ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣΤΕ 2006
Πολύ σημαντική για την οριοθέτηση της δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων είναι η απόφαση 2490/2006 της Ολομελείας. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση εργολάβου από σύμβαση εκτέλεσης δημοτικού έργου, ανήκει αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια, δεδομένου, κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος, ότι ο έλεγχος των αποφάσεων και των λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο και ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας. Για το ίδιο ζήτημα οριοθέτησης δικαιοδοσίας, με την ΣτΕ 2574/2006 (7μ.) κρίθηκε ότι η κατ’ άρθρο 7 παρ.4 του Συντάγματος παροχή, με δικαστική απόφαση, αποζημιώσεως σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες, που προϋποθέτει τη διάγνωση από το δικαστήριο του αδίκου ή παρανόμου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας από πράξη, παράλειψη ή εκτίμηση του ποινικού δικαστηρίου ή οργάνου εντεταγμένου στη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, δεν μπορεί να ανατεθεί από το κοινό νομοθέτη σε δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας πλην των πολιτικών, ενόψει και του συστήματος χωριστής δικαιοδοσίας που εγκαθιδρύει το Σύνταγμα. Η αξίωση αυτή ρυθμίζεται ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του Κώδικα Ποιν. Δικονομίας και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας και δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο οριοθετώντας την ακυρωτική δικαιοδοσία του σε σχέση με τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων δέχθηκε ότι αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας οι αναφυόμενες από την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τη χορήγηση ή ανάκληση αδειών λειτουργίας και την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων επιχειρήσεων προσφοράς υπηρεσιών διαδικτύου του Ν. 3037/2002 (ΣτΕ 1429/2006 7μ.), ενώ σε σχέση με την αρμοδιότητα μεταξύ των Τμημάτων ότι υπάγεται στην αρμοδιότητα του Β’ Τμήματος διαφορά που ανακύπτει από την επιβολή κρατήσεων επί των αμοιβών μελών ΔΕΠ ΑΕΙ από ερευνητικά προγράμματα, υπερωριακή απασχόληση και άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος, εφόσον το θέμα αυτό δεν συνδέεται με την οργάνωση και τη λειτουργία των ΑΕΙ (ΣτΕ 67/2006 7μ.).
Σε σχέση με τον ακυρωτικό έλεγχο που ασκεί το Δικαστήριο επί των διοικητικών πράξεων ιδιαίτερα σημαντική είναι η ΣτΕ 1382/2006, με την οποία έγινε δεκτό ότι σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά τεκμαιρομένης απορρίψεως ενδικοφανούς προσφυγής ακρότατο χρονικό σημείο για να εκδοθεί ρητή απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής είναι ο χρόνος συζητήσεως της αιτήσεως, άλλως η απόφαση δεν θεωρείται συμπροσβαλλομένη, αν προσβληθεί αυτοτελώς είναι ακυρωτέα ως αναρμοδίως κατά χρόνον εκδοθείσα. Κρίθηκε επίσης ότι η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από τρίτους, μη ιδιοκτήτες, κατά πράξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως είναι εξήντα ημέρες από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΣτΕ Ολ. 1889/2006). Τέλος, σε σχέση με το είδος του ακυρωτικού ελέγχου ειδικώς επί πράξεων που εντάσσονται σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων κρίθηκε ότι δεν ασκεί επιρροή στην ακύρωση πράξεως εγκριτικής αποτελέσματος διαγωνισμού, που ερείδεται σε πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, η οποία ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ισχυρισμός ότι εκπονείται η μελέτη λόγω ελλείψεως της οποίας ακυρώθηκε η πράξη, ούτε υπάρχει δυνατότητα μερικής ακυρώσεως του έργου, γιατί τούτο συνιστά μεταρρύθμιση της πράξεως στην οποία δεν μπορεί να προβεί το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ακυρωτικό δικαστήριο, ενώ τούτο θα συνιστούσε και ανεπίτρεπτη τροποποίηση του αντικειμένου του διαγωνισμού (ΣτΕ 1186/2006).
Αναφορικά με τα λοιπά ένδικα μέσα που εκδικάζονται από το Δικαστήριο έγιναν δεκτά τα εξής: Με την ΣτΕ 1408/2006 κρίθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως ότι η ύπαρξη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται αναιρετικά στην περίπτωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, η κρίση όμως του δικαστηρίου της ουσίας για την επιδίκαση ολόκληρης ή μέρους ή καθόλου αποζημιώσεως δεν ελέγχεται αναιρετικά. Περαιτέρω, με την ΣτΕ 1780/2006 Ολ. κρίθηκε ότι η ετήσια προθεσμία για την, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 702/1977, άσκηση εφέσεως κατά ακυρωτικής αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου λήγει οπωσδήποτε όταν παρέλθει έτος από την αφετηρία της προθεσμίας και δεν είναι δεκτική αναστολής, ούτε κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.
Ως προς τη διοικητική δικονομία, εξεδόθησαν σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα: η πρώτη (ΣτΕ 1271/2006 7μ.) δέχθηκε ότι δεν αποκλείεται η λήψη υπ’ όψη από τα διοικητικά δικαστήρια μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν κατά την προανακριτική διαδικασία ή στα πλαίσια ποινικής δίκης, ενώ η δεύτερη (ΣτΕ 1971/2006 7μ.) ότι από το άρθρο 278 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν συνάγεται ότι καθίστανται παραδεκτά αποδεικτικά μέσα που ήσαν απαράδεκτα κατά το προϊσχύσαν δικονομικό καθεστώς, υπό την ισχύ του οποίου είχαν προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, σχετικά με την έφεση κρίθηκε ότι ο προσθέτως παρεμβαίνων υπέρ του εκκαλούντος μπορεί να προβάλλει το πρώτον με την παρέμβαση λόγους που αναφέρονται στο εμπρόθεσμο της προσφυγής ανεξαρτήτως της μη τυχόν προβολής τους από τον εκκαλούντα (ΣτΕ 1309/2006).
Τέλος, αναφορικά με τις κοινοποιήσεις και τις επιδόσεις δικογράφων υπήρξαν οι εξής νομολογιακές εξελίξεις: Η διάταξη του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998, που δεν απαιτεί κοινοποίηση και προς τον Υπουργό Οικονομικών για την κίνηση προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων έχει εφαρμογή και επί ακυρωτικών υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα άλλων διοικητικών δικαστηρίων πλην του ΣτΕ και του Διοικητικού Εφετείου (ΣτΕ 1443/2006 7μ.). Επιδόσεις δικογράφων που έχουν γίνει στο δικηγόρο της απορροφουμένης εταιρείας ενεργούν υπέρ και κατά της απορροφούσης, εφόσον ο συγκεκριμένος δικηγόρος είναι πληρεξούσιος και της τελευταίας (ΣτΕ 1312/2006).
