ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 842/2012
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Ιανουαρίου 2012, με την ακόλουθη σύνθεση: Μιχαήλ Ζυμής, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Ευάγγελος Νταής και Μαρία Βλαχάκη, Σύμβουλοι, Γρηγόριος Βαλληνδράς (εισηγητής) και Χριστίνα Κούνα, Πάρεδροι με συμβουλευτική ψήφο,
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παρέστη ο Αντεπίτροπος Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου Κωνσταντίνος Τόλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα,
Γραμματέας: Ελισάβετ Ρισβά, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΔΕ, με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 24.5.2005 (αριθμ. κατάθ. 343/25.5.2005) έφεση του …, ο οποίος δεν παραστάθηκε,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα και,
κ α τ ά: α) της σιωπηρής απόρριψης από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της 21.283/26.2.2004 ένστασης του εκκαλούντος, στρατιωτικού συνταξιούχου, κατά της σιωπηρής απόρριψης από την 44η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της 129.144/6.10.2003 αίτησής του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του, με την οποία ζητούσε αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002 και β) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο
Άκουσε:
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης και,
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε ομοίως την απόρριψη της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Με την υπό κρίση έφεση, που είχε ασκηθεί εν σωρεύσει μετ’ άλλων ομοίων δια κοινού δικογράφου, των οποίων διατάχθηκε ο χωρισμός και η χωριστή εκδίκασή τους με την 75/2010 απόφαση του Τμήματος τούτου και η οποία νομίμως επαναφέρεται κεχωρισμένως πλέον προς συζήτηση μετά την 773/2011 μη οριστική απόφασή του, ζητείται η ακύρωση: α) της σιωπηρής απόρριψης από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της 21.283/26.2.2004 ένστασης του εκκαλούντος, στρατιωτικού συνταξιούχου, κατά της σιωπηρής απόρριψης από την 44η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της 129.144/6.10.2003 αίτησής του, με την οποία ζητούσε την αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002 και β) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης. Η έφεση αυτή, για την οποία καταβλήθηκε ποσόν παραβόλου από 20 ευρώ (βλ. το ειδικό έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου σειράς Α΄ 2607006) που είναι μεγαλύτερο του κατά νόμο οφειλομένου, οριζομένου κατά τον χρόνο άσκησής της (βλ. Ολ. Ε.Σ. 187/2011) σε 7 ευρώ και 50 λεπτά, καθισταμένου δ’ εντεύθεν κατά το υπερβάλλον ποσό των 12 ευρώ και 50 λεπτών αχρεωστήτως καταβληθέντος και ως εκ τούτου επιστρεπτέου κατ’ αυτό στον εκκαλούντα, ανακαλουμένης κατά τούτο της σχετικής διατάξεως της 773/2011 προδικαστικής απόφασης, είναι τυπικά δεκτή μόνο κατά το κεφάλαιο αυτής που στρέφεται κατά της σιωπηρής απόρριψης από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. της 21.283/26.2.2004 ένστασης, όχι όμως και κατά το μέρος που στρέφεται κατά κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης, ως προς το οποίο είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, και ως εκ τούτου απαράδεκτη (άρθρο 53 του π.δ. 1225/1981). Επομένως, κατά το κεφάλαιο που κρίθηκε τυπικά δεκτή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, χωρίς να εμποδίζεται η πρόοδος της δίκης από την απουσία του εκκαλούντος, ο οποίος, όπως προκύπτει από την από 4.11.2011 έκθεση του …., δικαστικού επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περί επιδόσεως κλήσεως προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …., κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως για να παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (άρθρα 27 και 65 του π.δ. 1225/1981).
ΙΙ. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Συνταξιοδοτικός Κώδικας, π.δ. 166/2000) ορίζουν ότι: «1. Ο κανονισμός των συντάξεων, των βοηθημάτων και των επιδομάτων που βαρύνουν το Δημόσιο και πληρώνονται από αυτό, με εξαίρεση τις προσωπικές συντάξεις, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του Κώδικα από την Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με πράξη που εκδίδεται από τον Τμηματάρχη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων … Η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκειται σε ένσταση που ασκείται για οποιονδήποτε λόγο στην Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων …2. Η ένσταση ασκείται: α) … β) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μέσα σ’ ένα έτος από την κοινοποίηση της πράξης». Στη δε διάταξη της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 11 περ. α΄ του ν. 3075/2002 (φ. Α΄ 297/5.12.2002) και ίσχυσε έως την αντικατάστασή της με τη διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 3 του ν. 3408/2005 (φ. Α΄ 272/4.11.2005), ορίζεται ότι: «Η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκειται σε έφεση ενώπιον του οικείου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέσα σε προθεσμία ενός (1) έτους από την έκδοσή της, καθώς και από κάθε άλλον που έχει έννομο συμφέρον, σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίησή της…». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ασκείται παραδεκτώς η έφεση που απευθύνεται κατά σιωπηρής απόρριψης ένστασης από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.), η οποία τεκμαίρεται ότι συντελείται όταν η Ε.Ε.Π.Κ.Σ. δεν απαντήσει με ρητή απόφασή της σε υποβληθείσα ένσταση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, το οποίο είναι τρίμηνο, εφόσον στο συνταξιοδοτικό κώδικα ή σε άλλο ειδικό νόμο δεν ορίζεται άλλως (Ολ.Ελ.Συν. 710/1997, 384/2001, ΙΙ Τμ.Ελ.Συν. 1091, 1383/2003, 514/2005, ΙΙΙ Τμ. Ελ.Συν. 351/2004, 894/2008). Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τα ήδη γνωστά στο Δικαστήριο και συγκεκριμένα από το 21283/16.6.2004 έγγραφο της Προϊσταμένης της 47ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. σε συνδυασμό με το 99725/2.9.2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Τ48 του Γ.Λ.Κ., τα οποία προσκομίστηκαν σε εκτέλεση της 773/2011 προδικαστικής απόφασης του Τμήματος, προκύπτει ότι ο εκκαλών είχε ασκήσει την 21.283/26.2.2004, κοινή με άλλους στρατιωτικούς συνταξιούχους, ένσταση ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. κατά της σιωπηρής απόρριψης από το Γ.Λ.Κ. της 129.144/6.10.2003 κοινής με τους ίδιους στρατιωτικούς συνταξιούχους αίτησής του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του βάσει των ν. 2838/2000 και 3016/2002. Επομένως, η υπό κρίση έφεση, δεδομένης της τήρησης της ως άνω ενδικοφανούς διαδικασίας καθώς και της κατά τα λοιπά νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησης αυτής (άρθρα 50 και 52 του π.δ. 1225/1981), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 49 του π.δ. 1225/1981 «Όρια ελέγχου της πράξεως ή αποφάσεως» ορίζεται ότι: «1. Δια της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς μεν το νόμω βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά το σύνολον, ως προς δε το ουσία βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια. 2. Το δικαστήριον την νομικώς πλημμελή πράξιν ακυροί εν όλω ή εν μέρει, ή μεταρρυθμίζει αναλόγως, φυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου. Την ουσιαστικώς εσφαλμένην πράξιν ακυροί ή μεταρρυθμίζει εντός των εν τη εφέσει ορίων, κρίνον περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως. 3. Δια της αποφάσεως αυτού το δικαστήριον δεν δύναται να καταστήση χείρονα την θέσιν του εκκαλούντος. 4. Το Δικαστήριον εφαρμόζει τον κατά τον χρόνον της εκδόσεως της εκκαλουμένης πράξεως ή αποφάσεως ισχύοντα νόμον…». Από τις ως άνω διατάξεις μεταξύ άλλων συνάγεται ότι, ασκουμένης της εφέσεως, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όσον αφορά το νόμω βάσιμο, στο σύνολό της, υπό την προϋπόθεση πάντως να μην καταστήσει αυτό με την απόφασή του δυσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος. Συνεπώς, το Δικαστήριο στην περίπτωση εφέσεως κατά σιωπηρής απόρριψης ένστασης από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ., κρίνει και επί του παραδεκτού της ενστάσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., χωρίς να πρόκειται στην περίπτωση αυτή για χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος (Ολ. Ελ. Συν. 1660/1991, 954/2000).
ΙV. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν. 3075/2002 (φ. Α΄ 297), είναι απαράδεκτη η άσκηση ένστασης ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. αν αυτή δεν συνοδεύεται από αποδεικτικό κατάθεσης υπέρ του Δημοσίου Ταμείου ποσού (παράβολο), το ύψος του οποίου ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ήδη, με την 138545/0092/20.12.2002 (φ. Β΄ 1623), εκδοθείσα κατ΄ εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης, απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, το ανωτέρω παράβολο ορίζεται ότι ανέρχεται από 5.12.2002 σε 15,00 ευρώ.
V. Στην υπό κρίση υπόθεση, από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου, αυτοτελώς και σε συνδυασμό εκτιμώμενα, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών, απόστρατος αντισυνταγματάρχης και ήδη στρατιωτικός συνταξιούχος, με την 129.144/6.10.2003 κοινή με άλλους στρατιωτικούς συνταξιούχους αίτησή του προς το Γ.Λ.Κ., ζήτησε την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής του σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002. Η 44η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. απέρριψε σιωπηρά την ανωτέρω αίτηση και ακολούθως ο εκκαλών άσκησε την 21.283/26.2.2004 κοινή με τους ίδιους συνταξιούχους ένσταση ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. κατά της ως άνω σιωπηρής απόρριψης. Η ανωτέρω ένσταση απορρίφθηκε ομοίως σιωπηρά από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. δια της άπρακτης παρόδου τριμήνου, ήδη δε ο εκκαλών, με την κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της σιωπηρής απόρριψης της ένστασής του, ζητώντας την ακύρωση αυτής. Από τα προαναφερόμενα στη σκέψη ΙΙ της παρούσας στοιχεία, που προσκομίσθηκαν σε εκτέλεση της 773/2011 απόφασης του Τμήματος τούτου, και συγκεκριμένα από το 99725/2.9.2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Τ48 του Γ.Λ.Κ., σε συνδυασμό με το 21283/16.6.2004 έγγραφο της ίδιας Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. προκύπτει ότι για την ασκηθείσα στις 26.2.2004 ένσταση του εκκαλούντος ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., ουδέποτε καταβλήθηκε το κατά νόμο προβλεπόμενο παράβολο των 15,00 ευρώ, παρά το γεγονός μάλιστα ότι η 47η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ., λειτουργώντας στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοίκησης, είχε επανειλημμένως επισημάνει την ανωτέρω παράλειψη στο δικηγόρο του εκκαλούντος και τον είχε προσκαλέσει να προσκομίσει το ως άνω παράβολο. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη (IV) σκέψη, ορθώς απορρίφθηκε σιωπηρά η ένσταση του εκκαλούντος, καθόσον δεν καταβλήθηκε το κατά νόμο απαιτούμενο παράβολο. Επομένως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος για την άσκησή της ως κατά νόμο οφειλομένου ποσόν παραβόλου (άρθρο 61 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981), το δε υπερβάλλον τούτου ποσό 12 ευρώ και 50 λεπτών να αποδοθεί στον εκκαλούντα ως αχρεωστήτως καταβληθέν.