ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΩΡΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΑΥΤΗ ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ Η ΑΠΟΨΗ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ Ο ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΤΟΥ Χ.Ε ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΛΉΣΕΩς. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΠΗΧΕΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟ ΤΟΥ 1980. ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1995 ΚΑΙ ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩς ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ . ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙΤΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΤΡΟΠΟ ΕΑΝ ΜΠΟΡΕΙ ( Ο Ι.Καρκαλης, Αντεπίτροπος τους ΕΣ υποστηρίζει οτι μπορει).
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙV
Πράξη 48/2001
Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Μιχαήλ Δημητρόπουλο, Αντιπρόεδρο, μέλη τους Συμβούλους Γεώργιο-Σταύρο Κούρτη και Διονύσιο Λασκαράτο και τις Παρέδρους Μαρία Βλαχάκη (Εισηγητή) και Ευαγγελία Ελισάβετ Κουλουμπίνη, οι οποίες μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο, συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, σήμερα 8 Μαϊου 2001, με την παρουσία της Γραμματέως Κοντής Παπαδημητρίου, για να αποφανθεί, ύστερα από την από 7 Μαρτίου 2001 αίτηση του Κων/νου Κριτζά, αν πρέπει να ανακληθεί η 33/2000 πράξη του Τμήματος, με την οποία κρίθηκε μη θεωρητέο το 219 χρηματικό ένταλμα πληρωμής, οικον. έτους 1999, του Λιμενικού Ταμείου Ν. Ρεθύμνου.
Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου
και ΄Ελαβε υπόψη Την 43/11.4.2001 έγγραφη γνώμη του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας Ιωάννη Σμπυρούνια, σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να ανακληθεί η πράξη.
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Με την από 7.3.2001 αίτηση του Κωνσταντίνου Κριτζά, εργολήπτη δημοσίων έργων, ζητείται η ανάκληση της 33/2000 πράξης του Τμήματος τούτου, με την οποία κρίθηκε, ύστερα από διαφωνία του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Ρεθύμνου, ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί το 219, οικονομικού έτους 1999, χρηματικό ένταλμα, που εκδόθηκε από το Λιμενικό Ταμείο Νομού Ρεθύμνου και αφορά καταβολή ποσού 11.450.000 δραχμών στον ήδη αιτούντα, για την εξόφληση του 3ου λογαριασμού του έργου «Εκβάθυνση Ενετικού Λιμανιού». Οι πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 21 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980, σε υποθέσεις διαφωνιών Επιτρόπων σχετικά με τη θεώρηση ή μη χρηματικών ενταλμάτων, δεν παράγουν δεδικασμένο και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε ανάκληση από το Τμήμα που τις εξέδωσε, με μεταγενέστερη πράξη του. Για την ανάκληση πράξης, το αρμόδιο Τμήμα επιλαμβάνεται είτε κατόπιν έγγραφης αίτησης του διατάκτη ή άλλου ενδιαφερομένου δικαιολογούντος ευθύ και άμεσο έννομο συμφέρον προς τούτο, είτε και αυτεπαγγέλτως, η δε ανάκληση χωρεί μόνον εφόσον κατά την έκδοση της πράξης εμφιλοχώρησε πλάνη περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα ή λόγω λογιστικού λάθους ή εάν προσκομίζονται νέα στοιχεία που δικαιολογούν την ανάκληση αυτή, και όχι για απλή επανεξέταση των ήδη κριθέντων ζητημάτων.
Με την 33/2000 πράξη του Τμήματος κρίθηκε μη θεωρητέο το 219, οικονομικού έτους 1999, χρηματικό ένταλμα του Λιμενικού Ταμείου Νομού Ρεθύμνου, ποσού 11.450.000 δραχμών, με την αιτιολογία ότι η εντελλόμενη δαπάνη αφορά συμπληρωματικές εργασίες – απομάκρυνση φυσικών ογκόλιθων από τον πυθμένα, επέκταση των εκσκαφών και στο δυτικό μέρος του λιμανιού – που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση του έργου «Εκβάθυνση Ενετικού Λιμανιού» και οι οποίες ανατέθηκαν, με διαπραγμάτευση, στον ήδη αιτούντα, ανάδοχο του έργου αυτού, χωρίς από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτει η συνδρομή των νόμιμων προς τούτο προϋποθέσεων (άρθρα 8 παρ. 1 του ν. 1418/1984 και 8 παρ. 3 (δ) του π. δ/τος 23/1993), ότι επρόκειτο για εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου.
Με την κρινόμενη αίτησή του, ο φερόμενος ως δικαιούχος του επίμαχου χρηματικού εντάλματος, επαναλαμβάνοντας τα διαλαμβανόμενα στο 107/14.2.2000 έγγραφο του Λιμενικού Ταμείου, τα οποία λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της πράξεως, της οποίας ζητείται η ανάκληση, ισχυρίζεται ότι η απομάκρυνση των φυσικών ογκόλιθων, που βρίσκονταν διάσπαρτοι στον πυθμένα και καθιστούσαν επικίνδυνη τη διέλευση των μικρών τουριστικών σκαφών, ήταν απολύτως αναγκαία ενόψει της έναρξης της τουριστικής περιόδου, ότι η αρτιότητα και λειτουργικότητα του έργου επέβαλε την επέκταση των εκσκαφών και σε άλλο, πέραν του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, χώρο του λιμανιού και ότι, κατά συνέπεια, νομίμως του ανατέθηκε η εκτέλεση των εργασιών αυτών. Καμία, όμως, συγκεκριμένη αιτίαση δεν προβάλλεται, ούτε νέα στοιχεία προσκομίζονται που να πλήττουν την ουσιαστική κρίση του Τμήματος, το οποίο αποφάνθηκε ότι οι προαναφερόμενες περιστάσεις δε συνιστούν αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που αντικειμενικά, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, και ότι, ως εκ τούτου, δε δικαιολογούν, κατά νόμο, την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης.
Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, ο ως άνω λόγος ανάκλησης είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον με αυτόν διώκεται η απλή επανάκριση των ήδη εξετασθέντων ζητημάτων. Απορριπτέος τυγχάνει και ο λόγος ανάκλησης, σύμφωνα με τον οποίον ο αρμόδιος για τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών του Λιμενικού Ταμείου Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορούσε, ούτε παρεμπιπτόντως, να επιληφθεί της νομιμότητας της απόφασης ανάθεσης στον αιτούντα των εν λόγω συμπληρωματικών εργασιών, που – ως ατομική διοικητική πράξη – παράγει, μέχρι την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση ή την ανάκλησή της από τη Διοίκηση, όλα τα έννομα αποτελέσματά της, έστω και αν πάσχει από νομική πλημμέλεια. Τούτο διότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την άσκηση του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα (άρθρο 98) προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους ή των υπαχθέντων στον έλεγχο αυτό νομικών προσώπων, σκοπός του οποίου είναι η παρεμπόδιση της εκταμίευσης του δημοσίου χρήματος σε περίπτωση μη νομιμότητας της εντελλόμενης από το διατάκτη δαπάνης, δεν περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση της τυπικής νομιμότητας των δαπανών (ύπαρξη σχετικής πίστωσης), αλλά ερευνά και τη νομιμότητα της διαδικασίας πραγματοποίησής τους, δικαιούται δε να εξετάζει παρεμπιπτόντως και τα αμέσως με τη διαδικασία αυτή συναπτόμενα ζητήματα, να εξετάζει, δηλαδή, τη νομιμότητα των δημιουργικών της δαπάνης πράξεων, υπό την προϋπόθεση ότι τα ζητήματα αυτά δεν έχουν κριθεί τελεσίδικα με απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 17 παρ. 3 του π. δ/τος 774/1980). Τέτοιο ζήτημα αποτελεί και η νομιμότητα ή μη της ατομικής διοικητικής πράξης, στην οποία ερείδεται η εντελλόμενη δαπάνη, δεδομένου ότι το ισχύον για τις πράξεις αυτές τεκμήριο νομιμότητας, του οποίου γίνεται επίκληση από τον αιτούντα, δεν εμποδίζει τον επιβαλλόμενο από υπέρτατο κανόνα δικαίου, το Σύνταγμα, έλεγχο της νομιμότητας των δημοσίων δαπανών, ο οποίος θα καθίστατο αλυσιτελής, εάν το δημόσιο χρήμα μπορούσε να εκταμιεύεται ελεύθερα, με βάση παράνομες ατομικές διοικητικές πράξεις. (βλ. Πρακτικά 14ης Γεν. Συν. /20.5.1992 και 23ης Γεν. Συν. /2.6.1997 Ολ. Ελ. Συν. και πράξεις 127, 132/1997, 146/1999 Ι Τμ. και 72/1997, 72/1998 IV Τμ. Ελ. Συν.).
Όσον αφορά δε το λόγο ανάκλησης, με τον οποίον προβάλλεται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1418/1984, ο αιτών ήταν υποχρεωμένος να εκτελέσει τις συμπληρωματικές εργασίες που του ανατέθηκαν και ότι, επομένως, η μη καταβολή του συνομολογηθέντος για τις εργασίες αυτές εργολαβικού ανταλλάγματος αντίκειται στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον η αρχή αυτή κάμπτεται, για τις ανάγκες του ασκούμενου από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών, προ της αρχής της δημοσιονομικής νομιμότητας, κατά την οποία, για την πραγματοποίηση κάθε τέτοιας δαπάνης, απαιτείται αυτή να προβλέπεται, και πολύ περισσότερο να μην αντίκειται, σε ρητή διάταξη νόμου. Ενόψει των προεκτεθέντων, το Τμήμα στην αυτή άγεται κρίση στην οποία ήχθη με την 33/2000 πράξη του της οποίας ζητείται η ανάκληση, δηλαδή ότι η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Περαιτέρω, όμως, κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του Λιμενικού Ταμείου προέβησαν στην ανάθεση, με διαπραγμάτευση, της εκτέλεσης των συμπληρωματικών εργασιών στον αρχικό ανάδοχο του έργου, όχι από πρόθεση καταστρατήγησης των σχετικών διατάξεων, αλλά διότι, προ του κινδύνου πρόκλησης ατυχημάτων και αχρησίας του έργου στο σύνολό του, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι συνέτρεχαν, στην προκειμένη περίπτωση, οι ειδικές εκείνες περιστάσεις που δικαιολογούν, κατά νόμο, την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία. Συνεπώς, το εν λόγω χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος που να επηρεάζει τη νομιμότητα της δαπάνης, εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 1999, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.
Για τους λόγους αυτούς
Ανακαλεί την 33/2000 πράξη του, κατά το μέρος αυτής που αφορά στη δυνατότητα θεώρησης του χρηματικού εντάλματος της ελεγχθείσας με την πράξη αυτή δαπάνης, αναγνωρίζοντας συγγνωστή πλάνη υπέρ του διατάκτη της. Αποφαίνεται ότι το 219, οικονομικού έτους 1999, χρηματικό ένταλμα του Λιμενικού Ταμείου Νομού Ρεθύμνου, ποσού 11.450.000 δραχμών, δεν πρέπει να θεωρηθεί, λόγω λήξης του οικονομικού έτους.