ΙΙ. Ουσιαστικά ζητήματα
1. Ατομικά δικαιώματα
Σε σχέση με την αρχή της ισότητας το ΣτΕ με την 1/2006 απόφαση (7μ.) έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 53 Υ.Κ., που προβλέπει τη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου στις γυναίκες δημόσιες υπαλλήλους και ισχύει και για τις γυναίκες δικαστικές λειτουργούς, έχει εφαρμογή, βάσει της αρχής της ισότητας των φύλων που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και στο κοινοτικό δίκαιο, και στους πατέρες δικαστικούς λειτουργούς. Συγκεκριμένα υφίσταται αυτοτελές δικαίωμα για κάθε τέκνο που δεν έχει συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του. Στην 178/2006 (7μ.) απόφαση όμως κρίθηκε ότι με τον Ν. 3258/2004 δεν απονέμεται δικαίωμα λήψεως γονικής αδείας και ανατροφής τέκνου και στις γυναίκες δικαστικές λειτουργούς, των οποίων η άδεια κυοφορίας είχε λήξει προ του έτους 2004, η ρύθμιση δε αυτή που εθεσπίσθη για λόγους εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη. Πάντως η διαφορετική μεταχείριση με κανονιστική απόφαση, ως προς την προσαύξηση του επιδόματος αλλοδαπής των αστυνομικών που αποσπώνται για εκτέλεση καθηκόντων προσωπικού ασφαλείας σε υπηρεσίες του εξωτερικού, έναντι συναδέλφων τους που αποσπώνται στο εξωτερικό για εκτέλεση ειδικής αποστολής, αντίκειται στην αρχή της ισότητας (ΣτΕ 266/2006 7μ.).
Όσον αφορά στην οικονομική ελευθερία, στην 105/2006 απόφασή του το ΣτΕ έκρινε ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος η επιβολή της κυρώσεως της προσωρινής ή οριστικής στερήσεως του δικαιώματος ασκήσεως επαγγέλματος σε περίπτωση βαρέων παραβάσεων των υποχρεώσεων που διέπουν την άσκησή του. Σε περίπτωση δε που ο νομοθέτης θεσπίσει δικαίωμα ιδιωτών να ιδρύουν σχολές ειδικής εκπαιδεύσεως, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση δεν επιτρέπεται να ματαιώνει το δικαίωμα αυτό, παραλείποντας να εκδώσει το αναγκαίο Προεδρικό Διάταγμα, εν όψει και της προστατευόμενης από το άρθρο 5 του Συντάγματος επαγγελματικής ελευθερίας (ΣτΕ 211/2006). Τέλος, ρύθμιση Π.Δ. με την οποία επιδιώκεται, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, η αρτιώτερη και ορθολογικώτερη οργάνωση των υπηρεσιών υγείας, από ιδιωτικούς φορείς δεν συνιστά, ως εκ της μικράς εντάσεως και του σκοπού της παρεμβάσεως, περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας (ΣτΕ 1562/2006).
Σχετικά με την προστασία του ιδιωτικού βίου και της οικογενειακής ζωής κρίθηκε ότι δεν συνιστά επεξεργασία ευαισθήτων δεδομένων, δυναμένη να επιτραπεί, η γνωστοποίηση διερευνήσεως για τη νομιμότητα διοικητικών πράξεων με τις οποίες χορηγήθηκε απαλλαγή από την υποχρέωση στρατεύσεως για λόγους υγείας (ΣτΕ 2629/2006 7μ.). Επίσης δεν προσκρούει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ διάταξη νόμου, που θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση βοηθήματος στις πολύτεκνες μητέρες την ελληνική ιθαγένεια όλων των τέκνων, γιατί με την προϋπόθεση αυτή δεν επιχειρείται διάσπαση της οικογενειακής ζωής ούτε τίθεται εμπόδιο στη δημιουργία οικογένειας (ΣτΕ 1489/2006).
Περαιτέρω κρίθηκε ότι κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας στα πλαίσια κρατικής εποπτείας των ΑΕΙ δικαιούται να ασκεί έλεγχο νομιμότητας και σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία εκλογής ή εξέλιξης αποβεί άγονη κατά την κρίση των πανεπιστημιακών οργάνων και για το λόγο αυτό δεν εκδίδεται πράξη που υποβάλλεται στον Υπουργό, ο έλεγχος αυτός γίνεται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (ΣτΕ 1388/2006).
Σημαντικές ήταν το 2006 οι εξελίξεις στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο και στην ερμηνεία των συνταγματικών βάσεών του. Σε σχέση με τη λήξη της θητείας των Διοικητών Νοσοκομείων κρίθηκαν τα εξής: Η σχέση που συνέδεε τους Διοικητές Νοσοκομείων του ΕΣΥ με τα ΠΕΣΥ ήταν σχέση δημοσίου δικαίου, δεν ασκούσε δε επιρροή από την άποψη αυτή η κατάρτιση συμβολαίου αποδοτικότητας. Οι Διοικητές ήταν μόνιμοι με θητεία και συνεπώς δεν ηδύναντο να απολυθούν χωρίς τις εγγυήσεις του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μετά τη μεταβολή του σχήματος του Ν. 2889/2001 με τον Ν. 3329/2005, κατά το οποίο οι Διοικητές προΐστανται των Νοσοκομείων που κατέστησαν εκ νέου Ν.Π.Δ.Δ., παρίσταται πάντως αλυσιτελής η ακύρωση των πράξεων με τις οποίες διαπιστώθηκε η πρόωρη λήξη της θητείας τους (ΣτΕ 232/2006 7μ.).
Ως προς το ζήτημα των συμβασιούχων κρίθηκε με την ΣτΕ 1257/2006 (7μ.) ότι η πρόβλεψη, στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, της μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν αντίκειται στο άρθρο 108 παρ. 3 του Συντάγματος, που απαγορεύει τη μετατροπή αυτή, διότι η βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη δεν ήταν να απαγορεύσει τη μετατροπή στην περίπτωση της προσαρμογής της ελληνικής εννόμου τάξεως προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας συμμορφώσεως και επί συμβάσεων που συνήφθησαν το πρώτο μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Τούτο ενισχύεται και από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 118 παρ. 3 του Συντάγματος που αναφέρεται μεν σε διατάξεις νόμων που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων, και εκδηλώνει τη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη να ανεχθεί την τακτοποίηση εκκρεμών συμβασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου και, ειδικότερα, τη μετατροπή τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όταν, μάλιστα, η μετατροπή αυτή προβλέπεται από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (οδηγία ΕΚ).
