ΕΣ 2486/2010, ΙΙ τμ.ΑΓΩΓΗ,105, ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, Προϋποθέσεις άσκησης αγωγής κατά του ελληνικού Δημοσίου με βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Αρχή του κράτους δικαίου.

Ε.Σ

Αριθμ. 2486/2010, ΙΙ Τμήματος
Περίληψη: Προϋποθέσεις άσκησης αγωγής κατά του ελληνικού Δημοσίου με βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Αρχή του κράτους δικαίου.

Πρόεδρος: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ιωάννης Βασιλόπουλος, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Κων/νος Τόλης, Αντεπίτροπος

Ι. Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, ζωγράφος, συνταξιούχος τιμητικής σύνταξης, λόγω προσφοράς διακεκριμένων υπηρεσιών στην ανάπτυξη των τεχνών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2435/1996 «Για την επέκταση των τιμητικών συντάξεων και άλλες διατάξεις», ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 38.680,38 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της αγωγής, αντιστοιχεί προς τις συντάξεις, τις οποίες στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 2.3.2001 έως 31.5.2005, στο οποίο δεν ανέτρεξε, λόγω της καθοριζόμενης από το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα περιορισμένης αναδρομής (μέχρι τρία έτη), η καταβολή της προαναφερόμενης τιμητικής σύνταξης που της κανονίσθηκε με την ΚΑ- 2233/64313/9.6.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού. Η αγωγή αυτή, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον δικαστικό ένσημο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 112766, 338996, 063622, 074082, 112767, 337253 και 154543), παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, σύμφωνα με τις παραδοχές της 4/2001 απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ.), με την οποία κρίθηκε ότι οι αγωγές που ασκούνται κατά του Δημοσίου με βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης για χρονικό διάστημα προγενέστερο του χρόνου που καθορίστηκε με πράξη ή απόφαση του αρμόδιου προς απονομή σύνταξης οργάνου ως χρόνος έναρξης της καταβολής της σύνταξης, υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα αυτής, παρά τη δικονομική απουσία της ενάγουσας, η οποία δεν επηρεάζει την πρόοδο της δίκης, αφού αυτή εμφανίστηκε αυτοπρο-σώπως στο ακροατήριο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή της (άρθρα 16, 27 και 65 του π.δ. 1225/1981).
II. Με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σ’ αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι για να στοιχειοθετηθεί υποχρέωση αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου απαιτείται η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια των οργάνων του να είναι παράνομη, δηλαδή να παραβιάζεται με αυτή κανόνας δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Περιλαμβάνεται δε στην αποζημίωση αυτή, κατά το άρθρο 298 του ΑΚ, τόσο η αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη ή παράλειψη περιουσία του ζημιωθέντος (θετικής ζημίας), όσο και η αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη, γιατί στερήθηκε, λόγω της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχές, τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου (αποθετικής ζημίας). Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «δεν επιτρέπεται σε καμιά ανεξαίρετα περίπτωση ν’ αναγνωρισθούν αναδρομικά σε βάρος του Δημόσιου Ταμείου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέραν των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση», παρέπεται ότι αν τα συνταξιοδοτικά όργανα του Δημοσίου αρνηθούν να καταβάλουν στο συνταξιούχο τη σύνταξη που δικαιούται, λόγω του χρονικού περιορισμού στην αναδρομική έκταση των οικονομικών αποτελεσμάτων των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής σύνταξης που προβλέπεται στην προαναφερόμενη συνταξιοδοτική διάταξη, ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για να αποκατασταθεί η ζημία, την οποία υπέστη από τη στέρηση της σύνταξής του για το πέραν της τριετίας χρονικό διάστημα. Με την έγερση της αξίωσης αυτής, η οποία ερείδεται στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, δεν επιδιώκεται η καταβολή συντάξεων, αλλά ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας (θετικής ή αποθετικής) που προκλήθηκε στο δικαιούχο από την παράνομη στέρηση συνταξιοδοτικών παροχών κατά το προγενέστερο της τριετίας χρονικό διάστημα, για τον προσδιορισμό του ύψους της οποίας (ζημίας) και μόνο λαμβάνονται απλώς υπόψη τα ποσά των συντάξεων που δεν καταβλήθηκαν. Συνεπώς, η αγωγή αυτή δεν κωλύεται από το άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, το οποίο περιορίζει μόνο το χρόνο της αναδρομικής καταβολής