ΕΣ 135/2011, ΙΙ τμ. , ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΣ ΜΙΣΘΟΣ, ΔΙΚΑΣΤΕΣ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ, ¨εννοια συντάξιμου μισθού -δικαστικός υπάλληλος δεν συντρέχουν οι προϋποθε΄σεις σταθερής αναλογίας μισθού-σύνταξιμων αποδοχών που ισχύουν για τους δικαστές

Ε.Σ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΙΙ

ΑΠΟΦΑΣΗ 135/2011

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Δημήτριος Πέππας (εισηγητής), και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι, Ιωάννης Βασιλόπουλος και Ελένη Σκορδά, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο),

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Κωνσταντίνος Τόλης, που αναπληρώνει νομίμως τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας,

Γραμματέας: Σταύρος Χρονόπουλος, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΤΕ με βαθμό Α΄).

Για να δικάσει την από 2 Δεκεμβρίου 2005 (κατάθεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο με Α.Β.Δ. 841/29.12.2005) έφεση:

Της …, η οποία δεν παραστάθηκε.

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νομίμως ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παρέστη διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη, και

κατά της 1535/4.6.2004 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.).

Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η από 14.5.2003 (υπ’ αριθμ. 89708/29.5.2003) ένσταση της εκκαλούσας, πολιτικής συνταξιούχου, πρώην δικαστικής υπαλλήλου, κατά της 3864/19.3.2002 πράξης κανονισμού σύνταξης της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία ζητούσε να συνυπολογιστεί στις συντάξιμες αποδοχές της «η πάγια μηνιαία αποζημίωση» (ή επίδομα ειδικών συνθηκών), παροχή την οποία ελάμβανε ως εν ενεργεία δικαστική υπάλληλος με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδαφ. α΄ του ν. 2470/1997, με την αιτιολογία ότι ορθώς κανονίστηκε η σύνταξη αυτής κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000).

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η έφεση. Και

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της έφεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα, πολιτική συνταξιούχος, πρώην δικαστική υπάλληλος, ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη 1535/4.6.2004 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.), με την οποία απορρίφθηκε η από 14.5.2003 (υπ’ αριθμ. 89708/29.5.2003) ένστασή της κατά της 3864/19.3.2002 πράξης κανονισμού σύνταξης της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., προς το σκοπό να μεταρρυθμιστεί η πράξη αυτή συνταξιοδότησής της και να συνυπολογιστεί στις συντάξιμες αποδοχές της η πάγια μηνιαία αποζημίωση (ή επίδομα ειδικών συνθηκών) του άρθρου 10 παρ. 7 του ν. 2470/1997, την οποία ελάμβανε κατά το χρόνο εξόδου της από την υπηρεσία. Η έφεση αυτή, για την οποία καταβλήθηκε το οικείο παράβολο (βλ. τα υπ’ αριθμ. 2589902, 2088358 και 783609 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου, Σειράς Α΄), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω, παρά την απουσία της εκκαλούσας, η οποία δεν επηρεάζει την πρόοδο της δίκης, αφού αυτή, όπως προκύπτει από την 20.1.2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, …, έχει κλητευθεί νομίμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσής της (άρθρα 27 και 65 του π.δ. 1225/1981).

ΙΙ. Το άρθρο 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (ήτοι πριν την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 αυτού από 1.1.2003 με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3075/2002) όριζε ότι: «1. Ως μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο ο υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά… 2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας … όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις … 4. Το ποσοστό της παρ. 1 αυτού του άρθρου, με βάση το οποίο κανονίζεται η σύνταξη του υπαλλήλου, ορίζεται στα 80% του συνόλου των απολαβών που αναφέρονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. 5. Σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός της παραγράφου 2 ή το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, αυξάνονται ανάλογα και οι συντάξεις, κάθε δε άλλου είδους παροχές που καταβάλλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους, είτε με μορφή επιδόματος, είτε με μορφή εξόδων παράστασης, είτε με μορφή εξόδων κίνησης, είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού τους, δεν αποτελούν αύξηση του βασικού μισθού και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό ή την αύξηση της σύνταξης, εκτός αν αυτό προβλέπεται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη». Περαιτέρω, ο ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄,40) ορίζει στο άρθρο 1 εδ. α΄, ότι: «1. Στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι: α) του Δημοσίου β) της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών …… γ) ……», στο άρθρο 8 παρ. 1 ότι: « Πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου … χορηγούνται και τα εξής τακτικά επιδόματα κατά μήνα: 1. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας: Ορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους υπηρεσίας, προσαυξανόμενο στη συνέχεια ανά διετία από τη χορήγηση του ποσοστού αυτού και για δεκατέσσερις (14) διετίες κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες και μέχρι συνολικού ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%). Το επίδομα αυτό υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. …» και στο άρθρο 10 ότι: «1. Διατηρούνται στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, … και τα εξής επιδόματα και παροχές: α. … η κατ’ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση της παραγράφου 19 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 162 Α΄) μετονομαζόμενη σε πάγια μηνιαία αποζημίωση για τη δικαστηριακή απασχόληση …». Στο ως άνω δε άρθρο 16 παρ.19 εδ΄. α΄ του ν. 2298/1995 ορίζεται ότι: «Η κατ’ αποκοπή αποζημίωση που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 1153/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, για τους μέχρι και του βαθμού του προέδρου πρωτοδικών δικαστικούς λειτουργούς επεκτείνεται από 1.7.1995 και στους υπαλλήλους των γραμματειών των πολιτικών-ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών, του Συμβουλίου της Επικρατείας, των διοικητικών δικαστηρίων, της Γενικής Επιτροπείας των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων με μείωση κατά ποσοστό 25%. …». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, οι οποίες εφαρμόζονται και για τους δικαστικούς υπαλλήλους, σε συνδυασμό με τις ανωτέρω διατάξεις των ν. 2470/1997 και 2298/1995, προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Η σύνταξη των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων που εξέρχονται της υπηρεσίας, κανονίζεται από την αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε ποσοστό 80% του συντάξιμου μισθού, ο οποίος συγκροτείται από το «βασικό μισθό» ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου με το οποίο εμισθοδοτείτο ο υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία και από την επ’ αυτού ποσοστιαία «προσαύξηση» του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες μισθολογικές διατάξεις και ότι, σε περίπτωση αύξησης του βασικού μισθού ή του χρονοεπιδόματος, αυξάνεται αναλόγως και η σύνταξη, ενώ δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπ’ όψιν για τον κανονισμό ή την αύξηση αυτής παροχές που καταβάλλονται στους ευρισκόμενους στην ενέργεια υπαλλήλους, είτε με τη μορφή επιδόματος είτε με τη μορφή εξόδων παράστασης είτε με τη μορφή εξόδων κίνησης είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, εκτός αν τούτο προβλέπεται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη. Συνεπώς, όσον αφορά ειδικότερα στους δικαστικούς υπαλλήλους, εκτός από το επίδομα χρόνου υπηρεσίας του άρθρου 8 του ν. 2470/1997, τα λοιπά επιδόματα του νόμου αυτού, μεταξύ των οποίων και η πάγια αποζημίωση, η καταβολή της οποίας προβλέπεται για τους εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους βάσει του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2470/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 19 του ν. 2298/1995, καθώς και όσα προβλέπονται από άλλες διατάξεις, δεν αποτελούν συντάξιμες παροχές και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό, ανακαθορισμό ή αναπροσαρμογή της σύνταξης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του Συντάγματος δεν καθιερώνεται ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών υπαλλήλων ή η αρχή της σταθερής αναλογίας μεταξύ των συντάξιμων αποδοχών τους και των εν γένει αποδοχών που λαμβάνουν όσοι βρίσκονται στην ενεργό υπηρεσία. Κατά συνέπεια, παρέχεται η ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να προσδιορίζει τόσο τη βάση του υπολογισμού (ποιές δηλαδή οικονομικές παροχές, από το σύνολο εκείνων που λαμβάνουν οι εν ενεργεία, θα συμπεριλαμβάνονται στο συντάξιμο μισθό) όσο και το ύψος των συντάξιμων αποδοχών τους, ύστερα από εκτίμηση των εκάστοτε δημοσιονομικών δεδομένων, χωρίς να ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της κατά τα ως άνω διαμόρφωσης των συντάξιμων αποδοχών των δικαστικών υπαλλήλων το ότι αυτές αποκλίνουν από τις νομοθετικά καθοριζόμενες αποδοχές ενεργείας. Για τους ίδιους λόγους, ο χαρακτηρισμός από το μισθολογικό νόμο μιας οικονομικής παροχής που χορηγείται στους εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους ως επιδόματος και η εξαίρεσή της, για το λόγο αυτό, από το συντάξιμο μισθό του άρθρου 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (που συγκροτείται αποκλειστικά από το βασικό μισθό και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας), είναι συνταγματικά επιτρεπτή (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. 2249/2009, ΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 775/2010, 2139/2006).

ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα, πρώην δικαστική υπάλληλος, αποχώρησε από την υπηρεσία στις 28.2.2002 λόγω παραίτησης. Με την 3864/19.3.2002 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κανονίσθηκε σ’ αυτήν μηνιαία σύνταξη πληρωτέα από 1.6.2002, η οποία με βάση την από έτη 21-11-03 συνολική συντάξιμη υπηρεσία της ανήλθε στα 503/1000 των συντάξιμων αποδοχών της, αποτελουμένων από το βασικό μισθό του 7ου μισθολογικού κλιμακίου της ΠΕ4 κατηγορίας του ν. 2470/1997, που είχε κατά το χρόνο εξόδου της από την υπηρεσία, και την επ’ αυτού προσαύξηση λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας σε ποσοστό 44%, χωρίς να συνυπολογισθεί σ’ αυτές η πάγια μηνιαία αποζημίωση για τη δικαστηριακή απασχόληση που προβλέπεται στο άρθρο 10 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 2470/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 19 εδ. α΄ του ν. 2298/1995 για τους δικαστικούς υπαλλήλους και την οποία ελάμβανε κατά το χρόνο εξόδου της από την υπηρεσία. Κατά της πράξης αυτής κανονισμού σύνταξης, η εκκαλούσα άσκησε ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, με την οποία ζητούσε να συνυπολογιστεί στις συντάξιμες αποδοχές της και η πάγια αποζημίωση του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. α΄ ν. 2470/1997. Ειδικότερα, με την ένστασή της η εκκαλούσα της προέβαλε ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί αναλογικά στην περίπτωσή της η 69/2001 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η πάγια αποζημίωση του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2521/1997 συνυπολογίζεται στο συντάξιμο μισθό δικαστικού λειτουργού, δεδομένου ότι συντρέχουν και για τους δικαστικούς υπαλλήλους οι ίδιοι λόγοι για τη χορήγηση της εν λόγω παροχής που ισχύουν και για τους δικαστικούς λειτουργούς (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, προσφορά εργασίας σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές). Περαιτέρω, η εκκαλούσα προέβαλε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων που προστατεύεται από το άρθρο 92 του Συντάγματος, και ως εκ τούτου δικαιολογείται η διαφορετική αντιμετώπισή τους σε σχέση με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, Η ένσταση της εκκαλούσας απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 1535/4.6.2004 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση η 69/2001 απόφαση του παρόντος (ΙΙ) Τμήματος, με την οποία κρίθηκε ότι η πάγια αποζημίωση του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2521/1997 συνυπολογίζεται στο συντάξιμο μισθό των δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες συνταξιούχων. Ως εκ τούτου, ορθά, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, κανονίστηκε η σύνταξη της εκκαλούσας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000). Ήδη, με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα ζητεί την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων για τους ως άνω προβαλλόμενους και με την ένστασή της λόγους. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ο κατά τα ανωτέρω κανονισμός της σύνταξης της εκκαλούσας, με βάση υπολογισμού συντάξιμο μισθό αποτελούμενο από το βασικό μισθό ενεργείας του 7ου Μ.Κ. της ΠΕ4 κατηγορίας, που ελάμβανε η εκκαλούσα κατά το χρόνο εξόδου της από την υπηρεσία και την επ’ αυτού προσαύξηση λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, χωρίς συνυπολογισμό στις συντάξιμες αποδοχές της και της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2470/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 19 του ν. 2298/1995 πάγιας μηνιαίας αποζημίωσης, έχει γίνει ορθά σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις (βλ. σκέψη ΙΙ), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την ένδικη έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, αβασίμως η εκκαλούσα προβάλλει ότι πρέπει να τύχει ανάλογης εφαρμογής και στην ένδικη περίπτωση η 69/2001 απόφαση του Τμήματος τούτου, δεδομένου ότι, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό από το Δικαστήριο τούτο, ο συνυπολογισμός του αντίστοιχου επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997 (ήδη άρθρο 30 παρ. 5 του ν. 3205/2003) ως αποζημίωση για τις ειδικές συνθήκες άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος (απασχόληση κατ’ οίκον, χωρίς ωράριο εργασίας) στο συντάξιμο μισθό των δικαστικών λειτουργών στηρίζεται σε πλέγμα συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2), με τις οποίες θεσπίζεται η προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία και οι οποίες επιβάλλουν τη διατήρηση μιας σταθερής αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και των συντάξιμων αποδοχών της κατηγορίας αυτής των λειτουργών, ενόψει της συνταγματικής τους αποστολής (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. 2249/2009, 27/2004, 1317/2001 κ.ά.), προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν για άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, χωρίς αυτό να αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον πρόκειται περί διαφορετικών κατηγοριών (υπαλλήλων αφενός και δικαστικών λειτουργών αφετέρου) που τελούν υπό διαφορετικό μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς με ειδική μνεία και κατοχύρωση από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρα 87 και 88) για τους δικαστικούς λειτουργούς μόνο, λόγω της φύσεως του δικαστικού λειτουργήματος και της ανάγκης προστασίας και διαφύλαξης της προσωπικής και λειτουργικής αυτών ανεξαρτησίας. ΄Αλλωστε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, από τις διατάξεις του Συντάγματος δεν καθιερώνεται ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών υπαλλήλων ή η αρχή της σταθερής αναλογίας μεταξύ των συντάξιμων αποδοχών τους και των εν γένει αποδοχών που λαμβάνουν όσοι βρίσκονται στην ενεργό υπηρεσία, ο δε χαρακτηρισμός από το μισθολογικό νόμο μιας οικονομικής παροχής που χορηγείται στους εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους ως επιδόματος και η εξαίρεσή της, για το λόγο αυτό, από το συντάξιμο μισθό του άρθρου 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (που συγκροτείται αποκλειστικά από το βασικό μισθό και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας), είναι συνταγματικά επιτρεπτή (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. 2249/2009, ΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 775/2010, 2139/2006). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 του π.δ/τος 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2010.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2011.