάταξη της περίπτωσης δ’ της παρ. 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως επιβλήθηκε φόρος 20% επί του συνολικού ποσού ύψους 31.448 ευρώ που επιδικάσθηκε και αντιστοιχούσε σε αναδρομικά ποσά συντάξεων του δικαιοπαρόχου του προσφεύγοντος, Κωνσταντίνου Δρούγα, καθόσον, αφενός μεν μόνο το ήμισυ του ποσού αυτού έπρεπε να φορολογηθεί και αφού, προηγουμένως, είχε αφαιρεθεί από αυτό ποσοστό 20%, το οποίο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της περ. δ’ της παρ. 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, δεν λογίζεται ως εισόδημα και δεν φορολογείται, γενομένου δεκτού ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού του προσφεύγοντος, απορριπτομένου κάθε ενάντιου ισχυρισμού του καθ’ ου ως νόμω αβάσιμου.
28. Επειδή, περαιτέρω, με τα ως άνω δεδομένα και τις οικείες διατάξεις που παρατέθηκαν και ερμηνεύτηκαν, κατά δε το κεφάλαιο της αγωγής του κρινόμενου ένδικου βοηθήματος και όσον αφορά ειδικότερα στον ισχυρισμό περί παραβίασης εκ μέρους των οργάνων της δικαστικής εξουσίας του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και στην, κατά τα προβαλλόμενα, εντεύθεν απορρέουσα ευθύνη του εναγομένου, δεδομένου του εκτεθέντος ιστορικού της αντιδικίας του Κωνσταντίνου Δρούγα και των κληρονόμων αυτού με το Ελληνικό Δημόσιο αφενός ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφετέρου ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι : α) η μεν αντιδικία που αφορούσε στην αναπροσαρμογή της σύνταξης του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος επιλύθηκε οριστικά με την αμετάκλητη 1213/1994 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ήδη από το έτος 1994, β) η δε αντιδικία που αφορούσε στη ζημία που υπέστη ο ανωτέρω συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός εκκίνησε στο τέλος του έτους 1994, γ) η καθυστέρηση στην επίλυση της τελευταίας αυτής διαφοράς οφείλεται κατά ένα μέρος στο ότι η σχετική αγωγή αποζημίωσης ασκήθηκε με ευθύνη του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος αρχικά ενώπιον των αναρμόδιων τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ δ) το έχον δικαιοδοσία Ελεγκτικό Συνέδριο επιλήφθηκε της υπόθεσης αυτής μόλις το έτος 2001, ε) κατόπιν δε αναίρεσης της αρχικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος, κατέστη αναγκαίο να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου και ως εκ τούτου εκδόθηκε η προδικαστική, με αριθ. 2171/2008 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στ) η δε οριστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος εκδόθηκε το έτος 2009, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω διάρκεια της δίκης δεν είναι τέτοια που να συνιστά κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., οφειλόμενη σε πρόδηλο σφάλμα δικαστικών οργάνων και, συνεπώς, δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση παρανομία ικανή να θεμελιώσει την αστική ευθύνη του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ.
29. Επειδή, τέλος, κατά το ίδιο κεφάλαιο της αγωγής, δεδομένων των ανωτέρω καθώς και των κριτηρίων περί επιδίκασης ηθικής βλάβης που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο, κατά τη γνώμη που επικράτησε σε αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι : α) η διαγνωσθείσα ως άνω πλημμελής φορολόγηση μέρους μόνο του ποσού που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα από τα όργανα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι η μόνη παράνομη πράξη που έλαβε χώρα από τα όργανα του εναγομένου, β) η έκταση της προσβολής που αυτή συνεπάγεται παρίσταται περιορισμένη, αφού αφορά σε μέρος μόνο των επιβληθεισών κρατήσεων, γ) ως εκ της φύσης της, η εν λόγω παρανομία δεν ενέχει προσωπική απαξία ούτε θίγει την επαγγελματική και κοινωνική θέση του ενάγοντος, περαιτέρω δε δ) οι ισχυρισμοί περί ψυχικής ταλαιπωρίας που αυτός προβάλλει σχετίζονται, σύμφωνα με τα όσα προβάλλονται στο οικείο δικόγραφο, ως επί το πλείστον με τη διάρκεια της αντιδικίας και τις συνακόλουθες δαπάνες στις οποίες λόγω αυτής υποβλήθηκε και όχι με την επιβολή των κρατήσεων καθεαυτήν, κρίνει ότι η ανωτέρω παράνομη πράξη των οργάνων του εναγομένου δεν ήταν ικανή να προκαλέσει στον ενάγοντα ψυχική ταλαιπωρία, το δε σχετικό αίτημά της αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης παρίσταται αβάσιμο και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί. Κατά τη γνώμη όμως του μέλους της σύνθεσης, Τσαμπίκας Μαριά, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, λαμβανομένου υπόψη ότι : α) η φορολόγηση από τα όργανα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μέρους του ποσού που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα κρίθηκε ως παράνομη, β) με την προσβαλλόμενη αρνητική απάντηση τα όργανα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν έλαβαν υπόψη την υφιστάμενη, κατά τον χρόνο εκείνο, νομολογία ανώτατων δικαστηρίων, η οποία αφορά στο ζήτημα της φορολόγησης των αποδοχών των εν ενεργεία και των αποχωρησάντων από την υπηρεσία δικαστικών λειτουργών και των αναδρομικών αποδοχών τους (βλ. ΣτΕ 3670/1994 Ολομέλεια, 168/2008 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος) και γ) η παράνομη φορολόγηση μέρους των αναδρομικών αποδοχών του συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού – δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ενέχει απαξίωση του τελευταίου και είναι ικανή να προκαλέσει σε αυτόν ψυχική ταλαιπωρία, αφού ανέκυψε, εκ νέου, ανάγκη προσφυγής του σε δικαιοδοτική κρίση μετά τη δικαιοδοτική κρίση που προηγήθηκε για την επιδίκαση των αναδρομικών συντάξιμων αποδοχών, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την παράνομη προσβαλλόμενη πράξη και για την ικανοποίηση της βλάβης αυτής θα έπρεπε να του επιδικαστεί το εύλογο ποσό των 350 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του αντίστοιχου αγωγικού του αιτήματος.