Για πρώτη φορά το ΣτΕ ασχολήθηκε με το Ν. 2738/1999 για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο Δημόσιο. Κρίθηκε συγκεκριμένα ότι ο περιορισμός μέχρι του ορίου των 176 ευρώ για το μη συμμετέχον στη συλλογική διαπραγμάτευση προσωπικό δεν ισχύει για τα μέλη συνδικαλιστικής οργανώσεως που συμμετείχε (ΣτΕ 940/2006).
Τέλος σε σχέση με το σύστημα δικαστικής προστασίας κρίθηκε με την 576/2006 απόφαση του ΣτΕ ότι η κατά το Σύνταγμα και το νόμο ανατεθειμένη στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως, παρέχουσα ευρύτατης έκτασης εξουσίες δικαστικού ελέγχου, συνιστά σύστημα συμβατό με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
2. Διοικητικό δίκαιο-Αστική ευθύνη κράτους
Σχετικά με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου κρίθηκαν τα εξής:
Από την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων και την αρχή της δίκαιης δίκης της Ε.Σ.Δ.Α. δεν είναι ανεκτή η ανάθεση αρμοδιότητας για την κίνηση και διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας καθώς και για την επιβολή πειθαρχικής ποινής στο ίδιο διοικητικό όργανο κατά του οποίου στρέφεται η επίμαχη ενέργεια ή πράξη ή συμπεριφορά (ΣτΕ 664/2006). Επίσης, βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, όταν η Διοίκηση εκδηλώνει τη σοβαρή πρόθεση να προχωρήσει σε πλήρωση θέσεων με βάση το νομοθετικό καθεστώς, οφείλει, όταν αποφασίζει εκ των υστέρων να ματαιώσει τη διαδικασία, να παραθέτει τους συγκεκριμένους λόγους ματαιώσεως (ΣτΕ 1720/2006).
Όσον αφορά στο σύστημα των διοικητικών προσφυγών διευκρινίστηκαν από το ΣτΕ ορισμένα ζητήματα: Αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη, που επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν η Διοίκηση για πρώτη φορά εκδίδει ατομική διοικητική πράξη για συγκεκριμένη υπόθεση (ΣτΕ 1054/2006 7μ.). Σε περίπτωση δε ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά τεκμαιρομένης απορρίψεως ενδικοφανούς προσφυγής, ακρότατο χρονικό σημείο για να εκδοθεί ρητή απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής είναι ο χρόνος συζητήσεως της αιτήσεως, άλλως η απόφαση δεν θεωρείται συμπροσβαλλομένη, αν δε προσβληθεί αυτοτελώς είναι ακυρωτέα ως αναρμοδίως κατά χρόνον εκδοθείσα (ΣτΕ 1382/2006).
Ως προς την αστική ευθύνη του κράτους το ΣτΕ έκρινε ότι αγωγή κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μπορεί να εγερθεί μόνον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ή αν το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ ενέχονται σε αποζημίωση με βάση ρητή διάταξη νόμου (ΣτΕ 2608/2006). Περαιτέρω κρίθηκε ότι ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση από νομοθετική πράξη κατ’ άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ γεννάται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από τη διάταξη του νόμου (Στο πλαίσιο της δίκης αυτής κρίθηκε ότι οι Κανονισμοί ΕΟΚ 1035/72 και 2200/96 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στα οπωροκηπευτικά δεν διέπουν το ζήτημα της χονδρικής εμπορίας μέσω Κεντρικών Αγορών (ΣτΕ 1038/2006 7μ.).
Σε σχέση με την προϋπόθεση του παρανόμου κρίθηκε ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 93/1987 περί οικοδομικών συνεταιρισμών, που προβλέπουν τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι εκτάσεις που επιλέγουν για αγορά οι συνεταιρισμοί, έχουν θεσπισθεί μεν χάριν του γενικού συμφέροντος, αλλά παραλλήλως αποβλέπουν και στην προστασία των οικοδομικών συνεταιρισμών και, συνεπώς, παραβίασή τους από πράξεις ή παραλείψεις της Διοικήσεως γεννούν αστική ευθύνη (ΣτΕ 1422/2006). Ως προς τη ζημία και τον τρόπο υπολογισμού της κρίθηκε ότι επί παρανόμου αρνήσεως ή παραλείψεως οργάνων Ταμείου να εκδώσουν πράξη ανακαθορισμού συντάξεως σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση, ο ζημιωθείς δύναται να ζητήσει και διαφυγόν κέρδος, για τη διαπίστωση της συνδρομής του οποίου δεν απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση, αλλά πιθανολόγηση (ΣτΕ 1410/2006). Η αποζημίωση, τέλος, που οφείλεται για περιορισμούς οι οποίοι επιβάλλονται σε ακίνητο εκτός σχεδίου εξαιτίας της δημιουργίας Ζ.Ο.Ε. πρέπει να προσδιορίζεται, βάσει της στερήσεως της δυνατότητας εκμεταλλεύσεως για τις επιτρεπτές για περιοχές εκτός σχεδίου χρήσεις του ακινήτου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται κατΆ αρχήν οικοδομική εκμετάλλευση (ΣτΕ 1611/2006 7μ.).
3. Προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος-πολεοδομία-χωροταξία
Στο δίκαιο των περιβαλλοντικών διαφορών και ειδικότερα στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις κατά το 2006.
Το ΣτΕ έκρινε ότι δεν ασκεί επιρροή στην ακύρωση πράξεως εγκριτικής αποτελέσματος διαγωνισμού, που ερείδεται σε πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, η οποία ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ισχυρισμός ότι εκπονείται η μελέτη λόγω ελλείψεως της οποίας ακυρώθηκε η πράξη, ούτε υπάρχει δυνατότητα μερικής ακυρώσεως του έργου, γιατί τούτο συνιστά μεταρρύθμιση της πράξεως στην οποία δεν μπορεί να προβεί το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ακυρωτικό δικαστήριο, ενώ τούτο θα συνιστούσε και ανεπίτρεπτη τροποποίηση του αντικειμένου του διαγωνισμού (ΣτΕ 1186/2006).
