ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2976/2012
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής (εισηγητής), Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία -Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Κωνσταντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος, που αναπληρώνει νόμιμα τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος κωλύεται.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 1ης Σεπτεμβρίου 2008 (αριθμ. κατάθ. 297/25-11-2008) αίτηση, για αναίρεση της 1551/2008 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Τζουμάκα (9411/ΔΣΑ).
Κ α τ ά : α) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και β) του Δήμου …, ( Ν.Π.Δ.Δ.), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Με την 614/1-2-2002 απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών καταλογίστηκε ο ήδη αναιρεσείων, με την ιδιότητά του ως δημοτικού συμβούλου του Δήμου … με το χρηματικό ποσόν των είκοσι έξι χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (26.353,67 € ), συμπεριλαμβανομένων στο ποσόν αυτό των νομίμων προσαυξήσεων, υπέρ του εν λόγω Δήμου, αλληλεγγύως με τον Ταμία του Δήμου και μέχρι του χρηματικού ποσού που αναγράφεται έναντι του καθενός από τους λοιπούς εμπλεκομένους δέκα εννέα (19), αιρετούς και υπαλλήλους του Δήμου που αναφέρονται στην ως άνω καταλογιστική απόφαση, ως υπαίτιοι και συνευθυνόμενοι με τον ως άνω Ταμία, του ελλείμματος που δημιουργήθηκε στην χρηματική διαχείριση του ως άνω Δήμου για τις χρήσεις των ετών 1994-1998.
Με την 1551/2008 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση όσον αφορά στους τότε εκκαλούντες …, μεταρρυθμίστηκε η καταλογιστική απόφαση όσον αφορά στα καταλογισθέντα σε βάρος των ανωτέρω προσώπων χρηματικά ποσά και διατηρήθηκε ως έχει η ως άνω 614/1-2-2002 καταλογιστική απόφαση, όσον αφορά αυτή στους …. και στον επίσης καταλογισθέντα-αναιρεσείοντα …
Με την υπό κρίση αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και προθεσμία για υποβολή υπομνήματος, που του δόθηκε μέχρι τις 9-5-2011
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.Και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές, που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Συμβούλους Μαρία Βλαχάκη, Δημήτριο Πέππα και Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 1551/2008 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα υπ΄αριθμ.2973384, 2973383, 2639917 σειράς Α΄ έντυπα παράβολα του Δημοσίου), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, παρά την απουσία του Δήμου …, οποίος καίτοι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ( βλ. την από 8 Απριλίου 2011 περί επιδόσεως κλήσεως, έκθεση της Δημοτικής υπαλλήλου … … και άρθρ.27, 65 και 117 του π.δ. 1225/1981), δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Με την 614/1-2-2002 απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών καταλογίστηκε ο ήδη αναιρεσείων, με την ιδιότητά του ως δημοτικού συμβούλου του Δήμου … με το χρηματικό ποσόν των είκοσι έξι χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (26.353,67 € ), συμπεριλαμβανομένων στο ποσόν αυτό των νομίμων προσαυξήσεων, υπέρ του εν λόγω Δήμου, αλληλεγγύως με τον Ταμία του Δήμου και μέχρι του χρηματικού ποσού που αναγράφεται έναντι του καθενός από τους λοιπούς εμπλεκομένους δέκα εννέα (19), αιρετούς και υπαλλήλους του Δήμου που αναφέρονται στην ως άνω καταλογιστική απόφαση, ως υπαίτιοι και συνευθυνόμενοι με τον ως άνω Ταμία, του ελλείμματος που δημιουργήθηκε στην χρηματική διαχείριση του ως άνω Δήμου για τις χρήσεις των ετών 1994-1998.
ΙΙ. Με την 1551/2008 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση όσον αφορά στους τότε εκκαλούντες …., μεταρρυθμίστηκε η καταλογιστική απόφαση όσον αφορά στα καταλογισθέντα σε βάρος των ανωτέρω προσώπων χρηματικά ποσά και διατηρήθηκε ως έχει η ως άνω 614/1-2-2002 καταλογιστική απόφαση, αυτή στους …. και στον επίσης καταλογισθέντα-αναιρεσείοντα ….
Ήδη, με την ένδικη αίτησή του ο αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της ως άνω 1551/2008 προσβαλλόμενης απόφασης για τους λόγους που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο και με τους οποίους αποδίδεται σ’ αυτήν 1) παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με τις ειδικότερες αιτιάσεις α) της παραβίασης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, β) της πλημμελούς αιτιολογίας και 2) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 17 του ν.2946/2001, 26 του ν.3274/2004 και 29 παράγρ.8 του ν.3448/2006 που διέπουν την επίδικη υπόθεση.
III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή των Ν.Π.Δ.Δ.., καθώς και όσοι, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε Ο.Τ.Α.. ή σε Ν.Π.Δ.Δ., και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος. Ως εκ τούτου, για την πρόσκτηση της ιδιότητας του υπολόγου, αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο, ακόμη και όταν λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση των περιγραφομένων στο νόμο καθηκόντων του δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου, τον καθιστά υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ελλειμμάτων στη διαχείρισή του. Εξ άλλου, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού, που επισύρει κατ’ αρχήν τον καταλογισμό του υπολόγου, νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά, η οποία εξακριβώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει, συναφώς δε και κάθε πληρωμή που ενεργήθηκε είτε χωρίς πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, είτε χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες για την πραγματοποίησή της. Πλην όμως, κατά γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, απορρέουσα ευθέως από τις αρχές του Κράτους Δικαίου, ο καταλογισμός του υπολόγου προϋποθέτει, περαιτέρω, και την κατάφαση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτού και του επίμαχου κάθε φορά ελλείμματος. Η ευθύνη, δηλαδή, του υπολόγου δεν είναι επιτρεπτό να θεμελιώνεται σε μόνη την ιδιότητά του αυτή, χωρίς συγχρόνως να διαπιστώνεται και η, με πράξη ή παράλειψη, συμβολή του στην πρόκληση του ελλείμματος, όπως αυτό ανέκυψε στην εκάστοτε εξεταζόμενη περίπτωση, αφού, διαφορετικά, κατά παράβαση του συνταγματικού κανόνα περί προστασίας της ανθρώπινης αξίας (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), ο καταλογισμός ως μόνη δικαιολογητική βάση θα είχε την ανάγκη όπως η κρατική εξουσία αποκαταστήσει, ακόμη και σε βάρος προσώπων χωρίς συμμετοχή στη δημιουργία του ελλείμματος, τις οικείες δημόσιες διαχειρίσεις (βλ. αποφάσεις 1976/1995 IV Τμ. και 509/2005 VI Τμ. Ελ. Συν.).
IV. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 12 παρ. 1 του ν.δ/τος 1264/1942 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (Α΄ 100), ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 2 παρ. 1 και 3 του ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 211), όπως οι τελευταίες ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι Οικονομικοί Επιθεωρητές είναι αρμόδιοι για την, επ’ ονόματι του Υπουργού Οικονομικών, διενέργεια ελέγχων που αφορούν, μεταξύ άλλων, στη διαχείριση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και για την έκδοση, σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος, σχετικής καταλογιστικής απόφασης σε βάρος όχι μόνον των οικείων υπολόγων, αλλά και των «τυχόν αλληλεγγύως μετ’ αυτών συνευθυνομένων», ως τέτοιων νοουμένων των προσώπων που, μολονότι δεν αναμείχθηκαν στη διαχειριστική διαδικασία με τρόπο που να τους καθιστά υπολόγους, εντούτοις συνετέλεσαν ουσιωδώς στη δημιουργία του ελλείμματος (βλ. την 2210/2005 κ.ά. αποφάσεις IV Τμ. Ελ. Συν.). Περαιτέρω, ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ιδίου ως άνω ν.δ/τος, όταν το έλλειμμα συνίσταται σε πληρωμή που πραγματοποιήθηκε χωρίς νόμιμο τίτλο, καταλογιστέοι, εκτός από τους υπολόγους και τους μετ’ αυτών συνευθυνομένους, τυγχάνουν και «οι ανοικείως λαβόντες τα χρήματα» υπάλληλοι ή ιδιώτες, σε αντίθεση, όμως, με τους πρώτους που – υπό την προϋπόθεση ότι η υπαιτιότητά τους εξικνείται μέχρι του βαθμού της βαρείας αμελείας ή του δόλου – τα χρέη τους από καταλογισμούς καθίστανται ληξιπρόθεσμα και βαρύνονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ήδη «από την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμμα» (βλ. άρθρα 5 παρ. 5 και 6 παρ. 1 και 5 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων), αντίστοιχη επιβάρυνση δεν προβλέπεται για τους λαβόντες, για τους οποίους ισχύει ο γενικός κανόνας ότι το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο μόνον αφότου βεβαιωθεί «εν στενή εννοία» προς είσπραξη (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 του προαναφερόμενου Κώδικα). Επομένως, μη νομίμως επιβάλλονται, με την καταλογιστική απόφαση που εκδίδεται σε βάρος του λαβόντος το ποσό της ανοίκειας πληρωμής, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αφού η απόφαση αυτή προηγείται της ταμειακής βεβαίωσης και το χρέος δεν έχει, μέχρι τότε, καταστεί ληξιπρόθεσμο (βλ. την 1140/2002 απόφαση I Τμ. Ελ. Συν.).
