ΕΣ 316/2021 β’ ΤΜ., ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΕΛΟΥΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΕΠΙ ΕΞΩΤΑΜΕΙΑΚΗΣ ΔΕΝ ΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΤΥΠΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ, ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΟΧΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ, ΕΝΝΟΙΑ ΣΥΓΝΩΣΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ

Ε.Σ

ΕΣ 316/2021 ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

(πρώην VII ΤΜΗΜΑ)

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2017, με την ακόλουθη σύνθεση: Μαρία Βλαχάκη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Βασιλική Ανδρεοπούλου και Ελένη Λυκεσά, Σύμβουλοι, Χριστίνα Κούνα (εισηγήτρια της υπόθεσης) και Βιολέτα Τηνιακού, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Αντώνιος Νικητάκης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.

Γραμματέας: Ιωάννης Αθανασόπουλος, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (της κατηγορίας ΔΕ με βαθμό Α΄).

Για να δικάσει την από 22.7.2014 (αριθμ. βιβλ. δικογρ. 158/2014) έφεση του Αντωνίου Καραγκόγκου του Πέτρου, κατοίκου Καρυάς του Δήμου Ελασσόνας, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Σταυρούλας Γκούμα (ΑΜ/ΔΣ Λάρισας 549),

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παρέστη διά του Παναγιώτη Λαμπρόπουλου, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και

κατά του πρωτοβάθμιου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Ελασσόνας», που εδρεύει στην Ελασσόνα Νομού Λαρίσης και εκπροσω-πείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Με την έφεση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση α) της 1118/30.6.2014 πράξης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας και β) κάθε συναφούς με την υπό στοιχείο α΄ προσβαλλομένη πράξης ή παράλειψης.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :

Την πληρεξούσια δικηγόρο του εκκαλούντος, η οποία ζήτησε την συνεκδίκαση της υπό κρίση έφεσης με τις υποθέσεις των πινακίων 21 έως 25, 27 και 28 -αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο άκουσε επ’ αυτού τον εκπρό-σωπο του Ελληνικού Δημοσίου και τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που τάχθηκαν υπέρ της απορρίψεως αυτού- και εν συνεχεία την παραδοχή της έφεσης.

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της, και

Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε επίσης την απόρριψη της έφεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Με την ένδικη έφεση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το νομίμως υποβληθέν από 8.5.2017 υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της 1118/30.6.2014 πράξης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας, με την οποία καταλογίστηκε υπέρ του Δήμου Ελασσόνας και σε βάρος του εκκαλούντος ως μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου της πρώην Κοινότητας Καρυάς Ελασσόνας, η οποία ήδη έχει υπαχθεί στο Δήμο Ελασσόνας, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με άλλα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου της ως άνω Κοινότητας το συνολικό ποσό των 250.620,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε έλλειμμα ποσού 161.500,00 ευρώ, που φέρεται να δημιουργήθηκε στη διαχείριση της εν λόγω Κοινότητας κατά τα οικονομικά έτη 2009 και 2010 από την εξωταμειακή διαχείριση των εισπραχθέντων κατά τα έτη αυτά μισθωμάτων που κατέβαλαν κτηνοτρόφοι για την εκμίσθωση από την Κοινότητα σε αυτούς βοσκοτόπων κατά τα έτη 2007 και 2008 στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος «Εκτατικοποίηση βοσκοτόπων», πλέον προσαυξήσεων ποσού 89.120,00 ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (με το Σειράς Θ΄ 1484038 Διπλότυπο είσπραξης Τύπου Α΄ Δ.Ο.Υ. Α΄ Λάρισας), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, παρά την απουσία του Δήμου Ελασσόνας ο οποίος, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης όπως προκύπτει από την από 10.2.2017 έκθεση της δημοτικής υπαλλήλου Ελευθερίας Γκούντα περί επίδοσης κλήσης προς το Δήμαρχο Ελασσόνας. Κατά το μέρος, ωστόσο, που η ένδικη έφεση στρέφεται κατά κάθε άλλης συναφούς με την υπό στοιχείο α΄ προσβαλλομένη πράξη διοικητικής πράξης ή παράλειψης, είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 12 του ν.δ/τος 1264/1942 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (Α΄ 100), το οποίο κυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με την 312/1946 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 188), 1 παρ.3 και 2 του ν. 2241/1952 «περί του Οργανισμού της Διευθύνσεως Γενικής Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (Α΄ 280), 2 του ν.2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 211) και 3 π.δ/τος 211/1996 «Σύσταση Οικονομικών Επιθεωρήσεων» (Α΄ 166), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδό-τηση του τελευταίου αυτού νόμου, προκύπτει ότι οι Επιθεωρητές της Οικονομικής Επιθεωρήσεως του Υπουργείου Οικονομικών είναι αρμόδιοι για τη διενέργεια διαχειριστικών ελέγχων σε όλες εν γένει τις δημόσιες διαχειρίσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται οι διαχειρίσεις των πρωτοβάθμιων Ο.Τ.Α., καθώς και για τον καταλογισμό των υπολόγων με τα ελλείμματα που διαπιστώνονται κατά τη διενέργεια των ελέγχων αυτών (βλ. αποφ. ΙV Τμ. Ελ.Συν. 939/2000).

Η καταλογιστική απόφαση που εκδίδεται για την αναπλήρωση ελλείμματος στη διαχείριση Ο.Τ.Α., σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 12 παρ. 8 του ν.δ/τος 1264/1942). Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η ατομική διοικητική πράξη καταλογισμού δημοσίου υπολόγου, που εκδίδεται από τον αρμόδιο οικονομικό επιθεωρητή υπέρ του Δημοσίου, ν.π.δ.δ ή ο.τ.α στο πλαίσιο του ελέγχου οικονομικής διαχείρισης, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη (αποφ. Ελ.Συν. Ολομ. 1285/1996, VII Τμ. 1836/2008), δηλαδή να περιλαμβάνει στο σώμα της ένα ελάχιστο περιεχόμενο, που συνίσταται στην αναγκαία ιστορική και νομική αιτία που δικαιολογεί την υφιστάμενη δημοσιονομική ενοχή (αποφ. V Τμ. Ελ. Συν. 423/2005, 1866/2003). Ειδικότερα, πρέπει να προκύπτει σαφώς το νόμιμο έρεισμα της, καθώς και η ιστορική αιτία του καταλογισμού, δηλαδή να εξειδικεύονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία διαπιστώθηκαν από το αρμόδιο όργανο και θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση του δικαιούχου έναντι του υποχρέου και ιδίως το πρόσωπο του καταλογιζομένου, η ιδιότητα του ως υπολόγου, ο χρόνος και το αντικείμενο της διαχειρίσεως του, το έλλειμμα και ο τρόπος που προέκυψε και διαπιστώθηκε τούτο, ο χρόνος δημιουργίας του και κάθε άλλο στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαχειρίσεως του υπολόγου και του ελλείμματος (αποφ. ΙV Τμ. Ελ. Συν. 899, 891/2004, 1355/1994), καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος του καταλογιζόμενου ποσού (αποφ. Ελ.Συν. Ολομ. 1396/2000, 1285/1996, VII Tμ. 2462/2006, I Τμ. 1502/2004, 1503/2000, ΙV Τμ. 860, 1708/2003, V Τμ. 423/2005,1866/2003), ενώ κατά τα λοιπά η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

