ΕΣ 2411/11, ΙΙ τμ., ΣΥΝΤΑΞΗ, ο κατά μεταβίβαση δικαιούχος δεν μπορεί να αλλάξει την δήλωση του κύριου δικαιούχου ασφλασιμένου τακτικού υπαλλήλου του ΙΚΑ που επέλεξε να υπαχθεί στο ν 3163/55 αντί του α.ν 1846/51

Ε.Σ

Ελεγκτικό Συνέδριο
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2411/2011

Πρώτη δημοσίευση ‘ΝΟΜΙΚΟ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗ”
www.nomikospoudastirio.gr
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Φλωρεντία Καλδή, Πρόεδρος του Τμήματος, Αντιπροέδρος, Δημήτριος Πέππας και Αντώνιος Κατσαρόλης (εισηγητής), Σύμβουλοι, Νικολέτα Ρένεση και Ιωάννα Ρούλια, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Κωνσταντίνος Τόλης, που αναπληρώνει νομίμως τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας.
Γραμματέας: Σταύρος Χρονόπουλος, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΤΕ με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 24.3.2006 (ημερομηνία κατάθεσης στην υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Ν. Θεσσαλονίκης 30.3.2006) έφεση:
Της …, η οποία δεν παραστάθηκε.
κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ήδη ΄Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Άγγελου Κατσίμπα (ΑΜ/ΔΣΑ 9038). Και
κατά της 1872/2004 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της εκκαλούσας, συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. από μεταβίβαση, κατά της Α/25215/25.1.2001 πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α.(Τμήμα Συντάξεων Υπαλλήλων Ι.Κ.Α.). Με την τελευταία αυτή πράξη απορρίφθηκε αίτηση της εκκαλούσας με την οποία ζητούσε να της απονεμηθεί σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της με βάση τις διατάξεις του ν. 3163/1955, καίτοι ο ίδιος είχε επιλέξει να συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς των κοινών ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α. (α.ν. 1846/1951), και να συμψηφισθούν τα ποσά που έλαβε μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της ή που θα ελάμβανε μελλοντικά, με τη σύνταξη που θα της απονεμηθεί σύμφωνα με το ανωτέρω αίτημά της.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον εκπρόσωπο του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα, συνταξιούχος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. από μεταβίβαση, ζητεί την ακύρωση της 1872/2004 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία απορρίφθηκε ένστασή της κατά της Α/25215/25.1.2001 πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α. (Τμήμα Συντάξεων Υπαλλήλων Ι.Κ.Α.). Με την τελευταία αυτή πράξη απορρίφθηκε αίτηση της εκκαλούσας με την οποία ζητούσε να της απονεμηθεί σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της με βάση τις διατάξεις του ν. 3163/1955, καίτοι ο ίδιος είχε επιλέξει να συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς των κοινών ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α. (α.ν. 1846/1951), και να συμψηφισθούν τα ποσά που έλαβε μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της ή που θα ελάμβανε μελλοντικά, με τη σύνταξη που θα της απονεμηθεί σύμφωνα με το ανωτέρω αίτημά της. Η έφεση αυτή, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου 1329860, 1788855 και 1277880 Σειράς Α΄), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία, παρά την απουσία της εκκαλούσας, η οποία δεν επηρεάζει την πρόοδο της δίκης, αφού αυτή, όπως προκύπτει από την από 16.9.2010 έκθεση επίδοσης του υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης …, έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως για να παραστεί κατά την παρούσα δικάσιμο (άρθρα 27 και 65 του π.δ. 1225/1981).