V. Στο άρθρο 26 του ν. 3274/2004 «Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού» (Α΄ 195) ορίζεται ότι• «1. Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που πληρώθηκαν μέχρι 31η Δεκεμβρίου 2003 από νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, δήμους και κοινότητες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών, καθώς και συνδέσμους πρωτοβαθμίων Ο.Τ.Α., σε βάρος των προϋπολογισμών τους, εφόσον αυτές: α) προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις ή συνάδουν προδήλως με την αποστολή και τις αρμοδιότητες των παραπάνω φορέων, β) έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα, γ) διενεργήθηκαν για σκοπό που έχει επιτελεσθεί και δ) δεν έχουν ακυρωθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. 2. Καταλογισμοί που έχουν γίνει εις βάρος αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων των ανωτέρω φορέων (…) για δαπάνες της προηγούμενης παραγράφου αίρονται, τυχόν δε βεβαιωθέντα ποσά από την ίδια αιτία διαγράφονται (…)». Και στο άρθρο 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 «Για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα και τη ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης» (Α΄ 57) ότι• «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 (…) είναι ότι θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που πληρώθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003 από Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, Δήμους και Κοινότητες, ν.π.δ.δ. αυτών, καθώς και συνδέσμους πρωτοβαθμίων Ο.Τ.Α., σε βάρος των προϋπολογισμών τους, εφόσον: α) το είδος της δαπάνης προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις ή συνάδει με τις αρμοδιότητες και την εν γένει κοινωνική αποστολή των παραπάνω φορέων, όπως απορρέουν από την κείμενη νομοθεσία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πλημμέλεια ή παράλειψη κατά τη σχετική διαδικασία, από την οποία και δημιουργήθηκε για τους παραπάνω φορείς υποχρέωση εξόφλησης της οικείας δαπάνης, β) έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα, γ) αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο μέσο ότι ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκαν έχει εκπληρωθεί και δ) δεν έχουν ακυρωθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευoμένων κατά τρόπο που να συνάδει με το άρθρο 102 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο το Κράτος οφείλει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που απαιτούνται για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διασφαλίζοντας, όμως, ταυτόχρονα τη διαφάνεια κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών, η νομιμοποίηση των δαπανών, που διενεργήθηκαν σε βάρος των προϋπολογισμών Δήμων μέχρι τις 31.12.2003, τελεί υπό τον όρο ότι, κατά την πραγματοποίησή τους, δεν παραβιάσθηκε ουσιώδης διαδικαστικός τύπος. Όπως δε επανειλημμένως έχει κριθεί από το Δικαστήριο τούτο (βλ. τις 2461/2006, 1709/2007 κ.ά. αποφάσεις VII Τμ. Ελ. Συν.), τέτοιους ουσιώδεις τύπους συνιστούν, ακριβώς επειδή αποσκοπούν στη διαφάνεια της χρηματικής διαχείρισης και στην αποτροπή του κινδύνου διασπάθισης και παράνομης ιδιοποίησης των πόρων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, και οι προβλεπόμενες από τους οικείους δημοσιολογιστικούς κανόνες διατυπώσεις για τη διεξαγωγή της ταμειακής υπηρεσίας των οργανισμών αυτών, επομένως και εκείνες των άρθρων 20 – 28, 60 και 61 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (Α΄ 114), με τις οποίες ορίζεται ότι ο δήμαρχος ή ο προς τούτο εξουσιοδοτημένος αντιδήμαρχος προβαίνει, σε συνεργασία με τη λογιστική υπηρεσία του Δήμου, στην εκκαθάριση της δαπάνης και, αφού προηγουμένως ελέγξει τη νομιμότητά της, εκδίδει το αντίστοιχο χρηματικό ένταλμα, στο οποίο πρέπει απαραιτήτως να αναφέρει την αιτία της πληρωμής και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το δικαίωμα του πιστωτή, και ότι στη συνέχεια αποστέλλει αυτά στο δημοτικό ταμείο, όπου και εξοφλείται το ένταλμα, με την υπογραφή από το δικαιούχο σχετικής εξοφλητικής απόδειξης. Κατά συνέπεια, της επελθούσας με τις προμνησθείσες διατάξεις νομιμοποίησης εξαιρούνται οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν είτε χωρίς χρηματικό ένταλμα, είτε (το αυτό) για αιτία άλλη από εκείνη για την οποία εκδόθηκε ο τίτλος πληρωμής.
VI. To IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την ανέλεγκτη, όσον αφορά στο πραγματικό της υπόθεσης, κρίση του, με την προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ.1551/2008 απόφασή του δέχθηκε τα εξής:
Οι 1) …. και 5) …., διετέλεσαν Δήμαρχος, Α΄ Αντιδήμαρχος, Β΄ Αντιδήμαρχος, Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και Δημοτικός Σύμβουλος, αντιστοίχως, του Δήμου …, κατά τη δημοτική περίοδο από 1.1.1995 έως 31.12.1998, οι δε … ήταν υπάλληλοι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, του ως άνω Δήμου, στον οποίον είχε επίσης προσληφθεί και ο ….
Κατά τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στο Δήμο … από τον Οικονομικό Επιθεωρητή …., διαπιστώθηκε κατ’ αρχήν ότι το χρηματικό υπόλοιπο της χρήσης του οικονομικού έτους 1998, που σύμφωνα με τα Βιβλία του Δήμου και συμπεριλαμβανομένης της παράτασης, ήτοι μέχρι τις 28.2.1999, ανερχόταν σε 68.030.173 δραχμές, δεν είχε παραδοθεί από τον μέχρι τότε Ταμία …. στο διάδοχό του …. Δοθέντος δε ότι ούτε οι εγγραφές στα Βιβλία αυτά ήταν ακριβείς, ο έλεγχος επεκτάθηκε στις κατ’ ιδίαν διαχειριστικές πράξεις του προαναφερόμενου Ταμία κατά τις χρήσεις των οικονομικών ετών 1994 – 1998 και έτσι προέκυψε ότι:
i. Σύμφωνα με το Βιβλίο Ταμείου, κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 1995, ο …. είχε προβεί στην εξόφληση των 1850 – 1857 χρηματικών ενταλμάτων, ποσού 18.880.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του μηχανικού …., των 2013 – 2023 χρηματικών ενταλμάτων, ποσού 21.120.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του εργολήπτη δημοσίων έργων (Ε.Δ.Ε.) …., καθώς και των 2041 και 2042 χρηματικών ενταλμάτων, ποσού 4.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του Ε.Δ.Ε. ….. Τα ανωτέρω εντάλματα φέρεται να αφορούσαν εργασίες καθαρισμού οδών και αποκομιδής μπαζών σε διάφορες συνοικίες του Δήμου …, όπως, όμως, ο τότε Ταμίας παραδέχθηκε στην από 31.8.1999 κατάθεσή του ενώπιον του Επιθεωρητή, πέραν των τυπικών ελλείψεων από τις οποίες έπασχαν (στα εντάλματα δεν είχαν επισυναφθεί αποφάσεις των αρμοδίων δημοτικών οργάνων για την ανάθεση των εργασιών, ούτε συμφωνητικά υπογεγραμμένα από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη), είχαν όλα εκδοθεί επί τη βάσει εικονικών τιμολογίων, το δε προϊόν των ενταλμάτων – αφού αφαιρέθηκαν από αυτό τα ποσά που αναλογούσαν στο φόρο εισοδήματος και στο Φ.Π.Α., με τους οποίους επιβαρύνθηκε χωρίς νόμιμη αιτία, ως εκ της μη εκτέλεσης των εργασιών, ο Δήμος, καταβάλλοντας το μεν φόρο εισοδήματος στην οικεία Δ.Ο.Υ. για λογαριασμό των εργολάβων, το δε Φ.Π.Α. στους ίδιους – διατέθηκε για την πληρωμή άλλων δαπανών και, συγκεκριμένα, πάλι κατά τους ισχυρισμούς του …., για τις αποδοχές εκτάκτων εργατών και υπαλλήλων που, χωρίς να εκδοθούν αποφάσεις πρόσληψης, ούτε να συναφθούν έγγραφες συμβάσεις, φέρεται να είχαν εργαστεί στο Δήμο. Προς απόδειξη τούτου, ο πρώην Ταμίας έθεσε υπόψη του ελέγχου απλές φωτοτυπίες πρόχειρων μισθοδοτικών καταστάσεων, χωρίς υπογραφές των οργάνων του Δήμου, παρότι, όμως, ο Επιθεωρητής κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο των καταστάσεων αυτών, αντιπαραβάλλοντάς τις με τα Βιβλία Παρουσίας που τηρούσε ο Δήμος και προβαίνοντας στην εξέταση όσων από τα εμφανιζόμενα στις καταστάσεις πρόσωπα μπόρεσε να εντοπίσει, ούτε ο ακριβής αριθμός και η ταυτότητα των ατύπως προσληφθέντων εργατών, ούτε, πολύ περισσότερο, τα ποσά που τους καταβλήθηκαν, κατέστη δυνατόν να επαληθευτούν. Αυτό, πάντως, που σε κάθε περίπτωση παραμένει βέβαιο είναι ότι οι εργασίες καθαρισμού των οδών ουδέποτε εκτελέστηκαν από τους φερόμενους ως δικαιούχους των ενταλμάτων εργολάβους, με συνέπεια οι προαναφερόμενες πληρωμές να συνιστούν έλλειμμα συνολικού ύψους 44.000.000 δραχμών.
