ΕΣ 994/2018, ΟΛΟΜ, 2 παρ. 14 του ν. 3234/2004 παραβιάζει το 1 ΠΠΕΣΔΑ διότι στερεί με΄σα στην 5ετια το συνταξοδοτικό δικαίωμα.

Ε.Σ

994/2018 ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2018, με την ακόλουθη σύνθεση : Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Πρόεδρος, Σωτηρία Ντούνη, Μαρία Βλαχάκη και Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδροι, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα (εισηγήτρια), Θεολογία Γναρδέλλη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Δημήτριος Τσακανίκας, Βασιλική Προβίδη, Ασημίνα Σακελλαρίου, Ευαγγελία Σεραφή, Ειρήνη Κατσικέρη και Νεκταρία Δουλιανάκη, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Αργυρώ Μαυρομμάτη, Κωνσταντίνος Κρέπης και Γεωργία Παπαναγοπούλου, ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας : Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Χρυσούλας Καραμαδούκη.

Για να δικάσει την από 26 Ιανουαρίου 2016 (αριθμός κατάθεσης 141/28.1.2016) αίτηση, για αναίρεση της 6823/2015 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

Κ α τ ά   της Φωτεινής Κακάλη, κατοίκου Σιάτιστας Κοζάνης, οδός      Μ. Ανθουλίδη αριθ. 5, η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Κακάλη (187/ΔΣ Κοζάνης) κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

Με την 26708/2013/10.12.2013 πράξη του Διευθυντή της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων υπαλλήλων Ο.Τ.Α., ΝΠΔΔ και Ειδικών Κατηγοριών (Τμήμα Γ΄) του Γ.Λ.Κ., απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η από 7.2.2013 αίτηση της αναιρεσίβλητης για μεταβίβαση σε αυτήν της σύνταξης που είχε επαναχορηγηθεί στον αποβιώσαντα, στις 16.2.1998, σύζυγό της, Αναστάσιο Κακάλη του Δούκα, ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης – συνταξιούχο του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2320/1995.

Έφεση της ιδίας κατά της προαναφερόμενης πράξης απορρίφθηκε με την 6823/2015 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος.

Με την κρινόμενη αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος.  

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Και

Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από την Αντιπρόεδρο Γεωργία Μαραγκού και τη Σύμβουλο Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, που είχαν κώλυμα (άρθρα 11 παρ. 2 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981).

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της 6823/2015 οριστικής απόφασης του IIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 26708/2013/10.12.2013 πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων υπαλλήλων Ο.Τ.Α., ΝΠΔΔ και Ειδικών Κατηγοριών (Τμήμα Γ΄) του Γ.Λ.Κ., με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η από 7.2.2013 αίτησή της για μεταβίβαση σε αυτήν της σύνταξης που είχε επαναχορηγηθεί στον αποβιώσαντα, στις 16.2.1998, σύζυγό της, Αναστάσιο Κακάλη του Δούκα, ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης – συνταξιούχο του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2320/1995.

ΙΙ. Η αίτηση αυτή, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (βλ. άρθρα 61 παρ. 1 και 117 του π.δ/τος 1225/1981), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα και ως εκ τούτου είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.

ΙΙΙ. Με την ένδικη αίτησή του το Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, επιδιώκει την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης, προβάλλοντας εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 3 και 12 του ν. 3075/2002, όπως αντικαταστάθηκαν από τότε που ίσχυσαν με το άρθρο 2 παρ. 14 του ν. 3234/2004, κατά το μέρος που κρίθηκε ότι η θεσπιζόμενη με τις διατάξεις αυτές πενταετής προθεσμία από τη γέννηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εντός της οποίας η χήρα του θανόντος συνταξιούχου, ως αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης και συνταξιούχου του Ο.Γ.Α. υποχρεούται να υποβάλει σχετική αίτηση επί ποινή απώλειας του περιουσιακού (συνταξιοδοτικού) δικαιώματος αυτής που προβλέπεται στο άρθρο 6 του                  ν. 2320/1995, συνιστά δυσανάλογο χρονικό περιορισμό για την άσκηση του δικαιώματος για την αναγνώριση σύνταξης σε σχέση με τον υπηρετούμενο σκοπό της ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών υποθέσεων που ανάγονται στο παρελθόν, λόγω της εξασθένισης των αποδεικτικών στοιχείων και συνεπώς, παραβιάζουν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες.

