ΕΣ 719/12, Ολομ., Οι ελεγκτες εξόδων ΟΤΑ είναι υπόλογοι και πρέπει να κάνουν πλήρη έλεγχο και οχι μόνο εξωτερικής νομιμότητας, ΜΕΙΟΨ. αναίρεση μέρους της απόφασης

ΕΣ Ολομ

 719/2012
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: οι Ελεγκτές Εξόδων Ο.Τ.Α. που υπηρετούν στις Δ.Ο.Υ., μέσω των οποίων διεξάγεται η ταμειακή υπηρεσία των εν λόγω νομικών προσώπων που δεν διαθέτουν δική τους τέτοια υπηρεσία, καθίστανται υπόλογοι για τις πληρωμές των οικείων δαπανών και, όσον αφορά τα μη υποκείμενα σε δικαστικό προληπτικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο εντάλματα των φορέων αυτών, υποχρεούνται σε προηγούμενο πάντοτε της εξόφλησής τους έλεγχο, ο οποίος μάλιστα δεν περιορίζεται μόνον στο εάν το χρηματικό ένταλμα φέρει τα κατά νόμον εξωτερικά στοιχεία γνησιότητας και εγκυρότητας, αλλά περιλαμβάνει και την εξέταση αυτής καθ’ εαυτής της νομιμότητας της εντελλόμενης δαπάνης,  ήτοι της ύπαρξης ή μη νομίμου ερείσματος αυτής. Ως εκ τούτου, ο Ελεγκτής Εξόδων ευθύνεται, μεταξύ άλλων, για την πληρότητα και νομιμότητα των δικαιολογητικών που επισυνάπτονται στα χρηματικά εντάλματα των οποίων ενέκρινε την εξόφληση, κάθε δε πληρωμή που θα επιτρέψει να διενεργηθεί χωρίς πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά συνιστά έλλειμμα στη διαχείρισή του, το οποίο και καταλογίζεται σε βάρος του από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο (βλ. αποφάσεις 1487/2000 Ολομ.).
————————–

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Γεώργιος Κωνσταντάς και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεωργία Μαραγκού, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης (εισηγητής), Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Φλωρεντία Καλδή, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και οι Σύμβουλοι Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ :  Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για  να δικάσει την από 21 Ιουλίου 2006 (αριθμ. κατάθ. 297/21.7.2006) για αναίρεση της 1360/2006 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση της Κυριακής Χατζηγεωργίου του Παναγιώτη, κατοίκου Ευξεινούπολης Αλμυρού Μαγνησίας, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Δημάκη (ΑΜ/ΔΣΑ 7291).
Κ α τ ά : 1)  του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη  και
2) του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Αλμυρού (Π.Ο.Δ.Α.), ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως (άρθρ. 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δ., όπως ισχύει) του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αλεξάνδρου Κοσμά (ΔΣ Βόλου/361).
Με την 131/9.10.2003 απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας, καταλογίστηκε η αναιρεσείουσα, ελεγκτής εξόδων Ο.Τ.Α. στη Δ.Ο.Υ. Αλμυρού, εις ολόκληρον με τους νόμιμους κληρονόμους της Σεβαστής Πελτεκίδου, υπαλλήλου εν ζωή του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Αλμυρού (Π.Ο.Δ.Α.), με το ποσό των 3.399.537 δραχμών, το οποίο φέρεται ότι συνιστά ισόποσο έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του ως άνω Οργανισμού, μαζί με τις αναλογούσες στο έλλειμμα αυτό προσαυξήσεις εκ δραχμών 3.746.894, ήτοι συνολικώς με το ποσό των 7.146.431 δραχμών  (ήδη 20.972,65 ευρώ).
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1360/2006 απόφαση του IV Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε η από 20.11.2003 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της ως άνω απόφασης ως αβάσιμη.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του IV Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αναίρεσης.