Τα ίδια ακριβώς συνέβησαν και κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 1996, με τα 764 – 771 και τα 1950 – 1958 χρηματικά εντάλματα, συνολικού ποσού 35.997.968 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ των Ε.Δ.Ε. …., του εργολάβου οικοδομικών εργασιών …. και της τεχνικής εταιρίας … Α.Β.Ε.Τ.Ε.. Εν προκειμένω, πέραν της παραδοχής του τότε Ταμία, για την οποία έγινε προηγουμένως λόγος, την εικονικότητα των οικείων συναλλαγών επιβεβαίωσαν, μεταξύ άλλων, οι υπάλληλοι του …, με τις ενώπιον του Επιθεωρητή καταθέσεις τους, ενώ χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, ήταν και η από 8.7.1999 κατάθεση του εργολάβου …., που δήλωσε άγνοια για τα τιμολόγια, επί τη βάσει των οποίων είχαν εκδοθεί τα επ’ ονόματί του εντάλματα, ισχυριζόμενος ότι είχε αφήσει το μπλοκ του στα γραφεία του Δήμου και ότι οι υπάλληλοι του τελευταίου ήταν αυτοί που είχαν εκδώσει τα συγκεκριμένα τιμολόγια. Όσον αφορά δε την τύχη του υπολειπόμενου μετά την αφαίρεση των φόρων προϊόντος των ενταλμάτων, το μόνο βέβαιο είναι ότι μέρος αυτού, ύψους 700.000 δραχμών, διατέθηκε στις 24.12.1996, για την καταβολή, χωρίς χρηματικό ένταλμα, στους υπαλλήλους του Δήμου …., καθώς και στον ίδιο τον …., του επιδόματος χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή που τούς είχε αναγνωρισθεί εξωδίκως με την 36/28.11.1995 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής, η οποία, όμως, ακυρώθηκε μεταγενεστέρως από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας (βλ. την 334/9.1.2001 έγγραφη αναφορά του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου και εκ των λαβόντων το επίδομα …).
Ανάλογες ήταν οι διαπιστώσεις του ελέγχου και για τα 804, 806, 807, 808, 1554, 1556, 1558, 1560, 1562, 1564, 1570 και 1572 χρηματικά εντάλματα, ποσού 24.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του Ε.Δ.Ε. …, τα 1559, 1561, 1563, 1565, 1571, 1553, 1555 και 1557 χρηματικά εντάλματα, ποσού 16.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ της εργολάβου χωματουργικών εργασιών …, καθώς και τα 805, 809, 810 και 811 χρηματικά εντάλματα, ποσού 8.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του Ε.Δ.Ε. …, στην εξόφληση των οποίων είχε προβεί ο …. κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 1997. Όπως δε και στις αντίστοιχες περιπτώσεις των οικονομικών ετών 1995 και 1996 είχε συμβεί, τα προαναφερόμενα χρηματικά εντάλματα, συνολικού ποσού 48.000.000 δραχμών, είχαν εκδοθεί επί τη βάσει εικονικών τιμολογίων και για εργασίες που δεν εκτελέστηκαν από τους φερόμενους ως δικαιούχους αυτών εργολάβους, γεγονός που ο τότε Ταμίας παραδέχθηκε, με την από 31.8.1999 κατάθεσή του, ισχυριζόμενος, περαιτέρω, ότι, αφαιρουμένου του φόρου εισοδήματος και του Φ.Π.Α., το προϊόν των ενταλμάτων είχε στην πραγματικότητα διατεθεί για την πληρωμή ατύπως προσληφθέντων από το Δήμο εργατών και υπαλλήλων.
Κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 1998, ο … είχε προβεί στην εξόφληση χρηματικών ενταλμάτων που, κατά παραδοχή του ιδίου, συμπληρούμενη από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης για τα οποία έγινε ήδη λόγος, πέραν των τυπικών ελλείψεών τους (ούτε εν προκειμένω είχαν επισυναφθεί αποφάσεις ανάθεσης των εργασιών και υπογεγραμμένα συμφωνητικά), είχαν εκδοθεί επί τη βάσει εικονικών τιμολογίων και για εργασίες μη πράγματι εκτελεσθείσες από τους φερόμενους ως δικαιούχους αυτών εργολάβους. Επρόκειτο, ειδικότερα, για τα 1139 – 1150 χρηματικά εντάλματα, ποσού 24.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του Ε.Δ.Ε. …, τα 1154 – 1163, 1165 και 1204 χρηματικά εντάλματα, ποσού 24.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του Ε.Δ.Ε. …, τα 1410, 1416, 1420, 1422 και 1424 χρηματικά εντάλματα, ποσού 10.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του Ε.Δ.Ε. …, τα 1413, 1417 και 1419 χρηματικά εντάλματα, ποσού 6.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ του εργολάβου χωματουργικών εργασιών …, το 1310 χρηματικό ένταλμα, ποσού 2.000.000 δραχμών, που είχε εκδοθεί υπέρ του εργολάβου χωματουργικών εργασιών …., τα 582 και 1425 χρηματικά εντάλματα, ποσού 354.000 και 2.000.000 δραχμών αντιστοίχως, που είχαν εκδοθεί υπέρ του εργολάβου οικοδομικών εργασιών …, τα 1415 και 1423 χρηματικά εντάλματα, ποσού 2.000.000 δραχμών το καθένα, που είχαν εκδοθεί υπέρ του εργολάβου χωματουργικών εργασιών …, καθώς και τα 1412 και 1418 χρηματικά εντάλματα, ποσού 4.000.000 δραχμών, που είχαν εκδοθεί υπέρ της εργολάβου χωματουργικών εργασιών …, το προϊόν των οποίων, μετά την αφαίρεση των φόρων, φέρεται, κατά τη γνωστή πρακτική του Δήμου, να διατέθηκε για την πληρωμή ατύπως προσληφθέντων εργατών και υπαλλήλων, με συνέπεια να ανακύπτει έλλειμμα συνολικού ποσού 76.354.000 δραχμών.