ΙΙ. Στο άρθρο 1 του ν. 3163 της 11/21-3-55 (ΦΕΚ Α΄ 71), «Περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του Ιδρύματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων», ορίζεται ότι: «Οι τακτικοί υπάλληλοι του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τα μέλη οικογενείας των δικαιούνται συντάξεως εξ αυτού, εφαρμοζομένων αναλόγως πασών των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί απονομής συντάξεως εις τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, πλην καθ’ όσον άλλως ορίζεται διά του παρόντος νόμου». Περαιτέρω, στην παρ. 6 του άρθρου 11 του ν.δ. 4277 της 12/13.11.1962, «Περί συνταξιοδοτήσεως των ιατρών του Ι.Κ.Α. και ετέρων τινών κατηγοριών εργαζομένων» (ΦΕΚ Α΄ 191), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του ν.δ. 4579/1966 (ΦΕΚ Α΄ 234) και την παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129), ορίζεται ότι: «6. Οι εκ του διεπομένου υπό των διατάξεων του νόμου 3163/1955 προσωπικού, ως και του προσωπικού περί ου η παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εξερχόμενοι της υπηρεσίας δικαιούνται όπως κατά την έξοδον των εκ της υπηρεσίας επιλέξουν αντί της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, την εφαρμογήν των τοιούτων των ισχυουσών κατά την έξοδον δια τους ησφαλισμένους του κλάδου συντάξεων της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. εφ’όσον πληρούν τας απαιτουμένας υπό ταύτης νομίμους προϋποθέσεις. Σε περίπτωση επιλογής των διατάξεων του κλάδου Συντάξεων της Νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. (α.ν. 1846/1951) η αρμοδιότητα για τον κανονισμό της συντάξεως ανήκει στα κατά νόμο αρμόδια εκάστοτε όργανα για την απονομή συντάξεων με τις διατάξεις του παραπάνω αναγκαστικού νόμου. Παραίτησις εφεξής από της εκδοθείσης τη αιτήσει του ενδιαφερομένου αποφάσεως περί αναγνωρίσεως συνταξίμου υπηρεσίας, γενομένη αποδεκτή, αποκλείει δικαίωμα υποβολής νέας αιτήσεως περί αναγνωρίσεως του δι’ ον η παραίτησις χρόνου υπηρεσίας, κατά τας διατάξεις του Ν. 3163/55 και Ν.Δ. 4277/1962. Αι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και ως προς τους εξελθόντας της υπηρεσίας από 1.1.1966 και εφεξής». Εξάλλου, στην παρ. 6 εδ. α΄ του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (ΦΕΚ Α΄ 170), όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 περ. 6 του άρθρου 27 του Ν. 1902/1990 (ΦΕΚ Α΄ 138), ορίζεται ότι «Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας οποιασδήποτε βαθμίδας … έχουν δικαίωμα για σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια: α) η χήρα ή ο χήρος… β) τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα και υιοθετηθέντα … γ) … δ) …», στην παρ. 8 του ίδιου άρθρου του ως άνω αναγκαστικού νόμου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 5 του ν.δ. 4104/1960 (ΦΕΚ Α΄147) ότι: «Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται η χήρα (χήρος) ισούται προς τα εβδομήκοντα (70) εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης)» και στην παρ. 12 του άρθρου 28 του ίδιου ως άνω αναγκαστικού νόμου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε αρχικώς από την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ Α΄138) και στη συνέχεια από την παρ. 6 του άρθρου 12 του Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α΄ 184) ορίζεται ότι: «Ως σύνταξη του θανόντος (θανούσης) για τον υπολογισμό των ποσοστών των συντάξεων των μελών της οικογενείας του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη προκειμένου περί θανόντος συνταξιούχου το ποσό της σύνταξης που πράγματι ελάμβανε ο θανών (θανούσα), ή προκειμένου περί ασφαλισμένου το ποσό που εδικαιούτο να λάβει ο θανών εάν είχε κριθεί ανάπηρος κατά την έννοια της παραγράφου 5 εδ. α` του παρόντος …». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν.δ. 4579/1966 παρέχεται η δυνατότητα στους υπαλλήλους που ανήκουν στο τακτικό προσωπικό του Ι.Κ.Α. να επιλέξουν κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία, αντί της εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3163/1955, την εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κατά την έξοδο για τους ασφαλισμένους του κλάδου συντάξεων της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., εφόσον πληρούν τις απαιτούμενες από αυτήν προϋποθέσεις. Η άσκηση του δικαιώματος επιλογής, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου λαμβάνει χώρα κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξόδου του υπαλλήλου από την υπηρεσία, όπως δε συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις ασκείται μία φορά και δεν δύναται να ανακληθεί (πρβλ. Ελ. Συν. ΙΙ Τμ. 2034/2009). Περαιτέρω, εφόσον, το δικαίωμα αυτό, ασκήθηκε από τον τακτικό υπάλληλο κατά το χρόνο εξόδου του από την υπηρεσία, δεν δύναται πλέον, μετά το θάνατό του, να ασκηθεί αυτοτελώς από τα μέλη της οικογένειάς του, στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξή του, ώστε αυτά να συνταξιοδοτηθούν με βάση άλλο καθεστώς από αυτό που επέλεξε ο τακτικός υπάλληλος, αφού τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται ρητώς αλλά ούτε και συνάγεται από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 3163/1955, καθώς επίσης και του ν.δ. 4277/1962. Υπέρ της εκδοχής αυτής συνηγορούν και οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 6, 8 και 12 του α.