IV. Στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπέρτερη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο επιτρέπεται να την στερηθεί μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια δε της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο (ΕΔΔΑ αποφάσεις της 25.3.1999, Ιατρίδης κατά Ελλάδας σκ. 54, της 19.6.2008, Ιχτιάρογλου κατά Ελλάδας σκ. 49, της 24.7.2008, Kemp και λοιποί κατά Λουξεμβούργου σκ. 72), περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, επομένως, με τις διατάξεις αυτές και τα ενοχικά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, είτε έχουν αναγνωρισθεί με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε έχουν απλώς γεννηθεί κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον μέχρι τον χρόνο της προσφυγής στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά, εφόσον δηλαδή υφίσταται σχετικά μία επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους (βλ. ΕΔΔΑ, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, απόφ. της 20.11.1995, σκ. 28 (31), Ιχτιάρογλου κατά Ελλάδας, απόφ. της 19.6.2008, σκ. 49-50, Draon κατά Γαλλίας, απόφ. της 6.10.2005, σκ. 65 επόμ., ΕΣ Ολομ. 2705/2014, 3023, 441/2012, 1031/2011, 2274/1997, ΣτΕ 3613/2013, 1285/2012 Ολομ., 730/2010, 6/2010, 2031/2009, 3428/2006, ΑΠ 40/1998). Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αποτελούν περαιτέρω και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση κοινωνικοασφαλιστικών εν γένει παροχών (ΕΔΔΑ Αντωνακόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας, απόφ της 14.12.1999, Γεωργιάδης κατά Ελλάδας, απόφ. της 28.3.2000, Αζινάς κατά Κύπρου, απόφ. της 20.6.2002, ΣτΕ 1022/2005, 4338/2009). Και τούτο, ανεξαρτήτως του αν η χορήγηση μιας παροχής κοινωνικής προστασίας προϋποθέτει ή μη την προηγούμενη καταβολή εισφορών. Αρκεί ότι η νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους προβλέπει, ως δικαίωμα, τη χορήγησή της και συντρέχουν για την καταβολή της οι προϋποθέσεις του νόμου (ΕΔΔΑ Andrejeva κατά Λετονίας, απόφ. της 18.2.2009, σκ. 77, Rasmussen κατά Πολωνίας, αποφ. της 28.4.2009, σκ. 71, Moskal κατά Πολωνίας, απόφ. της 15.9.2009, σκ. 38-40). Τέτοιο δικαίωμα υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία έχει αναληφθεί μία γενικότερη υποχρέωση για την καταβολή σύνταξης υπό προϋποθέσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέρος της σύμβασης εργασίας, όπως στην περίπτωση συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων (ΕΔΔΑ Zeibek κατά Ελλάδας, απόφ. της 9.7.2009, σκ. 37, Αποστολάκης κατά Ελλάδας, απόφ της 22.10.2009, σκ. 35). Περαιτέρω, εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να αξιολογήσει τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, κατόπιν στάθμισης παραμέτρων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης, αρκεί η εκτίμηση αυτή να μην στερείται προδήλως λογικής βάσης (βλ. ΕΔΔΑ, James κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 21.2.1986, σκ. 43, National & ProvincialBuildingSociety, LeedsPermanentBuildingSocietyetYorkshireetYorkshireBuildingSociety κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. της 23.10.1997, σκ. 80, SudParisiennedeConstruction κατά Γαλλίας, απόφ. της 11.2.2010, σκ. 36, ΣτΕ 3613/2013, ΕΣ 2705/2014). Σε κάθε όμως περίπτωση επέμβασης στην περιουσία, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις αφενός του γενικού συμφέροντος και αφετέρου του σεβασμού της περιουσίας των προσώπων, ενώ απαιτείται να πληρούνται και οι όροι της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΕΔΔΑ, Sporrong et Lönnroth κατά Σουηδίας, απόφαση της 23.9.1982, σχ. 69, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, σκ. 41, Αποστολάκης κατά Ελλάδας, απόφ. της 22.10.2009, σκ. 37).