Τούτων δοθέντων, το προερχόμενο από τα εικονικά τιμολόγια έλλειμμα ανήλθε στο συνολικό ποσό των 204.351.968 δραχμών, με το οποίο καταλογιστέοι, εις ολόκληρον με τον ταμία …, κρίθηκαν: α) Ο …. που, με την ιδιότητα του Αντιδημάρχου, είχε εκδώσει τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα, παρά την έλλειψη νόμιμων δικαιολογητικών και μολονότι, όπως και ο ίδιος κατ’ ουσίαν παραδέχθηκε με το από 25.1.2000 υπόμνημά του ενώπιον του Επιθεωρητή, τελούσε σε γνώση του ότι η αιτία πληρωμής δεν ανταποκρινόταν στα πράγματα. β) Ο τότε Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου … μέχρι του ποσού των 199.997.968 δραχμών, με την αιτιολογία ότι ήταν εκείνος που, με την εξαίρεση των 2041/1995, 2042/1995 και 582/1998 χρηματικών ενταλμάτων, συνολικού ποσού 4.354.000 δραχμών, είχε υπογράψει τις από 20.1.1995, 18.10.1995, 28.12.1995, 12.6.1996, 20.6.1996, 21.12.1996, 22.12.1996, 23.6.1997, 15.12.1997, 16.12.1997, 17.12.1997, 18.12.1997, 21.10.1998, 22.10.1998, 20.11.1998, 22.11.1998, 23.11.1998, 30.11.1998, 11.12.1998 και 12.12.1998 βεβαιώσεις παραλαβής των δήθεν εκτελεσθεισών από τους εργολάβους εργασιών. Και ναι μεν ούτε οι επισυναφθείσες στα 2023/1995 και 1415/1998 χρηματικά εντάλματα, ποσού 4.000.000 και 2.000.000 δραχμών αντιστοίχως, βεβαιώσεις παραλαβής εργασιών έφεραν την υπογραφή του … (όπως και εκείνη του 582/1998 εντάλματος ήταν παντελώς ανυπόγραφες), κατά τα λοιπά, όμως, αυτός δεν αρνήθηκε τη συμβολή του στην πρόκληση του ελλείμματος, ισχυριζόμενος, με το από 31.12.2000 υπόμνημα που υπέβαλε στον Επιθεωρητή, ότι είχε το «λόγο τιμής» των λοιπών μελών του Δημοτικού Συμβουλίου για την από κοινού ανάληψη της ευθύνης σε περίπτωση αποκάλυψης της αναλήθειας των βεβαιώσεων. γ) Ο Δημοτικός Σύμβουλος … και οι υπάλληλοι του Δήμου …. μέχρι του ποσού των 4.000.000 δραχμών, διότι είχαν υπογράψει τις από 18.10.1995 βεβαιώσεις παραλαβής των εργασιών επί τη βάσει των οποίων είχαν εκδοθεί τα 2041 και 2042/1995 χρηματικά εντάλματα. δ) Ο τότε Αντιδήμαρχος …., ο οποίος συνεννοείτο με τους εργολάβους και προσδιόριζε το ποσό των εικονικών τιμολογίων που θα ζητούντο από αυτούς (βλ. τις από 13.9.1999 και 11.11.1999 καταθέσεις του ….), επί τη βάσει των πρόχειρων μισθοδοτικών καταστάσεων, των οποίων, μάλιστα, είχε προηγουμένως μεθοδεύσει την αλλοίωση, με την καταγραφή μη πραγματοποιηθέντων ημερομισθίων (βλ. την από 2.7.1999 ένορκη κατάθεση της υπαλλήλου του Δήμου …). Και, τέλος, ε) ο τότε Δήμαρχος … που, όπως παραδέχθηκε στην από 20.9.1999 κατάθεσή του ενώπιον του Επιθεωρητή, συντόνιζε την όλη διαδικασία και κατ’ εντολήν του οποίου ενεργούσε ο Ταμίας.
ii. Ο ταμίας …. είχε καταχωρήσει στις δαπάνες του προϋπολογισμού του Δήμου το προϊόν από την εξόφληση, στις 22.12.1998, του 558, οικονομικού έτους 1998, χρηματικού εντάλματος, ποσού 1.498.600 δραχμών, που είχε εκδοθεί υπέρ της εταιρίας … Ο.Ε. και φέρεται να αφορούσε εργασίες καθαρισμού διαφόρων οδών και συνοικισμών του Δήμου …. Το ένταλμα αυτό δεν έφερε στοιχεία εξόφλησης, ο δε Ταμίας, προς επιβεβαίωση της πληρωμής, έθεσε υπόψη του Επιθεωρητή την από 25.9.1996 απόδειξη κατάθεσης 1.000.000 δραχμών στον τραπεζικό λογαριασμό ιδιώτη – μίας …, αγνώστων λοιπών στοιχείων – ισχυριζόμενος, περαιτέρω, αορίστως ότι το υπόλοιπο της οφειλής είχε εξοφληθεί από τον Λογιστή του Δήμου …. Δοθέντος, όμως, ότι αφενός ο νόμιμος εκπρόσωπος της φερομένης ως δικαιούχου εταιρίας είχε αποβιώσει ήδη από τις 29.7.1998, ήτοι πολύ πριν την υποτιθέμενη ημερομηνία εξόφλησης του εντάλματος, αφετέρου οποιαδήποτε σχέση της … με την εταιρία αυτή δεν αποδείχθηκε, ο έλεγχος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη πληρωμή δεν είχε στην πραγματικότητα ενεργηθεί και ότι είχε καταχωρηθεί προς κάλυψη ισόποσου ταμειακού ελλείμματος, με το οποίο καταλογιστέοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον …, κρίθηκαν: α) ο Αντιδήμαρχος …, ως εκδότης του εντάλματος, β) ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου …, που είχε υπογράψει την από 3.9.1996 βεβαίωση παραλαβής των εργασιών, επί τη βάσει της οποίας είχε εκδοθεί το ένταλμα, και γ) ο Δήμαρχος …, με εντολή του οποίου είχε ενταλματοποιηθεί η δαπάνη.
iii. Προς δικαιολόγηση του ελλείποντος χρηματικού υπολοίπου των 68.030.173 δραχμών, που σύμφωνα με τα Βιβλία του Δήμου έπρεπε να υπάρχει κατά τη λήξη του οικονομικού έτους 1998 και δεν βρέθηκε, ο πρώην Ταμίας έθεσε υπόψη του Επιθεωρητή συνολικώς σαράντα μία (41) πρόχειρες αποδείξεις διαφόρων ποσών. Ο δε τελευταίος, ενώ θα μπορούσε να απορρίψει τα, ούτως ή άλλως, μη νόμιμα αυτά διαχειριστικά στοιχεία, διενήργησε επί της ουσίας έλεγχο των αποδείξεων και έκρινε, μεταξύ άλλων, ως ελλείμματα:
1) Το ποσό των 15.000.000 δραχμών που, με την από 29.5.1998 πρόχειρη απόδειξη, είχε καταβληθεί στην εταιρία … Α.Β.Ε.Τ.Ε.. Η καταβολή του ποσού αυτού από τον … έγινε σε εν μέρει εξόφληση του 970, οικονομικού έτους 1998, χρηματικού εντάλματος, που είχε εκδοθεί υπέρ του εργολάβου … και φέρεται να αφορούσε στην εκτέλεση του έργου «Επούλωση λάκκων πόλης …», ήταν δε νομικώς πλημμελής, καθόσον ο Παπαϊωάννου, με ιδιωτικό έγγραφό του μη φέρον ημερομηνία και βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, είχε εξουσιοδοτήσει το …, ως ιδιώτη και όχι ως νόμιμο εκπρόσωπο της … Α.Β.Ε.Τ.Ε., να προβεί στην είσπραξη του προϊόντος του εντάλματος. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η καταβολή σε πρόσωπο άλλο από το φερόμενο ως πιστωτή του Δήμου δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού, όπως προέκυψε από τον έλεγχο (βλ. και το από 10.1.2001 υπόμνημα του τότε Δημάρχου …), το επίμαχο έργο, ύστερα από την ακύρωση από την Περιφέρεια των 160, 161 και 162/4.7.1996 αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου περί απευθείας ανάθεσής του (με τη μεθόδευση της κατάτμησης της δαπάνης) στη … Α.Β.Ε.Τ.Ε. και ενώ, σύμφωνα με τα οικεία δελτία αποστολής του ασφαλτομίγματος, είχε ήδη (από τις 22.7.1996) εκτελεστεί από την εν λόγω εταιρία, δημοπρατήθηκε εικονικώς στις 30.1.1997 και ανατέθηκε στον …, που ήταν ο μοναδικός υποψήφιος στην υποτιθέμενη δημοπρασία, με σκοπό την κάλυψη της μη νόμιμης συναλλαγής με την … Α.Β.Ε.Τ.Ε..