ΙΙΙ. Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 38, 39, 42, 44, 50, 51 του ν. 4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» (Α΄ 52), 54 και 56 του ν. 2362/1995 (Α΄247) «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», (ήδη άρθρα 150 και 152 του ν. 4270/2014, Α΄ 143) και 93 και 110 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006, Α΄ 114) προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι ή υπόλογοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ο.τ.α. είναι οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του δημοσίου, των ν.π.δ.δ ή ο.τ.α, καθώς και όσοι με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν στο Κράτος, ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα, επίσης και οποιοσδήποτε άλλος, που, εξαιτίας της φύσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων, θεωρείται από ειδική διάταξη νόμου ως δημόσιος υπόλογος ή υπόλογος ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α. (απόφ. Ολομ. Ελ.Συν. 1492/2000).

Eιδικά δε τα μέλη των δημοτικών συμβουλίων, όταν με απόφασή τους εγκρίνουν μη νόμιμες δαπάνες σε βάρος του Δήμου ή γενικότερα ενεργούν μη νόμιμες πράξεις διαχείρισης των οικονομικών του Δήμου, ευθύνονται ως υπόλογοι (πρβλ. αποφ. Ελ. Συν. IV Tμ. 849, 1266/2003, VII Tμ. 115/2006). Το αυτό ισχύει και για τα μέλη των κοινοτικών συμβουλίων (απόφ. VII Τμ. Ελ. Συν. 1836/2008).

ΙΙΙ. Β. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται περαιτέρω ότι ο υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια και η υπαιτιότητά του αυτή τεκμαίρεται υπάρχουσα επί ελλείμματος, απαλλάσσεται δε αυτός μόνο εάν επικαλεστεί και αποδείξει ότι το έλλειμμα δημιουργήθηκε χωρίς να συντρέχει οποιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητά του (αποφ. Ελ. Συν. Ολομ. 1187/1988, IV Τμ. 1444/1995, 1026/1998 και 1516/2000).

Σε βάρος του υπολόγου καταλογίζονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, πέραν του ελλείμματος, και προσαυξήσεις, που ορίζονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού και εισπράξεως δημοσίων εσόδων (άρθρ. 5 παρ. 5 και άρθρ. 6, όπως ισχύει, του Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974, Α΄ 90), απαλλάσσεται δε αυτός των προσαυξήσεων μόνο αν αποδείξει ότι το διαπιστωθέν έλλειμμα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του.

Βαριά αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται όχι μόνο η στις συναλλαγές, αντικειμενικά και αφηρημένα, απαιτούμενη επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου, αλλά ούτε και η στοιχειώδης επιμέλεια, έτσι ώστε η αμελής συμπεριφορά να εμφανίζεται ως σοβαρή και ασυνήθιστη και να εκδηλώνεται ως ιδιαίτερα μεγάλη εκτροπή από τους κανόνες της καταβαλλόμενης από τον κοινό και συνήθη άνθρωπο κατά τις συναλλαγές επιμέλειας.

Ελαφρά αμέλεια υπάρχει (βλ. άρθρο 330 Α.Κ.), όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη, κατά τις περιστάσεις, από το νόμο ή τους σχετικούς κανονισμούς, ή η αποκτώμενη από τη συνήθη εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων, επιμέλεια του συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου στο συγκεκριμένο κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής αυτού δραστηριότητος (αποφ. Ελ. Συν. Ολομ. 877/2016, 765/1998, 1051/1995, ΙV Τμ. 604/2001 και 1515/2000).

ΙΙΙ. Γ. Ο υπόλογος ευθύνεται για κάθε έλλειμμα που εμφανίζεται στις διαχειρίσεις του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή των Ν.Π.Δ.Δ. και διαπιστώνεται κατά τη νόμιμη διαδικασία και ως τέτοιο νοείται κάθε διαπιστούμενη επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη στιγμή με βάση τους τηρούμενους λογαριασμούς και τα νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει, καθώς και κάθε πληρωμή που έχει γίνει από τον υπόλογο κατά παράβαση του νόμου. Μη νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη, τα δε χρηματικά ποσά για την εκταμίευση των οποίων φέρονται ότι εξεδόθησαν, συνιστούν ωσαύτως έλλειμμα (αποφ. Ελ.Συν. Ολομ. 869/1990, IV Τμ.1705/2003).

ΙΙΙ. Δ.Περαιτέρω, στην έννοια του ελλείμματος εμπίπτει και κάθε άτυπη-εξωταμειακή είσπραξη χρηματικού ποσού, δηλαδή κάθε διαδικασία είσπραξης ποσού, του οποίου παραλείπεται η νόμιμη διαδικασία εισαγωγής ως εσόδου στην οικεία διαχείριση, καθώς και κάθε διενέργεια πληρωμής, η οποία δε στηρίζεται σε νόμιμα και πλήρη δικαιολογητικά και για την οποία δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία για την εκταμίευση χρημάτων μέσω χρηματικών ενταλμάτων (πρβλ. αποφ. IV Tμ. 2182/1994, 1421/2003, 158/2004, 1259/2005). Η τήρηση των κανόνων του λογιστικού αναφορικά με την διεξαγωγή της ταμειακής διαχειρίσεως του οικείου Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. αποτελεί ουσιώδη διαδικαστικό τύπο που αποσκοπεί στη διαφάνεια της διακινήσεως χρημάτων και αξιών και την αποφυγή του κινδύνου διασπαθίσεως και παράνομης ιδιοποιήσεως του δημοσίου χρήματος. Ειδικά δε για την περίπτωση των κοινοτικών δαπανών, η διαδικασία διενέργειας αυτών, καθώς και τα αρμόδια για την ανάληψη και εκτέλεση των δαπανών αυτών όργανα περιγράφονται στα άρθρα 86-88 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 (Α΄ 114, διορθώσεις ημαρτημένων σε Α΄ 145 και 197). Τα ποσά δε των εσόδων που εισπράχθησαν και δεν αποδόθηκαν στη δικαιούχο Κοινότητα, όπως και τα ποσά που εκταμιεύθηκαν από αυτή με βάση μη νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, συνιστούν έλλειμμα στη διαχείρισή της, το οποίο καταλογίζεται σε βάρος των μελών του κοινοτικού συμβουλίου που αναμείχθηκαν στις εν λόγω διαχειριστικές ενέργειες.

ΙΙΙ. Ε. Τέλος, από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 166 του ν. 3463/2006, 149 – 155 και 158 του π.δ/τος 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών» (Α΄ 6), συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: Η ταμειακή υπηρεσία των Ο.Τ.Α. που δεν διαθέτουν δική τους ταμειακή υπηρεσία διεξάγεται μέσω των γραφείων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.), που εδρεύουν στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.). Η είσπραξη των εσόδων των Ο.Τ.Α. είναι τυπική διαδικασία, κατά την οποία επιβάλλεται, για την απόδειξη της εξόφλησης της απαίτησης του οικείου Ο.Τ.Α., η έκδοση του προβλεπόμενου αποδεικτικού είσπραξης (διπλότυπου αποδεικτικού ή μηχανογραφικών αποδείξεων) και η κατάθεση των εισπραττομένων στο ταμείο του Ο.Τ.Α. ή στο αρμόδιο Γραφείο του Τ.Π.Δ., στην περίπτωση που η ταμειακή υπηρεσία διεξάγεται μέσω αυτού, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις. Αντίστοιχα, για τη διενέργεια δαπανών απαιτείται η ανάληψη της δαπάνης, η εκκαθάριση αυτής και η έκδοση χρηματικού εντάλματος, σύμφωνα με την ειδικώς περιγραφόμενη στο νόμο διαδικασία (απόφ. VII Τμ. Ελ. Συν. 3738/2014).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της από 29.10.2010 καταγγελίας του Νικολάου Βαγενά και της Α.Β.Μ. Α10/6413/1.2.2012 παραγγελίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας, με την υπ’ αριθμ. ΔΕΚΟ Α΄11694 ΕΞ 2012ΕΜΠ/29.2.2012 εντολή του Τμήματος Α΄ της Διεύθυνσης Επιθεώρησης ΔΔ, ΝΠ & ΔΕΚΟ ανατέθηκε στον Οικονομικό Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών Στέργιο Χυτούδη, η διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στη χρηματική διαχείριση της τέως Κοινότητας Καρυάς Ελασσόνας για τα έτη 2009 – 2010, με σκοπό να διερευνηθεί η τυχόν τέλεση αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της διαχείρισης χρημάτων που έλαβε η Κοινότητα από κτηνοτρόφους της περιοχής ως μισθώματα για τις εκτάσεις βοσκοτόπων, οι οποίες μισθώθηκαν από αυτούς κατά τα έτη 2007 – 2008, μέσω του ευρωπαϊκού προγράμματος «εκτατικοποίηση βοσκοτόπων». Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου συντάχθηκε η ΕΜΠ 330/ 15.11.2013 πορισματική έκθεση, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η Κοινότητα Καρυάς, μετά την ένταξή της με τις 65/15.9.2005 και 31/17.7.2006 αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου στο ως άνω ευρωπαϊκό πρόγραμμα, δεν εισέπραττε τα μισθώματα από τους κτηνοτρόφους μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Ελασσόνας, αλλά τα παρακρατούσε απευθείας από την επιδότηση που ελάμβαναν αυτοί από το εν λόγω πρόγραμμα και τα κατέθετε σε λογαριασμό στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας (ΑΤΕ),ο οποίος ανοίχθηκε στο όνομα της Κοινότητας για το σκοπό αυτό. Περαιτέρω, διαπιστώθηκεότι μετά από ομόφωνες αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου, καταβλήθηκε, από εντεταλμένα και ειδικά εξουσιοδοτημένα μέλη του, σχεδόν το σύνολο των εσόδων αυτών (καθόσον η διάθεση ενός μέρους εξ αυτών παρέμεινε αδιευκρίνιστη ελλείψει στοιχείων), απ’ ευθείας σε πρόσωπα, τα οποία φέρονται να παρείχαν διάφορες υπηρεσίες προς την Κοινότητα χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία με την έκδοση, κατόπιν ελέγχου, βάσει νομίμων δικαιολογητικών, χρηματικών ενταλμάτων πληρωτέων από το Τ.Π.Δ. Ειδικότερα σύμφωνα με την προαναφερόμενη πορισματική έκθεση η Κοινότητα έλαβε από κτηνοτρόφους (με καταθέσεις στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην ΑΤΕ) για μισθώματα κατά τα έτη 2009 και 2010 το συνολικό ποσό των 163.794,65 ευρώ. Από τον τραπεζικό αυτό λογαριασμό όψεως η Κοινότητα εκταμίευσε κατά τα έτη 2009 – 2010 το συνολικό ποσό των 161.500,00 ευρώ, κατόπιν των αναφερόμενων στην εν λόγω έκθεση 11/2009, 12/2009, 13/2009, 14/2009, 15/2009, 16/2009, 21/2009 και 11/2010 πρακτικών του Κοινοτικού Συμβουλίου και της 70/30.4.2010 απόφασης του Κοινοτικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με προσκομισθείσες, κατά τον έλεγχο, κατάστάσεις δαπανών η Κοινότητα κατέβαλε το σύνολο του ανωτέρω ποσού των 161.500,00 ευρώ στα πρόσωπα και για τις αιτίες που αναγράφονται στους πίνακες πληρωμών στις σελ. 17 – 21 της πορισματικής έκθεσης. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι: 1) Στις 11 Αυγούστου 2009 εκταμιεύθηκε ποσό 28.000,00 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε σε διάφορα πρόσωπα ως δικαιούχους παρασχεθεισών υπηρεσιών, βάσει δηλώσεών τους, το ποσό των 20.690,00 ευρώ, ενώ δεν επιβεβαιώθηκε η είσπραξη ποσού 7.310,00 ευρώ. Ως αιτιολογία των πληρωμών αναφέρεται στον αντίστοιχο πίνακα: σκουπίδια – διαφ. εργασίες (930,00 ευρώ), άρδευση – σωλήνες (συνολικά 1.300,00 ευρώ), εργασίες – μερεμέτια (συνολικά 3.800,00), υδρονομέας (500,00 ευρώ), άρδευση αυτοκίνητο (1.000,00 ευρώ), μεροκάματα (συνολικά 3.760,00 ευρώ), κοπή χόρτων (συνολικά 4.000,00 ευρώ), παλαιά εξόφληση (2.300,00 ευρώ), καθαριότητα (370,00 ευρώ), μερική εξόφληση (συνολικά4.000,00 ευρώ), περίπτερο – πλατεία (160,00 ευρώ), ευρωεκλογές (50,00 ευρώ), τοίχος αντιστήριξης (2.000,00 ευρώ), τοίχος ΤΗΓΑΝΗ (500,00 ευρώ), ορχήστρα Κρυόβρυσης (1.200,00 ευρώ),Ορχήστρα Ξερόλακα (1.200,00 ευρώ), εκδήλωση χορευτικών (950,00 ευρώ). 2) Την 1η Σεπτεμβρίου 2009 εκταμιεύθηκε ποσό 40.000,00 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε σε διάφορα πρόσωπα ως δικαιούχους, βάσει δηλώσεών τους, ποσό 32.630,00 ευρώ, ενώ δεν επιβεβαιώθηκε η είσπραξη ποσού 4.820,00 ευρώ, λόγω μη εύρεσης των φερόμενων ως δικαιούχων, καθώς και ποσού 2.550,00 ευρώ, την είσπραξη του οποίου αρνήθηκαν οι φερόμενοι ως δικαιούχοι αυτού. Ως αιτιολογία των πληρωμών αναφέρεται: εξόφληση δανειακής εκκρεμότητας (5.000,00 ευρώ), εξόφληση παλαιού χρέους (συνολικά 8.075,00 ευρώ), εξόφληση παλαιών οφειλών (1.350,00 ευρώ), αποζημίωση για δρόμο (500,00 ευρώ), αντάμωμα Καρυωτών (1.500,00 ευρώ), δώρα από την Κοινότητα (500,00 ευρώ), τραπέζια εκδηλώσεων (συνολικά 1.675,00 ευρώ), διάφορες εργασίες (συνολικά 1.545,00 ευρώ), ενοίκια για μουσείο (5.000,00 ευρώ), μεροκάματα Κρυόβρυση (800,00 ευρώ), δίκτυα ύδρευσης αυτοκίνητο (1.000,00 ευρώ), κοπή χόρτων (συνολικά 4.040,00 ευρώ), σκουπίδια – εργασίες (750,00 ευρώ), ενοίκια για μουσείο -απόδειξη (7.600,00 ευρώ), γυμναστήριο (180,00 ευρώ). 3) Στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 εκταμιεύθηκε ποσό 4.000,00 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε και εισπράχθηκε από ένα πρόσωπο ως δικαιούχο, βάσει δηλώσεώς του, με την αιτιολογία: ταβέρνα – παλαιά χρέη (3.300,00 ευρώ) – συμμετοχή στην ορχήστρα πανηγ. (700,00 ευρώ). 4) Στις 17 Σεπτεμβρίου 2009 εκταμιεύθηκε ποσό 6.000,00 ευρώ, το οποίο εισπράχθηκε από δύο πρόσωπα ως δικαιούχους, βάσει δηλώσεών τους, με την αιτιολογία: ενοίκια μουσείου (4.900,00 ευρώ), πυροπροστασία (1.100,00 ευρώ). 5) Την 1η Οκτωβρίου 2009 εκταμιεύθηκε ποσό 7.000,00 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε σε δύο πρόσωπα ως δικαιούχους, βάσει δηλώσεών τους, ποσό 2.800,00 ευρώ, ενώ δεν επιβεβαιώθηκε η είσπραξη ποσού 4.200,00 ευρώ. Ως αιτιολογία των πληρωμών αναφέρεται: γκρέιντερ αγρ. Οδοποιία (3.000,00 ευρώ), δρόμος στα ΦΩΤΑ (1.200,00 ευρώ), απασχόληση στο μουσείο (1.600,00 ευρώ), άρδευση – συντήρηση κλπ. (1.200,00 ευρώ). 6) Στις 15 Οκτωβρίου 2009 εκταμιεύθηκε ποσό 13.000,00 ευρώ, το οποίο εισπράχθηκε από διάφορα πρόσωπα ως δικαιούχους, βάσει δηλώσεών τους, με αιτιολογία: τσιμεντοστρώσεις (2.000,00 ευρώ), κατασ. κιοσκ. Κρυόβρυση (2.000,00 ευρώ), οικοδ. εργ. στο κ. κατασ. (2.000,00 ευρώ), λογαριασμός COSMOTE– απόδειξη- πληρωμή λογαριασμού κινητού τηλεφώνου (1.749,00 ευρώ), παλαιό χρέος (1.350,00 ευρώ), κοπή χόρτων (συνολικά 1.050,00 ευρώ), απορριμματοφόρο (1.050,00 ευρώ), εργασίες με καταστροφέα (800,00 ευρώ), δίκτυα άρδευσης (1.000,00 ευρώ). 7) Στις 24 Δεκεμβρίου 2009 εκταμιεύθηκε ποσό 25.000,00 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε σε διάφορα πρόσωπα ως δικαιούχους, βάσει δηλώσεών τους, ποσό 22.704,50 ευρώ, ενώ δεν επιβεβαιώθηκε η είσπραξη ποσού 2.300,00 ευρώ. Ως αιτιολογία των πληρωμών αναφέρεται: ολική εξόφληση – νερά (1.000,00 ευρώ), μεροκάματα (συνολικά 1.990,00 ευρώ), καθαριότητα -ιατρείο (720,00 ευρώ), κοπή χόρτων με τρακτέρ (800,00 ευρώ), Σακελλαρίδης Γιώργος (2.000,00 ευρώ), ελαιοχρωμ. Κοιν. Κατασ. Συκαμινέας (1.950,00 ευρώ), σκεπή σχολείου Συκαμινέας (3.000,00 ευρώ), COSMOTE απόδειξη- λογαριασμός τηλεφώνου Κοινότητας (4.344,50 ευρώ), ολική εξόφληση -παλαιά χρέη, (1.400,00 ευρώ) ταβέρνα (200,00 ευρώ), διάφορες εργασίες (συνολικά 2.700,00 ευρώ), κοπές χόρτων (συνολικά 4.400,00 ευρώ), σκουπίδια -διαφ. εργασίες (500,00 ευρώ). 8) Στις 14 Μαΐου 2010 εκταμιεύθηκε ποσό 18.500,00 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε σε διάφορα πρόσωπα ως δικαιούχους, βάσει δηλώσεών τους, ποσό 14.050,00 ευρώ, ενώ δεν επιβεβαιώθηκε η είσπραξη ποσού 4.200,00 ευρώ, λόγω μη εύρεσης των φερόμενων ως δικαιούχων, καθώς και ποσού 250,00 ευρώ, την είσπραξη του οποίου αρνήθηκε ο φερόμενος ως δικαιούχος αυτού. Ως αιτιολογία των πληρωμών αναφέρεται: παλαιές οφειλές (3.720,00 ευρώ), σκουπίδια (450,00 ευρώ), μεροκάματα (συνολικά 940,00 ευρώ), πλάκες – μερεμέτια (50,00 ευρώ), GRADER 150 ώρες (1.500,00 ευρώ), εργασίες στο Κ.Δ. Κρυόβρυσης (συνολικά 800,00 ευρώ), διάφορες εργασίες (συνολικά 800,00 ευρώ), έξοδα αποκριάς κλπ. (550,00 ευρώ), μερική εξόφληση (συνολικά 4.200,00 ευρώ), καθαρισμοί -πλατεία (140,00 ευρώ), πληρωμή εργασιών (2.100,00 ευρώ), Συκαμινέα-εργασίες (1.000,00 ευρώ), καθαρισμός γραφείων (800,00 ευρώ), καθ. αγρ. δρόμων (730,00 ευρώ), ιατρείο -καθαρισμός (720,00 ευρώ). 9) Στις 17 Σεπτεμβρίου 2010 εκταμιεύθηκε ποσό 20.007,95 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε σε διάφορα πρόσωπα ως δικαιούχους, βάσει δηλώσεών τους, ποσό 19.307,95 ευρώ, ενώ δεν επιβεβαιώθηκε η είσπραξη ποσού 600,00 ευρώ, με αιτιολογία των πληρωμών: λογαριασμός τηλεφώνου Κοινότητας COSMOTE (11.203,95 ευρώ), αρχηγός ολική εξόφληση (600,00 ευρώ), διάφορες εργασίες (συνολικά 1.130,00 ευρώ), ολική εξόφληση (συνολικά 2.144,00 ευρώ), μουσείο – ενοίκια (συνολικά 4.200,00 ευρώ), εργασίες-Κοινότητα (200,00 ευρώ), δικηγόρος (500,00 ευρώ), γιορτή φέτας (30,00 ευρώ). Περαιτέρω, στην πορισματική έκθεση αναφέρεται ότι, κατόπιν εντολής της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης, διενεργήθηκε έλεγχος από τους ελεγκτές του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), κατά τον οποίο, προκειμένου να διακριβωθεί από τους ελεγκτές εάν η Κοινότητα κατέβαλε σε κάθε πρόσωπο – δικαιούχο τα ποσά που εμφαίνονταν στις σχετικές αποδείξεις, κλήθηκαν οι φερόμενοι ως δικαιούχοι και λήπτες των επιμέρους ποσών να υπογράψουν υπεύθυνες δηλώσεις, στις οποίες να αναφέρεται το είδος της υπηρεσίας που προσέφεραν και το ποσό το οποίο έλαβαν, καθώς και το εάν είχαν δηλωθεί από αυτούς τα εν λόγω ποσά στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ως φορολογητέο εισόδημα κατά τα κρίσιμα οικονομικά έτη. Επίσης, στην ίδια πορισματική έκθεση αναφέρεται ότι από τα 64 άτομα, με τα οποία φέρεται ότι συναλλάχθηκε η Κοινότητα, μόνο τα 50 υπέγραψαν υπεύθυνες δηλώσεις, με τις οποίες επιβεβαίωναν τη λήψη των αντίστοιχων ποσών και αναγνώριζαν την υπογραφή τους στις σχετικές αποδείξεις της Κοινότητας, αφού δεν κατέστη εφικτό να εντοπιστούν 14 άτομα (ελλείψει επαρκών στοιχείων), καθώς και ότι ένας φερόμενος ως λήπτης δήλωσε ότι ουδέποτε είχε συναλλαγή με την Κοινότητα, ότι δεν αναγνωρίζει την υπογραφή του σε απόδειξη της Κοινότητας και ότι δεν έλαβε το ποσό των 1.800,00 ευρώ που αναγράφεται σε αυτή, ενώ ένας άλλος δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει την υπογραφή του σε δύο αποδείξεις ποσών 800,00 ευρώ (2.9.2009) και 250,00 ευρώ (15.5.2010), αλλά αναγνωρίζει ότι έλαβε από την Κοινότητα μόνο 50,00 ευρώ. Βάσει των ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι ποσό 135.181,45 ευρώ πραγματικά καταβλήθηκε στους φερόμενους ως δικαιούχους και λήπτες, ποσό 23.530,00 ευρώ δεν επιβεβαιώθηκε ότι εισπράχθηκε, διότι δεν ανευρέθησαν οι φερόμενοι ως λήπτες, ενώ ποσό 2.800,00 ευρώ δεν επιβεβαιώθηκε ότι εισπράχθηκεκαθόσον οι φερόμενοι ως λήπτες αρνήθηκαν την είσπραξή του. Επίσης διαπιστώθηκε ότι όλες οι προαναφερόμενες δαπάνες της Κοινότητας, όπως αυτές προκύπτουν από τις αποδείξεις που εξέδωσε, συνολικού ποσού 161.511,45 ευρώ, εξοφλήθηκαν με απλές αποδείξεις είσπραξης που εκδόθηκαν από την Κοινότητα, ενώ θα έπρεπε για όλες αυτές τις δαπάνες να εκδοθούν αντίστοιχα τιμολόγια ή θεωρημένες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών από τους δικαιούχους – λήπτες των χρηματικών ποσών. Κατόπιν των ανωτέρω η εν λόγω πορισματική έκθεση κατέληξε στο συμπέ-ρασμα ότι αφ’ ενός η είσπραξη των μισθωμάτων, συνολικού ποσού 161.500,00 ευρώ ως εσόδων της Κοινότητας και αφ’ ετέρου οι δαπάνες, στις οποίες προέβη για την πληρωμή των αναφερόμενων στην έκθεση αυτή διάφορων εργασιών και υπηρεσιών, πραγματοποιήθηκαν εκτός δημόσιας διαχείρισης, με άτυπη – εξωταμειακή διαχείριση, χωρίς τήρηση της προβλεπόμενης τυπικής και νόμιμης διαχειριστικής διαδικασίας, με συνέπεια την πρόκληση ισόποσου ελλείμματος στη δημιουργία του οποίου συνετέλεσε υπαιτίως, σε βαθμό βαριάς αμέλειας, μεταξύ άλλων, και ο εκκαλών, υπό την ιδιότητά του ως μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου. Ακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία καταλογίστηκε ο εκκαλών ως υπόλογος, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου κατά την λήψη των ως άνω αποφάσεων, εις ολόκληρον με τα λοιπά μέλη, για το ποσό του ελλείμματος που αντιστοιχεί στην εξωταμειακή διαχείριση των ανωτέρω μισθωμάτων ως εσόδων και εξόδων της Κοινότητας, συνολικού ποσού 161.500,00 ευρώ, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων ποσού 89.120,00 ευρώ, καθόσον διαπιστώθηκε υπαιτιότητά του, καθώς και των λοιπών μελών, σε βαθμό βαριάς αμέλειας.

V. Με την υπό κρίση έφεση ο εκκαλών προβάλλει ότι:

1) Η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητάς του, δεδομένου ότι δεν ασκή-θηκε ποινική δίωξη σε βάρος του για τα αδικήματα της υπεξαίρεσης και απιστίας, καθόσον, με την από 12.12.2013 διάταξη του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας και την σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, τέθηκε στο αρχείο, κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ως προφανώς αβάσιμη η σχετική από 29.10.2010 μηνυτήρια αναφορά του Νικολάου Βαγενά του Δημητρίου και η συναφής ποινική δικογραφία, με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων.

Ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η δημοσιολογιστική ευθύνη του υπολόγου για διαπιστωθέν έλλειμμα καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που τη στοιχειοθετούν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ανεξάρτητη και στηρίζεται σε διαφορετικές προϋποθέσεις και πραγματικά περιστατικά σε σχέση με αυτά που στοιχειοθετούν την ειδική υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) των ανωτέρω αδικημάτων για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης (απόφ. Ολομ. Ελ. Συν. 1034/2011).

Επομένως, η έκδοση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής απόφασης δεν συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας κατά την έννοια του άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α., κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974, Α΄ 256, όπως ισχύει κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα), ούτε ανεπίτρεπτη δεύτερη ποινική διαδικασία κατόπιν αθώωσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (το οποίο κυρώθηκε με το ν.1705/1987, Α΄ 89), καθόσον μάλιστα η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα ως άνω απαλλακτική διάταξη δεν αποτελεί αμετάκλητη ποινική απόφαση ή βούλευμα, που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97, το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, Α΄ 304).

2) Ο εκκαλών, επιπλέον, προβάλλει ότι δεν υφίσταται ζημία της Κοινότητας από την άτυπη – εξωταμειακή διαχείριση των ανωτέρω ποσών, από την οποία δημιουργήθηκε έλλειμμα σύμφωνα με την προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση. Ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η ύπαρξη ζημίας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση καταλογιστικής πράξης, η οποία εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα, εφόσον διαπιστωθεί έλλειμμα από εξωταμειακή διαχείριση, όπως στην προκειμένη περίπτωση, στη δημιουργία του οποίου συνετέλεσε υπαιτίως ο εκκαλών, ενώ είναι περαιτέρω αδιάφορο εάν τα ως άνω έσοδα διατέθηκαν για την κάλυψη δαπανών της Κοινότητας ή εάν, αντίθετα, έγινε ή όχι ιδιοποίηση αυτών από τον υπόλογο (απόφ.VII Τμ. Ελ. Συν. 3738/2014). Επιπροσθέτως, λόγω της, κατά τα ανωτέρω, παράλειψης εισαγωγής των εσόδων από μισθώματα στη δημόσια διαχείριση, καθώς και της έλλειψης των απαιτούμενων από τις οικείες διατάξεις (άρθρα 21, 25 και 26 του β.δ/τος 17.5/15.6.1959 και 67 παρ. 1 και 4 του π.δ/τος 28/1980, Α΄ 11) δικαιολογητικών των επίμαχων δαπανών (αποφάσεις ανάθεσης, συμβάσεις, πρωτόκολλα ή βεβαιώσεις εκτέλεσης), η οποία (έλλειψη) δεν δύναται να αναπληρωθεί νομίμως με υπεύθυνες δηλώσεις ιδιωτών (απόφ. VII Τμ. Ελ. Συν. 874/2016),δεν προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση η ανυπαρξία πραγματικού ελλείμματος της Κοινότητας από την διαχείριση των επίμαχων ποσών εξωταμειακώς, και ειδικότερα από την είσπραξη και διάθεσή τους με παράκαμψη κατ’ ουσίαν όλου του συστήματος του δημοσιολογιστικού δικαίου που διέπει τους Ο.Τ.Α., το οποίο είναι και το μόνο που εγγυάται την ορθή και διαφανή διαχείριση του χρήματος που ανήκει σ’ αυτούς(απόφ.VII Τμ. Ελ. Συν. 3738/2014),σύμφωνα με την συνταγματική επιταγή για διαφάνεια στη χρηματική διαχείριση των Ο.Τ.Α. (άρθρο 102 παρ. 5 του Συντάγματος). Ως εκ τούτου, το επίδικο έλλειμμα δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως τυπικό και συνεπώς, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση μείωσης του καταλογισθέντος σε βάρος του εκκαλούντος ποσού, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, την οποία κατ’ εκτίμηση του δικογράου επικαλείται ο εκκαλών, ο οποίος ζητεί την συνεκτίμηση του βαθμού της υπαιτιότητάς του, της έκτασης της απόκλισης των πράξεών του από τη δημοσιονομική νομιμότητα, καθώς και της βαρύτητας και των συνθηκών τέλεσης των δημοσιονομικών παραβάσεων που διαπιστώθηκαν (πρβλ. αποφ. Ελ. Συν. Ολομ. 4681, 4315, 4314/2013, VII Τμ. 3738/2014, 874/2016).

3) Ακόμη, ο εκκαλών προβάλλει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό του υπαιτιότητα οποιουδήποτε βαθμού για την πρόκληση του ελλείμματος. Ειδικότερα, χωρίς να αμφισβητεί τη συμμετοχή του ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου στη λήψη των προαναφερόμενων αποφάσεων για την διαχείριση και διάθεση κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ανωτέρω εσόδων, υποστηρίζει ότι ο ίδιος, όπως και τα λοιπά μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, δεν είχε προηγούμενη εμπειρία ως προς την είσπραξη μισθωμάτων στο πλαίσιο ανάλογου προγράμματος εκμίσθωσης βοσκοτόπων της Κοινότητας και επιπλέον υποστηρίζει ότι, βάσει των γνώσεων που διαθέτει και του μορφωτικού του επιπέδου, καθόσον έχει λάβει την στοιχειώδησχολική εκπαίδευση και είναι αγρότης – κτηνοτρόφος, είχε την πεποίθηση ότι έπραξε προς το συμφέρον της Κοινότητας προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχύτερη και απρόσκοπτη είσπραξη των μισθωμάτων αυτών, ενώ για κάθε ενέργεια σε σχέση με την επίμαχη διαχείρισή τους, προηγείτο ομόφωνη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου.

Επίσης προβάλλει ότι ο ίδιος, όπως και τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου, δεν είχαν πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων δημοσίου λογιστικού των Ο.Τ.Α., αλλά τελούσαν σε συγγνωστή πλάνη, καθόσον, είχαν την πεποίθηση ότι οι διαχειριστικές τους ενέργειες ήταν σύννομες, ως εκ του λόγου ότι αποσκοπούσαν στην αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Κοινότητας.

Ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η έκδοση της πράξης καταλογισμού αποτελεί άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας στην περίπτωση διαπίστωσης διαχειριστικού ελλείμματος, για την οποία δεν ασκεί επιρροή η ύπαρξη ή μη συγγνωστής πλάνης του υπολόγου. Σε κάθε περίπτωση το σύνολο των ενεργειών του εκκαλούντος, καθώς και των λοιπών μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου, οι οποίες συνιστούν περίπτωση άτυπης – εξωταμειακής διαχείρισης, δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγγνωστή πλάνη, όπως προβάλλεται με την ένδικη έφεση, καθόσον αυτός, ως όργανο της οικονομικής διαχείρισης της Κοινότητας και βάσει της ιδιότητάς του ως μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου, μπορούσε και είχε την υποχρέωση να γνωρίζει – καταβάλλοντας την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή που όφειλε να επιδείξει ως εκ των περιστάσεων και της θέσης του ότι δεν ήταν νόμιμη η ανωτέρω διαχείριση (αποφ. VII Τμ. Ελ. Συν. 1397/2014, 1091/2017).

Ως εκ τούτου, και ο ισχυρισμός αυτού περί παντελούς ελλείψεως υπαιτιότητος στο πρόσωπό του είναι αβάσιμος, για τους ίδιους λόγους.

Περαιτέρω, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση των οριζομένων στη διάταξη του άρθρου 105 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52) «Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο», στο οποίο έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009 (Α΄ 163),την εφαρμογή της οποίας επικαλείται ο εκκαλών για την απαλλαγή του, λόγω συγγνωστής πλάνης από το συνολικό ποσό του ένδικου καταλογισμού, άλλως τη μείωση αυτού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος σε βάρος του ποσού, μετά από συνεκτίμηση, μεταξύ άλλων, και της προσωπικής και οικογενειακής οικονομικής του κατάστασης, καθόσον η ανωτέρω διάταξη ρητώς ορίζει ότι έχει εφαρμογή σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν και αφορούν σε χρονικό διάστημα μέχρι και την 1η Ιουλίου 2005 (απόφ.VII Τμ. Ελ. Συν. 575/2014).

4) Επίσης ο εκκαλών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση είναι αναιτιολόγητη και πρέπει να ακυρωθεί. Ο λόγος αυτός είναι, ομοίως, αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αυτήςαπόφασης, σε συνδυασμό με την πορισματική έκθεση, στην οποία ρητώς παραπέμπει, προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ευθύνη του εκκαλούντος για την δημιουργία του διαπιστωθέντος ελλείμματος, από την εξωταμειακή διαχείριση των ως άνω κρίσιμων ποσών, κατά παράβαση των -προεκτεθεισών στην παρ. ΙΙΙ της παρούσας- διατάξεων δημοσιονομικού δικαίου των Δήμων και Κοινοτήτων σχετικά με τη διενέργεια και εισαγωγή εισπράξεων στο ταμείο της Κοινότητας καθώς και με τη διενέργεια πληρωμών (απόφ. VII Τμ. Ελ. Συν. 575/2014).

5) Ακόμη, προβάλλεται ότι η μη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση των διατάξεων των άρθρων 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις για νομιμοποίηση, υπό τις προβλεπόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, δαπανών που πληρώθηκαν μέχρι 31.12.2003, μεταξύ άλλων, από κοινότητες σε βάρος των προϋπολογισμών τους θα πρέπει να εφαρμοστούν αναλογικά και στην κρινόμενη περίπτωση.

Ο λόγος αυτός αβασίμως προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί διότι οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν περίπτωση εξωταμειακής διαχείρισης (αποφ. Ελ. Συν. Ολομ. 2979/2012, VII Τμ. 1836/2008, 889/2012, 3738/2014, 1091/2017), συνεπώς αφορούν διαφορετική και ουσιωδώς ανόμοια κατηγορία προσώπων – υπολόγων σε σχέση με τον εκκαλούντα και δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά στην υπό κρίση περίπτωση βάσει της συνταγματικής αρχής της ισότητας.

6) Ο εκκαλών επικαλείται επιπλέον ότι στην περίπτωσή του θα πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 34 του ν. 3801/2009, σύμφωνα με την οποία θεωρούνται νόμιμες δαπάνες που διενεργήθηκαν μετά την 1η Ιουλίου 2005, μεταξύ άλλων, από Κοινότητες, εφόσον αφορούν άσκηση αρμοδιοτήτων που δεν προβλέ-πονται ρητώς από την κείμενη νομοθεσία ή, αν παρά τη ρητή πρόβλεψή τους, συνέτρεξαν πλημμέλειες κατά τη διαδικασία ανάληψης της δαπάνης σε βάρος του προϋπολογισμού τους, υπό την προϋπόθεση οι οικείες δαπάνες να έχουν καταβληθεί έως την ημερομηνία κατάθεσης του νόμου αυτού (21.7.2009) και σωρευτικά υπό τις λοιπές, προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή, προϋποθέσεις.

Όμως, ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης οι περιπτώσεις καταλογισμών ελλειμμάτων, τα οποία προέκυψαν από εξωταμειακή διαχείριση (αποφ. VII Τμ. Ελ. Συν. 889/ 2012, 1091/2017), ενώ και το χρονικό διάστημα του επίμαχου καταλογισμού ως προς τις διενεργηθείσες εξωταμειακά δαπάνες (1.8.2009 έως 17.9.2010) βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανωτέρω ρύθμισης.

7) Ο εκκαλών προβάλλει επίσης, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της έφεσης, ότι η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και πρέπει να ακυρωθεί. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε βάρος του εκκαλούντος κατά δεσμία αρμοδιότητα, βάσει των προαναφερόμενων ειδικών διατάξεων του δημόσιου λογιστικού, μετά την διαπίστωση της δημοσιονομικής ευθύνης αυτού ως υπόλογου στο πλαίσιο της διαχείρισης χρηματικού της ΚοινότηταςΚαρυάς Ελασσόνας κατά τα έτη 2009 και 2010. Επομένως δεν υφίσταται παραβίαση της ανωτέρω γενικής αρχής του διοικητικού δικαίου.

8) Επίσης με το υπόμνημα προβάλλεται ότι ο ένδικος καταλογισμός υπέρ του Δήμου Ελασσόνας οδηγεί στον αδικαιολόγητο πλουτισμό αυτού, καθόσον, χωρίς νόμιμη αιτία, θα καταστεί πλουσιότερος, κατά την έννοια του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), ως δικαιούχος του καταλογιζόμενου σε βάρος του εκκαλούντος ποσού, το οποίο διετέθη για την κάλυψη αναγκών της Κοινότητας. Όμως ο σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, με το οποίο επιτρέπεται μόνο η ανάπτυξη ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της έφεσης (άρθρο 29 παρ.2 του π.δ/τος 1225/1981), αλλά και λόγω αοριστίας. Τούτο, διότι ο εκκαλών, ο οποίος, σύμφωνα με τα άρθρα 53 παρ. 1 περ. β΄ και 96 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεων του πραγματικού της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 904 του Α.Κ., αρκείται μόνο σε απλή επίκληση των στοιχείων του νόμου,χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης εν προκειμένω της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά το ως άνω άρθρο του Α.Κ. (αποφ. VII Τμ. Ελ. Συν. 575/2014, 5016/2013, 2506/2013, ΑΠ 1057/2011, 1064/2010, 990/2012 κ.α.).

9) Με το υπόμνημα προβάλλεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και λόγω παράβασης της συνταγματικής αρχής της προηγούμενης ακρόασης. Όμως, ο λόγος αυτός απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, περαιτέρω δε είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως ο ίδιος ο εκκαλών συνομολογεί, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης αυτής απόφασης (30.6.2014), είχε προηγηθεί η κοινοποίηση σε αυτόν, στις 19.5.2014, της ως άνω πορισματικής έκθεσης,κατόπιν της οποίας ο εκκαλών υπέβαλε το από 23.5.2014 υπόμνημα, στο οποίο ανέπτυξε τις απόψεις του, που όπως προκύπτει από την επιδοθείσα στη συνέχεια σε αυτόν 1044/17.6.2014 πρόσκληση καταβολής του ποσού του ελλείμματος, εξετάστηκαν από τον οικονομικό επιθεωρητή. Εξάλλου ο εκκαλών δεν επικαλείται περαιτέρω ότι ζήτησε να τεθούν στη διάθεσή του στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε ο έλεγχος και ότι το σχετικό αίτημά του απορρίφθηκε.

VI. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι η κατά τα έτη 2009 2010 παράλειψη εισαγωγής εισπράξεων από μισθώματα βοσκοτόπων, συνολικού ποσού 161.500,00 ευρώ, στη διαχείριση της Κοινότητας Καρυάς, συνιστά έλλειμμα. Εξάλλου, η χρησιμοποίηση των εισπράξεων αυτών για τη διενέργεια κατά τα ίδια έτη δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων συνοδευόμενων από νόμιμα και πλήρη δικαιολογητικά συνιστά και αυτή μη νόμιμη πράξη διαχείρισης εκ της οποίας και αυτοτελώς δημιουργείται έλλειμμα. Για το έλλειμμα φέρει ευθύνη, μεταξύ άλλων, και ο εκκαλών, ο οποίος λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου ευθύνεται ως υπόλογος, αφού μετείχε στη λήψη των αποφάσεων για την εξωταμειακή είσπραξη και εκταμίευση του ανωτέρω ποσού, και συνεπώς βαρύνεται με νόθο αντικειμενική ευθύνη. Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση διαπιστώνεται ότι ο βαθμός υπαιτιότητας αυτού αντιστοιχεί σε ελαφρά αμέλεια, καθόσον, όπως προβάλλει ο ίδιος και προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, δεν είχε προηγούμενη εμπειρία ως προς την είσπραξη και τη διαχείριση μισθωμάτων στο πλαίσιο ανάλογου ευρωπαϊκού προγράμματος εκμίσθωσης βοσκοτόπων της Κοινότητας. Επομένως, η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος της, με το οποίο επιβάλλονται προσαυξήσεις επί του ποσού του ανωτέρω ελλείμματος.

VΙΙ. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη πράξη και να προσδιοριστεί το καταλογισθέν σε βάρος του εκκαλούντος ποσό στο ύψος της κύριας οφειλής των 161.500,00 ευρώ. Ακολούθως, το Δικαστήριο, κρίνει ότι, εκτιμωμένων των περιστάσεων, πρέπει το καταβληθέν για την άσκηση της έφεσης παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 3 εδ. δ΄ και 5 του ν. 4129/2013) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), που εφαρμόζεται αναλόγως και στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παράγραφος 2 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135).

Για τους λόγους αυτούς

Δέχεται εν μέρει την έφεση.

Μεταρρυθμίζει την 1118/30.6.2014 καταλογιστική πράξη και περιορίζει το καταλογισθέν σε βάρος του εκκαλούντος ποσό σε 161.500,00 ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του καταβληθέντος παραβόλου. Και

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 και 19 Μαρτίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Η ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ

   ΜΑΡΙΑ ΒΛΑΧΑΚΗ                                                             ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΝΑ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δευτέρου Τμήματος στις 9 Μαρτίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

   ΑΝΝΑ ΛΙΓΩΜΕΝΟΥ                                             ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ  

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

Ακριβές αντίγραφο

Αθήνα 17/3/2021

Ο Γραμματέας

Ιωάννης Αθανασόπουλος