ν. 1846/1951, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση επιλογής από τον αποχωρήσαντα από την υπηρεσία τακτικό υπάλληλο του Ι.Κ.Α., της συνταξιοδότησής του με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. (α.ν. 1846/1951) και οι οποίες ορίζουν ότι για τον υπολογισμό των ποσοστών των συντάξεων των μελών της οικογένειας θανόντος συνταξιούχου του Ιδρύματος λαμβάνεται υπ’ όψιν το ποσό της σύνταξης που πράγματι ελάμβανε ο θανών, προκειμένου δε ειδικότερα περί χήρας, η σύνταξή της καθορίζεται στο 70% του ποσού της συντάξεως που πράγματι ελάμβανε ο θανών σύζυγος. Επομένως, μετά το θάνατο συνταξιούχου, πρώην τακτικού υπαλλήλου του Ι.Κ.Α., ο οποίος έχει επιλέξει τη συνταξιοδότησή του με βάση το καθεστώς των κοινών ασφαλισμένων του Ιδρύματος, μεταβιβάζεται στους δικαιούχους εκ μεταβιβάσεως (χήρα ή άλλους συγγενείς), οι οποίοι έλκουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από αυτόν, ποσοστό της συντάξεως που πράγματι ελάμβανε ο θανών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση το συνταξιοδοτικό καθεστώς που αυτός είχε επιλέξει κατά το χρόνο εξόδου του από την υπηρεσία, χωρίς να παρέχεται στους δικαιούχους εκ μεταβιβάσεως η δυνατότητα να ασκήσουν εκ νέου το δικαίωμα επιλογής συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
ΙΙΙ. Στην προκειμένη υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 1325/26.1.1999 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης κανονίσθηκε στο σύζυγο της εκκαλούσας, …, πρώην τακτικό υπάλληλο του Ι.Κ.Α., ο οποίος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία επέλεξε το συνταξιοδοτικό καθεστώς των κοινών ασφαλισμένων του Ιδρύματος, μηνιαία σύνταξη αναπηρίας από κοινή νόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 1846/1951. Ακολούθως, μετά το θάνατο του εν λόγω συνταξιούχου στις 9.6.2000, με την 19783/9.8.2000 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, απονεμήθηκε στην εκκαλούσα και στο ανήλικο τέκνο της …. μηνιαία σύνταξη από μεταβίβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 1846/1951, πληρωτέα από 1.7.2000. Με την από 27.11.2000 αίτησή της (αριθμ. πρωτ. Ι.Κ.Α. 656/11.1.2001) προς τη Διεύθυνση Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α., η εκκαλούσα ζήτησε να της απονεμηθεί σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της με βάση τις διατάξεις του ν. 3163/1955 και να συμψηφισθούν τα ποσά που έλαβε μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της ή που θα ελάμβανε μελλοντικά, με τη σύνταξη που θα της απονεμηθεί σύμφωνα με το ανωτέρω αίτημά της. Όπως ειδικότερα ισχυρίσθηκε με την ανωτέρω αίτησή της η εκκαλούσα, ο σύζυγός της, λόγω της ασθένειας από την οποία έπασχε κατά το χρόνο εξόδου από την υπηρεσία του (αναπλαστικό ολιγοδενδρογλοίωμα), από την οποία τελικώς απεβίωσε, δεν είχε συνείδηση της σημασίας της επιλογής του να συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς των κοινών ασφαλισμένων του Ιδρύματος. Για το λόγο δε αυτό, και δεδομένου ότι η ίδια δεν ενημερώθηκε από τα όργανα του Ιδρύματος για τις συνέπειες της επιλογής του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των κοινών ασφαλισμένων, η εκκαλούσα ζήτησε να της απονεμηθεί σύνταξη με βάση τις διατάξεις του ν. 3163/1955. Η αίτηση αυτή της εκκαλούσας απορρίφθηκε με την Α/25215/25.1.2001 πράξη του Διευθυντή της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α. (Τμήμα Συντάξεων Υπαλλήλων Ι.Κ.Α.), με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 4 του ν. 4579/1966, το δικαίωμα επιλογής συνταξιοδοτικού καθεστώτος των τακτικών υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3163/1955 ασκείται άπαξ και κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία. Συνεπώς, εφόσον το δικαίωμα αυτό το είχε ασκήσει ο σύζυγος της εκκαλούσας κατά τη συνταξιοδότησή του, ο οποίος είχε επιλέξει το καθεστώς των κοινών ασφαλισμένων του α.ν. 1846/1951, δεν δημιουργείται, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, νέο δικαίωμα επιλογής. Ένσταση της εκκαλούσας κατά της ανωτέρω πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α. (Τμήμα Συντάξεων Υπαλλήλων του Ι.Κ.Α.), απορρίφθηκε με τη 1872/2004 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Ήδη, με την ένδικη έφεση, η εκκαλούσα στρέφεται κατά της απόφασης αυτής της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ζητώντας την ακύρωσή της. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ορθώς η Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφασή της, την ένσταση της εκκαλούσας κατά της ανωτέρω πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α. (Τμήμα Συντάξεων Υπαλλήλων του Ι.Κ.Α.). Τούτο δε διότι, εφόσον, το δικαίωμα επιλογής συνταξιοδοτικού καθεστώτος, ασκήθηκε από τον αποβιώσαντα σύζυγό της κατά το χρόνο εξόδου του από την υπηρεσία, δεν δύναται πλέον, μετά το θάνατό του, το δικαίωμα αυτό να ασκηθεί αυτοτελώς από την ίδια, ως συνταξιούχο εκ μεταβιβάσεως, ώστε να μεταβάλει αυτήν την επιλογή.
ΙV. Κατ’ ακολουθία τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένδικη έφεση και να διαταχθεί η υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκησή της (άρθρο 56 παρ. 4 του π.δ. 774/1980, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008 – ΦΕΚ Α΄ 77).

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την έφεση. Και
Διατάσσει την υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2011.