V. Στο άρθρο 6 του ν. 2320/1995 (Α΄ 133), ορίζεται, στην παρ. 1 ότι: «Από την 1η Φεβρουαρίου 1995 επαναχορηγούνται οι συντάξεις που προβλέπονταν από τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν.1813/1988 (ΦΕΚ 245 Α`) για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης συνταξιούχους του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) και τις οικογένειές τους, οι οποίες καταργήθηκαν με το άρθρο 7 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 134 Α΄) και ανέρχονται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των ποσών της κατώτατης πολιτικής σύνταξης του Δημοσίου και της σύνταξης γήρατος του Ο.Γ.Α., όπως αυτό ισχύει κατά την 31η Δεκεμβρίου 1994, χωρίς να αυξάνεται περαιτέρω.», στην παρ. 2 ότι: «Η επαναχορήγηση γίνεται στα πρόσωπα τα οποία είχαν αναγνωρισθεί ως δικαιούχα με πράξεις ή αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων, είτε η σύνταξη καταβαλλόταν και διεκόπη από 1η Σεπτεμβρίου 1991 είτε δεν είχε δοθεί εντολή καταβολής, διότι, λόγω της διακοπής, οι πράξεις ή αποφάσεις συνταξιοδότησης δεν εκτελέσθηκαν και οι σχετικοί φάκελοι τέθηκαν στο αρχείο.» και στην παρ. 5 ότι: «Η σύνταξη που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού μεταβιβάζεται και στα πρόσωπα της οικογένειας όσων, ενώ είχαν δικαιωθεί της σύνταξης, απεβίωσαν ή αποβιώνουν μετά την επαναχορήγησή της. Ως πρόσωπα της οικογένειας νοούνται αυτά που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων αυτών ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις μεταβίβασης, καθώς και των λοιπών διατάξεων του Κώδικα αυτού ως προς το ποσό της οικογενειακής σύνταξης, τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά, τα ένδικα μέσα κ.λπ. Το ποσό της μεταβιβαζομένης σύνταξης είναι το ίδιο με αυτό που δικαιούνταν ο δικαιοπάροχος, καταβάλλεται δε, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν λαμβάνουν άλλη σύνταξη είτε από το Δημόσιο είτε από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης, με εξαίρεση της σύνταξης του Ο.Γ.Α. ως αγροτών ή ανασφάλιστων υπερηλίκων και δεν είχαν εισόδημα κατά το προηγούμενο της μεταβίβασης έτος, μεγαλύτερο από την κατώτατη σύνταξη γήρατος του Ι.Κ.Α..».

Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση θανάτου αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης – συνταξιούχου του Ο.Γ.Α., στον οποίο έχει επαναχορηγηθεί σύνταξη κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις, τα πρόσωπα της οικογενείας του δικαιούνται ολόκληρο το ποσό αυτής, εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς όλες οι σχετικές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων τα πρόσωπα αυτά να μην λαμβάνουν άλλη σύνταξη από το Δημόσιο ή από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης.

VΙ. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3075/2002 (Α΄ 297/5.12.2002) ορίζεται: «Οι διατάξεις της παραγράφου 21 του άρθρου 22 και της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής: Κάθε αίτηση που αφορά την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης, την αύξησή της ή την προσμέτρηση χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά την έξοδο του υπαλλήλου από την υπηρεσία ή την έναρξη καταβολής της σύνταξης, με ποινή την έκπτωση από το δικαίωμα, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννηση του δικαιώματος αυτού. …». και στην παράγραφο 12, όπως αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 2 παρ. 14 του ν. 3234/2004 (ΦΕΚ Α΄ 52), ότι: «Οι προθεσμίες που τάσσουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού για δικαιώματα που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αρχίζουν από την ισχύ του». Τέλος, στο άρθρο 18 του ν. 3075/2002 ορίζεται ότι «Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις».