Περαιτέρω για την υγιειονομική ταφή μη επικινδύνων στερεών αποβλήτων απαιτείται, προ της εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, και η τήρηση της διαδικασίας προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτιμήσεως. Η υγιειονομική ταφή στερεών αποβλήτων, ακόμη και αν γίνεται με σκοπό τη μελλοντική μεταφορά τους σε οριστικώς εγκεκριμένο Χ.Υ.Τ.Α., συνιστά διάθεση (ΣτΕ 1242/2006).
Μη νομίμως επίσης εγκρίνονται περιβαλλοντικοί όροι εκτελέσεως έργου – ξενοδοχείο – σε περιοχή για την οποία η Διοίκηση έχει, κατ’ αρχήν, θεωρήσει ότι απαιτείται η ένταξη στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 1650/1986 και ο καθορισμός των όρων προστασίας της, έχει δε ολοκληρωθεί σχετική ειδική περιβαλλοντική μελέτη χωρίς να έχει ακόμη εκδοθεί το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα (ΣτΕ 2213/2006 7μ.).
Οι Ο.Τ.Α., τέλος, δεν προβαίνουν νομίμως σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για τη δημιουργία οδών σε οικισμό μέχρι 2.000 κατοίκων, δημιουργηθέντα μέχρι την ισχύ του Ν. 1337/1983, μη προϋφιστάμενο του 1923, στερούμενο σχεδίου πόλεως και παραδοσιακό, εφόσον προηγουμένως δεν έχει συνταγεί πολεοδομική μελέτη που εγκρίνεται με Π.Δ. και εντάσσεται στο πλαίσιο γενικότερου πολεοδομικού σχεδιασμού. Τούτο ισχύει ανεξάρτητα από την τήρηση της διαδικασίας της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης (ΣτΕ 2486/2006 Ολομ.).
Σε σχέση με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων κρίθηκε ότι αν παύσει η λειτουργία λατομείου και ο ιδιοκτήτης του δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του να αποκαταστήσει τη δασική βλάστηση στην έκταση του λατομείου κατά τον Ν. 998/1979, νομίμως κηρύσσεται αναδασωτέα η έκταση αυτή, η οποία απώλεσε τον χαρακτήρα εξαιτίας της νόμιμης λατομικής δραστηριότητας (ΣτΕ 2763/2006 7μ.).
Σχετικά με την προστασία της παραλίας του αιγιαλού και γενικά του θαλάσσιου περιβάλλοντος κρίθηκε ότι οι αρμοδιότητες καθορισμού οριογραμμής αιγιαλού και παραλίας του Α.Ν. 2344/1940 ανήκουν, βάσει του Ν. 2503/1997, στον Υπουργό Οικονομικών, αφού οι υπηρεσίες δημοσίων κτημάτων αποτελούν υπηρεσίες του Υπουργείου και όχι της περιφέρειας (ΣτΕ 2217/2006 7μ.). Περαιτέρω κρίθηκε ότι δεν συγχωρείται η έκδοση διοικητικών πράξεων με τις οποίες καθορίζεται θέση για τη λειτουργία ιχθυοτροφικής μονάδας πριν θεσπισθεί στην περιοχή ζώνη αναπτύξεως ιχθυοτροφείων κατά τη διαδικασία του άρθρου 24 Ν. 1650/1986, εκτός αν προβλέπεται χωροθέτηση ιχθυοτροφείου από εγκεκριμένη ΖΟΕ ή από εγκεκριμένο χωροταξικό ή ρυθμιστικό ή άλλο αντίστοιχο σχέδιο, αντίκειται δε στο Σύνταγμα – άρθρο 24 παρ. 2 – η δυνατότητα επ’ αόριστον χρήσεως της ευχερείας που προέβλεπε ο Ν. 2242/1994 να καθορίζεται η θέση εγκαταστάσεως δραστηριοτήτων κατά τη διαδικασία προεγκρίσεως χωροθετήσεως, η οποία χορηγήθηκε με τον Ν. 2732/1999 και μάλιστα με αναδρομική ισχύ (ΣτΕ 2489/2006 Ολομ.).
Όσον αφορά στην προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος κρίθηκε ότι δεν είναι νόμιμη νεώτερη κανονιστική ρύθμιση με την οποία επιτρέπεται η μεταβολή του αριθμού και του ύψους ορόφων κτιρίου, χαρακτηρισθέντος ως διατηρητέου και κατά τις εξωτερικές όψεις του και κατά το εσωτερικό του, διότι συνεπάγεται αλλοίωσή του (ΣτΕ 2128/2006 7μ.). Αντιθέτως νόμιμη χαρακτηρίζεται η κρίση ότι η προσθήκη νέας πτέρυγας δεν επηρεάζει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο τη μορφή και τη συμμετρία του υπάρχοντος κτιρίου που έχει χαρακτηρισθεί ως έργο τέχνης (ΣτΕ 1440/2006). Επίσης από τα άρθρα 1 και 7 της κυρωθείσης με τον Ν. 2039/1992 Διεθνούς Συμβάσεως της Γρανάδας προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου και να απέχουν από κάθε βλαπτική ενέργεια (ΣτΕ 2231/2006 7μ.).
Ως προς τις χρήσεις γης το ΣτΕ έκρινε ότι οι επιβαλλόμενες με Γ.Π.Σ. ή πολεοδομική μελέτη χρήσεις γης ακινήτων πολεοδομούμενης περιοχής μπορούν να αφορούν όχι μόνο τα νέα κτίρια αλλά και τα προϋφιστάμενα, πρέπει όμως τούτο να προβλέπεται ρητώς στη νεώτερη ρύθμιση, ενόψει της αρχής της εμπιστοσύνης (ΣτΕ 2172/2006 7μ.). Ο δε εκσυγχρονισμός των εντός Αττικής βιομηχανιών δεν μπορεί να περιλαμβάνει και την ανέγερση νέων κτιριακών εγκαταστάσεων εφόσον στην περιοχή που είναι εγκατεστημένες οι βιομηχανίες υπάρχει θεσμοθετημένη χρήση αμιγούς κατοικίας (ΣτΕ 1367/2006).
Σημαντική είναι η 2169/2006 (7μ.) απόφαση του ΣτΕ σύμφωνα με την οποία νομίμως επιτρέπεται η λειτουργία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως σε οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, μεταγενεστέρους του 1923, έστω και αν αυτό απαγορεύεται για όμοιους οικισμούς προ του 1923, οι οποίοι χρήζουν εντονωτέρας προστασίας.
Τέλος το ΣτΕ έκρινε ότι σε κοινόχρηστους χώρους που χαρακτηρίζονται από το σχέδιο πόλεως ως πλατείες δεν είναι επιτρεπτή η στάθμευση αυτοκινήτων και η διαμόρφωση τμήματός τους ως χώρου σταθμεύσεως, αφού αυτό επιτρέπεται μόνο υπογείως (ΣτΕ 1351/2006).