συντάξεων, χωρίς να αποκλείει τη διεκδίκηση από μέρους του συνταξιούχου της ζημίας, επί της οποίας θεμελιώνεται η ειδική αδικοπραξία του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, για το παραδεκτό τουλάχιστον των αποζημιωτικών αγωγών που είχαν ασκηθεί μέχρι τις 4.7.2006 – ημερομηνία κατά την οποία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3472/2006 το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, το οποίο πλέον προβλέπει την ανάλογη εφαρμογή συμπληρωματικά προς την υφιστάμενη δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 1225/1981) των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), και όχι εκείνων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στις οποίες γινόταν μέχρι την ημε¬ρομηνία αυτή (4.7.2006) παραπομπή με την ως άνω διάταξη (βλ. και II Τμ. 2666/2006, 584/2007) – το παράνομο της πράξης ή παράλειψης του συνταξιοδοτικού οργάνου απαιτείται να έχει προηγουμένως διαγνωσθεί κατά την οριζόμενη στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασία, στο πλαίσιο δηλαδή ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή ενδεχομένως αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου αυτού, αφού μόνο με τη διαδικασία αυτή μπορεί να εξετασθεί η νομιμότητα των πράξεων ή παραλείψεων της συνταξιοδοτικής διοίκησης, αποκλειομένης της εξέτασής τους, έστω και παρεμπιπτόντως, με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία (βλ. και Ολ. Ελ. Συν. 2405/2005). Από αυτά παρέπεται ότι, όταν διαγνωσθεί κατά την οριζόμενη στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασία ότι τα συνταξιοδοτικά όργανα του Δημοσίου παρά το νόμο (εσφαλμένως) προσδιόρισαν (διέπλασαν) το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του συνταξιούχου και προσδιορισθεί τούτο εκ νέου κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων με τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της σύνταξης στο προσήκον ύψος, πλην όμως, λόγω του κατά το άρθρο 60 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα χρονικού περιορισμού στην αναδρομική καταβολή συντάξεων, η καταβολή της σύνταξης που προκύπτει από την ως άνω διάπλαση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν ανατρέξει σε χρονικό διάστημα πέραν τη τριετίας, συντρέχει η κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ απαιτούμενη προϋπόθεση της ύπαρξης παρανομίας των συνταξιοδοτικών οργάνων του Δημοσίου για τη θεμελίωση ευθύνης αυτού προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο συνταξιούχος από τη στέρηση των συνταξιοδοτικών παροχών, που εδικαιούτο για το πέραν της τριετίας αυτό χρονικό διάστημα.
III. Στην προκειμένη υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η ήδη ενάγουσα, ζωγράφος, με την 11778/2.3.2001 αίτησή της προς το Τμήμα Εικαστικών της Διεύθυνσης Καλών Τεχνών του Υπουργείου Πολιτισμού ζήτησε να της χορηγηθεί τιμητική σύνταξη, λόγω προσφοράς διακεκριμένων υπηρεσιών στην ανάπτυξη των τεχνών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2435/1996 «Για την επέκταση των τιμητικών συντάξεων και άλλες διατάξεις». Ενώ εκκρεμούσε η αίτησή της αυτή, εκδόθηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών το 3490/26.6.2001 έγγραφο, που απευθυνόταν στη Γενική Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο αναφερόταν ότι «επικειμένης της προωθήσεως προς ψήφιση από τη Βουλή νέου νόμου, αιτήσεις τιμητικών συντάξεων, για τις οποίες η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου σας έχει γνωμοδοτήσει, να προωθηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2435/1996. Όλες οι άλλες αιτήσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο, χωρίς γνωμοδότηση της Επιτροπής, θα εξετασθούν με τις διατάξεις του νέου νόμου». Στη συνέχεια, η αρμόδια επιτροπή για τις τιμητικές συντάξεις καλλιτεχνών – λογοτεχνών, που συγκροτήθηκε μετά τη δημοσίευση στις 5.12.2002 του ν. 3075/2002, με το από 30.1.2004 πρακτικό της, έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται τιμητικής σύνταξης, γιατί προσέφερε διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των τεχνών. Ακολούθως, η 43η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ., στην οποία διαβιβάσθηκε η υπόθεση λόγω αρμοδιότητας, με την ΚΑ-2017/22.3.2005 πράξη της απέρριψε την ως άνω αίτησή της με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 του ν. 3075/2002. Με την από 7.3.2006 ένσταση, που άσκησε ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων κατά της ανωτέρω απορριπτικής πράξης η ήδη ενάγουσα, ζήτησε να της απονεμηθεί σύνταξη, σύμφωνα με τις ευνοϊκότερες διατάξεις του ν. 2435/ 1996, δεδομένου ότι η αίτησή της είχε υποβληθεί πριν από την ισχύ του νεότερου και δυσμενέστερου ως προς τις