30.Επειδή, κατ’ ακολουθία, το κρινόμενο δικόγραφο, κατά μεν το κεφάλαιο που ασκείται ως προσφυγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, να ακυρωθεί η 31064/23.3.2011 αρνητική απάντηση του Τμηματάρχη του Τμήματος Δ-Ε της 45ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε η 31064/24.2.2011 αίτηση του προσφεύγοντος περί απόδοσης του ποσού του φόρου εισοδήματος που επιβλήθηκε στο ήμισυ του επιδικασθέντος ποσού ύψους 31.448 ευρώ καθώς και στο ποσοστό 20 % του λοιπού ημίσεως αυτού του ποσού, να αναπεμφθεί δε η υπόθεση στα αρμόδια όργανα του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου τα τελευταία να προβούν στον εκ νέου υπολογισμό, βάσει των διατάξεων που αφορούν στη φορολόγηση αναδρομικών συντάξιμων αποδοχών κατά το χρόνο είσπραξής τους, του φόρου εισοδήματος επί του εν λόγω επιδικασθέντος ποσού, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην εικοστή έβδομη σκέψη της παρούσας και στην επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του επιπλέον παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος, νομιμοτόκως, με βάση το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας από την άσκηση της προσφυγής (10.5.2011) μέχρι την πλήρη εξόφληση, κατά τα λοιπά δε να απορριφθεί το κρινόμενο δικόγραφο κατά το κεφάλαιο της προσφυγής, ομοίως δε πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε, να απορριφθεί τούτο στο σύνολό του κατά το κεφάλαιο της αγωγής, ενώ κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη της Πρωτοδίκη Δ.Δ. Τσαμπίκας Μαριά, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 350 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα μέρος του συνολικώς καταβληθέντος παραβόλου, ύψους 50 ευρώ, το δε λοιπό ποσό ύψους 213,60 ευρώ να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 εδάφιο γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν εν όλω μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και της εν μέρει ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ.1 εδάφιο γ΄ του ίδιου Κώδικα).
Δια Ταύτα
Δέχεται εν μέρει μόνον το κρινόμενο ένδικο βοήθημα κατά το κεφάλαιο που ασκείται ως προσφυγή, απορρίπτει δε αυτό κατά το κεφάλαιο που ασκείται ως αγωγή.
Ακυρώνει την με αριθμό 31064/23.3.2011 αρνητική απάντηση του Τμηματάρχη του Τμήματος Δ-Ε της 45ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μόνον κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε η 31064/24.2.2011 αίτηση του προσφεύγοντος περί απόδοσης του ποσού του φόρου εισοδήματος που επιβλήθηκε στο ήμισυ του επιδικασθέντος ποσού ύψους 31.448 ευρώ, καθώς και στο ποσοστό 20 % του λοιπού ημίσεως αυτού του ποσού.
Αποφαίνεται ότι από το συνολικό ποσό ύψους 31.448 ευρώ που επιδικάσθηκε με την 3235/2009 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το ήμισυ αυτού δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, το δε υπόλοιπο πρέπει να φορολογηθεί, κατά τις διατάξεις που αφορούν στην φορολόγηση αναδρομικών συντάξιμων αποδοχών κατά τον χρόνο είσπραξής τους, αφού αφαιρεθεί ποσοστό 20% αυτού.
Διατάσσει την διενέργεια νέας εκκαθάρισης του ως άνω ποσού από τα αρμόδια όργανα του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου κατά τα προαναφερόμενα και την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του επιπλέον παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος, νομιμοτόκως, με βάση το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας από την άσκηση της προσφυγής (10.5.2011) μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Διατάσσει να επιστραφεί στον προσφεύγοντα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους πενήντα (50) ευρώ, να καταπέσει δε το λοιπό παράβολο, ύψους 213, 60 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα, την 26.2.2018 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στην ίδια πόλη, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, την 23.4.2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΟ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