VIΙ. Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3075/2002 θεσπίζεται αποσβεστική προθεσμία πέντε ετών για την άσκηση του δικαιώματος για την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης κατά μεταβίβαση στη χήρα σύζυγο θανόντος πολιτικού συνταξιούχου, ως αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης και συνταξιούχου του Ο.Γ.Α. Ειδικότερα, απαιτείται να υποβληθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον σχετική αίτηση μέσα σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννηση του δικαιώματος, ενώ στην περίπτωση που το δικαίωμα γεννήθηκε πριν από την ισχύ των διατάξεων του ν. 3075/2002, η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί μέσα σε προθεσμία πέντε ετών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (5.12.2002), δηλαδή έως τις 5.12.2007, διαφορετικά το δικαίωμα αποσβέννυται. Οι λόγοι δε που υπαγόρευσαν τη θέσπιση χρονικών περιορισμών για την άσκηση του δικαιώματος για την αναγνώριση ή αύξηση σύνταξης ή την προσαύξηση συντάξιμης υπηρεσία, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (βλ. και παρ. 3, 5 και 6 του άρθρου 3 του                          ν. 3075/2002 με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις της παρ. 21 του άρθρου 22, της παρ. 6 του άρθρου 50, της παρ. 1 του άρθρου 53 και της παρ. 8 του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα), ρύθμιση που περιεχόταν στους προϊσχύσαντες Συνταξιοδοτικούς Κώδικες (Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών, Σιδηροδρομικών Συντάξεων και Πολεμικών Συντάξεων) και καταργήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 19-21 του ν. 1489/1984 (Α΄ 170), αναλύονται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3075/2002, σύμφωνα με την οποία : «Επειδή η ρύθμιση αυτή (άρθρ. 19-21 ν. 1489/1984) είχε ως συνέπεια να υποβάλλονται τέτοιες αιτήσεις μετά παρέλευση δεκαετιών από τότε που γεννήθηκε το σχετικό δικαίωμα και επειδή το συμφέρον της έννομης τάξης απαιτεί την εκκαθάριση των σχέσεων που ανάγονται στο παρελθόν, δεδομένου ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι σχέσεις περιέρχονται σε αβεβαιότητα και τα μέσα απόδειξης εξασθενούν, ενώ η εξακρίβωση του δικαιώματος και η απονομή του δικαίου καθίσταται προβληματική και επισφαλής, κρίθηκε σκόπιμη με τις διατάξεις του άρθρου 3 η επαναφορά των προθεσμιών (κατά κανόνα πενταετία) για την άσκηση των σχετικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων». Η ως άνω δε επαναφορά των προθεσμιών για την άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος ισχύει μόνο για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, αφού με τη γενική διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 1027/1980 (Α΄ 49) καταργήθηκαν οι προϋφιστάμενες διατάξεις των κατ’ ιδίαν ασφαλιστικών οργανισμών που έτασσαν χρονικούς περιορισμούς για την υποβολή αίτησης απονομής σύνταξης και μάλιστα στη ρύθμιση υπήχθησαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες το σχετικό δικαίωμα είχε γεννηθεί πριν από το νόμο αυτό και είχε υποπέσει σε παραγραφή (ΣτΕ 311/2011, 2161/2006, 3764/2005, 4069/2000, 2396/1993). Ο περιορισμός, όμως, αυτός που τίθεται με τις διατάξεις του ν. 3075/2002 ως προς την άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ο οποίος, λόγω των καταλυτικών συνεπειών που επιφέρει στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα, το οποίο με τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων έχει γεννηθεί και αποτελεί στοιχείο της περιουσίας που προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνιστά επέμβαση σε στοιχείο της περιουσίας του δικαιούχου, προβλέπεται μεν από διάταξη νόμου και αποσκοπεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην ταχεία εκκαθάριση των σχετικών υποθέσεων, πλην, όμως, με τη θέσπισή του διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ της απαίτησης σεβασμού της περιουσίας των φορέων και του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που φέρεται να υπηρετεί. Ειδικότερα, η θεσπιζόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις πενταετής προθεσμία, για την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης κατά μεταβίβαση στη χήρα θανόντος πολιτικού συνταξιούχου, ως αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης και συνταξιούχου του Ο.Γ.Α. συνιστά αποσβεστική προθεσμία η οποία υποχρεώνει το φορέα του περιουσιακού δικαιώματος σε ορισμένη ενέργεια προκειμένου να μην απολέσει ολοσχερώς το δικαίωμα αυτό και τις εξ αυτού απορρέουσες αξιώσεις του. Η πρόβλεψη δε μίας τέτοιας υποχρέωσης, όπως και γενικότερα ο θεσμός της παραγραφής και συνακόλουθα οι συγγενείς προς αυτόν ρυθμίσεις περί αποσβεστικών προθεσμιών (βλ. άρθρα 247, 279 ΑΚ και επί των ουσιαστικών και δικονομικών παραμέτρων διαφοροποίησης της παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας, ενδεικτικά ΣτΕ 3288/2013, ΑΠ 717/2013), συνιστούν κατ’ αρχήν εύλογους περιορισμούς των περιουσιακών δικαιωμάτων και αξιώσεων και δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στο βαθμό που υπηρετούν την ασφάλεια δικαίου κατά την εκκαθάριση των υποθέσεων (βλ. ΕΔΔΑ Stubbings και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. της 20.11.1995, σκ. 68-69, J.A. Pye (Oxford) Ltd και J.A Pye (Oxford) Land Ltd κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. της 22.10.1996, σκ. 68, 69, Ρεβελιώτης κατά Ελλάδας, σκ. 29, Κοκκίνη κατά Ελλάδας, σκ. 31, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας, απόφ. της 25.6.2009, σκ. 31) ή, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, εφ’ όσον οι θεσμοί αυτοί εξυπηρετούν όχι απλώς το στενώς εννοούμενο ταμειακό συμφέρον κρατικών φορέων (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 22.5.2008 Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, σκ. 31, ΕΣ Ολομ. 3023, 441/2012) αλλά το ευρύτερο δημοσιονομικό συμφέρον αυτών σε συνδυασμό με την αποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων εσόδων και την συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας (βλ. ΕΔΔΑ Γιαβή κατά Ελλάδας, σκ. 48, απόφ. της 6.1.2005 Hoogendijk κατά Ολλανδίας, απόφ. της 7.5.2013 Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, σκ. 38 και 39, απόφ. της 15.4.2014 Stefanetti κατά Ιταλίας, σκ. 56). Περαιτέρω, όμως, η πλήρης αποστέρηση βασικού μέσου διαβίωσης ενός προσώπου, όπως είναι η σύνταξη (βλ. ΕΔΔΑ Αποστολάκης κατά Ελλάδας, απόφ της 22.10.2009, σκ. 41), που συνεπάγεται η μη άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος εντός πενταετίας από τη γέννησή του, ή σε περίπτωση γέννησής του πριν την ισχύ του ν. 3075/2002 εντός πενταετίας από την ισχύ του νόμου αυτού, συνιστά δυσανάλογο περιορισμό σε σχέση με τον υπηρετούμενο σκοπό, δηλαδή την ταχεία εκκαθάριση των σχέσεων που ανάγονται στο παρελθόν λόγω της εξασθένισης των αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, οι θεσπίζουσες την επίμαχη πενταετή προθεσμία ρυθμίσεις του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 3075/2002 αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και, ως εκ τούτου, είναι μη εφαρμοστέες (Ολομ. 989/2015 όπου και μειοψηφία).

VIIΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Τμήματος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 16.4.1998 αίτησή της η εκκαλούσα ζήτησε να μεταβιβασθεί σε αυτήν η κανονισθείσα στον αποβιώσαντα, στις 16.2.1998, σύζυγό της Αναστάσιο Κακάλη του Δούκα, ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και συνταξιούχο του Ο.Γ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 1813/1988 και επαναχορηγηθείσα σε αυτόν με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2320/1995 σύνταξη. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, με την 34926/23.6.1998 πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την αιτιολογία ότι η εκκαλούσα ελάμβανε ισόβια σύνταξη από τον Ο.Γ.Α. ως πολύτεκνη μητέρα, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990. Ακολούθως, μετά την κατάργηση των τελευταίων αυτών διατάξεων με το άρθρο πρώτο παράγρ. ΙΑ.2 περ. 12 του ν. 4093/2012, η εκκαλούσα κατέθεσε την από 7.2.2013 (αριθμ. πρωτ. Γ.Λ.Κ. 26708/1.3.2013) αίτησή της προς το Γ.Λ.Κ. ζητώντας, εκ νέου, να μεταβιβασθεί σε αυτήν η ως άνω σύνταξη του αποβιώσαντος συζύγου της. Η αίτησή της απορρίφθηκε, με την 26708/2013/10.12.2013 πράξη της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων υπαλλήλων Ο.Τ.Α., ΝΠΔΔ και Ειδικών Κατηγοριών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), με την αιτιολογία ότι αφενός υπεβλήθη εκπροθέσμως την 1η.3.2013, μετά την παρέλευση πέντε ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3075/2002 (5.12.2002), καθόσον ο θάνατος του συζύγου της είχε επέλθει στις 16.2.1998, οπότε είχε γεννηθεί, σύμφωνα με την οικεία πράξη, το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα και ότι, αφετέρου, παρήλθε η διετής προθεσμία από τη δημοσίευση απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας του άρθρου 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990 είναι κατ’ ουσίαν κοινωνική παροχή μη ανταποδοτικού χαρακτήρα, η λήψη της οποίας δεν αποτελεί περιορισμό στο δικαίωμα για την επαναχορήγηση σύνταξης που προβλέπει το άρθρο 6 του ν. 2620/1995. Ακολούθως, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι μη νομίμως απορρίφθηκε η αίτηση της εκκαλούσας, με την αιτιολογία ότι υπεβλήθη εκπροθέσμως λόγω παρέλευσης πενταετίας από τη δημοσίευση του ν. 3075/2002. Και τούτο, διότι η προαναφερόμενη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν.3075/2002, με την οποία θεσπίζεται πενταετής προθεσμία από τη γέννηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δηλαδή από το χρόνο που πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που θέτει η εσωτερική νομοθεσία, άλλως από την ισχύ του νόμου αυτού εφόσον το δικαίωμα γεννήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του, εντός της οποίας η χήρα του θανόντος πολιτικού συνταξιούχου, ως αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης και συνταξιούχου του Ο.Γ.Α. υποχρεούται να υποβάλει σχετική αίτηση, επί ποινή απώλειας του σχετικού περιουσιακού της δικαιώματος, θεσπίζει ένα δυσανάλογο χρονικό περιορισμό σε σχέση με τον υπηρετούμενο σκοπό της ταχείας εκκαθάρισης των σχέσεων που ανάγονται στο παρελθόν λόγω της εξασθένισης των αποδεικτικών στοιχείων. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η πενταετής αποσβεστική προθεσμία από το θάνατο του συζύγου της δεν εκκίνησε παρά μόνο όταν πληρώθηκαν όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από το νόμο, προκειμένου να δικαιωθεί αυτή σύνταξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του          ν. 2320/1995, κατόπιν, δηλαδή, ενεργοποιήσεως του σχετικού συνταξιοδοτικού της δικαιώματος από το χρόνο έναρξης ισχύος της διάταξης του άρθρου πρώτου παράγρ. ΙΑ.2 περ. 12 του ν. 4093/2012 (1.11.2012), κατά το οποίο διεκόπη η σύνταξη πολύτεκνης μητέρας που ελάμβανε από τον Ο.Γ.Α. και, επομένως, ήρθη το νομικό κώλυμα για τη χορήγηση κατά μεταβίβαση σύνταξης στη χήρα αποβιώσαντος συνταξιούχου του Ο.Γ.Α. – αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης. Ενόψει αυτών, με την αναιρεσιβαλλόμενη κρίθηκε ότι έσφαλε η προσβληθείσα πράξη και ότι για το λόγο αυτό έπρεπε να γίνει δεκτή η έφεση, να ακυρωθεί η εκκληθείσα 26708/10.12.2013 πράξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στην αρμόδια Διεύθυνση, προκειμένου να κριθεί επί της ουσίας το αίτημα της εκκαλούσας για απονομή σε αυτήν σύνταξης κατά μεταβίβαση, βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 του προμνησθέντος ν. 2320/1995.