προϋποθέσεις απονομής σύνταξης γι’ αυτήν νόμου 3075/2002, επικαλούμενη παράλειψη της Διοίκησης να εξετάσει εγκαίρως την εν λόγω αίτησή της με βάση το προγενέστερο και ευνοϊκότερο γι’ αυτήν συνταξιοδοτικό καθεστώς. Η Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, με την απόφασή της με αριθμό 2008/2006, απέρριψε την ένσταση της, με την αιτιολογία ότι ορθώς απορρίφθηκε με την ανωτέρω πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. η αίτηση της, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 του ν. 3075/2002, οι διατάξεις του οποίου είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή της, αφού η γνωμοδότηση της αρμόδιας Επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού εκδόθηκε στις 30.1.2004, υπό την ισχύ δηλαδή του νόμου αυτού. Η ήδη ενάγουσα προσέβαλε με έφεση ενώπιον του παρόντος Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την τεκμαιρόμενη, λόγω απράκτου τριμήνου, απορριπτική πράξη της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων. Το Τμήμα, με την 581/2007 απόφασή του, δέχθηκε την έφεση αυτή, θεωρώντας ως συμπροσβαλλόμενη και την προαναφερόμενη ρητή εν τω μεταξύ εκδοθείσα απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων με αριθμό 2008/2006, με την αιτιολογία ότι εφόσον η αίτηση της εκκαλούσας και ήδη ενάγουσας για συνταξιοδότηση υποβλήθηκε στη Διοίκηση στις 2.3.2001, το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα έ-πρεπε να κριθεί με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο αυτό, δηλαδή με βάση το ν. 2435/1996, ενόψει και του ότι οι διατάξεις τούτου είναι ευμενέστερες σε σχέση με αυτές του επακολουθήσαντος ν. 3075/2002, δεδομένου ότι η ως άνω αίτησή της παρέμενε εκκρεμής στη Διοίκηση από αποκλειστική υπαιτιότητα των οργάνων της για μεγάλο χρονικό διάστημα και πάντως πέραν του ευλόγου, με συνέπεια να έχει συντελεσθεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Η παράλειψη αυτή – η οποία μάλιστα δεν στηρίζεται σε κάποια διάταξη νόμου και χωρίς να ασκεί επιρροή η προέλευσή της, αν δηλαδή οφείλεται στα όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού ή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ενόψει της αρχής του ενιαίου της δράσεως της Διοικήσεως – είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση του παρόντος Τμήματος, η υπόθεσή της να καταληφθεί από τη δυσμενέ¬στερη ρύθμιση του επακολουθήσαντος ν. 3075/2002, με περαιτέρω συνέπεια να καταργηθεί το ήδη αποκτηθέν με βάση το προγενέστερο και ευμενέστερο γι’ αυτήν νομικό καθεστώς του ν. 2435/1996, δι-καίωμά της. Δέχθηκε, ακόμη, ότι σύμφωνα με γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης εκτός αντίθετης ρύθμισης, που στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτή της παραγράφου 13 περ. β΄ του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 – με την οποία ορίζεται ότι αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού μέχρι την έναρξη της ισχύος του και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο κρίνονται με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού – πλην η διάταξη αυτή, ως αντίθετη στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 3 του καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης (ν.δ/γμα 196/1974), είναι ανίσχυρη και συνεπώς ανεφάρμοστη. Σε κάθε περίπτωση, με την ανωτέρω απόφαση, έγινε δεκτό ότι αντίκειται στην αρχή του κράτους δικαίου, δικαιώματα που αποκτήθηκαν από τους διοικούμενους, με βάση ορισμένο νομοθετικό καθεστώς να καταργούνται με νεότερο νόμο, που καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον αυτές παρέμειναν εκκρεμείς ενώπιον της Διοίκησης αδικαιολόγητα επί μακρό χρονικό διάστημα με αποκλειστική αρμοδιότητα των οργάνων της, με αποτέλεσμα να καταληφθούν από το νεότερο νόμο. Κατόπιν δε της παραδοχής της έφεσης, διέταξε η απόφαση αυτή του Τμήματος τούτου (581/2007) την αναπομπή της υπόθεσης στην 43η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ., προκειμένου η από 2.3.2001 αίτηση της εκκαλούσας και ήδη ενάγουσας για συνταξιοδότηση να κριθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 2435/1996. Σχετική αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της α-πόφασης αυτής του παρόντος Τμήματος (581/2007) λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 49 παρ. 4 του π.