4. Δίκαιο αναγκαστικών απαλλοτριώσεων
Σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, ως εκ της οποίας το απομένον τμήμα υφίσταται σημαντική μείωση της αξίας του, για να επέλθει η συντέλεση απαιτείται να καταβληθεί ή να κατατεθεί και η ιδιαιτέρα αποζημίωση λόγω της μειώσεως (ΣτΕ 653/2006).
Σχετικά με την άρση των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κρίθηκε ότι ναι μεν κατά τη διαδικασία ελέγχου της συνδρομής των προϋποθέσεων άρσεως της απαλλοτριώσεως η Διοίκηση και εν συνεχεία τα Δικαστήρια δεν υποχρεούνται να επιλύουν διαφορές περί την κυριότητα, δύνανται δε να αρκούνται στα προσκομιζόμενα στοιχεία, δεδομένου όμως ότι η αρχή προστασίας της ιδιοκτησίας προϋποθέτει την ύπαρξή της, εφόσον κατά τη διαδικασία αυτή προβληθεί αμφισβήτηση, η Διοίκηση ή τα Δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάσουν τους σχετικούς ισχυρισμούς (ΣτΕ 672/2006). Συναφώς επί υποβολής αιτήματος προς τη Διοίκηση για άρση απαλλοτριώσεως ακινήτου ο αιτών οφείλει να υποβάλει στοιχεία σχετικά με την κυριότητά του επί του ακινήτου και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, η Διοίκηση και τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να κρίνουν παρεμπιπτόντως επί του ζητήματος αυτού (ΣτΕ 2214/2006 7μ.).
Περαιτέρω, όταν υπόχρεος σε καταβολή αποζημιώσεως, λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, είναι ιδιώτης, ο δε καθού ισχυρίζεται ότι δεν κατεβλήθη σΆ αυτόν η αποζημίωση στο διάστημα που ορίζει το Σύνταγμα, το σχετικό αίτημα διαπιστώσεως της αυτοδικαίως επελθούσης άρσεως μπορεί να υποβάλλεται απευθείας στο δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη υποβολή του στη Διοίκηση, στη δε σχετική δίκη δεν εξετάζονται ζητήματα αναγόμενα σε ενέργειες της Διοικήσεως για την καταβολή της αποζημιώσεως (ΣτΕ 1776/2006).
5. Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η νομολογία του ΣτΕ σε σχέση με την ερμηνεία των άρθρων 21 και 22 του Συντάγματος. Το άρθρο 7 Ν. 1250/1982, που καθιστά υποστατούς τους πολιτικούς γάμους τελεσθέντας στο εξωτερικό πριν από τη δημοσίευση του νόμου, δεν αντίκειται στο άρθρο 21 του Συντάγματος, η δε αναδρομική αναγνώριση καταλαμβάνει και τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα (ΣτΕ 1599/2006). Επίσης δεν είναι αντίθετη προς τα άρθρα 21 παρ. 1 και 22 παρ. 4 του Συντάγματος διάταξη νόμου, η οποία αναστέλλει απλώς την έναρξη καταβολής συντάξεως που δικαιούνται οι ασφαλισμένοι ειδικών ταμείων μέχρι να συμπληρώσουν το προβλεπόμενο από το νόμο όριο ηλικίας, ενόψει και του προβλεπόμενου για τις μητέρες με ανήλικα τέκνα χαμηλού ορίου ηλικίας εξόδου και των λοιπών εξασφαλιστικών προϋποθέσεων (ΣτΕ 718/2006). Δεν είναι αντίθετη τέλος προς το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την πολύτεκνη οικογένεια, διάταξη νόμου που διαφοροποιεί τις παροχές σε οικογένειες με τρία τέκνα με βάση εισοδηματικά κριτήρια, ούτε προς τις αρχές της αναλογικότητας και ευλόγου εμπιστοσύνης, αφού οι περιορισμοί είναι εύλογοι και συνδυάζονται με ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Πολύ σημαντική είναι επίσης η ΣτΕ 1619/2006 (7μ.) απόφαση σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η αναζήτηση από ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών που καταβλήθηκαν σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση, η οποία ανετράπη ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα αντέκειτο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά και τα ΝΠΔΔ, διότι θα καθιστούσε αναποτελεσματική τη δικαστική προστασία, αφού θα συνεπαγόταν αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως που δικαιώνει τον ασκήσαντα το ένδικο μέσο, και στο άρθρο 22 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου.
Τέλος, λύθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ το ζήτημα των κρατήσεων υπέρ του ΤΣΜΕΔΕ. Κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 2166/1993, ερμηνευομένων ενόψει της αρχής της εμπιστοσύνης, οι λογαριασμοί πληρωμής σε εκτέλεση συμβάσεων που είχαν συναφθεί προ της ενάρξεως ισχύος του Ν. 2166/1993, δεν βαρύνονται με την υπέρ του ΤΣΜΕΔΕ κράτηση που προβλέπει ο νόμος (Ολ. ΣτΕ 492/2006).
ΙΙΙ. Παραπεμπτικές αποφάσεις σε μείζονες συνθέσεις, στην Ολομέλεια και στο Α.Ε.Δ.
Αναμένεται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η οριστική επίλυση ζητημάτων που απασχόλησαν το Δικαστήριο κατά το έτος 2006 στους εξής τομείς:
Επί δικονομικών θεμάτων, παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια για τον κανονισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ των Τμημάτων τα εξής ζητήματα: εάν υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δ’ Τμήματος διαφορά από την επιβολή, σε διαδικασία προμηθείας, κυρώσεως σε προμηθευτή λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς (ΣτΕ 685/2006), ποιό είναι το αρμόδιο Τμήμα για την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως κατά αρνήσεως ανακλήσεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, κηρυχθείσης προς αποκατάσταση ακτημόνων κτηνοτρόφων, κατ’ άρθρ. 104 Σ/τος 1952 (ΣτΕ 711/2006) και ποιο είναι το αρμόδιο Τμήμα για να εκδικάσει αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς που εγεννήθη από την άσκηση αγωγής με την οποία ζητείται αποκατάσταση ηθικής βλάβης από άδικη υπηρεσιακή μεταχείριση υπαλλήλου ΝΠΔΔ (ΣτΕ 1485/2006). Επίσης, σχετικά με την οριοθέτηση της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων παραπέμφθηκαν τα ακόλουθα ζητήματα στην Ολομέλεια: αν η αμφισβήτηση της νομιμότητάς των πράξεων που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 8 του άρθρου 29 του ν. 2508/1997 περί παραχωρήσεως ακινήτων κυριότητας του Δήμου Πολίχνης στους αυθαιρέτως κατέχοντες αυτά γεννά διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, εφόσον με τη διάταξη αυτή δεν επιδιώκεται, προεχόντως, η εξυπηρέτηση αποκαταστατικών σκοπών, εφΆ όσον για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων δεν τίθενται προϋποθέσεις αποκαταστατικού χαρακτήρα (ΣτΕ 3609/2006 λύθηκε με την 1851/09 Ολομ. είναι αντισυνταγματικό). Επίσης σε επταμελείς συνθέσεις παραπέπονται τα ακόλουθα ζητήματα: εάν υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων διαφορά που γεννάται από την καταγγελία συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού με πράξη του αρμοδίου για την πρόσληψη διοικητικού οργάνου, ενόψει του ότι καθιερώνεται ειδική διοικητική διαδικασία για την εν λόγω καταγγελία (ΣτΕ 2483/2006 λύθηκε με την 1444/08 7μ. υπάγεται στα πολιτικά), εάν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων η αμφισβήτηση, στα πλαίσια συντάξεως του κτηματολογίου, του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ακινήτων, που εγείρεται από πρόσωπο, το οποίο δεν διεκδικεί ίδιο εμπράγματο δικαίωμα, αλλά δικαίωμα κοινοχρησίας (ΣτΕ 2650/2006).
Περαιτέρω, σε σχέση με το παραδεκτό ενδίκων μέσων παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την ΣτΕ 532/2006 το ζήτημα αν ο κανόνας του άρθρου 77 παρ. 5 του Π.Δ. 18/89, κατά τον οποίο το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεως της πράξεως ή της δικαστικής αποφάσεως, κάμπτεται μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 52 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, δηλαδή στην περίπτωση εκκρεμών κατά την 16.9.1999 υποθέσεων ή εάν η εξαίρεση καταλαμβάνει και τις υποθέσεις, στις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε πριν από τις 16.9.1999, εφόσον η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε μετά την ημερομηνία αυτή (Ολομ.1757/07)
Επίσης, με την ΣτΕ 946/2006 παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση το ζήτημα αν μόνο το Δημόσιο που υπεισήλθε αυτοδικαίως σΆ όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Ε.Ο.Τ., που απέρρεαν από τις μεταφερθείσες με το π.δ/μα 313/2001 προς αυτό, αρμοδιότητες, νομιμοποιείται ενεργητικά για να ασκήσει έφεση επί θέματος επιβολής οικονομικής επιβαρύνσεως υπέρ του Ε.Ο.Τ. λόγω αλλαγής χρήσεως χώρων σε ξενοδοχείο, που υπάγεται πλέον στην αρμοδιότητα Περιφέρειας.
Σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων, πρόκειται να απασχολήσουν την Ολομέλεια και μείζονες συνθέσεις τα εξής θέματα: Σε σχέση με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (οικονομική ελευθερία) παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα αν συνιστά περιορισμό της κατ’ αρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματικής ελευθερίας ο καθορισμός υποχρεωτικής αργίας των πρατηρίων υγρών καυσίμων που δεν διανυκτερεύουν τη συγκεκριμένη ημέρα (ΣτΕ 1834/2006). Επίσης, το ζήτημα κατά πόσο αντίκειται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος διάταξη νόμου (άρθρο 10 παρ.1 ν. 2323/1995) που χορηγεί στα κατά τόπο αρμόδια Νομαρχιακά Συμβούλια διακριτική ευχέρεια, ασκουμένη βάσει κριτηρίων οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, προς χορήγηση ή μη αδείας ιδρύσεως, σε ορισμένες περιοχές, υπεραγορών ορισμένης επιφάνειας (ΣτΕ 2194/2006). Περαιτέρω, το ζήτημα εάν η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 2328/1995, με την οποία θεσπίσθηκε η από κοινού και εις ολόκληρον επιβολή από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης των προστίμων, που αποτελούν κυρώσεις επιβληθείσες σε ανώνυμες τηλεοπτικές εταιρείες, και στους μετόχους αυτών τους κατέχοντες ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο του δυόμισι τοις εκατό (2,5%) αντιβαίνει στο άρθρο 5 του Συντάγματος (ΣτΕ 3489/2006 7μ.). Επιπλέον, το ζήτημα της αντιθέσεως στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος της καθιέρωσης με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 1963/1991, η οποία προστέθηκε με την παρ. Θ.3 του άρθρου 11 του ν. 2955/2001 του 70ου έτους ως ορίου ηλικίας στην άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού (ΣτΕ 3054/2006 7μ.). Στην επταμελή σύνθεση παραπέμπεται το ζήτημα εάν επιτρεπτώς, κατΆ άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, ιδρύονται αυτοτελή πλυντήρια / λιπαντήρια αυτοκινήτων, καίτοι δεν έχει εκδοθεί σχετική κανονιστική ρύθμιση βάσει νεώτερου εξουσιοδοτικού νόμου (ΣτΕ 2309/2006).
Επί της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) εκκρεμεί στην Ολομέλεια με την ΣτΕ 3428/2006 7μ.,Ολομ.71/2009)το πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο θα έχει ευρύτερες συνέπειες στις μισθολογικές διαφορές των δημοσίων υπαλλήλων, κατά πόσο η διάταξη του άρθρου 48 παρ.3 του ν.δ. 496/1974, με την οποία θεσπίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, κατά παρέκκλιση από τη γενική πενταετή παραγραφή, αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα ειδικά των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας. Με την ίδια απόφαση παραπέμφθηκε, λόγω αντιθέτου νομολογίας του Αρείου Πάγου, το ζήτημα κατά πόσο η παραγραφή διακόπτεται από την υποβολή αιτήσεως προς τη Διοίκηση για τη πληρωμή της απαίτησης. Επίσης, με την ΣτΕ 947/2006 παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της διατάξεως της παρ. 10 του άρθρου 135 του ν. 2594/1998, με την οποία περικόπτεται το επίδομα αλλοδαπής από την κατηγορία των εγγάμων υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών και των εξομοιουμένων προς αυτούς υπαλλήλων των Γραφείων Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων των Ελληνικών Πρεσβειών, που υπηρετούν στην ίδια πόλη στην αλλοδαπή μαζί με τους συζύγους τους, λόγω της αντιθέσεώς της προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπλέον, με την ΣτΕ 3407/2006 (7μ.) παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το ζήτημα εάν η κατά το άρθρο 31 του ν. 2592/1998 θέσπιση του συντελεστή 0,266 για τον υπολογισμό των μερισμάτων που χορηγεί το Μετοχικό Ταμείο Δημοσίων Υπαλλήλων στους μερισματούχους του που εξέρχονται από την υπηρεσία μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2592/1998 (δηλαδή μετά τις 18.3.1998) προσκρούει στη συνταγματική αρχή της ισότητας, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου και στις αρχές της ανταποδοτικότητας και της αναλογικότητας
Περαιτέρω, ως προς το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος (ισότητα των φύλων) με δύο αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως του Γ΄ Τμήματος (1266 και 2551/2006) παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το σημαντικό ζήτημα της συνταγματικότητας του ν. 2713/1999 που θεσπίζει ποσοστώσεις για την είσοδο γυναικών στο Πυροσβεστικό Σώμα βάσει κριτηρίων που δεν είναι διαφανή, συγκεκριμένα και πρόσφορα.