Τον   Πάρεδρο    του    Νομικού    Συμβουλίου    του    Κράτους,   για   το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της        αναίρεσης.  Και
Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος   πρότεινε, επίσης, την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τη Σύμβουλο Χριστίνα Ρασσιά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι.  Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης της 1360/2006 οριστικής απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως οι λόγοι αυτής διευκρινίζονται με το από 12.1.2011 νομοτύπως υποβληθέν υπόμνημα, νόμιμα φέρεται για νέα συζήτηση μετά την έκδοση της 3014/2009 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της, για το λόγο ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα ο απολιπόμενος αναιρεσίβλητος Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αλμυρού κατά τη δικάσιμο της 1ης Οκτωβρίου 2008 και διατάχθηκε ο ορισμός νέας δικασίμου και η νόμιμη κλήτευση όλων των διαδίκων. Η αίτηση αυτή, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1086365 και 1412418 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων της, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΙΙ.  Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε ως αβάσιμη έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, Ελεγκτή Εξόδων Ο.Τ.Α. στη Δ.Ο.Υ. Αλμυρού, κατά της 131/9.10.2003 απόφασης των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας, με την οποία καταλογίστηκε σε ολόκληρο με τους νόμιμους κληρονόμους της Σεβαστής Πελτεκίδου, υπαλλήλου εν ζωή του Πολιτιστικού Οργανισμού, με το ποσό των 3.399.537 δραχμών, το οποίο φέρεται ότι συνιστά έλλειμμα στη διαχείριση του ως άνω Οργανισμού, καθώς και με τις αναλογούσες στο έλλειμμα αυτό προσαυξήσεις εκ δραχμών 3.746.894, ήτοι συνολικώς με το ποσό των 7.146.431 δραχμών (ήδη 20.972,65 ευρώ). Ήδη, με την ένδικη αίτησή της, η αναιρεσείουσα επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας κατ’ εκτίμηση ως λόγους αναιρέσεως : α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της πλημμελούς αιτιολογίας.
ΙΙΙ.  Από τις διατάξεις των άρθρων 15,17, 22, 25, 27 και 33 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή των Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και όσοι, με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε Ο.Τ.Α. ή σε Ν.Π.Δ.Δ., και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος. Για τα διαπιστούμενα στη διαχείρισή του ελλείμματα, ως τέτοιων νοουμένων και των ανοικείων πληρωμών προς τρίτους, ο υπόλογος ευθύνεται κατ’ αρχήν για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, η οποία μάλιστα  τεκμαίρεται, απαλλάσσεται, επομένως, μόνον εάν ο ίδιος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι καμία απολύτως υπαιτιότητα, ως προς την επέλευση του ελλείμματος, δεν τον βαρύνει. Σε περίπτωση δε που η υπαιτιότητά του εξικνείται μέχρι του βαθμού της βαρείας αμελείας ή του δόλου, καταλογίζονται σε βάρος του υπολόγου, πέραν του ποσού του ελλείμματος, και οι εκάστοτε οριζόμενες από τις διατάξεις περί είσπραξης των δημοσίων εσόδων προσαυξήσεις.