δ/τος 1225/1981 και 1 παρ. 13 περ. β΄ του ν. 3075/2002, υπό την έννοια ότι εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς στην περίπτωση της αναιρεσίβλητης ήταν οι διατάξεις του νόμου 3075/2002, απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την 1682/2009 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, με την εν μέρει διάφορη, ως προς την εκεί προσβαλλομένη, αιτιολογία ότι η περίπτωση της αναιρεσίβλητης και ήδη ενάγουσας καταλήφθηκε από τις μεταγενέστερες διατάξεις του ν. 3075/2002, εφόσον μη νόμιμα προηγήθηκε με απλή διοικητική εντολή (η οποία δεν είχε το χαρακτήρα νομοθετικής διάταξης εν ευρεία εννοία, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση άλλης διάταξης νόμου και ως εκ τούτου δεν δημιουργούσε νομική υποχρέωση) μη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2435/1996 και μη τήρηση των διαδικασιών που ο νόμος αυτός προέβλεπε και ο οποίος ίσχυε κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία, που έπρεπε να τηρηθούν οι διαδικασίες αυτές και οι σχετικές προθεσμίες, οι οποίες, αν είχαν τηρηθεί, η περίπτωσή της δεν θα είχε καταληφθεί από τις διατάξεις του νόμου 3075/2002 (έναρξη ισχύος 5.12.2002, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του νόμου αυτού), εφόσον η αίτηση για κανονισμό σ’ αυτή σύνταξης υποβλήθηκε στις 2.3.2001 και έπρεπε, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2002 η περίπτωσή της, ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ισχύοντος τότε νόμου 2435/1996, αναφορικά με την προσφορά εκ μέρους της διακεκριμένων υπηρεσιών στην ανάπτυξη των γραμμάτων ή των τεχνών, να εξετασθεί από την αρμόδια Επιτροπή συνταξιοδότησης συγγραφέων και καλλιτεχνών. Ήδη δε, προτού καταστεί κατά τα ως άνω αμετάκλητη η 581/2007 απόφαση του Τμήματος τούτου και κατόπιν της πρόσκλησης της Διοίκησης με τα Πρακτικά της 1ης/20.2.2008 Συνεδρίασης του Τριμελούς Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου να εκτελέσει την ανωτέρω απόφαση, με την ΚΑ-2233/64313/9.6.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, κανονίσθηκε στην ήδη ενάγουσα τιμητική σύνταξη, βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2435/1996 «Για την επέκταση των τιμητικών συντάξεων και άλλες διατάξεις». Με την ίδια απόφαση, η ως άνω σύνταξη ορίσθηκε πληρωτέα από 1.6.2005, ήτοι αναδρομικώς από τριετίας από την πρώτη του μήνα έκδοσης της απόφασης αυτής (9.6.2008), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 169/2007). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η ένδικη αγωγή, ερειδόμενη στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ είναι νόμιμη, αφού με αυτή δεν επιδιώκεται η καταβολή συντάξεων ή ο κανονισμός ή ανακαθορισμός ή αναπροσαρμογή σύνταξης, ώστε να κωλύεται η ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης λόγω του προβλεπόμενου στο άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα χρονικού περιορισμού στην αναδρομική καταβολή συντάξεων, αλλά επιδιώκεται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προς αποζημίωση της ενάγουσας εξαιτίας παράνομων πράξεων των οργάνων του, οι οποίες συνίστανται στο ότι τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα έσφαλαν ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2435/1996 με το να μην κανονίσουν τη σύ-νταξή της από την 1.4.2001, ήτοι από την 1η του επόμενου μήνα της υποβολής της σχετικής αίτησής της, σύμφωνα με την παρ. 10 του ν.δ/τος 214/1973, όπως η παράγραφος αυτή αναριθμήθηκε από 9 σε 10 και αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 2435/1996 – και όχι από τις 2.3.2001, ημερομηνία της αίτησής της, όπως αβασίμως κατά το μέρος αυτό υποστηρίζεται με την αγωγή – και συνεπώς συντρέχει εν προκειμένω η απαιτούμενη, για τη νομική βασιμότητα της υπό κρίση αγωγής, προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της σχετικής άρνησης των οργάνων αυτών, που εκδηλώθηκε με την ΚΑ-2233/64313/9.6.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού. Στοιχειοθετείται, συνεπώς, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα, εξαιτίας της παράνομης αυτής άρνησης των συνταξιοδοτικών οργάνων, από τη στέρηση των συντάξεών της, λόγω του προβλεπόμενου στο άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα χρονικού περιορισμού της τριετίας, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.4.2001 έως 31.5.2005, στο οποίο δεν ανέτρεξε η καταβολή της προαναφερόμενης απονεμηθείσας σε αυτήν τιμητικής σύνταξης. Τέλος δε, συντρέχει και η απαιτούμενη για την κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου προϋπόθεση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ως άνω παράνομης πράξης των οργάνων του εναγομένου και της επελθούσας στην ενάγουσα ζημίας, διότι αυτή απώλεσε για το από 1.4.2001 έως 31.5.2005 χρονικό διάστημα ποσά σύνταξης, τα οποία θα ελάμβανε εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή άρνηση των οργάνων του εναγομένου να κανονίσουν τη σύνταξή της από την 1η του επόμενου μήνα της υποβολής της σχετικής αίτησής της, που εκδηλώθηκε με την ΚΑ-2233/64313/9.6.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού.