Ως προς το άρθρο 12 παρ. 1 του Συντάγματος (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι) παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της αντιθέσεως προς τα άρθρα 5 και 12 του Συντάγματος διάταξης νόμου που θεσπίζει υποχρέωση, συνοδευόμενη από κυρώσεις στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που ασκούν δραστηριότητα ασφαλίσεως στην Ελλάδα, να μετέχουν σε επαγγελματικό σωματείο, καθώς και του εκτελεστού χαρακτήρα πράξεως του Γ.Γ. Υπουργείου που απευθύνεται σε εταιρεία σε απάντηση διαμαρτυρίας της σχετικά με το θέμα αυτό (ΣτΕ 627/2006 7μ.)
Ως προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ειδικά την συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της συμφωνίας προς την οδηγία 77/91/ΕΟΚ, τα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος και το άρθρο 6 ΕΣΔΑ, διατάξεων του Ν. 2685/1999, με τις οποίες η δικαστική προστασία των δικαιωμάτων των μετόχων προβληματικών επιχειρήσεων εξαντλείται στην παροχή δικαιώματος αποζημιώσεως και όχι αυτουσίας ικανοποιήσεως που θα συνιστούσε η ακύρωση μετοχών, οι οποίες προήλθαν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, που κρίθηκε αντίθετη προς τις ρυθμίσεις της Οδηγίας (ΣτΕ 808/2006 7μ.)
Λοιπές διατάξεις νόμων που παραπέμπονται στην Ολομέλεια για κρίση περί της συνταγματικότητας τους σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος είναι οι εξής: με την ΣτΕ 436/2006 7μ. παραπέμπεται το ζήτημα εάν το άρθρο 3 παρ. 3 περ. α΄ του ν. 2236/1994, με το οποίο επεκτείνεται η εφαρμογή διατάξεων που ρυθμίζουν τις αποδοχές των δικαστών σε φοιτητές της Σχολής Δικαστών, δηλαδή σε πρόσωπα, τα οποία δεν κέκτηνται εισέτι την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, είναι σύμφωνο με το άρθρο 88 παρ.1 του Συντάγματος.
Σημαντική, στο πεδίο των διοικητικών κυρώσεων θα είναι η απόφαση της Ολομελείας, στην οποία με την ΣτΕ 296/2006 παραπέμπονται τα ζητήματα κατά πόσον α) το διοικητικό μέτρο της θέσεως Μητροπολίτη σε διαθεσιμότητα συνιστά βαριά ποινή κατ’ άρθρ. 6 και 7 ΕΣΔΑ, β) συνιστά προσβολή αστικής φύσεως δικαιώματος η αδυναμία εκδόσεως διοικητικής πράξεως και η στέρηση αποδοχών συνεπεία της διαθεσιμότητος, και γ) κατά πόσον εκαλύφθη ο τύπος της προηγουμένης ακροάσεως από την ανεπιφύλακτη παράσταση του τεθέντος σε διαθεσιμότητα ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Ένα από τους πλέον σημαντικούς σταθμούς στον ακυρωτικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων αναμένεται να αποτελέσει η απόφαση της Ολομελείας επί του ζητήματος του περιορισμού του παρεμπίπτοντος ελέγχου των κανονιστικών πράξεων. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας στην παραπεμπτική απόφαση (746/2006) ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να περιορισθεί σε έκταση σε σχέση με τον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο (δηλαδή να μην εκτείνεται σε παραβιάσεις διαδικαστικών κανόνων ή να περιορίζεται σε μια πενταετία από την έκδοση της κανονιστικής πράξης), ενώ κατά την άποψη της μειοψηφίας ο έλεγχος αυτός πρέπει να παραμείνει τόσο σε έκταση όσο και χρονικά απεριόριστος. Σε σχέση δε με τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων, παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση το ζήτημα εάν κατά την αρχή της αμεροληψίας δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε συλλογικό όργανο, οργάνου που έχει εκδώσει μη εκτελεστή διοικητική πράξη, αποτελούσα νόμιμο στοιχείο κρίσεως του συλλογικού οργάνου (ΣτΕ 1447/2006).
Στο χώρο του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, με την 1282/2006 απόφαση της Ολομελείας παραπέμπεται στο ΑΕΔ λόγω αντιθέτου νομολογίας του ΑΠ (17/2005 Ολομ.), το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, το οποίο θέτει ανώτατο όριο στο χορηγούμενο από τα ασφαλιστικά ταμεία εφάπαξ βοήθημα, στο κεφάλαιο των οποίων συμβάλλει ουσιωδώς η εργοδοτική εισφορά. Επίσης, έχουν παραπεμφθεί στην Ολομέλεια ζητήματα συνταγματικότητας των εξής τυπικών νόμων: το ζήτημα αντιθέσεως προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και προς την αρχή της αναλογικότητος, του άρθρου 23 Ν. 2343/1996, που καθιερώνει το αντικειμενικό σύστημα καθορισμού εισφορών υπέρ Ι.Κ.Α. για τα ιδιωτικά οικοδομικά έργα, κατά το μέρος που περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα ανταποδείξεως εκ μέρους του υποχρέου (ΣτΕ 1039/2006), το ζήτημα αντιθέσεως προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και προς την αρχή της αναλογικότητος, του άρθρου 23 Ν. 2343/1996, που καθιερώνει το αντικειμενικό σύστημα καθορισμού εισφορών υπέρ Ι.Κ.Α. για τα ιδιωτικά οικοδομικά έργα, κατά το μέρος που περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα ανταποδείξεως εκ μέρους του υποχρέου (ΣτΕ 2737/2006), τα ζητήματα αν το πέμπτο εδάφιο της παρ. 2 της 7953/37/1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών που είχε κυρωθεί με τον ν. 1810/1988 και με το οποίο μεταβάλλεται ο τρόπος υπολογισμού του μερίσματος των μετόχων του Μ.Τ.Π.Υ. έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται σε όσους εξέρχονται από την υπηρεσία από 1/1/1988 μέχρι 31/12/1996 ή ισχύει από τη δημοσίευση του Ν. 2592/1998, αν αποτελεί γνήσια αναδρομική ρύθμιση και όχι ψευδοερμηνευτική διάταξη, και, αν γίνει δεκτό ότι συνιστά αναδρομική ρύθμιση, αν προσκρούει στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία (ΣτΕ 1482/2006 7μ.). Τέλος, εκκρεμούν σε επταμελή σύνθεση το ζήτημα κατά πόσον, ενόψει μεταβολής της νομοθεσίας, υποχρεούνται τα ασφαλιστικά όργανα να επανεξετάσουν υπόθεση κριθείσα με δύναμη δεδικασμένου (ΣτΕ 269/2006) και το ζήτημα αν επιτρέπεται στον κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίζει με καταστατικό Ταμείου υποχρέωση διπλής ασφαλίσεως, όταν για διαφορετικές εργασίες η ασφάλιση υπάγεται στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό (ΣτΕ 790/2006).