IV.   Με το άρθρο 34 παρ. 5 του ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 43, Α΄) ορίσθηκε ότι : «Από 1η Ιανουαρίου 1991 υπόλογοι για τις πληρωμές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.), κατά τις κείμενες διατάξεις, καθίστανται υπάλληλοι των κλάδων ελεγκτών εσόδων – εξόδων ο.τ.α., που ορίζονται με αποφάσεις του οικείου νομάρχη (…). Κάθε άλλη διάταξη γενική ή ειδική που αντίκειται στη διάταξη του εδαφίου αυτού καταργείται.». Εξ άλλου, στο άρθρο 236 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995 – ΦΕΚ  231, Α΄), όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 15 του  ν. 3146/2003 (ΦΕΚ 125, Α΄), ορίζεται ότι : « 1. (…) 3. Αν ο ταμίας αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εντάλματος γνωστοποιεί στο δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας με ειδική αναφορά τους λόγους αμφισβήτησης. Αν ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας απορρίψει τους λόγους αμφισβήτησης το ένταλμα εκτελείται (…)». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του β.δ/τος 763/1969 «περί διεξαγωγής της Ταμειακής Υπηρεσίας και εισπράξεως εσόδων Νομικών Προσώπων και Τρίτων δια των Δημοσίων Ταμείων» (ΦΕΚ 241, Α΄), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 98 του ν.δ/τος 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», ορίζεται ότι «Δια των παρά τοις Δημοσίοις Ταμείοις Γραφείων Παρακαταθηκών και Δανείων και κατά τας περί αυτών ισχυούσας διατάξεις, διεξάγεται η Ταμειακή Υπηρεσία των: α) Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των Ιδρυμάτων ή Επιχειρήσεων αυτών, εφ’ όσον τυγχάνουσι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και δεν λειτουργεί παρ’ αυτοίς ιδία Ταμειακή Υπηρεσία, β) (…)», ενώ με το β.δ. 757/1969 «περί της διαρθρώσεως των Δημοσίων Ταμείων, των καθηκόντων του Προσωπικού αυτών, του λογιστικού συστήματος των Δημοσίων Ταμείων, των τηρουμένων υπ’ αυτών λογιστικών και διαχειριστικών βιβλίων και του τρόπου τηρήσεως αυτών, της λειτουργίας εν γένει των Δημοσίων Ταμείων και της ευθύνης των Ταμιακών υπολόγων και των Ταμιακών εν γένει υπαλλήλων» (ΦΕΚ 241, Α΄), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 67 του ιδίου ως άνω ν.δ/τος (321/1969), ορίσθηκαν τα ακόλουθα : «Ο Ελεγκτής Εξόδων ενεργεί τον κατά περίπτωσιν έλεγχον των πάσης φύσεως τίτλων πληρωμής και εντέλλεται τω διαχειριστή του Ταμείου ή πράκτορα ή διαχειριστή της Τραπέζης της Ελλάδος την εξόφλησιν τούτων, πλην των υπό του ελεγκτού εσόδων εξοφλουμένων, και καταρτίζει τους σχετικούς λογαριασμούς της διαχειρίσεώς του (…)» (άρθρο 8). «1. Αι πάσης φύσεως πληρωμαί εκ του Ταμείου ενεργούνται ως ακολούθως: Άπαντα τα εις το Ταμείον αποστελλόμενα χρηματικά εντάλματα ως και πας εν γένει τίτλος ή εντολή πληρωμής, παραδίδονται εις το Ελεγκτήριον Εξόδων. Ο προϊστάμενος τούτου Ελεγκτής οφείλει να ενεργήση αμέσως υπό ατομικήν αυτού ευθύνην τον έλεγχον αυτών, καθ’ όσον αφορά το νόμιμον και έγκυρον της εντελλομένης δαπάνης, κατά τας κειμένας διατάξεις. Ειδικώτερον, ο εκ μέρους του Ελεγκτού Εξόδων ενεργούμενος έλεγχος συνίσταται: Προκειμένου περί χρηματικών ενταλμάτων υποκειμένων κατά τας σχετικάς διατάξεις εις τον προληπτικόν έλεγχον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…). Προκειμένου περί μη υποκειμένων εις προληπτικόν έλεγχον του Ελεγκτικού Συνεδρίου χρηματικών ενταλμάτων δευτερευόντων διατακτών (…). Προκειμένου περί ετέρων τίτλων πληρωμής προβλεπομένων υπό σχετικών αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών (άρθρον 28 παρ. 2 του υπ’ αριθμ. 321/1969 Ν.Δ/τος «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (…). Προκειμένου περί πάσης άλλης εντολής πληρωμής, εάν νομίμως και αρμοδίως εντέλληται αυτή και εάν συνάπτωνται τα κατά Νόμον απαιτούμενα δικαιολογητικά. 2. (…)» (άρθρο 73). «1. Η εξόφλησις των εν τοις προηγουμένοις άρθροις αναφερομένων χρηματικών ενταλμάτων, τίτλων ή εντολών πληρωμής ενεργείται, είτε δι’ ιδίας εξοφλητικής αποδείξεως του δικαιούχου ή του νομίμου αυτού αντιπροσώπου είτε δι’ υπογραφής τούτων επί του σώματος των ως άνω τίτλων δηλούσης την εξόφλησιν. 2. Προς τούτο, ο ελεγκτής εξόδων αφού βεβαιωθή περί της υπάρξεως του τίτλου υπέρ του δικαιούχου, ούτινος υπό προσωπικήν αυτού ευθύνην εξακριβώνει την ταυτότητα και αφού επί παρουσία του ληφθή η υπογραφή, ως δηλωτικήν της εξοφλήσεως, θέτει επί της αποδείξεως ή επί του εντάλματος ή επί του τίτλου ή επί της εντολής πληρωμής, δια σφραγιστήρος ή ιδιοχείρως, την λέξιν «ΠΛΗΡΩΤΕΟΝ», την ημερομηνίαν και υπογραφήν αυτού και παραπέμπει τον πληρωτέον τίτλον, κατά τα ανωτέρω τεθεωρημένον, προς εξόφλησιν (…)» (άρθρο 75). «1. Η Ταμειακή Υπηρεσία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως των μη εχόντων ιδίαν ταμειακήν υπηρεσίαν ασκείται δια των, παρά τοις Δημοσίοις Ταμείοις, Γραφείων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, συμφώνως τω κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 98 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», εκδοθέντι Β.Δ/τι. 2. (…)» (άρθρο 97). «Οι Ελεγκταί εσόδων και εξόδων, ως και οι υπάλληλοι των Δημοσίων Ταμείων, οι διαχειριζόμενοι τα έσοδα και έξοδα των Οργανισμών της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως υπέχουν υποχρεώσεις και ευθύνας αναλόγους προς τας απορρεούσας εκ της ασκήσεως της Δημοσίας Διαχειρίσεως» (άρθρο 101). «1. Ο ελεγκτής εξόδων ευθύνεται προσωπικώς δια την νόμιμον, έγκυρον και ακριβή εκτέλεσιν των υπό του άρθρου 8 του παρόντος ανατεθειμένων αυτώ καθηκόντων. Καταλογίζεται δε δια τας περιπτώσεις τας προβλεπομένας υπό των διατάξεων του άρθρου 76 του υπ’ αριθ. 321/1969 Ν.Δ. περί Δημοσίου Λογιστικού, υπό του αρμοδίου Επιθεωρητού ή του Υπουργού των Οικονομικών. 2. (…)» (άρθρο 151). Ταυτόσημες δε προς τις προμνησθείσες διατάξεις του β.δ/τος 757/1969 είναι και εκείνες των άρθρων 120 παρ.1, 125, 129, 150, 159 και 161 παρ.1, αντιστοίχως, του μεταγενεστέρως  – επίσης κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 67 του ν.δ/τος 321/1969 – εκδοθέντος π.δ/τος 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών» (φ. 6, Α΄), που ισχύει από 5.1.1989. Από όλες τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται και για τα δημοτικά Ν.Π.Δ.Δ. (βλ. άρθρα 200 παρ. 1 και 203 παρ. 1 και 5 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα), συνάγεται ότι οι Ελεγκτές Εξόδων Ο.Τ.Α. που υπηρετούν στις Δ.Ο.Υ., μέσω των οποίων διεξάγεται η ταμειακή υπηρεσία των εν λόγω νομικών προσώπων που δεν διαθέτουν δική τους τέτοια υπηρεσία, καθίστανται υπόλογοι για τις πληρωμές των οικείων δαπανών και, όσον αφορά τα μη υποκείμενα σε δικαστικό προληπτικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο εντάλματα των φορέων αυτών, υποχρεούνται σε προηγούμενο πάντοτε της εξόφλησής τους έλεγχο, ο οποίος μάλιστα δεν περιορίζεται μόνον στο εάν το χρηματικό ένταλμα φέρει τα κατά νόμον εξωτερικά στοιχεία γνησιότητας και εγκυρότητας, αλλά περιλαμβάνει και την εξέταση αυτής καθ’ εαυτής της νομιμότητας της εντελλόμενης δαπάνης,  ήτοι της ύπαρξης ή μη νομίμου ερείσματος αυτής. Ως εκ τούτου, ο Ελεγκτής Εξόδων ευθύνεται, μεταξύ άλλων, για την πληρότητα και νομιμότητα των δικαιολογητικών που επισυνάπτονται στα χρηματικά εντάλματα των οποίων ενέκρινε την εξόφληση, κάθε δε πληρωμή που θα επιτρέψει να διενεργηθεί χωρίς πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά συνιστά έλλειμμα στη διαχείρισή του, το οποίο και καταλογίζεται σε βάρος του από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο (βλ. αποφάσεις 1487/2000 Ολομ.).
V.   Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την ΕΣ 10552/7.6.1991 απόφαση του Νομάρχη Μαγνησίας (Φ.Ε.Κ. Β΄ 495) συστήθηκε ο Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αλμυρού (Π.Ο.Δ.Α.). Η ταμειακή υπηρεσία του Π.Ο.Δ.Α. διεξαγόταν μέσω της Δ.Ο.Υ. Αλμυρού, στην οποία υπηρετούσε από το έτος 1992 η ήδη αναιρεσείουσα ως ελεγκτής εξόδων Ο.Τ.Α. υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για τις πληρωμές του Π.Ο.Δ.Α.. Κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε στη διαχείριση του Π.Ο.Δ.Α. για τις χρήσεις των ετών 1992 – 1998 από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας προέκυψε ότι μέρος των πληρωμών της περιόδου αυτής είχαν πραγματοποιηθεί χωρίς τα νόμιμα δικαιολογητικά. Συγκεκριμένα : α) Τα 122/1.8.1995 και 12/3.3.1997 χρηματικά εντάλματα του Π.Ο.Δ.Α., ποσού 70.800 δραχμών το καθένα, τα οποία είχαν εκδοθεί υπέρ του Απόστολου Χουτζιούμη και φέρονται ότι αφορούσαν τον πρώτο στην προμήθεια δύο πλακετών και μίας επιγραφής και το δεύτερο στην προμήθεια τεσσάρων πλακετών, είχαν εκδοθεί για την εξόφληση του 1174/8.7.1994 τιμολογίου, ποσού 53.100 δραχμών, το οποίο αφενός είχε ήδη εξοφληθεί με το 81/1994 χρηματικό ένταλμα του Π.Ο.Δ.Α., αφετέρου είχε επισυναφθεί ως δικαιολογητικό της δαπάνης μόνον στο δεύτερο από τα επίμαχα εντάλματα, έχοντας μάλιστα εμφανώς αλλοιωθεί με τη χρήση διορθωτικού υγρού ως προς την ημεροχρονολογία έκδοσής του, η οποία είχε παραποιηθεί σε 8.2.1997, και το πληρωτέο ποσό. Σε κανένα από τα εντάλματα αυτά δεν είχε επισυναφθεί απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Π.Ο.Δ.Α. για την έγκριση της αντίστοιχης δαπάνης, το δε προϊόν αυτών εισπράχθηκε όχι από τον φερόμενο ως δικαιούχο προμηθευτή, αλλά από τη Σεβαστή Πελτεκίδου, υπάλληλο του Π.Ο.Δ.Α., η οποία είχε προωθήσει τα εντάλματα προς εξόφληση στη Δ.Ο.Υ. και ιδιοποιήθηκε τα οικεία ποσά.  β) Στο 17/17.2.1998 χρηματικό ένταλμα του Π.Ο.Δ.Α., ποσού 118.000 δραχμών, με δικαιούχο και πάλι τον Απόστολο Χουτζιούμη και αιτιολογία έκδοσης την προμήθεια είκοσι πλακετών, είχε επισυναφθεί το 1448/26.4.1996 τιμολόγιο, ποσού 11.800 δραχμών, το οποίο είχε επίσης εμφανώς παραποιηθεί ως προς το χρόνο έκδοσής του, ώστε να φέρεται ως εκδοθέν στις 26.2.1998, και το καταβλητέο ποσό, επιπλέον δε, είχε ήδη εξοφληθεί με το 77/1996 χρηματικό ένταλμα του Π.Ο.Δ.Α.. Εξ άλλου, η αναφερόμενη στο σώμα του τίτλου απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Π.Ο.Δ.Α. ήταν παντελώς άσχετη με τη συγκεκριμένη δαπάνη, ενώ, και στην περίπτωση αυτή, το ποσό του εντάλματος εισέπραξε η προαναφερόμενη Σεβαστή Πελτεκίδου, και όχι ο φερόμενος ως δικαιούχος.  γ) Στο 19/4.3.1997 χρηματικό ένταλμα του Π.Ο.Δ.