IV. Κατόπιν όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ένδικη αξίωση δεν έχει, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αγωγής (14.10.2008), παραγραφεί, αφού η πενταετής παραγραφή, στην οποία υπόκειται κατά το άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 η αξίωση αυτή, ως απορρέουσα από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, άρχισε μόλις το τέλος του έτους, εντός του οποίου εκδόθηκε η ΚΑ-2233/64313/9.6.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, με την οποία και περιορίσθηκε η απονομή της τιμητικής σύνταξης στο χρονικό διάστημα της τριετίας από την έκδοση της, βάσει του κανόνα του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ το ποσό των συντάξεων που στε-ρήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2001 έως 31.5.2005. Δεδομένου δε ότι, βάσει του 173024/ 08/26.9.2008 εγγράφου της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το ύψος των ακαθάριστων μηνιαίων συντάξεων που κανονίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2435/1996 και καταβάλλονταν από το Δημόσιο σε καλλιτέχνες ανέρχεται στο ποσό των 588,40 για το έτος 2001, στο ποσό των 619,89 ευρώ για το έτος 2002, στο ποσό των 648,08 ευρώ για το έτος 2003, στο ποσό των 685,00 ευρώ για το έτος 2004 και στο ποσό των 713,00 ευρώ για το έτος 2005, αυτή έπρεπε να λάβει για το από 1.4.2001 έως 31.12.2001 χρονικό διάστημα το ποσό των 6.472,40 ευρώ (= 588,40 ευρώ X 11 μήνες), για το έτος 2002 το ποσό των 8.678,46 ευρώ (= 619,89 ευρώ Χ 14 μήνες), για το έτος 2003 το ποσό των 9.073,12 ευρώ (= 648,08 ευρώ Χ 14 μήνες), για το έτος 2004 το ποσό των 9.590 ευρώ (= 685,00 ευρώ Χ 14 μήνες) και για το από 1.1.2005 έως 30.5.2005 χρονικό διάστημα το ποσό των 3.921,50 ευρώ (= 713,00 ευρώ Χ 5 1/2 μήνες) και συνολικά το ποσό των 37.735,48 ευρώ (= 6.472,40 ευρώ + 8.678,46 ευρώ + 9.073,12 ευρώ + 9.590 ευρώ + 3.921,50 ευρώ), συμπεριλαμβανομένων των αναλογούντων επι-δομάτων αδείας και δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, και όχι το ποσό των 38.680,38 ευρώ, όπως εσφαλμένως κατά το μέρος αυτό υποστηρίζει η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της.
V. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 37.735,48 ευρώ. Οι δε οφειλόμενοι τόκοι είναι υπολογιστέοι, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 «περί Κώδικος Δικών του Δημοσίου», από την επίδοση της αγωγής στο καθ’ ού, κα¬θώς και με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 293 του ΑΚ και 15 παρ. 5 του ν. 876/1979 με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, και όχι με το μειωμένο (6% ετησίως) επιτόκιο υπερημερίας που προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, αφού η διάταξη αυτή είναι κατά το μέρος τούτο ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. σχετ. Ολ.Ελ.Συν. 513/2009, Ειδ. Δικ. 1/2005, 5/2006, Σ.τ.Ε. 802/2007, 3651/2002, Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 22.5.2007 σε υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος). Τέλος, κατά το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών.