ΕΣ 229/2009, VII τμ.,ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ, ΦΥΣΗ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ, ΟΧΙ ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΕΣ, ΑΙΤΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ, ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ, απαράδεκτη η έφεση που στρέφεται κατά απάντησης της διοίκησης επί αίτησης θεραπείας του εκκαλούντος, η οποία στερείται εκτελεστότητας,

Ε.Σ

ΑΡΙΘΜΟΣ: 229/09
Αρχή έκδοσης: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ VII ΤΜΗΜΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Η προθεσμία της εφ΄σεως στα νομικά πρόσωπα αρχίζει απο την κοινοποίηση στο νόμιμο εκπρόσωπο τους, άλλως ασκείται εμπροθε΄σμως προ πάσης επιδόσεως. Το ένδικο βοήθημα της έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκείται παραδεκτώς κατά εκτελεστής καταλογιστικής πράξης των αρμοδίων κατά νόμο οργάνων της δημοσιολογικής διοίκησης, δηλαδή κατά πράξης με την οποία καταλογίζονται οι υπόλογοι και οι τυχόν συνευθυνόμενοι για έλλειμμα που διαπιστώνεται στην ελεγχόμενη διαχείριση, και όχι κατά κάθε πράξης που τυχόν εκδίδουν τα όργανα αυτά. Απαράδεκτη η έφεση, καθώς η προσβαλλόμενη δε συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογικής διοίκησης επί αίτησης θεραπείας του εκκαλούντος, η οποία στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης.
——————

Ι. Με την κρινόμενη έφεση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 17.6.2008 κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της 1017666/960-Α/5.3.2007 πράξης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Δ.Δ., Ν.Π. και Δ.Ε.Κ.Ο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης, με την οποία απορρίφθηκε η από 14.2.2007 αίτηση του εκκαλούντος για την επανεξέταση της υπόθεσής του, την υπαγωγή του στις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2006 και την ανάκληση της 285/17.1.2001 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών και Δυτικής Αττικής. Η συζήτηση της έφεσης αυτής, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, χωρεί παραδεκτώς παρά την απουσία της Κοινότητας …, καθόσον, όπως προκύπτει από την από 2.5.2008 έκθεση επίδοσης της υπαλλήλου της ίδιας Κοινότητας …, αυτή κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί στη συζήτηση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (άρθρο 65 παρ. 3 π.δ. 1225/1981).
ΙΙ. Το π.δ. 774/1980 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον “Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου”» (ΦΕΚ Α΄ 189) ορίζει, στην παρ. 13 του άρθρου 15, ότι: «Το Ελεγκτικόν Συνέδριον…13. Δικάζει τας κατά τας κειμένας διατάξεις υπαχθείσας εις την αρμοδιότητα αυτού εφέσεις κατά καταλογιστικών αποφάσεων εκδιδομένων παρά των Υπουργών ή των επί τούτω εντεταλμένων συλλογικών ή μη οργάνων της διοικήσεως, επί διαχειρίσεως υλικού ή χρηματικού του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εν γένει». Περαιτέρω, το ν.δ. 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί οικονομικής επιθεωρήσεως» ορίζει, στο άρθρο 1, ότι: «Αντικείμενα αρμοδιότητος της εν τω Υπουργείω των Οικονομικών Υπηρεσίας της Οικονομικής Επιθεωρήσεως είναι η επ` ονόματι του Υπουργού των Οικονομικών: α) άσκησις της ανωτάτης εποπτείας και του ελέγχου πασών των Οικονομικών Υπηρεσιών και πάσης άλλης δημοσίας διαχειρίσεως χρηματικού ή υλικού καθώς και της διαχειρίσεως των παντός είδους Κρατικών επιχειρήσεων και της διαχειρίσεως πάντων ανεξαιρέτως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου… β) έρευνα της οικονομικής καταστάσεως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου… γ) ενέργεια ελέγχου της διαχειρίσεως παντός δημοσίου υπολόγου, διαχειριζομένου οπωσδήποτε έστω και άνευ προσηκούσης εξουσιοδοτήσεως χρήματα, τίτλους ή υλικόν ανήκοντα εις το Δημόσιον ή τα κατά το εδάφ. β΄ Νομικά Πρόσωπα κ.λπ. ….» και, στο άρθρο 8, ότι: «1. Ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής και οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί Δημοσίων Υπολόγων και Νομικών Προσώπων και πας Οικονομικός υπάλληλος εκτελών χρέη Οικονομικού Επιθεωρητού Δημοσίων Υπολόγων και Νομικών Προσώπων εφ’ όσον κατά την ενέργειαν επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημοσίας ή μη διαχειρίσεως εκ των εν άρθρ. 1 παρ. 1 του παρόντος Νόμου διαλαμβανομένων διαπιστώσωσι την ύπαρξιν ελλείμματος προερχομένου εξ ελλείψεως χρημάτων ή υλικού ή αξιών εν γένει, προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτού συνευθυνομένων, εάν η εξακριβωθείσα έλλειψις δεν ήθελεν αναπληρωθή εντός 24 ωρών… 8. Κατά των καταλογιστικών αποφάσεων των Οικονομικών Επιθεωρητών, δύναται να ασκηθή έφεσις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου…».

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, το ένδικο βοήθημα της έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκείται παραδεκτώς κατά εκτελεστής καταλογιστικής πράξης των αρμοδίων κατά νόμο οργάνων της δημοσιολογικής διοίκησης, δηλαδή κατά πράξης με την οποία καταλογίζονται οι υπόλογοι και οι τυχόν συνευθυνόμενοι για έλλειμμα που διαπιστώνεται στην ελεγχόμενη διαχείριση, και όχι κατά κάθε πράξης που τυχόν εκδίδουν τα όργανα αυτά.
ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 285/17.1.2001 καταλογιστική απόφαση των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών και Δυτικής Αττικής καταλογίστηκε ο εκκαλών, τέως Πρόεδρος της Κοινότητας …, με το ποσό των 793.208.664 δραχμών και ήδη 2.327.831,74 ευρώ, που αντιστοιχεί σε έλλειμμα της διαχείρισης της Κοινότητας κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1993-1997, καθώς και με τις αναλογούσες στο έλλειμμα αυτό προσαυξήσεις εκ δραχμών 858.210.209 και ήδη ευρώ 2.518.591,96, ήτοι με το συνολικό ποσό των 1.651.418.873 δραχμών και ήδη 4.846.423,69 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε την από 7.7.2001 έφεση ενώπιον του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απορρίφθηκε με την 13/2003 απόφασή του. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε την από 31.8.2003 αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με την 1461/2006 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, συνεπώς, η κρίση περί της νομιμότητας της ως άνω καταλογιστικής απόφασης κατέστη αμετάκλητη. Με την από 14.2.2007 αίτησή του ενώπιον της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης (Διεύθυνση Επιθεώρησης Δ.Δ., Ν.Π. και ΔΕΚΟ), ο εκκαλών ζήτησε την επανεξέταση της υπόθεσής του, την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 26 του ν.3274/2004, όπως ισχύουν μετά την ερμηνευτική διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 29 του ν. 3448/2006 (σύμφωνα με τις οποίες κρίνονται νόμιμες δαπάνες των Ο.Τ.Α. που διενεργήθηκαν υπό τις προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις) και την ανάκληση της ως άνω καταλογιστικής απόφασης. Με την 1017666/960-Α/5.3.2007 πράξη της Προϊσταμένης της ως άνω Διεύθυνσης απορρίφθηκε το αίτημα του εκκαλούντος, χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού της υπόθεσης, με την αιτιολογία ότι, ενόψει της παραγράφου 3 της επικαλούμενης διάταξης του άρθρου 26 του ν. 3274/2004, σύμφωνα με την οποία δεν υπάγονται στην εν λόγω ρύθμιση οι δαπάνες εκείνες που έχουν κριθεί παράνομες με τελεσίδικες δικαστικές υποθέσεις, δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση του αιτήματος του εκκαλούντος. Ήδη ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί την ακύρωση της πράξης αυτής για τους σε αυτήν διαλαμβανόμενους λόγους, πλην όμως, η ως άνω προσβαλλόμενη πράξη με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, δε συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται κατά τα ανωτέρω παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογικής διοίκησης επί αίτησης θεραπείας του εκκαλούντος, η οποία στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης.
ΙV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση στρέφεται κατά πράξης που δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκησή της (άρθρο 61 παρ.