Α., ποσού 179.937 δραχμών, που είχε εκδοθεί υπέρ του Σπυρίδωνα Τσαντίλα, εστιάτορα, και φέρεται να αφορούσε δαπάνη γεύματος στο πλαίσιο εκδήλωσης του Π.Ο.Δ.Α., είχαν επισυναφθεί τιμολόγια (τα 56/12.4.1995 και 65/23.7.1995, ποσού 95.575 και 84.362 δραχμών αντίστοιχα) εμφανώς αλλοιωμένα ως προς την ημεροχρονολογία έκδοσής τους, ώστε να φέρονται εκδοθέντα το μήνα Φεβρουάριο του 1997 και ήδη εξοφλημένα (με τα 108 και 111/1995 χρηματικά εντάλματα του Π.Ο.Δ.Α.). Περαιτέρω, στο ως άνω ένταλμα, το ποσό του οποίου εισέπραξε, και πάλι χωρίς νόμιμη αιτία, η Σεβαστή Πελτεκίδου, δεν είχε επισυναφθεί σχετική με τη διάθεση της πίστωσης απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Π.Ο.Δ.Α., ούτε πρωτόκολλο παραλαβής.  δ) Στα 170 και 171/5.1.1998 χρηματικά εντάλματα, ποσού 1.460.000 και 1.500.000 δραχμών αντίστοιχα, που είχαν εκδοθεί υπέρ της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού (Δ.Ε.Π.) του Δήμου Αλμυρού, με αιτιολογία την «εκχώρηση χρημάτων για την πληρωμή τιμολογίων», δεν είχαν επισυναφθεί αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του Π.Ο.Δ.Α. για τη διάθεση των οικείων πιστώσεων, ούτε άλλα στοιχεία (λ.χ. συμβάσεις για την ανάθεση στη Δ.Ε.Π. της εκτέλεσης εργασιών για λογαριασμό του Π.Ο.Δ.Α.), από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη νόμιμης οφειλής του Π.Ο.Δ.Α. έναντι της Δ.Ε.Π.. Περαιτέρω δε, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, το προϊόν των ενταλμάτων αυτών ουδέποτε εισήχθη στη διαχείριση της Δ.Ε.Π., αντιθέτως φέρεται να το ιδιοποιήθηκε η Σεβαστή Πελτεκίδου, που ασκούσε καθήκοντα ταμία της Δ.Ε.Π. και η οποία εισέπραξε τα αντίστοιχα ποσά, χωρίς να γίνει σημείωση για τα στοιχεία της ταυτότητάς της επί του σώματος των ενταλμάτων, ούτε να της ζητηθούν παραστατικά εκπροσώπησης. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η 131/9.10.2003 απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας, με την οποία το ανοικείως εκταμιευθέν ποσό των 3.399.537 δραχμών, μαζί με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις περί είσπραξης των δημόσιων εσόδων προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 3.746.894 δραχμών, ήτοι το συνολικό ποσό των 7.146.431 δραχμών ή 20.972,65 ευρώ καταλογίστηκε αλληλεγγύως και σε ολόκληρο σε βάρος της ήδη αναιρεσείουσας και των νόμιμων κληρονόμων της Σεβαστής Πελτεκίδου, η οποία είχε αποβιώσει αιφνιδίως (σε τροχαίο ατύχημα) στις 27.8.1998. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η ήδη αναιρεσείουσα ευθύνεται ως υπόλογος, για τις πληρωμές του άνω ν.π.δ.δ. (Π.Ο.Δ.