2) Το εκ δραχμών 7.967.360 συνολικό ποσό, το οποίο είχε καταβάλει ο …. σε εξόφληση των 8/10.12.1998 και 10/24.12.1998 τιμολογίων του εργολάβου …, του 3/10.12.1998 τιμολογίου του εργολάβου … καθώς και του 179/24.11.1998 τιμολογίου της …., που όλα φέρεται να αφορούσαν χαλικοστρώσεις σε διάφορους συνοικισμούς του Δήμου …. Οι παραπάνω οφειλές δεν είχαν ενταλματοποιηθεί και τούτο ήταν φυσικό, αφού έγγραφες αποφάσεις των αρμοδίων δημοτικών οργάνων για την ανάθεση των χαλικοστρώσεων δεν υπήρχαν, οι δε μελέτες, επί τη βάσει των οποίων υποτίθεται ότι είχαν ανατεθεί οι επίμαχες εργασίες, αφορούσαν στην πραγματικότητα το έργο «Αγροτική οδοποιία νότιας πόλης».
3) Το ποσό των 2.800.000 δραχμών που, με πρόχειρη απόδειξη χωρίς ημερομηνία, είχε καταβάλει ο ταμίας …, περί τις αρχές Ιουλίου του έτους1994, στον εργολάβο …. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι στον προαναφερόμενο εργολάβο είχε ανατεθεί από τη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) …, ήτοι από διάφορο του Δήμου νομικό πρόσωπο, η εκτέλεση του έργου «Αποχέτευση ομβρίων συνοικίας …». Χρηματικό ένταλμα δε του Δήμου δεν εκδόθηκε, ούτε θα μπορούσε νομίμως να εκδοθεί, καθόσον, όπως κατέθεσε στις 18.5.1999 η Γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου …, το θέμα της επιβάρυνσης του Δήμου με μέρος της δαπάνης του έργου της Δ.Ε.Υ.Α. εισήχθη μεν ενώπιον του οργάνου αυτού, σχετική απόφαση, όμως, τελικώς δεν ελήφθη, υπό το φόβο της ακύρωσής της από την Περιφέρεια.
4) Το ποσό των 1.400.000 δραχμών που, χωρίς χρηματικό ένταλμα και με αχρονολόγητη πρόχειρη απόδειξη, είχε καταβάλει ο …. στον (και) υπάλληλο του Δήμου …. Το ποσό αυτό φέρεται, κατά τα αναγραφόμενα στην απόδειξη και τους ενώπιον του Επιθεωρητή ισχυρισμούς του λαβόντος, να αφορούσε εκτέλεση εργασιών χαλικοστρώσεων, ο τότε …., όμως, ισχυρίστηκε ότι είχε καταβληθεί σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση στο Δήμο ενός φορτηγού αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του …. Στοιχεία, ωστόσο, που να επιβεβαιώνουν οποιαδήποτε από τις παραπάνω εκδοχές και, κατ’ επέκταση, την ύπαρξη νόμιμης αιτίας πληρωμής δεν βρέθηκαν από τον έλεγχο, όπως, άλλωστε, έγινε δεκτό και με τη μεταγενεστέρως εκδοθείσα 70/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, με την οποία κρίθηκε ότι ναι μεν ο …ς είχε εκμισθώσει το φορτηγό στο Δήμο, πλην όμως, ως εκ της μη τήρησης του εγγράφου τύπου, η σχετική σύμβαση μίσθωσης ήταν άκυρη.
Με τα ποσά των παραπάνω παράτυπων εκταμιεύσεων καταλογιστέος, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον τότε Ταμία, κρίθηκε ο Δήμαρχος …., που, όπως παραδέχθηκε στην από 20.9.1999 κατάθεσή του ενώπιον του Επιθεωρητή, είχε προφορικώς δώσει στον … την εντολή πραγματοποίησης πληρωμών χωρίς νόμιμο τίτλο. Περαιτέρω δε, καταλογιστέοι κρίθηκαν: α) Ο …, ως ανοικείως λαβών το ποσό των 1.400.000 δραχμών που, χωρίς χρηματικό ένταλμα, είχε εισπράξει από το Δήμο. β) Οι … και Σπυρίδων Λαμπρινός μέχρι του ποσού των 7.967.360 δραχμών, για το λόγο ότι είχαν συμπράξει στην διενέργεια των πληρωμών προς τους εργολάβους … και …, ο μεν πρώτος προβαίνοντας στην ανάθεση και ο δεύτερος βεβαιώνοντας ψευδώς την παραλαβή των οικείων εργασιών. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι, ελλείψει εγγράφων στοιχείων (αποφάσεων ανάθεσης, μελετών και πιστοποιήσεων), ούτε το πρόσωπο που, εκ μέρους του Δήμου, είχε αναθέσει τις εργασίες, ούτε η μη εκτέλεση των εργασιών αυτών προέκυψαν κατά τρόπο αναμφισβήτητο από τον έλεγχο.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω διαπιστώσεων του Επιθεωρητή, το μέρος του ευρεθέντος στη διαχείριση του Δήμου … ελλείμματος, σε αποκατάσταση του οποίου υποχρεούντο οι εκκαλούντες, προσδιορίστηκε σε α) 233.017.928 δραχμές, για το …, β) 213.817.928 δραχμές, για το …., γ) 204.351.968 δραχμές, για τον …., δ) 209.463.928 δραχμές, για το ….ε) 4.000.000 δραχμές, για τον …., στ) 4.000.000 δραχμές, για το …., ζ) 4.000.000 δραχμές, για το … και η) 1.400.000 δραχμές, για το …., τα δε ποσά αυτά, μαζί με τις (μη αμφισβητούμενες με την έφεση, ως προς το ύψος τους) προσαυξήσεις που μέχρι τις 31.12.2001 ανέρχονταν σε 192.420.589, 178.128.589, 172.780.322, 172.905.099, 4.980.000, 4.980.000, 4.980.000 και 1.463.000 δραχμές αντιστοίχως, καταλογίσθηκαν σε βάρος τους, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση.
VII. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα άγεται κατ΄ αρχήν στην κρίση ότι, κατά το μέρος που αφορά το 558, οικονομικού έτους 1998, ένταλμα, ποσού 1.498.600 δραχμών, ο καταλογισμός των εκ των εκκαλούντων …. δεν είναι νόμιμος, αφού η όποια συμμετοχή τους στην έκδοση του εντάλματος αυτού δεν συνέχεται με το έλλειμμα, το οποίο εν προκειμένω συνίσταται, όχι στη μη νόμιμη πληρωμή του εντάλματος, αλλά στην καταχώρησή του ως εξοφληθέντος, μολονότι τέτοια πληρωμή δεν είχε στην πραγματικότητα γίνει, ενέργεια για την οποία την αποκλειστική ευθύνη φέρει ο τότε Ταμίας του Δήμου. Ωσαύτως μη νόμιμος παρίσταται ο καταλογισμός, αφενός του … με τα εκ δραχμών 4.000.000 και 2.000.000 ποσά των 2023/1995 και 1415/1998 χρηματικών ενταλμάτων, καθόσον, σε αντίθεση με τα γενόμενα δεκτά από τον Επιθεωρητή, οι επισυναφθείσες στα εντάλματα αυτά ψευδείς βεβαιώσεις παραλαβής των εργασιών δεν έφεραν την υπογραφή του, αφετέρου του ιδίου ως άνω εκκαλούντος και του …. με το εκ δραχμών 7.967.360 ποσό που καταβλήθηκε στους εργολάβους …, αφού σύμπραξή τους στη, χωρίς νόμιμο τίτλο, πληρωμή του τελευταίου αυτού ποσού δεν αποδείχθηκε. Όσον αφορά, επομένως, τους συγκεκριμένους εκκαλούντες, πρέπει, κατά μερική παραδοχή της έφεσης, η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί ως προς τα παραπάνω ποσά και τις επ’ αυτών επιβληθείσες προσαυξήσεις που, υπολογισθείσες από τον Επιθεωρητή από 22.12.1998 (για το 558/1998 ένταλμα), από 29.2.1996 (για το 2023/1995 ένταλμα), από 4.2.1999 (για το 1415/1998 ένταλμα) και από 10.12.1998 (για τις πληρωμές προς τους εργολάβους), ανέρχονται, λαμβανομένων υπόψη των ποσοστών μηνιαίας προσαύξησης όπως διαδοχικώς ίσχυσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο (2% για το χρονικό διάστημα από 1.2.1996 μέχρι 30.9.1999 και 1,5% για το χρονικό διάστημα από 1.10.1999 έως 31.12.2001) σε 906.653, 5.060.000, 1.130.000 και 4.820.253 δραχμές αντιστοίχως.