Σε ό,τι αφορά ζητήματα φορολογικού δικαίου, έχουν παραπεμφθεί στην Ολομέλεια τα εξής ζητήματα: το ζήτημα της αντιθέσεως προς το άρθρο 78 του Συντάγματος διατάξεως νόμου, που οδηγεί σε ανεπίτρεπτη αναδρομική φορολόγηση αφορολόγητων αποθεματικών, και της επιρροής τυχόν μεταγενεστέρας φορολογήσεώς τους (ΣτΕ 170/2006), το ζήτημα αν, η άμεση ταμειακή βεβαίωση ποσοστού του οφειλομένου φόρου, συνιστά πράξη εκτελέσεως της πράξεως επιβολής φόρου, και αν τούτο συνιστά λόγο κωλύοντα τη χορήγηση αναστολής από το διοικητικό δικαστήριο (ΣτΕ 980/2006) και τέλος το ζήτημα αν, η άρνηση θεωρήσεως φορολογικών στοιχείων συνεπεία ανακλήσεως από την Δ.Ο.Υ. βεβαιώσεως εγκαταστάσεως εσωτερικού, συνιστά ακυρωτική ή διαφορά ουσίας (ΣτΕ 988/2006). Επίσης, εκκρεμούν σε επταμελή σύνθεση τα ζητήματα εάν, μετά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, επί πράξεων επιβολής προστίμων για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά προστίμου, ανεξαρτήτως αν αυτά καταλογίσθηκαν με μία πράξη (ΣτΕ 490/2006), εάν διάταξη καταστατικού ιδρύματος, που κυρώθηκε με νόμο και καθιερώνει ειδικότερη υποκειμενική απαλλαγή από φόρους, κατισχύει νεοτέρας γενικότερης η οποία αναφέρεται γενικά στη φορολόγηση εισοδήματος των ιδρυμάτων (ΣτΕ 688/2006).
Επί τελωνειακών υποθέσεων εκκρεμούν προς επίλυση στην Ολομέλεια το ζήτημα αν συνιστά απλά τελωνειακή παράβαση ή λαθρεμπορία η οδήγηση αυτοκινήτου αναπήρου που τυγχάνει ατελείας, από τρίτο πρόσωπο, χωρίς να επιβαίνει σ’ αυτό ο ανάπηρος, λόγω αντιθέτου νομολογίας του Αρείου Πάγου (ΣτΕ 476/2006 7μ.) και στην επταμελή σύνθεση το ζήτημα αν, κατ’ άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα, ως δόλος λαθρεμπορίας νοείται μόνον ο άμεσος και όχι και ο ενδεχόμενος (ΣτΕ 1222/2006).
Στο χώρο των δημοσίων συμβάσεων ιδιαίτερα σημαντική αναμένεται να είναι η κρίση της Ολομελείας επί του ζητήματος της υποχρέωσης της αναθέτουσας αρχής να προχωρήσει στη ματαίωση του διαγωνισμού λόγω λήξεως των ανωτάτων ορίων ισχύος των οικονομικών προσφορών ή της δυνατότητας αυτής να ζητήσει την παράταση αυτών ιδίως στην περίπτωση που η διαδικασία του διαγωνισμού βρίσκεται σε σημείο κατά το οποίο προκύπτει ο αναδεικνυόμενος μειοδότης και η Διοίκηση κρίνει ότι η προσφορά είναι συμφέρουσα (ΣτΕ 756/2006). Επισημαίνεται ότι το ίδιο ζήτημα, με αντίθετη κατΆ αρχήν άποψη, έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια και με την 4005/2005 του Β΄ Τμήματος. Επίσης, εκκρεμεί στην Ολομέλεια το ζήτημα εάν υφίσταται οφειλή τόκων υπερημερίας επί καθυστερήσεως συντάξεως και εγκρίσεως συγκριτικού πίνακα και πριν από την υποβολή προς έγκριση της σχετικής πιστοποιήσεως (ΣτΕ 776/2006), ενώ σε επταμελή σύνθεση το ζήτημα αν συνιστά σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου η έχουσα ως αντικείμενο την ανάθεση αφής κανδηλίων σε δημοτικό νεκροταφείο (757/2006).
Τέλος, στο χώρο του πολεοδομικού δικαίου παραπέμπεται με την 1359/2006 στην επταμελή σύνθεση το ζήτημα αν συνιστούν ή όχι εντετοπισμένη τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου περισσότερες επιμέρους τροποποιήσεις σε διαφορετικά σημεία του οικισμού, οι οποίες δεν συνιστούν ενιαία πολεοδομική επέμβαση, ούτε τελούν σε σχέση αλληλεξαρτήσεως (861/08), ενώ σε σχέση με τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις παραπέμπεται στην Ολομέλεια με την 2218/2006 το ζήτημα αν για τη συντέλεση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως απαιτείται η κατάθεση του ποσού της οριστικώς καθορισθείσας αποζημιώσεως, εφόσον η σχετική απόφαση έχει εκδοθεί εντός του 18μήνου, καθώς και αν τα αμφισβητηθέντα ενώπιον του Εφετείου κεφάλαια καθιστούν την προσωρινή αποζημίωση, που επιδικάσθηκε γιΆ αυτά, οριστική.