Α.) που επέτρεψε, υπό την ιδιότητά της ως Ελεγκτού Εξόδων, να πραγματοποιηθούν χωρίς πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά και ως εκ τούτου νομίμως καταλογίστηκε με το ποσό των 3.399.537 δραχμών, το οποίο συνιστά έλλειμμα στη διαχείριση του Οργανισμού αυτού, πλέον των αναλογουσών στο έλλειμμα αυτό προσαυξήσεων εκ δραχμών 3.746.894, ήτοι συνολικά με το ποσό των 7.146.431 δραχμών (20.972,65 ευρώ).. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της ήδη αναιρεσείουσας ότι δεν βαρύνεται με οποιαδήποτε μορφή υπαιτιότητας, με την παραδοχή ότι οι διαπιστωθείσες από τον έλεγχο ελλείψεις νόμιμων παραστατικών στοιχείων ήταν τέτοιας έκτασης και σοβαρότητας, ώστε να μην δικαιολογούνται εάν η αναιρεσείουσα επεδείκνυε τη στοιχειώδη επιμέλεια του κοινού και συνηθισμένου ανθρώπου, την οποία ο νόμος αξιώνει από όλους τους ανθρώπους εντός του κύκλου της επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητάς τους και ως εκ τούτου στοιχειοθετείται τουλάχιστον βαρεία αμέλεια αυτής κατά την άσκηση των υπηρεσιακών της καθηκόντων. Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις αναφορικά με την ευθύνη της ως υπολόγου, περιέλαβε δε σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες που στηρίζουν το διατακτικό της. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
VΙ.  Περαιτέρω, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιεύτηκε ο νόμος 3801/2009 (ΦΕΚ Α΄ 163/4.9.2009) στο άρθρο 37 παρ. 1 του οποίου με τίτλο «Ζητήματα οικονομικής διαχείρισης και θεώρησης ενταλμάτων πληρωμών Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού», ορίζονται τα εξής : «1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον των Τμημάτων του, καθώς και κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειάς του, σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθηκαν από οποιαδήποτε αιτία σε βάρος των αιρετών οργάνων Δήμων και Κοινοτήτων ή σε βάρος υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων, καθώς και σε βάρος υπαλλήλων δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και ιδρυμάτων αυτών, από Υπουργούς ή από μονομελή ή συλλογικά όργανα της Διοίκησης ή από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μέχρι 1.7.2005, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του βαρυνομένου με τον καταλογισμό, που υποβάλλεται με το δικόγραφο του ένδικου μέσου ή των προσθέτων λόγων αυτού, να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και να απαλλάξει τον υπαίτιο από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου και αν ακόμη υφίσταται ελαφρά αμέλεια αυτού. Για την πιο πάνω μείωση ή απαλλαγή το Δικαστήριο συνεκτιμά το βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν από αυτή αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει, επίσης, τον καταλογισθέντα από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταλογισθέντος συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα. (…)».
Ενόψει των ανωτέρω νομιμοποιητικών διατάξεων, οι οποίες δεν ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 1360/2006 απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο υπό διαφορετική σύνθεση να κρίνει, υπό το πρίσμα των νεότερων αυτών νομιμοποιητικών διατάξεων του άρθρου 37 παρ. 1 του νόμου 3801/2009 για την τυχόν απαλλαγή της καταλογισθείσης – αναιρεσείουσας από το συνολικό ποσόν του καταλογισμού, σύμφωνα με τις παραπάνω νομιμοποιητικές διατάξεις, ή την μείωση του ποσού του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού καθώς και την απαλλαγή της αναιρεσείουσας από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου, αφού συνεκτιμήσει το βαθμό της υπαιτιότητας της καταλογισθείσης – αναιρεσείουσας, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική της κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν από αυτή αποτέλεσμα. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Κωνσταντίνα Ζώη, η οποία, ως προς το ζήτημα της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της, διετύπωσε την εξής γνώμη : Στην περίπτωση αναίρεσης εν όλω από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου απόφασης Τμήματος, που έχει προσβληθεί με αίτηση αναίρεσης, η απόφαση αυτή εξαφανίζεται και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την έκδοσή της, έχοντας τη δυνατότητα να προβάλουν κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο (Τμήμα) της παραπομπής, νέους πραγματικούς ισχυρισμούς και να προσάγουν νέα αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξή τους, το δε Τμήμα της παραπομπής δεν δεσμεύεται από τις κρίσεις της αναιρεθείσας απόφασης, έχοντας τη δυνατότητα να κρίνει διαφορετικά. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρεθεί κατά ένα μέρος της τότε η απόφαση αυτή, κατά το μέρος της που δεν έχει αναιρεθεί, γίνεται αμετάκλητη και το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να επανέλθει και να κρίνει εκ νέου τα κεφάλαια της απόφασης που δεν αναιρέθηκαν. Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση, προκειμένου να εφαρμοσθούν από το Τμήμα οι διατάξεις του άρθρου 37 του νόμου 3801/2009, οι οποίες δεν ίσχυαν κατά την εκδίκαση από αυτό της υπόθεσης, δεν πρέπει να ορισθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρείται, εφόσον ήδη έχει κριθεί από την Ολομέλεια με την παρούσα απόφαση, ότι ορθά το Τμήμα εφάρμοσε τις λοιπές, διέπουσες την υπόθεση διατάξεις και ότι διέλαβε ως προς την κρίση του επαρκή αιτιολογία, ως προς το βαθμό ευθύνης της αναιρεσείουσας, σε σχέση με τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, ζήτημα που ανάγεται, μεταξύ άλλων, στις προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου 3801/2009, αλλά να ορισθεί ρητά στο διατακτικό της παρούσας απόφασης ότι η απόφαση του Τμήματος αναιρείται εν μέρει και μόνο ως προς το ποσό του καταλογισθέντος εις βάρος της αναιρεσείουσας ποσού, ώστε να εξετασθεί από το Τμήμα η δυνατότητα επαναπροσδιορισμού του ύψους αυτού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 37 του ν. 3801/2009 (πρβλ. απόφ. Ολομ. Ελ. Συν. 1340/2010).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1360/2006 απόφαση, να αναπεμφθεί η υπόθεση στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπό διαφορετική σύνθεση για να την κρίνει σύμφωνα με τα στο ανωτέρω σκεπτικό της διαλαμβανόμενα, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου για την αίτηση αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρ. 56 παρ. 4 του                  π.δ. 774/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την από 21.7.2006 (αριθμ. κατάθ. 297/2006) αίτηση αναιρέσεως της Κυριακής Χατζηγεωργίου του Παναγιώτη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.
Αναιρεί την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1360/2006 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναπέμπει την υπόθεση στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό διαφορετική σύνθεση, για να την κρίνει σύμφωνα με τα, στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, διαλαμβανόμενα.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2011 και           30 Noεμβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ    O ΕΙΣΗΓΗΤHΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ    ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ  ΛΕΝΤΙΔΑΚΗΣ
   
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις  7 Μαρτίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ    ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