Περαιτέρω, μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του, καταλογισθέντος υπό την ιδιότητα του ανοικείως λαβόντος,… οι εκ δραχμών 1.463.000 προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν στο, χωρίς νόμιμο τίτλο, εισπραχθέν από αυτόν ποσό, εφόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το χρέος του από την εν λόγω αιτία δεν είχε, μέχρι του χρόνου έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καταστεί ληξιπρόθεσμο. Ως εκ τούτου, και κατά το κεφάλαιό του αυτό, ο ένδικος καταλογισμός τυγχάνει ακυρωτέος και πρέπει να αρθεί.
Κατά τα λοιπά, ωστόσο, κεφάλαιά της, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νόμιμη και, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με την κρινόμενη έφεση, δεν πάσχει ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής παρατίθενται συνοπτικώς, εξειδικευόμενες περαιτέρω από τα άλλα στοιχεία του φακέλου, οι ενέργειες με τις οποίες οι εκκαλούντες συνέβαλαν στην πρόκληση του ελλείμματος, οι δε πράξεις που αποδίδονται στους εξ αυτών …. (σύμπραξη στην έκδοση χρηματικών ενταλμάτων για ανύπαρκτες συναλλαγές του Δήμου, έκδοση ψευδών βεβαιώσεων παραλαβής εργασιών, εντολή πληρωμής δαπανών χωρίς νόμιμο τίτλο) είναι τέτοιες που στοιχειοθετούν πρόθεση παράκαμψης των νόμιμων διαδικασιών και δικαιολογούν την επιβολή σε βάρος τους και των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεων. Και ναι μεν οι εκκαλούντες ισχυρίζονται α) ότι ο ένδικος καταλογισμός τους τυγχάνει αόριστος, στο μέτρο που δεν προσδιορίζεται το μέρος του προϊόντος των επ’ ονόματι των εργολάβων εκδοθέντων χρηματικών ενταλμάτων που διατέθηκε για την πληρωμή του ατύπως προσληφθέντος προσωπικού του Δήμου, β) ότι όσοι από αυτούς (κατά το εφετήριο φέρεται να πρόκειται μόνον για τους ….) περιορίστηκαν απλώς στο να βεβαιώσουν την παραλαβή των δήθεν εκτελεσθεισών από τους εργολάβους εργασιών δεν υπέχουν δημοσιολογιστική ευθύνη και, ως αστικώς ευθυνόμενοι, αναρμοδίως καταλογίστηκαν από τον Επιθεωρητή, καθώς και γ) ότι αθροιζόμενα τα επιμέρους καταλογισθέντα ποσά υπερβαίνουν κατά πολύ το συνολικώς διαπιστωθέν στη διαχείριση του Δήμου έλλειμμα, κανένας, όμως, από τους παραπάνω ισχυρισμούς τους δεν δύναται να ευδοκιμήσει, ο πρώτος διότι, ανεξαρτήτως του ανέφικτου της διαπίστωσης του πως ακριβώς διατέθηκε το προϊόν των ενταλμάτων, λόγω της έλλειψης νόμιμων διαχειριστικών στοιχείων, για την κατάφαση του μέρους αυτού του ελλείμματος αρκεί το πραγματικό γεγονός ότι οι εργασίες ουδέποτε εκτελέστηκαν από τους φερόμενους ως δικαιούχους εργολάβους, ο δεύτερος διότι η υπογραφή των ψευδών βεβαιώσεων παραλαβής των εργασιών, που χρησιμοποιήθηκαν ως δικαιολογητικά των χρηματικών ενταλμάτων για τις εικονικές συναλλαγές του Δήμου, τελώντας σε αιτιώδη συνάφεια με το έλλειμμα, καθιστά όσους προέβησαν στην ενέργεια αυτή συνευθυνόμενους με τους υπολόγους και ο τρίτος επειδή, ενόψει του πραγματικού της υπόθεσης και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 και 15 του ν.δ/τος 1264/1942, νομίμως ο καταλογισμός των εκκαλούντων ενεργήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Απορριπτέος επίσης τυγχάνει ο λόγος έφεσης με τον οποίον υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των εκκαλούντων. Πράγματι, εφόσον η κλήση για την άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν απαιτείται να περιβληθεί ορισμένο πανηγυρικό τύπο και αρκεί η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση στο διοικούμενο της ευχέρειας να εκφράσει τις απόψεις του πριν από τη λήψη του δυσμενούς διοικητικού μέτρου (βλ. την 1679/2006 απόφαση Ολομ. Ελ. Συν.), τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται στη συγκεκριμένη περίπτωση που επανειλημμένως παρασχέθηκε στους εκκαλούντες η δυνατότητα να προβάλουν τις αντιρρήσεις τους ως προς τον τότε επαπειλούμενο σε βάρος τους καταλογισμό, όχι μόνον με την εμπρόθεσμη (στις 29.1.2002) κοινοποίηση σε αυτούς της – επέχουσας θέση κλήσης σε προηγούμενη ακρόαση – 459/25.1.2002 πρόσκλησης τακτοποίησης του ελλείμματος, αλλά και διά της εξέτασής τους από τον Επιθεωρητή, ενώπιον του οποίου, μάλιστα, οι …., κατέθεσαν τα από 10.1.2001, 25.1.2000, 10.1.2001 και 31.12.2000 υπομνήματα, που ελήφθησαν υπόψη κατά την αξιολόγηση των ευρημάτων του ελέγχου. Το ίδιο ισχύει και για το συναφή λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίον η προδικασία του καταλογισμού πάσχει ως εκ του ότι η 5110/18.12.2001 πορισματική έκθεση του Επιθεωρητή δεν κοινοποιήθηκε, μαζί με την προαναφερόμενη πρόσκληση, στους εκκαλούντες, αφού αυτοί δεν εκωλύοντο, λαμβάνοντας γνώση της σύνταξης της εν λόγω έκθεσης που μνημονευόταν στο σώμα της πρόσκλησης, να ζητήσουν τη χορήγησή της, εφ’ όσον έκριναν ότι τους ήταν απαραίτητη για την καλύτερη προπαρασκευή της άμυνάς τους (πρβλ. αποφάσεις 2445/2007 Ολομ. και 2206/2005 IV Τμ. Ελ. Συν.).
Δοθέντος, εξ άλλου, ότι τα καταλογισθέντα σε βάρος των εκκαλούντων ποσά αφορούν σε πληρωμές, η πλημμέλεια των οποίων ανάγεται στην παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας πραγματοποίησής τους, περίπτωση εφαρμογής των γενικών νομιμοποιητικών διατάξεων των άρθρων 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 δεν συντρέχει εν προκειμένω, όπως επίσης δεν χωρεί νομιμοποίησή τους επί τη βάσει της – ειδικώς αναφερόμενης σε αμοιβές καταβληθείσες σε δημοτικούς υπαλλήλους – διάταξης του άρθρου 17 του ν. 2946/2001 (Α΄ 224), για τον πρόσθετο λόγο ότι η τελευταία αυτή διάταξη προϋποθέτει για την εφαρμογή της έγκυρο εξώδικο συμβιβασμό και τέτοιος δεν υφίσταται, ούτε καν στην περίπτωση του χωρίς νόμιμο τίτλο εκταμιευθέντος επιδόματος χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή, συνεπεία της ακύρωσης της 36/28.11.1995 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής. Όσον αφορά, περαιτέρω, το λόγο έφεσης με τον οποίον προβάλλεται ότι οι εκκαλούντες, έχοντας υπόψη τις κατά καιρούς ρυθμίσεις για τη νομιμοποίηση παρεμφερών δαπανών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως εκείνη του άρθρου 80 του ν. 1416/1984, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι ενεργούσαν νομίμως και προς το συμφέρον των δημοτών, είναι προφανές ότι οι όλως εξαιρετικές νομοθετικές αυτές παρεμβάσεις ουδόλως δικαιολογούν την περί εξαίρεσης των δημοτικών διαχειρίσεων από τους οικείους δημοσιολογιστικούς κανόνες αντίληψη που διατείνονται ότι είχαν σχηματίσει οι εκκαλούντες. Ως εκ τούτου και επειδή η λήψη και χρήση εικονικών τιμολογίων συνιστά όχι απλή υπέρβαση των τύπων χάριν της εξυπηρέτησης των, κατά τους εκκαλούντες, πιεστικών αναγκών καθαρισμού της πόλης, αλλά βαρύτατη διαχειριστική πλημμέλεια, και ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, αδιάφορο για τη νομιμότητα του καταλογισμού των εκκαλούντων αποβαίνει τόσο το εάν τα υπόλοιπα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου τελούσαν σε γνώση των παρατυπιών, όσο και το εάν από τις επίμαχες ενέργειές τους ζημιώθηκε ο Δήμος, το μεν διότι η τυχόν συναίνεση των άλλων δημοτικών συμβούλων μπορεί ενδεχομένως να θεμελιώνει ευθύνη και των τελευταίων, δεν απαλλάσσει, ωστόσο, τους εκκαλούντες από τη δική τους, το δε διότι, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο τούτο (βλ. τις 1039/1995, 1461/2006 κ.ά. αποφάσεις Ολομ. Ελ. Συν.), ο καταλογισμός του ελλειμματία υπολόγου δεν συναρτάται αναγκαίως με την επέλευση ή μη ζημίας στην ελεγχθείσα διαχείριση.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, το IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ.1551/2008 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση, μεταρρύθμισε την καταλογιστική απόφαση και περιόρισε τα καταλογισθέντα σε βάρος των … … χρηματικά ποσά σε (425.438.517–1.498.600–906.653) 423.033.264 δραχμές ή 1.241.476,73 ευρώ για τον πρώτο, (391.946.517-1.498.600-906.653-7.967.360-4.820.253) 376.753.651 δραχμές ή 1.105.660,02 ευρώ για το δεύτερο, (382.369.027-1.498.600-906.653-4.000.000-5.060.000-2.000.000-1.130.000-7.967.360-4.820.253) 354.986.161 δραχμές ή 1.041.778,90 ευρώ για τον τρίτο και (2.863.000-1.463.000) 1.400.000 δραχμές ή 4.108,58 ευρώ για τον τέταρτο, διατήρησε κατά τα λοιπά, ως έχει την προσβαλλόμενη απόφαση, του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και διέταξε την απόδοση στους ανωτέρω, του κατατεθέντος παραβόλου σύμφωνα με άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων παραπονείται ότι παραβιάστηκε ο ουσιώδης τύπος της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του της προηγούμενης ακρόασης που προβλέπεται από την παρ.2 του άρθρου 20 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του ν.2690/199 (Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) και ότι ως εκ τούτου η προδικασία του καταλογισμού πάσχει, αφού η 5110/18.12.2001 πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή δεν του κοινοποιήθηκε μαζί με την υπ΄αριθμ. 459/25.1.2002 πρόσκληση τακτοποίησης του ελλείμματος, της οποίας η κοινοποίηση έλαβε χώρα στις 29-1-2002, για να λάβει γνώση όλων των στοιχείων της ολοκληρωθείσης διοικητικής διαδικασίας και να μπορέσει να αμυνθεί, δηλαδή να μπορέσει να εκφράσει τις απόψεις και παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση της σχετικής καταλογιστικής σε βάρος του απόφασης. Επί του αναιρετικού τούτου λόγου το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι το Δικάσαν IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο δεχθέν ότι η υπ΄αριθμ. 459/25-1-2002 κλήση προς αναπλήρωση-τακτοποίηση του ελλείμματος κοινοποιηθείσα στον αναιρεσείοντα στις 29-1-2002 επέχει θέση κλήσης σε προηγούμενη ακρόαση και τούτο διότι στο σώμα της κλήσης αυτής αναγραφόταν ο αριθμός 5110/18.12.2001 της πορισματικής έκθεσης του Οικονομικού Επιθεωρητή και είχε ως εκ τούτου ο αναιρεσείων τη δυνατότητα να ζητήσει την πορισματική αυτή έκθεση, ακόμη δε και άλλο στοιχείο για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, ενέργεια στην οποία δεν προέβη. Εάν ο αναιρεσείων ζητούσε από τη Διοίκηση την πορισματική έκθεση στην οποία αναφέρονται όλα τα ευρήματα του διαχειριστικού ελέγχου, η αιτιολογία και τα ποσά του καταλογισμού καθώς και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο, τότε η Διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να τα παράσχει στον αναιρεσείοντα και να του παράσχει επίσης εύλογο χρόνο, ώστε αυτός αφού ενημερωθεί πλήρως, να μπορέσει να αναπτύξει τις απόψεις του αναφορικά με το αποδιδόμενο σ΄αυτόν έλλειμμα. Εάν η Διοίκηση παραβίαζε την ως άνω υποχρέωσή της και προέβαινε στην έκδοση της καταλογιστικής απόφασης πριν ικανοποιηθεί το αίτημα αυτό του αναιρεσείοντος για πλήρη ενημέρωσή του και πραγματική δυνατότητα άμυνας, τότε η εκδοθείσα καταλογιστική απόφαση θα ήταν ακυρωτέα. Συνακόλουθα ο σχετικός λόγοςαναίρεσης περί παραβιάσεως του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του αναιρεσείοντος είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ.1551/2008 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Επί του αναιρετικού τούτου λόγου το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι το Δικάσαν IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο , αφού στο σώμα αυτής παρατίθενται συνοπτικώς, εξειδικευόμενες περαιτέρω από τα άλλα στοιχεία του φακέλου, οι ενέργειες με τις οποίες οι τότε εκκαλούντες συνέβαλαν στην πρόκληση του ελλείμματος, οι δε πράξεις που αποδίδονται στους εξ αυτών …, στον αναιρεσείοντα …. (σύμπραξη στην έκδοση χρηματικών ενταλμάτων για ανύπαρκτες συναλλαγές του Δήμου, έκδοση ψευδών βεβαιώσεων παραλαβής εργασιών, εντολή πληρωμής δαπανών χωρίς νόμιμο τίτλο) είναι τέτοιες που στοιχειοθετούν πρόθεση παράκαμψης των νόμιμων διαδικασιών και δικαιολογούν την επιβολή σε βάρος τους και των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεων, προκύπτει δε σαφώς η ανάλυση του καταλογιζομένου σ΄αυτόν χρηματικού ποσού και συνακόλουθα η έκταση της ευθύνης του ως συνευθυνομένου με τον υπόλογο ταμία και τους λοιπούς ως άνω εμπλεκομένους, στη δημιουργία του ελλείμματος. Κατ΄ακολουθίαν τούτων, ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 17 του ν. 2946/2001, 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν.3448/2006. Επί του αναιρετικού τούτου λόγου το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι το Δικάσαν IV Τμήματου Ελεγκτικού Συνεδρίου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο δεχθέν ότι το καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος χρηματικό ποσόν αφορά σε πληρωμές τρίτων, η πλημμέλεια των οποίων ανάγεται στην παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας πραγματοποίησής τους, περίπτωση εφαρμογής των γενικών νομιμοποιητικών διατάξεων των άρθρων 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 δεν συντρέχει εν προκειμένω. Συνακόλουθα ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης υπ΄αριθμ. 1551/2008 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δημοσιεύτηκε ο νόμος 3801/2009(ΦΕΚ Α΄63), ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 34 τα εξής «Νομιμοποίηση δαπανών – Άρση καταλογισμών »:
1.Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που διενεργήθηκαν μετά την 1.7.2005 από τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, τους Δήμους, τις Κοινότητες και τους Συνδέσμους Δήμων και Κοινοτήτων, εφόσον αυτές αφορούν άσκηση αρμοδιοτήτων που δεν προβλέπονται ρητώς από την κείμενη νομοθεσία ή αν, παρά τη ρητή πρόβλεψη τους, συνέτρεξαν πλημμέλειες κατά τη διαδικασία ανάληψης της δαπάνης σε βάρος του προϋπολογισμού τους, υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά:
α) να αφορούν έργα, εργασίες, προμήθειες, παροχή υπηρεσιών, μισθώματα και χρηματοδοτήσεις, που παρασχέθηκαν σε νομικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις των φορέων ή σε φορείς της περιοχής τους, β) να έχουν καταβληθεί οι οικείες δαπάνες ως την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος,
γ) να έχει βεβαιωθεί από τις αρμόδιες επιτροπές και τα οικεία όργανα η εκτέλεση των έργων, εργασιών, προμηθειών και η απασχόληση των εργασθέντων και δ) να μην έχουν ακυρωθεί από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας οι σχετικές πράξεις. 2 . Καταλογισμοί, οι οποίοι έγιναν για δαπάνες της προηγούμενης παραγράφου, σε βάρος των αιρετών εκπροσώπων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. και των υπαλλήλων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου, εφόσον δεν έχουν εκτελεσθεί ως τη δημοσίευση του παρόντος, δεν εκτελούνται και τα τυχόν βεβαιωθέντα ποσά διαγράφονται.
Με την παρ.4 άρθρου 29 Ν.3838/2010, (ΦΕΚ Α 49/24.3.2010),ορίζεται ότι:”3. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 34 του ν. 3801/2009 (ΦΕΚ 163 Α`) εφαρμόζονται και για τις δαπάνες που διενεργήθηκαν μέχρι 30.6.2005″.
Με το άρθρο 37 παράγρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου 3801/2009 «Ζητήματα οικονομικής διαχείρισης και θεώρησης ενταλμάτων πληρωμών Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού»: προβλέπονται τα εξής:
1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον των Τμημάτων του, καθώς και κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειας του, σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθηκαν από οποιαδήποτε αιτία σε βάρος των αιρετών οργάνων Δήμων και Κοινοτήτων ή σε βάρος υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων, καθώς και σε βάρος υπαλλήλων δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και ιδρυμάτων αυτών, από Υπουργούς ή από μονομελή ή συλλογικά όργανα της Διοίκησης ή από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μέχρι 1.7.2005, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του βαρυνομένου με τον καταλογισμό, που υποβάλλεται με το δικόγραφο του ένδικου μέσου ή των προσθέτων λόγων αυτού, να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και να απαλλάξει τον υπαίτιο από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου και αν ακόμη υφίσταται ελαφρά αμέλεια αυτού. Για την πιο πάνω μείωση ή απαλλαγή το Δικαστήριο συνεκτιμά το βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσης της και το επελθόν από αυτή αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει, επίσης, τον καταλογισθέντα από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταλογισθέντος συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα. Εξαιρούνται των ρυθμίσεων της παρούσας καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες αφορούν αποδοχές και αποζημιώσεις εν γένει υπαλλήλων δήμων, κοινοτήτων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων αυτών, καθώς και έξοδα παράστασης αιρετών οργάνων δήμων και κοινοτήτων.
Εν όψει των ανωτέρω ευεργετικών διατάξεων, οι οποίες δεν ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφίαν ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 1551/2008 απόφαση η υπόθεση και να αναπεμφθεί στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο υπό διαφορετική σύνθεση να κρίνει, υπό το πρίσμα των νεότερων αυτών ευεργετικών διατάξεων των άρθρων 34 και 37 του νόμου 3801/2009 και της παραγρ.4 του άρθρου 29 του νόμου 3838/2010 (ΦΕΚ Α΄49/24-3-2010), για την τυχόν απαλλαγή του καταλογισθέντος-αναιρεσείοντος από το συνολικό ποσόν του καταλογισμού, σύμφωνα με τις παραπάνω ευεργετικές διατάξεις, ή την μείωση του ποσού του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού καθώς και την απαλλαγή του αναιρεσείοντος από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου, αφού συνεκτιμήσει το βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος-αναιρεσείοντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν από αυτή αποτέλεσμα.
Όσον αφορά στην υπαγωγή του αναιρεσείοντος στις ως άνω νεότερες νομιμοποιητικές διατάξεις, μειοψήφησαν, ο Αντιπρόεδρος Νικόλαος Αγγελάρας και οι Σύμβουλοι Χρυσούλα Καραμαδούκη, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη και Γεωργία Τζομάκα, οι οποίοι διετύπωσαν τη γνώμη ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009, και κατά το στάδιο της εκδίκασης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε υποθέσεις καταλογισμών σε βάρος αιρετών οργάνων Δήμων και Κοινοτήτων ή σε βάρος υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων, είναι δυνατόν, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτημα του βαρυνόμενου με τον καταλογισμό, να μειωθεί το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο, αν υφίσταται ελαφρά αμέλεια του καταλογισθέντος. Και τούτο διότι σκοπός της διάταξης είναι η ευνοϊκή μεταχείριση αποκλειστικά των εξ ελαφράς αμελείας δρώντων στην οικονομική διαχείριση των Ο.Τ.Α. οργάνων και όχι αυτών που προκάλεσαν το έλλειμμα σ’ αυτήν εκ δόλου (προθέσεως) ή βαρείας αμελείας, δηλαδή κατά τρόπο προσιδιάζοντα στην κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Περαιτέρω, για την παραπάνω μείωση το Δικαστήριο συνεκτιμά την υπαιτιότητα του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιο¬νομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί επίσης να απαλλάξει αυτόν από τον καταλογισθέν ποσό, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του συγγνωστή πλάνη για το έλλειμμα που δημιουργήθηκε από τις ενέργειές του. Συνεπώς, μόνο αν στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθορίζεται ο βαθμός υπαιτιότητάς του, πρέπει η υπόθεση να αναπέμπεται στο Τμήμα που εξέδωσε την απόφαση αυτή, προκειμένου να τον προσδιορίσει και στη συνέχεια, εάν ο καταλογισθείς δεν βαρύνεται με δόλο ή βαρεία αμέλεια, να μειώσει ανάλογα, μετά από συνεκτίμηση των στο άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 3848/2010 αναφερομένων στοιχείων, το ποσό του καταλογισμού. Η αναπομπή αυτή επιβάλλεται γιατί ο προσδιορισμός του βαθμού υπαιτιότητας του καταλογισθέντος συνιστά κρίση ζητήματος ουσίας μετά από συνεκτίμηση πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν συνάδει με τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο στη κρινόμενη υπόθεση εφαρμόζεται το άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων βαρύνεται με δόλο, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ρητώς ότι οι αποδιδόμενες σ’ αυτόν πράξεις (εντολή πληρωμής δαπανών χωρίς νόμιμο τίτλο και σύμπραξη στην έκδοση χρηματικών ενταλμάτων για ανύπαρκτες συναλλαγές του Δήμου) στοιχειοθετούν πρόθεση παράκαμψης των νόμιμων διαδικασιών και δικαιολογούν την επιβολή σε βάρος του -πλην του καταλογισθέντος ως ελλείμματος ποσού- και των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεων (βλ. σελ 26 και 19 αναιρεσιβαλλόμενης). Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Η γνώμη όμως αυτή δεν εκράτησε.
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως κατά πλειοψηφία να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ.1551/2008 απόφαση, να αναπεμφθεί η υπόθεση στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπό διαφορετική σύνθεση για να την κρίνει σύμφωνα με τα στο ανωτέρω σκεπτικό της πλειοψηφίας διαλαμβανόμενα, να διαταχθεί η επιστροφή, του κατατεθέντος παραβόλου για την αίτηση αναίρεσης, στον αναιρεσείοντα ( άρθρ. 56 παρ.4 του π.δ.774/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ.3 του ν. 3659/2008) και κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 του νόμου 2717/199 (Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην του Δήμου … και κατ΄αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει ότι κατά πλειοψηφία κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται κατά πλειοψηφία την από 1ης Σεπτεμβρίου 2008 (αριθμ. κατάθ. 297/25-11-2008) αίτηση αναιρέσεως του …., σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.
Αναιρεί την προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ.1551/2008 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναπέμπει την υπόθεση στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό διαφορετική σύνθεση, για να την κρίνει σύμφωνα με τα, στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, διαλαμβανόμενα.
Διατάσσει την επιστροφή, του κατατεθέντος παραβόλου της αναίρεσης, στον αναιρεσείοντα.
Και
Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 9 Νοεμβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