IΧ. Κατόπιν αυτών, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά, στην έκτη (VI) σκέψη της παρούσας, ορθώς το δικάσαν Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις. Και τούτο, διότι η προαναφερόμενη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν.3075/2002, με την οποία θεσπίζεται πενταετής προθεσμία από τη γέννηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δηλαδή από το χρόνο που πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που θέτει η εσωτερική νομοθεσία, άλλως από την ισχύ του νόμου αυτού εφόσον το δικαίωμα γεννήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του, εντός της οποίας η χήρα του θανόντος πολιτικού συνταξιούχου, ως αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης και συνταξιούχου του Ο.Γ.Α. υποχρεούται να υποβάλει σχετική αίτηση, επί ποινή απώλειας του σχετικού περιουσιακού της δικαιώματος, θεσπίζει ένα δυσανάλογο χρονικό περιορισμό σε σχέση με τον υπηρετούμενο σκοπό της ταχείας εκκαθάρισης των σχέσεων που ανάγονται στο παρελθόν λόγω της εξασθένισης των αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, η διάταξη αυτή παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, αβασίμως δε προβάλλονται τα αντίθετα με την κρινόμενη αίτηση, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου των λόγων της (βλ. ΕΔΔΑ απόφ. της 14.11.2008 Φακιρίδου και Σχινά κατά Ελλάδας, σκ. 36).

Χ. Κατ’ ακολουθία αυτών, η υπό κρίση αίτηση, για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία.

                               Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 26 Ιανουαρίου 2016 (αριθμός κατάθεσης 141/28.1.2016) αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 6823/2015 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΖΟΜΑΚΑ
   
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 13 Ιουνίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥΕΣ